(1914)
Σίγκμουντ Φρόιντ
Μέρος I
Ο όρος ναρκισσισμός προέρχεται από την κλινική περιγραφή, και επιλέχθηκε από τον Γερμανό ψυχίατρο Paul Näcke το 1899 για να
υποδηλώσει τη στάση ενός ατόμου που αντιμετωπίζει το σώμα του με τον ίδιο τρόπο
με τον οποίο αντιμετωπίζεται συνήθως το σώμα ενός σεξουαλικού αντικειμένου- που
το κοιτάζει, δηλαδή το χαϊδεύει και το πασπατεύει μέχρι να αποκτήσει πλήρη
ικανοποίηση μέσω αυτών των δραστηριοτήτων. Αναπτυγμένος σε αυτό το βαθμό, ο
ναρκισσισμός έχει τη σημασία μιας διαστροφής που έχει απορροφήσει ολόκληρη τη
σεξουαλική ζωή του υποκειμένου, και κατά συνέπεια θα παρουσιάζει τα
χαρακτηριστικά που αναμένουμε να συναντήσουμε στη μελέτη όλων των διαστροφών.
Οι ψυχαναλυτικοί παρατηρητές
εντυπωσιάστηκαν στη συνέχεια από το γεγονός ότι μεμονωμένα χαρακτηριστικά της
ναρκισσιστικής στάσης βρίσκονται σε πολλούς ανθρώπους που πάσχουν από άλλες
διαταραχές- για παράδειγμα, όπως επεσήμανε ο Isidor Sadger, στους ομοφυλόφιλους- και τελικά φάνηκε πιθανό ότι μια κατανομή της
λίμπιντο που θα άξιζε να περιγραφεί ως ναρκισσισμός μπορούσε να είναι παρούσα
πολύ πιο εκτεταμένα, και ότι θα μπορούσε
να διεκδικήσει μια θέση στην κανονική πορεία της ανθρώπινης σεξουαλικής
ανάπτυξης. Οι δυσκολίες της ψυχαναλυτικής εργασίας πάνω στους νευρωτικούς οδήγησαν
στην ίδια υπόθεση, γιατί φαινόταν ότι αυτό το είδος ναρκισσιστικής στάσης
αποτελούσε ένα όριο της ευαισθησίας τους στην επιρροή. Ο ναρκισσισμός με αυτή
την έννοια δεν θα ήταν διαστροφή, αλλά το λιμπιντικό συμπλήρωμα του εγωιστικού ενστίκτου
της αυτοσυντήρησης, ένα μέτρο του οποίου μπορεί λογικά να αποδοθεί σε κάθε
ζωντανό πλάσμα.
Ένα πιεστικό κίνητρο για να
ασχοληθούμε με την αντίληψη ενός πρωταρχικού και φυσιολογικού ναρκισσισμού
προέκυψε όταν έγινε προσπάθεια να υπαχθούν όσα γνωρίζουμε για την πρόωρη άνοια[1] (Emil Kraepelin) ή τη
σχιζοφρένεια (Eugen Bleuler) στην υπόθεση της λίμπιντο. Οι ασθενείς
αυτού του είδους, τους οποίους πρότεινα να ονομάσω παραφρενείς, εμφανίζουν δύο
θεμελιώδη χαρακτηριστικά: μεγαλομανία και εκτροπή του ενδιαφέροντός τους από
τον εξωτερικό κόσμο- από ανθρώπους και πράγματα. Ως συνέπεια της τελευταίας
αλλαγής, γίνονται απρόσιτοι στην επιρροή της ψυχανάλυσης, και δεν μπορούν να
θεραπευτούν από τις προσπάθειές μας.
Αλλά η στροφή του παραφρενούς
μακριά από τον εξωτερικό κόσμο πρέπει να χαρακτηριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Ένας ασθενής που πάσχει από υστερία ή ιδεοληπτική νεύρωση έχει επίσης, όσον
αφορά την ασθένειά του, εγκαταλείψει τη σχέση του με την πραγματικότητα. Όμως η
ανάλυση δείχνει ότι σε καμία περίπτωση δεν έχει διακόψει τις ερωτικές του
σχέσεις με ανθρώπους και πράγματα. Εξακολουθεί να τις διατηρεί στη φαντασία˙ δηλαδή έχει, αφενός, υποκαταστήσει πραγματικά
αντικείμενα με φανταστικά από τη μνήμη του, ή τα έχει αναμείξει· και, αφετέρου,
έχει παραιτηθεί από την έναρξη κινητικών δραστηριοτήτων για την επίτευξη των
σκοπών του σε σχέση με αυτά τα αντικείμενα.
