5 Απρ 2012

Τα αρχέτυπα

[Απόσπασμα από το βιβλίο «Βασικές Αρχές της ψυχολογίας,» του C.G.Jung]

Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε από το υλικό που παρέχουν τα όνειρα, οι φαντασιώσεις και τα οράματα, σε ποιο βαθμό υπερβαίνουν την προσωπική σφαίρα και εμπλέκουν τα περιεχόμενα του συλλογικού ασυνείδητου. Μυθολογικά θέματα, σύμβολα ριζωμένα στην παγκόσμια ιστορία της ανθρωπότητας, ή αντιδράσεις εξαιρετικής σφοδρότητας υποδεικνύουν τη συμμετοχή βαθύτερων στρωμάτων. Αυτά τα κεντρικά θέματα και σύμβολα ασκούν καθοριστική επιρροή στην ψυχική ζωή σαν σύνολο. Διαθέτουν κυρίαρχο λειτουργικό χαρακτήρα και μια υψηλή ενεργειακή φόρτιση. Για αυτό ο Jung μίλησε αρχικά για «αρχέγονες εικόνες» ή «κυρίαρχους παράγοντες του συλλογικού ασυνείδητου». Μόνον αργότερα έδωσε την ονομασία αρχέτυπα. Ο Jung άντλησε τον όρο «αρχέτυπα» από το βιβλίο «Corpus Hermeticum» (Scot, «Hermetica», Τόμος I, 140, 126) και από το κεφάλαιο 2, παραγρ. 6, του βιβλίου «De Divinis nominibus» του Διονυσίου του ψευδοαρεοπαγίτη, στο οποίο αναφέρεται: «Όμως, μπορεί να πει κανείς πως η σφραγίδα δεν είναι η ίδια και πλήρης σε όλες τις αποτυπώσεις της. Βέβαια δεν είναι η αιτία η ίδια η σφραγίδα, γιατί συμμετέχει ολοκληρωτικά και παρόμοια σε κάθε περίπτωση, αλλά οι διαφορές των συμμετεχόντων που κάνουν τις αποτυπώσεις διαφορετικές, αν και το αρχέτυπο είναι ένα, πλήρες και το ίδιο σε κάθε περίπτωση (της αυτής και μιας αρχετυπίας).» Πάνω απ' όλα, όμως, τον επηρέασε ο ορισμός του Αγίου Αυγουστίνου του ideae principales, του λατινικού αντίστοιχου της ελληνικής λέξης αρχετυπίαι. Ο Άγιος Αυγουστίνος λέει τα εξής: «Οι πρωταρχικές ιδέες είναι καθορισμένες μορφές, ή σταθερές και αμετάβλητες αιτίες πραγμάτων, καθεαυτού άμορφες, αιώνιες και ομοιότροπες, οι οποίες εμπεριέχονται στη θεία κατανόηση. Μολονότι οι ίδιες δε χάνονται, εντούτοις, όλα όσα μπορούν να δημιουργηθούν και να χαθούν, ή δημιουργούνται και χάνονται, διαμορφώνονται σύμφωνα με το πρότυπο τους. Είναι επιβεβαιωμένο πως η ψυχή δεν μπορεί να τις διακρίνει, εκτός και αν είναι η ορθολογική ψυχή».

Από το 1946, ο Jung έκανε διάκριση (αν και όχι πάντα ευκρινώς) μεταξύ του «αρχέτυπου αφεαυτού», δηλαδή του μη αντιληπτού αρχέτυπου που είναι δυνητικά παρόν σε κάθε ψυχική δομή, και του εκδηλωμένου αρχέτυπου που γίνεται αντιληπτό και εισέρχεται στο πεδίο της συνείδησης. Τούτο το εκδηλωμένο αρχέτυπο εμφανίζεται σαν αρχετυπική εικόνα και η μορφή του μπορεί να αλλάζει διαρκώς, ανάλογα με την ομάδα συνειρμών στην οποία εμφανίζεται. Φυσικά, υπάρχουν αρχέτυποι τρόποι δράσης-αντίδρασης και αρχέτυπες διαδικασίες, όπως η ανάπτυξη του εγώ ή το πέρασμα από τη μία ηλικία στην άλλη. Υφίστανται αρχέτυπες στάσεις, ιδέες, τρόποι αφομοίωσης της εμπειρίας, που αν ενεργοποιηθούν κάτω από ορισμένες συνθήκες, αναδύονται από την ασυνείδητη μέχρι τώρα κατάσταση τους και γίνονται κατά κάποιο τρόπο ορατές.


