25 Απρ 2008

Η έρπουσα δυσαρέσκεια του ανοικείου


Mike Kellys, The uncanny

Όπου κι αν πάω ένας blogger με πληγώνει*

Σπανίως διαβάζω τα κείμενα που γράφουνε οι άλλοι. Το ίδιο, φαντάζομαι, θα κάνουνε και οι άλλοι: Θα γράφουνε, όπως γράφω κι εγώ, πιστεύοντας ότι οι ‘άλλοι’ τους διαβάζουν. Έτσι όλοι θα γράφουμε, με τον ζήλο πάντοτε κάποιου που πιστεύει ότι αυτά που γράφει είναι δημοφιλή, χωρίς ποτέ κάποιος άλλος να μας έχει διαβάσει, σε κάποιον τουλάχιστον ικανοποιητικό βαθμό.

Αλήθεια, φαντάζομαι θα το έχετε αιστανθεί κι εσείς. Γιατί, παρόλη την υπερβολή της προηγούμενης δήλωσης, δεν υπάρχει ίσως δυσκολότερο πράγμα για κάποιον που γράφει, από το να διαβάσει τα κείμενα ενός άλλου. Γιατί άραγε; Μήπως επειδή υπάρχει η πιθανότητα να είναι καλύτερα, πιο ‘δημοφιλή;’ Ή μήπως, ανεξάρτητα από την επιτυχία ή την αποστασιοποίησή τους, υπάρχει πάντοτε κάτι σε αυτά που μας θυμίζει μ’ έναν παράξενο τρόπο τα δικά μας κείμενα, τον ίδιο μας τον εαυτό;

Ο πρώτος που προσέγγισε ένα ανάλογο φαινόμενο ήταν ο Jentsch (1906), που το προσδιόρισε ως την αμφιβολία αν κάτι άψυχο μπορεί να είναι ζωντανό και αντίστροφα. Ο όρος που επικράτησε για αυτές τις περιπτώσεις είναι ‘The Uncanny,’ (Das Unheimlicche για τους γερμανομαθείς) που κυριολεκτικά σημαίνει το ‘Ακατοίκητο’, αλλιώς το ‘Ανοίκειο,’ ή απλά το Παράξενο:

“Λέγοντας κάποια ιστορία, μια από τις πιο πετυχημένες μεθόδους για την εύκολη δημιουργία ανοίκειων φαινομένων είναι ν’ αφήσει κάποιος τον αναγνώστη σε αβεβαιότητα σχετικά με το αν μια συγκεκριμένη φιγούρα στην ιστορία είναι ένα ανθρώπινο πλάσμα ή ένα αυτόματο, και να το καταφέρει με τέτοιον τρόπο ώστε η προσοχή (του αναγνώστη) να μην επικεντρωθεί κατευθείαν στην αβεβαιότητά του, οπότε δεν θα κατευθυνθεί στο πρόβλημα για να το επιλύσει αμέσως...” [1]

Ο Φρόιντ (1919) ήταν ο πρώτους που αναγνώρισε πίσω από το φαινόμενο ένα καθολικό ψυχολογικό αίτιο. Η ανάλυση του Φρόιντ εμπνεύστηκε από τα βιβλία του Hoffman, στα οποία αναφέρεται η περίπτωση μιας κούκλας, της Ολυμπίας (Olympia), που τη μεταχειρίζεται ως κάτι το πιθανά ζωντανό. O Φρόιντ ωστόσο διαφωνεί με την ανάλυση του Jenstsch ότι η Ολυμπία είναι το κυρίαρχο ανοίκειο στοιχείο της ιστορίας:

“Δεν μπορώ να σκεφτώ- και ελπίζω οι περισσότεροι αναγνώστες της ιστορίας θα συμφωνήσουν μαζί μου- ότι το θέμα της Ολυμπίας, που είναι σε όλες τις εμφανίσεις ένα ζωντανό πλάσμα, είναι σε κάθε περίπτωση το μόνο, ή πράγματι το πιο σημαντικό, στοιχείο υπεύθυνο για την ασύγκριτη ατμόσφαιρα του ‘ανοίκειου’ που δημιουργείται από την ιστορία...” [2]

Αυτή η παρατήρηση έχει να κάνει μ’ έναν άλλον παράξενο ήρωα του Hoffmann, στο βιβλίο του Nachtstücken, ‘Ο άνθρωπος της άμμου’ (The sand-man). Πρόκειται για έναν ανοίκειο χαρακτήρα της φαντασίας, ο οποίος βγάζει τα μάτια ενός παιδιού, πετώντας άμμο. Παραστατικά ο Φρόιντ αναφέρεται στην ιδέα ‘να σε κλέψουν μέσα από τα ίδια σου τα μάτια’ (the idea of being robbed of one’s eyes), εννοώντας δηλαδή την περίπτωση να βρεθεί κάποιος απέναντι σε μία δυσάρεστη έκπληξη.

