25 Ιαν 2011

ESP- μια μη αιτιακή σύνδεση

Κάρτες του Zener που χρησιμοποιήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα για πειράματα ESP

Η Έξω- Αισθητήρια Αντίληψη (ESP) έχει να κάνει με αντίληψη πληροφορίας που δεν προέρχεται από τις γνωστές κοινές ανθρώπινες αισθήσεις, για αυτό και έχει ονομαστεί ‘έκτη αίσθηση.’ Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον ψυχολόγο J. B. Rhine για να περιλάβει ‘ψυχικά’ φαινόμενα, όπως η τηλεπάθεια, η ψυχοκίνηση και η διόραση, σε πειράματα που ο ίδιος διεξήγαγε. [1] Μεταξύ των πειραμάτων του, περιλαμβάνονται πειράματα με ζάρια ή με τις λεγόμενες κάρτες Zener, που φέρουν το όνομα ενός συναδέλφου του Rhine.

O Jung, στο βιβλίο του ‘Συγχρονικότητα, μια μη αιτιακή συνδετική αρχή,’ αναφέρεται εκτενώς σε αυτά τα πειράματα, τα οποία και σχολιάζει μέσα στα πλαίσια της θεωρίας του. Ας ακολουθήσουμε λοιπόν την περιγραφή του και τις, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, ερμηνείες που προτείνει:

‘‘Τα αποφασιστικά στοιχεία για την ύπαρξη των μη αιτιακών συνδυασμών γεγονότων έχουν παρουσιαστεί, με τις επαρκείς επιστημονικές δικλείδες, αν και πολύ πρόσφατα, κυρίως μέσω των πειραμάτων του J.Β. Rhine και των συναδέλφων του, παρότι δεν έχουν αναγνωρίσει τις εκτεταμένες συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από τα συμπεράσματά τους. Μέχρι σήμερα κανένα σημαντικό επιχείρημα που να μην μπορεί να αντικρουστεί δεν έχει παρουσιαστεί ενάντια σε αυτά τα πειράματα. Συνίστανται, σε γενικές γραμμές, σε έναν ερευνητή που γυρίζει, τη μία μετά την άλλη, μία σειρά από αριθμημένες κάρτες οι οποίες έχουν πάνω τους απλά γεωμετρικά σχήματα. Την ίδια στιγμή το υποκείμενο, που χωρίζεται από τον ερευνητή με ένα πέτασμα, πρέπει να μαντέψει τα σχήματα καθώς οι κάρτες γυρίζονται. Χρησιμοποιείται ένα πακέτο από είκοσι πέντε κάρτες, και κάθε πέντε έχουν το ίδιο σύμβολο. Πέντε κάρτες είναι μαρκαρισμένες με ένα αστέρι, πέντε με ένα τετράγωνο, πέντε με έναν κύκλο, πέντε με κυματιστές γραμμές, και πέντε με έναν σταυρό. Ο ερευνητής κανονικά δεν γνωρίζει τη διάταξη των καρτών, ούτε το υποκείμενο μπορεί να δει τις κάρτες. Πολλά από τα πειράματα ήταν αρνητικά, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα δεν υπερέβη την πιθανότητα πέντε τυχαίων επιτυχιών. Στην περίπτωση κάποιων υποκειμένων, όμως, μερικά αποτελέσματα ξεπερνούσαν χαρακτηριστικά τις πιθανότητες. Στην πρώτη σειρά πειραμάτων κάθε υποκείμενο προσπαθούσε να μαντέψει τις κάρτες 800 φορές. Το μέσο αποτέλεσμα έδειξε 6.5 επιτυχίες για 25 κάρτες, το οποίο είναι 1.5 φορά περισσότερο από την πιθανότητα 5 τυχαίων επιτυχιών. Η πιθανότητα να υπάρχει μία απόκλιση 1.5 μονάδα λόγω τύχης, υπολογίζεται σε 1:250.000. Αυτή η αναλογία δείχνει ότι η πιθανότητα μίας τυχαίας απόκλισης δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, εφόσον αναμένεται μία φορά στις 250.000 περιπτώσεις. Τα αποτελέσματα ποικίλλουν ανάλογα με το ιδιαίτερο χάρισμα του κάθε υποκειμένου. Ένας νεαρός άνδρας, που σε πολλά πειράματα σημείωσε έναν μέσο όρο 10 επιτυχιών για κάθε 25 κάρτες (το διπλάσιο της αναμενόμενης πιθανότητας), μία φορά μάντεψε και τις 25 κάρτες σωστά, γεγονός το οποίο δίνει πιθανότητα 1:298.023.223.876.953.125. Η δυνατότητα του ανακατέματος των καρτών με κάποιον αυθαίρετο τρόπο αναιρείται χάρη σε μία συσκευή που ανακατεύει τις κάρτες αυτόματα, ανεξάρτητα από τον ερευνητή.

Μετά από την πρώτη σειρά πειραμάτων η απόσταση ανάμεσα στον ερευνητή και στο υποκείμενο αυξήθηκε, σε μία περίπτωση σε 250 μίλια. Το μέσο αποτέλεσμα των πολυάριθμων πειραμάτων ανήλθε εδώ σε 10.1 επιτυχίες για 25 κάρτες. Σε μία άλλη σειρά πειραμάτων, όταν ο ερευνητής και το υποκείμενο βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο, το αποτέλεσμα ήταν 11.4 για 25 κάρτες. Όταν το υποκείμενο ήταν στο διπλανό δωμάτιο, 9.7 για 25 κάρτες. Όταν ήταν δύο δωμάτια μακριά, 12.0 για 25 κάρτες. Ο Rhine αναφέρει τα πειράματα των F.L. Usher και E.L. Burt, τα οποία πραγματοποιήθηκαν με θετικά αποτελέσματα σε μία απόσταση πάνω από 960 μίλια. Με τη βοήθεια συγχρονισμένων ρολογιών πειράματα έγιναν επίσης μεταξύ του Durham, στη βόρεια Καρολίνα, και του Ζάγκρεμπ, στη Γιουγκοσλαβία, περίπου 4.000 μίλια μακριά, με εξίσου θετικά αποτελέσματα…

Ανάμεσα στα πειράματα του Rhine πρέπει επίσης να αναφέρουμε και αυτά με ζάρια. Το υποκείμενο πρέπει να ρίξει τα ζάρια, και την ίδια στιγμή πρέπει να ευχηθεί ότι ένας αριθμός (ας πούμε το 3) θα έρθει όσες περισσότερες φορές δυνατό. Τα αποτελέσματα αυτού του είδους πειράματος, που λέγεται PK (Ψυχο- Κινητικό), ήταν θετικά, τόσο πιο πολύ όσα περισσότερα ήταν τα ζάρια που χρησιμοποιούνταν σε μία ρίψη. Αν αποδειχτεί ότι ο χώρος και ο χρόνος είναι ψυχικά σχετικοί, τότε το κινούμενο σώμα πρέπει να διαθέτει, ή να υπόκειται σε, μία ψυχική σχετικότητα…

