18 Μαρ 2013

Η ψυχολογία της προσοχής

Καθώς σκεφτόμουν τι μπορεί να είναι η προσοχή, συνειδητοποίησα ότι δεν πρέπει να είναι μια μονόδρομη διαδικασία, αλλά μια, ας πούμε, πολυδιάστατη. Με άλλα λόγια, ακόμα κι αν επικεντρωθούμε σε ένα μόνο αντικείμενο, φαίνεται ότι πρέπει επίσης να έχουμε επίγνωση του περιβάλλοντος στο οποίο το αντικείμενο αντιπαραβάλλεται. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε θεμελιωδώς ανήμποροι να κατανοήσουμε το μέρος, αν, ταυτόχρονα, δεν έχουμε μια εντύπωση για το όλο. 

  • Αιτιακός παράγοντας ή προκύπτουσα ιδιότητα; 
Γύρω από την προηγούμενη ερώτηση ασχολείται η Elizabeth Styles στο βιβλίο της «The psychology of attention (Η ψυχολογία της προσοχής):» 

«Είναι η προσοχή ένας αιτιακός παράγοντας ή μια αναδυόμενη ιδιότητα; Από τον τρόπο με τον οποίο έχω μιλήσει σχετικά με την προσοχή, μπορεί να ακούγεται σαν να είναι ένα «πράγμα» ή ένας αιτιακός παράγοντας που «κάνει κάτι...» Φυσικά θα μπορούσε κάλλιστα η προσοχή να είναι μια αναδυόμενη ιδιότητα· που φαίνεται να είναι εκεί, αλλά χωρίς να παίζει κανέναν αιτιακό ρόλο στην επεξεργασία των πληροφοριών. Ο William James (1890) επεσήμανε τη διάκριση αυτή όταν αναρωτήθηκε, «Είναι η προσοχή ένα αποτέλεσμα ή μια δύναμη;» Οι Johnston και Dark (1986) εξέτασαν τις θεωρίες της επιλεκτικής προσοχής και τις χώρισαν σε θεωρίες αιτίας και θεωρίες αποτελέσματος. Οι θεωρίες αιτίας διαφοροποιούν μεταξύ των δύο τύπων επεξεργασίας, που οι ίδιοι ερευνητές ονομάζουν τομέα A και B. Ο τομέας Α είναι υψηλής χωρητικότητας, ασυνείδητος και παθητικός, και ισοδυναμεί με αυτό που διάφοροι θεωρητικοί ονομάζουν αυτόματη ή ακούσια επεξεργασία. Ο τομέας B είναι ένα μικρής χωρητικότητας συνειδητό, ενεργό σύστημα επεξεργασίας και ισοδυναμεί με την ελεγχόμενη και εκούσια επεξεργασία. Στις θεωρίες αιτίας ο τομέας B είναι «μεταξύ άλλων ένας μαθησιακός μηχανισμός ή ενορχηστρωτής ή αιτία της επιλεκτικής επεξεργασίας.» (1986). Συνεχίζουν για να πουν ότι αυτό το είδος της εξήγησης «αποκαλύπτει ένα σοβαρό μετα-θεωρητικό πρόβλημα,» και ότι, «αν μια ψυχολογική κατασκευή μπορεί να εξηγήσει τις ευφυείς και προσαρμοστικές δυνάμεις του οργανισμού, τότε αυτή δεν μπορεί να διαθέτει αυτές τις δυνάμεις.» (1986)

Έτσι φαίνεται πιθανότερο ότι η προσοχή είναι μια αναδυόμενη ιδιότητα που σχετίζεται με το περιβάλλον, ή ακόμη οφείλεται στο περιβάλλον. Είναι πολύ ενδιαφέρον να σημειωθεί εδώ ότι οι ήχοι προκαλούν κυρίως ενστικτώδη αισθήματα. Εφιστούμε την προσοχή μας στους ήχους χωρίς σχεδόν καμία δύναμη να αντισταθούμε. Δεν μπορούμε σωματικά να «κλείσουμε» τα αυτιά μας, όπως μπορούμε να κάνουμε εύκολα με τα μάτια μας. Τα οπτικά ερεθίσματα, από την άλλη πλευρά, φιλτράρονται ευκολότερα από τον εγκέφαλο, και τα μάτια μας καθοδηγούνται από τη βούληση, αντίθετα με τα αυτιά μας. Η προσοχή περιορίζεται επίσης σε αυτές τις δύο αισθήσεις. Δεν εστιάζουμε την προσοχή μας σε οσμές και σε γεύσεις, παρότι μπορεί να κινούμε τα μάτια μας ενώ τις σκεφτόμαστε. Έτσι, φαίνεται ότι η προσοχή είναι μια αναδυόμενη ιδιότητα της ελεύθερης βούλησης, η οποία έρχεται αφότου έχουμε αντιληφθεί ή αισθανθεί κάτι. Μόνο τότε μπορούμε να στρέψουμε την προσοχή μας στην πηγή που προκάλεσε το αντίστοιχο ερέθισμα αρχικά. Η προσοχή είναι μια αντίδραση σε δυνάμεις και ένα αποτέλεσμα αιτιών, όχι μια δύναμη ή αιτία η ίδια. Αυτή η συνειδητοποίηση μας κάνει επίσης να αναρωτηθούμε, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, πόσο «συνειδητή» είναι η συνείδησή μας, και αν είναι κάτι περισσότερο από μια, λίγο- πολύ, τυχαία επιλογή ανάμεσα σε μυριάδες ταυτόχρονα γεγονότα: 

«Οι αρχικές έρευνες πρότειναν ότι το ανθρώπινο σύστημα επεξεργασίας πληροφοριών ήταν περιορισμένο στην ικανότητά του να εκτελεί πολλαπλές εργασίες. Ο Broadbent (1958), πρότεινε ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα μονόδρομο κανάλι για την επεξεργασία πληροφοριών. Αυτό το κανάλι θα μπορούσε να επιλέγει πληροφορίες να περνάνε από ένα προστατευτικό φίλτρο με βάση τα φυσικά του χαρακτηριστικά. Μόνο αυτές οι επιλεγμένες πληροφορίες θα μπορούσαν να περάσουν ώστε να επεξεργαστούν. Στοιχεία για τη σημασιολογική επεξεργασία δεδομένων που έφταναν στο ακούσιο κανάλι οδήγησαν στην υπόθεση ότι όλες οι πληροφορίες αναλύονταν ακούσια για τη σημασία τους, αλλά μόνο τα πιο σημαντικά μηνύματα διαβιβάζονταν στο στάδιο «απόκρισης.» (Deutsch & Deutsch, 1963). Ο Treisman (1964) εισήγαγε μια θεωρία συμβιβασμού σύμφωνα με την οποία η ανεπεξέργαστη πληροφορία γινόταν εκούσια, έτσι ώστε μόνο τα πιο σημαντικά μηνύματα ήταν σε θέση να περάσουν το φίλτρο. Άλλες θεωρίες πρότειναν ότι η επιλεκτική στενωπός (selective bottleneck) ανάμεσα στην ακούσια παράλληλη και στη σειριακή εκούσια επεξεργασία μπορούσε να μετατοπιστεί σύμφωνα με διαφορετικές συνθήκες και απαιτήσεις εργασίας (Johnston & Heinz, 1978· Norman, 1968). Νέες ιδέες που είδαν την προσοχή ως μια δεξαμενή δεδομένων επεξεργασίας, άρχισαν να κερδίζουν δημοτικότητα.» 

  • «Συντακτική (syntactic)» και «σημαντική (semantic) μνήμη» 

Αλλά πώς η προσοχή γίνεται ένας αιτιακός παράγοντας έτσι ώστε να σχηματίσει την επίγνωση των γεγονότων; Αυτή η ερώτηση έχει να κάνει με την κοινή διάκριση ανάμεσα στην «συντακτική» (ή «επεισοδιακή») και στη «σημαντική» μνήμη· δηλαδή με μια περιοχή ή διαδικασία στο μυαλό μας όπου μόνο γεγονότα με σημασία ή νόημα διατηρούνται και αποθηκεύονται: 

«Ο Sperling (1960) βρήκε στοιχεία για αυτό που πίστευε ότι είναι μια υψηλής χωρητικότητας και γρήγορης αποσύνθεσης οπτική μνήμη, η οποία ξεθώριαζε μέσα σε μισό δευτερόλεπτο. Όταν παρουσιάζονται σε ανθρώπους οπτικά μηνύματα σύντομης διάρκειας, αυτοί μπορούσαν να αναφέρουν συνήθως μόνο τέσσερα ή πέντε διαφορετικά στοιχεία. Ωστόσο, νωρίς κατά τη διάρκεια της ένδειξης, όλα τα στοιχεία βρίσκονταν διαθέσιμα για ανάλυση, όπως αποδεικνύεται από την ανακάλυψη ότι όταν τα στοιχεία ήταν τακτοποιημένα κατά χρώμα ή θέση, τα υποκείμενα μπορούσαν να αναφέρουν οποιοδήποτε από τα αντικείμενα. Καθώς η επιλογή με βάση την αλφαριθμητική ταξινόμηση φάνηκε αδύνατη, θεωρήθηκε ότι η κατά κατηγορίες πληροφορία δεν ήταν κωδικοποιημένη στην εικονική μνήμη. Ωστόσο, όπως και στα ακουστικά πειράματα, στοιχεία συσσωρεύτηκαν σύντομα για σημασιολογικά αποτελέσματα σε εργασίες οπτικής προσοχής (Mewhort, 1967). Προέκυψε έτσι το ζήτημα ως προς το γιατί η επιλεκτική αναφορά με βάση τη σημασιολογία ήταν τόσο δύσκολη αν η σημασιολογική πληροφορία ήταν, στην πραγματικότητα, διαθέσιμη. Ο Merikle (1980) διαπίστωσε ότι η επιλεκτική αναφορά ενισχυόταν από μια διαφορά κατηγορίας εφόσον η κατηγορία σχημάτιζε μια αντιληπτική ομάδα. 

Ενώ ο Sperling είχε ως μέλημα να ανακαλύψει πόσα πολλά στοιχεία μπορούσαν να επεξεργαστούν σε μια παρουσίαση πολλών στοιχείων, ένα νέο κύμα πειραμάτων αποσκοπούσε στην ανάδειξη της έκτασης στην οποία η προσοχή θα μπορούσε να είναι επιλεκτική στα πλαίσια μιας παρουσίασης πολλών στοιχείων... Συνολικά, αυτό το θέμα είναι άλυτο, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των αποδεικτικών στοιχείων φαίνεται να υποστηρίζει ότι η επιλεκτικότητα λειτουργεί αφού η ταυτότητα, το χρώμα και η θέση έχουν αναλυθεί. Πολλά πειράματα δείχνουν ότι σφάλματα στην επιλεκτική αναφορά που οφείλονται στην ταυτότητα και στη θέση δεν είναι σωστά συνδυασμένα. Αυτά τα στοιχεία είναι συνεπή με τη νευροανατομική οργάνωση του εγκεφάλου, στην οποία υπάρχει ένα σύστημα που ξέρει τι είναι κάθε πράγμα, και ένα άλλο σύστημα που ξέρει πού αυτό το πράγμα βρίσκεται (Ungerleider & Mislikin 1982). Έχει προταθεί ότι η επιλογή γίνεται συνήθως με βάση τις φυσικές πληροφορίες, αλλά από προσδιορισμένα ερεθίσματα που προκαλούν μια συνειδητή εμπειρία μόνο κατά την ολοκλήρωση (Allport, 1977· Coltheart, 1980)... 

Πρόσφατες εργασίες για τις συνέπειες της παρεμβολής ασυμβίβαστων εμποδίων δείχνουν ότι υπάρχουν διαφορετικά αποτελέσματα που εξαρτώνται από την απαίτηση της εργασίας. Οι Treisman (1993) και Lavie (1995) πιστεύουν ότι τα αποτελέσματα εξαρτώνται από το αντιληπτικό φορτίο της εργασίας. Όταν αυτό το φορτίο είναι υψηλό, όπως στα πειράματα επιλεκτικού φιλτραρίσματος, υπάρχουν στοιχεία για άμεση επιλογή, αλλά όταν το αντιληπτικό φορτίο είναι χαμηλό, η επιλογή μπορεί να καθυστερήσει.» 

  • Επιλεκτική και επιμερισμένη προσοχή 

Όπως λέει η Βικιπαίδεια, στη γνωστική ψυχολογία υπάρχουν τουλάχιστον δύο μοντέλα που περιγράφουν πώς η οπτική προσοχή λειτουργεί. Αυτά τα μοντέλα μπορούν να θεωρηθούν ως μεταφορές για την περιγραφή εσωτερικών διαδικασιών και για την παραγωγή υποθέσεων που είναι διαψεύσιμες. Γενικά, η οπτική προσοχή πιστεύεται ότι λειτουργεί ως μια διαδικασία δύο σταδίων. Στο πρώτο στάδιο, η προσοχή διανέμεται ομοιόμορφα στο εξωτερικό οπτικό περιβάλλον και η επεξεργασία των πληροφοριών γίνεται παράλληλα. Στο δεύτερο στάδιο, η προσοχή επικεντρώνεται σε μια συγκεκριμένη περιοχή του οπτικού περιβάλλοντος (δηλαδή είναι εστιασμένη), και η επεξεργασία πραγματοποιείται με έναν σειριακό τρόπο. 

- Το επίκεντρο της προσοχής (attentional spotlight) 


Επιστρέφοντας στο βιβλίο της Styles: 

«Συνήθως μετακινούμε τα μάτια μας σε ένα αντικείμενο ή σε μια θέση στο χώρο ώστε να εστιάσουμε σε αυτό. Ωστόσο, ήδη από το 1866, ο Helmholtz σημείωσε ότι η προσοχή και η εστίαση της προσοχής δεν είναι απαραίτητα το ίδιο πράγμα. Στην εισαγωγή διαπιστώσαμε ότι αν εστιάσουμε σε μία θέση (για παράδειγμα, στον αστερίσκο εδώ *) είμαστε σε θέση να διαβάσουμε γειτονικές λέξεις χωρίς τη μετατόπιση της εστίασης σε αυτές. Επιπλέον, αν προσέχουμε και εστιάζουμε σε ένα μέρος, μπορεί η προσοχή μας να βρίσκεται σε μια οικεία λέξη, όπως το όνομά μας ή το όνομα της πόλης μας, αλλού στη σελίδα, ή με μια κίνηση της περιφερικής όρασης. Είναι σαν να υπάρχει κάποιου είδους πέρασμα ή μηχανισμός διακοπής που προέρχεται από πληροφορίες έξω από την εστίαση. 

Μια από τις πιο δημοφιλείς μεταφορές για την οπτική προσοχή είναι ότι μοιάζει σαν ένα επίκεντρο (spotlight) που μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε επιλεκτικά συγκεκριμένα τμήματα του οπτικού περιβάλλοντος. Ο William James (1890) περιγράφει την οπτική προσοχή να έχει εστία, περιθώριο και σύνορο. Έχουμε ήδη δει ότι υπάρχει διαφωνία σχετικά με το βαθμό επεξεργασίας που τα ερεθίσματα λαμβάνουν με και χωρίς την προσοχή. Μέχρι κάποιο βαθμό τα ίδια επιχειρήματα θα εξακολουθήσουν να ισχύουν, αλλά θα ασχοληθούμε κυρίως με το ζήτημα τού κατά πόσο το «επίκεντρο» είναι μια καλή μεταφορά, πώς ξέρει προς τα πού πρέπει να κατευθυνθεί και να εστιάσει, και τι λογής επεξεργασία γίνεται μέσα και έξω από το επίκεντρο... 

Ο Posner (1980) έδειξε ότι η κατεύθυνση της προσοχής σε μια θέση έγκυρου ερεθίσματος διευκολύνει την οπτική επεξεργασία, και αυτό τον οδήγησε να προτείνει ότι «η προσοχή μπορεί να παρομοιαστεί με ένα επίκεντρο που ενισχύει την αποτελεσματικότητα της ανίχνευσης των γεγονότων μέσα στην ακτίνα δράσης του» (Posner κ.ά., 1980). Είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ ότι η προσοχή δεν είναι συνώνυμη με το κοίταγμα. Ακόμα και όταν δεν υπάρχει χρόνος να κατευθύνουμε τα μάτια προς μια θέση, αυτή η θέση έχει γίνει αντιληπτή. Έτσι φαίνεται ότι η οπτική προσοχή μπορεί να κατευθυνθεί σε μια θέση διαφορετική με εκείνη της εστίασης. Ο Posner (1980) προτείνει δύο τρόπους με τους οποίους η προσοχή μπορεί να είναι προσανατολισμένη σε ένα ερέθισμα. Διέκρινε μεταξύ δύο συστημάτων προσοχής: ένα ενδογενές, το οποίο ελέγχεται φανερά από τις προθέσεις του υποκειμένου· και ένα εξωγενές, το οποίο μεταθέτει αυτόματα την προσοχή σύμφωνα με περιβαλλοντικά ερεθίσματα, βρίσκεται έξω από τον έλεγχο του ατόμου, και δεν μπορεί να αγνοηθεί... 

Οι Müller και Rabbitt (1989) έκαναν μια σειρά πειραμάτων που αποσκοπούν στο να διευκρινιστεί το ερώτημα του κατά πόσον υπάρχει μόνο ένας μηχανισμός προσοχής που δουλεύει με διαφορετικούς τρόπους, όπως είχε προτείνει ο Posner, ή αν υπάρχουν δύο διακριτοί μηχανισμοί, ένας ακούσιος κι ένας εκούσιος. Τα πειράματά τους αντιπαρέβαλλαν περιφερικά και κεντρικά ερεθίσματα μεταξύ τους για να προσδιοριστεί η διαφορά στους χρόνους απόκρισης και κατά πόσο ήταν εξίσου υπαίτια στην απόσπαση της προσοχής. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχει ένας αυτόματος μηχανισμός αντανακλαστικών ο οποίος είναι εξαιρετικά ανθεκτικός σε ανταγωνιστικά ερεθίσματα, και ένας δεύτερος εθελούσιος μηχανισμός που μπορεί να διακοπεί από τον αυτόματο μηχανισμό προσανατολισμού. 

