11 Φεβ 2014

Νεωτερισμοί στην Ενεολιθική και στην Εποχή του Χαλκού


Διάφορες θεωρίες έχουν προταθεί σχετικά με μεταναστευτικά κύματα κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού στην Μέση Ανατολή. Ενώ οι αναταράξεις που χωρίζουν την Ύστερη Εποχή του Χαλκού από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου είναι σχετικά καλά καταγεγραμμένες, οι θεωρίες μεταναστεύσεων κατά τη διάρκεια της Μέσης Εποχής του Χαλκού (20ος αιώνας π.Χ) έχουν μικρή άμεση υποστήριξη. Κάποιες υποθέσεις συνδέουν αυτές τις υποτιθέμενες 'μαζικές μεταναστεύσεις' με τον ερχομό των Ελλήνων, από την αρχική τους κοιτίδα στις Ποντικές στέπες προς τα κεντρικά και νότια Βαλκάνια, αντικαθιστώντας έτσι τους προγενέστερους μη Ελληνικούς πληθυσμούς στην Ελλάδα. Άλλες θεωρίες αναφέρονται σε μια υποτιθέμενη μετανάστευση των Χιττιτών στην πρωιμότερη κατοικία τους στο Kültepe της Ανατολίας (σημερινή Τουρκία) κατά την ίδια περίοδο. Ωστόσο, νεώτερες θεωρίες αντιτίθενται στη μετανάστευση των Χιττιτών θεωρώντας ότι μια πρωτο- Ινδο-Χιττιτική γλώσσα πηγαίνει πίσω στην 4η ή ακόμα και στην 8η χιλιετία π.Χ.

Μεταναστεύσεις στη Μέση Εποχή του Χαλκού


Στην Ανατολία, αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν καταστροφές σε πολλές περιοχές αυτήν την περίοδο. Το εμπορικό κέντρο του Kanesh (αποικία των Ασσυρίων στην Ανατολία) επίσης καταστρέφεται. Το ίδιο συμβαίνει στην περιοχή του ποταμού Halys (σημερινός Kisilirmak), και δυτικότερα στα Δαρδανέλια στο Korpruoren και στο Tavsanli. Οι καταστροφές εμφανίζονται και στην Ευρώπη, στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας.

Από τα Δαρδανέλια στην Ελλάδα οι μετανάστες πέρασαν στην ενδοχώρα και στην Πελοπόννησο, όπου οι καταστροφές είναι εξίσου σημαντικές με τις μεταγενέστερες κατά την περίοδο της λεγόμενης καθόδου των Δωριέων. Αυτήν την περίοδο, 1900 π.Χ, πολλές περιοχές στη Νότια Ελλάδα εγκαταλείπονται. Οι καταστροφές συνδέονται με την εισαγωγή μια νέας κουλτούρας η οποία έφερε στην Ελλάδα τη λεγόμενη Μινυακή αγγειοπλαστική. Ωστόσο, η αλλαγή κουλτούρας έχει πρόσφατα αμφισβητηθεί, καθώς ανασκαφές στη Λέρνα (προγενέστερος Νεολιθικός οικισμός της Πελοποννήσου) έχουν δείξει τη συνέχεια εκεί με τη προγενέστερη αγγειοπλαστική. Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να τονίσουμε πως η Βόρεια Ελλάδα δεν δείχνει ίχνη καταστροφής αυτήν την περίοδο, όπως επίσης και η Νότια Ανατολία.

Κάθε φορά πάντως που στην ιστορία έχουμε σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμών, μπορούμε να αναμένουμε ένα φαινόμενο 'ντόμινο,' που δημιουργείται από μια διαδοχική εκτόπιση πληθυσμών. Αν οι Χιττίτες εισέβαλαν στην Ανατολία, τότε πιθανόν πληθυσμοί που κατοικούσαν στη Δυτική Ανατολία, εκτοπισμένοι από πληθυσμούς της Κεντρικής Ανατολίας όπου οι Χιττίτες εγκαταστάθηκαν, πέρασαν δυτικότερα, είτε διαμέσου του Βοσπόρου είτε δια θαλάσσης, με κάποιους από αυτούς να εγκαθίστανται στην Ελλάδα. Αλλά αν η Βόρεια Ελλάδα ή η Λυκία δεν επηρεάστηκαν από τις εισβολές, οι νεοεισερχόμενοι ίσως προήλθαν από αυτές τις περιοχές ως κατακτητές. 

Είναι επίσης ενδιαφέρον να σημειώσουμε κάποιους από τους ιδρυτικούς μύθους των Ελλήνων σχετικά με αυτήν την περίοδο. Ο Δαναός θεωρείται ότι ήλθε από την Αίγυπτο και εγκαταστάθηκε στο Άργος. Ο Κάδμος ήλθε από την περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Φοινίκη κι εγκαταστάθηκε στη Θήβα. Οι Μίνυες εγκαθίστανται στον Ορχομενό. Οπότε, ίσως να μην πρόκειται για μαζικές μεταναστεύσεις αλλά για αλλαγή εξουσίας. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός, ο οποίος αναδύεται λίγους αιώνες μετά, μπορεί επομένως να προήλθε από την ανάμιξη νέων στοιχείων με τους ήδη υπάρχοντες 'Πελασγικούς' πληθυσμούς. Αλλά είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι αυτοί οι νεοεισερχόμενοι ήταν οι πρωτο- Έλληνες, γιατί τα μέρη από τα οποία, σύμφωνα με τους μύθους, προήλθαν δεν έχουν καμία σχέση με Ινδο-Ευρωπαίους (Αίγυπτος ή Φοινίκη). Έτσι η συνέχεια (με την όποια εισροή νέων στοιχείων) φαίνεται ότι αποτελεί την πιο πιθανή εκδοχή. 