Όπως είναι αναμενόμενο, κάθε είδος προσπάθειας που μπορεί κάποιος να φανταστεί έχει γίνει για να εξηγηθούν αυτά τα αποτελέσματα, τα οποία φαίνονται να βρίσκονται στα σύνορα του θαυμαστού και ουσιαστικά ανέφικτου. Αλλά όλες αυτές οι προσπάθειες είναι ανεπαρκείς απέναντι στα γεγονότα, για τα οποία κανείς μέχρι σήμερα δεν μπορεί να αποδείξει ότι δεν υπάρχουν. Τα πειράματα του Rhine μας φέρνουν αντιμέτωπους με το ότι υπάρχουν γεγονότα που σχετίζονται μεταξύ τους πειραματικά, και στη συγκεκριμένη περίπτωση με νοήμονα τρόπο, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε δυνατότητα απόδειξης ότι αυτή η σχέση είναι αιτιακή, καθώς η ‘μετάδοση’ δεν παρουσιάζει καμία από τις γνωστές ιδιότητες της ενέργειας. Υπάρχει επομένως καλός λόγος να αμφισβητηθεί ότι τίθεται θέμα μετάδοσης ενέργειας εξαρχής. Τα πειράματα με το χρόνο αποκλείουν κατά κανόνα οποιαδήποτε τέτοια περίπτωση, επειδή θα ήταν παράλογο να υποθέσει κάποιος ότι μία κατάσταση που δεν υπάρχει ακόμα και θα εμφανιστεί μόνο στο μέλλον θα μπορούσε να μεταδοθεί ως φαινόμενο ενέργειας σε ένα δέκτη στο παρόν. Φαίνεται καλύτερο ότι μία επιστημονική εξήγηση θα πρέπει να αρχίσει με μία κριτική σχετικά με τις έννοιες του χώρου και του χρόνου αφενός, και με αυτή του ασυνείδητου αφετέρου. Όπως έχω πει, είναι αδύνατο, με τα σημερινά μας μέσα, να εξηγηθεί η ESP, ή το γεγονός της νοήμονης σύμπτωσης, ως ενεργειακό φαινόμενο. Αυτό σηματοδοτεί το τέλος της αιτιακής εξήγησης επίσης, επειδή το ‘αποτέλεσμα’ δεν μπορεί να γίνει κατανοητό παρά μόνο ως ενεργειακό φαινόμενο. Επομένως δεν μπορεί να είναι ένα πρόβλημα αιτίας και αποτελέσματος, αλλά μίας σύμπτωσης στο χρόνο, ένα είδος ταυτοχρονικότητας. Λόγω αυτής της ιδιότητας του ταυτοχρονισμού, επέλεξα τον όρο ‘συγχρονικότητα’ για να υποδείξει έναν υποθετικό παράγοντα ισοδύναμο σε ισχύ με την αιτιότητα ως ερμηνευτική αρχή…

Ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ούτε ο χρόνος δεν είναι κατά κανόνα απαγορευτικός παράγοντας. Με άλλα λόγια, η πρόβλεψη μίας σειράς καρτών τράπουλας που θα φανερώνονταν στο μέλλον έφερε ένα αποτέλεσμα που ξεπερνά την πιθανότητα της τύχης. Τα αποτελέσματα του πειράματος με το χρόνο του Rhine δείχνουν μία πιθανότητα 1:400.000, που σημαίνει μία σημαντική πιθανότητα να υπάρχει κάποιος παράγοντας ανεξάρτητος από το χρόνο. Οδηγούν, με άλλα λόγια, προς μία ψυχική σχετικότητα του χρόνου, καθώς το πείραμα είχε να κάνει με την αντίληψη γεγονότων που δεν έχουν ακόμη συμβεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο παράγοντας του χρόνου φαίνεται ότι εκμηδενίστηκε από μία ψυχική συνάρτηση ή ψυχική κατάσταση που είναι επίσης ικανή να εκμηδενίζει τον παράγοντα του χώρου…

Τα πειράματα του Rhine δείχνουν ότι σε σχέση με την ψυχή ο χώρος και ο χρόνος είναι, σαν να λέμε, ‘ελαστικοί’ και μπορούν προφανώς να μειωθούν σχεδόν σε σημείο εξαφάνισης, σαν να εξαρτιόνταν από ψυχικούς παράγοντες και δεν υπήρχαν καθαυτοί αλλά είχαν μόνο ‘υποτεθεί’ από το συνειδητό μυαλό. Στην αρχική άποψη του ανθρώπου για τον κόσμο, όπως ανακαλύπτουμε για τους πρωτόγονους, ο χώρος και ο χρόνος έχουν μία πολύ αβέβαιη ύπαρξη. Γίνονται ‘πάγιες’ έννοιες μόνο κατά τη διάρκεια της διανοητικής ανάπτυξής του, κυρίως χάρη στην εισαγωγή της μέτρησης. Καθαυτοί, ο χώρος και ο χρόνος δεν αποτελούνται από τίποτα. Είναι έννοιες υλοποιημένες από τη διαχωριστική λειτουργία του συνειδητού μυαλού, και αποτελούν τις απαραίτητες συντεταγμένες για την περιγραφή της συμπεριφοράς των σωμάτων σε κίνηση. Είναι, επομένως, ουσιαστικά ψυχικοί στην προέλευση, γεγονός το οποίο είναι πιθανώς ο λόγος που ώθησε τον Kant να τους θεωρήσει σαν a priori κατηγορίες. Αλλά αν ο χώρος και ο χρόνος είναι μόνο φαινομενικά ιδιότητες των σωμάτων σε κίνηση και δημιουργούνται από τις διανοητικές ανάγκες του παρατηρητή, τότε η σχετικοποίησή τους με ψυχικούς όρους δεν είναι πλέον ζήτημα που προκαλεί έκπληξη αλλά που βρίσκεται μέσα στα όρια της δυνατότητας. Αυτή η δυνατότητα παρουσιάζεται όταν η ψυχή παρατηρεί, όχι εξωτερικά σώματα, αλλά τον εαυτό της. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στα πειράματα του Rhine: η απάντηση του υποκειμένου δεν είναι το αποτέλεσμα της παρατήρησής του πάνω στις φυσικές (υλικές) κάρτες, είναι ένα προϊόν καθαρής φαντασίας, ‘τυχαίων’ ιδεών που αποκαλύπτουν τη δομή αυτού που τις παράγει, δηλαδή του ασυνείδητου…’

Μετά από αυτήν την ολοκληρωμένη και διαφωτιστική περιγραφή από τον Jung, θα ήθελα να πω τα εξής: Η μεθοδολογία που τηρείται στα προηγούμενα πειράματα, γίνεται μέσα από τη στατιστική ανάλυση. Εδώ υπάρχει ένα παράδοξο, ένας παράγοντας αυτοαναίρεσης θα έλεγα: Ένα ‘μεταφυσικό’ φαινόμενο σχεδιάζεται και αναλύεται μέσα από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τα φυσικά φαινόμενα, και όταν αυτές οι μέθοδοι εξορισμού αρνούνται την ύπαρξη ‘μεταφυσικών’ φαινομένων! Ειλικρινά, απορώ γιατί τηρήθηκε αυτή η μεθοδολογία… Από εκεί και ύστερα, και ακολουθώντας την ίδια γραμμή σκέψης, θα ήθελα να πω το εξής σημαντικό, όπως τουλάχιστον θεωρώ ότι είναι: Όπως με τα πειράματα ESP, έτσι και με τα πειράματα ‘EPR,’ υπάρχουν δύο τρόποι ερμηνείας των αποτελεσμάτων. Ο πρώτος, είναι να δεχτούμε ότι μπορεί να υπάρξει ένα είδος ‘ακαριαίας’ επικοινωνίας από απόσταση, έτσι ώστε να παραβιάζεται η αιτιότητα, και να ακυρώνεται ο χώρος-χρόνος σαν ένα πραγματικό υπόστρωμα στο οποίο λαμβάνουν χώρα τα φυσικά φαινόμενα. Ο δεύτερος τρόπος, είναι να αναθεωρήσουμε τις μεθόδους που χρησιμοποιούμε, σε ό,τι αφορά την ίδια στατιστική ανάλυση. Και με αυτό εννοώ το εξής:

Θεωρούμε, για παράδειγμα, ότι κατά τη ρίψη ενός ‘δίκαιου’ νομίσματος, (fair coin) οι πιθανότητες είναι μοιρασμένες, 50%- 50%, να πάρουμε είτε κορώνα ή γράμματα. Ωστόσο, αυτή είναι μια ιδανική περίπτωση, αφού, στην πράξη, υπάρχει πάντα κάποιος παράγοντας που θα κάνει το κέρμα, η τη ρίψη, ‘άνιση,’ π.χ., το κέρμα να έχει μεγαλύτερο βάρος σε κάποιο σημείο, ή ένα ρεύμα αέρα που θα επηρεάσει τη ρίψη, ή ο τρόπος που ‘στρίβουμε’ το κέρμα, κοκ. Σε ό,τι τώρα αφορά το παράδειγμα με τις κάρτες του Zener, στην πραγματικότητα, οι πιθανότητες δεν είναι ίσες για τις πέντε κάρτες, γιατί απλούστατα τα σχήματα που απεικονίζουν δεν είναι ίδια. Κάποιος άνθρωπος μπορεί, δηλαδή, να προτιμήσει το ‘τετράγωνο,’ έναντι του ‘άστρου,’ ή των ‘κυμάτων,’ επειδή το συγκεκριμένο σχήμα έχει για εκείνον κάποια ιδιαίτερη, ‘βαρύνουσα,’ σημασία. Με την ίδια έννοια, στο πείραμα EPR όταν οι δύο παρατηρητές μετρούν το spin (ή την πόλωση) του σωματιδίου σε μια, μεταξύ τους, γωνία ίση με 90 ή 180 μοίρες, τα αποτελέσματα που παίρνουν (οι πιθανότητες που μετρούν) είναι τα ίδια με εκείνα που ήδη προβλέπονταν από την κλασσική στατιστική θεωρία... Μόνο σε ενδιάμεσες γωνίες τα αποτελέσματα διαφέρουν, εξαιτίας διαφορετικών υπολογισμών που γίνονται στην κβαντική θεωρία. Πρόκειται, δηλαδή, περισσότερο για μία ‘στατιστική διόρθωση’ ως προς το ποιο θα είναι το ‘σωστό’ αποτέλεσμα, παρά για μία ‘στοιχειωμένη’ δράση εξ αποστάσεως, ως την εναλλακτική ερμηνεία του φαινομένου. Άλλωστε, ο ίδιος ο Bell, ο οποίος και υπολόγισε τις σωστές πιθανότητες, αυτό που επεσήμανε ήταν απλά ότι η κλασσική θεωρία δεν μπορούσε να προβλέψει το σωστό αποτέλεσμα, και αυτό, βέβαια, λόγω κάποιων παραδοχών που τις έλειπαν, μία εκ των οποίων ήταν και η ύπαρξη της ‘συζευγμένης’ κατάστασης ενός συστήματος σωματιδίων.

Κατόπιν αυτής της διαπίστωσης, μένει, άραγε, χώρος για κάποια ‘μεταφυσική’ εξήγηση των φαινομένων; Είναι, δηλαδή, τα αποτελέσματα άξια μιας ‘διαφορετικής’ ερμηνείας, ή, μήπως, αυτό που μένει είναι να αναθεωρήσουμε τους νόμους των πιθανοτήτων που χρησιμοποιούμε; Στην περίπτωση της κβαντικής σύζευξης, ουσιαστικά αυτό έγινε. Στην περίπτωση με τις κάρτες του Zener, ή με τα ζάρια του Rhine, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ένα σχήμα, ή, αντίστοιχα, ένας αριθμός δεν ‘μαντεύονται’ με ίσες πιθανότητες, γιατί, απλά, οι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζουν όλα τα σχήματα, ή όλους τους αριθμούς, ισότιμα. Ακόμη δε κι αν βρίσκαμε κάποιες πειραματικές συνθήκες να εξαλείψουμε πλήρως τον ανθρώπινο υποκειμενικό παράγοντα, και πάλι θα υπήρχαν ‘αντικειμενικοί,’ και ‘εξωγενείς’ φυσικοί παράγοντες που, σε κάθε περίπτωση, θα ανέτρεπαν την ‘απόλυτη δημοκρατία’ των 50%-50% πιθανοτήτων.

Ακολουθώντας μέχρι τέλους αυτή τη διαδρομή σκέψης, θα ήθελα, για να καταλήξω, να εξαντλήσω όλα τα ‘όρια των πιθανοτήτων.’ Αφού δηλαδή θα εξαλείφαμε από το πείραμά μας κάθε λογής ανθρώπινο παράγοντα, αλλά και κάθε είδους φυσική επιρροή, (αν, και μόνο αν, κάτι τέτοιο ήταν εφικτό!) στο τέλος θα μέναμε αντιμέτωποι με τα ίδια τα σχήματα, πάνω στις κάρτες, ή τους αριθμούς, πάνω στα ζάρια, ως σύμβολα, ίσως όχι ‘παθητικά,’ αλλά ικανά από ‘μόνα’ τους να δράσουν πάνω στην έκβαση του πειράματος. Θα λέγαμε, για παράδειγμα, αν μια μέρα ερχόταν πιο συχνά το ‘έξι’ ή το ‘τετράγωνο,’ ότι η μέρα εκείνη ήταν η ‘μέρα του έξι,’ ή ‘η μέρα του τετραγώνου.’ Θα μπορούσαμε ακόμη να εφαρμόσουμε κάποια φυσικά, εξωτερικά πεδία, π.χ. ηλεκτρομαγνητικά ή ηχητικά, τα οποία, ανάλογα με τη συχνότητά ή τη φορά τους, να συντονίζονται, ενισχυτικά ή καταστροφικά, με κάποιους αριθμούς ή σχήματα! Σε αυτήν την περίπτωση, θα ‘φέρναμε’ πιο συχνά έναν αριθμό ή κάποιο σχήμα, ανάλογα με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά του πεδίου που θα εφαρμόζαμε. Αν επιπλέον ανακαλύπταμε ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να παράγει κάποιας μορφής πεδίο που να επηρεάζει τα εξωτερικά φυσικά αντικείμενα, τότε πλέον όλο το πλαίσιο των ‘παραφυσικών’ φαινομένων θα μπορούσε να περιγραφεί μέσα από την ‘φυσική’ επιστήμη. Δεν ξέρω κατά πόσο οι προηγούμενοι συλλογισμοί έχουν την οποιαδήποτε βάση, αλλά παράλληλα, σε μια τέτοια υποθετική μελλοντική εποχή, θα είχαν επίσης καταρριφτεί και όλες οι εννοιολογικές αντιφάσεις και ερμηνευτικές ασάφειες, που συνοδεύουνε πάντοτε τη φαντασία και την άγνοιά μας.
==========================================




14 Ιαν 2011

Γονίδια και μιμίδια


Ιός

Για τα γονίδια γνωρίζουμε πλέον αρκετά πράγματα ύστερα από την ανακάλυψη της διπλής έλικας του DNA. Η γενετική μηχανική έχει γίνει μία από τις σημαντικότερες επιστήμες της εποχής, ενώ σταδιακά διαμορφώνεται μια νέα αντίληψη σχετικά με την προέλευση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και του ανθρώπινου ψυχισμού γενικότερα. Το κατά πόσο τα γονίδια επαρκούν για να εξηγήσουν την ανθρώπινη συμπεριφορά σε ένα καθαρά συναισθηματικό και διανοητικό επίπεδο είναι θέμα μεγάλης και επίκαιρης διαμάχης. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι η θεωρία των μιμιδίων του Dawkins ήρθε την κατάλληλη στιγμή για να συμπληρώσει ένα κενό στον τομέα της ‘μηχανικής της ψυχής μας.’