Στο δεύτερο πείραμά τους οι Müller και Rabbitt διαπίστωσαν ότι όταν τα περιφερικά και κεντρικά ερεθίσματα ήταν συμβατά, ο εντοπισμός των θέσεων ήταν καλύτερος, και ότι η ανασταλτική δράση των περιφερειακών ερεθισμάτων μειωνόταν όταν αυτά βρίσκονταν σε απίθανες θέσεις. Φάνηκε ότι ο εκούσιος κεντρικός προσανατολισμός μπορούσε να τροποποιήσει τον προσανατολισμό σε απόκριση αντανακλαστικών, περιφερικών ερεθισμάτων. Οι ίδιοι ερευνητές (1989) ισχυρίζονται ότι «αυτό το πρότυπο είναι σύμφωνο με την ιδέα ότι οι αντανακλαστικοί και εθελοντικοί μηχανισμοί μπορούν να είναι ενεργοί ταυτόχρονα.» 

Το γεγονός ότι ο «αυτόματος» αυτοπαθής προσανατολισμός μπορεί να τροποποιηθεί από εκούσιες διαδικασίες ελέγχου, υποδηλώνει ότι δεν είναι και τόσο αυτόματος. Ωστόσο, σύμφωνα με το μοντέλο των δύο μηχανισμών για τον προσανατολισμό της προσοχής, αυτό μπορεί να εξηγηθεί. Ο αυτοπαθής προσανατολισμός ενεργοποιείται και προχωρεί αυτόματα, έτσι ώστε αν και οι δύο μηχανισμοί πηγαίνουν προς την ίδια κατεύθυνση, έχουν προσθετική δράση. Ωστόσο, αν αυτοί προχωρούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, τα αποτελέσματά τους είναι αφαιρετικά.» 

Έτσι φαίνεται ότι όλα τα προηγούμενα συμπεράσματα επιβεβαιώνουν την αρχική παρατήρηση ότι η αντίληψή μας για τον κόσμο δεν μπορεί να επιτευχθεί αν εστιάσουμε την προσοχή μας μόνο στη μορφή χωρίς να έχουμε ταυτόχρονα μια ιδέα για το υπόβαθρο. Αυτή η διάκριση μεταξύ μορφής και περιεχομένου σχετίζεται επίσης με τα αδύνατα αντικείμενα, επειδή το στοιχείο του αδύνατου προκύπτει από την ασυνείδητη απαίτηση για πληρότητα. Είναι σε ένα δεύτερο, μεταγενέστερο στάδιο όπου η επικεντρωμένη προσοχή αρχίζει να διερευνά τις λεπτομέρειες του παρατηρούμενου αντικειμένου, ενώ μια ιδέα σχετικά με τη γενική του μορφή έχει ήδη συλληφθεί. Σε αυτό το δεύτερο αυτό στάδιο, είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς η προσοχή επεξεργάζεται τις λεπτομέρειες: 

«Δεδομένου ότι τα ερεθίσματα μπορούν να κατευθύνουν την προσοχή, τίθεται ένα άλλο ερώτημα: πώς μετακινείται η προσοχή μέσα στο οπτικό πεδίο; Είναι μια στιγμιαία μετατόπιση ή παίρνει χρόνο; Βρίσκεται εξαρχής εξαπλωμένη σε ολόκληρο το πεδίο, για να εστιάσει όταν το ερέθισμα υποδείξει μια θέση, ή ένα μικρό επίκεντρο ταξιδεύει προς την εντοπισμένη θέση; Πειράματα του Posner και των συνεργατών του προτείνουν ότι το επίκεντρο χρειάζεται χρόνο για να μετακινηθεί στο οπτικό πεδίο. Όταν το ερέθισμα δείχνει μόνο την κατεύθυνση προς την οποία ο στόχος είναι πιθανό να εμφανιστεί, όχι την ακριβή θέση, υπάρχει ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μεταξύ του ερεθίσματος και του στόχου, όταν ο στόχος είναι απομακρυσμένος από το σημείο εστίασης. Ο Tsal (1983) έδειξε ότι ο χρόνος αντίδρασης προς έναν στόχο μειώνεται καθώς η απόσταση ανάμεσα στο ερέθισμα και στο στόχο αυξάνεται, γεγονός που υποδηλώνει ότι χρειάζεται χρόνος για το επίκεντρο να μετακινηθεί στη θέση του ερεθίσματος. Φάνηκε σαν να υπήρχε ένα σημείο μέγιστης επιλεκτικότητας που να μετακινείται μέσα στο χώρο, σαν να ήταν πράγματι ένα επίκεντρο μέσα στο χώρο… 

Υπάρχουν στοιχεία ότι το επίκεντρο μπορεί να αλλάξει το πλάτος της εστίασης ανάλογα με το έργο που έχει να εκτελέσει. Ο La Berge (1983) έκανε μια έρευνα προκειμένου να καθορίσει ποιο γράμμα σε μια λέξη πέντε γραμμάτων θα αναφερόταν. Η εξάπλωση της προσοχής των υποκειμένων καθοδηγήθηκε. Στη μια περίπτωση έπρεπε να ταξινομήσουν το κεντρικό γράμμα στη σειρά, γεγονός που αναμενόταν να τους κάνει να εστιάσουν την προσοχή στο μέσο της λέξης. Στην άλλη περίπτωση έπρεπε να ταξινομήσουν τη λέξη, που αναμενόταν να τους ενθαρρύνει να διανείμουν την προσοχή πάνω σε ολόκληρη τη λέξη. Ο La Berge διαπίστωσε ότι η απόκριση επηρεαζόταν από το αν το υποκείμενο παρακολουθούσε το κεντρικό γράμμα ή ολόκληρη τη λέξη. Όταν η προσοχή εστιαζόταν στο κεντρικό γράμμα, οι αποκρίσεις σε αυτό το γράμμα ήταν πιο γρήγορες από ό, τι σε οποιοδήποτε άλλο γράμμα, αλλά όταν εστιάζονταν σε ολόκληρη τη λέξη, οι αποκρίσεις ήταν εξίσου γρήγορες για οποιοδήποτε γράμμα. Αυτό το αποτέλεσμα φαίνεται να δείχνει ότι η δέσμη του επίκεντρου μπορεί να ρυθμιστεί σύμφωνα με το έργο που έχει να εκτελέσει, και ότι δεν είναι σταθερού μεγέθους. 

Ο Broadbent (1982) συνόψισε τα στοιχεία όσον αφορά την επιλεκτικότητα στην οπτική παρουσίαση και πρότεινε ότι πρέπει «να σκεφτόμαστε την επιλεκτικότητα σαν έναν προβολέα, με τη δυνατότητα να αλλάζει την εστίαση. Όταν δεν είναι σαφές πού η δέσμη πρέπει να κατευθυνθεί, παραμένει ευρεία. Όταν κάτι φαίνεται να συμβαίνει, ή ένα ερέθισμα υποδεικνύει τη μία θέση έναντι κάποιας άλλης, η δέσμη οξύνεται και κινείται προς το σημείο της μέγιστης σημασίας.» 

Θα ήταν ενδιαφέρον να συγκρίνουμε το επίκεντρο της προσοχής με μια κατανομή πιθανοτήτων με τέτοιον τρόπο ώστε η πιθανότητα να είναι μεγαλύτερη στο κέντρο της εστίασης και να μειώνεται μακριά από αυτό. Ένα άλλο χαρακτηριστικό μιας τέτοιας κατανομής είναι ότι η πιθανότητα δε γίνεται ποτέ μηδέν, έτσι ώστε ακόμη και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της προσοχής θα υπάρχει κάποιος βαθμός αντίληψης, έστω κι αν αυτός είναι μικρός. Το επίκεντρο της προσοχής σχετίζεται επίσης με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα αντικείμενα στο χώρο: 

«Υπάρχουν αυξανόμενα στοιχεία ότι όντως παρατηρούμε αντικείμενα αντί για περιοχές του χώρου. Ο Duncan (1984) έδειξε ότι υποκείμενα ήταν πιο εύκολο να διακρίνουν δύο ιδιότητες που ανήκαν στο ίδιο αντικείμενο παρά σε διαφορετικά αντικείμενα… Πρότεινε ότι παρατηρούμε αντικείμενα, και όταν οι αποφάσεις που παίρνουμε έχουν να κάνουν με δύο αντικείμενα, η προσοχή πρέπει να μεταφερθεί από το ένα αντικείμενο στο άλλο, συν τω χρόνω... 

Η προσοχή με βάση τα αντικείμενα είναι σαφώς πολύ σημαντική. Αλλά, αν θυμάστε, ο Posner (1980) έδειξε ότι το επίκεντρο της προσοχής θα μπορούσε να κλητευθεί από χωρικά ερεθίσματα και αντίθετα να κατευθυνθεί προς θέσεις στο χώρο. Ένα συναφές φαινόμενο, η «αναστολή της επιστροφής (inhibition of return),» υποτέθηκε ότι οφείλεται στην επισήμανση χωρικών θέσεων. Τι θα συνέβαινε αν καθώς αναζητούσατε ένα αντικείμενο, το βρίσκατε, αλλά στη συνέχεια το αντικείμενο μετακινιόταν; Αν η προσοχή ήταν χωρικά βασισμένη, θα έπρεπε να παρέμενε να κοιτάζει τον άδειο χώρο! Οι Tipper, Driver και Weaver (1991) ήταν σε θέση να δείξουν σε πειράματα την αναστολή σε σχέση με ένα κινούμενο αντικείμενο και διαπίστωσαν ότι η αναστολή κινούταν μαζί με το αντικείμενο στη νέα του θέση. Οι Tipper κ.ά., (1991) πρότειναν ότι είναι τα αντικείμενα, όχι ο χώρος, που αναστέλλονται, και ότι η αναστολή της επιστροφής εξασφαλίζει ότι προηγουμένως παρατηρηθέντα αντικείμενα δεν αναζητούνται ξανά…

Η εξήγηση για την μονομερή οπτική παραμέληση που δόθηκε πριν θεώρησε ότι είναι ο χώρος που παραμελήθηκε και όχι τα αντικείμενα. Ωστόσο, υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις υπέρ της άποψης ότι η προσοχή μπορεί να είναι βασισμένη στα αντικείμενα. Πράγματι η ποσότητα παραμέλησης ενός ασθενή θα εξαρτηθεί από τι καλείται να παρατηρήσει. Στο πείραμα των Bisiach και Luzatti (1978), το αντικείμενο ήταν η Piazza del Duomo. Τι θα γινόταν αν το αντικείμενο ήταν το ίδιο το Duomo; Ή αν ο ασθενής είχε κληθεί να σχεδιάσει ένα μόνο παράθυρο; Τότε ο ασθενής θα είχε παραμελήσει το μισό κτίριο ή το μισό παράθυρο. Οι Driver και Halligan (1991) έκαναν ένα πείραμα στο οποίο αντιπαρέβαλαν τον περιβάλλοντα χώρο με έναν χώρο προσδιορισμένο από ένα αντικείμενο. Αν σε έναν ασθενή με οπτική παραμέληση δοθεί μια εικόνα με δύο αντικείμενα με τέτοιον τρόπο ώστε ο άξονας του αντικειμένου να βρίσκεται μπροστά από τον άξονα του περιβάλλοντα χώρου, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί ποιος από τους δύο άξονες είναι υπεύθυνος για την παρατηρούμενη παραμέληση. Οι ίδιοι ερευνητές επινόησαν μια άσκηση στην οποία οι ασθενείς έπρεπε να κρίνουν κατά πόσον δύο αδύνατα αντικείμενα ήταν τα ίδια ή διαφορετικά. Αν το τμήμα του ενός αντικειμένου που περιείχε τη διαφορά βρισκόταν μέσα στο χώρο της οπτικής παραμέλησης, ο ασθενής δεν ήταν σε θέση να κρίνει αν τα δύο αντικείμενα ήταν τα ίδια ή διαφορετικά.» 

Η Styles κάνει μια περίληψη των προηγούμενων συμπερασμάτων ως εξής: 

«Η οπτική προσοχή έχει παρομοιαστεί με ένα επίκεντρο που ενισχύει την επεξεργασία υπό την ακτίνα του. Ο Posner (1980) πειραματίστηκε με κεντρικά και περιφερειακά ερεθίσματα και διαπίστωσε ότι το επίκεντρο της προσοχής θα μπορούσε να συγκεντρωθεί και από τα δύο αλλά τα περιφερειακά ερεθίσματα δεν μπορούσαν να αγνοηθούν, ενώ τα κεντρικά θα μπορούσαν. Ο Posner πρότεινε δύο συστήματα προσοχής, ένα ενδογενές που ελέγχεται οικειοθελώς από το υποκείμενο, και ένα εξωγενές σύστημα, έξω από τον έλεγχο του υποκειμένου. Οι Müller και Rabbitt (1989) έδειξαν ότι ο εξωγενής, ή με τους δικούς τους όρους αυτόματος, «αντανακλαστικός» προσανατολισμός, θα μπορούσε μερικές φορές να τροποποιηθεί από τον εκούσιο έλεγχο. Αν και ένα ερέθισμα συνήθως διευκολύνει την επεξεργασία του στόχου, υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει μια καθυστέρηση στο στόχο επεξεργασίας (Maylor, 1985). 

Αυτή η αναστολή της επιστροφής έχει ερμηνευθεί ως απόδειξη για μια χωρική σήμανση των αναζητούμενων θέσεων προς όφελος της αποτελεσματικής αναζήτησης. Υπάρχει κάποια διαφωνία σχετικά με το πόσες θέσεις μπορούν να σημανθούν διαδοχικά. Η αναστολή της επιστροφής μπορεί επίσης να απευθύνεται σε κινούμενα αντικείμενα (Tipper κ.ά., 1994). Άλλοι πειραματιστές έχουν προσπαθήσει να μετρήσουν την ταχύτητα με την οποία το επίκεντρο της προσοχής κινείται (π.χ. Downing & Pinker, 1985). Η φαινομενική κίνηση του επίκεντρου μπορεί να έχει περισσότερο να κάνει με την ταχύτητα με την οποία διαφορετικές περιοχές του αμφιβληστροειδούς μπορούν να κωδικοποιήσουν πληροφορίες. 

Άλλοι ερευνητές αναρωτήθηκαν αν το επίκεντρο θα μπορούσε να διαιρείται αλλά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν ήταν δυνατόν. Προτάθηκε ότι ένας μεγεθυντικός φακός μπορεί να είναι μια καλύτερη αναλογία από ότι το επίκεντρο, καθώς φαίνεται ότι το μέγεθος του επίκεντρου εξαρτάται από το τι παρατηρείται (La Berge, 1983). Ο Lavie (1995) υποστήριξε ότι το μέγεθος στο οποίο θα μπορούσε το επίκεντρο να περιοριστεί εξαρτιόταν από το αντιληπτικό φορτίο της εργασίας. 

Η οπτική προσοχή μπορεί επίσης να στραφεί ενδογενώς και εξωγενώς σε αλλαγές μεταξύ επιπέδων αναπαράστασης όταν είτε τα τοπικά ή τα γενικά χαρακτηριστικά ενός ερεθίσματος πρόκειται να παρατηρηθούν (Stoffer, 1993). Το δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο εξειδικεύεται στη γενική επεξεργασία ενώ το αριστερό στην τοπική. Τα ημισφαίρια επίσης εξειδικεύονται στον προσανατολισμό (Posner & Petersen, 1990), με τη δεξιά βρεγματική περιοχή να μπορεί να προσανατολίσει την προσοχή αμφίπλευρα στο χώρο, αλλά η αριστερή βρεγματική περιοχή είναι σε θέση να προσανατολίσει μόνο προς τα δεξιά. Έτσι βλάβες στη δεξιά βρεγματική περιοχή συχνά οδηγούν στην οπτική παραμέληση της αριστερής πλευράς του χώρου. 

Οι Posner κ.ά. (1984) πίστευαν ότι συνήθως υπάρχουν τρεις συνιστώσες της οπτικής προσοχής: η απεμπλοκή (disengage), η μετάθεση (shift), και η εμπλοκή (engage). Σύμφωνα με τους ίδιους, ασθενείς με οπτική παραμέληση δεν έχουν δυσκολία σχετικά με τις πρώτες δύο συνιστώσες, αλλά αν η προσοχή συγκεντρωθεί στην παραμελημένη πλευρά τότε οι ασθενείς έχουν δυσκολία να απεμπλακούν από τη μη παραμελημένη πλευρά. Οι Volpe κ.ά., (1979) και Berti κ.ά., (1992) έχουν αποδείξει ότι ασθενείς μπορούν να κρίνουν ερεθίσματα στον παραμελημένο χώρο, ακόμη και όταν τα ερεθίσματα μπορούν να θεωρηθούν μόνο με βάση μια σημασιολογική ιδιότητα.» 