Άρματα και άλογα

Ιστορικός χάρτης διασποράς του άρματος, 2000–500 π.Χ.

Δύο από τα αντικείμενα που συνήθως σχετίζονται με τους Ινδο-Ευρωπαίους είναι τα άρματα και τα άλογα. Τα πρωιμότερα πλήρως διαμορφωμένα άρματα προέρχονται από τον πολιτισμό Andronovo στην περιοχή της σύγχρονης Ρωσίας και του Kazakhstan, περίπου το 2000 π.Χ. Αυτός ο πολιτισμός προέρχεται τουλάχιστον εν μέρει από τον πολιτισμό Yamna (ο οποίος θεωρείται ως το αρχέτυπο της πατρίδας των ΙΕ). Οι άνθρωποι αυτού του πολιτισμού έκτιζαν βαριά οχυρωμένους οικισμούς, ασκούσαν τη μεταλλουργία του χαλκού σε εκτεταμένη κλίμακα και εφάρμοζαν πολύπλοκες ταφικές τελετουργίες που θυμίζουν εκείνες των Ινδο-Ιρανικών Rigveda και Avesta.

Η αρχαιότερη μαρτυρία για μάχη με άρματα προέρχεται από κείμενο του βασιλιά Anitta των Χιττιτών (18ος αιώνας π.Χ.), στο οποίο αναφέρονται 40 ομάδες από άλογα στην πολιορκία της Salatiwara. Καθώς στο κείμενο αναφέρονται ομάδες αντί για άρματα, η ύπαρξη αρμάτων ακόμη κι αυτήν την περίοδο παραμένει ασαφής. Η πρώτη σίγουρη μαρτυρία τους προέρχεται από την εποχή του βασιλιά των Χιττιτών Hattusili I, τον 17ο αιώνα π.Χ. 

Το άρμα και το άλογο εισήχθησαν στην Αίγυπτο από τους Υκσώς κατακτητές τον 16ο αιώνα π.Χ. Στα μνημεία της Αιγυπτιακής και Ασσυριακής τέχνης υπάρχουν άφθονες αναπαραστάσεις αρμάτων με πλούσια διακόσμηση. Οι Αιγύπτιοι εφηύραν τη σέλα το 1500 π.Χ. Τα καλύτερα διατηρημένα παραδείγματα Αιγυπτιακών αρμάτων είναι εκείνα από τον τάφο του Τουταγχαμών.

Μια άλλη σχετική εφεύρεση, ο τροχός, φέρει το όνομά της (wheel) από την αρχαία Αγγλική λέξη hweol, ή hweogol, από το πρωτο- Γερμανικό *hwehwlan, που με τη σειρά του προέρχεται από το πρωτο-Ινδο-Ευρωπαϊκό *kwekwlo-, μια επεκταμένη μορφή της ρίζας *kwel-, που σημαίνει κάτι σαν 'περιστρέφομαι.' Εξού και στα Ελληνικά κύκλος, στα Σανσκριτικά chakra, στα Σλαβονικά kolo, που όλα σημαίνουν 'κύκλος' ή 'τροχός.'

Στοιχεία τροχοφόρων οχημάτων εμφανίζονται κιόλας στα μέσα της 4ης χιλιετίας π.Χ., ταυτόχρονα στη Μεσοποταμία (Σουμερία), στον πολιτισμό του Ινδού ποταμού, στον Καύκασο (πολιτισμός Maykop) και στην Κεντρική Ευρώπη, έτσι ώστε η ερώτηση ποιος από αυτούς ήταν ο πρώτος εφευρέτης παραμένει αναπάντητη. Πάντως, ο αρχαιότερος ξύλινος τροχός έχει βρεθεί στη Ljubljana της Σλοβενίας, χρονολογημένος περίπου το 5.250 π.Χ. Η εξάπλωση του τροχοφόρου οχήματος έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ., και κατά τη διάρκεια της 2ης χιλιετίας συμπεριέλαβε περιοχές από την Κίνα μέχρι και τη Σκανδιναβία.

Διάφορες υποθέσεις υπάρχουν σχετικά με την εξημέρωση του αλόγου. Παρότι άλογα εμφανίζονται στις Παλαιολιθικές σπηλαιογραφίες ήδη πριν από 30000 χρόνια, πρόκειται για άγρια άλογα τα οποία κατά πάσα πιθανότητα κυνηγιόνταν για κρέας. Τα σαφέστερα στοιχεία για τη χρήση αλόγων ως υποζύγια προέρχονται από ταφές στις οποίες έχουν βρεθεί άρματα, από το 2000 π.Χ. Ωστόσο, ένας αυξανόμενος αριθμός στοιχείων δείχνει ότι τα άλογα κατά πάσα πιθανότητα εξημερώθηκαν πρώτα στις Ευρασιατικές Στέπες, στην περιοχή από την Ουκρανία μέχρι το Kazakhstan, το 4000-3500 π.Χ.