Ο Dawkins, ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο ‘μιμίδιο’ στο βιβλίο του ‘Το Εγωιστικό Γονίδιο,’ αναφέρει, στο ίδιο βιβλίο, χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων, την ανεπάρκεια των γονιδίων να ερμηνεύσουν όλο το πλέγμα της ανθρώπινης κατάστασης:

‘‘Ως ένας ενθουσιώδης Δαρβινιστής, δεν ήμουν ικανοποιημένος με τις εξηγήσεις που οι συνάδελφοί μου έδιναν για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Έψαχναν να βρουν ‘βιολογικά πλεονεκτήματα’ σε διάφορα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου πολιτισμού. Για παράδειγμα, η πρωτόγονη θρησκεία αντιμετωπίστηκε σαν ένας μηχανισμός για την ισχυροποίηση της ταυτότητας μιας ομάδας…, της οποίας τα μέλη βασίζονταν στη συνεργασία για να πιάσουν την τροφή τους. Η φυλετική επιλογή προς όφελος ενός αμοιβαίου αλτρουισμού μπορεί να συνέβαλε στα γονίδια για να παράγει πολλά από τα βασικά μας ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Αυτές οι ιδέες είναι προφανείς στο μέγιστο δυνατό βαθμό, αλλά βλέπω ότι δεν συναθροίζονται απέναντι στην εξαιρετική πρόκληση να εξηγήσουν την ανθρώπινη κουλτούρα… Πιστεύω πως πρέπει να επιστρέψουμε στις βασικές αρχές. Το επιχείρημα που θα προωθήσω είναι πως για την κατανόηση της εξέλιξης του σύγχρονου ανθρώπου, θα πρέπει να πάψουμε να θεωρούμε τα γονίδια σαν τη μοναδική βάση για την έννοια της εξέλιξης.’’

Τα μιμίδια θεωρούνται ως φορείς της ‘πολιτισμικής’ πληροφορίας του ανθρώπου, κατά αναλογία με τα γονίδια, τα οποία αποτελούν τους φορείς της γενετικής πληροφορίας. Αναπαράγονται και αυτά μέσω των διάφορων μέσων επικοινωνίας, όπως είναι η γλώσσα, η γραφή, η μουσική, το ίντερνετ, η τηλεπικοινωνίες, κοκ, και υπόκεινται, με τη σειρά τους, στους νόμους της φυσικής επιλογής. Ο Dawkins αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιμιδίου:

‘‘Αυτό που είναι ασυνήθιστο στον άνθρωπο μπορεί να συνοψιστεί σε μία λέξη: την ‘κουλτούρα…’ Η πολιτισμική κληρονομιά είναι ανάλογη με την γενετική κληρονομιά, γιατί, παρότι γενικά συντηρητική, μπορεί να δημιουργήσει εξέλιξη… Η γλώσσα, για παράδειγμα, φαίνεται ότι εξελίσσεται με μη γενετικά μέσα. Το πιο γνωστό μη ανθρώπινο παράδειγμα έχει πρόσφατα περιγραφεί από τον P. Jenkins σε ό,τι αφορά το τραγούδι ενός πουλιού που ονομάζεται ‘saddleback’ σε ένα νησί της Νέας Ζηλανδίας. Στο συγκεκριμένο νησί υπήρχε ένα ρεπερτόριο από εννέα διακριτά τραγούδια. Κάθε αρσενικό τραγουδούσε μόνο ένα από αυτά τα τραγούδια. Έτσι τα αρσενικά μπορούσαν να χωριστούν σε ομάδες διαλέκτων, όπου η κάθε ομάδα τραγουδούσε τη δική της διάλεκτο. Συγκρίνοντας τα τραγούδια των πατέρων με εκείνα των γιών, ο Jenkins έδειξε ότι τα μοτίβα των τραγουδιών δεν κληρονομούνταν γενετικά. Κάθε νέο αρσενικό μπορούσε κάλλιστα να υιοθετήσει ένα τραγούδι μιας άλλης ομάδας, μέσω της μίμησης, όπως γίνεται και με τις ανθρώπινες γλώσσες. Περιστασιακά ωστόσο ο Jenkins είχε την τύχη να γίνει μάρτυρας στην 'εφεύρεση’ ενός νέου τραγουδιού, η οποία προερχόταν από κάποιο λάθος κατά τη μίμηση του πρότερου τραγουδιού. Ο Jenkins αναφέρεται στα νέα τραγούδια ως ‘πολιτισμικές μεταλλάξεις.’

Στα παραδείγματα που χρησιμοποιεί, ο Dawkins δεν θα μπορούσε, καθώς φαίνεται, να αφήσει έξω από τη συζήτησή του και το ‘μιμίδιο του θεού:’

‘‘Θεωρήστε την ιδέα του Θεού. Δεν ξέρουμε πως προέκυψε. Πιθανώς διαμορφώθηκε από πολλές ανεξάρτητες ‘μεταλλάξεις.’ Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ παλιά. Πώς διαιωνίζεται; Από τον προφορικό και γραπτό λόγο, με τη βοήθεια σπουδαίας τέχνης και μουσικής. Γιατί έχει τόσο μεγάλη αξία επιβίωσης; Ας θυμηθούμε ότι εδώ δεν εννοούμε την επιβίωση ενός γονιδίου στην ‘γενετική δεξαμενή,’ αλλά την επιβίωση ενός μιμιδίου στη ‘δεξαμενή των μιμιδίων.’ Η ερώτηση δηλαδή τίθεται ως εξής: Τι βρίσκεται στην ιδέα του θεού που προσδίδει τόση σταθερότητα και ευρύτητα στο πολιτισμικό περιβάλλον; Η αξία της επιβίωσης του μιμιδίου του θεού προέρχεται από τη μεγάλη του ψυχολογική απήχηση. Παρέχει μια τεχνητή απάντηση στα βαθιά ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξη. Προτείνει ότι η αδικία σε αυτόν τον κόσμο μπορεί να καταργηθεί στον άλλον κόσμο. Ο θεός υπάρχει με τη μορφή ενός μιμιδίου με μεγάλη αξία επιβίωσης, ή ισχύ αποτελεσματικότητας, μέσα στο περιβάλλον που παρέχει ο ανθρώπινος πολιτισμός.’’

Οι ιδιότητες που διαθέτουν τα μιμίδια είναι ανάλογες με εκείνες των γονιδίων. Αυτό είναι αναμενόμενο, αν λάβουμε υπόψη ότι τα μιμίδια είναι ‘απόγονοι’ των γονιδίων, σ’ ένα μη βιολογικό επίπεδο. Εκτός της ικανότητάς τους να επιβιώνουν και να αναπαράγονται, έχουν επίσης και όλα τα χαρακτηριστικά ενός μηχανισμού μέσα στα πλαίσια της φυσικής επιλογής. O Dawkins εξηγεί σχετικά:

‘‘Βασικά, ο λόγος για τον οποίο είναι καλή πολιτική να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τα βιολογικά φαινόμενα από την άποψη των γονιδίων είναι ότι τα γονίδια αντιγράφονται. Μόλις η αρχέγονη βιολογική σούπα παρείχε τις κατάλληλες συνθήκες, τα μόρια που μπορούσαν να φτιάξουν τα αντίγραφα τους ανέλαβαν. Για περισσότερο από τρεις χιλιάδες εκατομμύρια χρόνια, το DNA είναι το μόνο αυταναπαραγόμενο μόριο. Αλλά δεν θα έχει απαραιτήτως αυτό το μονοπωλιακό προνόμιο για πάντα. Όποτε οι συνθήκες το επιτρέψουν ένα νέο είδος αυταναπαραγόμενου μπορεί να εμφανιστεί και να ξεκινήσει ένα νέο είδος εξέλιξης, η οποία δεν θα είναι απαραίτητα υποτελής στην προηγούμενη. Η παλιά εξέλιξη μέσω των γονιδίων, δημιουργώντας εγκεφάλους, έστρωσε το έδαφος για να εμφανιστούν τα μιμίδια. Με το πού εμφανίστηκαν αυτά τα αυταναπαραγόμενα μιμίδια, η δική τους, πολύ γρηγορότερη εξέλιξη, ανέλαβε…

