7 Απρ 2011

Η ανοίκεια κοιλάδα


Συνήθως αναφερόμαστε στο λεγόμενο ένστικτο της επιβίωσης, ενώ σπανίως μιλάμε για το ένστικτο του θανάτου. Καθότι δεν είμαι ειδικός σε θέματα ψυχολογίας, θα προσπαθήσω να προσεγγίσω το θέμα από γενικότερη σκοπιά. Θα προτιμούσα λοιπόν να χρησιμοποιήσω τους όρους ένστικτο της δημιουργίας και ένστικτο της καταστροφής. Ακόμη απλούστερα θα μπορούσαμε να αναφερόμαστε στο ένστικτο της δημιουργίας, στην οποία περίπτωση το ένστικτο της καταστροφής θα ήταν το αντίθετό του (κάτι σαν θετική και αρνητική ενέργεια).

Πριν όμως προχωρήσω σχετικά με το προηγούμενο θέμα, θα κάνω μια παρένθεση, η οποία πιστεύω ότι θα μπορούσε εμπλουτίσει την όλη ανάλυση. Πρόκειται για τον όρο 'το ανοίκειο' (the uncanny), στον οποίο έχω αναφερθεί σε παλαιότερο post (Η έρπουσα δυσαρέσκεια του ανοικείου). Πρόκειται για το συναίσθημα που αισθάνεται κάποιος όταν έρχεται αντιμέτωπος με κάτι που είναι νεκρό και που όμως μοιάζει ζωντανό. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Jentsch, σε ένα δοκίμιό του (1906) με τίτλο 'On the Psychology of the Uncanny.'[1] Ο ίδιος προσδιορίζει τον όρο που στα γερμανικά σημαίνει 'να βγει κάποιος από τα νερά του' εξαιτίας ενός παράξενου γεγονότος που του συνέβη. Πάντως, ενώ επισημαίνει ότι πολλές φορές οι λέξεις προδίνουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα, επισημαίνει ότι αυτός ο χαρακτήρας είναι τόσο ευμετάβλητος έτσι ώστε το συναίσθημα του ανοίκειου να είναι διαφορετικό για διαφορετικούς ανθρώπους ή ακόμη και διαφορετικό για τον ίδιο άνθρωπο, ανάλογα με τις περιστάσεις.

Τη σκέψη του Jentsch θα προχωρήσει ο Freud με ένα δικό του δοκίμιο (1919) με τίτλο 'The uncanny'[2]. Ο Freud επισημαίνει τα παράδοξα συναισθήματα που μπορεί να μας προκαλέσει κάτι που μοιάζει ζωντανό ενώ δεν είναι (για παράδειγμα μια κούκλα που μιλάει). Αφού τονίσει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα μιας τέτοιας αμφιβολίας, δηλαδή αν κάτι ή κάποιος είναι 'ζωντανός' ή 'νεκρός' (τεχνική που δανείστηκαν και οι σουρεαλιστές για να 'σοκάρουν' το κοινό τους), συνδέει την έννοια του ανοίκειου με την έννοια του 'διπλού.' Ο ίδιος λέει:

''Το θέμα του 'διπλού' αναλύθηκε επισταμένα από τον Otto Rank. Προχώρησε στις σχέσεις που το 'διπλό' έχει με αντανακλάσεις σε καθρέφτες, με σκιές, φύλακες αγγέλους, με την πίστη στην ύπαρξη της ψυχής και της ζωής μετά θάνατο. Αλλά επίσης αφήνει μια πλημμύρα φωτός στην εκπληκτική εξέλιξη αυτής της ιδέας. Γιατί το 'διπλό' ήταν αρχικά μια εγγύηση απέναντι στην καταστροφή του εγώ, μια 'ενεργή άρνηση της δύναμης του θανάτου,' όπως λέει ο Rank.''

