16 Σεπ 2012

Η αίσθηση του να σε κοιτάνε

"Η αίσθηση του να σε κοιτάνε" είναι ένα άρθρο του Rupert Sheldrake, το οποίο μπορεί κάποιος να βρει και στην ιστοσελίδα του. Πρόκειται για μια αίσθηση (ή θα λέγαμε καλύτερα προαίσθημα) την οποία λίγο-πολύ οι περισσότεροι σε κάποια δεδομένη στιγμή έχουμε νιώσει, αν και το όλο πλαίσιο κάτω από το οποίο το φαινόμενο συμβαίνει είναι μάλλον ασαφές. Ο Sheldrake, παραδόξως κατά τη γνώμη μου, συνδέει το φαινόμενο με την όραση, παρότι όπως προείπα πρόκειται μάλλον για προαίσθημα ή διαίσθηση. Πάντως, έχουν ενδιαφέρον τα στοιχεία που ο ίδιος δίνει σχετικά με τις αντιλήψεις που έχουν κατά καιρούς διαμορφωθεί σχετικά με τη λειτουργία της όρασης.

Αυτές οι αντιλήψεις μπορούν να χωριστούν σε δυο κύριες κατηγορίες. Σε θεωρίες της "εξόρασης" (extramission) και σε εκείνες της "εσόρασης" (intromission) , όπως θα μπορούσαμε να τις βαπτίσουμε. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι πεποιθήσεις ότι η όραση δημιουργείται από τα μάτια, τα οποία υποτίθεται ότι εκπέμπουν κάποιο είδος ακτινοβολίας ή "ροής." Οπαδοί αυτής της θεωρίας ήταν αρχαίοι κυρίως φιλόσοφοι, όπως ο Πυθαγόρας και ο Πλάτωνας. Ο Sheldrake στο άρθρο του λέει χαρακτηριστικά:

"Στην αρχαία Ελλάδα, στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., μέλη της σχολής του Πυθαγόρα πρότειναν μια πρώιμη έκδοση της θεωρίας της εξόρασης, ότι δηλαδή ένα οπτικό ρεύμα προβαλλόταν προς τα έξω από τα μάτια. Επίσης, ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής (περ. 492-432 π.Χ.), πρότεινε ότι τα μάτια έστελναν τις δικές τους ακτίνες, σαν φανάρια με το δικό τους εσωτερικό φως. Η όραση κατευθυνόταν από τα μάτια προς το αντικείμενο που φαινόταν (Zajonc, 1993)."

Από την άλλη μεριά, υπήρξε μια πρώιμη εκδοχή των θεωριών της εσόρασης, ότι δηλαδή η όραση προκαλείται από κάποιο είδος ακτινοβολίας ή ροής το οποίο προσπίπτει στα μάτια. Ο Δημόκριτος ήταν ένας από τους πρώτους υποστηρικτές αυτής της άποψης:

"Στο μεταξύ, ο ατομικός φιλόσοφος Δημόκριτος (περ. 460-371 π.Χ.), πρότεινε μια πρώιμη εκδοχή της θεωρίας της εσόρασης. Ήταν ένας πρότυπος υλιστής ο οποίος υποστήριζε το δόγμα ότι η τελική πραγματικότητα αποτελείται από σωματίδια της ύλης σε κίνηση. Πρότεινε ότι τα υλικά σωματίδια ρέουν από την επιφάνεια των πραγμάτων προς όλες τις κατευθύνσεις˙ η όραση εξαρτιόταν από αυτά τα σωματίδια που εισέρχονταν στα μάτια. Για να εξηγήσει την ύπαρξη συνεκτικών εικόνων, υπέθεσε ότι τα σωματίδια ενώνονταν σε λεπτές ταινίες που ταξίδευαν στα μάτια."

Υπήρξαν και θεωρίες που συνδύαζαν τις δύο ας πούμε "ακραίες" εκδοχές της εξόρασης και της εσόρασης:

"Σε κάθε περίπτωση, μερικοί ατομικοί φιλόσοφοι παραδέχθηκαν ότι οι επιρροές θα μπορούσαν να μετακινηθούν αμφίδρομα, όχι μόνο προς τα μάτια, αλλά και από τα μάτια προς τα έξω. Ένας λόγος για την αποδοχή της οπτικής ροής προς τα έξω (εξόραση) ήταν η πίστη στο κακό μάτι, σύμφωνα με την οποία ορισμένοι άνθρωποι μπορούσαν να βλάψουν άλλους κοιτάζοντάς τους με ζήλια ή άλλα αρνητικά συναισθήματα. Ο Δημόκριτος εξήγησε το κακό μάτι μέσω εικόνων που κινούνταν προς τα έξω από τα μάτια, φορτισμένες με εχθρικά πνευματικά περιεχόμενα, οι οποίες "παραμένουν επίμονα προσκολλημένες στο θύμα, και έτσι διαταράσσουν και τραυματίζουν τόσο το σώμα όσο και το πνεύμα." (Dundes, 1971)...

Ο Πλάτωνας (427-347 π.Χ.) υιοθέτησε την ιδέα μιας προς τα έξω ροής, αλλά πρότεινε ότι αυτή η ροή συνδυαζόταν με το φως για να σχηματιστεί «ένα ομογενές σώμα» που εκτεινόταν από τα μάτια μέχρι το ορατό αντικείμενο. Αυτό το εκτεταμένο μέσο ήταν το μέσο της οπτικής δύναμης που έβγαινε από τα μάτια. Μέσω αυτού, επιρροές από το ορατό αντικείμενο πέρναγαν στην ψυχή. Στην πραγματικότητα, ο Πλάτωνας συνδύασε τις θεωρίες της εσόρασης και της εξόρασης με την ιδέα ενός μέσου ανάμεσα στα μάτια και στο αντικείμενο (Lindberg, 1981). 

Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) θα ακολουθήσει τον Πλάτωνα υπογραμμίζοντας τη σημασία του μέσου ανάμεσα στα μάτια και στο ορατό αντικείμενο, αλλά απέρριψε τις θεωρίες τόσο της εσόρασης όσο και της εξόρασης. Τίποτα το υλικό δεν περνούσε προς ή από τα μάτια κατά τη διάρκεια της όρασης. Ονόμασε αυτό το μέσο το "διαφανές." Θεωρούσε το φως όχι σαν μια υλική ουσία, αλλά ως μια "κατάσταση του διαφανούς," που προκύπτει από την παρουσία ενός φωτεινού σώματος. Το ορατό αντικείμενο ήταν η πηγή ή το αποτέλεσμα μιας αλλαγής στο διαφανές, μέσω της οποίας οι επιρροές μεταδίδονταν ακαριαία στην ψυχή του παρατηρητή (Lindberg, 1981)."

Ουσιαστικά αυτό που βλέπουμε μέχρις εδώ είναι μια σύνοψη από την αρχαιότητα κιόλας των απόψεων σχετικά με το τι η όραση θα μπορούσε να είναι. Σε ό,τι αφορά την πίστη στο "κακό μάτι," βλέπουμε ότι, είτε το φαινόμενο υπάρχει είτε όχι, κακώς έχει συνδεθεί το όλο φαινόμενο με την όραση, αφού πρόκειται περισσότερο για "κακές" (ή και καλές) σκέψεις, οι οποίες και υποτίθεται ότι μπορούν να μεταδοθούν από άνθρωπο σε άνθρωπο, έστω κι αν δεχτούμε ότι το σημείο του σώματος από όπου βγαίνει αυτή η "ενέργεια" είναι τα μάτια.

Εντούτοις, μια σημαντική τροπή στον τρόπο που κατανοούμε την όλη διαδικασία της όρασης προέρχεται από τον Ευκλείδη, ο οποίος έθεσε το φαινόμενο κάτω από μαθηματικούς όρους:

"Η προσέγγιση του Ευκλείδη ήταν αυστηρά μαθηματική και απέρριπτε σχεδόν όλες τις πτυχές της όρασης που δεν μπορούσαν να αναχθούν στη γεωμετρία. Ο ίδιος διατύπωσε μια θεωρία εξόρασης και υπογράμμισε ότι η όραση ήταν μια ενεργή διαδικασία, δίνοντας το παράδειγμα του να ψάχνουμε μια καρφίτσα, που στην αρχή δεν βλέπουμε αλλά μετά τη βρίσκουμε. Υπήρχε δηλαδή μια αλλαγή σε αυτό που γίνεται αντιληπτό ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας της ενεργής προσοχής, παρότι το φως που εισέρχεται στα μάτια παραμένει το ίδιο (Zajonc,) 1993.

Ο Ευκλείδης αναγνώρισε ότι το φως παίζει έναν ρόλο στην όραση, αλλά είπε πολύ λίγα σχετικά με τον τρόπο που ήταν συνδεδεμένο με τις ακτίνες που έβγαιναν προς τα έξω από τα μάτια. Υπέθεσε ότι αυτές οι ακτίνες ταξίδευαν σε ευθείες γραμμές, και επεξεργάστηκε γεωμετρικά τον τρόπο πώς τα μάτια πρόβαλλαν τις εξωτερικές εικόνες που βλέπουμε. Επίσης διατύπωσε σαφώς τις αρχές της αντανάκλασης σε κάτοπτρα, αναγνωρίζοντας την ισότητα αυτών που σήμερα ονομάζουμε γωνίες πρόσπτωσης και αντανάκλασης, και εξήγησε τα είδωλα των εικόνων μέσω της κίνησης οπτικών ακτίνων από τα μάτια προς τα έξω. (Takahashi, 1992)."




Στα προηγούμενα σχεδιαγράμματα βλέπουμε τη διαδικασία της όρασης όπως λίγο- πολύ περιγράφτηκε από τον Ευκλείδη (παρότι εκείνος πίστευε ότι οι ακτίνες δημιουργούνται από τα μάτια) και η οποία διδάσκεται σε σύγχρονα εγχειρίδια οπτικής: "Ακτίνες από ένα σημείο στο αντικείμενο αντανακλώνται στον καθρέφτη και φαίνονται να προέρχονται από ένα σημείο πίσω από τον καθρέφτη, όπου το μάτι φαντάζεται ότι οι ακτίνες τέμνονται αν προεκταθούν." (Duncan και Kennett, 2001, σ. 8). Το δεύτερο από αυτά τα σχεδιαγράμματα είναι του Νεύτωνα, ο οποίος στο βιβλίο του περί οπτικής το περιγράφει ως εξής: οι ανακλώμενες στο μάτι του παρατηρητή ακτίνες "σχηματίζουν την ίδια εικόνα στο βυθό των ματιών σαν να προέρχονταν από το αντικείμενο που βρίσκεται πραγματικά στο σημείο α χωρίς την παρεμβολή του καθρέφτη• και όλη η διαδικασία της όρασης γίνεται σύμφωνα με τον τόπο και το σχήμα αυτής της εικόνας" (Βιβλίο I, αξίωμα VIII).

Χαρακτηριστικό είναι πάντως το γεγονός ότι σε σύγχρονες έρευνες που έχουν γίνει, η πεποίθηση ότι η όραση οφείλεται σε κάποιο είδος ακτινοβολίας επικρατεί σε ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων, μικρών και μεγάλων. Στο ίδιο άρθρο ο Sheldrake αναφέρει:

"Στη μελέτη του σχετικά με την πνευματική ανάπτυξη του παιδιού, ο Piaget (1973) διαπίστωσε ότι τα παιδιά ηλικίας κάτω των 10 ή 11 θεωρούσαν ότι η όραση είχε να κάνει με μια κίνηση από τα μάτια προς τα έξω. Ο Gerald Winer και οι συνάδελφοί του έχουν επιβεβαιώσει τη διαπίστωση του Piaget σε μια πρόσφατη σειρά ερευνών στο Οχάιο. 80% των παιδιών της 3ης τάξης του δημοτικού (ηλικίας 8-9) συμφώνησαν ότι στην όραση συμμετέχουν τόσο η προς τα μέσα όσο και η προς τα έξω κίνηση από «ακτίνες, ενέργεια ή κάτι άλλο» (Cottrell και Winer, 1994)...

Για τον Winer και τους συναδέλφους του ήταν «έκπληξη- πραγματικό σοκ» αυτά τα ευρήματα (Winer και Cottrell, 1996, σ. 138). Ήταν ιδιαίτερα έκπληκτοι να βρουν ότι η πεποίθηση στην ικανότητα του να νιώθουμε τους άλλους να μας κοιτάνε αυξανόταν με την ηλικία, με το 92% των μεγαλύτερων παιδιών και ενηλίκων να απαντά «ναι» στην ερώτηση «Έχεις νιώσει ποτέ να σε κοιτάνε χωρίς στην πραγματικότητα να βλέπεις αυτούς που σε κοιτούν;» Cottrell κ.ά., 1996). Σχολίασαν, «η πεποίθηση στην ικανότητα του να νιώθουμε να μας κοιτάνε, που παρουσιάζεται σε υψηλό επίπεδο μεταξύ των παιδιών, αλλά και των ενηλίκων, φαίνεται, αν μη τι άλλο, να ενισχύεται με την ηλικία, σαν να αυξανόταν η έλλειψη ορθολογισμού παρά να μειώνεται από την παιδική στην ενήλικη ζωή. (Winer και Cottrell, 1996, σ. 139)."

Αυτά τα ευρήματα ίσως να προκαλούν εντύπωση αλλά προφανώς δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι η αίσθηση του να σε κοιτάνε είναι ένα πραγματικό φαινόμενο που οφείλεται σε κάποιο είδος ακτινοβολίας που εκπέμπεται από τα ανθρώπινα μάτια, γιατί υπάρχουν ακόμη και πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν πως ο ήλιος περιστρέφεται γύρω από τη γη, χωρίς βεβαίως αυτό να ισχύει. Από την άλλη μεριά, δεν θα ήταν σωστό και να αποκλείσουμε το φαινόμενο χωρίς να εξετάσουμε τα διαθέσιμα στοιχεία.

Ο Sheldrake σε κάθε περίπτωση θα χρησιμοποιήσει την έννοια του ολογράμματος για να προτείνει τη δική του θεωρία σχετικά με την όραση:

"Η δική μου υπόθεση είναι ότι η προβολή πραγματοποιείται μέσω αντιληπτικών πεδίων, που εκτείνονται πέρα από τον εγκέφαλο, συνδέοντας τον παρατηρητή με το παρατηρούμενο. Η όραση έχει τις ρίζες της στη δραστηριότητα του εγκεφάλου, αλλά δεν περιορίζεται στο εσωτερικό του κεφαλιού (Sheldrake, 1994• 2003). Όπως ο Velmans, προτείνω ότι ο σχηματισμός αυτών των πεδίων εξαρτάται από τις αλλαγές που συμβαίνουν σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου καθώς η όραση πραγματοποιείται, και επηρεάζεται από προσδοκίες, προθέσεις και αναμνήσεις. Ο Velmans προτείνει ότι η προβολή αυτή πραγματοποιείται με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι ανάλογη με ένα φαινόμενο πεδίου, όπως σε ένα ολόγραμμα. Προτείνω ότι η αντιληπτική προβολή δεν είναι απλώς ανάλογη, αλλά στην πραγματικότητα είναι ταυτόσημη με ένα φαινόμενο πεδίου...

Τα αντιληπτικά πεδία σχετίζονται με μια ευρύτερη κλάση βιολογικών πεδίων που συμμετέχουν στην οργάνωση της ανάπτυξης των οργανισμών και στη δραστηριότητα του νευρικού συστήματος. Η ιδέα των βιολογικών πεδίων υπήρξε μια σημαντική πτυχή της αναπτυξιακής βιολογίας από τη δεκαετία του 1920, όταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η υπόθεση των μορφογενετικών πεδίων (Gurwitsch,) 1922. Τα πεδία αυτά αποτελούν το υπόβαθρο των διεργασιών της βιολογικής μορφογένεσης...

Οι περισσότεροι βιολόγοι ελπίζουν ότι τα μορφογενετικά πεδία τελικά θα εξηγηθούν με όρους των γνωστών πεδίων της φυσικής, ή σαν πρότυπα διάχυσης χημικών προϊόντων, ή με κάποιου άλλου είδους φυσικο- χημικό μηχανισμό... Μοντέλα αυτών των πεδίων με όρους χημικών δυναμικών πράγματι μπορούν να βοηθήσουν να εξηγηθεί ένα πρώιμο στάδιο της μορφογένεσης... Αλλά η μορφογένεση καθαυτή, ο σχηματισμός δομών όπως τα άκρα του σώματος, τα μάτια και τα λουλούδια, συνεπάγεται περισσότερα από το σχηματισμό των σωστών πρωτεϊνών στα σωστά κύτταρα την κατάλληλη στιγμή. Τα κύτταρα, οι ιστοί και τα όργανα συγκροτούν συγκεκριμένες δομές με έναν τρόπο που ακόμη είναι ελάχιστα κατανοητός, και είναι εδώ που τα μορφογενετικά πεδία θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο διαμόρφωσης και καθοδήγησης των αναπτυξιακών διαδικασιών. Η πρότασή μου είναι ότι τα μορφογενετικά πεδία δεν είναι απλώς ένας τρόπος του λέγειν σχετικά με γνωστά φαινόμενα όπως τα χημικά δυναμικά, αλλά είναι ένα νέο είδος πεδίου (Sheldrake, 1981)."

Στη συνέχεια ο Sheldrake εξηγεί πώς θα μπορούσαν αυτά τα "αντιληπτικά πεδία" να συνδέονται με την αίσθηση του να σε κοιτάνε:

"Τα μορφογενετικά πεδία αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης κατηγορίας πεδίων που ονομάζονται μορφικά πεδία, τα οποία περιλαμβάνουν πεδία συμπεριφοράς, κοινωνικά και αντιληπτικά. Αυτά τα πεδία μπορούν να μοντελοποιηθούν μαθηματικά με ελκυστές μέσα σε διανυσματικά πεδία...

Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, είναι στη φύση των μορφικών πεδίων να συνδέουν και να συντονίζουν πρότυπα δραστηριότητας σε ένα μεγαλύτερο σύνολο. Τα μορφικά πεδία καθοδηγούν συστήματα σε ελκυστές, και τα σταθεροποιούν χρονικά μέσω συντονισμού. Επηρεάζονται επίσης μέσω ενός συντονισμού στο χώρο και στο χρόνο από προηγούμενα παρόμοια συστήματα, με μια διαδικασία που ονομάζεται μορφικός συντονισμός. Έτσι περιέχουν μια εγγενή μνήμη, τόσο του παρελθόντος του συστήματος, όσο και ένα είδος συλλογικής ή ομαδοποιημένης μνήμης από προηγούμενα παρόμοια συστήματα αλλού. Μέσω της επανάληψης ένα μορφικό πεδίο σταδιακά εγκαθιδρύεται...

Για να κατανοήσουμε την αίσθηση του να σε κοιτάνε, χρειαζόμαστε μια επιπλέον υπόθεση, δηλαδή ότι αυτά τα αντιληπτικά πεδία αλληλεπιδρούν με τα πεδία του ανθρώπου ή του ζώου όπου η προσοχή στρέφεται. Εξορισμού, όλοι οι άνθρωποι και τα ζώα έχουν τα δικά τους μορφικά πεδία, έτσι ώστε αυτή η αλληλεπίδραση θα μπορούσε να γίνεται ισοδύναμα, θα ήταν μια αλληλεπίδραση πεδίου με πεδίο (Sheldrake, 2003)."

Σύμφωνα δηλαδή με τον Sheldrake η ανθρώπινη σκέψη παράγει κάποιου είδους πεδία, που ονομάζει αντιληπτικά, και τα οποία, ως ένα είδος μορφικών πεδίων, αλληλεπιδρούν με τα άλλα μορφικά πεδία της φύσης, όπως είναι και τα αντιληπτικά πεδία άλλων ανθρώπων, μέσω ενός είδους συντονισμού, που ο ίδιος ονομάζει μορφικό συντονισμό.

Αυτό που προκαλεί αίσθηση με τη θεωρία του Sheldrake είναι ότι χρησιμοποιεί μια έννοια από το χώρο τηε φυσικής με συγκεκριμένη σημασία για να περιγράψει την ανθρώπινη σκέψη, η οποία προφανώς δεν έχει χαρακτήρα πεδίου. Ακόμα δηλαδή και αν ο άνθρωπος ή ένας ζωντανός οργανισμός εκπέμπει κάποιου είδους πεδία όταν σκέφτεται ή γενικότερα όταν δραστηριοποιείται, δεν υπάρχει λόγος να πρόκειται για ένα είδος νέων πεδίων αντί για ηχητικά κύματα, οπτικά σήματα, παλμοί, ή έστω κάποια κύματα ηλεκτρομαγνητικής φύσης. Άλλωστε η ίδια η έννοια του πεδίου είναι μια υπόθεση για να εξηγήσει την αλληλεπίδραση μέσω διάδοσης πληροφορίας. Αν τα μορφογενετικά πεδία ήταν πεδία με αυτήν την αυστηρή έννοια, τότε δεν θα μπορούσαν να "διαδοθούν" αυθαίρετα και ακαριαία, όπως η περίπτωση της αίσθησης του να σε κοιτάνε υπονοεί.

Ίσως ο Αριστοτέλης είχε δίκιο όταν έλεγε πως σημασία έχει το μέσο και όχι ο πομπός ή ο δέκτης,   αφού αυτός ο "μορφικός συντονισμός," ανάμεσα σε ζωντανές υπάρξεις τονίζει τη σημασία της ύπαρξης "σύνδεσης" και όχι τόσο αν ο συσχετισμός μεταξύ πομπού και δέκτη είναι "ενεργητικός" ή "παθητικός." Αυτό επίσης το χαρακτηριστικό της μη τοπικότητας, δηλαδή της ταυτόχρονης σύνδεσης μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου, υπονοεί μια σύνδεση χωρίς διάδοση πληροφορίας, και επομένως η έννοια του πεδίου εδώ είναι άτοπη. Αντίθετα παραπέμπει στην σύγχρονη κβαντική φυσική και το φαινόμενο της λεγόμενης κβαντικής σύζευξης.

Ο Sheldrake επαυτού λέει:

"Ο Christopher Clarke ισχυρίζεται ότι η κβαντική σύζευξη μπορεί όχι μόνο να παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην όραση, αλλά επίσης ότι αποτελεί μια θεμελιώδη πτυχή της συνείδησης (Clarke, 2004). Η ίδια η συνείδηση κατά κάποιον τρόπο προκύπτει από συζευγμένα συστήματα: «Αν η ποιοτική πτυχή της αντίληψης παράγεται από την κβαντική σύζευξη των καταστάσεων του εγκεφάλου και των καταστάσεων των αντιληπτών αντικειμένων, τότε το έρεισμα της συνείδησης δεν είναι μόνο ο εγκέφαλος, αλλά το σύνολο του πιθανού χώρου... Ο Clarke προτείνει επιπλέον ότι η κβαντική σύζευξη των ζωντανών οργανισμών μπορεί να βοηθήσει στην εξήγηση των ολιστικών τους ιδιοτήτων: «Αν αναλογιστούμε μια ζωντανή, επομένως συνεκτική, οντότητα, τότε η σύζευξη θα καταλάβει τις καταστάσεις των επιμέρους τμημάτων, που θα είναι πλέον ακαθόριστα, και θα τα αντικαταστήσει με την κβαντική κατάσταση του συζευγμένου όλου."

Προτείνει δε έναν τρόπο σύνδεσης ανάμεσα στην κβαντική φυσική και στην εξελικτική βιολογία με αυτό που ονομάζεται κβαντικός Δαρβινισμός:

"Μια ομάδα φυσικών στο Los Alamos πρότεινε πρόσφατα μια μορφή επιλεκτικής αντίληψης των κβαντικών καταστάσεων που γίνεται καθιερωμένη, κατά τρόπο παρόμοιο με τη δραστηριότητα των αντιληπτικών πεδίων, που συζητήθηκαν παραπάνω. (Ollivier κ.ά., 2004).

Ένα δελτίο ειδήσεων του Nature το 2004, εξηγεί πώς αυτή η νέα υπόθεση προέκυψε από την ερώτηση, "Αν, όπως λέει η κβαντική μηχανική, η παρατήρηση του κόσμου τείνει να τον αλλάξει, πώς μπορούμε να συμφωνούμε σε κάτι; Γιατί το κάθε άτομο δεν αφήνει μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή του κόσμου για το επόμενο άτομο να βρει;" Η απάντηση ονομάζεται κβαντικός Δαρβινισμός:

Ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις ενός συστήματος προωθούνται έναντι των άλλων με μια κβαντική μορφή φυσικής επιλογής... Η πληροφορία σχετικά με αυτές τις καταστάσεις επικρατεί και αποτυπώνεται στο περιβάλλον. Έτσι οι παρατηρητές που εξετάζουν το περιβάλλον για να σχηματίσουν μια εικόνα του κόσμου τείνουν να βλέπουν τις ίδιες "προτιμούμενες" καταστάσεις...

Αντί η αποσύνδεση να αποτελεί πρόβλημα για αυτήν την άποψη, είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό. Όπως ο Zurek, συνεργάτης του Ollivier, το θέτει, "Η αποσύνδεση επιλέγει από τον κβαντικό "πουρέ" τις καταστάσεις που είναι σταθερές." Αυτές οι σταθερές καταστάσεις ονομάζονται "διανυσματικές" καταστάσεις (pointer states). Μέσω μιας Δαρβινιστικού τύπου διαδικασία επιλογής οι καταστάσεις αυτές πολλαπλασιάζονται καθώς πολλοί παρατηρητές βλέπουν το ίδιο πράγμα. Με τα λόγια του Zurek, "Κάποιος μπορεί να πει ότι οι διανυσματικές καταστάσεις είναι οι πιο "κατάλληλες." Επιβιώνουν της παρατήρησης μέσα στο περιβάλλον αφήνοντας "απόγονους" που κληρονομούν τις ιδιότητές τους." (Ball, 2004). 

Αν μια διανυσματική κατάσταση συνδέσει έναν παρατηρητή με κάποιον τον οποίο κοιτάζει, τέτοιες προτιμώμενες καταστάσεις κβαντικής αποσύνδεσης ίσως αποτελούν τα θεμέλια της αίσθησης του να σε κοιτάνε. Πράγματι μια προτιμώμενη κβαντική κατάσταση μπορεί να είναι ένας άλλος τρόπος να μιλάμε για ένα αντιληπτικό πεδίο."

Σε ό,τι αφορά την έννοια της αποσύνδεσης (decoherence) στην κβαντομηχανική, πρόκειται για τη στιγμή που η κυματοσυνάρτηση καταρρέει λόγω, φερειπείν, της παρατήρησης και αποκρυσταλλώνεται μια συγκεκριμένη κατάσταση του συστήματος υπό παρατήρηση, από όλες τις  άλλες συνυπάρχουσες ή σε "υπέρθεση" καταστάσεις που ήταν διαθέσιμες (πιθανές) εκείνη τη στιγμή να συμβούν. 

Σε ό,τι αφορά την αίσθηση του να σε κοιτάνε, η θεωρία των αντιληπτικών πεδίων ειδικά και των μορφογενετικών ή μορφικών πεδίων γενικά, είναι μια προσπάθεια ερμηνείας μιας κατάστασης η οποία ουσιαστικά ούτε με "όραση" έχει να κάνει ούτε με αντιληπτικά "πεδία" ανάμεσα στα μυαλά των ανθρώπων. Προφανώς έχει να κάνει με μια αφηρημένη και ασυνείδητη σε μεγάλο βαθμό αντίληψη ενός γεγονότος το οποίο δεν διαδίδεται ως πληροφορία και επομένως δεν έχει το χαρακτήρα πεδίου. Πιθανότερα έχει να κάνει με μια στιγμιαία αντίληψη κάποιου γεγονότος το οποίο ερμηνεύεται από τον εγκέφαλο με συγκεκριμένο τρόπο. Το πώς ακριβώς λαμβάνει χώρα το φαινόμενο και κατά πόσο είναι αυθεντικό και όχι κατά κύριο λόγο μια εκ των υστέρων "ανάδρομη επιβεβαίωση" της αντίληψής μας για κάποιο στιγμιαίο συμβάν, αυτό είναι ένα θέμα για περαιτέρω συζήτηση.





1 Σεπ 2012

Από τη μίμηση στη δημιουργικότητα



 Η πηγή της ανθρώπινης έμπνευσης


Salvador Dali, Study for the Dream Sequence in Spellbound, 1945

Πρόκειται για ένα θεμελιώδες ερώτημα το οποίο έχει από την αρχαιότητα απασχολήσει ποιητές και φιλοσόφους. Πρόσφατα και τους επιστήμονες. Στις μεν παλιότερες εποχές η έμπνευση θεωρούταν ότι προερχόταν από το θεό και τα πνεύματα. Στη δε σύγχρονη εποχή η κυριαρχούσα άποψη είναι ότι έχει να κάνει με μια καλή αντίληψη των πραγμάτων ή έναν ευρηματικό ανασυνδυασμό από ήδη υπάρχουσες μέσα στο μυαλό μνήμες. Αν ισχύει η τελευταία περίπτωση, τότε το ερώτημα είναι ήδη απαντημένο και προφανώς τετριμμένο. Γιατί απλούστατα δεν μένει κάποιο άλυτο μυστήριο για να απαντηθεί. Ωστόσο, αυτή η σύγχρονη ορθολογιστική άποψη, όσο κι αν ερμηνεύει και τακτοποιεί κάποιες παρερμηνείες και δεισιδαιμονίες, αφήνει απ’ έξω φαινόμενα της συνείδησης τα οποία ούτε τις ανήκουν ούτε φαίνεται να προέρχονται από αυτήν. Πού βρίσκεται λοιπόν η πηγή της ανθρώπινης έμπνευσης; Στον ατομικό νου και στην ευφυΐα; Στη ρηξικέλευθη σκέψη και συνολική θεώρηση του κόσμου; Στην αναγνώριση των ατελειών και λαθών της λογικής; Ή μήπως στην ικανότητα πρόσβασης σε κάποιου είδους πληροφορίας η οποία βρίσκεται διάχυτη ή κάπου εντοπισμένη μέσα στον κόσμο και στο σύμπαν;

Από τα γονίδια στα μιμίδια

Φύση ή ανατροφή; Όποια και αν είναι η απάντηση που θα μπορούσε κάποιος να προτιμήσει, αν τη φύση αντιπροσωπεύουν τα γονίδια τότε την ανατροφή πρεσβεύουν τα μιμίδια. Για τα πρώτα, τα γονίδια δηλαδή, ήδη γνωρίζουμε πολλά ή υποτίθεται ότι ξέρουμε. Θέλω να πως μ’ αυτό ότι παρότι έχουμε προχωρήσει αρκετά στη γενετική, εντούτοις δεν γνωρίζουμε ακόμη βαθύτερες πιθανές καταστάσεις των γονιδίων. Για παράδειγμα, ποια και πόση είναι η ποσότητα πληροφορίας που μπορεί να αποθηκευτεί μέσα στα γονίδια; Τα ένστικτα και άλλες ασυνείδητες πληροφορίες μπορούν να βρίσκονται κάπου μέσα στο βαθύτερο «πυρήνα» των κυττάρων και του DNA μας; Ίσως ναι ίσως όχι αλλά προφανώς, και σ’ ό,τι αφορά την παρούσα συζήτησή μας, τα γονίδια δεν μπορούν να εξηγήσουν τα πάντα. Για παράδειγμα, αν το καλλιτεχνικό ταλέντο είναι κάτι που κληρονομείται γενετικά, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες δεν είχαν γονείς καλλιτέχνες απαραίτητα, ή ότι άνθρωποι που κατάγονταν από καλλιτέχνες συγγενείς δεν έδειξαν κανένα ταλέντο ή τάση προς την καλλιτεχνία; Είναι επομένως η έμπνευση όπως και το ταλέντο καταστάσεις κληρονομούμενες γενετικά ή περισσότερο έχουν να κάνουν με το περιβάλλον, την ανατροφή, και άλλους παρόμοιους μη γενετικούς παράγοντες;

Τα μιμίδια και ο «δημιουργός» του, ο Richard Dawkins, έρχονται ακριβώς σε αυτό το σημείο για να καλύψουν το κενό:

«Ακριβώς όπως τα γονίδια διαδίδονται στη δεξαμενή γονιδίων με τη μετάβαση από σώμα σε σώμα μέσω του σπέρματος ή των αυγών, έτσι και τα μιμίδια διαδίδονται στη δεξαμενή μιμιδίων με τη μετάβαση από εγκέφαλο σε εγκέφαλο μέσω μιας διαδικασίας που, με την πλατειά έννοια, μπορεί να ονομαστεί μίμηση…

Τα μιμίδια υπόκεινται στη φυσική επιλογή με τη Δαρβινιστική έννοια. Η διαδικασία της φυσικής επιλογής απαιτεί τα στοιχεία της να είναι μονάδες κληρονομούμενης πληροφορίας που ελέγχουν την ύλη που κωδικοποιεί αυτήν την πληροφορία, και για την οποία υπάρχει με το χρόνο μια προτίμηση η οποία ξεπερνά κατά πολύ το ρυθμό της εγγενούς αλλαγής: «Η πληροφορία μπορεί να πολλαπλασιαστεί και να επεξεργαστεί από τη φυσική επιλογή μόνο αν η τελευταία επηρεάζει την πληροφορία κατά ένα μεγαλύτερο ποσοστό από τις ανταγωνιστικές διαδικασίες όπως η γενετική μετάλλαξη και απόκλιση» (Williams 1992). Η ύλη που κωδικοποιεί την πληροφορία που επιλέγεται μπορεί να είναι το DNA ή RNA, όπως με τα γονίδια και τις πρωτεΐνες, τα ηλεκτροχημικά νευρικά δίκτυα ή τις γραπτές γλώσσες, όπως με τα μιμίδια, ή τα μη βιολογικά ηλεκτρικά κυκλώματα, όπως με τους ιούς των υπολογιστών.»