  • Ένα μαθηματικό μοντέλο για την προσοχή; 

Φαίνεται ότι η σημασιολογική επεξεργασία πληροφοριών είναι αναγκαία για τη γνωστική λειτουργία. Η εκούσια παρατήρηση του εξωτερικού κόσμου είναι αιτιακά προσανατολισμένη ακόμα και αν στις περισσότερες περιπτώσεις ξεκινάει με ένα τυχαίο ερέθισμα. Ακόμη και αν υπάρχει μια αμυδρή γνώση του χώρου που έχει προκαθοριστεί στη σκέψη, είναι οι αιτιακές σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων που δίνουν στο χώρο μια σαφή έννοια. Το ίδιο ισχύει και για το χρόνο: ακόμη και αν υπάρχει μια εσωτερική ιδιότητα στο μυαλό σε σχέση με το τι εννοούμε ως «χρόνο», είναι η μετατόπιση της προσοχής που ακολουθεί την κίνηση των σωμάτων που δίνει στο χρόνο ένα καθορισμένο φυσικό πλαίσιο. Αν τώρα συνδυάσουμε τις ιδιότητες των αντικειμένων και την οπτική παρατήρηση, μπορεί να είναι δυνατό να οικοδομήσουμε ένα μαθηματικό μοντέλο της προσοχής, και της συνείδησης γενικότερα: 

«Για να σχηματιστούν τα αντικείμενα, τα χαρακτηριστικά που τα αποτελούν πρέπει να συνδυαστούν με ακρίβεια. Οι Treisman και Gelade (1980) πρότειναν τη θεωρία ολοκλήρωσης χαρακτηριστικών ( Feature Integration Theory, FIT) στην οποία η εστιακή προσοχή παρέχει την «κόλλα» που ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά των αντικειμένων. Όταν ένας συνδυασμός χαρακτηριστικών είναι απαραίτητος για να επιλεγεί ένας στόχος μέσα από παρεμβολές, η αναζήτηση είναι σειριακή χρησιμοποιώντας την εστιακή προσοχή· αλλά όταν ένας στόχος μπορεί να επιλεγεί με βάση ένα μοναδικό χαρακτηριστικό, η αναζήτηση είναι παράλληλη και δεν χρειάζεται την εστιακή προσοχή. Αρχικά η θεωρία πρότεινε ότι όλοι οι συνδυασμοί χαρακτηριστικών απαιτούνται να ενσωματωθούν προκειμένου η επιλογή να είναι δυνατή, αλλά στη συνέχεια ο Treisman συσσώρευσε μια ποικιλία στοιχείων τροποποιώντας τη θεωρία για να συμπεριλάβει μια ιεραρχία χαρακτηριστικών, έτσι ώστε τα χαρακτηριστικά να μπορούν να έχουν τις τρισδιάστατες ιδιότητες των αντικειμένων, της κίνησης κλπ... 

Οι Duncan και Humphreys (1989, 1992) πρότειναν ότι η σειριακή και η παράλληλη επιλογή είναι απαραίτητη ανάλογα με την ευκολία με την οποία δύνανται να διαχωρίζονται οι στόχοι και τα εμπόδια, και ότι αυτή η ευκολία εξαρτάται από την ομοιογένεια στόχων/μη-στόχων και από την ομοιογένεια των εμποδίων. Το μοντέλο των Humphreys και Müller (1993) της οπτικής απεικόνισης (SERR) βασίζεται στην απόρριψη αντιληπτικά διαχωρισμένων ομάδων στο οπτικό πεδίο. Σε αυτό το μοντέλο είναι τα αντικείμενα αντί για το χώρο που διαμεσολαβούν στην παρατήρηση... 

Η FIT ασχολείται αμεσότερα με το συνδυαστικό πρόβλημα από ό, τι η θεωρία των Duncan και Humphrey. Το πρόβλημα σύνδεσης θα μπορούσε να εξηγηθεί νευροφυσιολογικά από το συγχρονισμό της δραστηριότητας κατά τη διάρκεια ταυτόχρονα ενεργών νευρώνων, όπως προτάθηκε από τους Crick και Koch (1990) και τον Singer (1994). Η ιδέα εδώ είναι ότι ο εγκέφαλος γνωρίζει ποια πράγματα πηγαίνουν μαζί επειδή είναι ταυτόχρονα ενεργά και αυτή η συνεκτική δραστηριότητα μπορεί στη συνέχεια να παράγει τη συνειδητή εμπειρία του αντικειμένου. 

Άλλες προσεγγίσεις για την κατανόηση της οπτικής προσοχής είναι μέσω της τυπικής μαθηματικής θεωρίας, όπως η CTVA, η οποία είναι μια απόπειρα να συνδυαστούν τόσο η βασισμένη στο χώρο όσο και η βασισμένη στα αντικείμενα οπτική προσοχή σε μια θεωρία... Εδώ θα εξετάσουμε σε συντομία τη θεωρία της οπτικής προσοχής του Logan (CTVA), η οποία ενσωματώνει τη CODE για την αντιληπτική ομαδοποίηση και τη θεωρία οπτικής προσοχής (TVA) του Bundersen (1990). Ο Logan επιχειρεί να ενσωματώσει τις θεωρίες προσοχής που βασίζονται στο χώρο με εκείνες που βασίζονται στα αντικείμενα. 

Στην αρχή της εργασίας του ο Logan επικεντρώνεται σε αυτό που θεωρεί να είναι τα πέντε βασικά ερωτήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν από οποιαδήποτε θεωρία οπτικής προσοχής. Η πρώτη ερώτηση είναι πώς αντιπροσωπεύεται ο χώρος. Οι θεωρίες βασισμένες στο χώρο, όπως η FIT, υποθέτουν ότι ο χώρος αντιπροσωπεύεται από έναν χάρτη θέσεων, με τα αντικείμενα να αποτελούν σημεία στο χώρο. Επιπλέον, οι Ευκλείδειες αποστάσεις μεταξύ των αντικειμένων είναι σημαντικές για τη βασισμένη στο χώρο προσοχή, για παράδειγμα Eriksen και Eriksen (1974). 

Από την άλλη πλευρά, οι θεωρίες που βασίζονται στα αντικείμενα είναι, σύμφωνα με τον Logan, ασαφής σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιπροσωπεύεται ο χώρος. Όταν η ομαδοποίηση παραγόντων εξουδετερώνει τις Ευκλείδειες αποστάσεις (για παράδειγμα, Driver & Baylis, 1989) η θεωρία βασίζεται στα αντικείμενα. Ο Logan υποστηρίζει ότι καθώς οι ομαδοποιητικοί παράγοντες, όπως η εγγύτητα, είναι πολύ σημαντικοί για τις θεωρίες που βασίζονται στα αντικείμενα, η εγκατάλειψη του Ευκλείδειου χώρου φαίνεται παράξενη για αυτές τις θεωρίες. 

Η επόμενη ερώτηση του Logan είναι: τι είναι ένα αντικείμενο; Δεν υπάρχει σύμφωνη απάντηση σε αυτήν την ερώτηση. Ωστόσο, παρότι οι θεωρητικοί διαφωνούν, υπάρχει κάποια συναίνεση ότι τα αντικείμενα είναι ιεραρχικά και ότι μπορούν να αναλυθούν σε συνιστώντα μέρη. Η επόμενη ερώτηση είναι τι καθορίζει το σχήμα του επίκεντρου. Ο Logan λέει ότι οι θεωρητικοί είναι ασαφείς σε αυτό θέμα (1996). 

Τα υπόλοιπα δύο ερωτήματα είναι: πώς συμβαίνει η επιλογή μέσα στο επίκεντρο της προσοχής· και πώς συμβαίνει η επιλογή μεταξύ αντικειμένων. Στις θεωρίες της επιλογής θεωρείται ότι όσα βρίσκονται μέσα στο επίκεντρο της προσοχής είναι αντικείμενα επεξεργασίας. Ωστόσο, το γνωστό φαινόμενο Stroop δείχνει ότι η επιλογή χρειάζεται για να λειτουργήσει ένα χωρικό πλαίσιο. Στο κλασικό πείραμα του Stroop το υποκείμενο πρέπει να ονομάσει το χρώμα του μελανιού σε μια λέξη που αναφέρεται σε ένα διαφορετικό χρώμα. Αν και υπάρχει παρεμβολή ανάμεσα στις δύο αναπαραστάσεις χρώματος, η επιλογή είναι δυνατή. Έτσι, κάποιος άλλος εθελούσιος μηχανισμός επιλογής πρέπει να υπάρχει που δεν βασίζεται σε χωρικές αναπαραστάσεις.» 

Σχετικά με τα παραπάνω ερωτήματα, θα ήθελα να πω τα εξής: Η εσωτερική αναπαράσταση του χώρου είναι κατασκευασμένη από τις σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων που βρίσκονται σε αυτόν το χώρο. Τα αντικείμενα είναι σύνθετες και συνεκτικές οντότητες όπως υλοποιούνται από τη συνείδηση μέσα από μια διαδικασία «ποσοτικοποίησης.» Τα αντικείμενα καθαυτά δεν είναι ιεραρχικά, αλλά οι κινήσεις τους υπόκεινται σε μία ιεραρχική αντίληψη του χρόνου. Τα αντικείμενα είναι διατεταγμένα στο χώρο από το χρόνο. Επιπλέον, τα αντικείμενα δεν χρειάζεται να είναι διαιρετά. Μπορεί να αντιπροσωπεύουν ισοδύναμα αδιαίρετα οντότητες ή βασικά συστατικά. 

Το σχήμα δε του επίκεντρου μοιάζει με μια κατανομή πιθανοτήτων, ευρέως απλωμένη στο χωροχρόνο, με τη μέγιστη πιθανότητα να είναι στο επίκεντρο της προσοχής ή «κέντρο». Στην περίπτωσή μας, φαίνεται ότι η συνείδηση λειτουργεί ως ένας αιτιακός παράγοντας προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η πιθανότητα εδώ και εκεί κατά τη διαδικασία της παρατήρησης. Αυτό στη φυσική σχετίζεται με το λεγόμενο φαινόμενο της επιλεκτικής παρατήρησης. Η εστίαση της προσοχής είναι σίγουρα μια αιτιακή διαδικασία που ξεκινάει από τη συνείδηση, ενώ η αρχική αντίληψη ενός γεγονότος είναι λίγο-πολύ ασυνείδητη. 


Σε ό,τι αφορά το φαινόμενο Stroop, που απεικονίζεται στην προηγούμενη εικόνα, έχουμε την τάση να ονομάζουμε τις λέξεις αντί για τα χρώματα. Αυτό είναι μάλλον σαφές, καθώς η οπτική αντίληψη μπορεί να είναι ασυνείδητη, ενώ η σημασιολογική αναπαράσταση είναι πάντοτε συνειδητή. Δεν υπάρχει κανένα «φυσικό» νόημα εκ των προτέρων στη φύση, εκτός από εκείνο που θεωρούμε ότι αποτελεί το νόημα των φυσικών φαινομένων. Έτσι ένα χρώμα δεν έχει νόημα, ενώ η λέξη ενός χρώματος είναι ένας άχρωμος ορισμός μιας «συχνότητας,» όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις. 

Σε ό,τι αφορά τις συνέπειες μιας μαθηματικής αναπαράστασης της θεωρίας της προσοχής, η Styles λέει: 

«Η θεωρία CTVA είναι από μαθηματική άποψη περίπλοκη και δεν θα μπούμε στα μαθηματικά της εδώ. Ωστόσο, η CTVA στην ουσία ενσωματώνει τις θεωρίες CODE (van Oeffelen & Vos, 1982, 1983· Compton & Logan, 1993) και TVA (Bundersen, 1990). Η CODE προβλέπει δύο αναπαραστάσεις του χώρου: μια ανάλογη αναπαράσταση των θέσεων των στοιχείων και μια άλλη ημι-ανάλογη αναπαράσταση αντικειμένων και ομάδων αντικειμένων. Η αναλογική αντιπροσώπευση υπολογίζεται από διαδικασίες που εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από την εγγύτητα των αντικειμένων στην αναπαράσταση. Στην CODE, οι θέσεις δεν είναι σημεία στο χώρο, αλλά κατανομές. Το άθροισμα των κατανομών διαφορετικών στοιχείων παράγει αυτό που ονομάζεται επιφάνεια CODE και αυτή αντιπροσωπεύει το χωρικό εύρος. Οι διαδικασίες μπορούν να αλλάξουν το όριο που εφαρμόζεται στην επιφάνεια CODE. Ενεργοποιήσεις πάνω από οποιαδήποτε δεδομένο όριο, ανήκουν σε μια αντιληπτική ομάδα... 

Ο Logan εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο η CODE μπορεί να εξηγήσει μια πληθώρα δεδομένων, συμπεριλαμβανομένου του φαινομένου Eriksen, αλλά προκειμένου να πετύχει την εντός- αντικειμένου ή εντός-περιοχής επιλογή απαιτείται ένα άλλος μηχανισμός επιλογής. Εδώ εισέρχεται η θεωρία TVA. Αυτή ουσιαστικά επιλέγει ανάμεσα σε κατηγοριοποιήσεις αντιληπτικών δεδομένων και θεωρεί δύο επίπεδα αναπαράστασης. Στο αντιληπτικό επίπεδο οι αντιπροσωπεύσεις έχουν τα χαρακτηριστικά των στοιχείων της παρουσίασης. Στο εννοιολογικό επίπεδο, η αναπαράσταση έχει να κάνει με τις κατηγοριοποιήσεις των χαρακτηριστικών και των στοιχείων. Αυτές οι δύο αναπαραστάσεις συνδέονται με μια παράμετρο που αντιπροσωπεύει την ποσότητα των στοιχείων ότι ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ανήκει σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. 

Στη TVA η θέση δεν είναι ιδιαίτερη: είναι ένα ακόμα κατηγοριοποιήσιμο χαρακτηριστικό ενός αντικειμένου, όπως το σχήμα ή το χρώμα. Η επιλογή επιτυγχάνεται με τη TVA επιλέγοντας μια συγκεκριμένη κατηγορία ή κατηγοριοποίηση για ένα συγκεκριμένο στοιχείο ή ομάδα στοιχείων. Τότε ακολουθεί μια αναμέτρηση, και το πρώτο στοιχείο ή σύνολο στοιχείων που τερματίζει κερδίζει τον αγώνα. Στο τέλος του αγώνα ένα στοιχείο και μια κατηγορία έχουν επιλεγεί ταυτόχρονα, έτσι αυτή η θεωρία είναι τόσο τελεολογική όσο και αναδρομική την ίδια στιγμή.» 

Τέλος, η Styles επιστρέφει για να απαντήσει τις προηγούμενες 5 θεμελιώδεις ερωτήσεις μέσα στα πλαίσια ενός πιο αυστηρού φορμαλισμού της θεωρίας της προσοχής: 

«Απαντά άραγε η θεωρία CTVA στις ερωτήσεις που ο Logan προσδιόρισε ως ζωτικής σημασίας για κάθε θεωρία της οπτικής προσοχής; Υπάρχει, πρώτιστα, η ρητή λεπτομέρεια σχετικά με την αναπαράσταση του χώρου; Στη θεωρία αυτή, ο χώρος εκπροσωπείται με δύο τρόπους: από κάτω προς τα πάνω στην επιφάνεια CODE και από πάνω προς τα κάτω με την παρεμβολή των ορίων που αποτελούν αντιληπτικές ομάδες. Δεύτερον, τι είναι ένα αντικείμενο; Σύμφωνα με την CTVA ένα αντικείμενο είναι μια αντιληπτική ομάδα που ορίζεται από οποιοδήποτε όριο προκύπτει από τον μηχανισμό πάνω-προς-τα-κάτω. Κατά συνέπεια ένα αντικείμενο μπορεί να οριστεί αλλάζοντας το όριο, σε διαφορετικά επίπεδα ιεραρχίας. Τρίτον, πώς καθορίζεται το σχήμα του επίκεντρου; Αυτό προσδιορίζεται από την πάνω από το όριο περιοχή της επιφάνειας CODE, που εξαρτάται τόσο από τα αντιληπτικά δεδομένα και το σύνολο των στοιχείων του συνόρου. Τέταρτον, πώς επιτυγχάνεται η επιλογή μέσα στην περιοχή του επίκεντρου ή στην εστία της προσοχής; Επιτυγχάνεται από τη TVA με τον καθορισμό της παραμέτρου κατηγοριοποίησης, γεγονός που καθιστά την επιλογή ορισμένων κατηγοριών πιο πιθανή από άλλες. Τέλος, πώς συμβαίνει η επιλογή μεταξύ αντικειμένων; Αυτή ελέγχεται από τις πάνω-προς-τα-κάτω γλωσσικές διαδικασίες. Ενώ υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί της CTVA, όπως η αδυναμία της να κάνει ομαδοποιήσεις με την κίνηση, ή να αντιμετωπίσει επικαλυπτόμενα αντικείμενα, θεωρίες αυτού του είδους, αν και εξαιρετικά αφηρημένες, προσφέρουν μια πολλά υποσχόμενη προοπτική για το μέλλον των μοντέλων της γνώσης.» 

  • Μια στενωπός για την προσοχή (attentional bottleneck) 

Τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στον περιβάλλοντα χώρο και, ταυτόχρονα, μέσα στο μυαλό μας, συλλέγονται και επεξεργάζονται από τον εγκέφαλο παράλληλα, όπως τα πειράματα προτείνουν. Αλλά τη στιγμή που πρέπει να αναλάβουμε δράση, θα πρέπει να επιλέξουμε ένα γεγονός έναντι όλων των υπόλοιπων, διαφορετικά δεν θα είμαστε σε θέση να προβούμε σε καμία ενέργεια. Αυτό είναι μια «στενωπός» που δημιουργείται από την προσοχή, σαν ένα ευρύ ρυάκι πιθανοτήτων που μετατρέπεται σε ένα στενό πέρασμα στο τέλος, ίσαμε για να αφήσει μια εναλλακτική να περάσει. Αυτή η στενωπός σχετίζεται με το λεγόμενο κβαντικό φαινόμενο του Ζήνωνα, που θα συζητήσουμε αργότερα. Για τις ψυχολογικές συνέπειες της στενωπού, η Styles λέει: 

«Μία από τις πιο προφανείς συμπεριφορικές ιδιότητες του ανθρώπινου συστήματος επεξεργασίας πληροφοριών είναι ότι φαίνεται να υπάρχει ένα θεμελιώδες όριο σχετικά με την ικανότητά μας να κάνουμε μια σειρά από πράγματα ταυτόχρονα. Ένα κλασικό πείραμα από τον Hick (1952) έδειξε ότι ο χρόνος αντίδρασης επιλογής, σε ένα μόνο ερέθισμα, αυξάνεται με τον αριθμό των δυνατών εναλλακτικών λύσεων (νόμος του Hicks). Απλά, η προετοιμασία απόκρισης σε σήματα είναι δαπανηρή. Επίσης, στοιχεία σχετικά με την ψυχολογική περίοδο μη απόκρισης (psychological refractory period, PRP) δείχνουν ότι όταν δύο ερεθίσματα παρουσιάζονται με γρήγορη διαδοχή, έτσι ώστε το πρώτο ερέθισμα να μην έχει αποκριθεί όταν φθάνει το δεύτερο, η απόκριση στο δεύτερο ερέθισμα επιβραδύνεται. (Welford, 1952· Fagot & Pashler, 1992). Αυτό το γεγονός υποδηλώνει ότι η απόκριση στο δεύτερο ερέθισμα πρέπει να περιμένει ωσότου η απόκριση στο πρώτο ερέθισμα έχει επιλεγεί και παρέχει σαφείς ενδείξεις ενός τέτοιου ορίου. Την ίδια στιγμή υπάρχουν τώρα σαφείς ενδείξεις ότι ο εγκέφαλος μπορεί να επεξεργαστεί ένα τεράστιο ποσό πληροφοριών ταυτόχρονα και παράλληλα σε μια πληθώρα ειδικών υποσυστημάτων. Στην πραγματικότητα, ο Neisser (1976) είπε ότι δεν υπάρχει κανένα φυσιολογικά καθορισμένο όριο στο ποσό των πληροφοριών που μπορεί ο εγκέφαλος να επεξεργαστεί άμεσα. Εδώ έχουμε ένα παράδοξο. Ο εγκέφαλος έχει φαινομενικά απεριόριστη ικανότητα να επεξεργάζεται πληροφορίες, αλλά η ανθρώπινη απόδοση είναι εξαιρετικά περιορισμένη ακόμη και όταν του ζητηθεί να κάνει δύο πολύ απλές εργασίες ταυτόχρονα. 

