Στη θεωρία των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών πιστεύεται ότι μια μεγάλη ομάδα γλωσσών, από την Ινδία μέχρι τη Δυτική Ευρώπη, μιλάει την ίδια γλώσσα επειδή αυτή η ομάδα έχει κοινή καταγωγή, η οποία τοποθετείται στις Ποντικές Στέπες (στην περιοχή πάνω από τον Καύκασο, ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και στην Κασπία). Αλλά η κοινή καταγωγή ίσως δεν μπορεί να εξηγήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ομοιότητες μεταξύ των διαφόρων αυτών γλωσσών, δεδομένου ότι η διασπορά τους από μια υποτιθέμενη πατρίδα θα έχει συσσωρεύσει μεγάλες αποκλίσεις. Τότε ο καλύτερος ίσως τρόπος για να εξηγήσει κάποιος τις ομοιότητες, είναι να υποθέσει ότι αυτές οι ομοιότητες προέκυψαν σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, μέσω πολιτισμικών ανταλλαγών. Ακόμα κι έτσι, κάποιοι πιστεύουν ότι ορισμένες λέξεις μπορεί να έχουν μια υψηλή κατάσταση διατήρησης, και προσπαθούν να ανασυνθέσουν ένα κοινό πρωτο-λεξικό με βάση αυτή την υπόθεση. Αλλά ακόμα και αυτές οι 'σημαντικές' λέξεις μπορούν να εξηγηθούν ως δάνεια. Επιπλέον, το νόημα των λέξεων αλλάζει, έτσι ώστε να μην έχει νόημα να αναζητηθεί μια αιτιώδης σχέση, ακόμα και αν αυτές οι λέξεις ακούγονται το ίδιο.
Η μιμητική φύση της γλώσσας
Η γλώσσα αποτελείται από μιμίδια, όχι γονίδια. Ομοιότητες στις λέξεις ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες δείχνουν τη σημασία της μίμησης κατά τη διαδικασία του εκπολιτισμού (acculturation). Λέξεις όπως θρησκεία, θεός, δημοκρατία, ουμανισμός, και ούτω καθεξής, εκφράζουν έναν ισχυρό συμβολισμό που μεταδίδεται μέσω της κουλτούρας χωρίς την αναγκαιότητα άμεσης επαφής. Όλες οι προηγούμενες λέξεις είναι δάνεια από τη Λατινική στην Αγγλική γλώσσα (π.χ. religionem>religion, κοκ), ανεξάρτητα από τη γενετική σχέση μεταξύ αυτών των γλωσσών.
Συνεπώς, αν θέλουμε να φτιάξουμε ένα μοντέλο χωρίζοντας γλώσσες σε διαφορετικές ομάδες σύμφωνα με τις ομοιότητές τους, θα πρέπει να βασιστούμε σε μιμίδια, όχι σε γονίδια, 'δείκτες.' Επιπλέον, αν υπάρχει ένας κοινός τόπος καταγωγής, αυτός θα αποτελεί ένα πολιτισμικό κέντρο ή ζώνη, όχι μια κοινή γονιδιακή δεξαμενή. Ακολουθώντας μεταλλάξεις για να εξηγήσουμε την εξάπλωση των γλωσσών είναι ανώφελο, δεδομένου ότι αυτές οι μεταλλάξεις θεωρούνται κοινές σε όλους τους ανθρώπους. Αν η ανθρωπότητα κατάγεται από την Αφρική, έτσι ώστε να φέρουμε τα ίδια γονίδια με τους σύγχρονους Αφρικανούς, τότε αυτό δεν έχει τίποτα να κάνει με τις γλώσσες, αφού οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι έννοιες σχετικά με τα πράγματα και τον κόσμο έχουν εξελιχθεί σε μια σχετικά πρόσφατη εποχή. Με άλλα λόγια, οι ομοιότητες λέξεων μεταξύ διαφορετικών γλωσσών του κόσμου μαρτυρούν την ενοποίηση στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης, ακόμα κι αν ο όρος 'σύγχρονη' μπορεί να αναχθεί αρκετά πίσω στο παρελθόν.
Θεωρία των αρχετύπων
Η δύναμη του
συμβολισμού έγινε κατανοητή νωρίς στην ανθρώπινη εξέλιξη. Η ζωγραφική σπηλαίων δείχνει έναν υψηλό βαθμό αφαίρεσης. Οι άνθρωποι κοιτούσαν τον ουρανό και
τα αστέρια και είχαν τη δυνατότητα να αναρωτηθούν για τα θαύματα του
ουρανού και της γης γύρω τους. Σε όλους τους πολιτισμούς υπάρχουν
επαναλαμβανόμενα μοτίβα που αφορούν έννοιες για τη ζωή, το θάνατο, την αναγέννηση, τα πνεύματα, τα φυσικά φαινόμενα, τη μοίρα των ανθρώπων. Μύθοι που αφορούν ήρωες εκπολιτιστές οι οποίοι σώζουν την ανθρωπότητα μετά από μια μεγάλη φυσική
καταστροφή είναι ευρέως διαδεδομένοι και φαίνεται να αντανακλούν μια βαθιά
ανθρώπινη ανάγκη για την ύπαρξη σκοπού και σωτηρίας. Όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν σε θεούς,
ανεξάρτητα ποιο είναι το όνομά τους. Με άλλα λόγια, αυτά τα αρχετυπικά μοτίβα υπάρχουν ανεξάρτητα και αντιστοιχούν σε βαθύτερες λειτουργίες
της ανθρώπινης 'ψυχής.'
Ο Carl Jung ανέπτυξε μια θεωρία των αρχετύπων ως παγκόσμια, αρχαϊκά μοτίβα και εικόνες που προέρχονται από το συλλογικό ασυνείδητο, και τα οποία αποτελούν το ψυχικό ανάλογο των ενστίκτων. Πρόκειται για αυτόνομες και κρυφές μορφές, οι οποίες μετασχηματίζονται μόλις εισέλθουν στη συνείδηση, αποκτώντας μια συγκεκριμένη μορφή και έκφραση από τους ανθρώπους και τις κουλτούρες. Όντας ασυνείδητα, η ύπαρξή τους μπορεί να θεωρηθεί μόνο έμμεσα, εξετάζοντας τη συμπεριφορά, εικόνες, την τέχνη, θρησκείες, ή όνειρα, Είναι κληρονομούμενα 'δυναμικά,' τα οποία υλοποιούνται όταν γίνονται αντιληπτά ως εικόνες, ή όταν εκδηλώνονται στη συμπεριφορά, κατά την αλληλεπίδρασή τους με τον εξωτερικό κόσμο.
Ο Jung περιέγραψε αρχετυπικά γεγονότα, όπως η γέννηση, ο θάνατος, ο χωρισμός από τους γονείς, η μύηση, ο γάμος, η ένωση των αντιθέτων, αρχετυπικές μορφές, όπως η μητέρα, ο πατέρας, το παιδί, ο διάβολος, ο θεός, ο σοφός γέρος, η σοφή γριά, ο ήρωας, και αρχετυπικά μοτίβα, όπως η αποκάλυψη, ο κατακλυσμός, η δημιουργία. Αν και ο αριθμός των αρχετύπων είναι άπειρος, υπάρχουν μερικά ιδιαίτερα αξιοσημείωτα, όπως η σκιά, ο σοφός γέρος, το παιδί, η μητέρα, και τέλος η anima και ο animus.
Υπάρχουν επιστήμονες οι οποίοι συνδέουν τα αρχέτυπα ακόμα και με το γενετικό κώδικα:
Ο Stevens προτείνει ότι το ίδιο το DNA μπορεί να διερευνηθεί για τη θέση και τη μετάδοση των αρχετύπων. Καθώς αυτά είναι σύγχρονα με τα φυσικά φαινόμενα, αναμένεται να εμφανίζονται όπου υπάρχει ζωή. Ο ίδιος ερευνητής αναφέρει επίσης ότι το DNA είναι το ανασυνδυασμένο αρχέτυπο των ειδών.
