14 Μαΐ 2008

Συγχρονικότητα: Η αλληλογραφία Jung- Pauli

Jung- Pauli

‘Ο χρόνος είναι ένα συνεχές, μέσα στο οποίο κάποιες ιδιότητες εκδηλώνονται σχεδόν ταυτόχρονα σε διαφορετικά μέρη.’

Κινέζικο ρητό, από ‘Τα μυστικά του χρυσού λουλουδιού’

“Είχα μια περίπτωση, έναν πανεπιστημιακό, έναν πολύ μονόπλευρο διανοούμενο. Το ασυνείδητό του είχε ενεργοποιηθεί και είχε γίνει ταραγμένο. Έτσι προβαλλόταν σε άλλους ανθρώπους που φαίνονταν σαν εχθροί, κι αισθανόταν φοβερά μόνος επειδή όλοι έμοιαζαν να είναι εναντίον του. Ύστερα άρχισε να πίνει για να ξεχάσει τα προβλήματά του, αλλά έγινε υπερβολικά ευερέθιστος και με τέτοια διάθεση άρχισε να καυγαδίζει με άλλους ανθρώπους... και μια φορά τον πέταξαν έξω από κάποιο εστιατόριο και τον χτύπησαν.”

Αυτά είναι τα λόγια του ίδιου του Jung για τον Pauli, με τον οποίο θα έχει μια τακτική αλληλογραφία που θα διαρκέσει για μία περίπου 25ετία (1932- 1958), μέχρι τον θάνατο του τελευταίου. Σ’ αυτό το διάστημα ο Jung θα αναλύσει εκατοντάδες όνειρα του Pauli, ενώ η αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των δύο αντρών, θα κάνει την φυσική αισθαντικότερη και την ψυχολογία επιστημονικότερη (αστειεύομαι). Σε κάθε περίπτωση, η φιλοσοφικές ανησυχίες του Pauli θα βρούνε πρόσφορο έδαφος στην ευρύτητα της σκέψης του Jung, που με τη σειρά του θα ασπαστεί πολλές από τις έννοιες της σύγχρονης φυσικής, για να προχωρήσει σε ένα πληρέστερο πλαίσιο στη θεωρία του, τη συγχρονικότητα.

Ο Jung διείδε στον Pauli, ότι ήταν γεμάτος από ‘αρχαϊκό υλικό,’ το οποίο και θα προσπαθούσε να αναδύσει καθαρό, στα πλαίσια μίας πλήρους και σοβαρής ψυχοθεραπείας. Ο Pauli πάντως, ισχυρογνώμων και αντιρρησίας, δεν θα διατηρήσει την ‘καλή του συμπεριφορά’ για πολύ και θα ξαναενδώσει στο ποτό. Εντούτοις, το πνεύμα του θα παρέμενε πάντοτε διαυγές και ευρύ, αφού θεωρούσε ότι η ευρηματικότητα της επιστήμης θα πρέπει να περιλαμβάνει και θεωρήσεις της ψυχής. Ο ίδιος, προσπαθώντας να δώσει ένα νόημα στο κυματοσωματιδιακό δυισμό, έλεγε πως όταν επιλέγουμε ‘‘ποια πλευρά της φύσης θέλουμε να φανερώσουμε... αυτομάτως κάνουμε και μία θυσία... ένα σμίξιμο τυχαιότητας και θυσίας.’’

Για τον Jung, η διπλή φύση του κόσμου εκφράζεται μέσα από την αντιπαράθεση συνειδητού και ασυνείδητου και διευκρίνισε μάλιστα πως η συνείδηση καθορίζει τη μορφή και το περιεχόμενο των αρχετύπων που θα αναδυθούν από το ασυνείδητο. Για τον Jung η συγχρονικότητα είχε και έχει νόημα μόνο όταν κάποιος τη βιώνει. Στην κοινή τους δε εργασία, παρουσιάζουν την αρχή της συγχρονικότητας:




- Η άφθαρτη ενέργεια έχει μια διττή σχέση με το χωροχρονικό συνεχές. Από τη μία πλευρά υπάρχει η συνεχής σύνδεση μέσω της αιτιότητας. Από την άλλη πλευρά υπάρχει μια ασυνέχεια που εκφράζεται μέσω της συγχρονικότητας.

