8 Ιουλ 2025

Το τίποτε αξίζει κάτι

 


A)   Σχετικά με το τίποτε

 

1.     Κάποιος μας ρωτάει:

 

-        Τι συμβαίνει;

 

2.     Και απαντάμε:

 

-        Τίποτε.

 

B)    Αλλά πόσα πράγματα κρύβονται πίσω από αυτό το αόριστο «τίποτε»;

 

3.     Πόσες φορές δεν έχουμε βρει τον εαυτό μας να κάθεται σ’ ένα δωμάτιο, βλέποντας τηλεόραση ή παίζοντας στον υπολογιστή, ή απλά κοιτάζοντας τον τοίχο, χωρίς να έχουμε τίποτε να κάνουμε;

 

4.     Ίσως το 90% της ζωής μας αποτελείται από τέτοιο άχρηστο χρόνο, ο οποίος περνά αφήνοντάς μας άπραγους, βλέποντας τη ζωή μας να φεύγει χωρίς νόημα.

 

C)    Η αδράνεια είναι η ρίζα όλων των κακών...

 

5.     Είναι η δική μας τεμπελιά η βαθύτερη αιτία αυτής της αδράνειας; Είναι η παράξενη δύναμη της αδράνειας, που κυβερνά τις ψυχές μας, καθώς και όλη την ύλη στο σύμπαν;

 

6.     Ή μήπως υπάρχει κάτι που κρύβεται πίσω από την ανικανότητά μας να δράσουμε;

 

7.     Θυμάμαι μια φορά που ήμουν τόσο παραλυμένος από κάποιο περίεργο συναίσθημα που δεν μπορούσα καν να κουνηθώ...

 

8.     Τι είναι αυτό το είδος του τίποτε, που γίνεται τόσο πυκνό ώστε να κυριαρχεί βαθιά μέσα μας, παραλύοντας όλες τις πράξεις και τις σκέψεις μας;

 

9.     Υπάρχει ένας ασυνείδητος φόβος πίσω από την απροθυμία μας να κάνουμε κάτι, τη φύση του οποίου αγνοούμε;

 

D)   Αν το τίποτε είναι τελικά κάτι...

 

10.  Πιστεύω ότι αυτό το «τίποτε» που απαντάμε όταν αναρωτιόμαστε τι λάθος συμβαίνει με εμάς είναι σίγουρα «κάτι», ή ακόμα και ένα σωρό πράγματα, τα οποία έχουν συγκεντρωθεί στο μυαλό μας, πιθανώς ανεπιθύμητα, και τα οποία εμποδίζουν τη θέλησή μας να δράσουμε.

 

11.  Κακές αναμνήσεις, υποχρεώσεις που θα θέλαμε να αποφύγουμε- αν το σκεφτούμε δεν υπάρχει τίποτε που δεν θα θέλαμε να κάνουμε ανά πάσα στιγμή.

 

12.  Γιατί λοιπόν δεν αφήνουμε στην άκρη τέτοιες κακές σκέψεις; Αλλά πρώτα πρέπει να επικεντρωθούμε σε αυτό το «τίποτε» που μας στοιχειώνει, να συνειδητοποιήσουμε τι πραγματικά είναι, και να το αντιμετωπίσουμε.

 

E)    Αν δεν μπορούμε να αποφύγουμε κάτι τότε είναι προτιμότερο να το απολαύσουμε...

 

13.  Αλλά ακόμα κι αν, και αυτό θα συνέβαινε σε κάποια ακραία περίπτωση, είχαμε ήδη λύσει όλα τα προβλήματά μας, ή τουλάχιστον τα βασικά, θα μπορούσαμε ακόμα να αισθανθούμε ότι δεν υπάρχει τίποτε να κάνουμε;

 

14.  Αν βρίσκαμε όλες τις απαντήσεις στα μεγαλύτερα και βαθύτερα προβλήματα σχετικά με τη φύση του σύμπαντος και το νόημα και τον σκοπό της ζωής, τι θα μας έμενε τότε να κάνουμε;

 

F)    Έτσι αναρωτιέμαι... 

 

15.  Ποιο είναι το πρόβλημα;

 

16.  Τίποτε;...

 

17.  Αλλά αν το τίποτε είναι το πρόβλημα, πρέπει να υπάρχει κάτι ακόμα...

 

10/1/2018

Εικόνα: [https://www.deviantart.com/fireforlight/art/Nothing-is-Something-Worth-Doing-349835404]

 

2 Ιουλ 2025

Σκιά της σκέψης

 


A)   Πλατωνικές Μορφές

 

1.     Αυτή είναι μια περιγραφή των πλατωνικών Ιδεών:

 

Η θεωρία των Μορφών, ή θεωρία των Ιδεών, είναι μια άποψη που αποδίδεται στον Πλάτωνα, και η οποία υποστηρίζει ότι οι μη φυσικές (αλλά ουσιαστικές) Μορφές (ή Ιδέες) αντιπροσωπεύουν την πιο ακριβή πραγματικότητα. Ο Πλάτωνας μιλά για αυτές τις οντότητες μόνο μέσα από τους χαρακτήρες (κυρίως τον Σωκράτη) των διαλόγων του, οι οποίοι μερικές φορές υποδηλώνουν ότι αυτές οι Μορφές είναι τα μόνα αντικείμενα μελέτης που μπορούν να προσφέρουν γνώση. Η ίδια η θεωρία αμφισβητείται μέσα από τους διαλόγους του Πλάτωνα, και είναι ένα γενικό σημείο διαμάχης στη φιλοσοφία. Η πρώιμη ελληνική έννοια της Μορφής προηγείται της επιβεβαιωμένης φιλοσοφικής χρήσης, και αντιπροσωπεύεται από έναν αριθμό λέξεων που έχουν να κάνουν κυρίως με την όραση και τα φαινόμενα. [1]

 

2.     Φανταστείτε ότι ο κόσμος αποτελείται, αντί για θεμελιώδη σωματίδια, από κάποιες βασικές δομές, οι οποίες έχουν κάποιο σχήμα, χρώμα, λειτουργία ή σκοπό. Ότι αντί για κάποια δυσδιάκριτα σημειακά σωματίδια, ο κόσμος αποτελείται από κάποιες θεμελιώδεις οντότητες, διαφορετικές η μία από την άλλη, οι οποίες, εκτός από τις μηχανικές ιδιότητες της ύλης (όπως η μάζα, το φορτίο κ.λπ.), δημιουργούν επίσης τις «ψυχικές» ιδιότητες του πνεύματος (όπως τα συναισθήματα) και των αισθήσεων. Τέτοιες οντότητες μπορούν να ονομαστούν αρχέτυπα. Για παράδειγμα, όπως κάποιο σωματίδιο αντιστοιχεί σε μια ιδιότητα της ύλης (π.χ. το ηλεκτρόνιο στο φορτίο), έτσι ένα αρχέτυπο μπορεί να αντιστοιχεί όχι μόνο σε μια υλική ιδιότητα αλλά και σε μια ψυχική ιδιότητα (ένα χρώμα, μια ιδέα, ένα συναίσθημα, μια αίσθηση, ένας συγκεκριμένος σκοπός).

 

3.     Μια παρόμοια ιδέα προέρχεται από τη φυσική θεωρία των χορδών (ένας συγκεκριμένος τρόπος δόνησης μιας χορδής δημιουργεί μια συγκεκριμένη ιδιότητα της ύλης). Αλλά εδώ οι δονούμενοι τρόποι των αρχέτυπων δημιουργούν επίσης την ψυχική πραγματικότητα. Τέτοια θα μπορούσε να είναι μια θεωρία των πάντων (Θεωρία της Μορφής όπως θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε), συνδυάζοντας την υλική και την πνευματική πραγματικότητα. [2]

     

B)    Η αλληγορία του σπηλαίου

 

4.     Αυτή είναι μια περιγραφή, σύμφωνα με την προηγούμενη εικόνα:

 

Στην αλληγορία του σπηλαίου, ο Πλάτωνας παρομοιάζει τους ανθρώπους που δεν μυούνται στη Θεωρία των Μορφών με φυλακισμένους αλυσοδεμένους σε μια σπηλιά, ανίκανους να γυρίσουν το κεφάλι τους προς τα πίσω. Το μόνο που μπορούν να δουν είναι ο τοίχος της σπηλιάς. Πίσω τους καίει μια φωτιά.  Μεταξύ της φωτιάς και των κρατουμένων υπάρχει ένα στηθαίο, κατά μήκος του οποίου μπορούν να περπατήσουν οι κουκλοπαίκτες. Αυτοί, που βρίσκονται πίσω από τους κρατούμενους, κρατούν μαριονέτες που ρίχνουν σκιές στον τοίχο της σπηλιάς. Οι κρατούμενοι δεν μπορούν να δουν αυτές τις μαριονέτες, τα πραγματικά αντικείμενα που περνούν πίσω τους. Αυτό που βλέπουν και ακούν οι κρατούμενοι είναι οι σκιές και η ηχώ που παράγονται από τα αντικείμενα που δεν βλέπουν.

 

Αυτοί οι κρατούμενοι θα μπέρδευαν τα φαινόμενα με την πραγματικότητα. Θα νόμιζαν ότι τα πράγματα που βλέπουν στον τοίχο (οι σκιές) ήταν αληθινά. Δεν θα ήξεραν τίποτα για τις πραγματικές αιτίες των σκιών. Όταν οι κρατούμενοι απελευθερωθούν, μπορούν να γυρίσουν το κεφάλι τους προς τα πίσω, και να δουν τα πραγματικά αντικείμενα. Τότε συνειδητοποιούν το λάθος τους. Ποιο είναι το ανάλογο που μπορούμε να κάνουμε με το να γυρίζουμε το κεφάλι μας και να δούμε τις αιτίες των σκιών; Μπορούμε να συλλάβουμε τις Μορφές με το νου μας. Μπορούμε να αποκτήσουμε από την αντιληπτική μας εμπειρία τις έννοιες των φυσικών αντικειμένων. Αλλά θα κάναμε λάθος αν νομίζαμε ότι οι έννοιες που κατανοούμε βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τα πράγματα που αντιλαμβανόμαστε. [3]

 

5.     Φανταστείτε ότι υπάρχει ένα παράξενο και αόριστο είδος πουλιού που πετάει στον ουρανό. Αυτό το πουλί είναι αόρατο, διαφανές όπως ο ουρανός, παρόμοιο με τα σύννεφα, που πετάει πολύ γρήγορα και σε μεγάλο ύψος, έτσι ώστε τα μάτια μας να μην μπορούν ποτέ να το δουν. Αλλά μπορούμε να δούμε τη σκιά του να κινείται στο έδαφος. Μελετώντας τη σκιά, προσπαθούμε να κατανοήσουμε τις πτυχές αυτής της ασύλληπτης οντότητας (σχήμα, ταχύτητα, θέση κ.λπ.) Αυτό προσπαθούν να κάνουν οι σύγχρονοι επιστήμονες με τα στοιχειώδη σωματίδια. Ποτέ δεν βλέπουμε τα σωματίδια άμεσα, αλλά προσπαθούμε να τα κατανοήσουμε μελετώντας τα αποτυπώματα που αφήνουν στις φωτογραφικές πλάκες.