IE λέξεις για το άλογο περιλαμβάνουν τις εξής:
ΠΙΕ *ekwo-, Ελληνικά ίππος, Λατινικά equus, Γαλλικά (Gaulish) epos, eqos, παλιά Ιρλανδικά ech, Ουαλικά και Κορνουαλικά ebol, Βρετονικά ebeul, Γοτθικά aihwa-, παλιά Αγγλικά eoh, παλιά Σκανδιναβικά jo'r, παλιά Σαξονικά ehu-, παλιά Γερμανικά eha-, ιερογλυφικά Χιττιτικά asu, asuwa, Λυκικά esbedi (ιππικό), Τοχαρικά A yuk, Τοχαρικά B yakwe, Σανσκριτικά açva-, Μιτάνι asvasanni (ιπποκόμος), Αβεστικά asva, Θρακικά esb, esvas, Φρυγικά es' (γάιδαρος), παλιά Βαλτικά *as'u-, Λιθουανικά as'va (φοράδα), παλιά Πρωσσικά aswinan (γάλα φοράδας).

Εδώ μπορούμε να σημειώσουμε δύο πράγματα. Πρώτον, σχετικά με τη λέξη 'τροχός,' βλέπουμε ότι η ΙΕ ρίζα *kwekwl-, σημαίνει μαζί 'όχημα' (vehicle) και 'κύκλος' (circle). Αλλά αν το τροχοφόρο όχημα είναι μια Ενεολιθική εφεύρεση (4η χιλιετία π.Χ.), ο κύκλος αποτελεί μια θεμελιώδη έννοια, η οποία θα πρέπει να 'εφευρέθηκε' πολύ νωρίς από τους ανθρώπους. Το ίδιο το γεγονός ότι οι ΙΕ γλώσσες χρησιμοποιούν την ίδια λέξη για τον κύκλο, για τον τροχό και για το όχημα, δείχνει συνέχεια στις αντίστοιχες έννοιες. Γιατί άραγε οι 'ΙΕ' γλώσσες εμφανίζονται την εποχή του τροχού και των τροχοφόρων οχημάτων, και όχι την 'εποχή του κύκλου,' όταν δηλαδή πρωτοσυλλαμβάνεται η έννοια του κύκλου; Αλλά τελικά ίσως είναι προτιμότερο να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο τροχός ήταν μια εφεύρεση (μια από τις σπουδαιότερες στην ανθρώπινη ιστορία) από κάποιον λαό, και ότι το όνομα που αυτός ο λαός έδωσε στην εφεύρεσή του πέρασε ως δάνειο στους υπολοίπους.

Σε ό,τι δε αφορά τη λέξη για το άλογο, αντιμετωπίζουμε ξανά ένα δίλημμα: η λέξη 'ίππος' στα Ελληνικά είναι πολύ προβληματική. Καμιά άλλη λέξη στα Ελληνικά δεν περιλαμβάνει διπλό π εκτός από λέξεις που είναι παράγωγα της λέξης ίππος. Στην πραγματικότητα, το διπλό π υπονοεί μια ξενική καταγωγή για τη λέξη (εφόσον δεν μπορεί να προέλθει ετυμολογικά). Επομένως μάλλον πρόκειται για δάνειο στην Ελληνικά γλώσσα, από την οποία στη συνέχεια πέρασε στα Λατινικά, κοκ. Αυτή η διαπίστωση μπορεί να βασιστεί περαιτέρω στο γεγονός ότι οι περισσότερες ΙΕ γλώσσες έχουν μια άλλη, πιο κοινή, λέξη για τον ίππο. Είναι horse στα Αγγλικά, άλογο στα Ελληνικά, cavallo στα Ιταλικά, pferd στα Γερμανικά, loshad' στα Ρωσικά, kon στα Πολωνικά, arklys στα Λιθουανικά, ghora στα Ινδικά. Η αρχική λέξη φαίνεται να διατηρήθηκε στα Περσικά (asb). Αυτό δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για λέξη δάνειο. Η πρωτότυπη λέξη επομένως θα μπορούσε να έχει προέλθει από τους αρχαίους Αρίους (Πέρσες), οι οποίοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν μια αρχική λέξη της μορφής ‘asva,’ ή ‘esvos.’ Οπότε η λέξη αναφέρεται σε μια ειδική κατηγορία αλόγου, όχι το κοινό άλογο, αλλά τον αγωνιστικό, πολεμικό ίππο.

Επομένως τόσο τα 'kwekwlo- κύκλος' και  'ekwo- ίππος' θα μπορούσαν να είναι όχι ΠΙΕ ρίζες αλλά λέξεις δάνεια. Οι ΙΕ γλώσσες φαίνεται ότι έχουν τις δικές τους ξεχωριστές λέξεις για το άλογο, πριν ο 'ekwos' (ίππος), το πολεμικό άλογο να εισαχθεί σε αυτές. Επίσης, το γεγονός ότι χρησιμοποιούν την ίδια λέξη και για τον τροχό και για τον κύκλο (στα αρχαία Ελληνικά η λέξη κύκλος σήμαινε και τον τροχό) αυτό προφανώς σημαίνει ότι πρόκειται για μια λέξη δάνειο. Αλλιώς θα πρέπει να υποθέσουμε ότι οι ΙΕ γλώσσες υπήρχαν από την εποχή που οι άνθρωποι πρωτοσυνέλαβαν την έννοια του κύκλου.