Τα γονίδια είναι αντιγραφείς (replicators). Το ίδιο είναι όμως και τα μιμίδια. Αντιγράφονται και αναπαράγονται. Θέλουν να επιβιώσουν και προσπαθούν να ζήσουν για πάντα. Η μίμηση όμως, αν και είναι η αναγκαία συνθήκη για τη γέννηση και εξέλιξη ενός μιμιδίου, δεν επαρκεί να εξηγήσει ανώτερες, ας τις πούμε έτσι, λειτουργίες του ανθρώπινου ψυχισμού οι οποίες βασίζονται περισσότερο στη δημιουργικότητα παρά στη μίμηση. Πώς μπορούν να εντοπιστούν αυτές οι λειτουργίες και ποιος είναι ο μηχανισμός τους;  Σύμφωνα με τη Susan Blackmore:

«Το σημείο κλειδί για τη μίμηση δεν είναι ότι προκαλεί ή αποσπά ή παράγει ή αναπαράγει τις πληροφορίες. Μάλλον, τόσο προκαλεί την αναπαραγωγή όσο και παρέχει τις πληροφορίες για την αναπαραγωγή της. Η διαδικασία της μίμησης προκαλεί την αναπαραγωγή συμπεριλαμβάνοντας, ως μέρος της πληροφορίας που παρέχει, οδηγίες για την αντιγραφή της πληροφορίας. Αυτό συνεπάγεται ότι η πληροφορία που μεταφέρεται από έναν αντιγραφέα περιέχει πάντα τις οδηγίες για την αντιγραφή αυτών των οδηγιών…

Εντούτοις, το μεγαλύτερο μέρος της υψηλής πιστότητας επικοινωνίας προκύπτει μέσω της επαγωγής παρά της μίμησης. Θεωρείστε την απλή πρόταση που εκφράζεται από τη δήλωση, «οι γάτες κυνηγούν τα πουλιά.» Όταν διαβάζετε την δήλωση δεν έχετε την πρόταση να επαναλαμβάνεται στο μυαλό σας. Αυτό συμβαίνει ακόμα κι αν το περιεχόμενο στο οποίο η δήλωση εκφράζεται είναι όσο πιο φτωχό γίνεται. Η αποκωδικοποίηση της συντακτικής δομής μιας έκφρασης δεν είναι το τέλος μιας συνηθισμένης διαδικασίας επικοινωνίας, αλλά μόνο η αρχή. Με το πού αποκωδικοποιηθούν συντακτικά, τα σημασιολογικά στοιχεία μιας πρότασης ανακτώνται με τρόπους που «αυτόματα» ενεργοποιούν ένα πλούσιο σύνολο εννοιολογικών δομών. Αυτές οι δομές εν μέρει είναι έμφυτες και εν μέρει ενισχύονται μέσω της προσωπικής εμπειρίας και της προϋπάρχουσας μαρτυρίας τους από άλλες δομές.»

Είναι η ανθρώπινη έμπνευση προϊόν αυτής της μιμητικής επαγωγικής διαδικασίας, όπου τα μιμίδια αποθηκεύουν πληροφορίες, ανασυνδυάζονται και στη συνέχεια διασπείρονται στο περιβάλλον με τη μορφή πρωτότυπων ιδεών οι οποίες αποτελούν και τα βασικά συστατικά της έμπνευσης; Ίσως ναι, αλλά αυτό μπορεί να ισχύει μέχρι ένα ορισμένο σημείο. Πώς, για παράδειγμα από την άλλη μεριά, μπορούν να εξηγηθούν περιπτώσεις έμπνευσης, ρηξικέλευθης και πρωτότυπης σκέψης με χαρακτήρα σχεδόν «μαντικό» όταν δεν φαίνεται να υπάρχει καμία σχετικά πληροφορία ή ακόμα και απολύτως καμία; 

Αυταναπαραγόμενες δομές


Χιονονιφάδα με δομή φράκταλ

Αν η επαγωγή μπορεί να εξηγήσει περιπτώσεις πρωτοτυπίας και δημιουργικότητας στον άνθρωπο, ωστόσο δεν μπορεί να καλύψει περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ένα προϋπάρχον μιμητικό υπόβαθρο, δηλαδή δεν φαίνεται να υπάρχουν κάποιες πληροφορίες- πρότυπα με τη μορφή μνημών ή σαφών εξωτερικών ερεθισμάτων, π.χ. ένα τραγούδι ή ένα κείμενο που μια στιγμή ακούσαμε ή διαβάσαμε από κάποιον άλλον. Σε αυτές τις περιπτώσεις η έμπνευση μοιάζει να πηγάζει από άλλη πηγή και αυτή η γέννησή της να είναι λίγο- πολύ αυθόρμητη, σαν από το μηδέν.

Στη φύση παρόμοια φαινόμενα «αυθόρμητης γέννησης» και γενικότερα αυτοργάνωσης δεν είναι παράταιρα ούτε και σπάνια. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυταναπαραγόμενων δομών είναι και τα φράκταλς (fractals). Τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος ο Benoit Mandelbrot, το 1975, για να περιγράψει μορφές τραχιές (μη λείες) και ανώμαλες (παρά συνεχείς). Από εκεί και ύστερα η γεωμετρία των φράκταλς σε συνδυασμό με τη θεωρία του χάους υπήρξε μία διαρκής πρόσκληση- πρόκληση για τη φυσική σε μικροσκοπικό επίπεδο (κβαντική φυσική) αλλά και μακροσκοπικό (κοσμολογία). Και αυτό γιατί αφενός σε μικρές κλίμακες ο κόσμος, ο ίδιος ο χώρος-χρόνος, παύει να έχει τη λεία και συνεχή δομή που φαίνεται να έχει σε καθημερινές κλίμακες και αφετέρου η γεωμετρία των φράκταλς δίνει μία απλή και ταιριαστή περιγραφή στον τρόπο με τον οποίο σχηματίζονται οι μακροσκοπικές δομές μέσα στο σύμπαν (γαλαξίες, νεφελώματα, κοκ.)

Πράγματι αν κοιτάξουμε προς τη μεριά των ουρανών θα μας φανεί ότι οι γαλαξίες μοιάζουν σαν δομές που ξεκινάνε από κάποιο υποθετικό σημείο στον «πυρήνα» τους και συνεχίζουν να αντιγράφονται προς τα έξω ξανά και ξανά. Αυτή άλλωστε είναι και η αναμενόμενη συμπεριφορά ενός φράκταλ (αυτοαναπαραγωγή). Η διαπίστωση επίσης ότι το σύμπαν ξεκίνησε από μία αρχική κατάσταση μεγάλης αταξίας φαίνεται ότι ταιριάζει πλήρως με την περιγραφή της μέσα από τη θεωρία του χάους. Αν λοιπόν το ίδιο το σύμπαν ξεπήδησε μέσα από το «τίποτε» και μέσω μιας αυθόρμητης διαδικασίας αυτοργάνωσης, τότε δεν εμποδίζεται σε τίποτε η ανθρώπινη σκέψη να δημιουργεί τα δικά της σύμπαντα αυθόρμητα και χωρίς κανέναν ιδιαίτερο περιορισμό. Σε αυτήν την περίπτωση αυτό που θα χρειαζόμασταν θα ήταν ηρεμία και μια στοιχειώδης ατυτοσυγκέντρωση!

Ατέρμονοι βρόγχοι


Χέρια που ζωγραφίζουν (Drawing Hands), M. C. Escher, 1948

Αλλά ας μην πάμε τόσο μακριά, καθώς οι ιδιοτροπίες της φύσης δεν βρίσκονται μόνο στα πέρατα του σύμπαντος αλλά πολύ πιο κοντά, μέσα στο ίδιο μας το μυαλό και στον τρόπο με τον οποίο αυτό λειτουργεί. Το πώς δουλεύει το ανθρώπινο μυαλό είναι πράγματι αντικείμενο έρευνας από την ψυχολογία, τις νευροεπιστήμες αλλά και την πληροφορική, καθώς εμείς οι άνθρωποι μοιάζουμε να είμαστε όχι μόνο «μυστήρια τρένα» αλλά και, σύμφωνα με τον Douglas Hoffstadter, «παράξενες στροφές:»

«Ωστόσο όταν λέω «παράξενη στροφή,» έχω κάτι άλλο στο μυαλό μου- μια λιγότερο πρακτική, περισσότερο απατηλή έννοια. Αυτό που εννοώ λέγοντας ‘παράξενη στροφή’ είναι όχι ένα φυσικό κύκλωμα αλλά ένας αφηρημένος βρόγχος στον οποίο υπάρχει μια μετατόπιση από ένα επίπεδο αφαίρεσης (ή δομής) σ’ ένα άλλο, που μοιάζει με μία ανοδική κίνηση σε κάποια ιεραρχία, και παρόλα αυτά οι διαδοχικές «ανοδικές» μετατοπίσεις καταλήγουν σ’ έναν κλειστό κύκλο. Με άλλα λόγια, παρά το γεγονός ότι κάποιος αισθάνεται να φεύγει ολοένα από την αρχή, καταλήγει, προς έκπληξή του, ακριβώς εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Σε συντομία, μια παράξενη στροφή είναι ένας προοδευτικός ατέρμονος βρόγχος.»


Το φαινόμενο αυτών των ατέρμονων βρόγχων είναι πιο προσφιλές και οικείο στην περίπτωση των υπολογιστών, καθώς συνήθως ξεχνάμε ότι είμαστε εμείς αυτοί που τελικά σκεφτόμαστε. Αλλά προς το παρόν ας φανταστούμε ότι φτιάχνουμε ένα πρόγραμμα για υπολογιστή στο οποίο περιλαμβάνεται η ακόλουθη πρόταση: «Αυτή η πρόταση είναι ψευδής.» Ύστερα ρωτάμε τον υπολογιστή να μας απαντήσει αν η προηγούμενη πρόταση είναι σωστή ή λάθος. Αν ο υπολογιστής απαντήσει «σωστό,» τότε η πρόταση είναι ψευδής. Αν απαντήσει «λάθος,» τότε η πρόταση είναι αληθής. Ο υπολογιστής θα πέσει σ' έναν ατέρμονο βρόγχο, από τον οποίο δεν θα καταφέρει να βγει παρά μόνο με επανεκκίνηση… Εξού και το «παράδοξο του ψεύτη» (liar paradox), σαν κάποιος να μας λέει με... απόλυτη ειλικρίνεια: «Μην πιστεύεις τίποτε απ’ ό,τι σου λέω…»

Υπάρχουν παραλλαγές του παραδόξου όπως οι προτάσεις: «Η προηγούμενη πρόταση είναι σωστή,» «η επόμενη είναι λάθος,» κοκ. Το χαρακτηριστικό του προηγούμενου παραδόξου είναι η λεγόμενη «αυταναφορά» (self-reference), μία πρόταση δηλαδή που αναφέρεται κατευθείαν στον εαυτό της. Μπορούμε να σκεφτούμε για παράδειγμα την παραδοχή: «Είμαι όμορφος.» Μόλις είπαμε κάτι που ούτε μπορεί να αποδειχτεί, ούτε ίσως έχει νόημα για τον κόσμο.

Η βασική αρχή πάντως που παραβιάζεται σε κάθε περίπτωση είναι η συνέπεια (consistency). Κάθε λογική μας πρόταση θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από συνέπεια. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα σωστή και λάθος, συντακτικά και νοηματικά. Αυτή είναι και η βασική αρχή της επαγωγικής λογικής. Αυτό θα μπορούσε κάποιος αμέσως να σκεφτεί στην προηγούμενη ερώτηση: «Ποια ερώτηση;» Θα χρειαζόταν δηλαδή κάποια επιπλέον πρόταση, η οποία δεν περιέχεται στην προηγούμενη πρότασή μας.

Αέναη αναδρομή


Σε ό,τι αφορά τη συνέπεια της επαγωγικής μας λογικής ίσως είναι μια ιδιότητα την οποία πρέπει να αναπροσδιορίσουμε καθώς φαίνεται ότι παραβιάζεται συχνά, συστηματικά και κάποιες φορές εν γνώσει μας. Το χαρακτηριστικό όμως της σκέψης μας να χρειάζεται να ανατρέχει ξανά και ξανά σε ορισμένες θεμελιώδεις προτάσεις αναφοράς πάνω στις οποίες και βασίζεται για να κτίσει τα μελλοντικά πνευματικά της δημιουργήματα μοιάζει να είναι αξεπέραστο. Υπάρχουν θα έλεγα δύο βασικά μοντέλα που μπορούν να περιγράψουν τη «γέννηση» και εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης, τα οποία παραθέτω περιληπτικά και ενδεικτικά:


Ατέρμονες αιτιακές αλυσίδες

Στην προσπάθειά μας να καταλήξουμε σε έγκυρο λογικό συμπέρασμα, πολλές φορές καταλήγουμε σε μια αναδρομή προς τα «πίσω,» η οποία μοιάζει να μην έχει τελειωμό, καθώς για να αποδείξουμε το ένα χρειάζεται το αμέσως προηγούμενο και ούτω καθεξής επ’ άπειρο. Για παράδειγμα αν θελήσουμε να σκεφτούμε πώς δημιουργείται η ανθρώπινη σκέψη ή πώς δημιουργήθηκε το σύμπαν ή αν υπάρχει θεός, τότε χρειάζεται πάντοτε μια προγενέστερη σκέψη ή ένα προηγούμενο σύμπαν ή ένας προγενέστερος θεός αντίστοιχα, σε μιαν ακολουθία η οποία και δεν τελειώνει ποτέ. Ένα άλλο όνομα για αυτό το φαινόμενο της αέναης αναδρομής είναι μία ατέρμονη αιτιακή αλυσίδα, η οποία δεν έχει αρχή ή τέλος. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάθε τρόπο ή μέσο λογικής επαγωγής αλλά δεν μπορούμε ποτέ να φτάσουμε σ’ ένα τέλος ή σε μια πρωταρχική αιτία. Οι ατέρμονες αιτιακές αλυσίδες είναι λογικά, δηλαδή επαγωγικά, έγκυρες αλλά, ατελείς σε ό,τι αφορά την καθημερινή εμπειρία.

Ατέρμονοι αιτιακοί βρόγχοι

Υπάρχει ένας γρήγορος τρόπος να «δραπετεύσουμε» από μια ατέρμονη αιτιακή αλυσίδα. Για παράδειγμα, αν αναρωτηθούμε πώς το σύμπαν ξεκίνησε, μπορούμε απλά να απαντήσουμε ότι το σύμπαν πάντα υπήρχε. Οπότε μια «προγενέστερη κατάσταση» χάνει κάθε νόημα. Αυτό είναι ένα παράδειγμα ενός ατέρμονου αιτιακού βρόγχου. Αλλά εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα: Αν ένας ατέρμονος αιτιακός βρόγχος μπορεί να εξηγήσει την ύπαρξή του από μόνος του, τότε η λογική επαγωγή καταρρίπτεται. Γιατί η λογική μας πάντα θα αναρωτηθεί: «Τι υπάρχει έξω από έναν κλειστό βρόγχο;»

Αν οι αέναη αναδρομή κρατάει την λογική επαγωγή χωρίς ωστόσο να καταλήγει πουθενά, οι ξαφνικές αναλαμπές της ανθρώπινης συνείδησης (που στο παράδειγμά μας μπορούμε να ταυτίσουμε με τους αιτιακούς βρόγχους) την καταρρίπτουν, αφού μοιάζουν να έρχονται από το πουθενά και να καταλήγουν ποτέ και πουθενά επίσης. Μια εκφόρτιση στιγμιαία για να βγούμε από τη δύσκολη θέση ενός κακού ονείρου και να που τα καταφέρνουμε. Όχι μόνο η δική μας σκέψη αλλά και το ίδιο το σύμπαν θα μπορούσε να έχει δημιουργηθεί έτσι αυθόρμητα και αυθαίρετα σαν ένας γιγάντιος ατέρμονος βρόγχος, που τελικά δεν είναι αιτιακός, καθώς καμιά έννοια του χώρου και του χρόνου δεν φαίνεται να υφίσταται, έστω και για μια μόνο «μαγική» αλλά κρίσιμη στιγμή. Παράγεται άραγε και η έμπνευσή μας με τον ίδιο τρόπο και σε παρόμοιες συνθήκες διανοητικής και συναισθηματικής «φόρτισης,» ενώ τον περισσότερο χρόνο μας αρκούμαστε με ραθυμία απλά να μιμούμαστε;  

Η αρχή της αναλογίας

Αυτό που διαπιστώνουμε είναι το γεγονός ότι η σκέψη μας όχι μόνο μπορεί να παραχθεί αυθόρμητα και στη συνέχεια να συνεχίσει να λειτουργεί πέφτοντας ίσως σε μια ατελείωτη επανάληψη λόγω κάποιου προβλήματος που δεν μπορεί να λύσει αλλά μοιάζει τελικά να τερματίζεται ξαφνικά και αυθαίρετα χωρίς κάποιος να μπορεί να καθορίσει τη στιγμή ή το λόγο για τον οποίον αυτή η παύση επήλθε.

Δουλεύει άραγε και η φύση με τον ίδιο τρόπο; Αυτό είναι όντως ένα σημαντικό ερώτημα για τoν εξής λόγο: Αν το μυαλό μας δουλεύει σαν τη φύση, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε και τη φύση και να  δεχθούμε τις ιδιοτροπίες της σκέψης ως «φυσικές.» Αν όμως η φύση δουλεύει με διαφορετικό τρόπο από τη δική μας λογική, τότε δυστυχώς υστερούμε έναντι της φύσης, ο τρόπος σκέψης μας είναι απλά ελαττωματικός και ίσως δεν θα έχουμε ποτέ τη δυνατότητα να ανακαλύψουμε τη φύση όπως αυτή πραγματικά είναι και να μπορέσουμε εμείς με τη σειρά μας κάποτε να «διορθωθούμε.» Η πρώτη περίπτωση, σύμφωνα με την οποία δεχόμαστε, λίγο- πολύ δογματικά και αυθαίρετα ότι είμαστε πλασμένοι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» βασίζεται σε μία αρχή την οποία μπορούμε να ονομάσουμε αρχή της αναλογίας. Θα ήθελα εδώ να δείξω σχηματικά το πώς η αρχή της αναλογίας δουλεύει, σε κάθε περίπτωση, με ένα απλό «λογικό σχεδιάγραμμα,» που έχω βαφτίσει «οι κύκλοι της αλήθειας:»

Οι «κύκλοι της αλήθειας»

Μπορούμε να φανταστούμε την αναζήτηση της αλήθειας από τον άνθρωπο με το προηγούμενο σχεδιάγραμμα. Ο κάθε κύκλος αντιπροσωπεύει και έναν «κύκλο συνειδητότητας.» Καθώς προχωράμε από τα «μέσα» προς τα «έξω,» ο κάθε επόμενος κύκλος διευρύνεται, και στον ίδιο βαθμό διευρύνεται και η γνώση του ανθρώπου για τον κόσμο. Το σημείο στο κέντρο αντιπροσωπεύει έναν «μοναδιαίο κύκλο.» Οι κύκλοι είναι ομόκεντροι, αλλά η ακτίνα τους μικραίνει από μέσα προς τα έξω (αυτό ώστε η γεωμετρική πρόοδος που θέλουμε να κατασκευάσουμε να συγκλίνει). Αν, αντίστροφα, φανταστούμε ένα αντικείμενο που «πέφτει» από τα «έξω» προς τα «μέσα,» οι κύκλοι «ανοίγουν,» με την έννοια ότι το αντικείμενο «επιταχύνεται στο χώρο της συνείδησης.» Αυτός ο παραλληλισμός δεν γίνεται τυχαία. Ο νόμος της ελεύθερης πτώσης του Νεύτωνα προϋποθέτει έναν νόμο αντιστρόφου τετραγώνου, που εξασφαλίζει την επιτάχυνση του σώματος. Το γιατί, πάντως, είναι νόμος αντιστρόφου τετραγώνου και όχι αντιστρόφου κύβου, ή απλά αντίστροφης απόστασης, παρότι εξασφαλίζει κλειστές τροχιές, παραμένει ένα άλυτο μυστήριο (η σκοτεινή ενέργεια που θεωρείται ότι προκαλεί τη διαστολή του σύμπαντος αντιστοιχεί σε μια δύναμη ανάλογη της απόστασης, για παράδειγμα). Αυτό, πάντως, που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η αναλογία: Όπως ανοίγουν οι «κύκλοι της ανθρώπινης αλήθειας,» έτσι και ανοίγουν οι «κύκλοι της δύναμης» που προκαλεί την παγκόσμια έλξη.