1. Η επιφάνεια της συνείδησης.
2. Η σφαίρα στην οποία αρχίζει να λειτουργεί η «εσωτερική τάξη».
3. Οι δρόμοι μέσω των οποίων βυθίζονται τα περιεχόμενα στο ασυνείδητο.
4. Τα αρχέτυπα και τα μαγνητικά πεδία τους, που αναγκάζουν τα περιεχόμενα να παρεκκλίνουν της πορείας τους με την ελκτική τους δύναμη.
ΑΑ. Η περιοχή στην οποία καθίστανται αόρατες οι καθαρά αρχέτυπες διαδικασίες από εξωτερικά συμβάντα και όπου επιστρώνεται κατά κάποιο τρόπο το «αρχέγονο πρότυπο».

Έτσι το αρχέτυπο μπορεί να εκδηλωθεί όχι μόνο σε στατική μορφή, σαν αρχέγονη εικόνα για παράδειγμα, αλλά και με μια δυναμική διαδικασία, όπως η διαφοροποίηση κάποιας λειτουργίας της συνείδησης. Στην πραγματικότητα όλες οι τυπικές, ανθρώπινες εκδηλώσεις της ζωής, βιολογικές, ψυχο-βιολογικές ή πνευματικές στο χαρακτήρα τους, στηρίζονται σε μία αρχέτυπη βάση. Επιπλέον, είμαστε σε θέση να φτιάξουμε μια ορισμένη «σειρά αλληλουχίας» των αρχετύπων, που να αντιστοιχούν, ανάλογα με το τι αντιπροσωπεύουν, σε κάποιο χαρακτηριστικό της ανθρωπότητας σαν σύνολο ή κάποιας μικρότερης ομάδας. Τα αρχέτυπα, μπορούμε να πούμε, έχουν τη δυνατότητα- όπως οι ιδρυτές μιας δυναστείας ή ενός γενεαλογικού δέντρου- να κάνουν παιδιά κι εγγόνια χωρίς να χάσουν τη δική τους αρχέγονη μορφή. Τα αρχέτυπα είναι αντανακλάσεις ενστικτωδών, δηλαδή ψυχικά αναγκαίων, αντιδράσεων σε ορισμένες καταστάσεις. Με τις εγγενείς τάσεις τους παρακάμπτουν επιτήδεια τη συνείδηση και οδηγούν σε τρόπους συμπεριφοράς που είναι ψυχολογικά αναγκαίοι, αν και δε φαίνονται πάντοτε αρμόζοντες, όταν εξετάζονται με τη λογική του παρατηρητή. Παίζουν ζωτικό ρόλο στην ψυχική οικονομία, γιατί, όπως λέει ο Jung, «αντιπροσωπεύουν ή προσωποποιούν ενστικτώδη στοιχεία της σκοτεινής, πρωτόγονης ψυχής- τις πραγματικές αλλά αόρατες ρίζες της συνείδησης».

Τούτος ο τρόπος σκέψης συχνά επικρίθηκε με τη δικαιολογία ότι, απ' όσο μπορεί να καθορίσει η επιστήμη μέχρι σήμερα, τα επίκτητα χαρακτηριστικά ή οι μνήμες δεν είναι δυνατόν να κληρονομηθούν. Ο Jung απαντά ως εξής: «Βεβαίως, αυτός ο όρος δεν υπονοεί κάποια κληρονομημένη ιδέα, αλλά ένα κληρονομημένο τρόπο ψυχικής λειτουργίας. Αντιστοιχεί σε εκείνο τον εγγενή τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο το κοτοπουλάκι βγαίνει από το αυγό, το πουλί χτίζει τη φωλιά του, κάποιο είδος σφήκας τσιμπάει το κινητικό γάγγλιο της κάμπιας και τα χέλια βρίσκουν το δρόμο τους προς τις Βερμούδες. Με άλλα λόγια είναι ένα «πρότυπο συμπεριφοράς.» Αυτή η πλευρά του αρχέτυπου είναι η βιολογική, η οποία συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της επιστημονικής ψυχολογίας. Όμως, η εικόνα αλλάζει αμέσως όταν την κοιτάξουμε από μέσα, από το βασίλειο της υποκειμενικής ψυχής. Εδώ το αρχέτυπο παρουσιάζεται ως θεϊκό, δηλαδή εμπειρία θεμελιώδους σημασίας. Όποτε ενδύεται με κατάλληλα σύμβολα, κάτι που δε συμβαίνει πάντα, επηρεάζει το άτομο με καταπληκτικό τρόπο, δημιουργώντας μια κατάσταση «βαθιάς συγκίνησης,» οι συνέπειες της οποίας ίσως δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν».