Με αυτήν την έννοια, το 'διπλό' συνδέεται, αντίστροφα θα λέγαμε, με το 'ανοίκειο,' καθώς πρόκειται για εξιδανικευμένες προβολές του ίδιου μας του εαυτού. Από την άλλη μεριά, συνδέεται και ευθέως, με την έννοια ότι αυτό που έχουμε απωθήσει, αν το δούμε να συμβαίνει μπροστά μας, προκαλεί 'ανοίκεια' συναισθήματα, καθώς πρόκειται για κάτι δυσάρεστο που δεν θυμόμαστε από πού προήλθε.

Ο Freud πάντως θα προχωρήσει ένα βήμα πέρα από την επανάληψη λαθών που επαναλαμβάνουμε επειδή ξεχνάμε, απωθώντας, τους λόγους που τα κάναμε. Αφού αναφέρει χαρακτηριστικά έναν δικό του περίπατο κάποτε στην Ιταλία, όπου επιστρέφει, παραδόξως, διαρκώς πίσω στον ίδιο δρόμο, χρησιμοποιεί ένα άλλο παράδειγμα που φαίνεται να έχει να κάνει με ένα πιο 'αντικειμενικό' γεγονός:

''Παίρνοντας μια άλλη κατηγορία γεγονότων, μπορούμε να δούμε ότι επίσης εδώ είναι αυτός ο παράγοντας της αθέλητης επανάληψης που περιβάλλει με μια ανοίκεια ατμόσφαιρα αυτό που θα ήταν αλλιώς αθώο, και μας επιβάλλει την ιδέα ενός πράγματος μοιραίου και αναπόφευκτου, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση θα μιλάγαμε μόνο για 'τύχη.' Για παράδειγμα, δεν δίνουμε αρχικά σημασία όταν αφήνουμε το παλτό μας στη γκαρνταρόμπα και παίρνουμε τον αντίστοιχο αριθμό, ας πούμε το 62, ενώ διαπιστώνουμε ότι ο αριθμός της καμπίνας μας στο πλοίο έχει τον ίδιο αριθμό 62. Αλλά η εντύπωση αλλάζει αν δυο τέτοια γεγονότα, μεταξύ τους ανεξάρτητα, συμβούν το ένα κοντά στο άλλο, αν πέσουμε πάνω στον ίδιο αριθμό 62 αρκετές φορές την ίδια μέρα, ή αν αρχίσουμε να προσέχουμε πως οτιδήποτε που έχει αριθμό- διευθύνσεις, νούμερα δωματίων σε ξενοδοχεία, κουκέτες σε τραίνα- έχουν πάντα τον ίδιο αριθμό, ή έναν που περιέχει τουλάχιστον τα ίδια ψηφία. Νιώθουμε τώρα ότι αυτό είναι 'ανοίκειο,' και αν δεν είναι κάποιος τελείως θωρακισμένος απέναντι στη γοητεία της προκατάληψης θα μπει στον πειρασμό να αποδώσει ένα κρυφό νόημα σε αυτήν τη μυστηριώδη επανάληψη ενός αριθμού... Πρόσφατα ένας ευφυής επιστήμονας (αναφέρεται ο Freud στον P. Kammerer) προσπάθησε να ανάγει τις συμπτώσεις αυτού του είδους σε συγκεκριμένους νόμους, και έτσι να τις απαλλάξει από το ανοίκειο αποτέλεσμα. Δεν θα επιχειρήσω να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα αν τα κατάφερε ή όχι.''