Το θεώρημα της μη πληρότητας του Gödel


Ο άνθρωπος ο οποίος συστηματοποίησε και εξέφρασε με τρόπο μαθηματικό τα παράδοξα της ανθρώπινης λογικής ήταν ο Gödel, ο οποίος έδειξε ότι δεν μπορεί να κατασκευαστεί ποτέ μια «τέλεια μηχανή της αλήθειας,» γιατί ακριβώς δεν θα μπορούσε να απαντήσει αν η πρόταση: «Δεν θα πεις ποτέ ότι αυτή η πρόταση είναι αληθής,» είναι αληθής ή ψευδής.

Η βασική διαδικασία της απόδειξης του θεωρήματος τη μη πληρότητας έχει ως εξής:

Κάποιος δείχνει στον Gödel μια UTM (Universal Truth Machine), η οποία υποτίθεται ότι μπορεί να απαντήσει σωστά την οποιαδήποτε ερώτηση της τεθεί. Έστω P(UTM) το πρόγραμμα βάσει του οποίου δουλεύει η UTM. O Gödel τώρα δίνει την εξής πρόταση: «Η μηχανή αυτή που κατασκευάστηκε βάσει του προγράμματος P(UTM) δεν θα πει ποτέ ότι αυτή η πρόταση είναι αληθής.» Έστω G αυτή η πρόταση από το πρώτο γράμμα του ονόματος του Gödel. Δηλαδή ισοδύναμα δίνεται η πρόταση «η UTM δεν θα πει ποτέ αν η G είναι αληθής.»

Τώρα ο Gödel μειδιώντας ρωτά την UTM αν η G είναι αληθής ή ψευδής. Αν η UTM απαντήσει ότι η G είναι αληθής, τότε η πρόταση «η UTM δεν θα πει αν η G είναι αλήθεια» είναι ψευδής. Αν η πρόταση «η UTM δεν θα πει αν η G είναι αλήθεια» είναι ψευδής,» τότε η G είναι ψευδής (καθώς G = «η UTM δεν θα πει αν η G είναι αλήθεια.»). Επομένως αν η UTM πει ότι η G είναι αλήθεια, τότε η G θα είναι στην πραγματικότητα ψευδής, και η UTM θα έχει κάνει μια ψευδή δήλωση. Οπότε η UTM δεν θα πει ποτέ αν η G είναι αλήθεια, καθώς η UTM κάνει μόνο αληθείς δηλώσεις.

Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η UTM δεν θα πει ποτέ αν η G είναι αλήθεια. Οπότε η πρόταση «η UTM δεν θα πει ποτέ αν η G είναι αλήθεια» είναι στην πραγματικότητα μια αληθής δήλωση. Οπότε η G είναι αληθής (καθώς G = «η UTM δεν θα πει ποτέ αν η G είναι αλήθεια.). «Γνωρίζω μια αλήθεια που η UTM δεν μπορεί ποτέ να εκστομίσει,» είπε τότε ο Gödel.

Αυτό που έδειξε ο Gödel με τη σύντομη και παραστατική παραβολή του είναι ότι σε κάθε λογικό σύστημα (π.χ. Τ για την προηγούμενη μηχανή) θα υπάρχει κάποια πρόταση (G στο προηγούμενο παράδειγμα) η οποία παρότι είναι αλήθεια δεν μπορεί να απαντηθεί μέσα από το σύστημα. Με αυτήν την έννοια δεν υπάρχει κάποιο λογικό σύστημα που να είναι παγκόσμιο, δηλαδή πλήρες. Αν η G ήταν αποδείξιμη με τα αξιώματα της Τ και τους επαγωγικούς κανόνες, τότε η Τ θα είχε ένα θεώρημα G, πράγμα που ακυρώνει την αρχική υπόθεση, πράγμα που αποτελεί αντίφαση και επομένως η θεωρία Τ θα ήταν ασυνεπής. Αν η θεωρία Τ είναι συνεπής, τότε η πρόταση δεν μπορεί να αποδειχθεί μέσα από τη θεωρία, οπότε η θεωρία Τ είναι ατελής (μη πλήρης).

Το προηγούμενο παράδοξο μου θυμίζει την ιστορία με το «Χριστό στο δάσος:» Έστω ότι κυνηγάνε το Χριστό οι διώκτες του και ότι εμείς έτυχε να βρισκόμαστε στο δάσος στο οποίο εκείνος έτρεξε να κρυφτεί. Αφού πέρασε από μπροστά μας και χάθηκε, μετά από λίγο έρχονται οι διώκτες του και μας ρωτάνε αν τον είδαμε. Αν πούμε ότι τον είδαμε, τότε θα αναγκαστούμε να τους υποδείξουμε την κατεύθυνση και πιθανώς θα τον πιάσουν. Ανταυτού προτιμάμε να πούμε ψέματα ότι δεν τον είδαμε. Ίσως μια «μηχανή της αλήθειας» να μην ξέρει να προσποιείται και να είναι υποχρεωμένη από την κατασκευή της να λέει πάντοτε την αλήθεια. Εμείς οι άνθρωποι όμως ξέρουμε και να λέμε ψέματα. Αυτό μας κάνει ασυνεπείς, δείχνει ωστόσο ότι είμαστε επαρκώς ευφυείς ή έστω πονηροί για να μπορούμε να παραβλέπουμε ή και να ξεπερνάμε τους κανόνες της λογικής μας. Στο βαθμό βεβαίως που έχουμε και την αντίστοιχη συναίσθηση αυτής.

Σε ό,τι αφορά την παρούσα συζήτησή μας βλέπουμε ότι ο άνθρωπος μπορεί να δείξει μια χαρακτηριστική ευρηματικότητα σε κάποια δεδομένη στιγμή η οποία να παραβιάζει την απλή μιμητική διαδικασία μιας υπολογιστικής μηχανής. Γιατί άραγε; Τι είναι αυτό που ο άνθρωπος διαθέτει περισσότερο από μια μηχανή; Αυτό που σίγουρα δεν έχει μια μηχανή είναι εμπειρίες. Αυτές μας διδάσκουν πότε είναι σωστό να λέμε την αλήθεια και πότε όχι, έστω κι αν οι άλλοι καταλαβαίνουν αν λέμε αλήθεια ή ψέματα, αν και πιθανώς δεν μπορούν να το αποδείξουν. Ωστόσο, τα πάντα όσα ξέρουμε για τον κόσμο είναι δεδομένα αποθηκευμένα στο μυαλό μας με τη δυαδική μορφή «on» και «off» των εκκενώσεων νευρώνων. Ο άνθρωπος θεμελιωδώς λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Το ένστικτό μας λέει: «Να το πω» ή «να μην το πω» και στη συνέχεια οι ίδιες οι καταστάσεις των βιωμάτων μας επιβεβαιώνουν ή όχι.

Βλέπουμε ότι η λογική μας αποτελεί δεύτερη φύση αλλά ότι η λειτουργία της τελικά όχι μόνο δεν είναι εμπειρική, αλλά αντιθέτως είναι ενστικτώδης. Η εμπειρία μας είναι λογική και όχι το αντίστροφο. Πολλές φορές η εμπειρία μας έρχεται σε σύγκρουση με τη λογική και με τις προαποκτημένες μας αντιλήψεις για τον κόσμο. Τότε συνειδητοποιούμε, μέσω μιας «αποκάλυψης» ότι ο κόσμος έχει περισσότερες διαστάσεις και προοπτικές απ’ όσες οι αισθήσεις και η λογική μας αποκαλύπτουν. Ο εξωτερικός κόσμος μας επιβεβαιώνει ή μας απορρίπτει αλλά έχει ήδη υπάρξει η ενστικτώδης παρόρμηση από τον εσωτερικό μας κόσμο. Αποκτάμε δηλαδή στη επαφή μας με τον έξω κόσμο σταδιακά ένα νέο και διαφορετικό τρόπο σκέψης, ο οποίος αντιτίθεται στη λογική, μια σκέψη η οποία αισθάνεται φυλακισμένη μέσα στο ίδιο της μυαλό και θέλει, με τη δύναμή της φαντασίας της, να αποδράσει.

Ίσως η βαθύτερη αιτία του θεωρήματος της μη πληρότητας του Gödel να εδράζεται εδώ. Σε αυτήν την αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο κόσμους: Έναν κόσμο «εσωτερικό» και γεμάτο με τις απόλυτες αλήθειες του, ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με έναν κόσμο «εξωτερικό» απέναντι στον οποίο οι απόλυτες εσωτερικές αλήθειες πρέπει να δοκιμαστούν. Τότε διαπιστώνουμε ότι ο εσωτερικός μας κόσμος και οι προσωπικές μας αλήθειες δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τις αλήθειες και τις εμπειρίες των άλλων. Επομένως το οικοδόμημα που κτίσαμε σε ένα λογικό αλλά και ψυχολογικό επίπεδο για τον εαυτό μας όχι μόνο δεν είναι πλήρες αλλά μπορεί να περιέχει και παραδοχές τελείως λανθασμένες κατά τη σύγκρισή τους με «αντικειμενικές» καταστάσεις της πραγματικότητας.

Επομένως το θεώρημα της μη πληρότητας του Gödel δεν έχει να κάνει τόσο με την ανεπάρκεια της λογικής μας κάτω από κάποιες συνθήκες, γιατί αυτή η αδυναμία θα έπρεπε να είναι αναμενόμενη από ένα λογικό ον: δεν μπορούμε να ξέρουμε τα πάντα, έστω κι αν θα το θέλαμε. Έχει να κάνει περισσότερο με τις αλήθειες τις οποίες ήδη γνωρίζουμε για εμάς και για τον κόσμο αλλά για κάποιον παράδοξο λόγο αυτές οι αλήθειες δεν μπορούν να ειπωθούν, γιατί τότε παύουν να είναι αλήθειες. Θα τολμούσα μάλιστα να μετονομάσω το θεώρημα της μη πληρότητας σε παράδοξο της μη συνέπειας και να υποδείξω τη βασική αρχή αυτού του μετασχηματισμού: Αν ένα λογικό σύστημα δεν επαρκεί για να απαντήσει με τα αξιώματά του όλα τα πιθανά προβλήματα που θα του παρουσιαστούν, τότε κάθε φορά εμπλουτίζεται με νέες και βελτιωμένες βασικές παραδοχές ώστε να διατηρεί την ελπίδα της μελλοντικής πληρότητας. Αν όμως η «αλήθεια» με την έννοια της σωστής απάντησης ήδη υπάρχει και απλά μετασχηματίζεται σε μια ψευδή δήλωση κατά την έκφρασή της, τότε προφανώς έχουμε να κάνουμε με έναν εμπνευσμένο μηχανισμό «ηθικής» και αυταπάρνησης ο οποίος είναι έμφυτος στο σύστημα της λογικής μας, ο οποίος σε τελική ανάλυση επιβεβαιώνει τις αρχικές μας αλήθειες, αφού ακόμα κι όταν λέμε ψέματα σε αυτήν την περίπτωση αυτές τις «ευγενείς» αλήθειες εξυπηρετούμε.

Τεχνολογική μοναδικότητα


Οι έξι «Εποχές,» από το βιβλίο του Kurzweil «The Singularity is Near»

Η τεχνολογική μοναδικότητα αναφέρεται στην υποθετική μελλοντική εμφάνιση μιας ανώτερης από την ανθρώπινη νοημοσύνης. Δεδομένου ότι οι ικανότητες μιας τέτοιας νοημοσύνης θα ήταν δύσκολο να γίνουν αντιληπτές από το σύγχρονο ανθρώπινο μυαλό, το γεγονός μιας τεχνολογικής μοναδικότητας θεωρείται ένας διανοητικός ορίζοντας συμβάντος, πέρα από τον οποίον είναι δύσκολο το μέλλον να φανεί. Ωστόσο, οι υπερασπιστές της θεωρίας αυτής, προσδοκούν ένα τέτοιο γεγονός για να προκαλέσει μια «διανοητική έκρηξη,» όπου οι «υπερνοημοσύνη» που θα δημιουργηθεί θα σχεδιάζει ολοένα και πιο ισχυρά μυαλά. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από το συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Vernor Vinge, ο οποίος υποστηρίζει ότι η τεχνητή νοημοσύνη, η βιοτεχνολογία, και η ρομποτική θα μπορούσαν να είναι οι πιθανοί παράγοντες της μοναδικότητας.

Ο νόμος του Moore

Ο νόμος του Moore περιγράφει μια μακροπρόθεσμη τάση στην ιστορία των υπολογιστών. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των κρυσταλλολυχνιών (transistors) που μπορούν να τοποθετηθούν ανέξοδα σε ένα ολοκληρωμένο κύκλωμα διπλασιάζεται κάθε χρόνο. Αυτή η τάση έχει συνεχιστεί εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα και αναμένεται να συνεχιστεί ως το 2020 ή και αργότερα.

Με το νόμο του Moore συνδέονται και άλλα συστατικά μέρη των υπολογιστών, όπως η ταχύτητα των επεξεργαστών, η χωρητικότητα της μνήμης, ακόμα και ο αριθμός των εικονοκυττάρων (pixels) της οθόνης και των ψηφιακών καμερών.

Ο Ray Kurzweil μεταξύ άλλων πρότεινε μια επέκταση του νόμου του Moore:

«Μια ανάλυση της ιστορίας της τεχνολογίας δείχνει ότι η αλλαγή είναι εκθετική, αντίθετα προς την κοινή «γραμμική αντίληψη.» Έτσι θα ζήσουμε όχι 100 χρόνια προόδου στον 21ο αιώνα, αλλά περισσότερα από 20.000 χρόνια… Μέσα σε μερικές δεκαετίες, η τεχνητή νοημοσύνη θα ξεπεράσει την ανθρώπινη, οδηγώντας στη μοναδικότητα- μια τεχνολογική αλλαγή παραδείγματος τόσο γρήγορη και βαθιά που θα φέρει μια ρήξη στην υφή της ιστορίας της ανθρωπότητας. Οι επιπτώσεις περιλαμβάνουν τη συγχώνευση της βιολογικής και μη βιολογικής νοημοσύνης, αθάνατους από άποψη λογισμικού ανθρώπους, και επίπεδα νοημοσύνης που θα επεκτείνονται εξωτερικά στο σύμπαν με την ταχύτητα του φωτός.»

Έκρηξη νοημοσύνης

Η έννοια αυτή (intelligence explosion) αποκαλύπτει τη διαδικασία προς τη μοναδικότητα. Περιγράφηκε από τον Good (1965), ως εξής:

«Έστω μια υπερ-ευφυής μηχανή η οποία μπορεί να ξεπεράσει τη νοημοσύνη και του πιο έξυπνου ανθρώπου. Αυτή η μηχανή με τη σειρά της θα μπορεί να κατασκευάσει ακόμα εξυπνότερες μηχανές. Έτσι θα υπάρξει μια «έκρηξη νοημοσύνης,» και η ανθρώπινη νοημοσύνη θα παραμεριστεί. Οπότε αυτή η υπερ-ευφυής μηχανή θα είναι και η τελευταία ανθρώπινη εφεύρεση.»

Υπαρξιακή μοναδικότητα

Σε ό,τι αφορά τις υπεραισιόδοξες θα λέγαμε δηλώσεις του Kurzweil καθώς και τις υπόλοιπες απόψεις σχετικά με την αντικατάσταση του ανθρώπου και του ανθρωπίνου πνεύματος από τις βιο-μηχανές και την τεχνητή νοημοσύνη, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι αφενός η τεχνολογική πρόοδος δεν μπορεί να μείνει επ’ αόριστο εκθετική και αφετέρου η βελτίωση της τεχνητής νοημοσύνης και η πρόοδος της ρομποτικής και της βιοτεχνολογίας δεν εγγυάται απαραίτητα και από μόνη της την αντικατάσταση του ανθρωπίνου πνεύματος. Η τεχνολογία γενικότερα δεν ταυτίζεται ούτε απαραίτητα προάγει τον πνευματικό πολιτισμό. Αυτό άλλωστε φαίνεται και αν κοιτάξουμε πίσω στην ιστορία την τελευταία μεγάλη επανάσταση, δηλαδή τη βιομηχανική. Η υπόσχεση τότε ήταν η κατάργηση της δουλείας και της χειρονακτικής εργασίας του ανθρώπου, χάρη στην αυτοματοποίηση που θα πρόσφεραν οι μηχανές. Εντούτοις, όχι μόνο η ανθρώπινη «σύμβαση εργασίας» δεν καταργήθηκε, αλλά αντιθέτως αυξήθηκε η ζήτηση σε φθηνά εργατικά χέρια για να καλύψουν τις ανάγκες των πλούσιων τεχνοκρατών. Η ιστορία επομένως δείχνει ότι δεν είναι τα εργαλεία που κάνουν τη διαφορά αλλά τα χέρια, τα μυαλά και οι προθέσεις αυτών που κατέχουν τα μέσα.