Το σχήμα 13 στοχεύει να δείξει τη διαστρωμάτωση της ψυχής σε σχέση με τους τρόπους λειτουργίας των αρχετύπων. Ο κόσμος της συνείδησης είναι γεμάτος ετερογενή στοιχεία. Τα αρχέτυπα σύμβολα που περιέχει, επικαλύπτονται συχνά με άλλα περιεχόμενα αποκομμένα από το γενικό τους πλαίσιο. Επίσης, μπορούμε να καθοδηγήσουμε και να ελέγξουμε τα περιεχόμενα της συνείδησης μέσω της θέλησης μας. Το ασυνείδητο, όμως, διαθέτει εσωτερική οργάνωση ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη από την επιρροή μας. Τα αρχέτυπα είναι τα κέντρα και τα δυναμικά πεδία της. Συνεπώς τα περιεχόμενα που βυθίζονται στο ασυνείδητο, υπόκεινται σε μια νέα και αόρατη τάξη μη προσιτή στη συνειδητή γνώση. Η πορεία τους εκτρέπεται συχνά και πολλές φορές οι όψεις και οι σημασίες τους αλλάζουν με τρόπο ακατανόητο. Αυτή η απόλυτη εσωτερική τάξη του ασυνείδητου είναι καταφύγιο και βοηθός μέσα στις αναστατώσεις και τα τυχαία συμβάντα της ζωής, αρκεί να ξέρουμε πώς να την αντιμετωπίζουμε. Το αρχέτυπο μπορεί, επίσης, να τροποποιήσει το συνειδητό προσανατολισμό μας ή και ακόμη να τον μετατρέψει στο αντίθετο του. Κάτι τέτοιο συμβαίνει σ' ένα όνειρο, για παράδειγμα, στο οποίο βλέπουμε τον εξιδανικευμένο πατέρα σαν άνθρωπο με κεφάλι ζώου και οπλές τράγου, ή σαν Δία, τον τρομερό θεό που προκαλεί βροντές, ή την ευγενική σύζυγο σαν μαινάδα, κ.λπ. Τέτοια όνειρα είναι δυνατόν να εκληφθούν ως προειδοποιητικά μηνύματα από το ασυνείδητο, που γνωρίζει «καλύτερα» και προσπαθεί να μας σώσει από μια εσφαλμένη αξιολόγηση.

Τα αρχέτυπα συγγενεύουν, επίσης, με ό,τι αποκαλούσε ο Πλάτων «ιδέα». Όμως, η ιδέα του Πλάτωνα είναι πρότυπο ανώτατης τελειότητας μόνο με τη «φωτεινή» έννοια, ενώ το αρχέτυπο του Jung είναι διπολικό κι ενσαρκώνει τόσο τη σκοτεινή πλευρά, όσο και το φως.

Ο Jung ονομάζει επίσης το αρχέτυπο «ψυχικό όργανο», ενώ ο Bergson les éternels incréés. Ο «έσχατος πυρήνας της έννοιας τους», λέει, «μπορεί να περιοριστεί, αλλά όχι να περιγραφεί». Γιατί «οτιδήποτε πούμε για τα αρχέτυπα, παραμένουν νοερές συλλήψεις ή συγκεκριμενοποιήσεις που ανήκουν στο πεδίο της συνείδησης».