Η Julia Kristeva, επίσης, ασχολήθηκε με το θέμα και χρησιμοποίησε τον όρο ‘Abjection,’ ο οποίος βρίσκεται νοηματικά και γλωσσολογικά ανάμεσα στους όρους Object (Αντικείμενο) και Subject (Υποκείμενο). Θα μπορούσαμε κατά αυτήν την έννοια να μεταφράσουμε τον όρο ως τη δράση του ‘Αποκειμένου,’ κάτι δηλαδή που βρίσκεται ανάμεσα στο πρόσωπο και στο αντικείμενο, χωρίς να είναι σαφές αν το ‘Αποκείμενο’ είναι κάτι ζωντανό ή νεκρό. Η ίδια πάντως επιστήμονας ερμηνεύει τον όρο ως ‘the state of being cast off,’ η κατάσταση δηλαδή να βρεθεί κάποιος ‘πεταμένος έξω.’ Χρησιμοποιεί το παράδειγμα ενός πτώματος, που μας προκαλεί διφορούμενα συναισθήματα, γιατί παρότι τώρα άψυχο, εντούτοις μέχρι πρότινος ανήκε σε έναν άνθρωπο ζωντανό, πρόκειται, δηλαδή, για ένα αντικείμενο το οποίο έχει πλέον βγει έξω από τη συμβολική τάξη των καθημερινών μας πραγμάτων.

Η επιχειρηματολογία αυτή, βέβαια, μπορεί να συνεχιστεί για να συμπεριλάβει συγκεκριμένες περιθωριακές κοινωνικά ομάδες, όπως πόρνες, ομοφυλόφιλους, κατάδικους, ανάπηρους, έγχρωμους κ.ο.κ., οι οποίοι, ζώντας έξω από τη συμβολική- ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας, θεωρούνται ως ζωντανά εργαλεία του ερωτικού πόθου και του τρόπου πλουτισμού ή απλά ως ‘έμψυχα αντικείμενα’ της αποστροφής από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας.

Και όχι μόνον άνθρωποι, καθώς πλέον η ρομποτική άρχισε να κατασκευάζει ‘οντότητες’, οι οποίες δεν είναι ζωντανές με τη συνήθη έννοια, εντούτοις λειτουργούν και συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι, δηλαδή ως έμψυχα όντα. Μάλιστα, σχετικά πρόσφατα (1970), χρησιμοποιήθηκε ο όρος ‘The uncanny valley,’ από τον Masahiro για να περιγράψει την διακύμανση στις αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι σε μία ‘ζωντανή ανθρώπινη μηχανή’ (ρομπότ).

Ωστόσο, πέρα από τη ‘μηχανιστική ερμηνεία του αυτονόητου,’ που κάποιος αρχίζει να φοβάται μια κούκλα ή να μιλάει στον υπολογιστή του, φαίνεται πως ο Φρόιντ ήταν αυτός που έκανε ένα θαρραλέο βήμα διαφοροποίησης στην ερμηνεία. Συνέδεσε δηλαδή τον όρο πέρα από την έννοια ενός ‘ζόμπι,’ με τη βαθύτερη λειτουργία του ανθρώπινου ασυνείδητου και την έννοια των απωθημένων. Για τον Φρόιντ η ερμηνεία του όρου ‘uncanny’ είναι απλή και ξάστερη, σ’ ένα πρώτο τουλάχιστον επίπεδο: Το συνειδητό απωθεί όσα το πληγώνουν και τα ‘θάβει’ βαθιά μες το ασυνείδητο. Όταν δούμε κάτι που μας θυμίζει μια δυσάρεστη, τραυματική εμπειρία, τότε αυτό μας είναι πράγματι ανοίκειο, με την έννοια ότι βαθιά μέσα μας, όντας απωθημένο, το αναγνωρίζουμε ως πραγματικό, αν και προσπαθούμε με κάθε τρόπο να το αποφύγουμε ‘νεκρώνοντάς’ το.

Ο ίδιος ο Φρόυντ όμως δε σταμάτησε εδώ, καθώς αναγνώρισε και άλλες παραμέτρους του φαινομένου, όπως στην περίπτωση της επανάληψης ενός πράγματος, μ’ έναν τρόπο νοήμονα. Για παράδειγμα, κάποιος που χάνεται και ξαναβρίσκει το δρόμο του ‘χρησιμοποιώντας το ένστικτο’ ή αριθμοί σε τυχαίες κατανομές που επαναλαμβάνονται με συγκεκριμένο, μη τυχαίο, τρόπο.