 

6.     Αν οι οντότητες του μικρόκοσμου είναι σαν άπιαστα μικροσκοπικά πουλιά, είναι άραγε διαφορετικές οι μορφές του μακρόκοσμου ή οποιουδήποτε αντικειμένου μπορούμε να σκεφτούμε; Πάρτε τα αστέρια, για παράδειγμα, ή τους γαλαξίες. Ενώ τα σωματίδια είναι πολύ μικρά για να παρατηρηθούν, τα αστέρια και οι γαλαξίες είναι πολύ ογκώδεις για να συλληφθούν. Θυμάστε την ιστορία του Ίκαρου; Ήταν πολύ αλαζόνας γιατί ήθελε να μάθει τα πάντα για τον Ήλιο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όταν πλησίασε πολύ κοντά στον Ήλιο, τα φτερά του έλιωσαν και έπεσε κάτω. Αλλά υπάρχει ένα τέλος στο Σύμπαν; Ακόμα κι αν είχαμε τα τέλεια φτερά, το γρηγορότερο διαστημόπλοιο, θα ήταν ποτέ δυνατό να φτάσουμε στο τέλος του απείρου; Υπάρχει τέλος στο ατελείωτο; Υπάρχει κάποιο όριο στο Σύμπαν της δικής μας σκέψης;

 

C)    Το δίλλημα του φυλακισμένου

 

7.     Ας επιστρέψουμε στην αλληγορία του σπηλαίου. Αλλά εδώ οι κρατούμενοι δεν βρίσκονται σε μια σπηλιά αλλά σε μια φυλακή. Αυτή είναι μια περιγραφή του διλήμματος του φυλακισμένου:

 

Δύο μέλη εγκληματικής συμμορίας συλλαμβάνονται και φυλακίζονται. Κάθε κρατούμενος βρίσκεται σε απομόνωση χωρίς κανένα μέσο επικοινωνίας με τον άλλο. Οι εισαγγελείς δεν διαθέτουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να καταδικάσουν το ζευγάρι για την κύρια κατηγορία, αλλά έχουν αρκετά στοιχεία για να καταδικάσουν και τους δύο με μικρότερη κατηγορία. Ταυτόχρονα, οι εισαγγελείς προσφέρουν σε κάθε κρατούμενο μια συμφωνία. Κάθε κρατούμενος έχει την ευκαιρία είτε να προδώσει τον άλλο καταθέτοντας ότι ο άλλος διέπραξε το έγκλημα, είτε να συνεργαστεί με τον άλλο παραμένοντας σιωπηλός. Η προσφορά είναι:

 

Αν ο Α και ο Β προδώσουν ο ένας τον άλλο, καθένας από αυτούς εκτίει ποινή φυλάκισης δύο ετών.

Αν ο Α προδώσει τον Β αλλά ο Β σιωπήσει, ο Α θα αφεθεί ελεύθερος και ο Β θα εκτίσει τρία χρόνια φυλάκισης (και αντιστρόφως).

Εάν ο Α και ο Β παραμείνουν σιωπηλοί, και οι δύο θα εκτίσουν μόνο ένα έτος φυλάκισης (με τη μικρότερη κατηγορία).

 

Υπονοείται ότι οι κρατούμενοι δεν θα έχουν καμία ευκαιρία να ανταμείψουν ή να τιμωρήσουν τον σύντροφό τους εκτός από τις ποινές φυλάκισης που λαμβάνουν, και η απόφασή τους δεν θα επηρεάσει τη φήμη τους στο μέλλον. Επειδή η προδοσία ενός συντρόφου προσφέρει μεγαλύτερη ανταμοιβή από τη συνεργασία μαζί του, όλοι οι καθαρά λογικοί και ιδιοτελείς κρατούμενοι θα προδώσουν τον άλλο, πράγμα που σημαίνει ότι το μόνο πιθανό αποτέλεσμα για δύο καθαρά ορθολογικούς κρατούμενους είναι να προδώσουν ο ένας τον άλλον. Το ενδιαφέρον μέρος αυτού του αποτελέσματος είναι ότι η επιδίωξη ατομικής ανταμοιβής οδηγεί λογικά και τους δύο κρατούμενους να θεωρήσουν ότι θα είχαν καλύτερη ανταμοιβή αν και οι δύο παρέμεναν σιωπηλοί. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι εμφανίζουν μια συστημική προκατάληψη προς τη συνεργατική συμπεριφορά σε αυτό και σε παρόμοια παιχνίδια, παρά τα όσα προβλέπονται από απλά μοντέλα «ορθολογικής» ιδιοτελούς δράσης.[4]

 

8.     Εδώ αντί για ένα πρόβλημα της φιλοσοφίας, έχουμε ένα πρόβλημα της θεωρίας παιγνίων. Αλλά μπορούμε να μετατρέψουμε το τελευταίο πρόβλημα σε ένα άλλο πρόβλημα του πρώτου, ως εξής. Προτάθηκε ότι αν και λογικά κάθε κρατούμενος πρέπει να προδώσει τον άλλο ώστε να ελευθερωθεί, τελικά τείνει να είναι συνεργατικός σε σχέση με τον άλλο κρατούμενο, έτσι ώστε στις περισσότερες περιπτώσεις και οι δύο κρατούμενοι να παραμείνουν σιωπηλοί. Αλλά πώς γίνεται εμείς οι άνθρωποι να τείνουμε να είμαστε συνεργατικοί, άρα και αλτρουιστές, αν και θα μπορούσαμε να είχαμε την ευκαιρία να γίνουμε πλούσιοι και διάσημοι εις βάρος όλων των υπολοίπων; Υπάρχει κάποιο είδος Ιδέας που έχουμε για το τελικό μας μέλλον, όπως το υπαγορεύει το πεπρωμένο μας; Εξάλλου, όταν, αργά ή γρήγορα, πεθάνουμε, δεν υπάρχει τίποτα που μπορούμε να πάρουμε μαζί μας. Αντίθετα, έχουμε την ευκαιρία να αφήσουμε πίσω μας κάτι χρήσιμο. Όχι άχρηστα χρήματα ή κακή φήμη, αλλά ένα έργο τέχνης ή κάποιες καλές πράξεις.

 

9.     Αν ξανασκεφτούμε τον σκοπό και τον προορισμό της ζωής, συνειδητοποιούμε ότι στην πραγματικότητα είμαστε όλοι αιχμάλωτοι της μοίρας μας, και ότι ενώ η σπηλιά ή η φυλακή στην οποία ζούμε είναι αόρατη, δεν υπάρχει τρόπος να δραπετεύσουμε. Τελικά, το να είμαστε συνεργάσιμοι και καλοί με τους άλλους δεν είναι τόσο περίεργο- αν δεν προδώσουμε τον σύντροφο ή τον συνάδελφό μας, μπορεί να έχουμε μια θέση στον παράδεισο. Ως εκ τούτου, ο αλτρουισμός και ο ανθρωπισμός μπορούν εξίσου να θεωρηθούν ως μια εγωκεντρική και καλά σχεδιασμένη συμπεριφορά. Είμαστε όλοι φυλακισμένοι, ζώντας στη φυλακή του σώματος και του μυαλού μας, από την οποία φυλακή δεν θα ξεφύγουμε ποτέ- καταδικασμένοι να καταδιωκόμαστε για πάντα από τις σκιές των βαθύτερων φόβων μας, και, ως εκ τούτου να ενδώσουμε στην πίστη σε κάποια μετά θάνατον ζωή.

 

D)   Η Σκιά

 

10.  Αυτός είναι ένας ορισμός:

 

Η Σκιά είναι ένα ασυνείδητο μέρος του Εγώ, και ένα δοχείο για ό,τι, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, έχουμε αποκηρύξει ή επιθυμούμε να κρατήσουμε μακριά από τα μάτια μας, και για εκείνες τις ιδιότητες που κάποιος θα προτιμούσε να μην έχει, καθώς και για τις απραγματοποίητες δυνατότητες. Η Σκιά είναι στενά συνδεδεμένη με την Ταυτότητα και τις δομές της, καθώς και με τον Θάνατο και τον Έρωτα, που περιέχουν τα ζωώδη ένστικτα. Είναι το μέρος της προσωπικότητας που αναγκάζεται να απέχει από τη διανοητική επίγνωση εξαιτίας των αμυντικών μηχανισμών του Εγώ. [5]

 

11.  Ένας από τους τρόπους με τους οποίους ο Καρλ Γιουνγκ περιέγραψε τα αρχέτυπα, το συλλογικό ασυνείδητο και τη διαδικασία της εξατομίκευσης, μπορεί να βρεθεί στον 9ο  τόμο των συλλογικών έργων του:

 

«Εκτός από το καθαρά προσωπικό ασυνείδητο που υποθέτει ο Φρόιντ, γίνεται κατανοητό ότι υπάρχει ένα βαθύτερο ασυνείδητο επίπεδο. Αυτό το βαθύτερο επίπεδο εκδηλώνεται σε καθολικές αρχαϊκές εικόνες που εκφράζονται σε όνειρα, θρησκευτικές πεποιθήσεις, μύθους και παραμύθια. Τα αρχέτυπα, ως αφιλτράριστη ψυχική εμπειρία, εμφανίζονται άλλοτε στις πιο πρωτόγονες και αφελείς μορφές τους (στα όνειρα), άλλοτε σε πολύ πιο σύνθετη μορφή λόγω της λειτουργίας της συνειδητής επεξεργασίας (στους μύθους).

 

Οι αρχετυπικές εικόνες που εκφράζονται ιδιαίτερα στο θρησκευτικό δόγμα μετατρέπονται μέσω διεξοδικής επεξεργασίας σε τυποποιημένες δομές, οι οποίες, ενώ εκφράζουν το ασυνείδητο με κυκλικό τρόπο, εμποδίζουν την άμεση αντιπαράθεση μαζί του... Η αναζήτηση μέσα στο ασυνείδητο μας φέρνει αντιμέτωπους με τη Σκιά, την κρυμμένη φύση του ανθρώπου· την Anima και τον Animus, ένα αντίθετο ζεύγος κρυμμένο και στα δύο φύλλα· και πέραν αυτού, το αρχέτυπο του νοήματος». [6]

 

12.  Σύμφωνα με τον Γιουνγκ, η Σκιά είναι ένα αρχέτυπο. Τέτοιου είδους αρχέτυπα θα μπορούσαν να ταυτιστούν με τις πλατωνικές Μορφές, αλλά καλύτερα να αντιμετωπίσουμε τα αρχέτυπα ως συστατικά μέρη της Μορφής- με αυτή την έννοια θα υπάρχει μια Μορφή, αποτελούμενη από αρχέτυπα, και θα περιλαμβάνει όλες τις εκδηλώσεις τους, ακόμη και την έκφρασή τους στο προσωπικό επίπεδο.