Για τους πρώτους ερευνητές (π.χ. Broadbent, 1958, 1971· Treisman, 1960), η στενωπός πρότεινε ένα σύστημα περιορισμένης χωρητικότητας, και οι ψυχολόγοι ενδιαφέρθηκαν να μάθουν πού βρισκόταν το σημείο συμφόρησης. Η έννοια μιας στενωπού συνεπάγεται απαραίτητα ένα μέρος όπου η επεξεργασία μπορεί να προχωρήσει μόνο σε ένα περιορισμένο ποσοστό, ή ένα όριο χωρητικότητας στην επεξεργασία πληροφορίας. Μια στενωπός υπονοεί ένα σημείο όπου η παράλληλη επεξεργασία γίνεται σειριακή, και αρχικά η έννοια χρησιμοποιήθηκε στην παρομοίωση του μυαλού με τον παλιό ψηφιακό υπολογιστή, ο οποίος είχε «αποθήκες buffer» και «περιορισμένη χωρητικότητα,» και του οποίου τα προγράμματα ήταν γραμμένα ως διαγράμματα ροής, στα οποία κάποια στάδια έπρεπε να ολοκληρωθούν πριν ξεκινήσουν άλλα... 

Τα τελευταία 10 με 15 χρόνια, ωστόσο, υπήρξε μια έκρηξη στη χρήση και στην ανάπτυξη των υπολογιστών, οι οποίοι μπορούν να επεξεργαστούν πληροφορίες παράλληλα σε πολλαπλές μονάδες επεξεργασίας (Hinton και Anderson, 1981· McClelland και Rumelhart, 1986· Rumelhart και McClelland, 1986. Αυτός ο «νέο- κοννεξιονισμός,» που είναι αλλιώς γνωστός ως παράλληλα κατανεμημένη επεξεργασία (PDP), ή τεχνητό νευρωνικό δίκτυο, είχε βαθιά επίδραση στις πρόσφατες έννοιες σχετικά με το μυαλό. Θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι η πιο πρόσφατη νέα μεταφορά για το μυαλό είναι ότι μοιάζει με (στην πραγματικότητα, είναι) ένα νευρωνικό δίκτυο. Η κύρια επίδραση της PDP υπήρξε πάνω στη μοντελοποίηση της μάθησης και της μνήμης, και τέτοια μοντέλα μπορούν με μεγάλη επιτυχία να λύσουν όλα τα είδη των προηγουμένως δυσεπίλυτων μοντέλων. 

Πιο πρόσφατα, η PDP έχει εφαρμοστεί με επιτυχία για να δείξει πώς, καταστρέφοντας ένα κανονικό σύστημα, ένα νευροψυχολογικό έλλειμμα μπορεί να προκύψει (π.χ. Hinton & Shallice, 1989• Farah, 1988), και αρχίζει να εφαρμόζεται στη μοντελοποίηση της προσοχής. Έτσι, γνωρίζουμε πλέον από νευροφυσιολογικές μελέτες ότι ο εγκέφαλος είναι μια σε μεγάλο βαθμό παράλληλη, διασυνδεδεμένη και διαδραστική υπολογιστική συσκευή, με διαφορετικά εξειδικευμένα υποσυστήματα σχεδιασμένα να ανταποκρίνονται ανάλογα σε συγκεκριμένα αντιληπτικά γεγονότα και να υπολογίζουν ειδικές λειτουργίες επεξεργασίας πληροφορίας (π.χ. van Essen & Maunsell, 1983). Αυτά τα επεξεργαστικά γεγονότα δεν προχωράνε με έναν τμηματικό, σειριακό τρόπο αλλά συμβαίνουν ταυτόχρονα παράλληλα. Αν και μπορούμε να σχεδιάσουμε διαγράμματα επεξεργασίας πληροφοριών, όπου τα «κουτιά» αντιπροσωπεύουν θεωρητικά υπολογιστικά στάδια ή ειδικές ενότητες για την επεξεργασία συγκεκριμένων πληροφοριών, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο εγκέφαλος είναι, στην πραγματικότητα, μια συσκευή ταυτόχρονης και παράλληλης επεξεργασίας με πολλούς νευρώνες και μονοπάτια. Είναι επίσης σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι υπάρχουν νευρώνες, μονοπάτια και περιοχές του εγκεφάλου που ανταποκρίνονται επιλεκτικά σε συγκεκριμένα είδη πληροφορίας.» 

Η στενωπός της προσοχής φαίνεται να είναι ζωτικής σημασίας για τις λειτουργίες της ελεύθερης βούλησης. Είναι η ώρα της αλήθειας: πρέπει να περιμένουμε λίγο για να βεβαιωθούμε ότι μπορούμε να πάρουμε τη σωστή απόφαση. Στη συνέχεια, μπορούμε να ξεχάσουμε όλες τις άλλες εναλλακτικές λύσεις, τουλάχιστον μέχρι να εμφανιστεί ένα άλλο πρόβλημα. Έχουμε την εντύπωση για μια μυριάδα άλλων εναλλακτικών, αλλά αυτή η εντύπωση είναι εξασθενημένη, με όλο το «φως» να διατηρείται για το σημείο όπου επικεντρώνεται η προσοχή. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στη συγκέντρωση της προσοχής. Το μυαλό μας δημιουργεί ένα εμπόδιο, ένα φράγμα μέσα στο ρεύμα της συνείδησης, έτσι ώστε ένα μεγάλο ποσό ενέργειας να μπορεί να συγκεντρωθεί τοπικά για ένα συγκεκριμένο σκοπό: 

«Αν ο εγκέφαλος επεξεργάζεται ταυτόχρονα τεράστιες ποσότητες πληροφοριών, ίσως υπάρχει ένα πρόβλημα να επιλυθεί. Αυτό το πρόβλημα είναι πώς η συμπεριφορά ελέγχεται, από τις σωστές πληροφορίες, την κατάλληλη στιγμή, για τα σωστά αντικείμενα, με τη σωστή σειρά. Ίσως η στενωπός, ή η αλλαγή από την παράλληλη στη σειριακή επεξεργασία, συμβαίνει ακριβώς πριν από την απόκριση. Ο εγκέφαλος επεξεργάζεται όλες τις πληροφορίες, όσο λειτουργεί παράλληλα· αλλά κατά τη στιγμή της απόκρισης είμαστε περιορισμένοι. Αυτό σίγουρα προτείνουν τα πιο πρόσφατα στοιχεία για την ψυχολογικές περίοδο μη απόκρισης... 

Ο Neuman (1987) θεώρησε αυτό το πρόβλημα. Αν όλες οι πιθανές ενέργειες προσπαθούσαν ταυτόχρονα να ελέγξουν τη δράση, θα υπήρχε χάος στη συμπεριφορά. Προκειμένου να αποτραπεί μια τέτοια αποδιοργάνωση της συμπεριφοράς πρέπει να υπάρξει επιλογή, και ο Neuman υποστηρίζει ότι είναι αυτή η ανάγκη για επιλογή που παράγει το όριο της ανθρώπινης απόδοσης. Η ψυχολογική περίοδος μη απόκρισης, που προκύπτει όταν δύο διαδοχικά ερεθίσματα απαιτούν ταχεία αντίδραση, δείχνει ότι η απόκριση στη δεύτερη ώθηση πρέπει να περιμένει μέχρι να υπάρξει απόκριση στο πρώτο ερέθισμα, και μπορεί αυτός να είναι ένας λειτουργικός τρόπος πρόληψης να υπάρξουν δύο αποκρίσεις ταυτόχρονα διαθέσιμες. Ωστόσο, ο Neuman δείχνει ότι υπάρχουν ποικίλα επιλεκτικά προβλήματα, και συνεπώς χρειάζεται μια ποικιλία επιλεκτικών μηχανισμών: «Επομένως η «προσοχή» δεν υποδηλώνει έναν μοναδικό τύπο φαινομένου. Μάλλον θα πρέπει να ιδωθεί ως ένας γενικός όρος για μια σειρά φαινομένων, καθένα από τα οποία είναι συνδεδεμένο με έναν διαφορετικό επιλεκτικό μηχανισμό...» 

Ο Neuman λέει επίσης ότι το πρόβλημα της σωστής επιλογής, έτσι ώστε να επιχειρείται μόνο μία δράση, είναι σαν την αποφυγή σιδηροδρομικών ατυχημάτων σε ένα πολυσύχναστο σιδηροδρομικό δίκτυο. Ένας τρόπος για να αποφευχθούν συγκρούσεις είναι να υπάρχει ένας κεντρικός σταθμός παρακολούθησης των τρένων στις διαδρομές τους· ένας άλλος τρόπος είναι να υπάρχει ένα σύστημα όπου το δίκτυο θα ήταν χωρισμένο σε τμήματα, έτσι ώστε όταν ένα τρένο βρισκόταν σε ένα τμήμα, αυτόματα, θα σηματοδοτούσε στα άλλα τρένα να μην περάσουν από εκεί. Ισχυρίζεται ότι ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί τη μέθοδο του αποκλεισμού. Αυτό οδηγεί σε ένα όριο χωρητικότητας, καθώς μια εν εξελίξει δράση αναστέλλει όλες τις άλλες πιθανές δράσεις. Φυσικά, θα ήταν επικίνδυνο να έχουμε έναν μηχανισμό μπλοκαρίσματος που δεν θα μπορούσε να διακοπεί από μια αλλαγή στις περιβαλλοντικές συνθήκες. Κατευθυντήριες αποκρίσεις σε απροσδόκητα γεγονότα που έχουν υποστεί ακούσια επεξεργασία μπορούν να περάσουν το φράγμα. 

Συνολικά ο Neuman βλέπει την προσοχή ως ένα «σύνολο μηχανισμών,» το οποίο επιτρέπει στον εγκέφαλο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της επιλογής της κατάλληλης πληροφορίας για τον έλεγχο της δράσης. Ο φαινόμενος περιορισμός στις ικανότητές μας δεν είναι αποτέλεσμα μιας περιορισμένης χωρητικότητας επεξεργασίας αλλά έχει εξελιχθεί για να εξασφαλίσει τη συνεπή συμπεριφορά.» 

  • Η προσπάθεια της προσοχής 

Το φορτίο της «ενέργειας» που συγκεντρώνεται κατά τη στιγμή της επιλογής μπορεί να ποσοτικοποιήσει μια παράμετρο της προσοχής, την προσπάθεια της προσοχής. Η προσπάθεια μπορεί να θεωρηθεί ως ένα μέτρο- και την ίδια στιγμή ως απόδειξη- της «ελεύθερης» βούλησης: 

«Οι Fagot και Pashler (1992) προτείνουν ένα απλό μοντέλο, που βασίζεται σε ένα σύστημα παραγωγής. Προτείνουν ότι το μοντέλο για την εξήγηση του στενωπού με όρους ενός συστήματος παραγωγής θα έχει τις εξής ιδιότητες: 
  1. Πριν την εργασία που θα εκτελεστεί, ένας αριθμός κανόνων επιλογής ενεργοποιείται. Όσο περισσότεροι κανόνες ενεργοποιούνται τόσο λιγότερη είναι η προσωπική ενεργοποίηση για τον κάθε κανόνα. 
  2. Κάθε κανόνας έχει μια συνθήκη και μια δράση. Όταν η συνθήκη για δράση υλοποιείται, ο κανόνας εφαρμόζεται και η δράση εκτελείται. Όσο μεγαλύτερη η ενεργοποίηση του κανόνα, τόσο γρηγορότερα εφαρμόζεται. 
  3. Μόνο ένας κανόνας εφαρμόζεται κάθε φορά. 
  4. Ένας κανόνας μπορεί να ορίσει πολλαπλές κινητικές αποκρίσεις. 

Προκειμένου να βρεθεί η σωστή δράση, δεδομένης μιας συγκεκριμένης συνθήκης που καθορίζεται από τα αντιληπτικά δεδομένα, ένας κώδικας πρέπει να δημιουργηθεί ή να ανακτηθεί στη μνήμη. Οι Fagot και Pashler λένε ότι ο κώδικας μπορεί να θεωρηθεί ως μια προδιαγραφή για το πού θα βρεθεί μια περιγραφή του πώς θα γίνει η απόκριση, η οποία, σύμφωνα με τα πειράματά τους, μπορεί να περιλάβει πολλαπλές κινητικές δράσεις. Προτείνουν ότι η στενωπός συμβαίνει στο σημείο παραγωγής του κώδικα, και ότι μόνο μια απόκριση μπορεί να ανακτηθεί κάθε φορά. Οι μεταγενέστεροι μηχανισμοί οι οποίοι αναζητούν προδιαγραφές απόκρισης τις οποίες μετατρέπουν σε δράση δεν είναι περιορισμένοι. Συνολικά, οι Fagot και Pashler πιστεύουν ότι τα στοιχεία είναι συνεπή με μια στενωπό στην επεξεργασία κατά το στάδιο όπου οι κανόνες της δράσης ανακτώνται και παράγονται. 

Δείχνουν, ωστόσο, ορισμένα προβλήματα για το μοντέλο. Στο κεφάλαιο 3 είδαμε το ερώτημα της πρώιμης και όψιμης επιλογής της οπτικής προσοχής και βρήκαμε στοιχεία στο πείραμα των Eriksen και Eriksen (1974) για άσχετα γράμματα που πλαισιώνουν ένα στόχο και προκαλούν παρεμβολή. Αυτή η παρεμβολή ερμηνεύθηκε ως αποδεικτικό στοιχείο για την ενεργοποίηση απόκρισης από τα εμπόδια που έρχονται σε αντίθεση με την απόκριση στο γράμμα- στόχο. Αυτό το φαινόμενο δεν θα έπρεπε να συμβαίνει αν μόνο μια απάντηση μπορούσε να ανακτηθεί από τη μνήμη σε κάθε χρονική στιγμή, όπως το παραπάνω μοντέλο προτείνει. Οι Fagot και Pashler (1992), προτείνουν έναν τρόπο παράκαμψης από αυτό το παράδοξο. Αν το σύστημα ήταν ανίκανο να εκτελέσει δύο κανόνες τη φορά, τότε, παρότι δύο αποκρίσεις δεν θα μπορούσαν να συμβούν αμέσως, το μοτίβο της δραστηριότητας από πληθώρα εισροών θα μπορούσε ακόμα να παρεμβληθεί με τη διαδικασία της κατάληξης σε ένα μοτίβο, επιβραδύνοντας ως εκ τούτου την απόκριση και παράγοντας το φαινόμενο Eriksen... 

- Η θεωρία του Kahneman πάνω στην προσοχή και στην προσπάθεια 

Ο Kahneman (1973) πρότεινε μια θεωρία που παρομοιάζει την προσοχή με μια περιορισμένη πηγή που μπορεί να κατανεμηθεί ευέλικτα, καθώς ο άνθρωπος αλλάζει την κατανομή της από στιγμή σε στιγμή. Η προσοχή μπορεί να επικεντρωθεί σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, ή μπορεί να διαιρεθεί ανάμεσα σε μια σειρά από δραστηριότητες. Όταν οι εργασίες είναι πιο δύσκολες, χρειάζεται περισσότερη προσοχή. Σε αντίθεση με το διάγραμμα ροής πληροφορίας του Broadbent διαμέσου ενός δομικού συστήµατος, το μοντέλο του Kahneman είναι ένα μοντέλο του νου. Περιλαμβάνει διαχρονικές προδιαθέσεις, στιγμιαίες προθέσεις και μια διαδικασία αξιολόγησης των αποφάσεων που καθορίζει την τρέχουσα ζήτηση για χωρητικότητα. Η προσοχή εδώ είναι μάλλον σαν μια περιορισμένη μονάδα τροφοδοσίας: αν ανάψετε το καλοριφέρ, το νερό του ανεβαίνει όσο τα αέρια εκτονώνονται. Ωστόσο, στη θεωρία του Kahneman, αν καταβάλουμε περισσότερη προσπάθεια σε μια εργασία μπορούμε να τα καταφέρουμε καλύτερα Έτσι η ποσότητα της χωρητικότητας της προσοχής μπορεί να ποικίλει ανάλογα με το κίνητρο. 

Η ποσότητα της διαθέσιμης προσπάθειας είναι επίσης σχετική με το συνολικό επίπεδο διέγερσης: μεταβάλλεται ανάλογα με την ικανότητα της προσοχής. Ενώ υπάρχουν ορισμένες ελκυστικές ιδιότητες σε αυτό το μοντέλο, όπως το πέρασμα από δομικούς σε επεξεργαστικούς περιορισμούς, υπάρχουν κάποια σοβαρά προβλήματα με τη θεωρία. Πρώτον, είναι γνωστό ότι σε χαμηλά επίπεδα διέγερσης, η απόδοση είναι φτωχή: σύμφωνα με τον Kahneman αυτό συμβαίνει επειδή η γνωστική ικανότητα είναι χαμηλή όταν η διέγερση είναι επίσης χαμηλή. Όσο αυξάνεται η διέγερση τόσο αυξάνεται και η απόδοση, μέχρι ένα βέλτιστο επίπεδο πέρα του οποίου περαιτέρω αυξήσεις στη διέγερση, αντί για τη βελτίωση της απόδοσης, μειώνουν την παραγωγή. Αυτό είναι γνωστό ως νόμος των Yerkes-Dodson (Yerkes & Dodson, 1908). 