Επίσης, επαναφέροντας το θεώρημα της μη πληρότητας του Gödel θα πρέπει να είμαστε κάπως «καχύποπτοι» σχετικά με τις υποτιθέμενες απεριόριστες δυνατότητες μιας μηχανής, καθώς εκείνος έδειξε ότι μια μηχανή δεν μπορεί να κάνει τα πάντα από άποψη νοημοσύνης και υπολογιστικής ισχύος. Πόσο μάλλον να τις «εμφυτευτεί» ο μηχανισμός της έμπνευσης, ένα συγκεκριμένο «πρόγραμμα» δηλαδή που θα δώσει στη μηχανή έναν πρωτότυπο τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων. Η ανθρώπινη σκέψη είναι προϊόν εξέλιξης και είναι σαφώς εμπλουτισμένη από συναισθήματα και γενικότερα «ψυχικές καταστάσεις» που μια μηχανή δεν γνωρίζει.

Σε αυτό το σημείο πάντως θα ήθελα να παραθέσω «7 στάδια» στη διαδρομή της «σκέψης» όπως αυτή εμφανίζεται ως πληροφορία μέσα στο σύμπαν, διάχυτη στην αρχή και οργανωμένη στη συνέχεια-

Τα στάδια της σκέψης:

1) Διάχυτη πληροφορία μέσα στο σύμπαν, ενέργεια  με τη μορφή υπέρθερμου πλάσματος.
2) Πρώτη οργανωμένη πληροφορία με τη μορφή ύλης και ενέργειας.
3) Πρώτες υποτυπώδης βιολογικές αυταναπαραγόμενες δομές.
4) Ζωώδης κατάσταση: Κυριαρχείται από ημι- συνειδητές πληροφορίες, ένστικτα, και αναφέρεται επαναλαμβανόμενα σε αυτά, χωρίς πραγματική ικανότητα να τα ξεπεράσει.
5) Η πρωτόγονη ανθρώπινη σκέψη: Ημι- ζωώδης, καθώς εξακολουθεί να κυριαρχείται από ένστικτα, αν και εμφανίζονται τα πρώτα ίχνη δημιουργικότητας και πραγματικού αλτρουισμού. 
6) Η σύγχρονη ανθρώπινη σκέψη: Τα επιτεύγματα και η πρωτοτυπία της ανθρώπινης σκέψης συμπληρώνονται κι ενισχύονται από την τεχνητή νοημοσύνη.
7) Αλλαγή κατάστασης συνείδησης- υπαρξιακή μοναδικότητα (Η συμπαντική σκέψη). Συνειδητοποίηση των ορίων της τεχνητής νοημοσύνης. Στροφή προς έναν βαθύτερο και καθολικότερο τρόπο σκέψης σε αρμονία με τη φύση και το σύμπαν.

Σχετικά με την έννοια της  αλλαγής κατάστασης συνείδησης θα επανέλθουμε παρακάτω. Εδώ μπορούμε απλά να διατυπώσουμε μια βασική θέση σχετικά με την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης καθώς αυτή περνά από τη μίμηση στη δημιουργικότητα:

Υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο στην συνείδηση πέρα από το οποίο ο άνθρωπος περνά από τη μίμηση στη δημιουργικότητα, σπάζοντας το φαύλο κύκλο της μηχανικής επανάληψης πληροφοριών, και εισερχόμενος σ’ ένα νέο επίπεδο σκέψης όπου μπορεί ο ίδιος να διαμορφώνει συνειδητά νέες πληροφορίες από τις προηγούμενες. Μπορούμε να ονομάσουμε αυτό το στάδιο «υπαρξιακή μοναδικότητα,» πέρα από το οποίο ο άνθρωπος γίνεται πλέον ένα πραγματικά νοήμον ον. Άπαξ και κάποιος μεταβεί σε αυτό το στάδιο, όπου υπάρχει μια «αλλαγή κατάστασης συνείδησης,» οι ατέρμονοι βρόγχοι της κοινότυπης λογικής καταργούνται και η διάνοια αποκτά έναν διαχρονικό και συμπαντικό χαρακτήρα.

Η υπαρξιακή μοναδικότητα επομένως είναι το ύστατο βήμα της ανθρώπινης συνείδησης. Βρίσκεται πολύ μετά την τεχνολογική μοναδικότητα. Το ερώτημα που μπορεί να τεθεί εδώ είναι αν ένας πολιτισμός χρειάζεται απαραίτητα να περάσει από το τεχνολογικό- υλικό στάδιο πριν φτάσει στην «αποϋλοποίηση,» όπως ονομάζω την κατάσταση πλήρους συνείδησης, την ύστατη αλλαγή παραδείγματος. Θεωρώ ότι ακόμα δεν είναι γνωστό ούτε αν μπορεί η πνευματικότητα να επιτευχθεί χωρίς τεχνολογία ούτε αν σε κάποιο στάδιο μπορεί η πνευματικότητα να απαλλαγεί από την τεχνολογία και να συνεχίσει να υπάρχει «αγνή.» Το μόνο βέβαιο είναι πως ο άνθρωπος έχοντας ξεπεράσει τον κίνδυνο της πυρηνικής αυτοκαταστροφής (αν και όχι πλήρως) έχει αρχίσει να ενδιαφέρεται περισσότερο για το περιβάλλον και για την ποιότητα ζωής του (παρότι ακόμα είναι πρόθυμος να εκμεταλλευτεί άλλους ανθρώπους προς όφελός του) και έχει φτάσει σε ένα επίπεδο σκέψης ώστε να θέτει προχωρημένα ερωτήματα σχετικά με τον προορισμό του.

Κατακερματισμός και Ολότητα


Εικόνα από το βιβλίο του David Bohm «Wholeness and the implicate order»

Θα μπορούσε άραγε μια μηχανή να αποκτήσει την απαραίτητη αυτοεπίγνωση, έναν «εαυτό» που να τη βοηθήσει να περάσει από την απλή υπολογιστική ανάλυση δεδομένων και την επανάληψη αλγόριθμων στο πρωτότυπο ανασυνδυασμό τους και στη δημιουργική κατασκευή νέων; Ή μήπως η ανθρώπινη σκέψη είναι κάτι περισσότερο από ένα σύνολο νέων αλγόριθμων, ή μιμιδίων αν προτιμάτε; Έχουν κάποια ιδιαιτερότητα οι «παράξενοι ατέρμονοι βρόγχοι» του ανθρώπινου μυαλού ή είναι μόνο θέμα περισσότερων δεδομένων  η απόκτηση ευφυΐας των μηχανών;

Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση είναι αυτή του David Bohm. Σύμφωνα με αυτόν, το πρόβλημα της ελλιπούς σκέψης οφείλεται κυρίως στην αντιμετώπιση των μνημών και των ερεθισμάτων ως μεμονωμένα, αποσπασματικά και μη συνδεόμενα μεταξύ τους γεγονότα, αγνοώντας την «ελλοχεύουσα» τάξη η οποία διαπερνά όλο το σύμπαν όπως υπονοεί και η παραπάνω εικόνα:

«Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εξεταστεί αυτό το θέμα στις μέρες μας, γιατί ο κατακερματισμός είναι πολύ διαδεδομένος, όχι μόνο σε όλη την κοινωνία, αλλά και σε κάθε άτομο και αυτό οδηγεί σε ένα είδος γενικής σύγχυσης του μυαλού, που δημιουργεί μια ατελείωτη σειρά προβλημάτων και παρεμποδίζει τη σαφήνεια της αντίληψής μας σε τόσο σοβαρό βαθμό ώστε να μας αποτρέπει από το να είμαστε σε θέση να λύσουμε τα περισσότερα από αυτά τα προβλήματα… Ομοίως, κάθε μεμονωμένος άνθρωπος έχει κατακερματιστεί σε έναν μεγάλο αριθμό χωριστών και αλληλοσυγκρουόμενων τμημάτων, ανάλογα με τις διαφορετικές επιθυμίες, στόχους, φιλοδοξίες, πίστη, ψυχολογικά χαρακτηριστικά, κλπ., σε τέτοιο βαθμό ώστε γενικά γίνεται αποδεκτό ότι κάποιος βαθμός νεύρωσης είναι αναπόφευκτος, ενώ πολλά άτομα που υπερβαίνουν τα «φυσιολογικά» όρια κατακερματισμού είναι ταξινομημένα ως παρανοϊκά, σχιζοειδή, ψυχωτικά, κλπ.

Η έννοια ότι όλα αυτά τα τμήματα υπάρχουν χωριστά είναι προφανώς μια παραίσθηση, και αυτή η παραίσθηση δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ατελείωτες συγκρούσεις και σύγχυση. Πράγματι, η προσπάθεια να ζήσει κάποιος σύμφωνα με την έννοια ότι τα τμήματα είναι πραγματικά χωριστά μεταξύ τους είναι, στην ουσία, αυτό που έχει οδηγήσει στα αυξανόμενα περιστατικά κρίσεων που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Κατά συνέπεια, όπως είναι ήδη γνωστό, αυτός ο τρόπος της ζωής έχει επιφέρει τη ρύπανση, την καταστροφή της ισορροπίας της φύσης, τον υπερπληθυσμό, την παγκόσμια οικονομική και πολιτική αναταραχή, και τη δημιουργία ενός γενικού περιβάλλοντος που δεν είναι ούτε φυσικά ούτε διανοητικά υγιές για τους περισσότερους ανθρώπους που πρέπει να ζήσουν μέσα σε αυτό. Ατομικά έχει αναπτυχτεί ένα συναίσθημα ανικανότητας και απελπισίας, απέναντι σε αυτό που φαίνεται να είναι μια συντριπτική μάζα ανόμοιων κοινωνικών δυνάμεων, που υπερβαίνουν τον έλεγχο ακόμη και την κατανόηση των ανθρώπινων όντων που εμπλέκονται…»

Τι μπορεί, επομένως, να γίνει για να δώσουμε ένα τέλος στην επικρατούσα κατάσταση του κατακερματισμού;

Ολογράμματα


Εικόνα από το βιβλίο του David Bohm «Wholeness and the implicate order»

Το ολόγραμμα είναι μια διευθέτηση των πληροφοριών του περιβάλλοντος με τέτοιον τρόπο ώστε σε κάθε τμήμα του υλικού πάνω στο οποίο είναι αποθηκευμένες οι πληροφορίες να περιέχει το σύνολο των πληροφοριών του περιβάλλοντος. Ως μέσο αποθήκευσης των πληροφοριών μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα απλό φωτογραφικό φιλμ ενώ σ’ ό,τι αφορά τον τρόπο δημιουργίας της ολογραφικής προβολής αυτή γίνεται με μια ορισμένη τεχνική χρησιμοποιώντας ακτίνες λέιζερ. Αυτός ο τρόπος υποδεικνύεται από τον David Bohm παρακάτω:
 
«Όπως φαίνεται στην εικόνα 6.2 φως σε φάση από ένα laser περνά από έναν ημιδιάφανο καθρέφτη. Ένα μέρος της ακτίνας του φωτός πηγαίνει κατευθείαν στη φωτογραφική πλάκα, ενώ το υπόλοιπο μέρος ανακλάται ώστε να βρει κάποιο αντικείμενο. Αυτό το κομμάτι της δέσμης ανακλάται από το αντικείμενο και επίσης καταλήγει στη φωτογραφική πλάκα, όπου συμβάλλει με το μέρος της δέσμης που καταλήγει στη φωτογραφική πλάκα κατευθείαν. Το σχέδιο συμβολής που καταγράφεται στη φωτογραφική πλάκα όχι μόνο είναι πολύπλοκο αλλά επιπλέον τόσο λεπτό που συνήθως δεν είναι καν ορατό με γυμνό οφθαλμό. Ωστόσο, είναι κατά κάποιον τρόπο σχετικό με το αντικείμενο που απεικονίζει, αν και με έναν ιδιαίτερα έμμεσο τρόπο.

Τι θα μπορούσε άραγε να προσφέρει μια ολογραφική θεώρηση του κόσμου; Προφανώς, θα μας βοηθούσε να αντιληφτούμε τον κόσμο ως ένα σύνολο, από το οποίο εμείς βλέπουμε μόνο ένα μέρος. Μια τέτοια συνολική αντιμετώπιση θα μας βοηθούσε να αναγνωρίσουμε τις ελλοχεύουσες διαδικασίες που αποτελούν τον κόσμο σε ένα πιο θεμελιώδες επίπεδο. Με αυτήν την έννοια, η διάκριση των επιμέρους διαδικασιών σε αυτόνομα μέρη γίνεται άτοπη, καθώς αυτό που αποκτά σημασία στην περιγραφή είναι η συνύπαρξη και η συνεργασία μέσα σε ένα αδιαίρετο όλο…

Ας εξετάσουμε το ερώτημα αν οι πληροφορίες είναι πραγματικά αποθηκευμένες στα κύτταρα του εγκεφάλου. Κάποιο φως σε αυτήν την ερώτηση πέφτει από κάποιες εργασίες για τη δομή του εγκεφάλου, ειδικότερα αυτή του Pribram. Ο συγκεκριμένος ερευνητής, έχει δώσει στοιχεία που υποστηρίζουν την άποψή του ότι οι μνήμες καταγράφονται γενικά σε όλο τον εγκέφαλο κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι πληροφορίες σχετικά με ένα δεδομένο αντικείμενο ή εμπειρία δεν αποθηκεύονται σε ένα ιδιαίτερο κύτταρο ή ένα εντοπισμένο μέρος του εγκεφάλου αλλά μάλλον ότι βρίσκονται στο σύνολο των κυττάρων. Αυτός ο τρόπος αποθήκευσης μοιάζει στη λειτουργία με ένα ολόγραμμα, αλλά η πραγματική δομή είναι πιο σύνθετη. Μπορούμε να προτείνουμε ότι όταν το «ολογραφικό» αρχείο στον εγκέφαλο ενεργοποιείται κατάλληλα, η αντίδραση είναι να δημιουργηθεί ένα ενεργειακό σχέδιο νευρικής δραστηριότητας που αποτελεί μια εμπειρία παρόμοια με αυτήν που παράγεται ολογραφικά. Αλλά είναι επίσης διαφορετική από την άποψη ότι είναι λιγότερο λεπτομερής, δεδομένου ότι μνήμες που αφορούν πολύ διαφορετικές τοποθεσίες και χρονικές περιόδους πρέπει να λειτουργήσουν μαζί, καθώς και ότι οι μνήμες μπορούν να συνδεθούν με συσχετίσεις της φαντασίας και με τη λογική σκέψη για να δώσουν μια συγκεκριμένη τάξη σε ολόκληρο το σχέδιο. Επιπλέον, αν υπάρχουν αισθητηριακά δεδομένα την ίδια στιγμή, η γενική αντίδραση της μνήμης θα συνενωθεί με τη νευρική διέγερση που προέρχεται από τις αισθήσεις για να δώσει μια συνολική εμπειρία στην οποία η μνήμη, η λογική, και η αισθητηριακή δραστηριότητα συνδυάζονται σε ένα ενιαίο αδιαχώριστο σύνολο…

Έτσι οδηγούμαστε να προτείνουμε περαιτέρω ότι η πληρέστερη και βαθύτερη πραγματικότητα δεν είναι ούτε το μυαλό ούτε το σώμα αλλά μια πολυδιάστατη πραγματικότητα, η οποία αποτελεί το κοινό τους έδαφος και η φύση της οποίας βρίσκεται πέρα και από τα δυο. Έτσι είτε το μυαλό ή το σώμα αποτελούν ένα μόνο σχετικά ανεξάρτητο υποσύνολο και εννοείται ότι αυτή η σχετική ανεξαρτησία προέρχεται από το πολυδιάστατο υπόβαθρο στο οποίο το μυαλό και το σώμα είναι τελικά ένα.»

Αυτές οι απόψεις του David Bohm είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, καθώς όχι μόνο υποδεικνύεται μια αδιαίρετη και ενιαία ολότητα μέσα στον κόσμο αλλά επιπλέον ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο καθώς οι πληροφορίες μέσα σε αυτόν ανασυνθέτονται όχι αποσπασματικά αλλά συνολικά από διαφορετικές περιοχές του. Μήπως αυτή είναι η βαθύτερη πηγή της έμπνευσης; Μια ελλοχεύουσα τάξη από ένα σύνολο διαπλεγμένων πληροφοριών οι οποίες ανασύρονται κάθε φορά και με διαφορετικό τρόπο; Βρίσκεται η πηγή της έμπνευσης μέσα σε αυτό το ολογραφικό δίκτυο πληροφοριών, και της δημιουργικότητας στη συνειδητοποίηση και αξιοποίηση της ολότητας; 

Η ολογραφική αρχή

Η συνολική θεώρηση του κόσμου βρίσκει ένα επιπλέον έρεισμα χάρη στην ολογραφική αρχή. Ένα ολόγραμμα έχει ακριβώς όλα τα χαρακτηριστικά μίας αυτο-αναπαραγόμενης δομής (το όλο στο ένα), αλλά επιπλέον διαθέτει κι έναν ολιστικό τρόπο θεώρησης. Ακόμη δηλαδή κι αν τα φράκταλς, για τα οποία μιλήσαμε προηγουμένως, έχουν την ικανότητα να αυτο-αντιγράφονται επ’ άπειρον, ακόμη κι αν το σύμπαν μας είναι τμήμα από ένα φράκταλ σύμπαν, θα πρέπει να υπάρχει πάντοτε μία αρχή που να εποπτεύει και να οργανώνει τα πάντα.