Ο Stein τονίζει ότι οι διάφοροι όροι που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή βιολογικών μονάδων, όπως τα γονίδια, τα ένζυμα, οι ορμόνες, οι καταλύτες, είναι έννοιες παρόμοιες με τα αρχέτυπα. Αναφέρει αρχετυπικές μορφές που αντιπροσωπεύουν βιολογικές αγγελιοφόρες μονάδες, όπως ο Ερμής, ο Προμηθέας, ή ο Χριστός.
Ο Rossi προτείνει ότι η λειτουργία και τα χαρακτηριστικά μεταξύ του αριστερού και του δεξιού εγκεφαλικού ημισφαιρίου μπορούν να μας επιτρέψουν να εντοπίσουμε τα αρχέτυπα στο δεξί ημισφαίριο. Ο ίδιος αναφέρει ότι η έρευνα υποδεικνύει ότι το αριστερό ημισφαίριο είναι υπεύθυνο κυρίως για τις λογικές λειτουργίες, ενώ το δεφί ημισφαίριο είναι υπεύθυνο κυρίως για την αντιληπτική ικανότητα. Έτσι το αριστερό ημισφαίριο είναι εξοπλισμένο με μια κριτική, αναλυτική λειτουργία, ενώ το δεξί ημισφαίριο λειτουργεί σε μια λειτουργία 'gestalt', βασισμένη στα αρχέτυπα.
Ο Henry υπαινίχθηκε ότι ο 'ερπετοειδής' εγκέφαλος είναι ένα αρχέγονο μέρος του σύγχρονου εγκεφάλου, και μπορεί να περιέχει όχι μόνο ένστικτα αλλά και αρχετυπικές δομές. Η υπόθεσή του είναι ότι υπήρξε μια εποχή στο παρελθόν όταν η συναισθηματική συμπεριφορά και αντίληψη ήταν λιγότερο ανεπτυγμένες, κι επομένως τα αρχετυπικά μοτίβα θα κυριαρχούσαν.
Εδώ μπορούμε να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στις έννοιες 'πρωτότυπα' και 'αρχέτυπα.' Τα πρωτότυπα είναι κοινά μοτίβα, που καθιερώνονται κάποια στιγμή στην πορεία της ιστορίας, και μεταδίδονται από πολιτισμό στον πολιτισμό. Τα αρχέτυπα, από την άλλη πλευρά, είναι πιο θεμελιώδη. Υπάρχουν ανεξάρτητα από τις παραδόσεις, δεν μεταδίδονται, αλλά αντίθετα προ-υπάρχουν στον ανθρώπινο ψυχισμό ως 'κατευθυντήρια μοτίβα' της συμπεριφοράς. (Οπότε τα μιμίδια ανήκουν στην κατηγορία των πρωτοτύπων.) Προκειμένου να συνδεθούν τα αρχέτυπα με τις γλωσσικές διεργασίες, ανεξάρτητα από το αν μπορούν να εντοπιστούν στα γονίδια, μπορεί να υποτεθεί ότι η ανθρώπινη ψυχή, σε όλο τον κόσμο και κατά τη διάρκεια των εποχών, εκφράζεται με ορισμένα πρότυπα συμπεριφοράς, τα οποία μπορούν να εντοπιστούν και να προβλεφθούν.
Σε ό,τι δε αφορά τη γλώσσα, μπορούμε να πούμε ότι οι άνθρωποι εκδηλώνουν τα ίδια μοτίβα κατά την ομιλία, ανεξάρτητα από τη φυλή ή τον πολιτισμό τους. Όλες οι γλώσσες, για παράδειγμα, αποτελούνται από ρήματα, επίθετα, ουσιαστικά, έχουν χρόνους και πτώσεις. Ίσως μάλιστα να μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα και να πούμε ότι όχι μόνο οι σημασίες αλλά και οι ήχοι των λέξεων έχουν σε κάποιες περιπτώσεις αρχετυπική προέλευση. Η λέξη για τον κύκλο, για παράδειγμα, είναι kikel στα εβραϊκά, αποκαλύπτοντας πιθανώς μια αρχετυπική μορφή της 'στρογγυλότητας,' εκφρασμένη μέσα από την επαναληπτική και κλειστή μορφή της λέξης.
Ωστόσο, ίσως είναι άσκοπο να πάμε τόσο μακριά. Κοινά πρότυπα γλωσσικής συμπεριφοράς δεν οδηγούν απαραίτητα σε ομοιότητες στους ήχους των λέξεων. Αλλά τα νοήματα που εκφράζονται με ένα λεξιλόγιο θα μπορούσαν να αναχθούν σε θεμελιώδεις έννοιες, σχετικά με τον άνθρωπο και την ύπαρξη (π.χ., ο μύθος του κατακλυσμού, ο ερχομός του προφήτη, η 'ανάμνηση' του χαμένου παραδείσου, κοκ). Με άλλα λόγια, μπορούμε να αναζητήσουμε την αλήθεια που κρύβεται πίσω από αυτές τις έννοιες όχι στο φυσικό χώρο, αλλά στην ίδια τη δομή της ανθρώπινης ψυχής. Επομένως, όταν εντοπίζουμε ανάλογες λέξεις μεταξύ διαφορετικών γλωσσών, θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι εκφράζουν αυτές οι ομοιότητες στο πλαίσιο του 'συλλογικού λεξιλόγιου' του ανθρώπινου πολιτισμού, αντί να αναζητούμε τους βιολογικούς Αδάμ και Εύα για να τις εξηγήσουμε. (Πόσο μάλλον όταν ο Αδάμ και η Εύα αντιπροσωπεύουν ένα κατεξοχήν αρχετυπικό ζευγάρι.)
Συμβολικές αναπαραστάσεις στη γλώσσα
Ο όρος 'τοτέμ' προέρχεται από την λέξη της φυλής Ojibwa 'ototeman,' που σημαίνει κάτι σαν 'ίδια φυλή.' Ο Durkheim εξέτασε το τοτεμισμό από μια κοινωνιολογική και θεολογική άποψη. Ήλπιζε να ανακαλύψει μια καθαρή θρησκεία σε μια πολύ αρχαϊκή μορφή και ισχυρίστηκε ότι η καταγωγή της θρησκείας βρίσκεται στον τοτεμισμό. Ο Franz Boas πρότεινε ότι ο τοτεμισμός δεν υποδεικνύει καμία ψυχολογική ή ιστορική καταγωγή, επειδή τα τοτέμ εμφανίζονται σε διαφορετικές φυλές και σε διαφορετικές εποχές. Θεωρούσε επίσης παράλογο να θέτουμε ερωτήματα σχετικά με την προέλευση του τοτεμισμού.
Το τοτέμ φαίνεται να αποτελεί ένα σύμβολο ενότητας. Επίσης αντιπροσωπεύει την πνευματική μορφή ενός κοινού αντικειμένου ή ζώου. Έτσι συνδέει το φυσικό με τον υπερβατικό κόσμο. Τα τοτέμ ουσιαστικά αντιπροσωπεύουν αρχέτυπα, αλλά μπορούν να διαφέρουν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ευρωπαϊκή προϊστορία έχουν οι πρώιμες καλλιτεχνικές απεικονίσεις, και ειδικότερα τα γυναικεία αγαλματίδια της 'Αφροδίτης,' τα οποία βρίσκονται σχεδόν σε όλη την Ευρώπη. Με ημερομηνίες για αυτά τα αγαλματίδια μεταξύ 29,000-14,000 χρόνια Β. P, η μεγάλη πλειοψηφία τους εμφανίζεται μεταξύ 23.000 και 25.000 χρόνια B. P. Παρόμοιες απεικονίσεις περιλαμβάνουν το σχήμα της μήτρας και ζώα. Πολλές ομοιότητες και συσχετισμοί φαίνεται να συμβαίνουν σε διάφορες τοποθεσίες, υποδεικνύοντας έναν καθολικό συμβολισμό και αφήνοντας την αίσθηση της ομοιομορφίας σε ολόκληρη την Ευρώπη, παρότι οι γυναικείες αυτές αναπαραστάσεις θα μπορούσαν να έχουν διαφορετικό περιεχόμενο κι ερμηνεία από διαφορετικές ομάδες ανθρώπων.