Ο 'δρόμος του χαλκού'


Είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν για πρώτη φορά την έννοια του κύκλου όταν εφευρέθηκε ο πρώτος τροχός. Θα μπορούσαν όμως να έχουν ταυτίσει την έννοια του κύκλου με το πραγματικό αντικείμενο, τον τροχό. Αλλά τόσο ο τροχός όσο και το άλογο ως μέσα μεταφοράς είναι δύο από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις όλων των εποχών, όπως η κεραμική και η γεωργία. Και λέξεις ή έννοιες που αντιπροσωπεύουν μεγάλες εφευρέσεις και καινοτομίες τείνουν να γίνουν παγκόσμιες. Έτσι δεν είναι τα καλύτερα παραδείγματα για μια κοινή προέλευση των Ινδο-Ευρωπαϊκών γλωσσών.

Η ανακάλυψη του χαλκού ήταν μια τέτοια μεγάλη καινοτομία. Ο χαλκός ξεκίνησε μια νέα εποχή η οποία φέρει το όνομά του (Εποχή του Χαλκού). Η χρήση της πέτρας στην προηγούμενη περίοδο ήταν διαδεδομένη σε όλον τον κόσμο, έτσι ώστε μπορούμε να πούμε ότι η λίθινη τεχνολογία εφευρέθηκε ανεξάρτητα, και ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο διαφορετικοί λαοί έχουν τη δική τους λέξη για την πέτρα.  Το ίδιο πιθανότατα ισχύει επίσης και για τη χάλκινη τεχνολογία. Η λέξη 'μέταλλο' είναι κοινή τόσο στα αγγλικά (metal) όσο και στα ελληνικά, αλλά η μεταλλουργία γενικά θα ήταν μια τέχνη που εφάρμοζαν διαφορετικοί άνθρωποι με διαφορετικούς τρόπους. Ωστόσο, ο χαλκός εγκαινίασε μια νέα εποχή. Τα αγγεία ήταν πλέον τόσο πήλινα όσο και χάλκινα, τα πρώτα κέρματα είχαν κοπεί, τα πλοία και οι άμαξες χρησιμοποιούσαν εξαρτήματα κατασκευασμένα από μπρούντζο, και χάλκινα όπλα ή αντικείμενα αντικατέστησαν τους πέτρινους πέλεκεις ή τις οστέινες βελόνες.


Ο μπρούτζος (bronze) είναι κράμα κατασκευασμένο από χαλκό και κασσίτερο. Ο κασσίτερος είναι σχετικά σπάνιο μέταλλο. Η κατανομή του φαίνεται στον προηγούμενο χάρτη. Συγκρίνοντας τους δύο προηγούμενους χάρτες, είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι τα μεγαλύτερα κοιτάσματα κασσίτερου βρίσκονται στη Δυτική Ευρώπη, ενώ σημαντικά κοιτάσματα χαλκού βρίσκονται στην Κεντρική Ευρώπη, στα Βαλκάνια, καθώς και στην περιοχή του Καυκάσου. Η διάχυση της μεταλλουργίας φαίνεται να ακολουθεί μια πορεία από το Βορρά προς το Νότο και από τη Δύση προς την Ανατολή.

Η σημασία του κασσίτερου για τους πολιτισμούς της Εποχής του Χαλκού και η σπανιότητα των κοιτασμάτων του προσφέρουν μια ματιά στις συνθήκες του εμπορίου και στις πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις της συγκεκριμένης περιόδου, και επομένως βρίσκεται στο επίκεντρο των αρχαιολογικών μελετών. Ωστόσο, μια σειρά από προβλήματα έχουν περιορίσει τη μελέτη του αρχαίου κασσίτερου, όπως τα περιορισμένα ορυχεία, η καταστροφή τους από άλλα σύγχρονα, και η κακή διατήρηση αντικειμένων από καθαρό κασσίτερο. Η τρέχουσα αρχαιολογική συζήτηση σχετικά με την προέλευση του κασσίτερου περιορίζεται στους πρώτους πολιτισμούς της Εποχής του Χαλκού στην Εγγύς Ανατολή.