Η ολογραφική αρχή προέκυψε ως ένα νοητικό μοντέλο και μαθηματική φόρμουλα στα πλαίσια της θεωρίας της κβαντικής βαρύτητας, στην προσπάθεια εξήγησης ενός φαινομένου που ονομάστηκε παράδοξο της πληροφορίας της μαύρης οπής (black hole information paradox). Μία μαύρη τρύπα απορροφά (κυριολεκτικά καταπίνει) οτιδήποτε βρεθεί αρκετά κοντά της (περάσει τον ορίζοντα συμβάντος). Όταν λέμε οτιδήποτε, εννοούμε και ύλη και ενέργεια. Επιπλέον, μπορούμε να θεωρήσουμε πως η ύλη και η ενέργεια περιέχουν κάποια πληροφορία. Επομένως η μαύρη οπή καταπίνει πληροφορίες. Βεβαίως, θα λέγαμε πως όση πληροφορία καταπίνει η μαύρη οπή, άλλη τόση πληροφορία θα είναι και αυτή που εμείς χάσαμε. Ως εδώ κανένα πρόβλημα: Διατήρηση της πληροφορίας, της ύλης και της ενέργειας, όλα εντάξει. Ο Hawking απέδειξε όμως ότι οι μαύρες οπές ακτινοβολούν (κυρίως θερμική ακτινοβολία). Αυτό βέβαια είναι καλό, αφενός γατί έτσι μπορούμε να τις εντοπίσουμε και αφετέρου γιατί κάποτε επιτέλους πεθαίνουν. Ωστόσο εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα: Αφού η μαύρη οπή κάποτε εξατμίζεται, τότε πού πηγαίνει η πληροφορία που η μαύρη τρύπα είχε συνολικά καταπιεί; Αν η πληροφορία απλώς εξαφανίζεται, τότε παραβιάζουμε την αρχή διατήρησης της πληροφορίας (επομένως της ύλης κι ενέργειας).

Ο ‘t Hooft ήταν αυτός που αναλύοντας το παράδοξο πόρισμα του Hawking έδειξε πώς τα σωματίδια που εισέρχονται μέσα στη μαύρη τρύπα παραμορφώνουν βαρυτικά τον ορίζοντα συμβάντος και ότι αυτή η παραμόρφωση μπορεί να περιγράψει ακριβώς τα σωματίδια που εξέρχονται από τη μαύρη τρύπα με τη μορφή θερμικής ακτινοβολίας. Ο Susskind στη συνέχεια επεσήμανε πως αυτές οι διακυμάνσεις στον ορίζοντα συμβάντος αποτελούν μια πλήρη και συμμετρική περιγραφή (στα πλαίσια της θεωρίας των χορδών) των εισερχομένων και εξερχομένων σωματιδίων προς και από τη μαύρη τρύπα, ακριβώς όπως φωτίζοντας ένα ολόγραμμα παίρνουμε από αυτό μια εικόνα για την πληροφορία που περιέχει.

Έτσι, μπορούμε να διατυπώσουμε με τρόπο μαθηματικό την ολογραφική αρχή: Η πληροφορία που περιέχει μια μαύρη οπή μπορεί να ανακτηθεί αποκλειστικά από μια θεωρία διακυμάνσεων του ορίζοντα συμβάντος και η ποσότητα αυτής της πληροφορίας είναι ανάλογη της επιφάνειας του ορίζοντα συμβάντος- και όχι του όγκου. Με απλά λόγια, μια μαύρη τρύπα, αλλά και κάθε αντικείμενο μέσα στο σύμπαν, είναι μια αποθήκη πληροφορίας, και για να ανακτήσουμε αυτήν την πληροφορία αρκεί να ψάξουμε στην επιφάνεια αυτού του αντικειμένου. Τα πάντα όσα βρίσκονται μέσα σ’ ένα δωμάτιο, υπάρχουν (σε κάποια μορφή), στο ταβάνι, στους τοίχους και στα πατώματα. Όλο το σύμπαν μπορεί να απεικονιστεί πάνω στο «τσόφλι» που το περικλείει, στην επιφάνεια του δικού του ορίζοντα συμβάντος.

Αλλά αυτό ακριβώς είναι που κάνει ένα ολόγραμμα, καθώς επανεμφανίζει με συγκεκριμένο τρόπο τις πληροφορίες που βρίσκονται αποθηκευμένες (σε κάποιο υλικό) μέσα στο χώρο. Εφόσον όμως και ο εγκέφαλός μας λειτουργεί ολογραφικά, οι ιδέες και οι εμπνεύσεις μας θα αποτελούν προβολές της συνολικής μας μνήμης και των εμπειριών μας αλλά και πληροφοριών που βρίσκονται πιθανώς έξω από τον εγκέφαλο. Είναι μια τέτοια υπόθεση υπερβολική; Αν σκεφτούμε τις παραδοξότητες της φύσης και του ίδιου του μυαλού μας ίσως όχι. Ίσως ο χώρος και ο χρόνος είναι ένα δημιούργημα του μυαλού μας που εξυπηρετεί συγκεκριμένες ανάγκες του ή ιδιαιτερότητες. Η πιο συνταρακτική διαπίστωση πάντως στα πλαίσια της ολογραφικής αρχής είναι πως όπως ο χώρος δεν καθορίζει τα τοπία (πληροφορίες) μέσα σε αυτόν, έτσι πιθανόν και το μυαλό μας δεν καθορίζει την πραγματικότητα (συνείδηση), αλλά η συνείδηση είναι αυτή που καθορίζει την πραγματικότητα του μυαλού μας. Ότι η έμπνευση δηλαδή μπορεί να μην είναι ένα δευτερογενές δημιούργημα της καλής μας σκέψης αλλά μια πρωτογενής κατάσταση η οποία καθορίζει το τοπίο και τους ρυθμούς της σκέψης μας της ίδιας.

Συγχρονικότητα και κβαντική σύζευξη

Η διαπίστωση ότι η ανθρώπινη σκέψη μπορεί να παράγεται από διαδικασίες που ανήκουν στη σφαίρα αυτού που θα ονομάζαμε έμπνευση (και όχι το αντίστροφο, ότι δηλαδή η σκέψη μας παράγει κατά κάποιον τρόπο την έμπνευση) είναι πράγματι αξιοσημείωτη και όσο το σκέφτεται κάποιος αντιλαμβάνεται ότι κάτι τέτοιο πράγματι φαίνεται ότι τελικά συμβαίνει. Σαν να υπάρχουν κάποιες ασυνείδητες διεργασίες μέσα στο μυαλό μας ή κάπου μέσα στο χώρο και με κάποιον λίγο- πολύ άγνωστο τρόπο και κάτω από κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες αποκτάμε μέσω της συνείδησής μας πρόσβαση σε αυτές και επίγνωσή τους.

Η έννοια της συγχρονικότητας έχει διατυπωθεί και αναλυθεί από τον Carl Jung. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία πραγματικά φυσικά γεγονότα συνδέονται με προσωπικές ψυχικές καταστάσεις με τρόπο «νοήμονα,» όπως ο ίδιος λέει, και χωρίς αυτή η σύνδεση να υπόκειται σε περιορισμούς του χώρου και του χρόνου. Αυτή η σύνδεση γίνεται μέσω των αρχέτυπων, τα οποία, σύμφωνα με τη θεωρία του Jung, είναι αναλλοίωτες και παγκόσμιες μορφές βάσει των οποίων δομείται ο ανθρώπινος ψυχισμός. Ο φυσικός χώρος κατοικίας των αρχέτυπων είναι το συλλογικό ασυνείδητο, ένα είδος κοινής συλλογικής μνήμης των ανθρώπων, αλλά και γενικότερα όλων των ειδών. Ένα κοινό και θεμελιώδες χαρακτηριστικό των συγχρονιστικών φαινομένων είναι οι λεγόμενες «νοήμονες» συμπτώσεις, η σύμπτωση δηλαδή μιας ψυχικής κατάστασης του ατόμου με ένα αντικειμενικό εξωτερικό γεγονός εξαιτίας κάποιας αιτίας φαινομενικά παράταιρης αλλά συγχρονιστικά αναγνωρίσιμης και με τέτοιον τρόπο ώστε ο χώρος και ο χρόνος να παρακάμπτονται. Ο ίδιος ο Jung επ’ αυτού λέει:

«Όλα τα φαινόμενα που έχω αναφέρει μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις κατηγορίες:
1)  Η σύμπτωση μιας ψυχικής κατάστασης του παρατηρητή με ένα ταυτόχρονο, αντικειμενικό, εξωτερικό γεγονός που αντιστοιχεί στην ψυχική κατάσταση ή περιεχόμενο… όπου δεν υπάρχει κανένα στοιχείο αιτιακής σύνδεσης μεταξύ της ψυχικής κατάστασης και του εξωτερικού γεγονότος…
2) Η σύμπτωση μιας ψυχικής κατάστασης με ένα αντίστοιχο (λίγο- πολύ ταυτόχρονο) εξωτερικό γεγονός που λαμβάνει χώρα έξω από το αντιληπτικό πεδίο του παρατηρητή, δηλαδή, σε κάποια απόσταση, και επαληθεύσιμο μόνο ύστερα…
3) Η σύμπτωση μιας ψυχικής κατάστασης με ένα αντίστοιχο, όχι ακόμη πραγματοποιημένο, μελλοντικό γεγονός το οποίο είναι μακρινό στο χρόνο και επομένως μπορεί να επαληθευτεί μόνο εκ των υστέρων.

Βλέπουμε δηλαδή ότι τα συγχρονιστικά φαινόμενα μπορούν να έχουν κι έναν μαντικό χαρακτήρα καθώς οι ψυχικές καταστάσεις των ατόμων μπορούν να συνδεθούν με γεγονότα τα οποία δεν έχουν λάβει ακόμα χώρα. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο η άρση του χώρου- χρόνου όπως τον γνωρίζουμε υποδεικνύει ένα είδος βαθύτερης ταύτισης της ανθρώπινης ψυχής με τα φυσικά γεγονότα και με έναν τρόπο ο οποίος αίρει την αιτιότητα, την καθιερωμένη δηλαδή σύνδεση αιτίας- αποτελέσματος που χρησιμοποιούμε στην ερμηνεία των φυσικών φαινομένων. Αυτή η άρση της αιτιότητας υποδεικνύει επίσης ότι η έμπνευση και η δημιουργικότητα δεν είναι απλά προϊόντα της ανθρώπινης σκέψης και βούλησης, αλλά ότι αντιστρόφως η σκέψη και ευρηματικότητά μας μπορεί να αποτελούν εξίσου πιθανά προϊόντα «εμπνευσμένων,» ασυνείδητων διεργασιών οι οποίες έχουν το δικό τους νόημα και που περνάν λίγο- πολύ ασυναίσθητα στο συνειδητό μας, νομίζοντας εμείς ότι πρόκειται για δικά μας πνευματικά δημιουργήματα.

Ο Πλάτωνας έλεγε πως για κάθε ιδέα ή αντικείμενο στον ανθρώπινο κόσμο, υπάρχει και μία αντίστοιχη υπερβατική απεικόνιση στον κόσμο των ιδεών. Έτσι λοιπόν θα υπήρχε μία απεικόνιση σε εκείνο το μεταφυσικό κόσμο όχι μόνο για ένα καθημερινό αντικείμενο, μία καρέκλα π.χ., αλλά και για κάθε ιδέα, θα υπήρχε δηλαδή και η ιδανική απεικόνιση της δικαιοσύνης, της ομορφιάς, της κακίας, κ.ο.κ. Με αυτήν τη συλλογιστική, ο Πλάτωνας σκόπευε να δείξει ότι μέσα στο σύμπαν υπάρχει μία αντικειμενική και ανώτερη κατάσταση μέσα από την οποία θα μπορούσε να περιγραφεί το ιδανικό. Το ιδανικό για τον Πλάτωνα ήταν και αυτό μια ιδέα, κάπου μέσα στον κόσμο των ιδεών.

Οι ιδέες του Πλάτωνα μετασχηματίζονται στα αρχέτυπα του Jung. Με αυτήν την έννοια, η ανθρώπινη συνείδηση έρχεται σε επαφή με έναν κόσμο υπερβατικό, άχωρο και άχρονο, σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητο. Κοινά χαρακτηριστικά επομένως της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ανεξάρτητα από τις αποστάσεις ή τις διαφορές μεταξύ πολιτισμών, μπορούν να ερμηνευτούν μέσω ενός είδους συλλογικής μνήμης. Η μίμηση, με αυτήν την έννοια, ερμηνεύεται με έναν τρόπο καθολικό, καθώς πρόκειται για αναπαραγωγή από την ανθρώπινη συνείδηση προτύπων που βρίσκονται βαθιά ριζωμένα μέσα στην ανθρώπινη ψυχή.

Όσο κι αν φαίνονται «μεταφυσικοί» οι παραπάνω συλλογισμοί, η ίδια η σύγχρονη κβαντική φυσική έρχεται να τα επιβεβαιώσει, αν όχι λογικά τουλάχιστον πειραματικά. Χαρακτηριστικό σε αυτήν την κατεύθυνση είναι το φαινόμενο της κβαντικής σύζευξης. Φυσικά μικροσκοπικά συστήματα δηλαδή, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους ακαριαία. Αυτό βεβαίως το φαινόμενο αποκαλύπτει μια βαθύτερη συμμετρία της φύσης, προφανώς άγνωστη μέχρι στιγμής, μέσω της οποίας το φαινόμενο λαμβάνει χώρα. Άλλωστε το πραγματικό φυσικό γεγονός και η προσωπική ψυχική κατάσταση στη θεωρία του Jung φυσικά συστήματα είναι, αν και όχι «μικροσκοπικά.»

Η κβαντική θεωρία δυσκολεύεται να γενικεύσει τα συμπεράσματά της από το μικρόκοσμο στο μακρόκοσμο. Η κβαντική σύζευξη δηλαδή λαμβάνει χώρα μεταξύ ατόμων και όχι μεταξύ ανθρώπων. Ωστόσο, στην ίδια θεωρία έχει διατυπωθεί η υπόθεση της αλληλεπίδρασης του παρατηρητή με το παρατηρούμενο αντικείμενο ή φαινόμενο. Πρόκειται δηλαδή για ένα είδος σύζευξης ενός μικροσκοπικού ατόμου και του ανθρώπου που το παρατηρεί, και ο οποίος είναι προφανώς ένα μακροσκοπικό σύστημα. Βλέπουμε δηλαδή ότι η «ψυχική κατάσταση» της θεωρίας της συγχρονικότητας είναι η «κατάσταση του παρατηρητή» της κβαντικής φυσικής, απέναντι σε ένα δεδομένο αντικειμενικό γεγονός. Ένα μεγάλο άλμα της κβαντικής φυσικής θα ήταν μελλοντικά η επέκτασή της στο μακρόκοσμο, όπου τα φυσικά γεγονότα θα μπορούσαν να είναι όχι μόνο άτομα αλλά, παραδείγματος χάρη, άλλοι άνθρωποι, ζώα, βουνά, κοκ.

Από γεννησιμιού της η κβαντική θεωρία είναι ανοικτή σε κάθε παράδοξο φαινόμενο και ρηξικέλευθη πρόταση. Η κβαντική σύζευξη υποδεικνύει ένα βαθύτερο επίπεδο φυσικής πραγματικότητας και σύνδεσης του ανθρώπου με το σύμπαν και μάλιστα με τρόπο μη τοπικό, ανεξάρτητο δηλαδή από το χώρο και το χρόνο. Η λεγόμενη κυματοσυνάρτηση, η οποία αντιπροσωπεύει μαθηματικά την κατάσταση οποιουδήποτε αντικειμένου ή φαινομένου, ακόμα και ζωντανού πλάσματος, απλώνεται σε όλο το χώρο καθώς μηδενίζεται στο άπειρο, έρχεται σε υπέρθεση με άλλες κυματοσυναρτήσεις και «καταρρέει,» δηλαδή παίρνει την πραγματική της τιμή μόνο τη στιγμή της παρατήρησης. Σε ό,τι αφορά τη συζήτησή μας, αυτή είναι ακριβώς η στιγμή της έμπνευσης, μια στιγμή μέγιστης έντασης και διαύγειας όπου η σκέψη μας διαπιστώνει και αναλύει πλέον την λίγο- πολύ τυχαία επιλογή που έκανε ανάμεσα σε ένα άπειρο πλήθος πιθανών άλλων αποτελεσμάτων.

Είναι άραγε αυτό που στερείται μια μηχανή, το «πρότυπο» σε ένα άλλο επίπεδο, το οποίο της λείπει για να ταυτιστεί και να αποκτήσει αυτό που εμείς τα «νοήμονα όντα» αποκαλούμε έμπνευση; Προφανώς μια μηχανή έτσι κι αλλιώς δεν κατασκευάστηκε για να εμπνέεται, ούτε καν για να σκέφτεται, όπως πιθανά κι εμείς δεν πλαστήκαμε για να είμαστε θαυματοποιοί ή θεοί. Το καλούπι μας είναι κι αυτό με τη σειρά του οριοθετημένο και προορισμένο για συγκεκριμένες χρήσεις και λειτουργίες. Η δημιουργικότητα όμως είναι ένα γεγονός το οποίο παραχωρήθηκε σε εμάς τους ανθρώπους και στην πραγματικότητα ούτε γνωρίζουμε τα όρια ούτε και το γιατί έχουμε αυτήν τη δυνατότητα. Μπορούμε μόνο να είμαστε σχετικά ικανοποιημένοι από το γεγονός ότι το δικό μας «καλούπι» είναι κατάλληλο.
 