Μία από τις κύριες υποθέσεις στις οποίες στηρίχθηκε η IE θεωρία ήταν και η αντικατάσταση των θηλυκών ειδωλίων- συμβόλων της γονιμότητας από ανδρικά ειδώλια- σύμβολα της εξουσίας. Ωστόσο, τα γυναικεία αγαλματίδια εμφανίζονται αυθόρμητα. Επομένως, η αντικατάσταση με τα ανδρικά αγαλματίδια θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια φυσική εξελικτική διαδικασία, σε κάποια περίοδο όταν οι κοινωνίες πέρασαν από μια γυναικορατική- αγροτική σε μια ανδροκρατική- πολεμική κατάσταση. Στη σύγχρονη εποχή, ο Χριστιανικός σταυρός, λόγου χάρη, έχει αντικαταστήσει παλαιότερα θρησκευτικά σύμβολα. Αλλά οι πρώτοι Χριστιανοί δεν ήταν εκείνοι που έδωσαν τη γλώσσα τους στους Ρωμαίους. Επίσης, ο Ιησούς δεν ήταν 'ΙΕ θεότητα.' Επομένως η συσχέτιση της γλώσσας με σύμβολα εξουσίας είναι παρακινδυνευμένη.
Αρκετά ενδιαφέρον έχει το παραπάνω σχήμα που δείχνει το όνομα για τη μητέρα και τον πατέρα σε διάφορες γλώσσες του κόσμου. Είναι προφανές ότι αυτές οι λέξεις έχουν έναν οικουμενικό χαρακτήρα, πολύ πέρα από τα όρια των επιμέρους γλωσσών. Ακόμα και οι ιθαγενείς της Νέας Γουινέας χρησιμοποιούν την ίδια λέξη για τη μητέρα όπως και οι Βάσκοι! Αλλά μπορεί άραγε αυτή η ομοιότητα να ερμηνευθεί ως απόδειξη της κοινής (βιολογικής) καταγωγής όλων των γλωσσών, ή μήπως υποδεικνύει ένα κοινό πλαίσιο αρχέτυπης προέλευσης;
Το άλογο και ο τροχός
Η λέξη για το κοινό άλογο, όπως έχουμε δει, είναι διαφορετική στις σύγχρονες 'IE' γλώσσες, ενώ η λέξη για το 'επίσημο' άλογο ('ίππος') παρέμεινε η ίδια. Εδώ βλέπουμε ότι είναι το σύμβολο του ζώου που διατηρείται και όχι το ίδιο το ζώο. Η λέξη 'ίππος' στα Ελληνικά αποτελεί ασφαλώς δάνειο. Δεν υπάρχει ετυμολογία στην ελληνική γλώσσα που να οδηγεί στο διπλό π. Η πρωτότυπη λέξη θα μπορούσε να είναι κάτι σαν 'ίσπος,' οπότε έγινε 'ίππος' μετά από την αντικατάσταση του 'σ' με 'π.' Δεν θα προσπαθήσουμε να βρούμε μια ετυμολογία για το 'ίσπος' γιατί αν η λέξη ήταν ελληνική δεν θα είχε αλλάξει εξαρχής. Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για μια λέξη δάνειο η οποία δόθηκε από τους πρώτους αναβάτες αλόγων στους άλλους λαούς. Παρεμπιπτόντως, η τουρκική λέξη για το άλογο είναι 'at,' παρόμοια με την ελληνική λέξη 'άτι.' Θα πρέπει άραγε να αναμένουμε μια κοινή καταγωγή της λέξης για την ελληνική και τουρκική γλώσσα, ή είναι προτιμότερο να θεωρήσουμε ότι είναι μια λέξη δάνειο που χρησιμοποιήθηκε και από τους δύο αυτούς λαούς;
Ας δούμε τώρα την περίπτωση της λέξης 'κύκλος.' Οι λέξεις 'κύκλος' (circle) και 'τροχός' (wheel) ή 'τροχοφόρο όχημα' (vehicle) πιστεύεται ότι προέρχονται από την ίδια ΠΙΕ ρίζα 'veclo,' 'queqlo', ή κάτι τέτοιο. Ωστόσο, υπάρχει ένα αυτο-αναιρούμενο επιχείρημα εδώ. Αν οι ΙΕ είχαν ταυτίσει τον τροχό με τον κύκλο, τότε και όλοι οι άλλοι λαοί θα έπρεπε να είχαν κάνει το ίδιο. Δηλαδή θα έπρεπε να περιμένουμε να βρούμε κοινές λέξεις τόσο για τον τροχό όσο και για τον κύκλο και σε άλλες γλώσσες. Στην πραγματικότητα αυτό συμβαίνει. Για παράδειγμα, η Γίντις λέξη για τον 'κύκλο' είναι 'kikel' ή 'kikeleh' (http://en.wikipedia.org/wiki/Kike). Και αυτό είναι αναμενόμενο: το σύμβολο του κύκλου είναι ένα από τα πιο θεμελιώδη σε όλη ανθρώπινη ιστορία. Σχετίζεται με τον ήλιο, τη σελήνη, την κίνηση των αστεριών, τις εποχές, τον κύκλο του θανάτου και της αναγέννησης. Είναι το ίδιο σύμβολο με το οποίο ταυτίστηκε μία από τις πιο σημαντικές εφευρέσεις όλων των εποχών- ο τροχός. Επομένως, βλέπουμε ότι η λέξη 'κύκλος' δεν είναι προνόμιο των ΙΕ. Είναι μια καθολική έννοια, καλά ριζωμένη στη συλλογική μνήμη του ανθρώπινου λόγου, που εξαπλώθηκε με τη μίμηση και από διαφορετικές κουλτούρες με πολλούς σχετικούς τρόπους.
Έχουμε ήδη μιλήσει σχετικά με τη δυνατότητα σημαντικών δανείων μεταξύ των ΙΕ γλωσσών στα πλαίσιο της πολιτισμικής συσσώρευσης. Οι IE γλώσσες θα μπορούσαν να είναι απλώς διάλεκτοι μιας lingua franca, που μιλιόταν κατά μήκος 'δρόμων του πολιτισμού.' Αυτό μπορεί να έχει συμβεί περισσότερες από μια φορά. Όλες, φερειπείν, οι 'επίσημες,' 'σημαντικές' λέξεις, καθώς και ιδιαίτερες έννοιες (π. χ. έννοιες σχετικά με το Εγώ, τον Εαυτό, το Θεό, το υπερφυσικό, τον Πατέρα και τον Υιό, τον ήλιο και το φεγγάρι, το ρήμα είμαι, τα ονόματα των γραμμάτων και των αριθμών, κλπ. ) θα μπορούσαν να είναι δάνεια. Για παράδειγμα, στα ελληνικά υπάρχουν οι λέξεις 'άλογο' και 'ίππος,' και σαφώς υπάρχει διάκριση μεταξύ των δύο αυτών λέξεων. Στην πραγματικότητα, η λέξη'ίππος' δεν βρίσκεται σε κοινή χρήση, και χρησιμοποιείται μόνο σε σύνθετες λέξεις, όπως 'ιπποδρόμιο.' Έτσι, φαίνεται ότι υπάρχει μία 'ιθαγενής' λέξη (άλογο), όπως η λέξη 'horse' στα αγγλικά, και μια 'υπερτιθέμενη' (ίππος). (Στην πραγματικότητα, η λέξη 'horse,' από το Πρωτο- Γερμανικό *hursa-, είναι άγνωστης προέλευσης.)