Η μίμηση, με τη γενικότερη έννοια, είναι ο τρόπος με τον οποίο τα μιμίδια αναπαράγονται. Αλλά όπως ακριβώς δεν πετυχαίνουν όλα τα γονίδια το σκοπό τους, έτσι και από τα μιμίδια κάποια είναι πιο πετυχημένα από άλλα. Αυτό είναι ανάλογο με τη φυσική επιλογή. Οι ιδιότητες επομένως που αφορούν την μεγάλη αξία επιβίωσης των μιμιδίων θα πρέπει να είναι παρόμοιες με εκείνες των γονιδίων: η μακροζωία, η γονιμότητα, και η πιστότητα στην αντιγραφή. Η μακροζωία κάποιου αντιγράφου ενός μιμιδίου είναι προφανώς ασήμαντη, όπως ακριβώς και με τα γονίδια. Ένα αντίγραφο, για παράδειγμα, ενός τραγουδιού που υπάρχει στον εγκέφαλο, θα διαρκέσει όσο και μια ανθρώπινη ζωή. Αλλά θα υπάρχουν αντίγραφα κάπου γραμμένα, καθώς και στους εγκεφάλους άλλων ανθρώπων, για τους αιώνες που θα έρθουν. Όπως και με τα γονίδια, η γονιμότητα είναι πολύ πιο σημαντική. Αν το μιμίδιο είναι μια επιστημονική ιδέα, η διάδοσή του θα εξαρτηθεί από το πόσο αποδεκτό θα είναι από τους υπόλοιπους επιστήμονες. Ερχόμαστε έτσι στην τρίτη γενική ιδιότητα των μιμιδίων: την πιστότητα αντιγραφής. Εδώ πρέπει να παραδεχτώ ότι βρίσκομαι πάνω σε κινούμενη άμμο. Με μια πρώτη ματιά φαίνεται ότι τα μιμίδια δεν αντιγράφονται πιστά σε καμία περίπτωση. Κάθε φορά που κάποιος ακούει μια ιδέα έχει την τάση να την αλλάζει και λίγο. Αυτό μοιάζει αρκετά διαφορετικό την ειδική, πολύ επιλεκτική αναπαραγωγή των γονιδίων. Φαίνεται ότι η μετάδοση των μιμιδίων διακρίνεται από διαρκή μετάλλαξη, καθώς και ανασυνδυασμό.’’

Ο Dawkins αναφέρεται ακόμη και στην περίπτωση συγκέντρωσης μιμιδίων σε ομάδες που αποτελούν συμπλέγματα, ανάλογα με εκείνα της συγκέντρωσης γονιδίων (π.χ. χρωμοσώματα, κοκ). Αναφέρει χαρακτηριστικά την έννοια της κόλασης (hell fire) και της πίστης, ως μιμίδια που συνοδεύουν και, προφανώς, ενισχύουν την ισχύ του μιμιδίου του θεού. Σχετικά με την πίστη, αναφέρει:

‘‘Ένα ακόμη μέλος του θρησκευτικού μιμιδιακού συμπλέγματος είναι η πίστη. Σημαίνει τυφλή εμπιστοσύνη απέναντι στην ανυπαρξία αποδείξεων, ακόμη και απέναντι σε πληθώρα αποδείξεων. Τίποτε δεν είναι πιο θανατηφόρο για κάποια μιμίδια από την αναζήτηση αποδείξεων. Το μιμίδιο της τυφλής πίστης εξασφαλίζει τη δική του διαιώνιση με την απλή ασυνείδητη αποστροφή από τη λογική έρευνα. Η τυφλή πίστη μπορεί να δικαιολογήσει τα πάντα. Τα μιμίδια της τυφλής πίστης έχουν τους δικούς τους αδυσώπητους τρόπους να διαιωνίζονται.’’

Ο Dawkins συνεχίζει την ανάλυσή του εξετάζοντας βαθύτερα τις πιθανές σχέσεις ανάμεσα στα γονίδια και στα μιμίδια:

‘‘Ας ακολουθήσουμε την αναλογία μεταξύ των μιμιδίων και των γονιδίων περισσότερο. Έχω υπογραμμίσει ότι δεν πρέπει να θεωρήσουμε τα γονίδια ως συνειδητούς φορείς, που έχουν σκοπιμότητα. Η τυφλή φυσική επιλογή, ωστόσο, τα κάνει να συμπεριφέρονται σαν να είχαν σκοπιμότητα, και υπήρξε βολικό, χάρη συντομίας, να αναφερόμαστε στα γονίδια σαν να έχουν κάποιο σκοπό. Όπως ακριβώς βρήκαμε βολικό να θεωρούμε τα γονίδια σαν ενεργούς φορείς της επιβίωσης, ίσως να μπορούμε να κάνουμε το ίδιο και για τα μιμίδια. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να φτάσουμε στο μυστικισμό. Πρόκειται για μια μεταφορά, αλλά ξέρουμε πόσο χρήσιμη είναι στην περίπτωση των γονιδίων. Έχουμε χρησιμοποιήσει ακόμη και λέξεις όπως ‘εγωιστικό’ ή ‘αμείλικτο’ για ένα γονίδιο. Δικαιούμαστε, στο ίδιο πνεύμα, να κάνουμε το ίδιο και με τα μιμίδια;

Τα μιμίδια και τα γονίδια μπορούν συχνά να αλληλενισχύονται, αλλά κάποιες φορές αλληλοσυγκρούονται. Για παράδειγμα, το έθιμο της αγαμίας θεωρείται ότι δεν κληρονομείται γενετικά. Ένα γονίδιο της αγαμίας είναι καταδικασμένο να χαθεί από τη γενετική δεξαμενή, εκτός από ειδικές περιπτώσεις όπως στα κοινωνικά έντομα. Αλλά, παρόλα αυτά, ένα μιμίδιο της αγαμίας μπορεί να είναι χρήσιμο στη δεξαμενή των μιμιδίων… Ας υποθέσουμε, φερειπείν, ότι ο γάμος θα αποδυνάμωνε τη θέση ενός ιερέα απέναντι στο ποίμνιό του, γιατί, ας πούμε, θα του αποσπούσε χρόνο και προσοχή. Αυτό έχει όντως προωθηθεί ως επίσημος λόγος της αγαμίας μεταξύ των ιερέων… Βεβαίως, ακριβώς το αντίθετο θα ίσχυε για ένα γονίδιο της αγαμίας. Αν ένας ιερέας είναι μια μηχανή επιβίωσης μιμιδίων, η αγαμία είναι μια χρήσιμη ιδιότητα που μπορεί να διαθέτει. Η αγαμία είναι μόνο ένας δευτερεύων παράγοντας σε ένα ευρύτερο σύμπλεγμα αμοιβαίως αλληλοβοηθούμενων θρησκευτικών μιμιδίων.’’

Το κατά πόσο τα μιμίδια διαφέρουν από τα γονίδια σε ό,τι αφορά την ικανότητα των πρώτων να διαφοροποιούνται πέρα από τις προδιαγραμμένες λειτουργίες τους, είναι πράγματι ένα θέμα υπό συζήτηση, όπως εξίσου αμφίβολο είναι αν τα μιμίδια μπορούν να υπάρχουν, πέρα από τα γονίδια που τα παρήγαγαν. Αν πάντως σκεφτούμε τις ασύλληπτες δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης σε συνδυασμό με πιθανές τεχνητές μη βιολογικές οντότητες, όπως τα ρομπότ, του μέλλοντος, η ύπαρξη των μιμιδίων γίνεται όχι μόνο κατανοητή αλλά, μάλλον, και απειλητική. Απέναντι σε αυτήν την απειλή, ο Dawkins μοιάζει καθησυχαστικός, όσο και παρηγορητικός:

‘‘Ήμουν κάπως αρνητικός σχετικά με τα μιμίδια, αλλά έχουν και τη χαρούμενη πλευρά τους. Όταν πεθάνουμε, υπάρχουν δύο πράγματα που μπορούμε να αφήσουμε πίσω μας: Γονίδια και μιμίδια. Κτιστήκαμε σαν γονιδιακές μηχανές, κατασκευασμένες να διαιωνίζουμε τα γονίδιά μας. Αλλά αυτό το ενδεχόμενό μας θα εξαφανιστεί μετά από τρεις γενιές. Τα παιδιά μας, έστω τα εγγόνια μας, θα φέρουν κάποια ομοιότητα με εμάς, πιθανώς στην εμφάνιση, στο ταλέντο για τη μουσική, στο χρώμα των μαλλιών. Αλλά καθώς θα περνάν οι γενιές, η συμμετοχή των συγκεκριμένων γονιδίων μειώνεται συνεχώς, εωσότου θα καταλαμβάνουν αμελητέες αναλογίες. Τα γονίδιά μας είναι ίσως αθάνατα αλλά η συγκεκριμένη συλλογή τους που αποτελεί εμάς τους ίδιους είναι καταδικασμένη να χαθεί…