 

13.  Είναι αλήθεια ότι ο φυσικός κόσμος θα ήταν πρακτικά αόρατος και ανεπαίσθητος αν ο νους μας δεν ήταν μέρος του κόσμου. Αν και αυτό μπορεί να φαίνεται προφανές, δεν είναι, αφού υπάρχουν και πράγματα που διαφεύγουν από τις σκέψεις και τις αισθήσεις μας. Αλλά παρόλο που τέτοιες φευγαλέες πτυχές του κόσμου είναι κρυμμένες από τις σκέψεις μας, εξακολουθούμε να τις αντιλαμβανόμαστε ως «σκιές» που βρίσκονται στις πιο σκοτεινές περιοχές του μυαλού μας. Τέτοιες πτυχές αποτελούν το ασυνείδητο μυαλό μας. Ωστόσο, ενώ είναι δύσκολο να κατανοηθούν, οι ίδιες πτυχές υπονοούνται κατά κάποιο τρόπο από το μυαλό μας, σαν να ήταν υποπροϊόντα της δικής μας σκέψης.

 

14.  Κατά μία έννοια μπορούμε να πούμε ότι ενώ η σκέψη μας κάνει τον κόσμο αντιληπτό, την ίδια στιγμή «καλύπτει» μέρη των πραγμάτων που η ίδια διαφωτίζει. Αυτό μας δίνει επίσης την ένδειξη ότι η σκέψη μας διαμορφώνεται μαζί με τα γεγονότα που αντιλαμβάνεται. Ακόμα κι αν έχουμε αποκτήσει μνήμες που συνδέουν άμεσα τη σκέψη μας με γνωστά γεγονότα, πρέπει επίσης να υπάρχουν προκαθορισμένες «αναμνήσεις», πιθανώς ασυνείδητες, οι οποίες υπονοούν ή μας ενημερώνουν για γεγονότα κάποιας πραγματικότητας ακόμα άγνωστης. Τέτοιες αναμνήσεις αναδύονται ως ενέργειες των αρχετύπων.

 

E)    Σκεπτόμενοι στη «Σκιά» του μυαλού μας

 

«Όσο περισσότερο φως ρίχνουμε για να παρατηρήσουμε ένα αντικείμενο, τόσο πιο πυκνή γίνεται η σκιά του».

 

15.  Η σκέψη είναι σαν σκιά. Είναι καταχωρημένη σε ένα λευκό κομμάτι χαρτί με μαύρα γράμματα. Μια ιδέα ξεκινά αυθόρμητα με μια λάμψη φωτός. Αλλά μόλις πριν από λίγο δεν υπήρχε σκοτάδι- δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Μόλις γεννηθεί η λαμπρή σκέψη, φωτίζει κάποια θεμελιώδη αντικείμενα από τα οποία αποτελούνται όλα τα άλλα αντικείμενα. Αλλά αυτό που αντιλαμβανόμαστε δεν είναι το φως- το οποίο είναι ταυτόχρονα αόρατο και εκτυφλωτικό- αλλά τη σκιά που ρίχνει το φως στα αντικείμενα. Ομοίως, η δική μας σκέψη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στην καθαρή της μορφή, αλλά μόνο έμμεσα.

 

16.  «Η σκέψη ρίχνει τη σκιά της σε κάποιο αντικείμενο, ενώ το αντικείμενο αντανακλά την ίδια σκέψη…».

 

[1]: [https://en.wikipedia.org/wiki/Theory_of_forms]

[2]: [https://archive.org/details/TheoryOfTheForm]

[3]: [https://faculty.washington.edu/smcohen/320/cave.htm]

[4]: [https://en.wikipedia.org/wiki/Prisoner%27s_dilemma]

[5]: [http://www.mind-development.eu/jung.html]

[6]: [http://iaap.org/frontpage/50th-anniversary-jung/]

 

9/29/2018

Εικόνα: Η αλληγορία του σπηλαίου

[https://faculty.washington.edu/smcohen/320/cave.htm]

 

17 Ιουν 2025

Η ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΙΝΩΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 

MALCOLM Χ. WIENER

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η μακρόχρονη πίστη σε μια ηπειρωτική μυκηναϊκή κατάκτηση της μινωικής Κρήτης στις αρχές της Υστερομινωικής ΙΙ περιόδου έχει αμφισβητηθεί τα τελευταία χρόνια. Αυτή η εργασία επαναδιατυπώνει την παραδοσιακή άποψη υπό το φως των πρόσφατων στοιχείων μέσα σε ένα ευρύ γεωγραφικό πλαίσιο, και εξετάζει πιθανά σενάρια σε σχέση με την κατάκτηση.

 

ΤΑ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ένας κύριος λόγος που παραδοσιακά υποστηρίζεται για τη μυκηναϊκή κατάκτηση της Κρήτης έγκειται στην αντικατάσταση της Γραμμικής Α από τη Γραμμική Β. Από τη Μέση Εποχή του Χαλκού έως την ΥΜ ΙΒ, η Γραμμική Α χρησιμοποιείται στην Κρήτη, και εμφανίζεται επίσης σε λίγες επιγραφές από την Πελοπόννησο, στα νησιά Θήρα, Σαμοθράκη, Μήλο, Κύθηρα και Κέα, στη Μίλητο της Ανατολίας, και στο Τελ Χαρόρ του Λεβάντε. Η Γραμμική Β περιορίζεται μέχρι σήμερα στην Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα.

 

Ενώ η Γραμμική Β αντιπροσωπεύει σαφώς μια πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας, η Γραμμική Α, ακόμη μη αποκρυπτογραφημένη, είναι διαφορετική. Τα συστήματα μέτρησης των δύο γραφών διαφέρουν, για παράδειγμα. Μερικοί δεν δέχονται ότι η γλωσσική αλλαγή δείχνει την άφιξη ενός νέου πληθυσμιακού στοιχείου, αλλά προτιμούν να πιστεύουν ότι μια γηγενής μινωική ελίτ υιοθέτησε την ελληνική Γραμμική Β ως πιο αποτελεσματική για τη διοίκηση από τη Γραμμική Α. Η φύση της γλώσσας που καταγράφεται στη Γραμμική Α αποτελεί εδώ και καιρό αντικείμενο συζήτησης. Ο Finkelberg (2001) πρότεινε ότι η Γραμμική Α θα μπορούσε να σχετίζεται με τη Λυκιακή γλώσσα, μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα της Ανατολίας, αλλά οι Duhoux (2004) και Melchert (2001) έχουν προσφέρει ισχυρές ανταποδείξεις.

 

Κατά πάσα πιθανότητα η προσαρμογή της Γραμμικής Β από τη Γραμμική Α πραγματοποιήθηκε από Μινωίτες γραφείς στην Κνωσό, ξεκινώντας με τη μυκηναϊκή παρουσία στην Κρήτη κατά την ΥΜ ΙΒ (ή πιθανώς στις Μυκήνες στην ΥΜ ΙΒ/ΥΕ ΙΙΑ, ίσως ακόμη και από Μινωίτες Θηραίους μετανάστες). Οι πινακίδες της Γραμμικής γραφής Β που ανασκάφηκαν στην Κνωσό δείχνουν ένα μείγμα ελληνικών και σαφώς μη ελληνικών ονομάτων, ενδεικτικών ενός μικτού πληθυσμού, αλλά οι πινακίδες από την Αίθουσα με τις Πινακίδες Αρμάτων, που ασχολούνται τουλάχιστον εν μέρει με στρατιωτικά θέματα, περιέχουν κατά πλειοψηφία μυκηναϊκά ονόματα, συμπεριλαμβανομένων ονομάτων ατόμων σε θέσεις διοικητικής εξουσίας.

 

Το μυκηναϊκό πρότυπο διοίκησης διαφέρει αδιαμφισβήτητα από το μινωικό. Στη μινωική Κρήτη πριν από τις τελικές καταστροφές της ΥΜ ΙΒ (1450 π.Χ.), η μινωική γραφή εμφανίζεται σε 63 τοποθεσίες, 24 με ιερογλυφική γραφή, 31 με Γραμμική Α, και 8 και με τις δύο γραφές. Επιπλέον, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις εγγράμματης διοίκησης μέσω αποτυπωμάτων σφραγίδων σε περγαμηνή, με περίπου 1070 αποτυπώματα από τουλάχιστον 214 ξεχωριστές σφραγίδες σε 554 αντικείμενα που βρέθηκαν μόνο στην Οικία Α στην Κάτω Ζάκρο. Επιπλέον, η μινωική διοίκηση χρησιμοποιούσε πήλινα δισκία, τοποθετώντας στην περιφέρειά τους αποτυπώματα σφραγίδας, τα οποία στη συνέχεια μερικές φορές σβήνονταν, υποδηλώνοντας ίσως έτσι την πρόσληψη και την απόσυρση εμπορευμάτων. 122 τέτοια δισκία βρέθηκαν μόνο στο στρώμα καταστροφής της ΥM IB περιόδου στα Χανιά. Εντυπώσεις από υπέροχα χρυσά δαχτυλίδια της Κνωσού έχουν βρεθεί σε έξι τοποθεσίες στην Κρήτη και στη Θήρα.

 

Σε έντονη αντίθεση, οι Μυκηναίοι δεν χρησιμοποιούσαν σφραγίδες στη διοίκηση, και πήλινες πινακίδες που φέρουν τη μυκηναϊκή Γραμμική γραφή Β έχουν βρεθεί στην Κρήτη μόνο στα δύο μεγάλα κέντρα της ΥΜ ΙΙΙ, την Κνωσό και τα Χανιά. Τα επιγραφικά στοιχεία είναι συνεπή με το εντυπωσιακό μοτίβο εγκατάλειψης των τοποθεσιών και της μείωσης του πληθυσμού κατά τη διάρκεια της ΥΜ ΙΙ, όπως περιγράφεται παρακάτω.

 

ΤΑ ΝΕΚΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η Κρήτη υφίσταται μια δραματική αλλαγή στα ταφικά έθιμα κατά την ΥΜ ΙΙ περίοδο. Στην Κνωσό νέοι χώροι ταφής δημιουργούνται βόρεια του ανακτόρου, ξεχωριστά από τις παραδοσιακές μινωικές περιοχές ταφής στο Μαύρο Σπήλιο και τον Αϊ-Λια στην πλαγιά του λόφου στα ανατολικά, και στους Γυψάδες στα νότια. Στη Ζάφερ Παπούρα 800 μ. βόρεια του ανακτόρου και στο Σελόπουλο 700 μ. βορειοανατολικά, δημιουργήθηκαν ταφικοί χώροι που περιείχαν θαλαμοειδείς τάφους με μονούς θαλάμους και δρόμους σκαμμένους βαθιά μέσα στη γη- σε αντίθεση με τους τυπικούς μινωικούς πολλαπλούς θαλαμοειδείς τάφους με μονάδες που χωρίζονταν από χτιστούς τοίχους- καθώς και ηπειρωτικού τύπου λακκοειδείς τάφοι. Βορειότερα υπάρχουν δύο μεγάλοι ταφικοί θάλαμοι, ο Βασιλικός Τάφος στα Ισοπάτα, και ο Θολωτός Τάφος της Κεφάλας.