Ο δρόμος του κεχριμπαριού

Από το 2.500 π.Χ. κιόλας στην περιοχή του Erzgebirge (τα ορεινά σύνορα ανάμεσα στη Γερμανία και τη Δημοκρατία της Τσεχίας) γινόταν εξαγωγή κασσίτερου, χρησιμοποιώντας τον υπάρχοντα Βαλτικό δρόμο του κεχριμπαριού για τον ανεφοδιασμό τόσο της Σκανδιναβίας όσο και της Μεσογείου με κασσίτερο. Προϊστορικοί εμπορικοί δρόμοι μεταξύ της Βόρειας και Νότιας Ευρώπης είχαν ήδη χαραχθεί για τις συναλλαγές κεχριμπαριού. Ο δρόμος του κεχριμπαριού χρησίμευε για τη μεταφορά του προϊόντος από τις περιοχές της Βόρειας Θάλασσας και της Βαλτικής στην Μεσόγειο οδικά μέσω των ποταμών Βιστούλα και Δνείπερου.
http://en.wikipedia.org/wiki/Amber_Road

Κατά το 2000 π.Χ. ο κασσίτερος εμπορευόταν από την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία στη Μεσόγειο. Μαρτυρίες υπάρχουν από έναν αριθμό ναυαγίων, όπως αυτό στο Uluburun έξω από τις ακτές της Τουρκίας, το οποίο χρονολογείται το 1300 π.Χ., και το οποίο περιελάμβανε πάνω από 300 ράβδους χαλκού 10 τόννων, και περίπου 40 ράβδους κασσίτερου 1 τόνου.

Η τεχνολογία του μπρούτζου πέρασε από την Εγγύς Ανατολή στην Κεντρική Ασία διαμέσου των Ευρασιατικών στεπών. Από το 2.000 έως το 1.500 π.Χ. αξιοποιούνται πηγές κασσίτερου στο Ουζμπεκιστάν, στο Αφγανιστάν και στο Τατζικιστάν κατά μήκος του δρόμου του μεταξιού.
http://en.wikipedia.org/wiki/Tin_sources_and_trade_in_ancient_times


Αλλά ο προηγούμενος εμπορικός δρόμος ήταν μεταγενέστερος από το δρόμο του lapis lazuli. Ο ημι-πολύτιμος αυτός λίθος εξορυσσόταν πολύ πριν το χαλκό σε περιοχές της Κεντρικής Ασίας από την 7η κιόλας χιλιετία π.Χ. Χάντρες από lapis lazuli έχουν βρεθεί σε Νεολιθικούς τάφους στο Mehrgarh του Πακιστάν, στον Καύκασο, και στη Μαυριτανία. Χρησιμοποιήθηκε για να διακοσμήσει τα φρύδια στη νεκρική μάσκα του Τουταγχαμών (1341-1323 π.Χ.).
http://en.wikipedia.org/wiki/Lapis_lazuli

Αρχαίοι εμπορικοί δρόμοι του οψιδιανού

Ακόμη αρχαιότεροι είναι οι εμπορικοί δρόμοι του οψιδιανού. Πρόκειται για ένα μαύρο πέτρωμα ηφαιστειακής προέλευσης, και αναγνωρίστηκε πρώτα από τον Colin Renfrew και τους συνεργάτες του ως ένας σημαντικός δείκτης για το αρχαίο εμπόριο, αφενός λόγω της σημασίας του για τις κοινωνίες πριν την ανακάλυψη των μετάλλων και αφετέρου γιατί η σύνθεσή του διαφέρει σε διαφορετικές περιοχές. Τα πρωιμότερα στοιχεία για μακράς απόστασης εμπόριο οψιδιανού προέρχονται από την Επιπαλαιολιθική περίοδο (πριν από περίπου 10.000 χρόνια) στην περιοχή της Γόνιμης Ημισέληνου. Δύο δρόμοι σύνδεσης έχουν ήδη αποκατασταθεί: από το Bingöl στη Νοτιοανατολική Τουρκία μέχρι το Ιράκ και από την Καππαδοκία μέχρι τον Ευφράτη και το Λεβάντε (προηγούμενος χάρτης).
http://www.archatlas.org/ObsidianRoutes/ObsidianRoutes.php

Ο δρόμος του μεταξιού

Προφανώς λοιπόν ο δρόμος του μεταξιού χαράχθηκε αργότερα πάνω στους προγενέστερους δρόμους του οψιδιανού, του lapis lazuli και του χαλκού, για να ενώσει πλέον όλη την Ευρασιατική ήπειρο. Οι λεγόμενες μούμιες Tarim (που σχετίζονται με τους IE Τοχάρους), από το Tarim της Κίνας, και οι οποίες χρονολογούνται το 1600 π.Χ., έχουν βρεθεί κατά μήκος του δρόμου του μεταξιού, αποκαλύπτοντας πολύ αρχαίες επαφές μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Ένα (Ανατόλιο;) ισόγλωσσο την 3η χιλιετία π.Χ.

Έκταση του πολιτισμού της Σχοινωτής Κεραμικής (Corded Ware) με γειτονικούς πολιτισμούς της 3ης χιλιετίας π.Χ.

Οψιδιανός που έχει βρεθεί στο νησί της Μήλου δείχνει ότι αυτό το πέτρωμα εμπορευόταν μέσω θαλασσίων οδών από τους προϊστορικούς χρόνους. Ο δρόμος του χαλκού χαράχθηκε πάνω στους προηγούμενους δρόμους του οψιδιανού, του κεχριμπαριού και του lapis lazuli. Επομένως κατά τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ. θα πρέπει να περιμένουμε ένα εκτεταμένο εμπορικό δίκτυο, από τη Βορειοδυτική Ευρώπη και την Ιβηρική χερσόνησο έως τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, και από την Ανατολία και την Εγγύς Ανατολή μέχρι την Ινδία και την Κίνα.