Αλλά αν κάποιος συμμετέχει στην κουλτούρα του κόσμου, αν έχει μια καλή ιδέα, αν συνθέσει ένα τραγούδι, κάνει μια ανακάλυψη, γράψει ένα ποίημα, τότε μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, ακέραιος, πολύ αργότερα αφότου τα γονίδιά του θα έχουν αφομοιωθεί μέσα στη γενετική δεξαμενή. Ο Σωκράτης μπορεί να έχει ακόμη κάνα- δύο γονίδια ακόμη ζωντανά μέσα στον κόσμο, όπως ο G. C. Williams τόνισε, αλλά ποιος νοιάζεται; Τα μιμιδιακά συμπλέγματα του Σωκράτη, του Da Vinci, του Κοπέρνικου, ή του Marconi είναι ακόμη ισχυρά. Δεν θα έπρεπε να αναζητούμε την αθανασία με την (βιολογική) αναπαραγωγή μας…’’

Εδώ θυμήθηκα τον Πλάτωνα, και τον κόσμο των Ιδεών του. Κατά Dawkins, όλες αυτές οι Πλατωνικές μορφές θα είναι Μιμίδια, όπως μιμίδια θα είναι και τα αρχέτυπα του Jung. Δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο να κάνουμε αυτή τη γλωσσική υπέρβαση, ή απλά αλλοίωση, χρησιμοποιώντας μια νέα ‘γελοία’ λέξη, όπως είναι η λέξη ‘μιμίδιο,’ στη θέση λέξεων τόσο εύηχων και πλήρων νοημάτων, όπως ‘μορφές,’ ή ‘αρχέτυπα.’ Είναι πάντως γεγονός ότι τα μιμίδια διαθέτουν μια νέα, ‘σύγχρονη’ θα λέγαμε, δυναμική, καθώς και όλα τα συμμέτοχα και ‘συνένοχα’ σύγχρονα επιστημονικά εργαλεία να τα βοηθήσουν στο να κατανοήσουν καλύτερα τον εαυτό τους και να επεκταθούν μέσα στον κόσμο. Τα μιμίδια, άλλωστε, κατέχουν την ίδια δίψα αθανασίας με αυτήν που έχει ο άνθρωπος και τα γονίδιά του. Ωστόσο, τα μιμίδια έχουν ανάγκη τον άνθρωπο στον ίδιο βαθμό που και εκείνος έχει ανάγκη τις ιδέες του για να συνεχίσει να υπάρχει. Όπως, δηλαδή, ένα βιολογικός ιός, αν μπορεί, θα προσπαθήσει να μην σκοτώσει τον φορέα του, έτσι ώστε να μπορέσει να τον ξαναπαρασιτήσει ο ίδιος ή μια μετάλλαξή του στο μέλλον, έτσι και τα μιμίδια έχουν ανάγκη τον άνθρωπο ως δικό τους ξενιστή. Αυτό, θεμελιωδώς, αναπτύσσει ένα είδος ισορροπίας μεταξύ των ‘εγωιστικών’ και των ‘αλτρουιστικών’ τάσεων των ίδιων των μιμιδίων, όσο και των σκέψεων των ανθρώπων που τα μεταφέρουν. Κλείνοντας, επαυτού, με τα λόγια του Dawkins:

‘‘Είναι πιθανό ότι άλλη μια μοναδική ιδιότητα του ανθρώπου είναι η ικανότητα για έναν αυθεντικό, ανιδιοτελή, αληθινό αλτρουισμό. Το ελπίζω, αλλά δεν πρόκειται να επιχειρηματολογήσω αν ισχύει ή όχι, ούτε να κάνω υποθέσεις σχετικά με την μιμιδιακή του εξέλιξη. Αυτό που θέλω να πω εδώ είναι ότι ακόμη κι αν βλέπουμε μόνο τη σκοτεινή πλευρά, και υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος είναι θεμελιωδώς εγωιστής, η συνειδητή μας διορατικότητα- η ικανότητά μας να προσομοιώνουμε το μέλλον μέσα στη φαντασία μας- μπορεί να μας γλιτώσει από τις χειρότερες εγωιστικές υπερβολές των τυφλών αναπαραγόμενων. Έχουμε τη δύναμη να αψηφούμε τα εγωιστικά γονίδια της γέννησής μας και, αν χρειαστεί, τα εγωιστικά μιμίδια της ανατροφής μας. Μπορούμε ακόμη και να συζητάμε ηθελημένα τρόπους πώς να καλλιεργούμε τον καθαρό και αγνό αλτρουισμό- κάτι που δεν έχει θέση στη φύση, κάτι που δεν έχει ποτέ υπάρχει στην ιστορία του κόσμου. Κτιστήκαμε σαν γονιδιακές μηχανές και ανατραφήκαμε σαν μιμιδιακές μηχανές, αλλά έχουμε τη δύναμη να αντιταχθούμε στους δημιουργούς μας. Εμείς μόνο πάνω στη γη μπορούμε να επαναστατήσουμε ενάντια στην τυραννία των εγωιστικών αντιγράφων.’’
==============================================





10 Ιαν 2011

ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ


Η Ύλη έφτιαξε το Πνεύμα ή το αντίστροφο; Πρόκειται για ένα γνωστό ερώτημα, το οποίο ωστόσο αποτελεί ένα ψευδοδίλλημα. Αν η Ύλη έφτιαξε το Πνεύμα, τότε δεν εξηγείται τι έφτιαξε την Ύλη. Αν, από την άλλη μεριά, το Πνεύμα έφτιαξε την Ύλη, τότε δεν εξηγείται γιατί χρειάζεται να υπάρχει Ύλη. Ο David Bohm επιλύει αυτό το πρωταρχικό δίλλημα μέσω της έννοιας της Ολότητας (Wholeness), θεωρώντας ότι τόσο η ύλη όσο και το πνεύμα αποτελούν εκφάνσεις μιας βαθύτερης και ενιαίας πραγματικότητας, που ο ίδιος ονομάζει ελλοχεύουσα τάξη (implicate order).

Ένα από τα βασικά ερωτήματα σχετικά με την προέλευση της ζωής είναι και το εξής: Ποιος είναι ο παράγοντας ο οποίος οργανώνει και κάνει δυνατή τη ζωή μέσα στην άψυχη ύλη; Για παράδειγμα, πώς μπορεί ένα συνονθύλευμα κυττάρων να μετασχηματίζεται στο όργανο ενός οργανισμού; Ποιος ήταν ο παράγοντας που οδήγησε στο σχηματισμό του πρώτου μορίου DNA; Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, τη λεγόμενη ‘μηχανιστική’ άποψη, αυτό έγινε λίγο- πολύ τυχαία. Αν δεχτούμε όμως αυτήν την άποψη και υπολογίσουμε τις πιθανότητες να εμφανιστεί ζωή τυχαία, θα δούμε ότι αυτές οι πιθανότητες είναι μηδενικές. Αυτό σημαίνει ότι η επικρατούσα υπόθεση για την προέλευση της ζωής αυτοαναιρείται από τις ίδιες τις παραδοχές της. Πρόκειται άραγε για ένα θεμελιώδες λάθος της ισχύουσας πιθανοκρατικής θεώρησης για την προέλευση της ζωής ή μόνο ένα λάθος της στατιστικής που χρησιμοποιούμε. Ο Bohm θα αποφύγει αυτό το δίλλημα και θα προχωρήσει σε μια βαθύτερη ανάλυση του φαινομένου της ζωής. Ο ίδιος λέει:

‘‘Θα παρουσιάσουμε το νόημα της ελλοχεύουσας τάξης δείχνοντας πρώτα πώς γίνεται έτσι δυνατή η κατανόηση τόσο της άψυχης ύλης όσο και της ζωής στη βάση ενός κοινού υποβάθρου…

Ας ξεκινήσουμε θεωρώντας την ανάπτυξη ενός φυτού. Αυτή ξεκινάει από το σπόρο, αλλά ο σπόρος έχει λίγο να κάνει με την υλική υπόσταση του φυτού ή με την ενέργεια που απαιτείται για την ανάπτυξή του. Αυτή η τελευταία προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από το έδαφος, το νερό, το αέρα και το φως. Σύμφωνα με την ισχύουσα θεωρία, ο σπόρος περιέχει πληροφορία αποθηκευμένη με τη μορφή DNA, το οποίο με κάποιο τρόπο ‘κατευθύνει’ το περιβάλλον να δημιουργήσει το φυτό.