 

Ο Miller Bonney (2012) έχει σημειώσει ότι η ενσωμάτωση του θαλάμου σε πολύ μεγαλύτερο βάθος από οποιονδήποτε μινωικό τάφο και η δημιουργία ενός μεγάλου δρόμου, χωρίς καμία σχέση με οποιαδήποτε κοινότητα ή φυσικά χαρακτηριστικά, είναι ενδεικτική των ηπειρωτικών και όχι των μινωικών τρόπων αντίληψης της σχέσης μεταξύ νεκρών και κοινότητας. Ο αριθμός των όπλων που βρέθηκαν σε αυτούς τους τάφους και σε άλλους στη Ζαφέρ Παπούρα και στην τοποθεσία του Βενιζέλειου (Νέο Νοσοκομείο) είχαν ως αποτέλεσμα τον χαρακτηρισμό τους ως «Τάφοι Πολεμιστών». Και οι 11 τάφοι της ΥΜ ΙΙ περιόδου της Κνωσού με όπλα και πανοπλίες προέρχονται από τα νέα νεκροταφεία.

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο τάφοι που ανασκάφηκαν στα Χανιά της Δυτικής Κρήτης από τη Μ. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη στο νεκροταφείο νότια των Δικαστηρίων και ανατολικά της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (ανασκαφή «Κουκλάκη»). Ο πρώτος είναι ένας λακκοειδής τάφος μυκηναϊκού τύπου της ΥΜ IIIA1 περιόδου, με πέτρινους τοίχους στις τέσσερις πλευρές για να στηρίξει ένα κάλυμμα από πολύ χοντρές, βαριές πέτρινες πλάκες που προστάτευαν τον τάφο από τη λεηλασία. Ο τάφος περιείχε ένα άθικτο ανδρικό σώμα που περιβαλλόταν από χάλκινα όπλα, μαζί με ένα χάλκινο κύπελλο και ένα πιθάρι με τρεις λαβές από την Πελοπόννησο. Εκεί βρέθηκαν ένα ξίφος μήκους 80 εκατοστών τύπου Ci με λαβή από ελεφαντόδοντο. Βρέθηκαν επίσης θαλαμοειδείς τάφοι σε σπήλαια ενός λιγότερο συνηθισμένου ηπειρωτικού τύπου.

 

Ένας από τους τάφους της τελευταίας κατηγορίας, που χρονολογείται στις αρχές της ΥΜ ΙΙ περιόδου, τη στιγμή της θεωρούμενης μυκηναϊκής κατάκτησης, περιείχε έναν άλλο υψηλόβαθμο πολεμιστή. Εκτός από πολλά πολύτιμα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ήταν τρεις λεπτοί σφραγιδόλιθοι, η ταφή περιελάμβανε ένα εξαιρετικό μακρύ ξίφος τύπου Ci, γνωστό επίσης από την Αργολίδα και την Κνωσό, 2 χάλκινα μαχαίρια και 22 αιχμές βελών. Η Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη σημειώνει ότι «αυτό το τμήμα του ταφικού εδάφους έχει σαφείς δεσμούς με την ηπειρωτική χώρα, ιδιαίτερα με την Αργολίδα», και ότι «μοιάζει πολύ με το νεκροταφείο στη Ζαφέρ Παπούρα της Κνωσού, με τους γνωστούς τάφους πολεμιστών. Μπορούμε να πούμε ότι οι ομοιότητες μεταξύ των νεκροταφείων της ηπειρωτικής χώρας, της Κνωσού και της Κυδωνίας είναι αναμφισβήτητα σημαντικές».

 

Συνολικά τουλάχιστον 60 τάφοι που περιγράφονται ως μυκηναϊκοί έχουν ανασκαφεί μέχρι σήμερα στην Κρήτη. Αντίθετα, στην Κνωσό, πιο τυπικά οι μινωικές ταφές συνεχίζονται στους παραδοσιακούς μινωικούς χώρους ταφής στο Μαύρο Σπήλιο, με πιθανή παύση κατά την ΥΜ ΙΙ περίοδο. Ωστόσο, οι παραδοσιακές μινωικές συνήθειες, συμπεριλαμβανομένων των ταφών που συνοδεύονται από πολυάριθμα κωνικά κύπελλα, συνεχίζονται σε ορισμένες αγροτικές περιοχές πολύ μετά τη μυκηναϊκή κατάληψη.

 

Κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι οι τάφοι που περιγράφονται παραπάνω αντιπροσωπεύουν μια συγχώνευση μινωικών και μυκηναϊκών εθίμων που αναπτύχθηκαν μέσω της έντονης επαφής των δύο πολιτισμών, και όχι λόγω της εμφάνισης στην Κρήτη των Μυκηναίων. Φυσικά Μινωίτες αρχιτέκτονες και κτίστες θα είχαν προσληφθεί στην κατασκευή των τάφων ηπειρωτικού τύπου στα Χανιά και την Κνωσό, όπως για παράδειγμα στον Βασιλικό Τάφο και στον Τάφο Ι των Ισοπάτων, και στον Τάφο της Κεφάλας.

 

Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ της μινωικής Κρήτης και της ηπειρωτικής χώρας, πρώτα με τη Μεσσηνία και τη Λακωνία και στη συνέχεια με τις Μυκήνες, είχαν αυξηθεί σημαντικά από την MM/MΕ III έως την ΥΜ IB περίοδο, όπως μαρτυρεί, για παράδειγμα, η έντονη μινωική επιρροή στην κατασκευή των θαλαμωτών τάφων της Μεσσηνίας, η μινωικής επιρροής δομή της ΥΕ I κάτω από το ανάκτορο της ΥΕ III στην Πύλο, ο μινωικός χαρακτήρας των ευρημάτων της ΥΜ Ι στον Άγιο Στέφανο Λακωνίας, το σημάδι του κτίστη με χαρακτήρες της Γραμμικής Α στον μεγάλο τάφο στα Περιστέρια Μεσσηνίας, και τα μεγαλοπρεπή μινωικά αντικείμενα στους Λακκοειδείς Τάφους στις Μυκήνες. Ενώ οι Μινωίτες αρχιτέκτονες και κτίστες μπορεί να υιοθέτησαν ορισμένα χαρακτηριστικά της ηπειρωτικής χώρας στη διαδικασία, αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει τη σαφή ηπειρωτική φύση των ταφών που συζητήθηκαν παραπάνω.

 

ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ, ΤΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ, ΤΙΣ ΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν τη μυκηναϊκή κατάκτηση της Κρήτης, οι μυκηναϊκές αποικίες αντικατέστησαν τους μινωικούς οικισμούς στις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και τις ακτές της Μικράς Ασίας, ενώ υπήρξε και μια σημαντική αλλαγή στις σχέσεις μεταξύ Αιγύπτου και Αιγαίου υπέρ των Μυκηνών. Το μοτίβο είναι ιδιαίτερα σαφές στη Μίλητο στις ακτές της Ανατολίας. Στην πρώιμη μινωική φάση μέχρι την ΥΜ IB, η κεραμική είναι μινωικής προέλευσης, κατά 90% τοπικά κατασκευασμένη, συμπεριλαμβανομένων πολλών θραυσμάτων μινωικών τρίποδων μαγειρικών σκευών, και ένας μεγάλος αριθμός μινωικών κωνικών κυπέλλων. Άλλα μινωικά ευρήματα περιλαμβάνουν έξι επιγραφές της Γραμμικής Α, πέντε από αυτές σε τοπικό πηλό, έξι κλιβάνους μινωικού ρυθμού, μινωικά δισκοειδή βάρη αργαλειού που αντικαθιστούν προγενέστερους ανατολικούς τύπους, ένα μαρμάρινο βάρος που ταιριάζει στο μινωικό σύστημα, ένα αποτύπωμα από μινωική σφραγίδα, κάτι που φαίνεται να είναι μινωικό ιερό με μια σειρά από πλίνθινους βωμούς, κομμάτια μιας τράπεζας προσφοράς, αναθήματα, ένα τμήμα λίθινου τελετουργικού δισκοπότηρου μινωικού τύπου, και θραύσματα τοιχογραφίας μινωικής τεχνικής που απεικονίζουν ένα τοπίο με ποτάμι και λευκά κρίνα σε κόκκινο έδαφος.

 

Ξεκινώντας από την ΥΜ/ΥΕ IIIA, η εικόνα αλλάζει δραματικά, με τα μυκηναϊκά στοιχεία να κυριαρχούν. Η Μίλητος (Millawanda στα κείμενα των Χετταίων) γίνεται ο κύριος εκπρόσωπος μιας ελλαδικής περιοχής που ονομάζεται ‘Ahhiyawa’ στα κείμενα των Χετταίων, και περιγράφεται ως ικανή να παρατάξει μια μεγάλη δύναμη αρμάτων. Η Κνίδος, η Έφεσος, το Musgebi (Αλικαρνασσός) και η Ιασός φαίνεται επίσης να λαμβάνουν σημαντική μετανάστευση από την ηπειρωτική Ελλάδα κατά την ΥΕ IB-IIIA1 περίοδο. Στα Δωδεκάνησα, θαλαμωτοί τάφοι ηπειρωτικού τύπου που περιέχουν αργειακή κεραμική εμφανίζονται στην Ιαλυσό της Ρόδου. Μεγάλο μέρος της μυκηναϊκής κεραμικής που βρέθηκε στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων των κτερισμάτων της Αμάρνα στην Αίγυπτο, προέρχεται από την Αργολίδα.

 

Η αναδιάταξη των σχέσεων μεταξύ της Αιγύπτου και του κόσμου του Αιγαίου προς την κατεύθυνση των Μυκηνών ξεκινώντας από την ΥΜ II/ ΥΕ IIB είναι σαφής. Για περίπου 700 χρόνια, μεταξύ 2140 και 1440 π.Χ., η Κρήτη ήταν το κύριο σημείο επαφής με το Αιγαίο. Η επίδραση της Αιγύπτου στην εξέλιξη του μινωικού πολιτισμού είναι έκδηλη σε διάφορους τομείς. Στην ΥΕ IIB-IIIA1 (ΥΜ IIΒ- IIIA1) οι Μυκήνες αντικαθιστούν την Κρήτη ως κύριος εκπρόσωπος του Αιγαίου, ενώ η Κνωσός, τώρα μειωμένη σε μέγεθος από περίπου 75 σε 40 εκτάρια- αλλά εξακολουθώντας κατά πάσα πιθανότητα να είναι η μεγαλύτερη πόλη στον κόσμο του Αιγαίου- συνεχίζει να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο υπό την κυριαρχία της ηπειρωτικής χώρας.