Μόνο σε αυτή την κατάσταση της
λίμπιντο μπορούμε νόμιμα να εφαρμόσουμε τον όρο «εσωστρέφεια» της λίμπιντο, που
χρησιμοποιείται από τον Καρλ Γιουνγκ αδιακρίτως. Για τον παραφρενή, είναι
διαφορετικά: φαίνεται πραγματικά να έχει αποσύρει τη λίμπιντό του από τους
ανθρώπους και τα πράγματα στον εξωτερικό κόσμο, χωρίς να τα αντικαταστήσει με
άλλα στη φαντασία του. Όταν κάνει αυτή την αντικατάσταση, η διαδικασία φαίνεται
να είναι δευτερεύουσα, και να αποτελεί μέρος μιας προσπάθειας ανάκαμψης,
σχεδιασμένης να οδηγήσει τη λίμπιντο πίσω σε αντικείμενα.
Έτσι τίθεται το ερώτημα: Τι
συμβαίνει με τη λίμπιντο που έχει αποσυρθεί από εξωτερικά αντικείμενα στη
σχιζοφρένεια; Η μεγαλομανία που χαρακτηρίζει αυτές τις καταστάσεις δείχνει το
δρόμο. Αυτή η μεγαλομανία έχει αναμφίβολα δημιουργηθεί σε βάρος της λίμπιντο του
αντικειμένου. Η λίμπιντο που έχει αποσυρθεί από τον εξωτερικό κόσμο έχει
κατευθυνθεί προς το εγώ, και έτσι δημιουργεί μια στάση που μπορεί να ονομαστεί
ναρκισσισμός. Αλλά η ίδια η μεγαλομανία δεν είναι νέα δημιουργία. Αντιθέτως,
πρόκειται, όπως γνωρίζουμε, για μεγέθυνση και σαφέστερη εκδήλωση μιας
καταστάσεως που προϋπήρχε. Αυτό μας οδηγεί να δούμε τον ναρκισσισμό που
προκύπτει μέσω της κάθεξης[2]
αντικειμένων ως δευτερεύοντα, κτισμένο πάνω σε έναν πρωταρχικό ναρκισσισμό που
επισκιάζεται από έναν αριθμό διαφορετικών επιρροών.
Επιτρέψτε μου να επιμείνω ότι
δεν προτείνω εδώ να εξηγήσω ή να εμβαθύνω περαιτέρω στο πρόβλημα της
σχιζοφρένειας, αλλά απλώς να συγκεντρώσω όσα έχουν ήδη ειπωθεί αλλού,
προκειμένου να δικαιολογήσω την εισαγωγή της έννοιας του ναρκισσισμού. Αυτή η
επέκταση της θεωρίας της λίμπιντο- κατά τη γνώμη μου, νόμιμη- ενισχύεται από μια
τρίτη πτυχή, δηλαδή, από τις παρατηρήσεις και τις απόψεις μας για την ψυχική λίμπιντο
των παιδιών και των πρωτόγονων ανθρώπων. Στους τελευταίους βρίσκουμε
χαρακτηριστικά, τα οποία, αν συνέβαιναν μεμονωμένα, θα μπορούσαν να αποδοθούν
στη μεγαλομανία: μια υπερεκτίμηση της δύναμης των επιθυμιών και των διανοητικών
τους πράξεων, η «παντοδυναμία των σκέψεων», η πίστη στη θαυματουργική δύναμη
των λέξεων, και μια τεχνική αντιμετώπισης της «μαγείας» του εξωτερικού κόσμου,
η οποία φαίνεται να είναι μια λογική εφαρμογή αυτών των μεγαλειωδών
προϋποθέσεων. Στα σημερινά παιδιά, των οποίων η ανάπτυξη είναι πολύ πιο
σκοτεινή για εμάς, περιμένουμε να βρούμε μια ακριβώς ανάλογη στάση απέναντι
στον εξωτερικό κόσμο. Έτσι διαμορφώνουμε την ιδέα ότι υπάρχει μια αυθεντική
λιμπιντική κάθεξη του εγώ, μερική από την οποία διοχετεύεται αργότερα σε
αντικείμενα, αλλά η οποία ουσιαστικά επιμένει, και σχετίζεται με τις καθέξεις
αντικειμένων- όπως το σώμα μιας αμοιβάδας σχετίζεται με τα ψευδοπόδια που
βγάζει.