Η πρώτη επέκταση των Ινδοευρωπαίων συμπίπτει με την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Οι άνθρωποι ακολουθούσαν τις εμπορικές οδούς, ανταλλάσσοντας προϊόντα, βρίσκοντας δουλειές, και υιοθετώντας νέες ιδέες. Αυτό που είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ είναι ότι κατά μήκος των εμπορικών δρόμων διαμορφώνεται πάντα μία lingua franca (μια κοινή, 'διεθνής' γλώσσα) για τις ανάγκες επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων που μιλάνε διαφορετικές γλώσσες. Αυτή η κοινή γλώσσα μπορεί να είναι η γλώσσα ενός από τους πολιτισμούς που έρχονται σε επαφή (του πιο προηγμένου), ή ένα αμάλγαμα περιέχοντας στοιχεία από πολλές διαφορετικές γλώσσες. Έτσι, μπορούμε να θεωρήσουμε μια συγκέντρωση διαφορετικών λαών κατά μήκος του δρόμου του χαλκού, ο καθένας μοιράζοντας τη γλώσσα του με όλες τις υπόλοιπες. Με αυτό τον τρόπο, η ομαδοποίηση αυτών των γλωσσών γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη, μέχρι που τελικά έχουμε μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων που μοιράζονται μια ενοποιημένη, κοινή γλώσσα. Αυτό προφανώς δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως 'κοινή καταγωγή' αυτών των γλωσσικών ομάδων. Αντίθετα, πρόκειται για μια διαδικασία συγκεντροποίησης, ένα παράδειγμα εκπολιτισμού, ανεξάρτητα από την όποια γενετική προέλευση των ανθρώπων. Η γονιδιακή κατανομή μεταξύ πληθυσμών μπορεί να είναι ανάλογη της κατανομής γλωσσών, αλλά το αντίθετο δεν είναι απαραίτητα αλήθεια: μια κοινή γλώσσα σημαίνει κάποιες φορές κοινή γενετική κληρονομιά, αλλά πάντα κοινή πολιτισμική ταυτότητα.

Οπότε, από πού προήλθαν οι πρώτοι Ινδοευρωπαίοι; Κατά τη διάρκεια της 4ης χιλιετίας, ολόκληρη η Ευρασία ήταν κατοικημένη. Το υπάρχον μοντέλο για την προέλευση των ΙΕ προτείνει αυτήν την περίοδο μια αρχική συγκέντρωση IE φυλών στις Ποντιακές Στέπες (στην περιοχή πάνω από τον Καύκασο, από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Κασπία). Αλλά όταν αυτές οι φυλές διασκορπίστηκαν, θα πρέπει να μετακινήθηκαν κατά μήκος των εμπορικών οδών της εποχής. Ακόμη, αυτή η επέκταση θα πήρε χρόνο. Για παράδειγμα, χρειάστηκαν 1000-2000 χρόνια μέχρι την εμφάνιση του Μυκηναϊκού πολιτισμού (ο οποίος σύμφωνα με την ΙΕ θεωρία χαρακτηρίζεται ως πρωτο-Ελληνικός). Το χρονικό αυτό διάστημα είναι τεράστιο, λαμβάνοντας υπόψη ότι όταν 'πρωτόγονες' φυλές έρχονται σε επαφή με προηγμένους πολιτισμούς τείνουν να τον αφομοιώσουν. Αυτό έγινε, για παράδειγμα, στην περίπτωση των Χιττιτών, οι οποίοι αυτοχαρακτηρίζονταν με το όνομα των προκατόχων τους (Χαττίτες). Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι πρώτες Γερμανικές φυλές που εισέβαλαν στη Ρώμη. Οι Φράγκοι απορρόφησαν το Ρωμαϊκό πολιτισμό σε τέτοιο βαθμό που τελικά άλλαξαν τη γλώσσα τους στη Λατινική. Και ούτω καθεξής.

Έτσι, πώς μπορούμε άραγε να περιμένουμε οι Ποντικές φυλές να μην υποβλήθηκαν στην ίδια εκπολιτιστική διαδικασία, καθώς εισήλθαν στις πιο προηγμένες και πυκνοκατοικημένες περιοχές των Βαλκανιών, της Μικράς Ασίας και της Μεσογείου, της Βόρειας Μεσοποταμίας και της Ινδίας, ακόμα και στην επικράτεια των μεγαλιθικών πολιτισμών της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης (το Στόουνχεντζ προφανώς δεν χτίστηκε από Ινδοευρωπαίους); Σε τελική ανάλυση, όταν βρίσκουμε 'εντυπωσιακές' ομοιότητες σε μια ομάδα γλωσσών, θα πρέπει πρώτα απ' όλα να υποπτευόμαστε ότι αυτές οι ομοιότητες συνδέονται με ένα 'επίσημο,' κοινό λεξιλόγιο, διαδεδομένο σε μια ευρεία περιοχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι ομαδοποιήσεις γλωσσών (που θα μπορούσαν επίσης να έχουν μια κοινή γενετική προέλευση) δεν μπορούν να εμφανιστούν. Αλλά αυτές οι ομαδοποιήσεις συμβαίνουν σταδιακά, και στη συνέχεια έρχονται σε αλληλεπίδραση με άλλες γλωσσικές ομάδες, για να σχηματίσουν μεγαλύτερα συμπλέγματα. Επίσης, οι ομάδες αυτές θα συναντηθούν στους εμπορικούς δρόμους, οι οποίοι είναι και δρόμοι πολιτισμού, κατά μήκος των οποίων συμβαίνουν και οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών.