 

Επιτύμβιες ζωγραφιές ανώτερων αξιωματούχων στις αρχές της βασιλείας του Τούθμωσι Γ ́ (1479-1427 π.Χ.) δείχνουν φρεσκοξυρισμένους Μινωίτες με παραδοσιακή ενδυμασία, να φέρνουν πολύτιμα αντικείμενα της ΥΜ Ι περιόδου στη θηβαϊκή αυλή. Ένα παλάτι του Τούθμωσι Γ ́ στο Tell el-Dab'a στο Δέλτα του Νείλου παρουσιάζει τοιχογραφίες μινωικής τεχνοτροπίας. Από το βασιλικό έτος 42 (1437 π.Χ.) του Τούθμωσι Γ ́, ωστόσο, τα Χρονικά του αναφέρουν μια πρεσβεία των ‘Tanaya’, που γενικά πιστεύεται ότι πρόκειται για τους Δαναούς, και στο πρώτο βασιλικό έτος του Αμενχοτέπ Β ́ (1427 π.Χ.), οι Αιγαιακές τοιχογραφίες που απεικονίζονται στον τάφο του βεζίρη Ρεχμιρέ ξαναζωγραφίζονται για να δείξουν τους επισκέπτες ντυμένους με αυτό που ορισμένοι πιστεύουν ότι είναι είδος φούστας μυκηναϊκού τύπου.

 

Από τη βασιλεία του Αμένοφι Γ ́, που ξεκίνησε το 1390 π.Χ., υπάρχουν πολλά στοιχεία άμεσης επαφής μεταξύ Αιγύπτου και Μυκηνών, συμπεριλαμβανομένης της εμφάνισης στις Μυκήνες 13 θραυσμάτων φαγεντιανής που φέρουν το καρτούς του Αμένοφι Γ ́, καθώς και ενός σκαραβαίου του Αμένοφι Γ ́ στον τάφο 4 του μυκηναϊκού νεκροταφείου στο Σελόπουλο, βόρεια του ανακτόρου της Κνωσού, και ενός ακόμη στο μυκηναϊκό κέντρο των Χανίων. Ο Hankey (1981) θεώρησε ότι τα στοιχεία ήταν επαρκή για να τεκμηριώσουν την πιθανότητα μιας αιγυπτιακής βασιλικής πρεσβείας στις Μυκήνες κατά τη βασιλεία του Αμένοφι Γ ́. Κατά την ΥΕ IIIA1 περίοδο, η μυκηναϊκή κεραμική εμφανίζεται στην Αίγυπτο, αυξάνοντας σε ποσότητα στα ευρήματα από την Αμάρνα κατά την ΥΕ IIIA2 περίοδο.

 

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΩΝ ΤΗΣ ΥΜ IB

Τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα της ΥΜ ΙΒ περιόδου, όπως η ανακαίνιση των ανακτόρων στη Φαιστό και την Κάτω Ζάκρο, τα μεγάλα νέα κτίρια στα Γουρνιά, στο Μόχλο και αλλού, η κατασκευή ενός μεγάλου συστήματος φραγμάτων στις Χοιρομάνδρες κοντά στη Ζάκρο και στην Ψείρα, η δημιουργία νέων εξοχικών κατοικιών (βιλών) στον Σκλαβόκαμπο, στο Νίρου Χάνι και στο Καμηλάρι, μαζί με νέες θέσεις όπως ο Μακρύγιαλος, και η ανακάλυψη ότι το ανάκτορο της Κνωσού παίρνει την πιο περίτεχνη και μνημειακή μορφή του την ίδια περίοδο- όλα υποδηλώνουν ότι το μεγάλο κύμα καταστροφών ήρθε προς το τέλος της ΥΜ ΙΒ περιόδου. Το στρώμα καταστροφής περιέχει αποτυπώματα από χρυσά δαχτυλίδια του παλατιού της Κνωσού, κάποια σε πηλό που προέρχεται από την κεντρική Κρήτη, και κάποια σε πηλό που είναι τοπικός, γεγονός που υποδηλώνει ότι η παγκρήτια διοίκηση της Κνωσού συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ΥΜ ΙΒ περιόδου. Πενήντα πέντε τέτοιες εντυπώσεις σφραγίδων είναι γνωστές από έξι θέσεις στην Κρήτη και στο Ακρωτήρι της Θήρας.

 

Κάποια στιγμή προς το τέλος της ΥΜ ΙΒ, στοιχεία από διάφορες τοποθεσίες υποδηλώνουν προετοιμασίες ενάντια της επικείμενης επίθεσης, με αποκλεισμό εισόδων, ανέγερση τειχών και προσθήκη πύργων σε μεγάλα κτίρια, σκάψιμο νέων πηγαδιών μέσα στα τείχη, μετατροπή κύριων χώρων διαβίωσης σε εργαστήρια και αποθηκευτικούς χώρους, και αποθήκευση στην Ψείρα 1.000 λίθων, η καθεμία λίγο μεγαλύτερη από ένα αυγό, πιθανότατα για χρήση σε σφεντόνες κατά των εισβολέων.

 

Το Καστρί των Κυθήρων, ένας προφανής στόχος για μια δύναμη εισβολής που θα ερχόταν από την Πελοπόννησο, καταστρέφεται στο τέλος της ΥΜ ΙΒ περιόδου, όπως υποδηλώνει η παρουσία κεραμικής διαφορετικού ρυθμού, και παρουσιάζει ελάχιστα ή καθόλου στοιχεία κατοίκησης κατά την ΥΜ ΙΙ περίοδο.

 

Στην Κνωσό βρέθηκε κρυμμένη μια εντυπωσιακή ομάδα αργυρών αγγείων από την ίδια περίοδο· είτε δεν έμεινε κανείς που να γνωρίζει την τοποθεσία τους, είτε κανείς δεν τόλμησε να τα διεκδικήσει. Η ίδια παρατήρηση ισχύει για την μεγάλη ποσότητα μετάλλων που βρέθηκε στο σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου στην ανατολική-κεντρική Κρήτη, τα πολύτιμα έργα και αγαθά στο ανάκτορο της Ζάκρου, καθώς και τα εντυπωσιακά αντικείμενα που σκόπιμα θάφτηκαν κάτω από τα δάπεδα στο Μόχλο.

 

Το μοτίβο είναι δύσκολο να συμβιβαστεί με μια καταστροφή από σεισμό, αν και οι σεισμοί θα μπορούσαν, φυσικά, να έχουν προηγηθεί και να έχουν διευκολύνει τη μυκηναϊκή κατάκτηση. Οι ανασκαφείς του Μόχλου πιστεύουν ότι λίγο μετά την «ανθρωπογενή καταστροφή» στο τέλος της ΥΜ ΙΒ περιόδου, ο Μόχλος χτυπήθηκε από μεγάλο σεισμό που παρατηρήθηκε στα ερείπια πριν από την ανακατάληψη της περιοχής με χαρακτηριστικά της ηπειρωτικής χώρας κατά την ΥΜ ΙΙΙΑ1 περίοδο.

 

Στην Κνωσό, η οποία υφίσταται εκτεταμένες καταστροφές στο τέλος της ΥΜ ΙΒ, το συγκρότημα Ανεξερεύνητη Οικεία- Μικρό Ανάκτορο χάνει τον παλιό τελετουργικό του χαρακτήρα, και μετατρέπεται σε μεταλλουργικό εργαστήριο. Στον Μύρτο-Πύργο το σπίτι του τοπικού άρχοντα καταστρέφεται από πυρκαγιά, ενώ ο υπόλοιπος χώρος γλιτώνει, αποτέλεσμα όπως φαίνεται σκόπιμης ανθρώπινης ενέργειας (Cadogan 1978). Τα κυριότερα τελετουργικά/κυβερνητικά κτίρια στο Παλαίκαστρο και το Μόχλο φαίνεται επίσης ότι κατεδαφίστηκαν σκόπιμα. Ο οικισμός της ΥΜ IB περιόδου στο νησί Χρυσή στα ανοικτά της νότιας ακτής της Κρήτης εγκαταλείφθηκε ξαφνικά. Το κύμα των καταστροφών κάλυψε ολόκληρη την Κρήτη- Παλαίκαστρο, Ζάκρος και Πετράς στα ανατολικά, Μάλια, Γουρνιά, Ψείρα, Μόχλος, Βασιλική, Παπαδιόκαμπος, Γαλατάς και Αρχάνες στη βορειοκεντρική Κρήτη, Φαιστός, Αγία Τριάδα, Κομμός και Μύρτος-Πύργος στη νότιο-κεντρική Κρήτη, Χανιά στα δυτικά. Ο μινωικός αρχαιολογικός χώρος στο Καστρί Κυθήρων καταστρέφεται στο τέλος της ΥΜ ΙΒ/ΥΕ ΙΙΑ.

 

Στην Κρήτη οι περίτεχνες βίλες ή εξοχικές κατοικίες (στην πραγματικότητα κέντρα μικρών οικισμών) εξαφανίζονται. Παύει η κατασκευή και απόθεση στις κορυφές ιερών μικρών αναθηματικών χάλκινων αντικειμένων. Το σύστημα διοίκησης που εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τις σφραγίσεις (όπως φαίνεται, για παράδειγμα, στο σύστημα πολλαπλής σφράγισης στην Οικία Α στην Κάτω Ζάκρο και στις σφραγίδες της Κνωσσού) εξαφανίζεται, και αντικαθίσταται από το ηπειρωτικό σύστημα που εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη Γραμμική Β γραφή.

 

Η ακόλουθη ΥΜ II περίοδος χαρακτηρίζεται από μια τεράστια μείωση του αριθμού και του μεγέθους των κατοικημένων χώρων. Η μείωση του πληθυσμού της ΥΜ II είναι εντυπωσιακή. Μέρος του προϋπάρχοντος πληθυσμού μπορεί να μεταφέρθηκαν ως αιχμάλωτοι, ενώ λίγοι κατέλαβαν το ορειβατικό καταφύγιο στα Καταλύματα, ελάχιστα προσβάσιμο ακόμη και από εκπαιδευμένους ορειβάτες. Το μεγαλείο της Νεοανακτορικής Κρήτης χάθηκε για πάντα.