Ο λύκος και η αρκούδα
Είδαμε πριν ότι σύμφωνα με τον καθηγητή Alinei, ο λόγος για τον οποίο οι IE χρησιμοποίησαν διαφορετικά ονόματα για την αρκούδα είναι γιατί αντικατέστησαν το κοινό όνομα με ένα 'τοτεμικό.' Σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, αυτό είναι η απόδειξη της Παλαιολιθικής προέλευσης αυτών των γλωσσών, γιατί ο τοτεμισμός θεωρείται ότι υπήρχε ήδη από εκείνη την εποχή. Ωστόσο, οι ίδιες γλώσσες μοιράζονται μια κοινή λέξη για το λύκο. Γιατί μια τοτεμική λέξη δεν εμφανίστηκε για το λύκο, που θα έδινε διαφορετικά ονόματα για το ζώο σε διαφορετικές γλώσσες; Ο λύκος σαν σύμβολο δεν μπορεί να θεωρείται λιγότερο σημαντικός από την αρκούδα. Στην περίπτωση αυτή, η πιο λογική εξήγηση είναι ότι η ΙΕ ομάδα γλωσσών αρχικά κατοικούσε σε κάποια περιοχή που υπήρχαν λύκοι αλλά όχι αρκούδες. Οπότε αυτή η αρχική περιοχή δεν θα μπορούσε να είναι οι ποντικές στέπες. Πρέπει να ήταν κάπου πιο νότια, όπου δεν υπάρχουν αρκούδες (αλλά υπάρχουν λύκοι). Αν προσπαθήσουμε να βιάσουμε αυτό το απλό συμπέρασμα προσθέτοντας έναν τοτεμικό παράγοντα ώστε να άλλαξε το όνομα για την αρκούδα σε ορισμένες γλώσσες, τότε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί αυτό δεν συμβαίνει για τις άλλες γλώσσες, ή γιατί δεν συνέβη και για τον λύκο, καθώς επίσης και για όλα τα άλλα σημαντικά ζώα με ομόηχες σε αυτές τις γλώσσες λέξεις. Αλλά αν υπήρχε πραγματικά μια τοτεμική λέξη για κάποιο αντίστοιχο ζώο, αυτή η λέξη θα έπρεπε να διατηρηθεί επειδή το σύμβολο για μια λέξη είναι πάντοτε ισχυρότερο από τον ήχο της λέξης. Με άλλα λόγια, είναι η αστρονομική σχέση με το σύμβολο για την αρκούδα που εξηγεί την ομοιότητα της λέξης ανάμεσα στην ελληνική και στη ρωμαϊκή γλώσσα (Μεγάλη Άρκτος στην ελληνική γλώσσα, Ursus Major στη Λατινική), ενώ άλλες γλώσσες είχαν άγνοια για το συμβολισμό (και για αυτό χρησιμοποίησαν διαφορετικά ονόματα για την αρκούδα).
Σπηλαιογραφίες
Προϊστορικές σπηλαιογραφίες έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές, και οι αρχαιότερες από αυτές πηγαίνουν πίσω περίπου 40.000 χρόνια, όπως στη σπηλιά του El Castillo στην Κανταβρία της Ισπανίας. Ο ακριβής σκοπός αυτής της ζωγραφικής δεν είναι γνωστός αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν πρόκειται απλά για διακόσμηση, επειδή οι σπηλιές στις οποίες έχουν βρεθεί δεν κατοικούνταν μόνιμα. Επίσης, οι ζωγραφικές αυτές βρίσκονται συχνά σε σημεία των σπηλιών που δεν είναι εύκολα προσβάσιμα. Κάποιοι θεωρούν ότι μπορεί να εξυπηρετούσαν την επικοινωνία μεταξύ των μελών της ομάδας, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι το περιεχόμενό τους ήταν θρησκευτικό ή τελετουργικό.
Καθώς αυτή η ζωγραφική έχει βρεθεί σε πολλές διαφορετικές περιοχές, φαίνεται ότι η προϊστορική τέχνη ήταν κοινή κατά την Παλαιολιθική Περίοδο, και ότι επινοήθηκε ανεξάρτητα. Το μυστηριώδες χαρακτηριστικό πάντως αυτών των σπηλαιογραφιών είναι ότι δεν πρόκειται για απλές αναπαραστάσεις των σχετικών ζώων, αλλά επίσης ότι περιλαμβάνουν αφηρημένες 'κουκίδες' ή 'κυματιστές γραμμές,' όπως, λόγου χάρη, φαίνεται στη ζωγραφιά της προηγούμενης εικόνας από τη σπηλιά του El Castillo, χρονολογημένη στα 40.800 χρόνια πριν.
Έχει προταθεί ότι τα αφηρημένα μοτίβα αντιπροσωπεύουν 'εικόνες' που κάποιος βλέπει σε κατάσταση έκστασης. Όλες οι αρχαίες θρησκείες προσπάθησαν να φθάσουν στον 'πνευματικό κόσμο' με τη βοήθεια ειδικών τελετουργιών και τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών. Κατά τη διάρκεια αυτών των τελετών, ο φυσικός κόσμος έσμιγε με τον υπερφυσικό, και ο μάγος- σαμάνος ερχόταν σε επαφή με τα πνεύματα, αποκτώντας έτσι την ικανότητα να θεραπεύει. Έτσι, σιγά-σιγά, η 'ψυχή' των απεικονιζόμενων ζώων ή αντικειμένων έγινε εξίσου σημαντική με την καθημερινή χρησιμότητα. Πολύ αργότερα, ο πρώτος ναός του κόσμου, που βρέθηκε στο Gobekli Tepe της σημερινή Τουρκίας, και ο οποίος χρονολογείται από την 8η- 10η χιλιετία π. Χ., δείχνει ότι η λατρεία μπορεί ακόμα και να προηγήθηκε από τη γεωργία. Οι πρώτοι δρόμοι των προσκυνητών θα μπορούσαν να είναι εξίσου σημαντικοί με τους πρώτους εμπορικούς δρόμους. Οι μεγαλιθικοί πολιτισμοί της Ευρώπης, για παράδειγμα, μπορεί να ιδρύθηκαν από θρησκευτικές ομάδες, οι οποίες ταξίδεψαν μεγάλες αποστάσεις για λόγους λατρείας, πολύ πριν από την έλευση της γεωργίας στις περιοχές αυτές. Συνεπώς, η τέχνη, η θρησκεία, και η κουλτούρα γενικότερα, φαίνεται ότι εξελίχθηκαν όχι σαν ένα παρα-προϊόν του ελεύθερου χρόνου, αλλά ως μια βαθύτερη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής.
Ψυχικοί δίδυμοι
Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το κλασικό δίλημμα: Φύση ή ανατροφή; Στην περίπτωση των πανομοιότυπων (ομοζυγωτών) διδύμων μπορούμε να προσδοκούμε ότι η συμπεριφορά, η οποία αρχικά εκφράζεται μέσω γονιδίων, μπορεί να μεταβληθεί σε ένα διαφορετικό περιβάλλον. Αλλά εδώ μας ενδιαφέρει το αρχέτυπο του 'δυισμού' κυρίως.