Μια άλλη χρήσιμη αναλογία είναι η λέξη «Gestalt» (τύπος, τέλεια μορφή) με την ευρύτερη έννοια της λέξης, όπως χρησιμοποιείται στην ψυχολογία Gestalt, η οποία πρόσφατα υιοθετήθηκε από τη βιολογία. Η μορφή των αρχετύπων, λέει ο Jung, «ίσως μπορεί να συγκριθεί με το αξονικό σύστημα ενός κρυστάλλου, το οποίο προσχηματίζει την κρυσταλλική δομή στο αλμόλοιπο (μητρικό υγρό),- αν και δε διαθέτει δική του υλική ύπαρξη. Το αξονικό σύστημα εμφανίζεται στον τρόπο συγκέντρωσης των ιόντων και των μορίων... καθορίζοντας μόνο τη στερεομετρική δομή, όχι όμως τη συγκεκριμένη μορφή του ξεχωριστού κρυστάλλου». Παρόμοια, «το αρχέτυπο... έχει έναν αμετάβλητο νοηματικό πυρήνα -αλλά μόνο στην αρχή, και ποτέ όσον αφορά τη συγκεκριμένη εκδήλωση του» .

Συνεπώς, το αρχέτυπο σαν δυνητικό «αξονικό σύστημα» (το αρχέτυπο αφεαυτού) είναι προϋπάρχον και ενυπάρχον στην ψυχή. Το «μητρικό υγρό»- η εμπειρία της ανθρωπότητας- στο οποίο θα σχηματισθεί το ίζημα, αντιπροσωπεύει τις εικόνες που αποκρυσταλλώνονται γύρω από το αξονικό σύστημα και αποκτούν αυξημένη διαύγεια και πλούτο περιεχομένων στη μήτρα του ασυνείδητου. Η εικόνα δε «δημιουργείται» τη στιγμή που αναδύεται. Είναι ήδη παρούσα στο σκοτάδι από τότε που προστέθηκε στο ψυχικό θησαυροφυλάκιο της ανθρωπότητας η τυπική και θεμελιώδης εμπειρία που αντανακλά. Καθώς αναδύεται στη συνείδηση, φωτίζεται όλο και περισσότερο με ένα φως που εντείνει και αποσαφηνίζει το περίγραμμα της, έως ότου καθίσταται λεπτομερειακά ορατή. Τούτη η διαδικασία φώτισης δεν έχει μόνο ατομική αλλά και πανανθρώπινη σημασία. «Στον ύπνο και τα όνειρα», είπε ο Νίτσε, «διασχίζουμε τη συνολική σκέψη της αρχέγονης ανθρωπότητας» . Κάτι τέτοιο δεν απέχει πολύ από το σχόλιο του Jung ότι «η υπόθεση πως μπορεί να υπάρχει στην ψυχολογία μια αντιστοιχία μεταξύ οντογένεσης και φυλογονίας φαίνεται δικαιολογημένη». Σύμφωνα με τις απόψεις της σύγχρονης γενετικής, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι κληρονομημένοι παράγοντες είναι τύποι Gestalt και ότι υφίσταται μια έμφυτη τάση να αντιλαμβανόμαστε με όρους Gestalt στην κυριολεκτική και ευρύτερη έννοια τους. Η μορφή δε χρειάζεται ερμηνεία. Εκθέτει αφεαυτού το νόημα της.


Αναπτυξιακή αλληλουχία του «Θηλυκού Αρχέτυπου». ♂♀ = δύο σφαίρες αρχέγονης προέλευσης, που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς σαν ερμαφρόδιτες:
♂ = το αρχέτυπο του αρσενικού
♀ = το αρχέτυπο του θηλυκού

Α = νύχτα, το ασυνείδητο, το δεκτικό
Β = θάλασσα, νερό, κ.λπ.
Γ = γη, βουνό, κ.λπ.
Δ = δάσος, κοιλάδα, κ.λπ.
Ε = σπηλιά, κάτω κόσμος, βάθη, κ.λπ.
ΣΤ = δράκοντας, φάλαινα, αράχνη, κ.λπ.
Ζ = μάγισσα, νεράιδα, θεϊκή κόρη, νεραϊδο-
πριγκίπισσα, κ.λπ.
Η = σπίτι, κουτί, καλάθι, κ.λπ.
I = αγελάδα, γάτα, κ.λπ.
Θ = τριαντάφυλλο, τουλίπα, δαμασκηνιά, κ.λπ
Κ = προγονική μητέρα
Λ = γιαγιά
Μ = η μητέρα μας