 

Η Κνωσός υπό μυκηναϊκή κυριαρχία συνεχίζει ως κέντρο παραγωγής των πιο προηγμένων όπλων της εποχής, των σπαθιών τύπου Ci και Cii. Τα μέχρι σήμερα στοιχεία δείχνουν ότι κατά την ΥΜ ΙΙ περίοδο τα Χανιά στη Δυτική Κρήτη έγιναν ένα δεύτερο κέντρο ελέγχου της ηπειρωτικής χώρας. Στο Μόχλο κατά την ΥΜ IIIA1 μια νέα ομάδα εποίκων κατέλαβε κατοικίες 2-3 δωματίων που χτίστηκαν με την εκκαθάριση τμημάτων των δρόμων και των κατεστραμμένων σπιτιών της ΥΜ IB περιόδου. Τα σπίτια της ΥΜ ΙΒ είχαν εμβαδόν 150-250 τ.μ. σε δύο ή τρία επίπεδα, ενώ μόνο ένα σπίτι της ΥΜ ΙΙΙΑ1 στο Μόχλο ξεπερνούσε τα 40 τ.μ. Η κεραμική της ΥΜ ΙΙΙΑ περιόδου σε μεγάλο μέρος της Κρήτης τυποποιείται σε σχήμα και διακόσμηση στα μινωικά πρότυπα, μέχρι την καταστροφή της Κνωσού στις αρχές της ΥΜ ΙΙΙΑ2 περιόδου.

 

ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΡΟΛΟΣ

Ο τρόπος άφιξης των Μυκηναίων πολεμιστών και εποίκων στην Κρήτη είναι θέμα έντονης συζήτησης (και σε ορισμένους κύκλους, άρνησης). Ορισμένα σενάρια απαιτούν εξέταση, μεμονωμένα ή από κοινού. Ας εξετάσουμε πρώτα την τεράστια ανάγκη εργατικού δυναμικού για την κατασκευή των μεγάλων δομών του κράτους και της μινωικής λατρείας, και των δρόμων που ήταν απαραίτητοι. Η κατασκευή της Ανεξερεύνητης Οικείας, ένα μικρό μέρος του συνολικού τοπίου της Κνωσσού, εκτιμάται ότι απαίτησε 43.525 ανθρωποώρες.

 

Κάθε μεσογειακός πολιτισμός που ήταν γνωστός πριν από τη σύγχρονη εποχή χρησιμοποιούσε δούλους. Η κλασική Ελλάδα και η Ρώμη παρέχουν άφθονα παραδείγματα. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης ο ανταγωνισμός μεταξύ των ναυτικών αυτοκρατοριών της Γένοβας και της Βενετίας για την απόκτηση σκλάβων της Ανατολικής Ευρώπης κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας, τη μεταφορά τους μέσω της Κριμαίας, και τη μεταπώλησή τους με κέρδος στην Αίγυπτο ήταν διαβόητος. Η μυκηναϊκή χρήση αιχμαλώτων γυναικών από τις ακτές της Ανατολίας, τα Δωδεκάνησα και το Αιγαίο στο τέλος της ΥΕ IIIB υποδεικνύεται από τις πινακίδες της Γραμμικής Β από την Πύλο, οι οποίες δείχνουν ότι ομάδες γυναικών εργάζονταν καθημερινά με ελάχιστες μερίδες σιτηρεσίου.

 

Φαίνεται πολύ πιθανό ότι η Νεοανακτορική Κρήτη στο απόγειο της στρατιωτικής της δύναμης στην ΥΜΙΑ χρησιμοποιούσε επίσης αιχμαλώτους, οι οποίοι μπορεί να ήταν πρόθυμοι να εξεγερθούν. Φυσικά, ο γηγενής μη αιχμάλωτος πληθυσμός μπορεί επίσης να είχε αποξενωθεί από τις απαιτήσεις για την ανακαίνιση των ανακτόρων στη Ζάκρο και τη Φαιστό, και πολυτελών οικείων στο Παλαίκαστρο, το Μόχλο, τα Γουρνιά, τον Γαλατά και την Αγία Τριάδα, μεταξύ άλλων τοποθεσιών, μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας στα τέλη της προηγούμενης ΥΜ ΙΑ περιόδου. Απαιτήθηκαν πρόσθετες προσπάθειες για την κατασκευή των μεγάλων φραγμάτων πάνω από τη Ζάκρο και την Ψείρα, με σκοπό να αξιοποιήσουν κάθε κομμάτι δυνητικά καλλιεργήσιμης γης για να θρέψουν έναν πληθυσμό που ίσως αυξήθηκε απορροφώντας πρόσφυγες από τη Θήρα.

 

Η καλλιεργήσιμη γη στην Κρήτη είναι περιορισμένη. Η μινωική ΥΜ ΙΑ περίοδος δίνει την εντύπωση ενός κράτους στο οποίο μια άρχουσα ελίτ βασισμένη στη λατρεία ήταν σε θέση να ελέγξει ένα μεγάλο μέρος των πόρων της κοινωνίας, χρησιμοποιώντας τη θρησκεία για να δικαιολογήσει και να μυθοποιήσει την απαίτηση για δουλική εργασία, όπως στην Αίγυπτο. Οι επαναλαμβανόμενοι καταστροφικοί σεισμοί καθόλη τη διάρκεια της MM III, ΥM IA και ΥM IB, μαζί με την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας και το επακόλουθο τσουνάμι προς το τέλος της ΥM IA, μπορεί να έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αποσταθεροποίηση, προκαλώντας εσωτερικές συγκρούσεις, ή/και αποδυναμώνοντας με άλλο τρόπο την κυριαρχία της άρχουσας τάξης. Οι εισβολείς Μυκηναίοι μπορεί απλά να ενώθηκαν με τους επαναστατημένους Μινωίτες.

 

Η πιθανή εσκεμμένη καταστροφή σημαντικών έργων τέχνης με λατρευτική σημασία, όπως ο Κούρος του Παλαίκαστρου (σκόπιμα κατεστραμμένος), το σπασμένο ρυτό κεφαλιού ταύρου σκαλισμένο από πολύτιμο λίθο, το σπάσιμο ενός λίθινου λυχναριού και περίτεχνων πήλινων αγγείων στην Ψείρα, σκορπίζοντας το περιεχόμενο σε διάφορα δωμάτια, καθώς και η σκόπιμη καταστροφή του ιερού του τεμένους στο Μόχλο- όλα υποδηλώνουν εξέγερση ενάντια στα σύμβολα της λατρείας/κρατικής εξουσίας. Φυσικά, είναι πιθανό ότι οι Μυκηναίοι εισβολείς απεχθάνονταν επίσης τη μινωική λατρεία, ιδιαίτερα αν η ιστορία των παιδιών από τη μυκηναϊκή Αθήνα που απαιτούνταν για θυσία στον Μινώταυρο αντικατοπτρίζει οποιαδήποτε πτυχή της πραγματικότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι μη λατρευτικά/κρατικά αντικείμενα καταστράφηκαν ή λεηλατήθηκαν επίσης.

 

Στην Κάτω Ζάκρο, μια ανοικοδόμηση του ανακτόρου με τη χρήση τεράστιων χάλκινων πριονιών βρισκόταν σε εξέλιξη τη στιγμή της τελικής καταστροφής. Μεγάλοι θησαυροί εγκαταλείφθηκαν και δεν ανακτήθηκαν ποτέ. Οι εγκαταλελειμμένοι θησαυροί μπορεί να καλύφθηκαν από την κατάρρευση των επάνω ορόφων, με τους εισβολείς να συνεχίζουν την πορεία τους, ίσως αναζητώντας προμήθειες τροφίμων και αιχμαλώτους. Πολλά μινωικά πολύτιμα αντικείμενα από διάφορες τοποθεσίες αναμφίβολα κατασχέθηκαν και μεταφέρθηκαν στην ηπειρωτική χώρα (π.χ. το υλικό που βρέθηκε στο Θολωτό Τάφο του Βαφειού, και τα μινωικά ξίφη τύπου Α που βρέθηκαν σε μια πολύ μεταγενέστερη απόθεση ιερού στον Άγιο Βασίλειο Λακωνίας) ή ανακυκλώθηκαν στην Αίγυπτο. Το τέλος της ΥΜ IB/ αρχή της ΥΜ II φαίνεται να είναι συνέπεια «ανθρώπινης δράσης, απροσδόκητης και μαζικής» (Brogan, 2011). Συνεκτικές κοινωνίες ανακάμπτουν ακόμη και από τους πιο καταστροφικούς σεισμούς. Η μινωική Κρήτη ήταν σε θέση να αναλάβει ένα δραματικό οικοδομικό πρόγραμμα που περιελάμβανε μεγάλα παλάτια και εντυπωσιακά φράγματα μετά τις καταστροφές που προκλήθηκαν από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας.

 

Η συνοχή της μινωικής Κρήτης έφτασε σε δραματικό τέλος, ωστόσο, στο τέλος της ΥΜ ΙΒ περιόδου. Αν οι Μυκηναίοι έφτασαν σε μια Κρήτη αποδυναμωμένη από μαζικούς σεισμούς, πανώλη ή/και από σιτοδείες που είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση ενός κοινωνικού και κοσμολογικού μοντέλου που απαιτούσε από τους Μινωίτες ηγεμόνες να διατηρούν επαρκή αποθέματα τροφίμων, ενεργώντας τουλάχιστον ως αναδιανομείς έσχατης ανάγκης· ή αν οι μυκηναϊκές δυνάμεις έφθασαν αρχικά μετά από πρόσκληση των Κρητών που επαναστάτησαν ενάντια στην κυριαρχία της Κνωσού, ή εναλλακτικά ως δύναμη ενίσχυσης που ζήτησαν οι Μινωίτες ηγεμόνες για να αποκαταστήσουν την τάξη· ή αν έφτασαν ως μια εξαιρετικά οργανωμένη στρατιωτική δύναμη ικανή για κατάκτηση χωρίς εσωτερική βοήθεια ή εξέγερση,  δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς την κυρίαρχη μυκηναϊκή παρουσία στην Κρήτη, με επίκεντρο την Κνωσό και τα Χανιά, ξεκινώντας από την ΥΜ ΙΙ περίοδο.

 

 

The Mycenaean conquest of Minoan Crete, Malcolm H. Wiener

[https://www.malcolmwiener.net/wp-content/uploads/2020/01/Cadogan-FS.pdf]

Μετάφραση για τα Ελληνικά, 2025, Χρήστος Κ. Τσελέντης


 

 

 

25 Μαΐ 2025

Η μινωική προέλευση της πορφύρας της Τύρου

 


Κείμενο του Robert R. Stieglitz

Η πορφύρα της Τύρου, γνωστή και ως «βασιλική πορφύρα», ήταν η πιο ακριβή βαφή στον αρχαίο κόσμο. Έμμεσες αποδείξεις για την αξία της παρέχονται από ουγκαριτικά κείμενα του 14ου αιώνα π.Χ., στα οποία παρατίθενται διάφοροι τύποι βαμμένων μάλλινων υφασμάτων με τις τιμές τους. Μερικά από αυτά τα υφάσματα ήταν προφανώς βαμμένα με πορφύρα της Τύρου, όπως υποδηλώνουν οι υψηλότερες τιμές τους. Ο Όμηρος χρησιμοποίησε τον ειδικό όρο αλιπόρφυρος, «πορφύρα της θάλασσας», για να αναφερθεί σε αυτή τη βαφή, ίσως για να τη διακρίνει από τις απομιμήσεις πορφυρής βαφής. Μέχρι την εποχή του Διοκλητιανού, το 301 π.Χ., γνωρίζουμε ότι το μαλλί βαμμένο με πορφύρα της Τύρου άξιζε κυριολεκτικά το βάρος του σε χρυσό, όπως αναφέρεται στο Διάταγμα για τις Μέγιστες Τιμές.