Έχουμε πιθανώς διαθέσιμες τις εμπειρικές καταστάσεις, όπου, για παράδειγμα, ένας μικρός θόρυβος βοηθά να μας κρατήσει σε εγρήγορση και βελτιώνει την απόδοση, αλλά αν ο θόρυβος γίνει εξαιρετικά δυνατός βρίσκουμε αδύνατο να κάνουμε οτιδήποτε άλλο. Αν η γνωστική προσπάθεια συνδεόταν άμεσα με το αποτέλεσμα του θορύβου, η απόδοση της εργασίας θα έπρεπε να αυξάνεται μονοτονικά με την αύξηση του θορύβου. Δεύτερον, ο ορισμός της διέγερσης είναι πολύ προβληματικός (Revelle, 1993). Τρίτον, και αυτό είναι ίσως το πιο σοβαρό πρόβλημα, πώς μπορεί η εργασιακή δυσκολία να μετρηθεί αντικειμενικά (Allport 1980); Ο Kahneman διατύπωσε την ιδέα ότι η εργασιακή δυσκολία θα μπορούσε να καθοριστεί από την ποσότητα των παρεμβολών σε μια ταυτόχρονη εργασία. Ωστόσο, αν η εργασιακή δυσκολία μετριέται από παρεμβολές, και αυτές αποτελούν έναν δείκτη δυσκολίας, δεν έχουμε κανένα ανεξάρτητο μέτρο.» 

  • Έλεγχος της δράσης 

Αν η προσπάθεια είναι ένα μέτρο για την προσοχή τότε ένα σύνολο στόχων θα μπορούσε να προσδιορίσει την κατεύθυνση της προσοχής. Η Styles αναλύει πώς μπορούμε να αποκτήσουμε τον έλεγχο της δράσης με μια αιτιοκρατική προοπτική της προσοχής: 

«Ενώ θεωρείται ότι η πολύπλοκη συμπεριφορά απαιτεί κάποιο είδος διαδικασίας ελέγχου για να συντονιστεί και να οργανωθεί, δεν υπάρχει μέχρι σήμερα καμία σαφής ιδέα πώς ακριβώς αυτό επιτυγχάνεται. Ωστόσο, αν ζητήσουμε από κάποιον να εκτελέσει μία εργασία έναντι κάποιας άλλης, αυτός είναι σε θέση να το κάνει. Κατά κάποιο τρόπο το γνωστικό σύστημα μπορεί να ρυθμιστεί να εκτελεί διαφορετικά έργα σε διαφορετικούς χρόνους με βάση τη βούληση. Έτσι μια ερώτηση που οι ψυχολόγοι έχουν να απαντήσουν είναι η εξής: Πώς η συμπεριφορά ελέγχεται από εσωτερικές εκούσιες καταστάσεις (ενδογενώς) αντί για εξωτερικές αντιληπτικές καταστάσεις (εξωγενώς); Μέχρι πρόσφατα λίγα πειράματα έχουν γίνει σχετικά με τον εσωτερικό έλεγχο των διάφορων εργασιών, αλλά αυτή η έρευνα έχει ξεκινήσει και θα εξετάσουμε ορισμένα από τα αποτελέσματά της… 

Ο Duncan (1986, 1993) τονίζει τη σημασία των στόχων στην επιλογή των αντιληπτικών δεδομένων για το σύστημα επεξεργασίας πληροφοριών και για την κατεύθυνση της συμπεριφοράς. Όταν συζητήσαμε τη θεωρία φίλτρων του Broadbenfs (1958), μια ερώτηση που έμεινε αναπάντητη ήταν «Ποιος ορίζει το φίλτρο;» Σε μια εργασία του (1993), ο Duncan προτείνει ότι το φίλτρο ελέγχεται από σύγχρονους στόχους. Δηλαδή το φίλτρο θα επιλέξει πληροφορίες σχετικές με την τρέχουσα συμπεριφορά. Προτείνει ότι τόσο τα πειραματικά όσο και τα νευροφυσιολογικά στοιχεία υποστηρίζουν την ιδέα ότι ο έλεγχος του επιλεκτικού φίλτρου επιτυγχάνεται με μια διαδικασία ταιριάσματος εισερχόμενων δεδομένων με βάση ένα «γνωστικό πρότυπο» το οποίο καθορίζει ποια πληροφορία χρειάζεται εκείνη τη στιγμή. Αυτή η ιδέα είναι παρόμοια με εκείνη του Broadbent (1971), που είχε προτείνει δύο μηχανισμούς που ήταν σε θέση να ελέγξουν τους κεντρικούς μηχανισμούς προς ένα αποτέλεσμα αντί ενός άλλου. 

Ο Duncan (1986), υποστήριξε ότι στις κανονικές τους δραστηριότητες οι άνθρωποι θέτουν μια λίστα «εργασιακών απαιτήσεων.» Το ονόμασε αυτό «λίστα στόχων.» Στην καθημερινή ζωή οι λίστες στόχων προέρχονται από περιβαλλοντικές ανάγκες, ενώ στο εργαστήριο μπορεί να προέρχονται από οδηγίες του πειραματιστή. Οι λίστες στόχων χρησιμοποιούνται για να δημιουργήσουν «δομές δράσης» οι οποίες είναι οι ενέργειες που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων. Ο Duncan λέει ότι για να παράγουν οι άνθρωποι την απαραίτητη δομή δράσης από μια λίστα στόχων χρησιμοποιούν μια «ανάλυση τελικών σκοπών,» η οποία είναι ένα κοινό ευρετήριο χρήσιμο στην επίλυση προβλημάτων. Βασικά, η ανάλυση τελικών σκοπών υπολογίζει τη διαφορά ανάμεσα στην τρέχουσα κατάσταση και στο επιθυμητό τελικό αποτέλεσμα, και πραγματοποιεί δράσεις που μειώνουν τη διαφορά ανάμεσα στο πού κάποιος βρίσκεται τώρα (παρούσα κατάσταση) και στο πού θα ήθελε να βρίσκεται (τελικός σκοπός). 

Η συνολική θεωρία του Duncan περιλαμβάνει τρεις συνιστώσες. Πρώτον, πρέπει να υπάρξει ένα ευρετήριο ενεργειών και των συνεπειών τους: αυτές τις βλέπει παρόμοιες με μια μνήμη αποτελεσμάτων, όπως στη θεωρία ACT που συζητήθηκε νωρίτερα. Δεύτερον, υπάρχει μια διαδικασία με την οποία επιλέγονται στόχοι για τον έλεγχο της συμπεριφοράς. Αυτή προχωρά με την ανάλυση τελικών σκοπών όπου μια ενέργεια επιλέγεται για να ελαχιστοποιηθεί η διαφορά μεταξύ του παρόντος και του τελικού σκοπού, και όπου αυτή η διαδικασία θα συνεχιστεί εωσότου η αναντιστοιχία μεταξύ των δύο καταστάσεων θα γίνει ελάχιστη ή μηδενική. Προκειμένου να παραμείνει η συμπεριφορά συνεκτική είναι σημαντικό η λίστα στόχων να αναστέλλει άλλες πιθανές δράσεις και να επιτρέπει τις σχετικές ενέργειες να συνεχιστούν... 

Η έμφαση του Duncan στη σημασία της ρύθμισης και της συντήρησης των στόχων στην κανονική συμπεριφορά φαίνεται καλά αιτιολογημένη και παρέχει μια συνοπτική άποψη για μια ποικιλία φαινομενικά ασυμβίβαστων συμπτωμάτων που βρίσκονται σε ασθενείς που έχουν υποστεί ζημία στο μετωπιαίο λωβό. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι μπορούν να παρουσιάσουν τόσο αναστολή της δράσης όσο και αδυναμία να υποκινήσουν αυθόρμητες ενέργειες εξηγείται εύκολα από τη δυσκολία που έχουν να χρησιμοποιήσουν δομές σκοπών.» 

- Είναι ο εκούσιος έλεγχος μια ψευδαίσθηση; 

Έτσι η βούληση να δράσουμε φαίνεται να συνδέεται με ένα σύνολο στόχων, μια «λίστα στόχων,» την οποία κάθε φορά ο εγκέφαλό μας συμβουλεύεται προκειμένου να λάβει την κατάλληλη δράση. Θεμελιώδους σημασίας ως συμπέρασμα εδώ, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι αυτό το «εγχειρίδιο δράσης,» δεδομένου ότι είναι τόσο σημαντικό για την επιβίωση, πρέπει να είναι βαθιά αποτυπωμένο κάπου στο μυαλό μας, και κατά πάσα πιθανότητα στο ασυνείδητο, αν θέλουμε η δράση να λαμβάνεται όσο το δυνατό γρηγορότερα. Αλλά αυτό φέρνει και πάλι στο προσκήνιο το ερώτημα πόσο συνειδητές είναι οι ενέργειές μας, όσο και η «ελεύθερη» βούληση για τις ενέργειες που τελικά παίρνονται: 

«Η SOAR είναι μια άλλη γνωστική θεωρία που βασίζεται σε μια αρχιτεκτονική των συστημάτων παραγωγής, η οποία αναπτύχθηκε από τους Laird, Newell και Rosenbloom (1987, 1988). Όπως η ACT, πρόκειται για μια συμβολική αρχιτεκτονική της τεχνητής νοημοσύνης. Στη SOAR υπάρχει μια μοναδική μακροπρόθεσμη μνήμη, η οποία αποτελεί ένα σύστημα παραγωγής που χρησιμοποιείται για την διαδικαστική και την εκπεφρασμένη γνώση. Υπάρχει επίσης μια επεξεργαστική μνήμη η οποία διαθέτει αντιληπτικές πληροφορίες, προτιμήσεις σχετικά με το τι πρέπει να γίνει, μια ιεραρχία στόχων, και κινητικές εντολές. Αυτό το γνωστικό σύστημα χρησιμοποιεί μια αρχή επίλυσης προβλημάτων ώστε να επιλέξει τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο δράσης, δεδομένης της τρέχουσας κατάστασης. Όταν μια απόφαση είναι δύσκολη, λόγω ελλιπών ή ασυνεπών γνώσεων, η αρχιτεκτονική δημιουργεί αυτόματα ένα νέο υπο-στόχο και η διαδικασία επίλυσης προβλημάτων πηγαίνει προς τα πίσω προκειμένου να αντιμετωπίσει το αδιέξοδο. Αυτή η διαδικασία δημιουργίας νέων υπο-στόχων παράγει νέες ιεραρχίες στόχων. Με αυτόν τον τρόπο παράγονται συνεχώς νέες διαδικασίες ως αποτελέσματα της εμπειρίας της SOAR στη στοχευμένη επίλυση προβλημάτων. 

Οι στόχοι, αν και φαίνεται ότι ένα άτομο τους θέτει εσωτερικά και εκ προθέσεως (ενδογενής έλεγχος), θα μπορούσαν να ενεργοποιούνται από περιβαλλοντικά ερεθίσματα, όπως οδηγίες από τον πειραματιστή, ή από εσωτερικές ανάγκες και επιθυμίες που προκύπτουν από τις βασικές βιολογικές διεργασίες (εξωγενής έλεγχος). Έτσι, λόγου χάρη, η ανάγκη για τροφή μπορεί να ενεργοποιήσει το στόχο «φτιάξε ένα σάντουιτς.» Αυτό που αποκαλείται ελεύθερη βούληση και στοχοθετημένη συμπεριφορά, μπορεί να είναι απλά ένα μοτίβο σύνθετης συμπεριφοράς που αναδεικνύεται από μια ολόκληρη «συνωμοσία» εσωτερικών αναγκών και εξωτερικών διεγέρσεων. 

Οι Kelley και Jacoby (1993) υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να γίνει διάκριση ανάμεσα σε αυτό που αποκαλούν «συνειδητό» και «αυτόματο» έλεγχο ζητώντας απλά από τους ανθρώπους να μας πούνε αν είχαν την πρόθεση να κάνουν κάτι ή όχι, επειδή η πρόθεση είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο μπορεί εξίσου να προκύψει από τη συμπεριφορά ή να την κατευθύνει. Όταν αισθανόμαστε την πρόθεση να σηκωθούμε όρθιοι, για παράδειγμα, αυτό το αίσθημα της πρόθεσης μπορεί να ακολουθεί κάποια δράση αντί να προηγείται. Δηλαδή μπορούμε να αποδώσουμε τη δράση μας σε κάποια πρόθεση, ενώ στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ερμηνεύοντας τις ενέργειές μας με όρους των προθέσεων μας, δίνει την αίσθηση ότι έχουμε ορθολογική, με νόημα συμπεριφορά. Έτσι μπορεί να είναι επικίνδυνο να υποθέσουμε ότι η υποκειμενική εμπειρία της ελεύθερης βούλησης είναι απόδειξη για την ύπαρξή της· και αν αυτό πράγματι ισχύει, η διάκριση ανάμεσα στην αυτόματη και στην ελεγχόμενη επεξεργασία-που βασίζεται στο στρατηγικό έλεγχο του υποκειμένου- γίνεται θολή αμέσως… 

  • Τα προβλήματα της συνείδησης 

Μία από τις μεγάλες διαφορές ανάμεσα στην αυτόματη και στην ελεγχόμενη επεξεργασία είναι ότι η ελεγχόμενη επεξεργασία υπόκειται, εξορισμού, σε στρατηγικό και συνειδητό έλεγχο, ενώ η αυτόματη επεξεργασία πραγματοποιείται έξω από τη συνείδηση. Αν και μπορούμε να αντιληφθούμε το αποτέλεσμα της αυτόματης επεξεργασίας, δεν είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε συνειδητά την επεξεργασία που οδηγεί σε αυτό το αποτέλεσμα. Σύμφωνα με αυτό, φαίνεται σαν η διαφορά μεταξύ συνειδητής και ασυνείδητης επεξεργασίας να αντιστοιχεί πολύ στενά στη διάκριση που γίνεται μεταξύ ελεγχόμενης/αυτοματοποιημένης επεξεργασίας. 

Ορισμένοι ερευνητές προσπάθησαν πράγματι να εξισώσουν τις γνωστικές διαδικασίες με τη συνείδηση ή την εγρήγορση. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό έκαναν οι Norman και Shallice (1986) στο μοντέλο τους. Όμως, υπάρχουν περισσότερες από μία ερμηνείες τού τι είναι συνείδηση... Παρόλα τα προβλήματα που συνδέονται με το τι εννοούμε πραγματικά όταν λέμε συνειδητή και ασυνείδητη επεξεργασία, υπάρχει μια μεγάλη βιβλιογραφία σχετικά με την τύχη των μη επεξεργασμένων πληροφοριών, σύμφωνα με την οποία οι πειραματιστές εκλαμβάνουν συνήθως τον όρο «ανεπεξέργαστη» να σημαίνει «άγνοια» ή «χωρίς συνειδητή αναγνώριση.» 

Κατά τη συζήτησή μας είδαμε ότι η ικανότητα της μη επεξεργασμένης πληροφορίας να προκαταλαμβάνει τις αποκρίσεις της επεξεργασμένης πληροφορίας θεωρήθηκε ως απόδειξη για μια εκτεταμένη αυτόματη και ασυναίσθητη επεξεργασία. Δηλαδή, πριν από το στάδιο της επιλεκτικής προσοχής, όπου η πληροφορία γίνεται συνειδητά διαθέσιμη, η ασυνείδητη επεξεργασία πληροφορίας έχει παράξει υποσυνείδητες σημασιολογικές επιρροές. Αυτά τα αποτελέσματα ελήφθησαν ως απόδειξη για την ύπαρξη αναδρομικής επιλογής. 

Όλα αυτά τα χρόνια έχει υπάρξει μια μακρά συζήτηση σχετικά με την εγκυρότητα των πειραμάτων που υποτίθεται ότι παρέχουν αποδείξεις για μια σημασιολογική ενεργοποίηση χωρίς τη συνειδητή αναγνώριση (SAWCI). Υπάρχει διαφωνία σχετικά με τη βέλτιστη μεθοδολογία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ποια κριτήρια θα πρέπει να επιλεγούν για τον καθορισμό της συνείδησης ή της εγρήγορσης του υποκειμένου, καθώς και το σωστό είδος μεταιχμιακών τεχνικών... 

Αν πραγματικά υπάρχει μια σημασιολογική ενεργοποίηση από ερεθίσματα που δεν είμαστε σε θέση να αναφέρουμε, τότε θα πρέπει να μπορούμε να δούμε το αποτέλεσμα της επίδρασης αυτής της ενεργοποίησης στο επόμενο πείραμα που θα διεξαχθεί. Υπήρξαν μια σειρά από πειράματα που έχουν επιχειρήσει να χρησιμοποιήσουν την σημασιολογική ενεργοποίηση από λέξεις που περνάν απαρατήρητες για να αναδείξουν μετέπειτα ερεθίσματα. Σε αυτά τα πειράματα το πρώτο ερέθισμα (prime) παρουσιάζεται πολύ γρήγορα, συνήθως με ένα ταχυστοσκόπιο, και αμέσως ακολουθείται από μια μάσκα (δεύτερο ερέθισμα). Η ταχύτητα με την οποία η μάσκα ακολουθεί το ερέθισμα μπορεί να ρυθμιστεί έτσι ώστε το υποκείμενο να μην είναι καν σε θέση να καθορίσει αν μια λέξη παρουσιάστηκε εξαρχής, πόσο μάλλον ποια ήταν η λέξη. Η μεταγενέστερη παρουσίαση μιας άλλης λέξης (probe) σε συνειδητό επίπεδο χρησιμοποιείται συνήθως για να ελεγχθούν οι οποιεσδήποτε επιπτώσεις της πρώτης λέξης πάνω στη δεύτερη. Αυτό το μοντέλο παρήγαγε μερικά από τα πιο αμφιλεγόμενα πειράματα στη βιβλιογραφία της SAWCI. 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες φαίνεται να υπάρχει μικρή πιθανότητα ότι το υποκείμενο θα μπορούσε να δώσει οποιαδήποτε συνειδητή προσοχή στο πρώτο ερέθισμα, ακόμη και αν προσπαθούσε, οπότε μπορούμε να είμαστε πιο βέβαιοι ότι οποιαδήποτε αποτελέσματα θα οφείλονται σε ασυνείδητη επεξεργασία. Φυσικά, υπάρχει πάντα το πρόβλημα του καθορισμού τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «ασυνείδητη,» μαζί με τη δυσκολία καθορισμού της διάρκειας του πρώτου ερεθίσματος-μάσκας, ώστε να μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι το υποκείμενο ήταν πραγματικά ασυνείδητο. 