Για την εμπέδωση των παραπάνω εννοιών και για την αποφυγή των όποιων παρερμηνειών, σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να κάνουμε κάποιες διευκρινήσεις- επεκτάσεις. Όταν μιλάμε για αιτιότητα, εννοούμε την σύνδεση δύο ή περισσοτέρων πραγμάτων που έχουν μεταξύ τους σχέση αιτίας- αποτελέσματος. Ουσιαστικά, η ίδια η έννοια της αλληλεπίδρασης έχει αυτό το χαρακτηριστικό. Επομένως οτιδήποτε αλληλεπιδράει με οτιδήποτε άλλο μέσω δυνάμεων και ανταλλαγής πληροφορίας έχει τα χαρακτηριστικά ενός αιτιακού φαινομένου. Για να υπάρξει ‘μη αιτιότητα’ θα πρέπει να υπάρξει και μία άλλης μορφής ‘κρυφή’ σύνδεση, μέσω ενός αγνώστου μηχανισμού που να προκαλεί την εμφάνιση των μη αιτιακών φαινομένων. Σε αυτήν βέβαια την περίπτωση, όπως βλέπουμε, δεν ακυρώνεται ο ντετερμινισμός (αιτιότητα), αλλά εισάγεται μία ‘τρίτη’ άγνωστη αιτία που να προκαλεί τα φαινόμενα. Το χαρακτηριστικό πάντως σε αυτή τη ‘μη αιτιακή’ ή πιο σωστά άγνωστης αιτιότητας σύνδεση, είναι η μη τοπικότητα, που σημαίνει ότι η εμφάνιση των δύο ή περισσότερων συχγρονιστικών φαινομένων γίνεται ακαριαία (χωρίς δηλαδή τη διαμεσολάβηση κάποιου σήματος που υποχρεωτικά θα τρέχει με ταχύτητα μικρότερη ή ίση με εκείνη του φωτός).

Όπως και να έχει, υπάρχει μια σύμπτωση, θα έλεγα, και μάλιστα ιδιαίτερης σημασίας και μεγέθους, ανάμεσα στη θεωρία του ψυχολόγου (αν κι εγώ τον ονομάζω ‘ψυχικό’) Jung και στην προσέγγιση του φυσικού Pauli. Πρώτον, η συγχρονικότητα βασίζεται στο συλλογικό ασυνείδητο, το οποίο είναι κοινό και καθολικό για όλους τους ανθρώπους. Η σύγχρονη φυσική μιλά για κάποιο ενιαίο πεδίο που διαπερνάει όλον το χωροχρόνο. Δεύτερον, ο Jung εξαίρει τη σημασία της συνείδησης, τόσο στην πρόκληση των συγχρονιστικών φαινομένων, όσο και στη μορφή και στο περιεχόμενο των πραγμάτων (αρχετύπων) που αναδύονται από το συλλογικό ασυνείδητο. Η φυσική μιλάει για το ρόλο του παρατηρητή στην έκβαση ενός πειράματος (η κατάρρευση δηλαδή της κυματοσυνάρτησης τη στιγμή της παρατήρησης), καθώς και ότι οι συνθήκες του πειράματος καθορίζουν τις ιδιότητες των αντικειμένων που παρατηρούνται. Τρίτον, η μη αιτιότητα και η μη τοπικότητα είναι εγγενή χαρακτηριστικά της συγχρονικότητας. Η κβαντομηχανική έχει δείξει πειραματικά ότι η μη αιτιότητα και η μη τοπικότητα είναι πραγματικές καταστάσεις στη φύση.

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα μόνο να προσθέσω τα λόγια του ψυχολόγου Jaynes, τα οποία μπορούν να είναι πολύ διαφωτιστικά:

“Κάθε εποχή περιέγραψε τη συνείδηση με όρους του εξωτερικού της κατεστημένου. Στο χρυσό αιώνα της Ελλάδας, όταν ο άνθρωπος ταξίδευε ελεύθερος ενώ οι σκλάβοι έκαναν τη δουλειά, η συνείδηση ήταν ελεύθερη σ’ αυτόν το βαθμό... ο Αυγουστίνος στους σπηλαιώδεις λόφους της Καρθαγένης είχε μείνει έκπληκτος από ‘τα βουνά και τους λόφους της ψηλής του φαντασίας, τις πεδιάδες και τις σπηλιές της μνήμης μου.’

Αυτό δηλαδή που υπονοεί ο Jaynes είναι πως η αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο είναι πάντοτε συνυφασμένη με την εμπειρία που βρίσκεται αποτιθεμένη μέσα στον εαυτό μας. Όμως, ακριβώς γι’ αυτήν τη σχέση μεταξύ συνείδησης και μη συνειδητού, για τη σχέση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου ‘τοπίου,’ για τη στιγμή που ο κόσμος σκύβει το αυτί του για να ακούσει το όνομά του από τα χείλη του ανθρώπου, για αυτό το πράγμα δεν μιλάγαμε τόσην ώρα;