 

Η βασική πρώτη ύλη για την παραγωγή βαφής ήταν ένα υγρό, που λαμβανόταν απευθείας από τους υποβραγχιακούς αδένες των μεσογειακών μαλακίων. Τα οστρακοειδή που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή την κατασκευή βαφής ήταν κυρίως τα Murex trunculus και Murex brandaris. Μια τρίτη ποικιλία,  το Purpura haemastoma, χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά. Κάθε οστρακοειδές παρήγαγε μόνο λίγες σταγόνες από το πολύτιμο έκκριμα, το οποίο στη συνέχεια βραζόταν σε αλμυρό νερό για να δημιουργηθεί η βαφή. Για την παραγωγή πορφύρας της Τύρου σε εμπορικές ποσότητες, απαιτούνταν πολλές χιλιάδες οστρακοειδή.

 

Ο Πλίνιος, γράφοντας τον πρώτο αιώνα π.Χ., παρέχει τη μόνη πραγματική συνταγή για την παρασκευή του διαλύματος της βαφής. Αναφέρει (Φυσική Ιστορία) ότι για να βαφτούν 1.000 κιλά μαλλιού, ήταν απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν περίπου 200 λίβρες σάρκας Purpura (ο όρος του για αυτό το οστρακοειδές ήταν bucinum), καθώς και 111 λίβρες Murex. Σε αυτή τη διαδικασία, ο αδένας εξαγόταν μόνο από τα μεγαλύτερα δείγματα. Τα μικρά οστρακοειδή συνθλίβονταν, το κέλυφος και όλα. Μια τέτοια διαδικασία παρατηρήθηκε επίσης νωρίτερα από τον Αριστοτέλη (Περί τα ζώα ιστορίαι). Ολόκληρη η μάζα, με νερό, στη συνέχεια τοποθετούταν σε δεξαμενές μολύβδου και σιγόβραζε. Η έκθεση του υγρού στο φως, σε συνδυασμό με το παρατεταμένο σιγοβράσιμο της μάζας της σάρκας (μαγειρευόταν για εννέα ημέρες!), παρήγαγε την περιβόητη δυσοσμία για την οποία αυτή η βιομηχανία ήταν γνωστή στην αρχαιότητα. Ο Πλίνιος αναφέρει επίσης ότι στην εποχή του η καλύτερη πορφύρα της Τύρου στην Ευρώπη παραγόταν στη Λακωνική, και η καλύτερη στην Αφρική στη Meninx. Στην Ασία, η καλύτερη βαφή κατασκευαζόταν στην Τύρο.

 

Δεδομένου ότι αυτά τα οστρακοειδή έπρεπε να αλιευθούν με μάλλον επίπονη αλιεία ή/και καταδύσεις σε ρηχά νερά, η τιμή της βαφής, όπως σημειώθηκε παραπάνω, ήταν τεράστια. Ως εκ τούτου, μια μεγάλη ποικιλία υποκατάστατων βαφής ήταν σε χρήση κατά τη διάρκεια των ελληνορωμαϊκών χρόνων, όπως γνωρίζουμε από έναν αρχαίο πάπυρο που απαριθμεί συνταγές για την παραγωγή υποκατάστατων πορφυρής βαφής. Αυτές οι απομιμήσεις παράγονταν τόσο από φυτικές όσο και από ορυκτές πηγές. Ωστόσο, καμία δεν ήταν τόσο ανεξίτηλη στο χρώμα όσο η πραγματική «βασιλική πορφύρα», εξού και η συνεχιζόμενη ζήτηση στην αρχαιότητα για υφάσματα χρωματισμένα από αυτή την εξαιρετικά ακριβή βαφή.

 

Η βαφή μπορούσε να παραχθεί σε μεγάλη ποικιλία αποχρώσεων, ανάλογα με το μείγμα των διαφορετικών οστρακοειδών που χρησιμοποιούνταν. Παραλλαγές θα μπορούσαν επίσης να γίνουν με χημικά μέσα, όπως οι συνθήκες φωτισμού και οι αναγωγικοί παράγοντες. Τα χρώματα που προέκυπταν περιλάμβαναν κόκκινο, μπλε και σκούρο μοβ, με το τελευταίο να θεωρείται η πιο ευγενής από τις αποχρώσεις. Όλες οι αποχρώσεις χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για να χρωματίσουν τελετουργικά ενδύματα. Δύο από τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι οι μωβ ρίγες στο ρωμαϊκό toga purpurea, και οι μπλε ρίγες στο εβραϊκό tallit «σάλι προσευχής». Το εβραϊκό όνομα για αυτή τη μπλε βαφή ήταν tekelet, και μπορούμε να σημειώσουμε εδώ ότι σύμφωνα με τις ραβινικές αποφάσεις, μόνο η πραγματική  βαφή tekelet (φτιαγμένη από μαλάκια) μπορούσε να χρησιμοποιείται για το σάλι προσευχής. Αυτοί οι θρησκευτικοί κανόνες ήταν πιθανώς μια απάντηση στη χρήση υποκατάστατων βαφών.

 

Σύμφωνα με τις τρέχουσες θεωρίες, η παραγωγή πορφύρας της Τύρου προήλθε και μονοπωλήθηκε από τους παράκτιους Χαναναίους- εκείνους που ονομάζονταν Φοίνικες από τους Έλληνες. Αυτή η εξέλιξη πιθανώς συνέβη κάποια στιγμή στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1550-1200 π.Χ.). Πράγματι, τα πρώτα αρχαιολογικά στοιχεία για την παραγωγή πορφυρής βαφής στη Χαναάν- οι σωροί των πεταμένων κογχυλιών και των θραυσμάτων τους- είναι αυτά που ανακαλύφθηκαν στο Minet el-Beida (το λιμάνι της Ugarit), και χρονολογούνται στον 15ο- 14ο αιώνα π.Χ. Επίσης στις πόλεις Sarepta και Tel Akko (13ος αιώνας π.Χ.), και στο Tel Keisan (11ος αιώνας π.Χ.). Υπάρχουν, ωστόσο, αρχαιολογικές και επιγραφικές ενδείξεις από το Αιγαίο, οι οποίες υποδηλώνουν ότι η βιομηχανία της «βασιλικής πορφύρας» αναπτύχθηκε για πρώτη φορά εκεί, από τους Μινωίτες στην Κρήτη, πριν από το 1750 π.Χ.

 

Οι τρέχουσες επιστημονικές θεωρίες που αποδίδουν στους Φοίνικες την προέλευση της βιομηχανίας πορφύρας της Τύρου μπορούν στην πραγματικότητα να αναχθούν στη ρωμαϊκή εποχή. Ο Έλληνας ρήτορας Ιούλιος Πολυδεύκης, τον δεύτερο αιώνα π.Χ., αφηγείται μια γοητευτική ιστορία (στο Ονομαστικόν) για το πώς το κυνηγόσκυλο του Ηρακλή δάγκωσε ένα κοχύλι Murex στην ακτή της Τύρου, και έτσι ανακάλυψε τη βαφή του. Ο Ηρακλής τότε αποκάλυψε αυτή την ευχάριστη ανακάλυψη στον Φοίνικα, τον βασιλιά της Τύρου. Αυτό συνέβη, σύμφωνα με τον Πολυδεύκη, περίπου επτά γενιές πριν από τον πόλεμο στην Τροία.

 

Στη ρωμαϊκή εποχή ήταν αρκετά συνηθισμένο να συζητιούνται θεωρίες για την προέλευση όλων των ειδών εφευρέσεων. Η βιομηχανία πορφύρας- η οποία ήταν ακόμα αρκετά ενεργή τέχνη- δεν εξαιρέθηκε από αυτές τις εικασίες. Πράγματι, οι ίδιοι οι Ρωμαίοι είχαν αναπτύξει τεχνικές για την τεχνητή αναπαραγωγή Murex και άλλων οστρακοειδών, σε λίμνες λαξευμένες σε βράχους που ονομάζονταν piscinae. Μια συναρπαστική περιγραφή του τρόπου κατασκευής τέτοιων λιμνών κογχυλιών, δίπλα σε μια παραθαλάσσια βίλα, παρέχεται από τον Lucius Junius Moderatus Columella (στο De Re Rustica), περίπου το 60 π.Χ. Η προέλευση της βιομηχανίας πορφύρας της Τύρου είχε, επομένως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Ρωμαίους.

 

Ωστόσο, στοιχεία που ανακαλύφθηκαν στο Αιγαίο στις αρχές του 20ου αιώνα υποδηλώνουν ότι η βιομηχανία πορφυρής βαφής προέρχεται από την Κρήτη. Τα πρώτα αρχαιολογικά στοιχεία για όστρακα πορφύρας, που αποτελούν τα υπολείμματα της παραγωγής πορφυρής βαφής, είχαν ήδη αναφερθεί από τον Heinrich Schliemann (1880) στην Τροία. Το 1903, ο Βρετανός αρχαιολόγος R. C. Bosanquet βρήκε πολυάριθμα θραύσματα Murex σε μια Μεσομινωική τοποθεσία στο μικρό νησί Κουφονήσι, στα ανοικτά της νοτιοανατολικής ακτής της Κρήτης. Ωστόσο, περιέγραψε τις λεπτομέρειες των ευρημάτων του μόνο σ’ ένα άσχετο άρθρο, το οποίο δημοσίευσε 37 χρόνια αργότερα. Το 1904, ο Bosanquet βρήκε επίσης υπολείμματα κελυφών Murex στη μεγάλη μινωική τοποθεσία του Παλαίκαστρου στην ανατολική Κρήτη. Πρότεινε λοιπόν ότι η μινωική βιομηχανία πορφυρής βαφής, που χρονολογείται στη Μεσομινωική εποχή (2000-1600 π.Χ.), προηγήθηκε της φοινικικής βιομηχανίας, αλλά λίγοι δέχτηκαν τη γνώμη του.