Αν και ο Freud περιόρισε τελικά την έρευνά του στο καθαρά ψυχαναλυτικό επίπεδο του ψυχαναγκασμού, με τον οποίο ερμήνευσε (ή συνέδεσε) τις παράξενες επαναλήψεις γεγονότων, ήταν ο Jung, ο οποίος θα πάρει τη σκυτάλη για να ανάγει, μετά τον προαναφερθέντα επιστήμονα Kammerer, φαινόμενα όπως το 'διπλό' κάτω από μία ενοποιό αρχή που ο ίδιος ο Jung ονόμασε συγχρονικότητα. Για τη συγχρονικότητα προσωπικά έχω πει αρκετά- αν και τίποτε δεν είναι αρκετό για να εξαντλήσει κάποιος αυτό το θέμα. Εδώ θα ήθελα μόνο να συνδέσω ενδεικτικά το συναίσθημα του ανοικείου με καταστάσεις αρχετυπικού χαρακτήρα (συμπτώσεις νοήμονες όπως τις αποκαλεί ο Jung), δηλαδή καταστάσεις διαχρονικές κι επομένως επαναλαμβανόμενες στο χώρο και στο χρόνο, και να προχωρήσουμε ένα βήμα ακόμη παραπέρα.

Ο επόμενος ο οποίος πιο πρόσφατα ασχολήθηκε από την έννοια του ανοικείου, ή που τουλάχιστον συνδέθηκε με αυτήν, ήταν ο αυτοματιστής (ρομποτιστής) Masahiro Mori (1970), ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο 'The uncanny valley' (Η παράξενη κοιλάδα, θα λέγαμε) για να περιγράψει τις ανθρώπινες αντιδράσεις απέναντι σε αυτόματα (ρομπότ). Η υπόθεση του Mori λέει ότι όσο περισσότερο μοιάζει ένα αυτόματο στην εμφάνιση και στην κίνηση με έναν άνθρωπο, τόσο η συναισθηματική αντίδραση ενός ανθρώπου απέναντι στο αυτόματο θα γίνεται θετική, μέχρι ένα σημείο από το οποίο και πέρα η αντίδραση του ανθρώπου γίνεται απότομα αποστροφή, για να ξαναγίνει θετική καθώς το αυτόματο πλέον μοιάζει ανθρώπινο. Η περιοχή της αρνητικής αντίδρασης (αποστροφή) μεταξύ ενός 'σχεδόν ανθρώπινου' κι ενός 'τελείως ανθρώπινου' αυτόματου είναι ακριβώς η περιοχή της ανοίκειας κοιλάδας, όπως φαίνεται στο παρακάτω σχήμα: [3]


Δεν γνωρίζω τι είδους πειράματα διεξήγαγε ο Mori για να καταλήξει στο παραπάνω σχεδιάγραμμα, ούτε και ξέρω πόσο έχει προχωρήσει η έρευνα πάνω στο φαινόμενο της 'ανοίκειας κοιλάδας.' Πάντως, απ' ό,τι φαίνεται, ο ίδιος ο Mori, για τον έναν ή άλλον λόγο, άφησε το θέμα κάπου εκεί, καθώς σε ένα γράμμα του, με το οποίο αρνείται μια πρόσκληση που του έγινε να μιλήσει σε ένα πανεπιστήμιο επί του θέματος, αναφέρει ότι παρότι εισήγαγε την έννοια της ανοίκειας κοιλάδας, δεν το είχε εξετάσει περισσότερο μέχρι τότε. Συμπεριέλαβε επίσης και κάποιες διορθώσεις. Αντί να τοποθετήσει ένα ανθρώπινο πρόσωπο στο μέγιστο ύψος της καμπύλης, ο Mori είπε:

''Υπάρχει κάτι πιο ελκυστικό και οικείο από ότι ένας άνθρωπος στο δεξί άκρο της κοιλάδας. Είναι το πρόσωπο ενός βουδιστικού αγάλματος ως η καλλιτεχνική έκφραση του ανθρώπινου ιδανικού.'' [4]