Μορφογενετικά πεδία


 Σκίτσο πρωτεϊνών του 19ου αι. από τον  Ernst Haeckel

Στην εξελικτική βιολογία, το μορφογενετικό πεδίο (morphogenetic field) είναι μια ομάδα κυττάρων που είναι ικανά να αντιδρούν σε διακριτά και τοπικά βιοχημικά σήματα οδηγώντας σε συγκεκριμένες μορφολογικές δομές ή όργανα. Ο όρος με την πρόοδο της γενετικής ατόνισε, αλλά ο Rupert Sheldrake ήταν αυτός που επανέφερε και επεξέτεινε την έννοια των μορφογενετικών πεδίων, εισάγοντας τον όρο «μορφικό πεδίο» (morphic field). Σύμφωνα με τον Sheldrake το μορφικό πεδίο περιβάλλει και διαπερνάει την μορφική μονάδα (π.χ. μια ομάδα κυττάρων) και οργανώνει τη χαρακτηριστική δομή και σχέδιο λειτουργίας της. Ένα χαρακτηριστικό των μορφικών πεδίων είναι η «επαναληψιμότητα» με την έννοια ότι η πληροφορία που εμπεριέχει αναπαράγεται διαρκώς από το πρώτο κύτταρο μέχρι και τη μεγαλύτερη συγκέντρωση κυττάρων (π.χ. ενός ιστού), έτσι ώστε κάποιος θα μπορούσε να αναπαράγει την όλη διαδικασία. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των μορφικών πεδίων είναι η επιλεκτικότητά τους ως προς το είδος του οργανισμού που οργανώνουν, έτσι ώστε μια συγκέντρωση κυττάρων ανθρώπου να παραμένει ξεχωριστή από μια συγκέντρωση κυττάρων κάποιου άλλου είδους. Με απλά λόγια η θεωρία προτείνει ότι κάθε συγκεκριμένη μορφή που παράγεται είναι πανομοιότυπη γιατί «θυμάται» τη μορφή της μέσω της επανάληψης και ότι κάθε νέα μορφή με παρόμοια χαρακτηριστικά θα χρησιμοποιήσει το πρότυπο των ήδη υπάρχοντων μορφών σαν οδηγό για την εμφάνισή της.

Ουσιαστική στο μοντέλο του Sheldrake είναι η υπόθεση του μορφικού συντονισμού (morphic resonance). Πρόκειται δηλαδή για μία αλληλεπίδραση μεταξύ του πεδίου και των μορφικών μονάδων που σχηματίζονται. Όσο μεγαλύτερη η ομοιότητα, τόσο μεγαλύτερος και ο συντονισμός, οδηγώντας στην καθιέρωση συγκεκριμένων μορφών. Τα μορφογενετικά πεδία, αποτελούν κατά τον Sheldrake υποπεδία του μορφικού πεδίου, όπως ο ίδιος λέει:

«Ο όρος (μορφικά πεδία) είναι πιο γενικός στη σημασία απ' ότι ο όρος μορφογενετικά πεδία, και περιλαμβάνει και άλλα είδη οργανωτικών πεδίων επιπλέον αυτών της μορφογένεσης. Τα οργανωτικά πεδία της συμπεριφοράς ανθρώπων και ζώων, κοινωνικών και πολιτισμικών συστημάτων, καθώς και της διανοητικής δραστηριότητας μπορούν όλα να θεωρηθούν ως μορφικά πεδία τα οποία περιέχουν μία εγγενή μνήμη.»

Σε ό,τι αφορά την υποδοχή από την επιστημονική κοινότητα της θεωρίας των μορφικών πεδίων του Sheldrake, προφανώς δεν ήταν και η πιο θερμή. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι παρότι η θεωρία είναι γοητευτική και με σημαντικές συνέπειες, είναι και αιρετική καθώς έρχεται σε σύγκρουση με τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου. Η μορφογένεση δηλαδή λαμβάνει χώρα «εξωσωματικά» από κάποιον ακαθόριστο μορφογενετικό παράγοντα και όχι από την έκφραση των γονιδίων του οργανισμού. Επίσης η θεωρία του Sheldrake επικρίθηκε από τους σκεπτικιστές επειδή βρήκε σύμμαχούς της τόσο το New Αge όσο και τη θρησκεία, η οποία αναγνώρισε στη θεωρία των μορφικών πεδίων το «Θεϊκό παράγοντα.»

Το αξιοσημείωτο πάντως είναι η εγγύτητα της θεωρίας των μορφικών πεδίων του Sheldrake με τ’ αρχέτυπα του Jung. Εφόσον τα μορφικά πεδία αποτελούνται από μονάδες πληροφορίας, θα μπορούσαμε σε αυτές τις μονάδες να αναγνωρίσουμε τ’ αρχέτυπα. Χαρακτηριστική είναι επίσης η σχέση των μορφικών πεδίων με το συλλογικό ασυνείδητο του Jung ή ακόμα και με τα Ακασσικά αρχεία (Akashic records) των ανατολικών Βεδών, σύμφωνα με τις οποίες πρόκειται για «κοσμικές βιβλιοθήκες» όλων των εμπειριών και αναμνήσεων των ανθρώπινων ψυχών. Ακόμα, ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας των μορφογενετικών πεδίων θυμίζει τα ολογράμματα και τη θεωρία του Bohm σχετικά με μια ελλοχεύουσα τάξη που οργανώνει τον κόσμο από το παρασκήνιο.

Πράγματι είναι απορίας άξιο πώς τα γονίδια από μόνα τους θα μπορούσαν να καθορίσουν το συνολικό σχήμα του τελικού οργανισμού εφόσον αυτά έχουν κυρίως έναν ρόλο λειτουργικό και όχι μορφοποιητικό. Αν από την άλλη μεριά χρησιμοποιήσουμε την υπόθεση των μορφογενετικών πεδίων, λύνουμε σχετικά εύκολα το πρόβλημα της μορφογένεσης αλλά θα πρέπει σε αυτήν την περίπτωση να εξηγήσουμε επιπλέον το πού βρίσκονται τα μορφογενετικά πεδία, πώς παράγονται αρχικά και με ποιους μηχανισμούς οργανώνουν την ύλη. Χρειάζεται άραγε μια χιονονιφάδα, η οποία έχει μια δομή φράκταλ, το μορφογενετικό της πεδίο για να σχηματιστεί ή μπορεί να πάρει το σχήμα της σιγά- σιγά με τη σταδιακή δημιουργία κρυστάλλων και από μέσα προς τα έξω ακολουθώντας ένα εσωτερικό σχέδιο αυτοργάνωσης και συμμετρίας; Ίσως μια χιονονιφάδα να μη χρειάζεται ένα μορφογενετικό πεδίο για να σχηματιστεί, αλλά τα ρινίσματα σιδήρου χρειάζονται το μαγνητικό πεδίο για να πάρουν τη συγκεκριμένη τους διευθέτηση μέσα σ’ αυτό. Το αν η έμβια ή και άψυχη ύλη χρειάζεται κάποιου είδους πεδίο για να οργανωθεί και να πάρει τη μορφή της είναι άγνωστο καθώς προς το παρόν δεν έχει ανακαλυφθεί κάποιο τέτοιο πεδίο ή αν τα ήδη γνωστά πεδία έχουν και αυτό το χαρακτηριστικό.

Σε ότι αφορά την έμπνευση, αν θα μπορούσαμε να βρούμε τα πρώτα της ψήγματα μέσα στα μορφογενετικά πεδία, κατ’ αντιστοιχία με τα ρινίσματα σιδήρου μέσα σε ένα μαγνητικό πεδίο, αυτό δεν είναι γνωστό, αν και ο Sheldrake έχει αναφερθεί στην έννοια του μορφικού συντονισμού. Αν ο άνθρωπος μπορεί με κάποιον τρόπο να έρχεται σε επαφή  και σε ένα είδος συντονισμού με κάποιο αντίστοιχο μορφικό πεδίο τότε μπορεί η έμπνευση και η δημιουργικότητα να εδράζονται εκεί. Η θεωρία των μορφογενετικών πεδίων μπορεί να είναι περιττή σε ό,τι αφορά θέματα αυτοργάνωσης της ύλης ή μιας αιτιοκρατικής νομοτέλειας που θεωρείται ότι διέπει το σύμπαν αλλά είναι επίσης γεγονός ότι, όπως και παρόμοιες θεωρίες, καλύπτει ένα κενό στον αποσπασματικό τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη επιστήμη εξετάζει τον κόσμο, καθώς και την ανάγκη μιας πιο ολιστικής θεώρησής του.  

Η ψευδαίσθηση της ελεύθερης βούλησης

Η έμπνευση:

1) Έχει «θεία» προέλευση.
2) Προκύπτει ως ένας ευφυής ανασυνδυασμός πληροφοριών της μνήμης.
3) Γεννιέται αυθόρμητα από την κατάσταση του σύμπαντος εκείνη τη στιγμή.
4) Είναι μια ψευδαίσθηση μέσα σ’ έναν κόσμο όπου το μέλλον είναι ήδη γραμμένο.

Ας φανταστούμε ότι βρισκόμαστε μέσα σε ένα λεωφορείο καθώς αυτό κινείται. Έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε ακίνητοι και ότι το τοπίο έρχεται κατά πάνω μας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το ίδιο πράγμα: η κίνηση είναι σχετική. Αλλά με μια διαφορά: Έστω ότι αυτό το λεωφορείο είναι το όχημα της ίδιας της ζωής μας, των πραγμάτων, των προσώπων και των καταστάσεων που θα γνωρίσουμε. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό το «τοπίο» είναι ο ίδιος ο χωροχρόνος μαζί με τα συμβάντα που τον αποτελούν.

Όπως λοιπόν βλέπουμε τα πράγματα να έρχονται προς εμάς όταν βρισκόμαστε μέσα σε ένα κινούμενο λεωφορείο, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι με έναν ανάλογο τρόπο το μέλλον έρχεται προς εμάς καθώς εμείς «κινούμαστε» μέσα στο σύμπαν με τη σκέψη μας. Χωρίς να ξεχνάμε ότι κατά μια ερμηνεία (λόγου χάρη αυτήν του Ζήνωνα ή του Παρμενίδη) η κίνηση είναι μια ψευδαίσθηση, η ύπαρξη υποθετικών σωματιδίων που τρέχουν με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός έχει ήδη θεωρηθεί από τη σύγχρονη φυσική αν και τέτοιου είδους σωματίδια (π.χ. ταχυόνια) δεν έχουν ποτέ παρατηρηθεί ούτε και είναι θεωρητικά βέβαιο ότι υπάρχουν. Αν όμως υπήρχαν, όπως λόγου χάρη τα φωτόνια, τα σωματίδια του φωτός, κάνουν σε εμάς ορατό τον κόσμο μέσω της πρόσπτωσής τους στα μάτια μας, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ενός άλλου είδους σωματίδια, ας πούμε ταχυόνια, εισέρχονται σε εμάς, μέσω κάποιας ίσως άγνωστης αίσθησης,  με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός, επομένως αποκαλύπτοντας καταστάσεις και γεγονότα από το μέλλον.

Μια τέτοια υπόθεση είναι ενδεικτική θέλοντας απλά να υποδείξει πώς θα μπορούσε ο άνθρωπος να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες του μέλλοντος, οι οποίες θα του είναι ασυνείδητες αφού δεν διαθέτει προς το παρόν κάποιο ανάλογο αισθητήριο ή τεχνολογικό μέσο να τις αποκωδικοποιήσει ή να τις συλλάβει. Πραγματικά είναι εκπληκτικά τα περιστατικά διόρασης που κατά καιρούς έχουν αναφερθεί και παρατηρηθεί σε διάφορους ανθρώπους. Άλλωστε, το ίδιο το σύμπαν καθώς μοιάζει να δημιουργήθηκε από μόνο του και από το μηδέν δείχνει σαν να παραβιάζει τους νόμους της αιτιότητας στους οποίους και, υποτίθεται τουλάχιστον, ότι υπακούει.

Θα μπορούσε άραγε να υποτεθεί ότι το σύμπαν μέσα στο οποίο ζούμε είναι μια γιγάντια χρονομηχανή; Ότι εμείς συλλαμβάνουμε ασυνείδητα γεγονότα από το μέλλον τα οποία και μας επηρεάζουν και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις ζωές μας ενώ εμείς αφελώς νομίζουμε ότι οι αντίστοιχες σκέψεις και πράξεις ήταν δικές μας συλλήψεις οι οποίες ωστόσο ήταν στην πραγματικότητα προγεγραμμένες; Ας μην ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος εκτός από διανοητικές προσδοκίες έχει και επιθυμίες οι οποίες έχουν να κάνουν με έναν βαθύτερο ψυχισμό. Αυτός ακριβώς ο ψυχισμός, η ψυχή μας δηλαδή, σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο, ίσως να βρίσκεται σε ένα βαθύτερο επίπεδο και πληρέστερο πλαίσιο επικοινωνίας και ταύτισης με ένα κοσμικό γίγνεσθαι το οποίο μόλις και αντιλαμβανόμαστε διαισθητικά με έναν τρόπο οριακά συνειδητό.

Η ανθρωπική αρχή

Η ανθρωπική αρχή θα μπορούσαμε να πούμε πώς είναι το επιστέγασμα και η κατακλείδα όλων των ανθρώπινων διανοημάτων. Το βασικό χαρακτηριστικό της συνοψίζεται στην εξής πρόταση: Ο κόσμος είναι αυτό που θεωρούμε ότι είναι. Η μεγαλύτερη πλάνη κάποιου θα ήταν να πιστέψει πως ο κόσμος είναι κάτι περισσότερο από αυτό που εκείνος πιστεύει για τον κόσμο. Για παράδειγμα ας πάρουμε τη θεωρία της σχετικότητας του Einstein σύμφωνα με την οποία η βαρύτητα είναι ένα αποτέλεσμα της καμπύλωσης του χώρου- χρόνου και το οποίο εμείς αισθανόμαστε ως βάρος. Τι είναι επομένως η βαρύτητα; Δύναμη, αίσθημα, «αποτέλεσμα,» ή κάτι άλλο; Τι είναι «καμπύλωση του χωροχρόνου» και πού βρίσκεται ο χώρος ή χρόνος, αν όχι μέσα στο μυαλό μας που αντιλαμβάνεται κάποιους ρυθμούς και αποστάσεις; Όλο το σύμπαν μοιάζει σαν μια πρώτη ύλη που εδώ και τώρα διαμορφώνεται σε επίπεδο προσωπικό ή συλλογικό από την ανθρώπινη βούληση και αποκλειστικά για εμάς. 

Σε τελική ανάλυση, η αντικειμενικότητα μοιάζει να είναι κάτι με συγκεκριμένη μορφή, σύσταση και όρια και όταν μιλάμε περί αίσθησης δικαίου είναι πάντοτε αυτό που εμείς θεωρούμε ως σωστό και το οποίο για κάποιον άλλον ή για έναν άλλον πολιτισμό μπορεί να είναι διαφορετικό ή και το αντίθετο. Αναφερόμαστε στην άρση του ανθρωποκεντρισμού μας στη σύγχρονη επιστήμη έχοντας ανακαλύψει λόγου χάρη ότι το σύμπαν δεν περιστρέφεται γύρω από τη γη ή ότι μέσα στο σύμπαν δεν υπάρχει προτιμούμενο σύστημα αναφοράς αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν συλλογισμό που «περιστρέφεται» γύρω από εμάς και τη δική μας κρίση, καθώς εμείς «καθόμαστε» στο δικό μας σύστημα αναφοράς από το οποίο και επιβλέπουμε προνομιούχα τον κόσμο.

Στην πραγματικότητα η ανθρωπική αρχή είναι μια πρόταση αυταναφορική. Γιατί το επίκεντρο του κάθε προβληματισμού μας είναι πάντοτε η δική μας σκέψη που προβληματίζεται. Όταν μιλάμε για παράδειγμα για την προστασία των ζώων πάντοτε μιλάμε για τη δική μας ναρκισσιστική φιλοζωία και όταν μιλάμε για το Θεό αναφερόμαστε πάντοτε σε έναν θεό όπως εμείς τον ξέρουμε. Η ανθρωπική αρχή έτσι θα μπορούσε να αναπαρασταθεί μαθηματικά με μια πολύ απλή εξίσωση, αυτή ενός κύκλου: 


 Το z είναι ένα μιγαδικός αριθμός, δηλαδή έχει ένα πραγματικό κι ένα φανταστικό μέρος. Το r είναι η ακτίνα του κύκλου. Το φανταστικό εκθετικό (eit) αντιπροσωπεύει τον κύκλο, όπου το t είναι παράμετρος την οποία κάλλιστα θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε με το χρόνο. Το c είναι το κέντρο του κύκλου. Έτσι η σκέψη μας έχει μια συγκεκριμένη «ακτίνα» δράσης οριοθετώντας έναν κύκλο που εσωκλείει αυτό που εμείς θεωρούμε «το δικό μας σύμπαν,» στο κέντρο του οποίου αναπόφευκτα βρισκόμαστε εμείς.

Η ανθρωπική αρχή μας υπαγορεύει ότι σε κάθε μας σκέψη, σε κάθε συλλογισμό, σχετικά με κάποιο γεγονός, αντικείμενο, πρόσωπο ή φαινόμενο θα πρέπει να λαμβάνουμε πάντοτε υπόψη εμάς τους ίδιους που κάνουμε τη σκέψη. Με άλλα λόγια, η παρατήρηση ή το πείραμά μας συμπεριλαμβάνει κι εμάς έτσι ώστε η έκβαση να περιλαμβάνει και τον παρατηρητή. Στην κβαντική φυσική η αλληλεπίδραση μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου φαινομένου λαμβάνεται υπόψη αν και ο παρατηρητής δεν βρίσκεται ενσωματωμένος στην κυματοσυνάρτηση  που περιγράφει το όλο σύστημα. Η ανθρωπική αρχή θα μπορούσε να βρει έναν τρόπο να βάλει τον παρατηρητή στην όλη διαδικασία σαν μια ακόμα μεταβλητή.