 

Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι τα οστρακοειδή Murex είναι βρώσιμα, και όταν βρίσκονται σε μικρούς αριθμούς, όπως στην Πρωτομινωική θέση του Μύρτου, πιθανώς συνδέονται με τη διατροφή και όχι με τη βαφή. Αλλά είναι επίσης πιθανό ότι αυτοί οι πρώτοι Μινωίτες ψαράδες ανακάλυψαν τη βαφή, με τον ίδιο τρόπο που το έκανε το κυνηγόσκυλο του Ηρακλή πολλούς αιώνες αργότερα.

 

Το 1981, ξεκίνησα να ερευνώ την προέλευση της πορφύρας από θαλάσσια όστρακα αναλύοντας σχετικά αρχαιολογικά και επιγραφικά δεδομένα, ξεκινώντας με μια παράκτια έρευνα στην Κρήτη. Στο Παλαίκαστρο, που ταυτίζεται με την κλασική Ηλεία, βρήκα ένα μεγάλο επιφανειακό κοίτασμα υπολειμμάτων Murex στις νότιες πλαγιές του Καστριού. Τα περισσότερα από αυτά τα υπολείμματα ήταν αποσπασματικά, αλλά μερικά ήταν ολόκληρα μικρά οστρακοειδή. Αυτά είναι, πιθανώς, από το ίδιο κοίτασμα που σημείωσε ο Bosanquet το 1904. Επιπλέον, πολυάριθμα κογχύλια Murex βρίσκονταν μέσα στα ερείπια μιας καλά χτισμένης πέτρινης δομής σε ένα ακρωτήρι στον κόλπο νοτιοανατολικά του Καστριού.

 

Στο νησί Κουφονήσι, που ταυτίζεται με την κλασική Λεύκη, κατάφερα να εντοπίσω τον μινωικό χώρο που επισκέφθηκε ο Bosanquet το 1903. Βρίσκεται στην πλαγιά ενός λόφου με θέα τη βόρεια ακτή του νησιού. Εκτός από τα υπολείμματα Murex, θραύσματα κεραμικής και θεμέλια μιας μεγάλης πέτρινης δομής, πρέπει να σημειωθεί ότι βρέθηκαν αρκετά κομμάτια οψιδιανού στην επιφάνεια του χώρου. Η πηγή νερού για τους σύγχρονους ψαράδες βρίσκεται στην ακτή ακριβώς κάτω από τη μινωική τοποθεσία. Πιθανολογείται ότι χρησιμοποιήθηκε και στην αρχαιότητα, καθώς κοντά υπάρχουν ερείπια σημαντικών βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Πιστεύω ότι αυτά είναι τα ερείπια ενός πραγματικού εργοστασίου πορφύρας, που χρονολογείται πιθανώς στην ελληνιστική εποχή. Εκείνη την εποχή, το νησί της Λεύκης ήταν κέντρο παραγωγής πορφύρας της Τύρου, όπως είναι γνωστό από κρητικές επιγραφές του 2ου αιώνα π.Χ.

 

Τα κατάλοιπα κοντά στην πηγή νερού περιλαμβάνουν πέτρινες και πήλινες δεξαμενές, καθώς και λεκάνες και κανάλια για το χειρισμό υγρών. Η θέση του χώρου στην ακτή κοντά σε μια πηγή νερού είναι ιδανική, καθώς τόσο το θαλασσινό όσο και το γλυκό νερό απαιτούνταν για την παραγωγή πορφυρής βαφής. Κάποιες ανασκαφές έχουν γίνει στην περιοχή (Παπαδάκης 1983), αλλά από όσο γνωρίζω ο ίδιος ο χώρος παραγωγής δεν έχει ανασκαφεί, και επομένως η χρονολόγησή του εξακολουθεί να είναι υποθετική.

 

Εκτός από το Παλαίκαστρο και το Κουφονήσι,  κατάλοιπα επεξεργασίας κογχυλιών Murex έχουν βρεθεί και σε άλλες θέσεις της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο. Αυτά περιλαμβάνουν τα Μεσομινωικά επίπεδα τριών μεγάλων τοποθεσιών: το Καστρί στο νησί των Κυθήρων, την ίδια την Κνωσό- πιθανώς από ένα εργοστάσιο στη γειτονική ακτή- και στο παλάτι των Μαλίων. Στην Υστεροελλαδική εποχή, βρίσκουμε  κατάλοιπα Murex τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας: στην Τροία VI, που χρονολογείται περίπου στο 1425 π.Χ., και στο Hala Sultan Tekke στην Κύπρο, που χρονολογείται στην Ύστερη Κυπριακή ΙΙΙ περίοδο. Το Ακρωτήρι, στη Θήρα, έχει πλέον αποδώσει υπολείμματα που υποδηλώνουν «πιθανή τοπική παραγωγή» πορφυρής βαφής, που χρονολογείται στην Υστερομινωική ΙΑ περίοδο, περίπου το 1550 π.Χ.

 

Σε αυτά τα αρχαιολογικά τεκμήρια από το Αιγαίο, θα πρέπει να προσθέσουμε και ένα σημαντικό επιγραφικό εύρημα. Ο μυκηναϊκός ελληνικός όρος po-pu-re-ia «πορφυρεία» απαντάται σε αρκετές διοικητικές πινακίδες της Γραμμικής Β από την Κνωσό, οι οποίες ασχολούνται με την κατανομή υφασμάτων. Μια από αυτές τις πινακίδες (KN X976) περιέχει στην πραγματικότητα την έκφραση wa-na-ka-te-ro po-pu-re-[] «ανακτέρων πορφυρε[ία]». Αυτή είναι η πρώτη γραπτή μαρτυρία ενός όρου που σε μεταγενέστερους αιώνες έγινε συνώνυμος με την «πορφύρα της Τύρου». Είναι σημαντικό ότι ο όρος αυτός μαρτυρείται για πρώτη φορά σε μυκηναϊκό ελληνικό κείμενο από την Κνωσό.

 

Η κλασική ελληνική ρίζα πορφυρ- χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τόσο το μαλάκιο όσο και τη βαφή του, αλλά δεν είναι ινδοευρωπαϊκή λέξη. Ο Astour (1965) πρότεινε, μη πειστικά κατά τη γνώμη μου, να αντληθεί αυτός ο όρος από μια χαναανιτική ρίζα *parpar που σημαίνει «αναδεύω, βράζω». Ωστόσο, η χαναανιτική λέξη για τα όστρακα της πορφύρας ήταν προφανώς hillazon- μια λέξη άγνωστης προέλευσης που πιστοποιείται μόνο στα ταλμουδικά εβραϊκά. Οι πραγματικοί φοινικικοί όροι για τα οστρακοειδή και τη βαφή τους δεν έχουν ακόμη επιβεβαιωθεί. Όσο για τον μυκηναϊκό όρο πορφυρ-, θα έλεγα ότι αυτός ήταν αρχικά μια μινωική λέξη, δανεισμένη από τους Μυκηναίους όταν έμαθαν από τους Μινωίτες να παράγουν τη βαφή.

 

Η μινωική τέχνη πρέπει να έχει διατηρήσει απεικονίσεις ενδυμάτων βαμμένων με «βασιλική πορφύρα». Ίσως η πιο γνωστή μινωική σαρκοφάγος, που χρονολογείται περίπου στο 1450 π.Χ., είναι αυτή που βρέθηκε στην Αγία Τριάδα, και απεικονίζει κομψά ντυμένους άνδρες και γυναίκες. Τα ενδύματά τους είναι διακοσμημένα με πορφυρές ρίγες διαφόρων αποχρώσεων. Ένα ειδώλιο της γνωστής μινωικής ιέρειας, από το 1600 π.Χ., έχει επίσης πορφυρές διακοσμήσεις στην ενδυμασία της, όπως και τα φορέματα των ευγενών κυριών που απεικονίζονται στις τοιχογραφίες της Θήρας, περίπου από το 1550 π.Χ. Αφού η μινωική εξουσία στην Κρήτη αντικαταστάθηκε από εκείνη των Μυκηναίων Ελλήνων, περίπου το 1450 π.Χ., οι Έλληνες, οι Τρώες και οι λαοί της Ανατολίας συνέχισαν να παράγουν την πορφυρή βαφή.

 

Θα πρέπει να θυμηθούμε εδώ την ομηρική αναφορά (Ιλιάδα 4.141) για το πορφυρό ελεφαντόδοντο(!) που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες της Μαιονίας και της Καρίας. Η παράδοση της Τρωάδας για την κατασκευή πορφύρας της Τύρου σημειώθηκε επίσης από τον Αριστοτέλη (Περί τα ζώα ιστορίαι), ο οποίος αναφέρει ότι τα νερά έξω από το Σίγειο, το Λέκτον και την Καρία ήταν πλούσια σε όστρακα πορφύρας. Η χαναανιτική βιομηχανία βαφής στο Λεβάντε σίγουρα δεν ήταν μονοπώλιο. Πράγματι, οι Έλληνες, οι Φοίνικες και άλλοι συνέχισαν να παράγουν πορφύρα της Τύρου σε όλη την αρχαιότητα. Μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή, ήταν ήδη άγνωστο ποιος είχε εφεύρει πρώτος τη «βασιλική πορφύρα», και μόνο τότε η παραγωγή της αποδόθηκε σε μια μυθική φοινικική πηγή, και χρονολογήθηκε στην εποχή πριν από τον Τρωικό πόλεμο.

 

Τα αρχαιολογικά στοιχεία που είναι τώρα διαθέσιμα από το Αιγαίο δείχνουν ότι αυτή η βιομηχανία δεν ήταν μυκηναϊκής, ούτε χαναανιτικής προέλευσης. Δείχνει ότι οι Μινωίτες στην Κρήτη και μερικοί Μινωίτες νησιώτες, όπως αυτοί στα Κύθηρα, παρήγαγαν ήδη πορφύρα από τη Μεσομινωική περίοδο, περίπου το 1750 π.Χ. Φαίνεται επίσης βέβαιο ότι η βαφή αυτή παραγόταν από τους Θηραίους στο τέλος της Μεσομινωικής εποχής. Οι Μυκηναίοι, οι Τρώες, οι Κύπριοι και οι Χαναναίοι συνέχισαν να αναπτύσσουν αυτή τη βιομηχανία κατά την Υστεροελλαδική περίοδο. Οι Χαναναίοι της Εποχής του Χαλκού και οι Φοίνικες απόγονοί τους της Εποχής του Σιδήρου δεν ήταν οι πραγματικοί δημιουργοί αυτής της βαφής. Ήταν πιθανότατα μια μινωική εφεύρεση, που αναπτύχθηκε πριν από το 1750 π.Χ., η οποία στη συνέχεια υιοθετήθηκε από άλλους λαούς, συμπεριλαμβανομένων των Χαναναίων-Φοινίκων.

 

The Minoan origin of Tyrian purple, Robert R. Stieglitz

[https://www.tekhelet.com/pdf/steiglitz-minoan.pdf]

Μετάφραση για τα Ελληνικά, 2025, Χρήστος Κ. Τσελέντης