Ο αρχετυπικός μύθος των 'ψυχικών διδύμων' είναι αυτός του Κάστορα και Πολυδεύκη. Ήταν δίδυμοι αδελφοί, γνωστοί και ως Διόσκουροι, ή Gemini στους Ρωμαίους. Ο Κάστωρ ήταν θνητός αλλά ο Πολυδεύκης ήταν γιος του Δία, ο οποίος παραπλάνησε τη Λήδα με τη μορφή ενός κύκνου. Όταν ο Κάστωρ σκοτώθηκε, ο Πολυδεύκης ζήτησε από τον Δία να του επιτρέψει να μοιραστεί τη δική του αθανασία με το δίδυμο αδελφό του, κι έτσι μεταμορφώθηκαν στον αστερισμό των Διδύμων. Το ζεύγος αυτό είχε θεωρηθεί ως προστάτης των ναυτικών και είχαν επίσης συνδεθεί με την ιπποσύνη.
Οι ουράνιοι δίδυμοι εμφανίζονται επίσης στην ΙΕ παράδοση, όπως οι ελληνικοί Διόσκουροι, οι βεδικοί Ashvins, οι λιθουανικοί Ašvieniai, οι λετονικοί Dieva deli, οι σικελικοί Palici, οι γερμανικοί Alcis, οι ρωμαϊκοί Romulus και Remus, οι αγγλοσαξονικοί Hengest και Horsa.
Ο O'Brien ανασυνθέτει μια θεά των αλόγων με δίδυμους απογόνους, υποδεικνύοντας την Epona των Γαλατών, την ιρλανδική Macha, ή την ουαλική Rhiannon, σύμφωνα μ' έναν μύθο γέννησης των ιππομορφικών διδύμων. Οι μύθοι γύρω από τους Hengest και Horsa των Αγγλοσαξόνων μπορεί να έχουν προέλθει από μια κοινή πηγή, δεδομένου ότι το όνομα Hengest σημαίνει 'άτι' (στα γερμανικά, Hengst). Ο Shapiro σημειώνει τις ομοιότητες με τους σλαβικούς Volos και Veles, και τις κοινές ιδιότητες ως γιοι του Θεού- Ουρανού, αδέλφια της Ηλιακής Παρθένας, προστάτες των θαλασσών, κύριοι των αλόγων, μαγικοί θεραπευτές, ιδρυτές πόλεων, κοκ.
Όπως βλέπουμε το ρεπερτόριο χαρακτήρων που αποδίδεται στους 'θεϊκούς διδύμους' είναι πλούσιο. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις βλέπουμε μια σύνδεση μεταξύ αυτού του κόσμου και του υπερβατικού. Επιπλέον, το ζευγάρωμα ανθρώπων με θεϊκά άλογα θυμίζει το μύθο του Μινωταύρου. Αυτή η ένωση μεταξύ του θείου και του ζωώδους παράγει τον κόσμο των ανθρώπων, μισός λογικός και μισός ενστικτώδης. Συνεπώς, οι ομοιότητες μεταξύ αυτών των μύθων σε διαφορετικούς πολιτισμούς υποδεικνύουν την αρχετυπική επίδραση των αντίστοιχων συμβόλων (του θεϊκού και του γήινου), που ενώνονται για να δημιουργήσουν το φυσικό μας κόσμο.
Ο εκπολιτιστής ήρωας
Η έννοια του ήρωα- εκπολιτιστή στους μύθους είναι ανάλογη με το φαινόμενο του ιδρυτή στη βιολογία. Όπως στην τελευταία περίπτωση όπου μια μικρή ομάδα αποίκων ιδρύει μια νέα αποικία με τα γονίδιά τους, έτσι και στην περίπτωση του πολιτισμικού φαινομένου του ιδρυτή είναι μια κουλτούρα η οποία εγκαθιδρύεται στο μυαλό των ξένων πληθυσμών που συναντάει, με τους μύθους της, τις παραδόσεις, και τις πτυχές της κοινωνικής συμπεριφοράς.
Ένα κλασικό παράδειγμα εκπολιτιστή- ήρωα είναι αυτό του Προμηθέας. Στην ελληνική μυθολογία, ο Προμηθέας αψηφά τους θεούς και δίνει τη φωτιά στους ανθρώπους, μια πράξη που βοήθησε την πρόοδο και τον πολιτισμό. Σε μια άλλη εκδοχή του μύθου, ο Προμηθέας καθιερώνει τη μορφή της θυσίας ζώων που απαντάται στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Στη Δυτική κλασική παράδοση, ο Προμηθέας έγινε μια μορφή που εκπροσωπεί τον αγώνα του ανθρώπου, ιδιαίτερα στην αναζήτηση της επιστημονικής γνώσης, καθώς και τον κίνδυνο που εγκυμονεί αυτή η γνώση. Συγκεκριμένα, θεωρήθηκε στη Ρομαντική εποχή ως η έκφραση της μοναχικής ιδιοφυΐας, της οποίας οι προσπάθειες για βελτίωση της ανθρώπινης ύπαρξης θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε τραγωδία.
Οι μύθοι των εκπολιτιστών- ηρώων είναι ευρέως διαδεδομένοι σε όλο τον κόσμο, και συνδέονται με την ίδρυση πόλεων ή με το μύθο της δημιουργίας. Ένα πρωτότυπο του ήρωα- εκπολιτιστή είναι ο Σουμέριος Gilgamesh, ο πέμπτος βασιλιάς της Uruk, το 2.500 π.Χ. Αυτός είναι ο κεντρικός χαρακτήρας στο έπος του Gilgamesh, και περιγράφεται ως ημίθεος με υπερφυσική δύναμη, ο οποίος έκτισε τα τείχη της Uruk για να υπερασπίσει το λαό του από εξωτερικές απειλές, καθώς επίσης και ότι ταξίδεψε για να συναντήσει το σοφό Utnapishtim, ο οποίος λέγεται ότι είχε επιβιώσει από το Μεγάλο Κατακλυσμό.
Ένα ισχυρό στοιχείο εναντίον της κοινής καταγωγής των γλωσσών, είναι το γεγονός ότι διαφορετικοί λαοί έχουν διαφορετικούς ήρωες- εκπολιτιστές. Η αρχετυπική μορφή μπορεί να είναι η ίδια αλλά ο κάθε λαός δημιούργησε το δικό του μύθο για να εκφράσει τις ρίζες και την ταυτότητά του. Ακόμη και αν η διαφορά αυτή εξηγηθεί με την απώλεια της συλλογικής μνήμης εξαιτίας προσθήκης νέων πολιτιστικών στοιχείων, και πάλι αυτό είναι απόδειξη ενάντια στην κοινή καταγωγή. Στο Δυτικό πολιτισμό, ο πιο σημαντικός εκπολιτιστής- ήρωας έχει γίνει ο Χριστός. Ενσωματώνει το μύθο- δοξασία της Ανάστασης, και το όνομά του είναι κοινό μεταξύ πολύ διαφορετικών πολιτισμών σε ολόκληρο τον κόσμο. Μήπως θα έπρεπε αυτή η ομοιότητα να ερμηνευθεί ως απόδειξη για την κοινή προέλευση όλων αυτών των λαών; Και αν όχι, γιατί περιμένουμε ομόηχες λέξεις σε διαφορετικές γλώσσες για το όνομα του προκατόχου του, του Δία, να ερμηνευτούν με αυτόν τον τρόπο;
Θυσίες
Η θυσία ζώων, η οποία μεταξύ άλλων είχε ως σκοπό την εύνοια των θεών, μαρτυρείται σε πολλές θρησκείες ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβάνοντας τους Σουμέριους, τους Έλληνες, τους Ρωμαίους, τους Γερμανούς, τους Κέλτες, τους Αζτέκους, και τους Μάγιας. Απομεινάρια τέτοιων θυσιών μπορούν να βρεθούν ακόμα και σήμερα σε τελετές του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ. Τέτοιες τελετές θα μπορούσαν αρχικά να θεωρηθούν ως πράξεις εξιλέωσης του κυνηγού που σκότωσε το ζώο, αλλά στη συνέχεια η τελετουργία απέκτησε έναν πιο πολύπλοκο συμβολικό χαρακτήρα, γιατί το ζώο δεν χρησίμευε μόνο για φαγητό αλλά και για να εξιλεώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους. Επίσης, η τελετουργία μπορούσε να μεταμορφωθεί σε μια καθαρή αλληγορία, όπως στην περίπτωση των ινδουιστικών κειμένων, π.χ. στο Atharva Veda, όπου δηλώνεται ότι οι πραγματικές Βεδικές θυσίες γίνονταν με καρπούς και σπόρους, στους οποίους είχαν δώσει μεταφορικές ονομασίες ζώων.