Ο Marcel (1980, 1983) έχει παράσχει μερικά από τα πιο αμφιλεγόμενα στοιχεία για υψηλού επιπέδου επεξεργασία πληροφορίας κάτω από το επίπεδο της συνείδησης. Χρησιμοποιώντας ένα συσχετιστικό πρότυπο βασισμένο σε εκείνο των Meyer και Shavaneveldt (1971), ο Marcel παρουσίασε στα υποκείμενά του ένα ερέθισμα- μάσκα (masked prime) και στη συνέχεια μέτρησε πόσο χρόνο χρειάστηκαν τα υποκείμενα να πάρουν μια λεξιλογική απόφαση. Τέτοιου είδους πειράματα αναθέτουν στα υποκείμενα να πουν όσο γίνεται πιο γρήγορα, αν μια σειρά γραμμάτων που βλέπουν είναι μια λέξη ή όχι. Κάτω από κανονικές, συνειδητές, συνθήκες, ένα πρώτο ερέθισμα, όπως η λέξη ΨΩΜΙ θα διευκολύνει τη λεκτική απόφαση για μια σχετική λέξη, όπως ΒΟΥΤΥΡΟ, αλλά δεν θα διευκολύνει μια μη συσχετιζόμενη λέξη, όπως ΝΟΣΟΚΟΜΑ. Τα πρωτογενή ερεθίσματα που χρησιμοποίησε ο Marcel συγκαλύφτηκαν από τις μάσκες-ερεθίσματα σε τέτοιο βαθμό ώστε το υποκείμενο δεν μπορούσε να εντοπίζει την παρουσία τους σε περισσότερες από το 60% των δοκιμών. 

Θα παίρνονταν άραγε τα ίδια αποτελέσματα σε αυτήν την ασυνείδητη κατάσταση; Όταν τα πρώτα ερεθίσματα καλύπτονταν από μάσκες πρότυπα, υπήρχαν στοιχεία διευκόλυνσης (δηλαδή ΨΩΜΙ αντί για ΒΟΥΤΥΡΟ), ακριβώς όπως στα συνειδητά πειράματα. Ωστόσο, όταν η μάσκα ήταν ένας τυχαίος θόρυβος, δεν υπήρχε επικάλυψη. Αυτό θεωρείται ως απόδειξη για δύο διαφορετικά είδη παρεμβολών (μάσκας) (π.χ. Turvey, 1973)· ένα που παράγεται από τη μάσκα θορύβου, η οποία υποβαθμίζει το ερέθισμα νωρίς κατά την επεξεργασία, και ένα άλλο που παράγεται από τη μάσκα μοτίβο. Ο Marcel πρότεινε ότι η μάσκα μοτίβο δεν εμποδίζει την αυτόματη, ασυνείδητη πρόσβαση στην αποθηκευμένη σημασιολογική γνώση, αλλά εμποδίζει την αντιληπτική της ενσωμάτωση, και, ως εκ τούτου, την πρόσβαση στη συνείδηση. 

- Στοιχεία από τη νευροψυχολογία 

Ενώ υπάρχουν πολυάριθμες δυσκολίες στον καθορισμό αν φυσιολογικά άτομα είναι συνειδητά ή ασυνείδητα κατά τη στιγμή της παρουσίασης ενός ερεθίσματος, ασθενείς με νευρολογικές βλάβες συγκεκριμένων μορφών δεν είναι ποτέ σε θέση να αναφέρουν ορισμένα ερεθίσματα, όσο κι αν προσπαθούν ή όση κι αν είναι η διάρκεια του ερεθίσματος. Νευροψυχολογικές μελέτες σε ασθενείς παρέχουν περισσότερα στοιχεία για τη σημασία της συνείδησης στην κανονική συμπεριφορά καθώς και στοιχεία ότι ερεθίσματα που δεν μπορούν να αναγνωριστούν φανερά υπόκεινται, στην πραγματικότητα, σε επεξεργασία έξω από τη συνείδηση. 

Στη βιβλιογραφία υπάρχει μια σειρά από εντυπωσιακά παραδείγματα για τον τρόπο με τον οποίο η προσοχή και η συνείδηση μπορούν να αναλυθούν ύστερα από κάποια εγκεφαλική βλάβη. Οι γνωστικοί νευροψυχολόγοι μελετούν τη συμπεριφορά αυτών των ασθενών προκειμένου να κατανοήσουν όχι μόνο το κατεστραμμένο σύστημα αλλά και το κανονικό γνωστικό σύστημα. Οι μελέτες σε ασθενείς, εκτός από το φως που ρίχνουν στις διαδικασίες που διέπουν την κανονική επεξεργασία πληροφοριών, καταδεικνύουν επίσης επιλεκτικές βλάβες διαφόρων χαρακτηριστικών της συνείδησης. 

Μια από τις σημαντικότερες παραδοχές των γνωστικών νευροψυχολόγων είναι ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι τμηματικός (modular). Η υπόθεση αυτή πηγάζει από τις ιδέες των Man (1976) και Fodor (1983). Σε ένα τμηματικό σύστημα, μεγάλης κλίμακας και πολύπλοκοι υπολογισμοί επιτυγχάνονται από πολλές λειτουργικές ενότητες. Αυτές οι ενότητες εκτελούν συγκεκριμένες επεξεργαστικές λειτουργίες για συγκεκριμένα είδη πληροφοριών. Από κοινού συνθέτουν το συνολικό σύστημα, αλλά η κάθε λειτουργική μονάδα πράττει ως ένας ανεξάρτητος επεξεργαστής για το δικό της ιδιαίτερο σκοπό. Ο Fodor υποστηρίζει ότι αυτές οι ενότητες είναι εγγενώς καθορισμένες, θεμελιωδώς συνδεμένες και αυτόνομες, δεδομένου ότι η λειτουργία τους δεν βρίσκεται κάτω από συνειδητό έλεγχο. Σε ένα τμηματικό σύστημα, η αποτυχία μίας ενότητας δεν εμποδίζει τη λειτουργία των υπόλοιπων ενοτήτων. Αυτό το αποτέλεσμα φαίνεται ότι είναι ενδεδειγμένο από την άποψη της επιβίωσης: θα είχαμε σοβαρό πρόβλημα αν κάποια ζημιά σε ένα μικρό μέρος του εγκεφάλου είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσει ο υπόλοιπος άθικτος εγκέφαλος να λειτουργεί. 

Όχι μόνο ένα τμηματικό σύστημα αναδεικνύει έναν εύλογο σχεδιασμό, αλλά υπάρχουν πολλά στοιχεία ότι σε ασθενείς που υποφέρουν από τοπικές εγκεφαλικές βλάβες μόνο ορισμένες υπολογιστικές λειτουργίες χάνονται. Αν θεωρήσουμε ότι η προσοχή και η συνείδηση είναι σημαντικές γνωστικές διαδικασίες ή καταστάσεις, τότε φαίνεται πιθανό ότι η γνωστική νευροψυχολογία μπορεί να τις διαφωτίσει. Επιπλέον, αν υπάρχουν ποικιλίες της προσοχής και της συνείδησης, θα περιμέναμε να βρούμε ασθενείς που να παρουσιάζουν ελλείμματα στη μία μόνο ή στην άλλη ποικιλία. 

Η Farah (1994) κάνει μια ανασκόπηση διαταραχών της αντίληψης και της εγρήγορσης μετά από εγκεφαλική βλάβη. Θεωρεί τη σχέση ανάμεσα στη συνειδητή επίγνωση και άλλους μηχανισμούς του εγκεφάλου και κατατάσσει τη θεωρητική θέση που καταλαμβάνει η συνείδηση σε σχέση με άλλους ερευνητές. Σύμφωνα με τη Farah, κάποιοι ψυχολόγοι αποδίδουν στη συνείδηση έναν «προνομιακό ρόλο.» Για παράδειγμα, οι Schacter, McAndrews, και Moscovitch (1988) προτείνουν ότι το σύστημα της συνείδησης είναι ξεχωριστό από τις μονάδες (modules), οι οποίες επεξεργάζονται διαφορετικές, καθορισμένων τομέων, πληροφορίες στον εγκέφαλο. Σύμφωνα με αυτή την άποψη η συνείδηση μπορεί να θεωρηθεί σαν μια άλλη ενότητα η οποία μπορεί να διαχωριστεί από τις υπόλοιπες που είναι υπεύθυνες για την αντίληψη, τη γνώση και τη δράση. Οι Schacter κ.ά. (1988) ονομάζουν το μοντέλο τους DICE ((dissociated interactions and conscious experience). 

Μια άλλη άποψη που η Farah θεωρεί ότι δίνει στη συνείδηση έναν προνομιούχο ρόλο είναι εκείνη του Gazzaniga (1988), που προτείνει ότι η διάκριση συνειδητό/ασυνείδητο σχετίζεται με το ποιο εγκεφαλικό ημισφαίριο είναι υπεύθυνο για την επεξεργασία των πληροφοριών για συγκεκριμένες εργασίες. Το αριστερό ημισφαίριο ελέγχει τη γλώσσα και τη συνείδηση ενώ το δεξί ημισφαίριο δεν αντιλαμβάνεται τη γλώσσα και είναι ασυνείδητο. Η ασυνείδητη επεξεργασία παρουσιάζεται όταν αντιληπτικές αναπαραστάσεις αδυνατούν να έχουν πρόσβαση στους γλωσσικούς τομείς του αριστερού ημισφαιρίου. Και πάλι, όπως στο μοντέλο DICE, η συνείδηση μπορεί να αποσυνδεθεί από κάθε άλλη επεξεργασία. Ας θυμηθούμε ότι ο Logan (1995) πρότεινε ότι η γλώσσα θα μπορούσε να είναι ένας σημαντικός παράγοντας στον συνειδητό έλεγχο. 

Η Farah (1994) ομαδοποιεί ένα άλλο σύνολο θεωριών σχετικά με τη συνείδηση, επειδή φέρνουν στο προσκήνιο την άποψη ότι η συνείδηση είναι μια «κατάσταση ολοκλήρωσης ανάμεσα σε διακριτά συστήματα του εγκεφάλου.» Η ενοποιημένη θεωρία πεδίων του Kinsboume (1988) αντιμετωπίζει τη συνείδηση ως μια κατάσταση του εγκεφάλου που προκύπτει ταυτόχρονα όταν όλες οι τμηματικές πληροφορίες είναι αμοιβαία συνεκτικές. Κανονικά, αυτά τα συστήματα θα παράξουν ένα ολοκληρωμένο συνειδητό αποτέλεσμα, αλλά εγκεφαλικές βλάβες μπορούν να οδηγήσουν σε μια κατάσταση όπου οι διαδικασίες είναι αποσυνδεμένες και δεν αποτελούν μια ολοκληρωμένη συνείδηση. Σε αυτήν την κατάσταση μπορεί να υπάρξει ένας διαχωρισμός μεταξύ διαδικασιών και συνείδησης. Χωρίς την ολοκληρωμένη κατάσταση, μπορεί να υπάρξει επεξεργασία αλλά χωρίς καμία συνειδητή εμπειρία της… 

Παρόμοιες απόψεις προτάθηκαν από τους Crick και Koch (1990) που θεωρούν ότι η συνείδηση των οπτικών ερεθισμάτων προκύπτει από την από κοινού σύνδεση διαφορετικών οπτικών ιδιοτήτων ενός ερεθίσματος. Ο Damasio (1990) θεώρησε επίσης ότι η σύνδεση αυτή οδηγεί στη συνειδητή επίγνωση. Η Farah (1994) επισημαίνει ότι σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις η συνείδηση πρέπει να είναι όλα ή τίποτα, αποσυνδεδεμένη ή όχι, και οι διαφορετικοί τομείς είτε ενσωματώνονται είτε όχι. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι η συνείδηση είναι μια «βαθμιδωτή διαδικασία…» 

  • Αλλά τι είναι η συνείδηση; 

«Ο Shallice (1988) λέει ότι «η ύπαρξη της συνείδησης είναι ένα από τα μεγαλύτερα, αν όχι το μεγαλύτερο, από τα άλυτα προβλήματα της επιστήμης.» Μέχρι στιγμής έχουμε μιλήσει για συνειδητή και ασυνείδητη επεξεργασία σαν να ξέραμε τι σημαίνει αυτή η διάκριση. Στο υποκειμενικό κατώφλι ένα νευρολογικά φυσιολογικό υποκείμενο αναφέρει φαινομενική επίγνωση ενός ερεθίσματος και μπορεί να αποκριθεί με αυτοπεποίθηση. Ένας ασθενής με μερική τύφλωση (blindsight) στερείται επίγνωσης των ερεθισμάτων για τα οποία μπορεί να αποδειχθεί ότι έχει αντίληψη. Ασθενείς που δεν μπορούν να αναγνωρίσουν πρόσωπα ή που πάσχουν από αμνησία δεν έχουν «συνειδητή» αναπαράσταση η φαινομενολογική επίγνωση ερεθισμάτων τα οποία μπορεί να αποδειχθεί ότι επηρεάζουν την κρίση τους. Αλλά τι είναι αυτή η «φαινομενολογική επίγνωση;» Μήπως έχει κάποια λειτουργία, και πώς μπορούμε να καθορίσουμε αν κάποιος άλλος έχει ή είχε αυτήν την επίγνωση; Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε μια μηχανή που να έχει συνείδηση; Υπάρχει μόνο ένα είδος συνείδησης, ή αυτή έρχεται με ποικίλες μορφές; 

Τα τελευταία χρόνια η συνείδηση έχει επανέλθει στο πεδίο της ψυχολογικής έρευνας και δύο πρόσφατα βιβλία, των Marcel και Bisiach (1988), και Davies και Humphreys (1993), συγκέντρωσαν τις σύγχρονες πιο σημαντικές σκέψεις πάνω στο θέμα. Πρόκειται για συλλογές δοκιμίων από ψυχολόγους και φιλοσόφους, και το γεγονός ότι και οι δύο ειδικότητες έχουν να προσφέρουν μια σημαντική συνεισφορά, δείχνει ότι η ψυχολογία έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφία, και ότι η «συνείδηση» ήταν ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα για τους πρώτους ψυχολόγους, όπως ο William James και ο Sigmund Freud. Καθώς γινόταν ολοένα και πιο σαφές ότι η συνείδηση ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί και να μελετηθεί, προσωρινά σταμάτησε να αποτελεί ασχολία των συμπεριφοριστών. Ωστόσο, όταν οι ψυχολόγοι απέρριψαν το συμπεριφορισμό, η συνείδηση άρχισε να επανέρχεται στην ψυχολογία, τόσο ως ένας επεξηγηματικός όρος (έστω και απροσδιόριστος), όσο και ως βάση των πειραματικών εκθέσεων. 

Τα τελευταία 20 χρόνια όλο και περισσότεροι ψυχολόγοι έχουν αρχίσει να συμπεριλαμβάνουν κάποια είδη «συνείδησης» με όρους επεξεργασίας της πληροφορίας, συμπεριλαμβανομένων των Shallice (1972), και Norman και Shallice (1986), των οποίων το μοντέλο εξετάσαμε στο τελευταίο κεφάλαιο. Σύμφωνα με το μοντέλο τους, η συνείδηση θεωρήθηκε να εμπλέκεται στον εκούσιο έλεγχο. Άλλοι θεωρητικοί, όπως ο Allport (1977), ο Coltheart (1980) και ο Marcel (1983), πρότειναν ότι η συνείδηση είναι το αποτέλεσμα κάποιου είδους αντιληπτικής ενσωμάτωσης ή σταθεροποίησης. 

Αυτή η πρώιμη ιδέα ταιριάζει καλά με τις πιο πρόσφατες προτάσεις από τους Crick και Koch (1990), οι οποίοι υποστηρίζουν μια νευροφυσιολογική προσέγγιση της συνείδησης. Η πρότασή τους είναι ότι η συνείδηση καθιστά διαθέσιμα τα αποτελέσματα των υποκείμενων νευρωνικών υπολογισμών που συνδέονται μεταξύ τους χάρη στην ταυτόχρονη νευρική δραστηριότητα. Καθώς διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου είναι εξειδικευμένα για την επεξεργασία των διαφόρων πληροφοριών, υπάρχει το πρόβλημα του συνδυασμού των διαφόρων πηγών πληροφοριών- για παράδειγμα, η σημασιολογία μιας λέξης με τις αντιληπτικές της ιδιότητες. Ένας τρόπος για την επίλυση του «συνδυαστικού προβλήματος» θα μπορούσε να είναι ο συγχρονισμός της δραστηριότητας των ομάδων νευρώνων που συνδέονται με το ίδιο αντικείμενο. Στο κεφάλαιο 5 θεωρήσαμε τη θεωρία του Singer (1994), ο οποίος πρότεινε μια νευροβιολογική συνδυαστική εξήγηση της προσοχής και της συνείδησης. 

Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να δώσουμε μια πλήρη ανάλυση όλων των σύγχρονων σκέψεων σχετικά με τη συνείδηση. Εδώ θα εστιάσουμε σε μια επιλογή απόψεων ώστε να δώσουμε μια γεύση σχετικά με το θέμα. Ο Umilta (1988) συζητά την πρόταση με την οποία ξεκινήσαμε αυτό το κεφάλαιο- ότι η διάκριση συνειδητό/ασυνείδητο αντιστοιχεί στη διάκριση ελεγχόμενο/αυτόματο- μαζί με τέσσερις άλλες προτάσεις σχετικά με την αμφιλεγόμενη φύση της συνείδησης. Ας εξετάσουμε τα επιχειρήματά του. 