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Mori έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο 'The Buddha in the Robot,' αναφέροντας προφανώς τις δύο έννοιες, δηλαδή αυτή ενός θεού κι εκείνη ενός αυτόματου σε πλήρη αντιδιαστολή. Ο άνθρωπος θα βρίσκεται κάπου ανάμεσα. Προσωπικά θα έλεγα στην μεταξύ κορφή, την 'Οικεία Κορφή,' σε αντιδιαστολή με την 'Ανοίκεια Κοιλάδα.' Θα πρέπει κάπου εδώ να επισημάνουμε την άμεση σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη επιθυμία και στην οικειότητα ή αποστροφή. Στην πραγματικότητα σε ένα καθαρά συναισθηματικό επίπεδο, το 'ανοίκειο' ταυτίζεται με την αποστροφή, δηλαδή την αρνητική επιθυμία. Γι αυτό άλλωστε ο Freud στο προαναφερθέν δοκίμιό του συνδέει το φαινόμενο του ανοίκειου με την αρχή της ηδονής (pleasure principle). Ένας θεός, όπως ο Βούδας θα προκαλούσε την ελάχιστη επιθυμία, όση θα προκαλούσε ο κάθε 'άφυλος άγγελος' ή ένα μικρό παιδί, εξού άλλωστε και ο χαρακτηρισμός μου 'Οικεία Κορυφή.' Θα μπορούσαμε μάλιστα να σχεδιάσουμε και το ακόλουθο πρόχειρο σχήμα:


Ξεκινώντας από τα αριστερά, όσο 'ανοίκειο' ή απωθητικό μας είναι κάτι ή κάποιος, τόσο αυξάνεται και η επιθυμία μας απέναντί του, μέχρι ένα κρίσιμο σημείο, στην κορυφή, από όπου και ύστερα η επιθυμία μας αρχίζει και μειώνεται.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα γεγονός που όλοι μας λίγο- πολύ έχουμε βιώσει, έστω κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε. Είναι γεγονός ότι οι άγιοι άνθρωποι, εξίσου με τα φωτομοντέλα μάς προκαλούν λίγη ή καθόλου έλξη, αφού αυτούς τους ανθρώπους τους αντιμετωπίζουμε ουδέτερα, όπως ακριβώς κι ένα 'όμορφο' και άκακο ρομπότ ή κούκλα. Συνήθως μας έλκουν άνθρωποι λιγότερο όμορφοι, εξωτερικά ή εσωτερικά. Αυτό βέβαια μέχρι ένα σημείο, πέρα από το οποίο η έλξη μετατρέπεται σε αποστροφή.

Τέλος, για να καταλήξουμε με τον τρόπο που ξεκινήσαμε, η αρχή της ηδονής, πίσω από την οποία κρύβεται και το συναίσθημα του ανοικείου, σχετίζεται άμεσα με το ένστικτο της δημιουργίας (ζωής) και του θανάτου. Πρόκειται βεβαίως για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Είναι η ίδια γενετήσια ορμή που μας κάνει άλλοτε δημιουργικούς και άλλοτε καταστροφικούς, ανάλογα με τις περιστάσεις. Επίσης, αν κάτι μας προσφέρει απόλαυση έχουμε την τάση να το επαναλαμβάνουμε. Το τι σημασία έχει ωστόσο για την όλη συζήτηση το να εμφανίζονται αριθμοί και ονόματα που επαναλαμβάνονται, δεν είμαι σίγουρος ότι το γνωρίζω. Θα πρέπει πάντως να συμφωνήσουμε ότι πρόκειται συνήθως, αν όχι πάντα, για περιστατικά τα οποία συμβαίνουν σε άλλους, ή ακόμη και αν συμβούν σε εμάς τότε οι άλλοι δεν έχουν τρόπο να το επιβεβαιώσουν. Η παραδοχή τέτοιων φαινομένων σε τελική ανάλυση έγκειται στην προσωπική καλή θέληση του καθενός.



[1]On   the Psychology of the Uncanny, Jentsch
[2] The Uncanny, Freud
[3] Uncanny valley, Wikipedia
[4] The Truth About Robots and the Uncanny Valley: Analysis, Popular mechanics