http://en.wikipedia.org/wiki/Animal_sacrifice
http://en.wikipedia.org/wiki/Animal_sacrifice
Σε ό,τι αφορά τη θυσία αλόγων, πολλοί ΙΕ κλάδοι δείχνουν ότι την ασκούσαν, και η συγκριτική μυθολογία αναφέρει ότι αυτές οι θυσίες προέρχονται από μια ΠΙΕ τελετουργία. Ο ανακατασκευασμένος μύθος αφορά τη σύζευξη ενός βασιλιά με μια θεϊκή φοράδα, από την οποία ένωση γεννιόνται οι θεϊκοί δίδυμοι, υποδεικνύοντας μια τοτεμικής φύσης ταύτιση του ΙΕ ήρωα ή βασιλιά με το άλογο.
Ταφές αλόγων έχουν βρεθεί σε όλη την έκταση των Ευρασιατικών στεπών, από την 4η χιλιετία π.Χ. και έπειτα, σε Ινδο-Άριους, τουρκικούς και κινεζικούς πληθυσμούς. Στις περιπτώσεις αυτές, το άλογο αντιπροσωπεύει ένα σύμβολο εξουσίας. Σε μεταγενέστερες εποχές, άρματα βρέθηκαν επίσης θαμμένα μαζί με τον ιδιοκτήτη τους. Η εφεύρεση τόσο των αρμάτων όσο και των αλόγων ιππασίας μπορεί φυσικά να αποδοθεί σε πληθυσμούς που ζούσαν στις ανοικτές πεδιάδες του Βορρά, επειδή ανάγλυφο σε αυτές τις περιοχές είναι κατάλληλο για αυτές τις δραστηριότητες. Ωστόσο, ο συμβολισμός της εξουσίας σίγουρα δεν προέρχεται από αυτές τις περιοχές. Εξουσία δεν σημαίνει απλά σεβασμός και υπακοή στον ηγεμόνα, αλλά πάντα συνοδεύεται από σύμβολα ιδιοκτησίας και πλούτου. Επιπλέον, ο ηγεμόνας πρέπει να επιδεικνύει δεξιότητα όχι μόνο στην ιππασία αλλά και σε θέματα διοικητικής οργάνωσης. Ακόμη και αν η λέξη 'ίππος' είναι ΙΕ (αν όχι τουρκική όπως και η λέξη 'kurgan), τα σύμβολα πολιτικής εξουσίας, καθώς και οι σχετικές λέξεις, προήλθαν από τον πολιτισμένη κόσμο του Νότου. Οι περισσότερες λέξεις, για παράδειγμα, της Αγγλικής γλώσσας που σχετίζονται με την κοινωνική και πολιτική οργάνωση (συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των λέξεων 'πολιτισμός,' 'οργάνωση,' 'κοινωνία' και 'πολιτική') είναι δάνεια από την Ελληνική και τη Λατινική γλώσσα. Μήπως πρέπει να περιμένουμε ότι οι Έλληνες και οι Λατίνοι πήραν αυτό το εξελιγμένο λεξιλόγιο από τους 'ΠΙΕ,' ή ότι ήταν μια ανεξάρτητη εφεύρεση (ή ένα κοινό λεξιλόγιο των προηγμένων πολιτισμών), ανεξάρτητα από τον τόπο της καταγωγής ήταν; Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι θεωρούνται IE, δεν ευλογεί τον σκοπό της κοινής προέλευσης σε καμία περίπτωση.
Μη- τοπικότητα στην εξέλιξη
Πώς θα μπορούσε η έννοια της μη τοπικότητας και η κβαντική σύζευξη να ενσωματωθούν στη μελέτη για την προέλευση και εξέλιξη των γλωσσών; Η προσέγγιση της «Μεγάλης Έκρηξης» για την κοινή καταγωγή σε κάποιο φυσικό τόπο πρέπει να θεωρηθεί παρωχημένη. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια θεωρία των «πολλών συμπάντων» στη γλωσσολογία, δηλαδή ένα γλωσσικό συνεχές στο χώρο και στο χρόνο, με σκοπό να εξηγήσουμε τις ομοιότητες ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες, στο πλαίσιο του εκπολιτισμού. Αυτό δε σημαίνει ότι μια ομάδα γλωσσών δεν μπορεί να ξεκινήσει από μια κοινή πηγή. Αλλά αυτή η πηγή είναι πρώτα απ’ όλα πολιτισμικής φύσης, έτσι ώστε δεν πρέπει να θεωρηθεί ως κάτι περιορισμένο στο χώρο και στο χρόνο.
Η μη τοπικότητα μπορεί να εξηγηθεί με έναν σχετικά απλό τρόπο με τα προηγούμενα διαγράμματα. Τοπικές αλληλεπιδράσεις (πρώτο διάγραμμα) συμβαίνουν κατευθείαν μεταξύ των γεγονότων Α και Β. Η μη τοπική σύνδεση δείχνεται στο δεύτερο διάγραμμα. Τα γεγονότα A και B δεν αλληλεπιδρούν άμεσα μεταξύ τους, αλλά έμμεσα μέσω του γεγονότος Ο. Πράγματα τα οποία, λόγου χάρη, βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση βρίσκουν το έδαφος ταυτόχρονα, επειδή συνδέονται μεταξύ τους (έμμεσα) μέσω του βαρυτικού πεδίου. Στην περίπτωση των γλωσσών, ένα τέτοιο «πεδίο» αναπαρίσταται από ένα ισόγλωσσο το οποίο διαδίδεται σε όλο το χώρο και καθοδηγεί πράγματα να κινηθούν. Αυτά τα πράγματα είναι άνθρωποι, προϊόντα, ιδέες και γλώσσες. Οπότε πρόκειται για ένα «πολιτιστικό» πεδίο, το οποίο δρα ως ένας ενοποιός παράγοντας, φέρνοντας σε επαφή, μεταξύ άλλων, διαφορετικές γλώσσες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε πραγματικά να εξηγήσουμε ομοιότητες μεταξύ γλωσσών. Αλλιώς διαρκώς αντιμετωπίζουμε παράδοξα. Γιατί, για παράδειγμα, κάποιες γλώσσες έχουν την ίδια λέξη για το λύκο, και όχι για την αρκούδα; Αν δεχθούμε ωε πιθανή εξήγηση ότι κάποιες γλώσσες διαφοροποιήθηκαν επειδή χρησιμοποίησαν μια τοτεμική λέξη, στην πραγματικότητα είναι η τοτεμική λέξη που θα έπρεπε να διατηρηθεί. Συμβολικά νοήματα που σχετίζονται με θεότητες και το υπερφυσικό (για παράδειγμα, η λέξη για το θεό =Δίας, τον κάτω κόσμο= Άδης, το άλογο= ίππος, ιπποδρόμιο, κλπ.). Επομένως, η όποιες ομοιότητες θα πρέπει να συνδεθούν με τις αντίστοιχες συμβολικές αναπαραστάσεις, οι οποίες εκφράζουν κοινές έννοιες και νοήματα. Η μη τοπικότητα στις γλώσσες σημαίνει απλά ότι οι γλώσσες μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους με τέτοιον έμμεσο τρόπο (χωρίς απαραίτητα τη μετακίνηση ανθρώπων), στο πολιτισμικό πλαίσιο της εποχής τους.
Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα να δείξουμε μη τοπικά φαινόμενα στις γλώσσες (σε αυτήν την περίπτωση με τη μορφή συμμετρίας) είναι η centum-satem συμπληρωματικότητα. Οι όροι ‘centum’ και ‘satem’ προέρχονται από τις λέξεις για το ‘εκατό’ σε μια αντιπροσωπευτική γλώσσα κάθε ομάδας: Στα Λατινικά είναι centum (προφέρεται /k/entum) και στα Αβεστικά (αρχαία Περσικά) satem. Η υποθετική περιοχή που έλαβε χώρα ο ‘σατεμισμός,’ σύμφωνα με τον εφευρέτη της ιδέας, von Bradke, φαίνεται με το σκούρο κόκκινο (προηγούμενη εικόνα) , σε μια περιοχή που ταυτίζεται με τους πολιτισμούς Sintashta/Abashevo/Srubna.
Το centum- satem ισόγλωσσο θεωρείται ως εξέλιξη της ΠΙΕ γλώσσας. Πιστεύεται ότι προηγήθηκε ο ‘κεντουμισμός’ κι ακολούθησε ο ‘σατεμισμός,’ αν και στοιχεία από τις Ανατόλιες διαλέκτους δείχνουν ότι η centum δεν ήταν η αρχική κατάσταση στα ΠΙΕ.
Η centum-satem διάκριση είναι ιδιαίτερα προβληματική. Πρώτα απ’ όλα, η λέξη για το ‘εκατό’ είναι ‘διπλή:’ Eka-sau στα Hindi (αρχαία Ινδικά). Αν κρατήσουμε και τα δυο μέρη, τότε έχουμε κάτι σαν ‘εκατό’ στα Ελληνικά. Αλλά αν κρατήσουμε μόνο το πρώτο μέρος, έχουμε ‘sto’ (στα Ρώσικα), ή ‘sad’ στα Περσικά. Δεν αντιπροσωπεύει μια βαθύτερη συμμετρία ανάμεσα σε αυτές τις γλώσσες, αλλά απλά μια επιλογή ανάμεσα στα δύο μέρη της λέξης. Η στροφή από τον ‘κεντουμισμό’ στο ‘σατεμισμό’ δείχνει ακριβώς την εγκατάλειψη του πρώτου μέρους. Για να δώσουμε μια ιδέα της πραγματικής βαθύτερης συμμετρίας, ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη ‘Ehun’ στα Βασκικά, και ‘Cent’ στα Καταλανικά, οπότε Ehu(s)-cen(t). Είναι αξιοσημείωτο πόσο κοντά βρίσκεται η Βασκική λέξη για το ‘εκατό’ με την Αγγλική (Γοτθικά hund, παλιά Γερμανικά hunt).
Παρεμπιπτόντως, το γεγονός ότι ‘αρχέγονα’ σύμφωνα υπήρχαν στην Πρωτο- Ανατόλια γλώσσα δείχνει πως η Ανατολία φαίνεται να είναι το πιο πιθανό μέρος για μια κοινή καταγωγή. Αλλά και πάλι, αυτό σημαίνει κοινή πολιτιστική, και όχι γενετική, καταγωγή. Οπότε αναφερόμαστε σε ένα ισόγλωσσο, το οποίο κατά τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ., όπως είπαμε, χρησίμευσε σαν ένα μεγάλο «παζάρι» για την συνάντηση, ενοποίηση κι εξέλιξη νέων γλωσσών.
Σε κατάσταση σύζευξης, στη φυσική, ένα σύστημα που αποτελείται από δύο μέρη δείχνει μια συμμετρία ως προς αυτά τα μέρη. Αν το ένα μέρος έχει σπιν ‘πάνω,’ το άλλο μέρος θα έχει (ταυτόχρονα) σπιν ‘κάτω.’ Για τους σκοπούς μας, το ‘ακαριαίο’ μπορεί να ερμηνευτεί ως ανεξαρτησία. Ίσως είναι δύσκολο να βρούμε ένα τέτοιο παράδειγμα μεταξύ δυο γλωσσών, αλλά έχω υπόψη ένα παράδειγμα παρερμηνείας στην Ελληνική γλώσσα. Υποτίθεται ότι στην Ελληνική γλώσσα τα επιθέματα της μορφής –ινθ- είναι προ- Ελληνικά. Για παράδειγμα, τοπωνύμια όπως Κόρινθος. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά παραδείγματα κοινών λέξεων στην Ελληνική τα οποία δεν είναι τοπωνύμια. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λέξη ‘άνθος.’ Εκτός του ότι τέτοιες λέξεις μπορεί να είναι σύνθετες (το επίθεμα –θεν- στα Ελληνικά δηλώνει τόπο), μπορεί επίσης να παρήχθησαν από αντιστροφή. Πάρτε για παράδειγμα τα ακόλουθα ζευγάρια λέξεων: Εντός-Έθνος, πότνιος (αγαπητός)- πόντιος (μακρινός), καρτερός- κρατερός, σταρτηγός-στρατηγός, αργός-αγρός. Σε κάποιες περιπτώσεις οι δύο λέξεις του ζεύγους έχουν και το ίδιο νόημα. Οπότε υπάρχει μια φυσική διαδικασία που παράγει τα επιθέματα –ινθ- μέσα στα πλαίσια της ίδιας γλώσσας. Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι οι λέξεις ‘άνθος’ και ‘λουλούδι’ μοιάζουν ‘λιγότερο Ελληνικές’ από μια λέξη της μορφής ‘φλώρος,’ σε συμφωνία με την ίδια λέξη σε άλλες ‘ΙΕ’ γλώσσες, για παράδειγμα ‘flower’ στα Αγγλικά, fleur στα Γαλλικά, fiori στα Ιταλικά. Η λέξη αυτή βέβαια υπάρχει στα Ελληνικά αλλά έχει αποκτήσει μια διαφορετική (και αρνητική) σημασία. Οπότε πρόκειται για μια περίπτωση αντιστροφής νοήματος.
