3 Δεκ 2008

Το Δάσος στο τσεκούρι


The Forest in the axe

Κάποιος μόλις πέθανε αλλά είμαι ζωντανός ωστόσο δεν έχω πια ψυχή. Δεν έχω πια παρά ένα διάφανο κορμί που μέσα του διάφανα περιστέρια πέφτουνε πάνω σε ένα διάφανο στιλέτο που κρατάει ένα διάφανο χέρι. Βλέπω την προσπάθεια σε όλη την ομορφιά της, την πραγματική προσπάθεια που δεν μπορεί να μετρηθεί με τίποτα, λίγο πριν την εμφάνιση του τελευταίου αστεριού. Το κορμί που κατοικώ σαν μια καλύβα και νοικιασμένη απεχθάνεται την ψυχή που είχα και που επιπλέει μακριά. Ήρθε ο καιρός να τελειώνουμε με αυτήν τη θρυλική διττότητα που μ’ έχει τόσο βαρύνει. Πάει ο καιρός που τα μάτια χωρίς φως και δίχως κύκλους αντλούσαν τη θολούρα στις λίμνες των χρωμάτων. Δεν υπάρχει πια ούτε κόκκινο ούτε μπλε. Το κόκκινο- μπλε ομόφωνα χάνεται με τη σειρά σαν ένα κόκκινο στήθος στο γκρεμό της αδιαφορίας. Κάποιος μόλις πέθανε,- ούτε εσύ ούτε εγώ ούτε κανείς συγκεκριμένα αλλά όλοι μας, εκτός από εμένα που επιβιώνει με πολλούς τρόπους: ακόμη κρυώνω, για παράδειγμα. Αρκετά...

...Α σκιά μου, αγαπητή σκιά. Πρέπει να γράψω ένα μεγάλο γράμμα σ’ αυτήν τη σκιά που έχω χάσει. Θα ξεκινούσα ως εξής: Αγαπητή σκιά. Σκιά, αγαπημένη. Βλέπεις. Δεν υπάρχει πια ήλιος. Δεν υπάρχει παρά ένας τροπικός από τους δυο. Δεν υπάρχει παρά ένας άνθρωπος ανάμεσα σε χίλιους. Δεν υπάρχει παρά μια γυναίκα στην απουσία της σκέψης που χαρακτηρίζει με μαύρο καθαρό αυτήν την καταραμένη εποχή. Αυτή η γυναίκα κρατάει ένα μπουκέτο μ’ αθάνατα στη μορφή του αίματός μου.