Τα αρχέτυπα θα μπορούσαν να περιγραφούν σαν «αυτοπροσωπογραφίες των ενστίκτων», σαν ψυχικές διαδικασίες που μεταμορφώνονται σε εικόνες, ή αρχέγονα πρότυπα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ένας αριστοτελικός θα έλεγε: Τα αρχέτυπα είναι ιδέες ριζωμένες στην εμπειρία του ανθρώπου για τον πραγματικό πατέρα του και την πραγματική μητέρα του. Ένας Πλατωνιστής θα έλεγε: Ο πατέρας και η μητέρα αναπτύχθηκαν από τα αρχέτυπα, γιατί τα αρχέτυπα αντιπροσωπεύουν τις αρχέγονες εικόνες, τα πρωτότυπα των φαινομένων. Από την άποψη του ατόμου, τα αρχέτυπα υφίστανται a priori. Είναι εγγενή στο συλλογικό ασυνείδητο και ως εκ τούτου δεν επηρεάζονται από την ατομική ανάπτυξη και εξασθένηση. «Συνεπώς», λέει ο Jung, «αυτή η ψυχική δομή και τα στοιχεία της, δηλαδή όσα αρχέτυπα «γεννήθηκαν ως τώρα,» είναι ζήτημα μεταφυσικό κι επομένως δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί από την ψυχολογία.» «Το αρχέτυπο είναι μεταφυσικό γιατί υπερβαίνει τη συνείδηση». Ανήκει βασικά στο «ψυχοειδές» βασίλειο. «Το αρχέτυπο είναι, κατά κάποιο τρόπο, «αιώνια» παρουσία και το ζήτημα είναι αν γίνεται αντιληπτό από τη συνείδηση ή όχι». Είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε πολλά ψυχικά επίπεδα και σε ποικίλες ομάδες συνειρμών. Παίρνει τη μορφή «ιδιοσυγκρασίας» προσαρμοσμένης στην ατομική κατάσταση, αλλά παραμένει αμετάβλητο ως προς τη βασική δομή και νόημα του. Όπως και η μελωδία, μπορεί να μεταφερθεί από μία κλείδα σε άλλη. Τούτο μπορεί να επεξηγηθεί με ένα σχήμα που δείχνει μερικές μόνον από τις πολλαπλές όψεις κι εκδηλώσεις του. Για παράδειγμα, το «Αρχέτυπο του Θηλυκού,» όπου το Gestalt (ο τύπος) παραμένει σταθερό και μόνον το περιεχόμενο του αλλάζει (Σχήμα 14).

Όταν η μορφή μιας αρχέτυπης εικόνας είναι ανακριβής και ανεπαρκώς προσδιορισμένη, πηγάζει συνήθως από ένα βαθύ στρώμα του συλλογικού ασυνείδητου, ένα στρώμα όπου τα σύμβολα είναι παρόντα μόνο σαν «αξονικά συστήματα». Ουσιαστικά δεν έχουν πληρωθεί ακόμη με ατομικά περιεχόμενα, ούτε έχουν διαφοροποιηθεί από την ατελείωτη αλυσίδα της ατομικής εμπειρίας, της οποίας προηγούνται κατά κάποιον τρόπο. Όσο πιο προσωπικό και πρόσφατο είναι το πρόβλημα, τόσο πιο περίπλοκη, λεπτομερής και καθαρά προσδιορισμένη είναι η αρχέτυπη μορφή με την οποία εκφράζεται. Όσο πιο απρόσωπη και παγκόσμια είναι η κατάσταση που συγκεκριμενοποιεί, τόσο πιο αφηρημένη παρουσιάζεται- γιατί το ίδιο το σύμπαν είναι χτισμένο πάνω σε ορισμένες απλές αρχές. Στην περιεκτική απλότητα της, η αρχέτυπη εικόνα αυτού του είδους περιλαμβάνει πιθανώς όλο τον πλούτο και την ποικιλία της ζωής και του σύμπαντος. Έτσι, το «μητρικό» αρχέτυπο, για παράδειγμα, με τη δομική έννοια που περιγράψαμε, προηγείται και υπερβαίνει κάθε ατομικής «μητρικής» εκδήλωσης. Η αρχέγονη εικόνα της μητέρας, η «Μεγάλη Μητέρα» με τις παράδοξες αποδόσεις της, είναι η ίδια στην ανθρώπινη ψυχή σήμερα, όπως και κατά τη μυθική εποχή. Η διαφοροποίηση του εγώ από τη «μητέρα», συναντάται στην αρχή κάθε «ερχομού στη συνείδηση». Ερχομός στη συνείδηση (Bewusstwerdung) σημαίνει δημιουργία ενός κόσμου μέσω διαφοροποίησης . Η δημιουργία της αντίληψης, ο σχηματισμός των ιδεών είναι η πατρική αρχή του λόγου, που αγωνίζεται αέναα να απελευθερωθεί από το αρχέγονο σκοτάδι της μήτρας, από τον κόσμο του ασυνείδητου. Στην αρχή και τα δύο ήταν ένα, και κανένα από αυτά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο, ακριβώς όπως το φως δε θα είχε νόημα σε ένα κόσμο δίχως σκοτάδι. «Ο κόσμος υπάρχει μόνο επειδή αντίθετες δυνάμεις αλληλοεξισορροπούνται».