Πρώτον, συζητά την ιδέα ότι η συνείδηση είναι ισοδύναμη με τη φαινόμενη εμπειρία μας του τι συμβαίνει στον περιορισμένης χωρητικότητας «κεντρικό επεξεργαστή»- το εποπτικό σύστημα της προσοχής (supervisory attentional system, SAS) που προτάθηκε από τους Norman και Shallice (1986), ή το κεντρικό εκτελεστικό σύστημα του Baddeley (1986). Υπόψη, αυτός ο κεντρικός επεξεργαστής θεωρείται ότι έχει τον έλεγχο της κατανομής της προσοχής και του προγραμματισμού άλλων ασυνείδητων διαδικασιών. Όπως είπαμε πριν, αυτή η ιδέα είναι σχεδόν ίδια με το «homunculus» των αλχημιστών, και δεν μας πάει πολύ μπροστά σε ό,τι αφορά μια σαφέστερη κατανόηση του θέματος. 

Δεύτερον, ο Umilta συζητά την πρόταση ότι ενώ η ελεγχόμενη επεξεργασία βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του κεντρικού επεξεργαστή, η αυτόματη επεξεργασία προχωρά χωρίς τον έλεγχό του. Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία ότι ο κεντρικός επεξεργαστής όντως επηρεάζει αυτόματες διεργασίες, δεδομένου ότι αυτές μπορούν να εκκινήσουν ως συνέπεια συνειδητά ενεργοποιημένων στόχων. 

Τρίτον, ο Umilta συζητά αν η προσοχή και η συνείδηση είναι συνώνυμες. Λέει ότι αν και οι ιδιότητες της προσοχής και της συνείδησης φαίνονται όμοιες- δεδομένου ότι είναι, μεταξύ άλλων, περιορισμένης χωρητικότητας, αργές, σειριακές διαδικασίες, παρούσες στην ενεργή μνήμη- στην πραγματικότητα είναι διαφορετικές. Η συνείδηση χρησιμοποιεί αποφασιστικά την προσοχή για τον έλεγχο των «κατώτερης τάξης γνωστικών διαδικασιών» (Umilta, 1988). Είμαστε σε θέση να έχουμε την πρόθεση να παρατηρούμε κάτι: έτσι, όπως η πρόθεση είναι ο πρόδρομος της κατανομής της προσοχής, δεν μπορούν η συνείδηση και η προσοχή να είναι το ίδιο πράγμα. Τέλος, ο Umilta θεωρεί τι σημαίνει αυτογνωσία. Λέει ότι αυτό το είδος της συνείδησης μας δίνει την αίσθηση ότι έχουμε τον έλεγχο του μυαλού μας. 

Ο Johnson- Laird (1983, 1988) επισημαίνει ότι η ικανότητα για αυτογνωσία είναι ζωτικής σημασίας για το σχηματισμό της πρόθεσης. Οι προθέσεις βασίζονται σε μοντέλα του είδους «τι θα ήταν ο κόσμος» αν θα πράτταμε το ένα ή τα άλλο. Χωρίς κάποια επίγνωση των πιθανών αποτελεσμάτων, ο σχεδιασμός δράσης και η λήψη αποφάσεων θα ήταν σοβαρά διαταραγμένες. Η αυτογνωσία επίσης μας επιτρέπει να έχουμε επίγνωση όσων γνωρίζουμε· αυτό ονομάζεται μετα-γνώση. Αν σας ρωτήσω το όνομα του πέμπτου βασιλιά της Νορβηγίας, θα αντιληφθείτε πιθανώς αμέσως ότι δεν έχετε αυτήν τη γνώση. Από την άλλη πλευρά, αν σας ρωτήσω για τον πέμπτο βασιλιά της Αγγλίας, ίσως σκεφτείτε ότι αυτό είναι δυνατό να το ξέρετε και να ξεκινήσετε μια αναζήτηση στη μνήμη. Το να ονομάσουμε την πέμπτη ημέρα της εβδομάδας είναι κάτι απλό· ξέρουμε αμέσως ότι έχουμε αυτήν τη γνώση. Η επίγνωση εξαρτάται από την πρόσβαση στις δυνατότητες του συστήματος. 

Στην υπολογιστική ανάλυσή του της συνείδησης, ο Johnson-Laird (1988) υποστηρίζει ότι ένας τρόπος επίλυσης του προβλήματος της συνείδησης είναι να εξετάσουμε τι θα ήταν απαραίτητο για να παράξουμε έναν υπολογιστή που να διαθέτει μια υψηλού επιπέδου λειτουργία, ή επίγνωση των ίδιων των λειτουργιών του. Πρώτον, υποθέτει ότι «η συνείδηση είναι ένα υπολογιστικό θέμα που εξαρτάται από το πώς ο εγκέφαλος εκτελεί ορισμένους υπολογισμούς, και όχι από τη φυσική του σύσταση.» Αν η φυσική σύσταση είναι άσχετη με την εξήγηση, κάθε ον προικισμένο με συνείδηση θα μπορούσε να εξηγηθεί με αυτό τον τρόπο. Από την άποψη των ερμηνευτικών επιπέδων του Man (1982), ενδιαφερόμαστε εδώ μόνο για το υπολογιστικό επίπεδο. Δηλαδή, να περιγράψουμε τι χρειάζεται να υπολογιστεί, όχι το φυσικό υλικό που κάνει στην πράξη τους υπολογισμούς. 

Σύμφωνα με τον Johnson-Laird, υπάρχουν τέσσερα προβλήματα που πρέπει να λύσει οποιαδήποτε θεωρία της συνείδησης. Πρώτον, υπάρχει το πρόβλημα της συνειδητοποίησης• κάθε θεωρία πρέπει να λάβει υπόψη τη διαφορά ανάμεσα στην πληροφορία που μπορεί να είναι διαθέσιμη στη συνείδηση και στην πληροφορία που δεν μπορεί να είναι διαθέσιμη (δηλαδή τη διαφορά μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου). 

Το δεύτερο πρόβλημα είναι του ελέγχου• σύμφωνα με την αντίληψη του Johnson-Laird, αυτό ισοδυναμεί με τη βούληση, και διαφέρει από άτομο σε άτομο. Στη συνέχεια, το τρίτο και τέταρτο πρόβλημα συζητήθηκαν νωρίτερα- η επίγνωση και η πρόθεση. Η επίγνωση, η μετα-γνώση και η πρόθεση εξαρτώνται από τον ίδιο υπολογιστικό μηχανισμό. Το υπολογιστικό σύστημα που προτείνει ο Johnson-Laird είναι σαν τον εγκέφαλο, με την έννοια ότι είναι ιεραρχικό και παράλληλο. Στο υψηλότερο επίπεδο ιεραρχίας είναι το λειτουργικό σύστημα, ή ενεργή μνήμη, η οποία είναι σχετικά αυτόνομη, αλλά δεν έχει τον πλήρη έλεγχο σε όλες τις άλλες διεργασίες. 

Τα περιεχόμενα της ενεργής μνήμης του λειτουργικού συστήματος είναι συνειδητά, αλλά όλα τα άλλα επίπεδα στην ιεραρχία δεν είναι. Το λειτουργικό σύστημα πρέπει να είναι συνειδητό ώστε να κατασκευάσει ένα διανοητικό πρότυπο τού πώς το ίδιο λειτουργεί. Ο Johnson-Laird χρησιμοποιεί το παράδειγμα της οπτικής αντίληψης. Το οπτικό σύστημα στέλνει δεδομένα σχετικά με τις θέσεις και την ταυτότητα ενός αντικειμένου και στη συνέχεια το λειτουργικό σύστημα χρησιμοποιεί άλλες διαδικασίες για να κατασκευάσει ένα μοντέλο τού πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Τώρα η ενεργή μνήμη έχει ένα μοντέλο ενσωματωμένο μέσα σε ένα μοντέλο. Αυτή η «ενσωμάτωση» των μοντέλων θα μπορούσε εξορισμού να συνεχιστεί στο άπειρο- μπορείτε να έχετε επίγνωση της επίγνωσης, κοκ. Με το πού ένα υπολογιστικό σύστημα μπορεί να αυτό-αναπαρασταθεί, μπορεί επίσης να εμφανίσει αυτογνωσία, ή να είναι «συνειδητό», να κάνει σχέδια, και να εκφράζει εκούσια συμπεριφορά. 

Ενώ όλα αυτά φαίνονται πολλά υποσχόμενα, δεν έχουμε καμία ιδέα πώς θα μπορούσε να είναι μια μηχανή που να διαθέτει ένα υψηλού επιπέδου πρότυπο για την ίδια. Το λειτουργικό σύστημα ακόμα μοιάζει σαν ένα «homunculus,» αλλά με μια σαφέστερη περιγραφή τού τι χρειάζεται να κάνει. Ο Norman (1986) δίνει μια εκ βαθέων θεώρηση σχετικά με το πρόβλημα του ελέγχου σε δίκτυα υπολογιστών παράλληλης κατανεμημένης επεξεργασίας (PDP). 

Οι Phaf, Mul και Wolters (1994) εξετάζουν τι είδους σύστημα θα μπορούσε να δημιουργήσει τη συνειδητή εμπειρία μέσα από την ασυνείδητη ενεργοποίηση, και προτείνουν ότι η συνειδητή επεξεργασία πρέπει να προστεθεί στις γενικές δυνατότητες των PDP μοντέλων. Ορισμένα συνδυαστικά μοντέλα της προσοχής περιγράφηκαν στο τέλος του κεφαλαίου 5 όπου εξετάσαμε πώς συνδυάζονται πληροφορίες σχετικά με τα διαφορετικά χαρακτηριστικά ενός αντικειμένου. Οι Phaf κ.ά., προτείνουν ότι για να προκύψει η συνειδητή εμπειρία πρέπει να υπάρξει μια σαφής δομική διαδικασία που να στηρίζεται στη διαδικασία που είναι υπεύθυνη για τη διαδοχική αναδρομική συλλογιστική, καθώς και για την προσωρινή από κοινού σύνδεση αναπαραστάσεων στην ενεργή μνήμη. Προτείνουν ότι ο λεγόμενος λεκτικός βρόχος (articulately loop) θα ήταν ένας κατάλληλος υποψήφιος για αυτό. Η ενεργή μνήμη δεν αναφέρεται γενικά στα PDP μοντέλα· η μακροπρόθεσμη μνήμη θεωρείται ότι αποτελεί το αργό καταστάλαγμα μέσα στο δίκτυο, και η βραχυπρόθεσμη μνήμη η πρόσκαιρη ενεργοποίηση που φθίνει (Grossberg, 1988). 

Οι Phaf κ.ά. (1994) περιγράφουν επίσης μια προέκταση στο μοντέλο τους CALM το οποίο διαθέτει ένα διαδοχικά επαναλαμβανόμενο δίκτυο (SeRN), ή έναν εξωτερικό βρόχο ο οποίος ανατροφοδοτεί μεμονωμένες τοπικές ενεργοποιήσεις σε ασύνδετους κόμβους, έτσι ώστε τα μεμονωμένα τμήματα να μην αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Αυτό το μοντέλο προσομοίωσε φαινόμενα σειριακής θέσης στη βραχυπρόθεσμη μνήμη, καθώς και φαινόμενα ιεραρχίας και επικαιρότητας. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι όλες οι απαιτήσεις της συνείδησης μπορούν να ικανοποιηθούν με τα συνδυαστικά μοντέλα, αν και, φυσικά, ποτέ δεν μπορούμε να πούμε αν το μοντέλο τους ήταν συνειδητό ή όχι! Ο εξωτερικός δοκιμαστικός επαναλαμβανόμενος βρόχος στο SeRN είναι μόνο μια λειτουργική ενότητα στο μοντέλο τους, και η ενεργοποίηση σε άλλες ενότητες πρέπει να μεταμορφωθεί προκειμένου να εισέλθει στο βρόχο. Ενεργοποιήσεις που δεν φθάνουν στον αναδρομικό βρόχο δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της δομικής διαδικασίας, η οποία θεωρείται ότι εμπλέκεται στη συνειδητή εμπειρία. Μια ενότητα που αποσυνδέεται από τη συνειδητή εμπειρία μπορεί να εξηγήσει πώς η επεξεργασία σε ένα μέρος του συστήματος μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη συνειδητή επίγνωση. Φαίνεται απίθανο, ωστόσο, ότι ο αναδρομικός βρόχος μπορεί να εξηγήσει από μόνος του τη συνειδητή εμπειρία, ιδιαίτερα αν εξισωθεί με τη συνιστώσα του διαρθρωτικού βρόχου της ενεργής μνήμης. Όταν ο διαρθρωτικός βρόχος είναι πλήρως κατειλημμένος, τα υποκείμενα είναι πάλι σε θέση να εκτελέσουν λογικές διεργασίες (Hitch & Baddeley, 1976), και έχουν επίγνωση του γεγονότος αυτού. 

Έτσι, από την προηγούμενη συζήτηση είναι προφανές ότι μπορεί να υπάρχουν πολλές ποικιλίες της συνείδησης. Πρέπει όμως να προσέξουμε το πρόβλημα της χρήσης του νοήματος της «συνείδησης» σε οποιαδήποτε μορφή της για να εξηγήσουμε άλλα φαινόμενα, εκτός αν μπορούμε να εξηγήσουμε το φαινόμενο της συνείδησης της ίδιας. Αυτή η παγίδα και τα προβλήματα που συνδέονται με τον καθορισμό κριτηρίων για τις διαφορετικές χρήσεις του όρου «συνειδητό», συζητούνται εύγλωττα από τον Allport (1988). Είδαμε ότι το πρόβλημα με τον πειραματισμό σε φυσιολογικά άτομα είναι ότι χρειαζόμαστε κάποιο κριτήριο για τον καθορισμό αν το υποκείμενο γνώριζε συνειδητά το ερέθισμα που του παρουσιάστηκε. Τι θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για κριτήριο; Ο Allport (1988) θεωρεί τρεις πιθανές επιλογές, όλες από τις οποίες βρίσκει να είναι σοβαρά εσφαλμένες. 

Πρώτον, θεωρεί το κριτήριο της δυνητικής δράσης. Με επιχειρήματα ο Allport προτείνει ότι αν ένα άτομο έχει «επίγνωση» ενός γεγονότος, θα έπρεπε να είναι σε θέση, γενικά, να ανταποκριθεί ή να δράσει σχετικά με αυτό το γεγονός. Φυσικά, αν το υποκείμενο επιλέξει συνολικά να μην ανταποκριθεί στο γεγονός, δεν έχουμε τρόπο να ξέρουμε αν είχε τη γνώση του ή όχι… 

Το επόμενο κριτήριο για τη «συνειδητή επίγνωση» το οποίο εξετάζει ο Allport είναι αν το υποκείμενο μπορεί να θυμηθεί ένα γεγονός. Όταν μπορεί να θυμηθεί, μπορούμε να πούμε ότι έχει επίγνωση αυτού του γεγονότος. Ωστόσο, τι συμβαίνει στην περίπτωση που δεν μπορεί να θυμηθεί; Μπορεί να είχε επίγνωση εκείνη τη στιγμή, αλλά το είχε ξεχάσει όταν ρωτήθηκε για το γεγονός. Υπάρχουν επιπλέον προβλήματα που αφορούν το κριτήριο της μνήμης επειδή είναι συνηθισμένο να ξεχνάμε. Εκτελούμε ενέργειες, προφανώς απέναντι στο περιβάλλον ή εξαιτίας εσωτερικών στόχων, αλλά δεν θυμόμαστε απαραίτητα ότι τις κάναμε· σημαίνει αυτό άραγε ότι δεν έχουμε επίγνωση αυτών των δράσεων ή των γεγονότων που τις πυροδότησαν; 

Υπάρχει βέβαια το κριτήριο εμπιστοσύνης, που πρότειναν οι Merikle και Cheesman (1985) και συζητήθηκε νωρίτερα σε σχέση με τα SAWCI πειράματα. Το πρόβλημα εδώ είναι πόση «εμπιστοσύνη» είναι απαραίτητη για την αποδοχή ενός γεγονότος. Συνολικά φαίνεται ότι υπάρχει μια πληθώρα κριτηρίων, γεγονός που δείχνει ότι δεν υπάρχει μία μοναδική μορφή της συνείδησης, αλλά μάλλον μια ποικιλία μορφών που μπορεί να αναφέρονται με διαφορετικούς τρόπους. 

Τρίτον, ο Allport προτείνει ότι η «συνείδηση» μπορεί να σχετίζεται με την επιλογή για δράση και ότι αντικείμενα που επιλέγονται για δράση είναι πιθανό να σχηματίζουν μια επεισοδιακή μνήμη, η οποία μπορεί να ανακτηθεί άμεσα. Αντικείμενα που δεν επιλέγονται άμεσα για δράση είναι μόνο «με κάποια έννοια» συνειδητά. Αυτή η ιδέα, ωστόσο, δεν φαίνεται να εξηγεί πώς αντικείμενα τα οποία επιλέγονται για δράση μπορούν να ενεργοποιηθούν ή όχι. Μπορεί να είμαστε «συνειδητοί» κατά κάποιο τρόπο, χωρίς να έχουμε μια ανακτήσιμη επεισοδιακή μνήμη της δράσης μας στην οποία να μπορούμε να αναφερθούμε στη συνέχεια. 