Ένα γνωστό παράδειγμα τέτοιας μαζικής μετανάστευσης είναι το λεγόμενο Seima-Turbino φαινόμενο. Αναφέρεται σε τοποθεσίες ομαδικών τάφων που χρονολογούνται γύρω στο 1.500 π.Χ., και βρέθηκαν στη βόρεια Ευρασία, από τη Φινλανδία μέχρι τη Μογγολία. Οι τάφοι ανήκαν σε νομάδες πολεμιστές και μεταλλουργούς, που μετακινούνταν με άλογα και δίτροχα άρματα. Αυτοί οι νομάδες προέρχονταν από τα βουνά Αλτάι. Θεωρείται ότι κάποια κλιματική αλλαγή γύρω στο 2000 π.Χ. ανάγκασε αυτούς τους πληθυσμούς να μετακινηθούν δυτικά προς την Νοτιανατολική Ευρώπη, ανατολικά προς την Κίνα, και νότια προς την Ινδοκίνα, στο Βιετνάμ και στην Ταϊλάνδη, καλύπτοντας μια συνολική έκταση περίπου 4.000 μιλίων. Αυτή η μετανάστευση έλαβε χώρα μόλις σε πέντε ή έξι γενιές. Θεωρείται επίσης ότι οι ίδιες μεταναστεύσεις εξάπλωσαν τις Ουραλικές γλώσσες στην Ευρώπη και στην Ασία: περίπου 39 γλώσσες αυτής της ομάδας έχουν επιβιώσει, συμπεριλαμβάνοντας τα Ουγγρικά, τα Φινλανδικά, τα Εσθονικά και τα Λαπωνικά.

Γιατί όμως αυτή η ομάδα ανθρώπων θεωρείται ότι έδωσε τη γλώσσα της στους Ούγγρους και στους Φινλανδούς αλλά όχι στους Βιετναμέζους και στους Ταϊλανδούς; Μήπως τα Φινο-Ουγγρικά προέρχονται έτσι κι αλλιώς από πληθυσμούς που βρίσκονταν ήδη σε εκείνες τις περιοχές; Άλλωστε η μεταλλουργία και η χρήση αλόγων και αρμάτων είχε ήδη διαδοθεί σε αυτές τις περιοχές πριν τις μεταναστεύσεις των ανθρώπων του πολιτισμού Seima-Turbino, επομένως πιθανόν οι τελευταίοι να αφομοιώθηκαν από τους πρώτους στις διάφορες περιοχές, και όχι το αντίστροφο.

Κατά τη διάρκεια της 4ης χιλιετίας π.Χ. είχαν ήδη εμφανιστεί οι πρώτοι μεγάλοι πολιτισμοί στην Εγγύς Ανατολή και στην Αίγυπτο, ενώ κατά τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας οι νέες τεχνολογίες εξαπλώθηκαν βορειότερα και αποτέλεσαν πηγή ανταλλαγής προϊόντων και ιδεών, πλούτου και πολιτικής εξουσίας. Τότε εμφανίζονται η αρχιτεκτονική μεγάλης κλίμακας, ο ιμπεριαλισμός, η απολυταρχία, και οι εσωτερικές επαναστάσεις.   

Σε ό,τι αφορά την περιοχή του Ανατολικού Αιγαίου, ο Κυκλαδικός πολιτισμός (3200-2000 π.Χ.) είναι γνωστός για τα γυναικεία ειδώλια από λευκό μάρμαρο, αιώνες πριν εμφανιστεί ο Μινωικός πολιτισμός. Πρόκειται για τη συνέχιση ενός ξεχωριστού Νεολιθικού πολιτισμού στην ευρύτερη περιοχή από την Ανατολία μέχρι την ηπειρωτική Ελλάδα, πριν από το 4000 π.Χ., ο οποίος βασιζόταν μεταξύ άλλων στην ανταλλαγή σιταριού και κριθαριού, αιγοπροβάτων, γουρουνιών, και τόνων που προφανώς ψαρεύονταν με κάποιου είδους πλοιάρια. Στα ανασκαμμένα μέρη έχουν βρεθεί επίσης ίχνη επεξεργασίας χαλκού.