Στη γλώσσα του ασυνείδητου, που είναι γλώσσα εικόνων, τα αρχέτυπα εκδηλώνονται με προσωποποιημένη ή συμβολική μορφή. «Το αρχέτυπο περιεχόμενο», γράφει ο Jung, «εκφράζεται καταρχήν μεταφορικά. Αν, επί παραδείγματι, αναφερθούμε στον ήλιο και τον συνδέσουμε με το λιοντάρι, το βασιλιά, το χρυσάφι που φρουρείται από το δράκοντα ή τη ζωοδότρια θεραπευτική δύναμη, δεν ταυτίζεται με καμία από αυτές τις μορφές. Ουσιαστικά είναι ένας τρίτος, άγνωστος παράγοντας που λίγο-πολύ βρίσκει επαρκή έκφραση σε όλες αυτές τις μεταφορές. Όμως- προς λύπη κάθε διανοούμενου- παραμένει ουσιαστικά άγνωστος και δεν ταιριάζει σε καμία μορφή... Ούτε για μια στιγμή δεν τολμάμε να υποκύψουμε στην πλάνη ότι ένα αρχέτυπο μπορεί τελικά να ερμηνευθεί και να απαλλαγούμε από την παρουσία του. Ακόμη και οι καλύτερες προσπάθειες ερμηνείας του είναι μόνο λίγο-πολύ μεταγλωττίσεις σε μιαν άλλη μεταφορική γλώσσα».

Τα αρχέτυπα συνθέτουν τα πραγματικά περιεχόμενα του συλλογικού ασυνείδητου. Ο αριθμός τους είναι σχετικά περιορισμένος, γιατί αντιστοιχεί με «τον αριθμό των τυπικών και θεμελιωδών εμπειριών» της ανθρωπότητας από αρχέγονες εποχές. Το νόημα τους για μας βρίσκεται ακριβώς στην «αρχέγονη εμπειρία,» που βασίζεται σε αυτά και την οποία αντιπροσωπεύουν και μεταδίδουν. Οι κεντρικές ιδέες των αρχέτυπων εικόνων αντιστοιχούν σε εκείνο το τμήμα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης που ρυθμίζεται από τη φυλογονία και είναι ίδιες σε όλους τους πολιτισμούς. Τις βλέπουμε να επαναλαμβάνονται σε όλες τις μυθολογίες, τα παραμύθια, τις θρησκευτικές παραδόσεις και τα μυστήρια. Τι είναι οι μύθοι του «Νυκτερινού Θαλάσσιου Ταξιδιού,» του «Περιπλανώμενου Ήρωα» ή του «Θαλάσσιου Τέρατος,» αν όχι η αιώνια γνώση της δύσης και ανατολής του ήλιου μεταμορφωμένη σε εικόνες; Ο Προμηθέας, ο κλέφτης της φωτιάς, ο Ηρακλής, ο φονιάς του δράκοντα, οι αναρίθμητοι μύθοι της δημιουργίας, η πτώση από τον παράδεισο, τα μυστήρια της δημιουργίας, η παρθενογένεση, η ύπουλη προδοσία του ήρωα, ο διαμελισμός του Όσιρι, και πολλοί άλλοι μύθοι και παραμύθια αντιπροσωπεύουν ψυχικές διαδικασίες με συμβολικές εικόνες. Παρόμοια, οι μορφές του Ερπετού, το Ψάρι, η Σφίγγα, τα Ζώα που βοηθούν, το Δέντρο του Κόσμου, η Μεγάλη Μητέρα, ο Μαγεμένος Πρίγκιπας, το Αιώνιο Παιδί, ο Μάγος, ο Σοφός, ο Παράδεισος, κ.λπ. συμβολίζουν ορισμένες κεντρικές ιδέες και περιεχόμενα του συλλογικού ασυνείδητου. Είναι σε θέση να αφυπνίσουν σε μια νέα ζωή καθεμιά ατομική ψυχή, να ασκήσουν τη μαγική τους δύναμη και να συνοψιστούν σε ένα είδος «ατομικής μυθολογίας», η οποία παρουσιάζει έναν εντυπωσιακό παραλληλισμό με τις μεγάλες παραδοσιακές μυθολογίες όλων των λαών και εποχών, συγκεκριμενοποιώντας κατά κάποιο τρόπο την προέλευση και το νόημα τους, ρίχνοντας νέο φως στην ουσία τους.