Με όρους της ελλοχεύουσα τάξης, μπορούμε να πούμε ότι και η άψυχη ύλη συμμετέχει σε μια διαρκή διαδικασία σχηματισμού ανάλογη με εκείνη των φυτών… Μπορούμε να κάνουμε τη σύγκριση με ένα δάσος, που αποτελείται από δέντρα που διαρκώς χάνονται και αντικαθίστανται από καινούργια. Αν το εξετάσουμε σε μεγάλη κλίμακα χρόνου, αυτό το δάσος μπορεί να θεωρηθεί παρόμοια ως μια συνεχώς υπάρχουσα αλλά αργά μεταβαλλόμενη οντότητα. Έτσι όταν γίνουν κατανοητά μέσω της ελλοχεύουσας τάξης, η άψυχη ύλη και τα ζωντανά όντα φαίνονται να είναι, από κάποια θεμελιώδη άποψη, παρόμοια με τους τρόπους ύπαρξής τους.’’

Αν, με κάποιον τρόπο, η ζωή μπορεί να ερμηνευτεί ως αποτέλεσμα της ‘συνολικής συμμετοχής’ διεργασιών που λαμβάνουν χώρα σε ένα βαθύτερο επίπεδο για την εκδήλωση των βασικών χαρακτηριστικών αυτού που ονομάζουμε ζωντανό, ένα επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι πώς από τη ‘ζωντανή ύλη’ περνάμε στη ‘νοήμονη ύλη’ και μπορούμε ακόμη να διερωτηθούμε αν υπάρχει κάποια αδρά χαραγμένη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη ζωή και στη νοημοσύνη, ή αν πρόκειται, με κάποια έννοια, για δύο ‘διαδοχικά στάδια’ κάποιας βαθύτερης διαδικασίας ‘τυλίγματος και ξετυλίγματος’ των παραγόντων που είναι απαραίτητοι για την εμφάνιση αυτού που ονομάζουμε νοήμονη ζωή. Ο ίδιος ο Bohm, σχετικά με αυτήν τη διαδικασία ‘αναδίπλωσης’ αναφέρει τα εξής:

‘‘Ξεκινάμε προτείνοντας ότι με κάποιο τρόπο, η συνείδηση μπορεί να γίνει κατανοητή από την άποψη της ελλοχεύουσας τάξης, μαζί με την πραγματικότητα συνολικά. Με άλλα λόγια, θεωρούμε ότι η ελλοχεύουσα τάξη μπορεί να εφαρμοστεί τόσο στην ύλη (ζωντανή και άψυχη) όσο και στη συνείδηση, και ότι μπορεί επομένως να καταστήσει δυνατή την κατανόηση της σχέσης αυτών των δύο, ώστε να αποκτήσουμε μια κοινή τους βάση.

…Ας δούμε τώρα ποια αιτιολόγηση υπάρχει για την άποψη ότι η ύλη και η συνείδηση έχουν την ελλοχεύουσα τάξη ως κοινό επίπεδο αναφοράς. Καταρχήν, παρατηρούμε ότι η ύλη είναι το αντικείμενο της συνείδησής μας. Εντούτοις, όπως έχουμε δει, διάφορες μορφές ενέργειας όπως το φως, ο ήχος, κλπ., περιλαμβάνουν με τρόπο συνεχή πληροφορίες για ολόκληρο το σύμπαν της ύλης σε κάθε περιοχή του χώρου. Μέσω αυτής της διαδικασίας, τέτοια πληροφορία μπορεί να εισέλθει στα όργανα της αίσθησής μας, και να περάσει μέσω του νευρικού συστήματος στον εγκέφαλο. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, όλη η ύλη του σώματός μας, εμπεριέχει το σύμπαν με κάποιον τρόπο. Είναι άραγε αυτή η ελλοχεύουσα δομή, της πληροφορίας και της ύλης, (π.χ., στον εγκέφαλο και στο νευρικό σύστημα), αυτό που αποτελεί πρώτιστα τη συνείδηση;

Ας εξετάσουμε το ερώτημα αν οι πληροφορίες είναι πραγματικά αποθηκευμένες στα κύτταρα του εγκεφάλου. Κάποιο φως σε αυτήν την ερώτηση πέφτει από κάποιες εργασίες για τη δομή του εγκεφάλου, ειδικότερα αυτή του Pribram. Ο συγκεκριμένος, έχει δώσει στοιχεία που υποστηρίζουν την άποψή του ότι οι μνήμες καταγράφονται γενικά σε όλο τον εγκέφαλο κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι πληροφορίες σχετικά με ένα δεδομένο αντικείμενο ή εμπειρία δεν αποθηκεύονται σε ένα ιδιαίτερο κύτταρο ή ένα εντοπισμένο μέρος του εγκεφάλου αλλά μάλλον ότι βρίσκονται στο σύνολο των κυττάρων. Αυτός ο τρόπος αποθήκευσης μοιάζει στη λειτουργία με ένα ολόγραμμα, αλλά η πραγματική δομή είναι πιο σύνθετη. Μπορούμε να προτείνουμε ότι όταν το ‘ολογραφικό’ αρχείο στον εγκέφαλο ενεργοποιείται κατάλληλα, η αντίδραση είναι να δημιουργηθεί ένα ενεργειακό σχέδιο νευρικής δραστηριότητας που αποτελεί μια εμπειρία παρόμοια με αυτήν που παράγεται ολογραφικά. Αλλά είναι επίσης διαφορετική από την άποψη ότι είναι λιγότερο λεπτομερής, δεδομένου ότι μνήμες που αφορούν πολύ διαφορετικές τοποθεσίες και χρονικές περιόδους πρέπει να λειτουργήσουν μαζί, καθώς και ότι οι μνήμες μπορούν να συνδεθούν με συσχετίσεις της φαντασίας και με τη λογική σκέψη για να δώσουν μια συγκεκριμένη τάξη σε ολόκληρο το σχέδιο. Επιπλέον, αν υπάρχουν αισθητηριακά δεδομένα την ίδια στιγμή, η γενική αντίδραση της μνήμης θα συνενωθεί με τη νευρική διέγερση που προέρχεται από τις αισθήσεις για να δώσει μια συνολική εμπειρία στην οποία η μνήμη, η λογική, και η αισθητηριακή δραστηριότητα συνδυάζονται σε ένα ενιαίο αδιαχώριστο σύνολο.’’