Φαίνεται ότι οι λέξεις ‘περιφέρονται,’ σαν σε κατάσταση ‘υπέρθεσης,’ πάνω από ένα ‘σημασιολογικό πεδίο,’ εωσότου κάποιος τις διαλέξει κάποια στιγμή, με το ίδιο ή άλλο νόημα. Ωστόσο, οι ομοιότητες βρίσκονται πάντοτε κατόπιν σύγκρισης, εκ των υστέρων. Οπότε, κάθε φορά που θεωρούμε κάποια ομοιότητα, αποδίδουμε και κάποιο νόημα για να εξηγήσουμε την ομοιότητα. Η λέξη ‘me,’ για παράδειγμα είναι κοινή σε IE γλώσσες (mich στα Γερμανικά, meh στα Ιταλικά, με στα Ελληνικά, mujhe στα Hindi, κλπ.). Αλλά πρέπει να ερμηνεύσουμε ως απόδειξη κοινής καταγωγής αυτήν την ηχητική ομοιότητα; Βέβαια κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αυτή η λέξη είχε ανέκαθεν και το ίδιο νόημα. Αλλά, για να δώσουμε ένα άλλο σχετικό παράδειγμα, η λέξη ‘εγώ’ (‘I’ ή ‘me’ στα Αγγλικά) δεν έχει το ίδιο νόημα στα Αγγλικά. Είναι δάνειο στην Αγγλική γλώσσα με ένα συγκεκριμένο, ‘επιστημονικό,’ περιεχόμενο. Επομένως πώς ξέρουμε ότι η λέξεις ‘με’ ή ‘εγώ’ δεν εξελίχθηκαν σε διαφορετικές γλώσσες με τον ίδιο τρόπο για να διατηρήσουν ένα κοινό νόημα για κάποια ιδιαίτερη κατάσταση της ‘ύπαρξης, μέσα στα πλαίσια ενός ισόγλωσσου;
Η προηγούμενη ομοιότητα, σχετικά με την προσωπική αντωνυμία ‘εμέ,’ είναι εντυπωσιακή. Αλλά καθώς υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι να εκφράσουμε τις προσωπικές αντωνυμίες (για παράδειγμα, εγώ, εμένα, μου), πρέπει να αναμένουμε έναν μεγάλο βαθμό διαφοροποίησης αυτών των αντωνυμιών κατά τη διάρκεια των χιλιετηρίδων και ύστερα από την υποτιθέμενη διαίρεση των ΙΕ γλωσσών. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι πρόκειται για ένα παράδειγμα υψηλού βαθμού διατήρησης για κάποιες ιδιαίτερες λέξεις. Αλλά, θεωρώντας μια άλλη ‘ιδιαίτερη’ περίπτωση, το ρήμα ‘είμαι’ δεν έχει διατηρηθεί στην ίδια ομάδα γλωσσών. Είναι το ίδιο στα Λατινικά (esse) και στα Ελληνικά (εστί/είναι) αλλά διαφορετικό στις Γερμανικές γλώσσες. Γιατί το ‘εμέ’ διατηρήθηκε, και όχι το ‘ειμί;’ Αυτό, ξανά, όπως στο παράδειγμα με τη σύγκριση των λέξεων ‘λύκος’/’αρκούδα,’ μπορεί να υποδεικνύει μια αρχαιότερη διαίρεση αυτών των γλωσσών. Αλλά, όπως έχουμε υποθέσει σε αυτό το κείμενο, τόσο το ‘εμέ’ όσο και το ‘είμαι,’ αν συνδεθούν με μια ανώτερη κατάσταση της ύπαρξης, μαρτυρούν έναν υψηλό βαθμό αυτεπίγνωσης και έναν εξίσου μεγάλο βαθμό σεβασμού απέναντι στην ύπαρξη. Όντως, δεν θα πρέπει να θεωρούμε τη λέξη ‘εγώ’ λιγότερο σημαντική από τη λέξη ‘θεός,’ καθώς η ομοιότητα σε διάφορες γλώσσες για την πρώτη λέξη μπορεί να εξηγηθεί με τον ίδιο τρόπο όπως η ομοιότητα για τη δεύτερη λέξη. Η έννοια του ισογλώσσου και πάλι αποκτά μέγιστη σημασία, αν θέλουμε να εξηγήσουμε τέτοιες ομοιότητες.
Αλλαγή γλωσσικού παραδείγματος
Εδώ μπορούμε να θέσουμε την ακόλουθη ερώτηση: Αν, από τη μία πλευρά, τα αρχέτυπα υπάρχουν τότε γιατί λέξεις σχετικές με θεμελιώδεις έννοιες είναι διαφορετικές σε διαφορετικές ομάδες γλωσσών; Από την άλλη μεριά, αν όλες οι γλώσσες (ακόμα και σε πρωταρχική μορφή) έχουν κοινή καταγωγή τότε γιατί, και πάλι, λέξεις θεμελιωδών εννοιών είναι διαφορετικές σε διαφορετικές ομάδες γλωσσών, ή γιατί ίδιες λέξεις έχουν διαφοροποιηθεί; Η απάντηση μπορεί να είναι ότι η διαφοροποίηση γλωσσικών ομάδων δείχνει μια εσκεμμένη πράξη απόκτησης ιδιαίτερης πολιτιστικής ταυτότητας. Έτσι, η διαφοροποίηση γλωσσικών ομάδων και γλωσσών είναι μια διαδικασία η οποία πηγαίνει πολύ πίσω στην προϊστορία των γλωσσών. Ο λόγος για τον οποίο ομάδες σύγχρονων γλωσσών έχουν μεταξύ τους ομοιότητες είναι κυρίως εξαιτίας της απόκτησης ιδιαίτερης ταυτότητας σε σχετικά πρόσφατα εποχή και στα πλαίσια της πολιτισμικής συσσώρευσης.
Ωστόσο, τα κύρια κίνητρα για την εξέλιξη της γλώσσας παραμένουν τα ίδια. Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται ομιλούντες, αλλά μαθαίνουν να μιλάνε. Αυτό από μόνο του αποτελεί απόδειξη ότι οι γλώσσες δεν γεννιούνται σε έναν κοινό τόπο αλλά διαμορφώνονται μέσα σε μια κοινή κουλτούρα. Οι άνθρωποι μαθαίνουν τι λέξεις και τα νοήματά τους, χωρίς να ρωτάνε αν αυτές οι λέξεις είναι ‘ντόπιες’ ή ‘ξενικής καταγωγής.’ Για αυτό μια πιθανή κοινή καταγωγή είναι κυρίως πολιτισμική, όχι γενετική, και υποδεικνύεται από τις ομοιότητες στα νοήματα των λέξεων, ενώ οι όποιες ηχητικές ομοιότητες έχουν να κάνουν περισσότερο με μια επιφανιακή και παθητική πράξη μίμησης.
Αλλαγή γλώσσας σημαίνει ότι μια ομάδα ανθρώπων ή ένα ολόκληρο κράτος αρχίζει να χρησιμοποιεί μια άλλη γλώσσα. Αν δεν θεωρήσουμε ότι νεοεισερχόμενοι πληθυσμοί εξοντώνουν τον προηγούμενο πληθυσμό, τότε η αλλαγή γλώσσας είναι μια μάλλον σταδιακή διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα λόγω κάποιων πλεονεκτημάτων που έχει η νέα γλώσσα για τον ιθαγενή πληθυσμό. Οι Γερμανικές φυλές, για παράδειγμα, που κυρίευσαν τη Ρώμη (κι εγκαταστάθηκαν εκεί), υιοθέτησαν τη Λατινική γλώσσα, για θρησκευτικούς και πολιτικούς λόγους. Οι Φράγκοι, οι οποίοι απετέλεσαν στη συνέχεια τους Γάλλους (French), είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Η δύναμη της γλώσσας είναι πολύ πιο δυνατή από τη γενετική συγγένεια. Αν αυτό γίνει συνειδητό από τις τρέχουσες θεωρίες σχετικά με την καταγωγή της γλώσσας, τότε οι περιπτώσεις αλλαγής γλώσσας θα αποτελούν μια υποκατηγορία μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο το οποίο θα προσδιορίζεται από μια αλλαγή γλωσσικού παραδείγματος, από τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τις γλωσσικές διαδικασίες. Οι ομοιότητες ανάμεσα σε γλώσσες, αν δεν αντιμετωπιστούν επιφανειακά, αποκαλύπτουν τη δύναμη του εκπολιτισμού, μέσω της διαδικασίας της μίμησης.
Ακόμα κι αν οι γλώσσες μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε διαφορετικές ομάδες με βάση μια κοινή γενετική καταγωγή, η διαδικασία της πολιτισμικής συσσώρευσης είναι τόσο ισχυρή έτσι ώστε, ακόμα κι αν οι λέξεις ‘μαμά’ και ‘μπαμπάς’ είναι αρχετυπικής προέλευσης, τα μοτίβα μίμησης έχουν τόσο εξελιχθεί και διαφοροποιηθεί ώστε η πρωτότυπη λέξη ‘πάτερ’ έχει καταλήξει αν σημαίνει την εξουσία, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και τον ίδιο το θεό, όχι το οικείο πρόσωπο της παιδικής μας ηλικίας. Το να περιμένουμε τέτοιες ομοιότητες σε λέξεις να σχετίζονται με το αρχαϊκό γλωσσικό ή γενετικό παρελθόν μας, είναι λανθασμένο και παρωχημένο, με την ίδια έννοια ότι δεν αποκαλούμε πλέον τα πουλιά δεινοσαύρους, παρότι ήταν στο απώτερο παρελθόν.