Παρά τη δυσκολία σχετικά με τον ορισμό της συνείδησης και της επιβεβαίωσης της παρουσίας ή απουσίας της, υπάρχουν ψυχολόγοι που πιστεύουν ότι η ψυχολογία δεν μπορεί να αγνοήσει τη «φαινομενολογική εγρήγορση.» Ο Marcel (1983, 1988) πιστεύει ότι η συνείδηση είναι κεντρικής σημασίας στην πνευματική ζωή· και, καθώς η ψυχολογία είναι η επιστήμη της πνευματικής ζωής, αν αγνοούσαμε τη συνείδηση η ψυχολογία θα αναγόταν στην πληροφορική ή στη βιολογία. Στα πειράματά τους οι ψυχολόγοι, γενικά, ζητάνε από τους ανθρώπους να εκτελέσουν εργασίες που βασίζονται στην αναφορά μιας συνειδητής κατάστασης: «Πατήστε το κουμπί μόλις δείτε ένα κόκκινο φως.» «Ακούτε έναν υψηλό ή χαμηλό τόνο;» και ούτω καθεξής. Έτσι, ο Marcel υποστηρίζει ότι τα δεδομένα που παράγονται στα πειράματα βασίζονται στη φαινομενολογική εμπειρία. Εκτός και αν το υποκείμενο έχει μια συνειδητή εμπειρία του ερεθίσματος, είναι απρόθυμο να αντιδράσει. Εδώ πάλι βλέπουμε πόσο σημαντικό είναι το υποκείμενο να έχει εμπιστοσύνη στην εμπειρία του, αν πρόκειται να προβεί σε μια εκούσια δράση. 

Ο Shallice (1988) συμφωνεί ότι η συνείδηση είναι σημαντική, επειδή βασιζόμαστε στην φαινομενολογική εμπειρία των υποκειμένων σε ψυχολογικά πειράματα, και επειδή αυτά τα πειράματα επίσης εξαρτώνται από την κατανόηση των οδηγιών από το υποκείμενο. Καθώς αντιμετωπίζουμε τα υποκείμενα ως «υπεύθυνους συνειδητούς παράγοντες», αναγνωρίζουμε κάτι σχετικά με το σημαίνει να είναι κάποιος συνειδητός. Ο ίδιος ερευνητής προτείνει ότι ένας χρήσιμος τρόπος προσέγγισης του προβλήματος μπορεί να είναι να προσπαθήσουμε να κάνουμε μια σύνδεση ανάμεσα στην επεξεργασία των πληροφοριών και στη βιωματική εμπειρία των ίδιων των γεγονότων. 

Αυτό ακριβώς επιχειρήθηκε από τον Shallice (1972) και τους Norman και Shallice (1986). Έχουμε ήδη συζητήσει το μοντέλο τους σχετικά με την ηθελημένη και αυτόματη συμπεριφορά, σύμφωνα με το οποίο το εποπτικό γνωστικό σύστημα (supervisory attentional system, SAS) μπορεί να προκαταλαμβάνει σχήματα προκειμένου να επιτρέψει την εκούσια συμπεριφορά. Η εκδοχή του Shallice (1988) σχετικά με τη ροή πληροφορίας ανάμεσα σε συστήματα ελέγχου περιλαμβάνει δύο επιπλέον λειτουργικές ενότητες, το σύστημα της γλώσσας και την επεισοδιακή μνήμη. 

Ωστόσο, σε αυτό το μοντέλο προκύπτει το πρόβλημα τι ακριβώς αντιστοιχεί στη συνείδηση. Ο Shallice προσδιορίζει πέντε επίπεδα που μπορεί να είναι υποψήφια: δεδομένα εισόδου στο σύστημα της γλώσσας· η επεξεργασία που πραγματοποιείται από το SAS· η επιλογή των σχημάτων· η λειτουργία ενός συγκεκριμένου συστατικού του συστήματος• ή η λειτουργική μονάδα της επεισοδιακής μνήμης. Ο Shallice υποστηρίζει ότι δεν είναι εύκολο να αποφασίσουμε ποιο μέρος του συστήματος μπορεί να αντιστοιχεί στη συνείδηση, πρώτον επειδή ένας ορισμός της συνείδησης δεν υπάρχει ακόμη (ο Shallice απαριθμεί δεκατέσσερις πιθανές διαφορετικές μορφές στην εργασία του)· δεύτερον, τα μοντέλα επεξεργασίας πληροφοριών ορίζονται πολύ γενικά· και τέλος, επειδή, καθώς η επεξεργασία πληροφοριών περιλαμβάνει τόσα πολλά υποσυστήματα, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε ποια είναι κρίσιμα για την παραγωγή εγρήγορσης. 

Ο Shallice προτείνει ότι θα ήταν λανθασμένο να προσπαθήσουμε να βρούμε μια ένα-προς-ένα αντιστοιχία ανάμεσα σε οποιαδήποτε συνιστώσα του συστήματος επεξεργασίας πληροφορίας και στη συνείδηση. Ανταυτού, ο έλεγχος θα μπορούσε να μοιραστεί ανάμεσα στα υποσυστήματα, και καθώς οι δομές ελέγχου θα μπορούσαν να λειτουργούν με βάση τις πληροφορίες από τα ίδια σχήματα, «θα υπήρχε ένα συνεκτικό μοτίβο ελέγχου πάνω σε όλα τα άλλα υποσυστήματα, που να κατανέμεται ανάμεσα σε αυτά τα συστήματα ελέγχου που δραστηριοποιούνται. Δεν θα μπορούσε αυτό το κοινό στοιχείο ελέγχου να είναι η βάση για τη συνείδηση;» Έχουμε συναντήσει την ιδέα ότι η συνοχή μεταξύ των υποσυστημάτων μπορεί να είναι σημαντική για τη συνειδητή εμπειρία στην αρχή της συζήτησής μας για τη συνείδηση. Καθώς τα μοτίβα της συνοχής ενδέχεται να διαφέρουν, έτσι μπορεί να διαφέρει και η συνειδητή εμπειρία.» 

Τέλος, η Elizabeth Styles συνοψίζει τη συζήτηση ως εξής: 

«Όταν ανάφερα τον William James (1890) στην αρχή του πρώτου κεφαλαίου, έδωσα μόνο ένα μέρος από όσα είπε: «Όλοι γνωρίζουν τι είναι προσοχή.» Ωστόσο, ο James συνεχίζει: 

«Είναι η κατοχή από το μυαλό, με σαφή και ζωντανή μορφή, ενός αντικειμένου ανάμεσα από πολλά ταυτόχρονα δυνατά αντικείμενα ή ειρμούς σκέψης. Η εστίαση, η αυτοσυγκέντρωση της συνείδησης αποτελούν την ουσία της. Αυτό συνεπάγεται την απόσυρση από κάποια πράγματα προκειμένου να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά άλλα.» 

Σε αυτήν τη δήλωση, ο James αναφέρεται στην επιλεκτικότητα της προσοχής, στην προφανώς περιορισμένη φύση της, και προσφέρει στη συνείδηση μια εξήγηση. Ο James ασχολήθηκε προσεκτικά με την προσοχή και τη συνείδηση, αλλά εφόσον δεν έχουμε ακόμα συμφωνήσει σε κάποιον ορισμό σχετικά είτε με την «προσοχή» ή με τη «συνείδηση», ή για οποιαδήποτε από τις ποικιλίες τους, βρισκόμαστε εκτεθειμένοι αν προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε κάτι που δεν καταλαβαίνουμε σωστά με όρους κάποιου άλλου πράγματος που δεν καταλαβαίνουμε εξίσου... 

Παρά την έλλειψη κοινών ορισμών και τη σύγχυση στους όρους, πρόοδος έχει σημειωθεί. Πριν από σαράντα χρόνια οι ικανότητες της ανθρώπινης συνείδησης συζητιόνταν από την άποψη της θεωρίας πληροφορίας, και με όρους ενός μοναδικού καναλιού περιορισμένης χωρητικότητας και γενικής χρήσης επεξεργαστή. Οι πρώτες θεωρίες της προσοχής ήταν γενικές θεωρίες σχεδιασμένες να ερμηνεύσουν γνωστικά φαινόμενα γενικού χαρακτήρα. Ωστόσο, οι πρώτοι θεωρητικοί ήταν ενήμεροι για τα προβλήματα ορισμού. Αν κοιτάξετε το ευρετήριο στο «Decision and stress» (Broadbent, 1971), δεν θα βρείτε καμία καταχώρηση για την προσοχή ή τη συνείδηση, παρότι αυτό το βιβλίο θεωρείται ότι ασχολείται με την προσοχή. Μια δεκαετία αργότερα, η εργασία του Broadbent (1982) είχε τίτλο «Task combination and the selective intake of information.» Αν και παρουσίασε μια θεωρία της προσοχής, ο ίδιος ήταν επιφυλακτικός να την ονομάσει έτσι. 

Στην αρχή, η προοπτική να θεωρηθούν οι διάφορες ψυχολογικές θεωρίες με όρους ολόκληρων καταστάσεων του εγκεφάλου δεν φαινόταν στον ορίζοντα, καθώς το μυαλό χαρακτηριζόταν μεταφορικά ένα κανάλι επικοινωνίας. Σαράντα χρόνια πριν, οι ψυχολόγοι συνειδητοποίησαν ότι πολύ περισσότερες πληροφορίες επιδρούσαν ανασταλτικά στις αισθήσεις από όσες θα μπορούσαν να απαντηθούν, και αυτό ισχύει ακόμα. Η πρωτότυπη λύση ήταν να επιτραπεί μόνο μια μικρή ποσότητα σχετικών πληροφοριών να έχουν πρόσβαση σε υψηλότερα επίπεδα (Broadbent, 1958). Οι εξελίξεις στα επόμενα 30 χρόνια κατέστησαν ολοένα και πιο φανερό ότι δεν ήταν μόνο οι φυσικές ιδιότητες των επεξεργαζόμενων σχετικών αντικειμένων ταυτόχρονα διαθέσιμες στο σύστημα επεξεργασίας, αλλά ότι το ίδιο ίσχυε για του υψηλότερου επιπέδου αναπαραστάσεις των εννοιολογικών και σημασιολογικών ιδιοτήτων. 

Επιπλέον, πληροφορίες ανενεργές παρουσίασαν στοιχεία για υψηλού επιπέδου επεξεργασία. Ήδη από το 1967, οι Fitts και Posner επεσήμαναν ότι «η έννοια της χωρητικότητας ενός καναλιού όπως αυτή εφαρμόζεται στη θεωρία πληροφορίας δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες σχετικά με τις ικανότητες και τους περιορισμούς του ανθρώπου… Οι άνθρωποι δεν έχουν περιορισμένες δυνατότητες για πολλές εργασίες... Ωστόσο, δεν υπάρχει ένα μοναδικό κανάλι ενιαίας χωρητικότητας για όλες τις εργασίες και κανόνες.» Οι Fitts και Posner δεν είχαν ακόμη κάνει λόγο για καταστάσεις του εγκεφάλου, αλλά όπως είδαμε σε αυτό το βιβλίο, καθώς ο χρόνος πέρναγε, έγινε ολοένα και σαφέστερο ότι ο εγκέφαλος κωδικοποιεί πληροφορίες χρησιμοποιώντας πολλά διαφορετικά ειδικού σκοπού συστήματα επεξεργασίας. 

Αυτή η εξειδίκευση έχει αποδειχθεί πειραματικά σε εργαστηριακά πειράματα με νευρολογικά φυσιολογικά άτομα, χρησιμοποιώντας νευροφυσιολογικές μεθόδους και την ανάλυση της διαταραγμένης συμπεριφοράς ύστερα από εγκεφαλική βλάβη. Ενώ το κάθε εξειδικευμένο σύστημα επεξεργασίας μπορεί να έχει τους δικούς του περιορισμούς, δεν υπάρχει καμία ένδειξη για ένα γενικό ολικό όριο στην ικανότητα επεξεργασίας του ανθρώπινου εγκεφάλου. Μπορεί να υπάρχουν όρια στο κάθε εξειδικευμένο υποσύστημα, και υπάρχουν αρκετά στοιχεία από μελέτες πάνω στην ψυχολογικά αδρανή περίοδο για ένα όριο στο επίπεδο ανάκτησης απόκρισης. Αυτό μπορεί να είναι λειτουργικό, δεδομένου ότι μπορεί να διατηρήσει τη συνοχή της συμπεριφοράς. 

Μόλις είχε συμφωνηθεί ότι το φαινομενικό όριο στις επιδόσεις μπορούσε να μην οφείλεται στη συνολική ικανότητα επεξεργασίας, το πρόβλημα της «προσοχής» μπορούσε να επαναπροσδιοριστεί. Το πρόβλημα τότε έγινε: δεδομένης της ποσότητας πληροφορίας ταυτόχρονα διαθέσιμης σε διαφορετικά υποσυστήματα του εγκεφάλου, πώς γίνεται ο συνολικός συνδυασμός και έλεγχος; Πώς μπορεί ένα σύνολο ερεθισμάτων να ελέγχει μία εκούσια δράση σε μια περίσταση και μια διαφορετική δράση σε μια άλλη περίσταση; 

Σήμερα, η βελτιωμένη κατανόησή μας της υποκείμενης νευροφυσιολογίας του εγκεφάλου, μαζί με τη μεταφορά του ισχυρού υπολογιστή για τη σκέψη- ο κοννεκτιονισμός (connectionism)- επιτρέπει μια θεώρηση της επεξεργασίας πληροφοριών και της λήψης αποφάσεων που ήταν προηγουμένως αδύνατη. Έχει αρχίσει να φαίνεται ότι τα υποκειμενικά μας αισθήματα της «προσοχής» ή της «επίγνωσης,» με οποιαδήποτε έννοια αυτών των λέξεων, είναι το αποτέλεσμα μιας πολλαπλότητας από διεργασίες του εγκεφάλου που συνεργάζονται και/ή ανταγωνίζονται εωσότου να επιτευχθεί ένα αποτέλεσμα. Τα παραδείγματα που έχουμε συναντήσει είναι από τους Crick και Koch (1990) και τον Singer (1994). 

Ο εγκέφαλος ενός ασθενούς με βλάβη σχετικά με μια συγκεκριμένη διεργασία δεν μπορεί να πετύχει μια ολοκληρωμένη εγκεφαλική κατάσταση (Farah, 1994) και έτσι ο ασθενής καθίσταται «ασυνείδητος» ή «αμελής» σε πληροφορίες, οι οποίες, επειδή επηρεάζουν τη συμπεριφορά, πρέπει να έχουν κωδικοποιηθεί. Ως εκ τούτου, αν και η συνείδηση ή η προσοχή μπορεί να έχουν την υποκειμενική ιδιότητα να είναι περιορισμένες, η υπολογιστική ικανότητα του εγκεφάλου είναι απεριόριστη. Μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό των υπολογισμών του, ή τα αποτελέσματά τους, είναι διαθέσιμα ώστε να τα «γνωρίζουμε». Αλλά επειδή «γνωρίζουμε» μόνο ένα μικρό μέρος από ό,τι συμβαίνει κάτω από το επίπεδο της συνείδησης, αυτό δεν σημαίνει ότι τίποτα άλλο δεν υπόκειται σε επεξεργασία. Σε αυτό ακριβώς το σημείο η υποκειμενική μας «χωρητικότητα» είναι στο μέγιστο περιορισμένη. 

Από ό, τι ανέφερα προ ολίγου, είναι προφανές ότι οι συνεισφορές στην κατανόησή μας για την προσοχή και τη συνείδηση προέρχονται από αρκετά διαφορετικούς τομείς. Υπάρχει η νευροφυσιολογία του εγκεφάλου, μοντέλα υπολογιστών, μαθηματικές θεωρίες, δεδομένα από πειραματικά υποκείμενα και από νευροψυχολογικούς ασθενείς. Ενώ τα στοιχεία από όλες αυτές τις πηγές πρέπει τελικά να είναι σημαντικά και θα πρέπει να περιορίζουν την ψυχολογική θεωρία, προκύπτει η δυσκολία της ενσωμάτωσης όλων των στοιχείων από όλες τις πηγές σε μια ενιαία θεωρία. 

Σε μικρή κλίμακα, υπάρχουν αρκετές θεωρίες που αντιπροσωπεύουν ικανοποιητικά ένα τμήμα των στοιχείων. Στη μεγαλύτερη κλίμακα, η επιλογή των συμφωνηθέντων όρων και του ερμηνευτικού επιπέδου είναι δύσκολη, και ίσως αδύνατη. Τουλάχιστον, θα πρέπει να είναι σαφές ότι ένας μόνο όρος για την προσοχή ή τη συνείδηση δεν είναι αρκετός. Είναι πιθανό ότι υπάρχουν τόσες ποικιλίες για την «προσοχή» και τη «συνείδηση» όσα είναι και τα πειράματα που τις διερευνούν. Αν διαφορετικές εργασίες επιστρατεύουν διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου, τότε κάθε εργασία θα επιβάλλει διαφορετικές απαιτήσεις στο νευρωνικό υπόστρωμα. Επιπλέον, αν αυτό ισχύει, πρέπει να αποκλείσουμε τη δυνατότητα διατύπωσης μιας ενοποιημένης θεωρίας είτε για την «προσοχή» ή για τη «συνείδηση». Λυπάμαι αν αυτό απογοητεύει τον αναγνώστη, αλλά το να προσπαθήσουμε να παράσχουμε μια ενοποιημένη θεωρία της προσοχής ή/και της συνείδησης, αυτή τη στιγμή, θα ήταν παραπλανητικό.» 

Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η προηγούμενη συζήτηση μας φέρνει πίσω στην γενική και βασική ερώτηση: τι είναι η συνείδηση; Πώς προκύπτει και πόσο σκόπιμη αυτή είναι; Αν η συνείδηση έχει σχέση με μια ιδιότητα ή διαδικασία «εξατομίκευσης» ενάντια σε ένα συνονθύλευμα άλλων πιθανών φορέων, τότε η ερώτηση που απομένει είναι σχετικά με την ελευθερία της συνείδησης, αφού αυτή έχει προκύψει από τις θεμελιωδώς αυθόρμητες και ασυνείδητες διαδικασίες. Αν τώρα αναλογιστούμε το γεγονός ότι η συνείδηση, στο επόμενο επίπεδο της «ελεύθερης βούλησης,» συμπεριλαμβάνει πρότυπα συμπεριφοράς ήδη διαμορφωθέντα από την αρχέγονη εποχή του είδους μας, τότε απομένουν λίγα για την ελεύθερη βούληση. Η συνείδησή μας μοιάζει με την κορυφή ενός παγόβουνου, του οποίου το κύριο μέρος είναι βυθισμένο στον ωκεανό του ασυνείδητου.