Η άποψη πως η ανθρώπινη σκέψη λειτουργεί ολογραφικά δεν είναι καινούργια. Ωστόσο, ο Bohm χρησιμοποιεί την έννοια της ολότητας όχι μόνο για ερμηνεύσει την δυνατότητα δημιουργίας της νοήμονης ζωής, αλλά επιπλέον για να εξηγήσει τον τρόπο λειτουργίας όλου του σύμπαντος ως αποτέλεσμα των νόμων της ελλοχεύουσας τάξης, μέσα στα πλαίσια της ολότητας, έτσι ώστε όλα τα πράγματα και τα ζωντανά όντα να είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους με έναν τρόπο πέρα από τα δεσμά του χώρου, του χρόνου και της αιτιότητας:

‘‘Μπορούμε να ξεκινήσουμε θεωρώντας έναν μεμονωμένο άνθρωπο ως μια σχετικά ανεξάρτητη υπό- ολότητα, με μια ικανοποιητικού βαθμού επανάληψη και σταθερότητα σε ό,τι αφορά τις συνολικές του διεργασίες (φυσικές, χημικές, νευρολογικές, διανοητικές, κλπ) που του επιτρέπουν να υπάρξει για κάποιο χρονικό διάστημα. Σε αυτήν την διαδικασία γνωρίζουμε ότι η φυσική κατάσταση μπορεί να έχει επηρεάσει το περιεχόμενο της συνείδησης από πολλές απόψεις. Από την άλλη μεριά, ξέρουμε ότι το περιεχόμενο της συνείδησης μπορεί να έχει επιπτώσεις στη φυσική κατάσταση. Αυτή η σύνδεση του μυαλού και του σώματος έχει κοινά ονομαστεί ψυχοσωματική. Αυτή η λέξη ωστόσο έχει χρησιμοποιηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε το μυαλό και το σώμα να θεωρούνται ως χωριστά αλλά συνδεδεμένα με κάποιο είδος αλληλεπίδρασης μέρη. Κάτι τέτοιο δεν είναι συμβατό με την ελλοχεύουσα τάξη. Στην ελλοχεύουσα τάξη θεωρούμε πως το μυαλό αναδιπλώνει την ύλη και επομένως το σώμα. Αντίστροφα, το σώμα αναδιπλώνει όχι μόνο το μυαλό αλλά, με κάποια έννοια, και ολόκληρο το υλικό σύμπαν.

…Έτσι οδηγούμαστε να προτείνουμε περαιτέρω ότι η πληρέστερη και βαθύτερη πραγματικότητα δεν είναι ούτε το μυαλό ούτε το σώμα αλλά μια πολυδιάστατη πραγματικότητα, η οποία αποτελεί το κοινό τους έδαφος και η φύση της οποίας βρίσκεται πέρα και από τα δυο. Έτσι είτε το μυαλό ή το σώμα αποτελούν ένα μόνο σχετικά ανεξάρτητο υποσύνολο και εννοείται ότι αυτή η σχετική ανεξαρτησία προέρχεται από το πολυδιάστατο υπόβαθρο στο οποίο το μυαλό και το σώμα είναι τελικά ένα.

…Πώς, τότε, πρέπει να εξετάσουμε την εξέλιξη της ζωής όπως αυτή διατυπώνεται γενικά στη βιολογία; Καταρχάς, πρέπει να επισημάνουμε ότι η ίδια η λέξη ‘evolution’ (της οποίας η κυριολεκτική σημασία είναι ‘ξετυλίγω’) είναι πολύ μηχανιστική στις συνέπειές της για να μας βοηθήσει σε αυτό το πλαίσιο. Αντίθετα, όπως επισημάναμε νωρίτερα, πρέπει να πούμε ότι διάφορες διαδοχικές μορφές ζωής ξετυλίγονται με τρόπο δημιουργικό. Τα επόμενα μέλη της ακολουθίας αυτής δεν προκύπτουν απόλυτα από εκείνα που προηγήθηκαν, μέσω μιας διαδικασίας αιτίας- αποτελέσματος. Ο νόμος αυτού του ξετυλίγματος δεν μπορεί να γίνει επαρκώς κατανοητός χωρίς τη θεώρηση της απέραντης πολυδιάστατης πραγματικότητας της οποίας ο νόμος είναι μια προβολή.’’

Αυτό είναι και το βαθύτερο επίπεδο κατανόησης στο οποίο φτάνει ο Bohm για να ερμηνεύσει την προέλευση αυτού που αποκαλούμε ‘νοήμονη ζωή’ ή απλά ‘σύνολο της ύπαρξης,’ ένα σύνολο από τα άπειρα δυνατά, μέσα στα πλαίσια της ολότητας και των εκφράσεων της ελλοχεύουσας τάξης. Οι νόμοι αυτής της βαθύτερης πραγματικότητας ίσως είναι πολύ περίπλοκοι και ίσως ακόμη, όπως και ο ίδιος ο Bohm αναφέρει, ούτε καν προσβάσιμοι από την άποψη της ανθρώπινης νοημοσύνης. Ίσως όχι προς το παρόν. Παρόλα αυτά, αν και η θεωρία του Bohm παραμένει προς το παρόν ‘μαθηματικά μη απεικονίσιμη,’ παρέχει, εντούτοις, ένα άριστο θεωρητικό πλαίσιο, από τα καλύτερα προφανώς που διαθέτουμε, για τη συνολική κατανόηση και αντιμετώπιση του κόσμου, από την άποψη μιας φιλοσοφικής θεωρίας:

‘‘Η γενική προσέγγισή μας έφερε έτσι στο προσκήνιο ερωτήματα σχετικά με τη φύση του κόσμου, της ύλης, της ζωής, και της συνείδησης. Όλοι αυτά θεωρήθηκαν προβολές από ένα κοινό υπόβαθρο. Αυτό μπορούμε να το αποκαλέσουμε το υπέδαφος όλων όσων υπάρχουν, στο βαθμό τουλάχιστον που μπορούν να γίνουν αντιληπτά και κατανοητά από εμάς, στην παρούσα φάση ξεδιπλώματος της συνείδησής μας. Παρότι δεν έχουμε καμία συγκεκριμένη αντίληψη ή γνώση αυτού του υποβάθρου, βρίσκεται, με κάποια έννοια, αναδιπλωμένο μέσα στη συνείδησή μας, με τους τρόπους που έχουμε περιγράψει, καθώς επίσης και με άλλους τρόπους που πρόκειται να ανακαλυφθούν.

Είναι αυτό το υπόβαθρο το απόλυτο τέλος όλων; Σύμφωνα με τις απόψεις που παρουσιάσαμε για τη γενική φύση ‘της ολότητας όσων υπάρχουν’ θεωρούμε και αυτό το υπόβαθρο ένα μόνο στάδιο, με την έννοια ότι θα μπορούσε να υπάρξει το άπειρο πέρα από αυτό. Σε κάθε δεδομένη στιγμή σε αυτήν τη διαδικασία, κάθε σύνολο απόψεων που μπορεί να προκύψει θα αποτελέσει στην καλύτερη περίπτωση μια πρόταση. Δεν πρέπει να ληφθεί ως μια παραδοχή σχετικά με την τελική αλήθεια, και ακόμα λιγότερο ως συμπέρασμα για τη φύση τέτοιας αλήθειας. Αντίθετα, αυτή η πρόταση γίνεται η ίδια ένας ενεργός παράγοντας στο σύνολο της ύπαρξης που περιλαμβάνει εμάς τους ίδιους καθώς επίσης και τα αντικείμενα των σκέψεων και των πειραματικών ερευνών μας. Οποιεσδήποτε επιπλέον προτάσεις σχετικά με αυτήν τη διαδικασία, όπως αυτές που έγιναν ήδη, θα πρέπει να είναι βιώσιμες. Δηλαδή, θα απαιτήσει κάποιος από αυτές μια συνέπεια σχετικά με το τι προκύπτει από αυτές για τη ζωή στο σύνολο. Μέσω της δύναμης μιας ακόμα βαθύτερης αναγκαιότητας σε σχέση με αυτήν την ολότητα, κάποια νέα κατάσταση μπορεί να προκύψει στην οποία τόσο ο κόσμος όπως τον ξέρουμε όσο και οι ιδέες μας για τον κόσμο να υποβληθούν σε μια περαιτέρω διαδικασία αλλαγής.’’
====