Η ανθρωπική αρχή μας λέει και κάτι ακόμα. Αν η έμπνευση είναι προϊόν κάποιας «απώτερης» ευφυΐας μέσα στο σύμπαν είτε με τη μορφή ενός θεού ή διαμέσου κάποιων άγνωστων πεδίων, αρχετύπων, κοκ, θα πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη ότι είμαστε εμείς αυτοί που εμπνευστήκαμε την πηγή της έμπνευσής μας. Όταν δηλαδή σκεφτόμαστε για τη δημιουργία είμαστε εμείς που δημιουργούμε μια κατάσταση, ένα θεό για να δημιουργήσει τον κόσμο και να αποτελέσει εκ των υστέρων την πηγή της πίστης και της έμπνευσής μας.  

Αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας



Στη κβαντική θεωρία πεδίου, η κβαντική κατάσταση κενού (vacuum state) είναι η κατάσταση με την ελάχιστη δυνατή ενέργεια, την ενέργεια μηδενικού σημείου (zero point energy). Το τίποτε δηλαδή δεν είναι τίποτε, αλλά περιέχει πλήθος από εφήμερα εικονικά σωματίδια, που έρχονται από το πουθενά και καταλήγουν πάλι σε εκείνο. Η αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας συμβαίνει όταν ένα σύστημα, από ένα σωματίδιο μέχρι και ένα σύμπαν, περνά σε μια κατάσταση κβαντικού κενού, αρχίζει δηλαδή να υπάρχει από το μηδέν και να είναι κάτι. Το όλο φαινόμενο περιγράφεται μέσα από μετασχηματισμούς υπερσυμμετρίας, όπου για κάθε σωματίδιο θα υπάρχει και ένα άλλο σε ανώτερη διάσταση με κάποια αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Η υπερσυμμετρία δεν έχει διαπιστωθεί ακόμη αν είναι συμμετρία της φύσης, αλλά εξηγεί διαδικασίες όπως για παράδειγμα ο μηχανισμός Higgs και το αντίστοιχο μποζόνιο με τ’ όνομά του, στις αλληλεπιδράσεις του οποίου θεωρείται ότι οφείλεται η απόδοση μάζας στην ύλη.

Αυθόρμητη γέννηση

Πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος; Πώς ξεκίνησε το σύμπαν από το τίποτε; Πώς τα λουλούδια παρήγαν νέκταρ για τα έντομα, πριν δημιουργηθούν τα τελευταία; Πώς ξέρει ο χαμαιλέοντας το διάκοσμο του περιβάλλοντος για να καμουφλαριστεί; Πώς ξέρουν τα ζώα να κολυμπούν ενστικτωδώς; Γιατί οι άνθρωποι θέλουν να τα μαθαίνουν όλα; Ο Αριστοτέλης είχε προτείνει τη θεωρία της αυθόρμητης γέννησης. Έλεγε:

«Tώρα, υπάρχει μια ιδιότητα που τα ζώα έχουν κοινή με τα φυτά. Γιατί κάποια φυτά γεννιούνται από το σπόρο, ενώ κάποια άλλα δημιουργούνται από μόνα τους με κάποια αρχή παρόμοια με ένα σπόρο. Και σε ό,τι αφορά αυτά τα τελευταία, κάποια παίρνουν την τροφή από το έδαφος, ενώ άλλα αναπτύσσονται μέσα σε άλλα φυτά... Έτσι και με τα ζώα, κάποια ανατρέφονται από τους γονείς τους ανάλογα με τα είδη, ενώ άλλα αναπτύσσονται αυθόρμητα και όχι από απόθεμα γενετικό. Και από αυτά τα περιστατικά αυθόρμητης γέννησης κάποια προέρχονται από την αποσύνθεση της γης ή της φυτικής ύλης, όπως στην περίπτωση διάφορων εντόμων, ενώ άλλα δημιουργούνται αυθόρμητα στο εσωτερικό ζώων με απομύζηση των διάφορων οργάνων.»

Είναι αυτό που έλεγαν οι παλιοί «το σκώρο γεννάνε τα ρούχα.» Ο Δαρβίνος σωστά διόρθωσε πως ένας σκώρος είναι έντομο που τρώει τα ρούχα και πως τ’ αυγά του γεννάνε νέα έντομα που πολλαπλασιάζουν τη ζημιά. Θα μπορούσαμε βέβαια να συμπληρώσουμε και να συμφιλιώσουμε τις δύο απόψεις λέγοντας ότι ναι μεν ο σκώρος είναι έντομο, αλλά από την άλλη μεριά υπήρξε κάποτε το αδιαφοροποίητο «αυγό» ή «κενό» από το οποίο ξεπήδησαν τα στοιχειώδη σωματίδια και προέκυψαν σταδιακά όλες οι μορφές της έμβιας και άψυχης ύλης, μέσα από την αρχέγονη ρήξη της συμμετρίας. Έτσι λοιπόν εξηγείται πώς για παράδειγμα «γνωρίζει» μια πεταλούδα τα χρώματα και τα σχήματα των φύλλων, αφού τόσο τα έντομα όσο και τα φυτά προήλθαν μέσα από τις ίδιες βασικές σχέσεις συμμετρίας. Αυτό βέβαια εξηγεί και το γιατί ο άνθρωπος είναι σε θέση να «βρίσκεται» μέσα σε όλα αυτά.

Παρά τη «ρήξη,» ωστόσο, η συμμετρία σε κάθε περίπτωση δεν χάνεται. Περνάει ανταυτού από ένα επίπεδο κρυφό σε ένα επίπεδο πραγματικότητας. Η διαδικασία ονομάζεται αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας (spotaneοus symmetry breaking), η οποία αναπαρίσταται με το σχήμα ενός δυναμικού σε σχήμα μεξικάνικου καπέλου. Όπως φαίνεται στην προηγούμενη εικόνα, το σωματίδιο που ταλαντώνεται στο βάθος του «καπέλου» μόλις έχει συνειδητοποιήσει την πτώση του από την κορφή του καπέλου, όπου όλα δείχνουν το ίδιο, κάτω στο γείσο, όπου η ασυμμετρία είναι έκδηλη από την καμπυλότητα. Αυτή η ρήξη της συμμετρίας εξηγεί μεταξύ άλλων και την απόδοση μάζας στην ύλη, μέσω του μηχανισμού Higgs. Μία αντίστοιχη κατάσταση συμβαίνει και στην κοσμολογία, όπου οι «γούβες» στο χωροχρόνο, κάνουν τα σώματα να αποκτάνε βάρος. Η σχέση ανάμεσα στις διακυμάνσεις του χωροχρόνου και στις ταλαντώσεις του κενού από τη μία πλευρά και στην απόδοση των ιδιοτήτων της ύλης από την άλλη, δεν είναι γνωστή. Αν ήταν η φυσική θα είχε βρει τη θεωρία των πάντων.

Βρίσκεται εκεί άραγε μέσα στο κβαντικό κενό η πηγή της έμπνευσης; Βεβαίως, γιατί όχι; Αν ένα σύμπαν κατάφερε να εμφανιστεί έτσι, γιατί όχι και η πρωτότυπη σκέψη μας; Άλλωστε, η έμπνευση έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αυθόρμητης γέννησης, έστω κι αν με αυτό τον τρόπο φαίνεται να μη  χρειάζεται τίποτε να προϋπάρχει. Όμως στο κβαντικό κενό υπάρχει μια ενέργεια μηδενικού σημείου, μια στοιχειώδης δηλαδή δραστηριότητα που εκφράζεται μέσα από ένα πλήθος εικονικών κι εφήμερων σωματιδίων. Αυτά τα σωματίδια είτε θα περάσουν στον πραγματικό κόσμο με τη μορφή κάποιων σωματιδίων της ύλης ή θα εξαφανιστούν πίσω στο κβαντικό κενό. Δεν ξέρω αν τα αρχέτυπα ή τα μορφογενετικά πεδία μπορούν να είναι πιο θεμελιώδη από αυτά τα σωματίδια της κβαντικής φυσικής, αν και δεν βλέπω τον τρόπο που «σκέτα,» τυχαία και σχεδόν ανύπαρκτα σωματίδια θα μπορούσαν να συγκροτήσουν τις δομές του υλικού κόσμου. Ίσως και αυτά να χρειάζονται κάποια πεδία ή «μορφώματα» που να τα οργανώνουν και να κατευθύνουν. Ή μπορεί να είναι μια άσκοπη και ατέρμονα κυκλική συζήτηση μεταξύ της κότας και του αυγού. Προφανώς πάντως, αν η ύλη προκύπτει μέσα από τον καταμερισμό θεμελιωδέστερων μορφών, τότε θα υπάρχει κάποια αρχή που θα οργανώνει την όλη διαδικασία, έστω κι αν αυτό που ονομάζουμε έμπνευση και δημιουργικότητα ξεκινάει αυθόρμητα μέσα από το χάος και την τυχαιότητα. 

Αλλαγή Παραδείγματος


Η αλλαγή παραδείγματος (ή επιστημονική επανάσταση) είναι, σύμφωνα με τον Thomas Kuhn στο βιβλίο του «The structure of scientific revolutions,» 1962, μια αλλαγή στις βασικές παραδοχές της επιστήμης, μέσα στα πλαίσια των επικρατουσών θεωριών. Όπως ο ίδιος λέει: «Ένα παράδειγμα είναι αυτό που τα μέλη μιας επιστημονικής κοινότητας, και αυτοί μόνο, μοιράζονται.» Αυτό σημαίνει ότι σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο η επιστημονική κοινότητα δέχεται μια θεωρία ή ερμηνεία σχετικά με κάποιο φυσικό φαινόμενο απ’ όλες τις δυνατές διαφορετικές απόψεις που θα μπορούσαν να υπάρξουν. Ο Kuhn επιδεικνύει παραστατικά αυτό το γεγονός χρησιμοποιώντας την οπτική ψευδαίσθηση της «πάπιας- κουνελιού,» που φαίνεται παραπάνω, μια εικόνα δηλαδή που μπορεί κάποιος να τη δει είτε ως πάπια είτε ως κουνέλι.

Η αλλαγή παραδείγματος, σύμφωνα με τον Kuhn, λαμβάνει χώρα όταν η επιστήμη έρθει αντιμέτωπη με μια «ανωμαλία» ή μοναδικότητα που δεν μπορεί να εξηγηθεί με το υπάρχον παράδειγμα. Όταν συσσωρευτούν αρκετές τέτοιες «ανωμαλίες,» τότε, σύμφωνα πάντα με τον Kuhn, θα υπάρξει μια περίοδος επιστημονικής κρίσης, κατά τη διάρκεια της οποίας νέες ιδέες, που ίσως προηγουμένως απορρίπτονταν, δοκιμάζονται. Τελικά, ένα νέο παράδειγμα διαμορφώνεται, το οποίο κερδίζει νέους οπαδούς, και διεξάγεται μια διανοητική «μάχη» ανάμεσα στους οπαδούς του νέου παραδείγματος και στους οπαδούς του παλιού.

Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα εξής:

- Το πέρασμα από το γεωκεντρικό μοντέλο του Πτολεμαίου στο ηλιοκεντρικό μοντέλο του Κέπλερ.
- Το πέρασμα από την αυθόρμητη γέννηση στη βιογένεση με τα πειράματα του Παστέρ.
- Η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου που αντικατέστησε την τότε υπάρχουσα «βιταλιστική» θεωρία του Λαμάρκ.
- Η αποδοχή της κληρονομικότητας κατά Mendel, αντί της προηγούμενης θεωρίας της παγγένεσης.
- Ο νόμος της παγκόσμιας έλξης του Νεύτωνα που εξήγησε με νέο τρόπο την κίνηση των πλανητών.
- Η αντικατάσταση της θεωρίας του αιθέρα από τη θεωρία της σχετικότητας του Einstein.
- Η θεωρία της κβαντομηχανικής με την οποία αναθεωρήθηκε η αιτιοκρατία της παλαιότερης κλασσικής φυσικής.

Αλλαγή κατάστασης συνείδησης

Το χαρακτηριστικό της προηγούμενης εικόνας είναι ότι περιέχει δύο διαφορετικές ερμηνείες ανάλογα με τη σχέση ανάμεσα στη μορφή και στο υπόβαθρο. Ο παρατηρητής δηλαδή εστιάζοντας την προσοχή του στη μία ή στην άλλη εκδοχή φέρνει στο προσκήνιο την αντίστοιχη εικόνα. Σε άλλες περιπτώσεις η οπτική «ψευδαίσθηση» είναι πολυδιάστατη, καθώς μπορεί να περιέχει περισσότερες από δύο μορφές. Θα τολμούσα σε αυτό το σημείο επεκτείνοντας τους συλλογισμούς του Kuhn να χρησιμοποιήσω το όρο «αλλαγή κατάστασης συνείδησης,» για να περιγράψω πλέον μια πολιτισμική επανάσταση του ανθρώπου πέρα από τη μοναδικότητα.

Πρόκειται για κατάσταση του ανθρωπίνου πνεύματος πέρα από την ανθρωπική λογική η οποία θεωρεί ότι ο ίδιος ο κόσμος φτιάχτηκε για τον άνθρωπο. Πολύ περισσότερο, ο άνθρωπος τότε θα έχει φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο αρμονίας και «συντονισμού» με τον κόσμο, ώστε φαινόμενα όπως είναι η τηλεπάθεια, η συγχρονικότητα, η αυθόρμητη γέννηση θα είναι λίγο- πολύ αυτονόητα. Τα όποια λογικά παράδοξα θα έχουν αρθεί, όχι γιατί ο άνθρωπος δεν θα διαθέτει λογική αλλά επειδή η σκέψη θα έχει προχωρήσει σε ένα ανώτερο επίπεδο όπου οι απλοί συλλογισμοί του τύπου σωστό- λάθος θα έχουν αποκτήσει ένα μεγαλύτερο βαθμό πολυπλοκότητας, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πιθανές ενδιάμεσες καταστάσεις.

Η τεχνολογία και η επιστήμη ίσως στο μέλλον να μπορούν να πραγματοποιούν θαύματα. Αλλά όσα και οποία κι αν είναι αυτά τα «θαύματα,» δεν θα έχουν καμία ιδιαίτερη αξία ή σημαντικότητα αν δεν συνοδεύονται από μια εξίσου προχωρημένη ερμηνεία, σε επίπεδο συνείδησης και πολιτισμού. Ένα υπερόπλο, για παράδειγμα, θα μπορούσε εξίσου να σώσει την ανθρωπότητα από την πτώση ενός μετεωρίτη ή να αφανίσει το ανθρώπινο είδος. Φάρμακα και τεχνικές που θα παρατείνουν την ανθρώπινη ζωή δεν έχουν νόημα αν δεν προσδιορίσουμε πρώτα τη σημασία και την αξία της ανθρώπινης ζωής, ενώ η αθανασία παραμένει κι αυτή ένας άλυτος γρίφος: Τι θέλουμε; Να ζήσουμε αιώνια σαν άνθρωποι 35-40 ετών; Να αλλάζουμε σώματα κατασκευασμένα τεχνητά και χρησιμοποιώντας υπολογιστές για να αποθηκεύονται οι μνήμες μας; Τι άλλο είναι ένας άνθρωπος εκτός από μια συγκεκριμένη γενετική κατανομή και μνήμες; Πώς αναπαράγεται ο ψυχισμός μέσα σε ένα εργαστήρι και τι αποτελεί αυτό που ονομάζουμε ψυχή;

Όπως προηγουμένως υπαινίχτηκα, μια μηχανή δεν μπορεί να γίνει ανθρώπινη, γιατί όσο γρήγορα κι αν υπολογίζει εξισώσεις δεν διαθέτει διάνοια, έμπνευση, δημιουργικότητα. Δεν έχει ένστικτα και προσδοκίες. Δεν έχει αυτοεπίγνωση, η οποία προκύπτει με έναν πραγματικά άγνωστο μηχανισμό ταύτισης του ατόμου με το περιβάλλον. Δεν αρκεί δηλαδή να κοιταχτούμε σε έναν καθρέφτη και να πούμε «Εγώ.» Απαιτείται ένας ολόκληρος μηχανισμός διαρκούς και αυθεντικής ταυτοποίησης, ενημέρωσης και ανανέωσης ο οποίος περιλαμβάνει αυθόρμητα και ταυτόχρονα όλο το σύμπαν.

Στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να ζήσουμε για πάντα, αφού αφήνουμε πίσω τα παιδιά μας και τις ιδέες μας. Επιστρέφουμε πίσω στο «κενό,» όπου και ανασυνθετόμαστε, μετασχηματίζοντας μια ελάχιστη ποσότητα «ουσίας» που μας απομένει σε μια νέα κατάσταση ύπαρξης. Το Εγώ μας χάνεται, μαζί οι προσωπικές μας μνήμες. Και αυτό που τόσο καιρό νομίζαμε ότι είναι δικό μας κατόρθωμα, δηλαδή η έμπνευση, ανακαλύπτουμε ότι έχει έναν καθολικό χαρακτήρα κι επιμερίζεται σε εμάς ανάλογα παράγοντας τις σκέψεις μας. Αν είχαμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε την προσωπική αθανασία, τι θα επιλέγαμε αλήθεια; Αφού στην πραγματικότητα, ο χρόνος, ο χώρος, το σύμπαν, το τίποτε και η αιωνιότητα είμαστε εμείς και η δική μας ερμηνεία.