Για τον Jung, λοιπόν, τα αρχέτυπα αντιπροσωπεύουν το σύνολο των λανθανουσών δυνατοτήτων της ανθρώπινης ψυχής -ένα αχανές απόθεμα προγονικής γνώσης για τις βαθιές σχέσεις μεταξύ Θεού, ανθρώπου και σύμπαντος. Για να απελευθερώσει κανείς αυτό το απόθεμα στην ψυχή του, να το αφυπνίσει, σε μια νέα ζωή και να το ενοποιήσει με τη συνείδηση, χρειάζεται να ξεφύγει από την απομόνωση του και να ακολουθήσει την αιώνια κοσμική διαδικασία. Έτσι, οι αντιλήψεις για τις οποίες μιλούσαμε, γίνονται κάτι περισσότερο από επιστήμη, κάτι περισσότερο από ψυχολογία• γίνονται τρόπος ζωής. Σαν αρχέγονη πηγή της ανθρώπινης εμπειρίας το αρχέτυπο βρίσκεται στο ασυνείδητο, από όπου αναδύεται στη ζωή μας. Επομένως, είναι δυνατή η ανάλυση των προβολών του, ώστε να αναδυθούν τα περιεχόμενα του στη συνείδηση.

Στο πρόσφατο έργο του «Συγχρονικότητα: Μια μη αιτιατή συνδετική αρχή», ο Jung έδειξε μια ιδιαίτερα σημαντική όψη της λειτουργίας των αρχετύπων. Έτσι, έριξε νέο φως σε ορισμένα φαινόμενα της ESP (υπεραισθητήριας αντίληψης) όπως η τηλεπάθεια, η διόραση, κ.λπ., για τα οποία η επιστήμη δεν είχε δώσει έως τώρα κάποια ικανοποιητική ερμηνεία. Επίσης χρησιμοποίησε επιστημονικές μεθόδους στην έρευνα ορισμένων παράξενων συμβάντων κι εμπειριών που αναφέρθηκαν ή καταγράφηκαν στο παρελθόν σαν απλά τυχαία συμβάντα. Δίνει το όνομα «συγχρονικότητα» (προκειμένου να διακρίνει αυτή την έννοια από το συγχρονισμό ή το ταυτόχρονο) σε μια αρχή ερμηνείας η οποία συμπληρώνει την αιτιότητα. Την ορίζει σαν «σύμπτωση στο χρόνο δύο ή περισσότερων αιτιατά ασύνδετων συμβάντων, που έχουν το ίδιο ή παρόμοιο νόημα». Κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει στη σύμπτωση εσωτερικών αντιλήψεων (προαισθημάτων, ονείρων, οραμάτων, διαισθήσεων, κ.λπ.) με εξωτερικά γεγονότα του παρελθόντος, του παρόντος ή του μέλλοντος. Ως τώρα η συγχρονικότητα είναι μόνον «τυπικός παράγων,» μια «εμπειρική έννοια,» η οποία προβάλλει σαν αξίωμα μια αναγκαία αρχή για περιεκτικότερη γνώση, η οποία «θα μπορούσε να προστεθεί σαν τέταρτη στην αναγνωρισμένη τριάδα του χώρου, του χρόνου και της αιτιότητας». Ο Jung ερμηνεύει την εμφάνιση τέτοιων συγχρονιστικών φαινομένων με μία «a priori αιτιατά ανεξήγητη γνώση,» βασισμένη σε μια τάξη του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου ανεξάρτητη από τη θέληση μας. Σε μια τέτοια τάξη πραγμάτων τα αρχέτυπα παίζουν το ρόλο ρυθμιστικών παραγόντων. Η πλήρης σημασίας σύμπτωση μιας εσωτερικής εικόνας με το εξωτερικό συμβάν, η οποία χαρακτηρίζει τα συγχρονιστικά φαινόμενα, αποκαλύπτει την πνευματική και την υλική πλευρά του αρχέτυπου. Το αρχέτυπο, επίσης, με την αυξημένη ενεργειακή φόρτιση (ή θεϊκή επίδραση) προκαλεί στο άτομο που το βιώνει μία αυξημένη συγκινησιακή φόρτιση ή μερική abaissement du niveau mental, που είναι απαραίτητη προκειμένου να συμβούν και να γίνουν αντιληπτά συγχρονιστικά φαινόμενα αυτού του είδους. Ο Jung, μάλιστα, προχωρεί τόσο πολύ, ώστε λέει: «Το αρχέτυπο είναι η ενδοσκοπικά αναγνωρίσιμη μορφή μιας a priori ψυχικής τάξης». Οι έρευνες του Jung για τη συγχρονικότητα προκάλεσαν ορισμένα νέα προβλήματα, που απαιτούν παραπέρα έρευνα κι εξέταση.