Από αυτό το σημείο κι έπειτα μπαίνουμε μάλλον σε… ανοίκεια και βαθύτερα νερά, καθώς η τελευταία νύξη μάς πηγαίνει κατευθείαν στο φαινόμενο που ο Jung θα ονομάσει συγχρονικότητα, καθώς και στον Otto Rank και στην έννοια του ‘διπλού’ (The double). Το φαινόμενο δηλαδή του ανοικείου παύει να είναι αποσπασματικό και χαρακτηριστικό της προσωπικής εμπειρίας και γίνεται ένα καθολικό φαινόμενο που αναδύεται κάτω από συγκεκριμένες και άγνωστες συνθήκες κατευθείαν από το χώρο του συλλογικού ασυνείδητου κι εκφράζεται στον υλικό κόσμο του ανθρώπου μέσω της διπλής του φύσης, συνειδητής και ασυνείδητης.

Η τελευταία προσέγγιση πηγαίνει κατευθείαν στον ‘πυρήνα’ της ουσίας του κόσμου. Αυτό που άλλοτε ήταν ζωντανό και τώρα δεν είναι, δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από την παρερμηνεία του μυαλού μας γι’ αυτό που είχε πάντοτε ψυχή, αλλά εμείς θεωρήσαμε ότι ήταν ζωντανό μόνο για κάποιο σύντομο διάστημα του χρόνου και για κάποια επιλογή της λογικής. Η ανθρώπινη ζωή, ως συλλογική τουλάχιστον κατάσταση, είναι παντοτινή και αδιάκοπη, οπότε θα φταίει η διαίρεση της λογικής στο ‘η ζωή μου’ και ‘η ζωή σου’. Σε ό,τι, επίσης, αφορά τις μούμιες, τους κλόουν, τις κούκλες, και τις συμβολικές μορφές- ‘μπαμπούλες’ των παιδικών μας χρόνων που μας καταδίωξαν και ίσως μας καταδιώκουν ακόμη και τώρα στον ύπνο ή στον ξύπνιο μας, προφανώς δεν είναι τίποτε άλλο από τις προβολές των άγνωστων τεράτων της αβυσσαλέας ψυχής μας. Οι θεοί, οι δαίμονες και τα πλάσματα της φαντασίας μας είναι μορφές φτιαγμένες από την ‘πάστα’ της ίδιας της ψυχής μας, που μόνο ξέχασε, αφότου εμπιστεύτηκε τη λογική, ότι τις ανήκουν. Τρομαχτικές μορφές κι επικίνδυνες στο βαθμό που παραβλέπουμε κάποιες βαθύτερες ανάγκες και αλήθειες.

Ο Φρόιντ συνέδεσε το αίσθημα του ανοικείου με το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Ο Jung ανακάλυψε πίσω από τα συμπλέγματα ψυχοειδείς μορφές, θεμελιώδεις και αιώνιες, που πλέκουν τον ιστό του ορατού- συνειδητού μας κόσμου. Τις ονόμασε αρχέτυπα. Ο Dali πήρε τη Φροϋδική θεωρία και το μυστικό της διττής πραγματικότητας του Otto Rank, για να ζωγραφίσει πίνακες στους οποίους δύο ή περισσότερες μορφές αναδύονται η μία μέσα από την άλλη, ανάλογα με την οπτική γωνία ή την εστίαση. Ο φυσικός Pauli ασχολήθηκε σοβαρά από τη δική του σκοπιά με τη θεωρία των αρχέτυπων, αναρωτώμενος τι σχέση θα μπορούσαν να έχουν με τις θεμελιώδεις οντότητες του φυσικού κόσμου, τα άτομα. Φαινόμενα ‘διπλής φύσης’ ή πολλαπλής είναι γνωστά στην κβαντομηχανική, φαινόμενα όπως ο κυματοσωματιδιακός δυισμός ή η επικάλυψη των κυματοσυναρτήσεων.

Κάθε φορά επομένως, που ‘αρνούμαστε’ να ‘διαβάσουμε’ τους άλλους ή να τους κοιτάξουμε κατάματα, θα φταίει, ίσως, όχι μόνον η όποια ζήλια μας για αυτούς, αλλά ταυτόχρονα και σ’ ένα πιο βαθύ επίπεδο ένα είδος ‘ανάμνησης’ από κάποιο κοινό παρελθόν, που θα μας προκαλούσε τρόμο. Ίσως, βέβαια, η τελική ερμηνεία να είναι πολύ απλούστερη. Η ενστικτώδης αποστροφή που νιώθουμε συνήθως για τους άλλους μπορεί να οφείλεται σε κάποιον μυστικό, και άγνωστο ακόμα νόμο άπωσης, ένα αντιστάθμισμα σε παγκόσμιο επίπεδο του νόμου της βαρύτητας, ένα είδος ‘σκοτεινής ενέργειας’ που διαπερνάει ή που αποτελεί τις ψυχές μας, έτσι ώστε όλοι να θυμόμαστε ότι είμαστε μαζί, αλλά συνάμα χώρια.
=========================================



*“Όπου κι αν πάω η Ελλάδα με πληγώνει”, Σεφέρης, ‘Με τον τρόπο του Γ.Σ.’