Καθώς το κάθε νησί δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει μεγάλους πληθυσμούς, η επιτυχία αυτού του πρώιμου πολιτισμού θα βασίστηκε πάνω σε ένα εκτεταμένο δίκτυο ανταλλαγών σε όλο το Ανατολικό Αιγαίο. Αυτή η γνώση πέρασε στους Μινωίτες (2700-1500 π.Χ.), των οποίων οι πολιτιστικές επαφές έφθασαν πολύ πέρα από το νησί της Κρήτης (και τα νησιά του Αιγαίου) στην Αίγυπτο, στην Κύπρο, στις ακτές της Φοινίκης και της Μικράς Ασίας. 
http://en.wikipedia.org/wiki/3rd_millennium_BC

Μια αρχαία πεντηκόντορος (πλοίο με πενήντα κουπιά)

Η σύνδεση μεταξύ των Μινωιτών και των Καναανιτών προτείνει ένα καλά- εγκαθιδρυμένο θαλάσσιο εμπόριο, και ότι, κατά πάσα πιθανότητα, οι Καναανίτες έμαθαν τη θάλασσα από τους Μινωίτες, αρκετά πριν την εμφάνιση των Φοινίκων. Σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ. υπήρχε ένα εκτεταμένο δίκτυο θαλάσσιου εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο με εξελιγμένα πλοία (αν όχι ακόμα πεντηκόντοροι), και πιθανότατα ακόμη μακρύτερα στη Μεσόγειο (πώς αλλιώς θα μπορούσε ο κασσίτερος να φτάσει στη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο από τη Δυτική Ευρώπη και την Ισπανία? ).

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η κοιτίδα των ΙΕ γλωσσών είναι η Ανατολία, σύμφωνα με τη λεγόμενη Ανατόλια Υπόθεση. Ωστόσο, το ζήτημα είναι το εξής: ακόμη και αν υπήρχε έξω από την Ανατολία ένας πυρήνας γλωσσών που αργότερα θα εξελίσσονταν στις IE γλώσσες, η Ανατολία ήταν, μαζί με τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, την Ελλάδα, και το Ανατολικό Αιγαίο, η περιοχή η οποία βρισκόταν σε άμεση επαφή με τους πρώτους μεγάλους πολιτισμούς- τους Αιγύπτιους, τους Σουμέριους, τους Ασσύριους, τους Μινωίτες, και τους 'Αιγαίους- Ανατόλιους.' Έτσι, η αρχαία Ανατολία ήταν η μεγάλη 'αγορά' της εποχής, ανάμεσα στον 'πολιτισμένο' Νότο και τον 'πρωτόγονο' Βορρά, οπότε είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ήταν ο τόπος όπου έγινε η ανταλλαγή και μίξη υλικών και πολιτισμικών προϊόντων. Συνεπώς, η Ανατολία στην 3η χιλιετία π.Χ. θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο τόπος ενός 'Ανατόλιου ισόγλωσσου,' μιας lingua franca της εποχής, που χρησιμοποιούταν τουλάχιστον για εμπορικούς σκοπούς. Αυτή η γλώσσα θα πρέπει να περιελάμβανε λέξεις σχετικά με τη γεωργία, τη ναυτιλία, τις επιστήμες, τους αριθμούς και τα γράμματα (όπως αργότερα το αλφάβητο πέρασε από τη Φοινίκη στην Ελλάδα), έννοιες σχετικά με τη θρησκεία, την εξουσία, και την ιδιοκτησία. Ως εκ τούτου, οι λεγόμενες IE γλώσσες, ακόμη και αν δεν προέρχονται από την Ανατολία, θα βρίσκονταν σε στενή επαφή με την περιοχή, ανταλλάσσοντας γλωσσικά στοιχεία, και ακολουθώντας τους εμπορικούς δρόμους κατά μήκος της Ευρασίας, καθώς ο πολιτισμός εξαπλωνόταν κατά μήκος του Περσικού κόλπου και της Μεσογείου. Κατά μήκος αυτών των δρόμων, και χάρη σε αυτούς, οι Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εξαπλώθηκαν και, κατά πάσα πιθανότητα, διαμορφώθηκαν.

Μετά την κατάρρευση της Εποχής του Χαλκού (1.200 π.Χ.), οι Χιττίτες εξαφανίστηκαν, οι Λούβιοι συνέχισαν να κατοικούν στην Ανατολία σε περιοχές όπως η Λυδία και η Λυκία, οι Έλληνες βγήκαν ισχυρότεροι από ποτέ, η Αίγυπτος και η Ασσυρία επανέκτησαν την εξουσία τους, και η Περσία θα αναδεικνυόταν στην υπερδύναμη της κλασικής εποχής. Η συνέχεια με την προηγούμενη περίοδο είναι αξιοσημείωτη. Ακόμη και οι Χιττίτες δεν θα εξαφανίστηκαν αν ήταν Λούβιοι εξαρχής. Οι λεγόμενοι 'λαοί της θάλασσας,' οι οποίοι έχουν συνδεθεί με την κατάρρευση στο τέλος της Εποχής του Χαλκού, μπορεί ή όχι να ευθύνονται για αυτήν την κατάρρευση. Ωστόσο, η προαναφερθείσα συνέχεια προτείνει ότι είτε η κατάρρευση προκλήθηκε από εσωτερικές αναταραχές, ή ότι η 'λαοί της θάλασσας,' αφού επέδραμαν, έφυγαν ή αφομοιώθηκαν από τους πληθυσμούς στις περιοχές όπου εισέβαλαν. Οι διάφορες γλώσσες στις περισσότερες από τις εμπλεκόμενες περιοχές είχαν ήδη διαμορφωθεί, έτσι ώστε αν κάποιοι από αυτούς τους λαούς της θάλασσας επέλεξαν να μείνουν στις συγκεκριμένες περιοχές, θα υιοθέτησαν την ήδη υπάρχουσα γλώσσα.