«Τα αρχέτυπα», λέει ο Jung, «ήταν και είναι ζωντανές ψυχικές δυνάμεις που απαιτούν να εκληφθούν σοβαρά, κι έχουν ένα παράξενο τρόπο να εξασφαλίζουν την επίδραση τους. Ήταν πάντα φορείς προστασίας και σωτηρίας, και η παράβαση τους έχει σαν συνέπεια τους «κινδύνους της ψυχής,» γνωστούς σε εμάς από την ψυχολογία των πρωτόγονων ανθρώπων. Εξάλλου αποτελούν αλάνθαστες πηγές νευρωτικών, ακόμη και ψυχωτικών διαταραχών και συμπεριφέρονται σαν παραμελημένα ή κακομεταχειρισμένα όργανα του σώματος ή οργανικά λειτουργικά συστήματα.»

Δεν ήταν χωρίς λόγο που οι αρχετυπικές εικόνες κι εμπειρίες αποτελούσαν πάντοτε το κεντρικό τμήμα όλων των θρησκειών της γης. Μολονότι καλύφθηκαν συχνά με δόγματα, χάνοντας την αρχική μορφή τους, είναι ακόμη ενεργές στην ψυχή και το πλούσιο νόημα τους παραμένει ακόμα πολύ ισχυρό στην επιρροή του, ιδιαίτερα εκεί όπου η θρησκευτική πίστη παραμένει ζωντανή δύναμη. Και τούτο αληθεύει τόσο για τον θανόντα και αναστημένο θεό, όσο και για την άμωμη σύλληψη στο Χριστιανισμό, το πέπλο της Μάγια των Ινδουιστών ή την προσευχή των Μωαμεθανών, οι οποίοι στρέφονται προς τη Μέκκα. Μόνο όποτε η πίστη και το δόγμα τις κατάντησαν κενό γράμμα- και αυτό συμβαίνει κύρια στον υπερανεπτυγμμένο, τεχνολογικό, λογικό, δυτικό πολιτισμό μας- έχασαν τη μαγική δύναμη τους και άφησαν τον άνθρωπο ανίσχυρο και μόνο στο έλεος του εσωτερικού και του εξωτερικού κακού.

Το νόημα και ο σκοπός της γιουνγκιανής ψυχολογίας είναι να ανακουφίσει το σύγχρονο άνθρωπο από τη σύγχυση και την απομόνωση του σύγχρονου πολιτισμού, επιτρέποντας του να βρει τη θέση του στο ρεύμα της ζωής. Έτσι, τον βοηθά να ολοκληρωθεί συνειδητά και εκούσια, ενώνοντας ξανά τη φωτεινή συνειδητή πλευρά του με τη σκοτεινή ασυνείδητη.

Ένα από τα κύρια έργα αυτού του βιβλίου είναι να αποσαφηνίσει τούτη τη μορφή καθοδήγησης, καθώς και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε ο Jung. Αλλά για μια καλύτερη κατανόηση της βάσης στην οποία στηρίζεται, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε εν συντομία το δεύτερο μέρος της θεωρίας, δηλαδή τη «δυναμική της ψυχής».