Στην έρευνά μας, παίρνοντας τα
νευρωτικά συμπτώματα από το σημείο εκκίνησής τους, αυτό το μέρος της κατανομής
της λίμπιντο παρέμεινε αναγκαστικά κρυμμένο από εμάς στην αρχή. Το μόνο που
παρατηρήσαμε ήταν οι εκπορεύσεις αυτής της λίμπιντο- οι καθέξεις αντικειμένων,
οι οποίες μπορούν να διοχετευτούν προς τα έξω, και να επιστρέψουν προς τα μέσα ξανά.
Βλέπουμε επίσης, σε γενικές γραμμές, μια αντίθεση μεταξύ της λίμπιντο του εγώ
και της λίμπιντο του αντικειμένου.[3]
Όσο περισσότερο απασχολείται η μία, τόσο περισσότερο εξαντλείται η άλλη. Το
υψηλότερο επίπεδο στο οποίο μπορεί να φτάσει η λίμπιντο του αντικειμένου βρίσκεται
στην αγάπη, όταν το υποκείμενο φαίνεται να εγκαταλείπει τη δική του
προσωπικότητα για χάρη της κάθεξης ενός αντικειμένου. Το
αντίθετο συμβαίνει με τη
φαντασίωση (ή αυτοαντίληψη) ενός παρανοϊκού για το «τέλος του κόσμου». Τέλος,
όσον αφορά τη διαφοροποίηση των ψυχικών ενεργειών, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα
ότι, αρχικά, κατά το στάδιο του ναρκισσισμού, υπάρχουν μαζί, και ότι η ανάλυσή
μας είναι πολύ χονδροειδής για να γίνει διάκριση μεταξύ τους. Μόνο όταν υπάρξει
κάθεξη των αντικείμενων είναι δυνατόν να διακρίνουμε τη σεξουαλική ενέργεια- τη
λίμπιντο- από την ενέργεια των ενστίκτων του εγώ.
Πριν προχωρήσω περαιτέρω,
πρέπει να θίξω δύο ζητήματα που μας οδηγούν στην καρδιά των δυσκολιών του
θέματός μας. Πρώτον, ποια είναι η σχέση του ναρκισσισμού, όπως τον περιγράψαμε τώρα,
με τον αυτοερωτισμό, τον οποίο έχουμε περιγράψει ως πρώιμη κατάσταση της
λίμπιντο; Δεύτερον, αν δώσουμε στο εγώ μια πρωταρχική κάθεξη της λίμπιντο,
γιατί υπάρχει ανάγκη για επιπλέον διάκριση ανάμεσα σε μια σεξουαλική λίμπιντο και
σε μια μη σεξουαλική ενέργεια των ενστίκτων του εγώ; Δεν θα ήταν η υπόθεση ενός
μόνο είδους ψυχικής ενέργειας αρκετή να μας γλυτώσει από όλες τις δυσκολίες
διαφοροποίησης μεταξύ της ενέργειας των ενστίκτων του εγώ και εκείνης της λίμπιντο
του εγώ, ή μεταξύ της ενέργειας της λίμπιντο του εγώ και εκείνης της λίμπιντο του
αντικειμένου;
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα,
μπορώ να επισημάνω ότι είμαστε υποχρεωμένοι να υποθέσουμε ότι μια ενότητα
συγκρίσιμη με το εγώ δεν μπορεί να υπάρξει στο άτομο από την αρχή˙ το εγώ πρέπει πρώτα να αναπτυχθεί. Τα
αυτοερωτικά ένστικτα, ωστόσο, υπάρχουν από την αρχή. Έτσι, πρέπει να προστεθεί
κάτι στον αυτοερωτισμό- μια νέα ψυχική δράση- προκειμένου να επέλθει ο
ναρκισσισμός.
Το να κληθεί κάποιος να δώσει
μια οριστική απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, πρέπει να προκαλέσει αισθητή
ανησυχία σε κάθε ψυχαναλυτή. Δεν μας αρέσει η σκέψη να εγκαταλείψουμε την
παρατήρηση για μια άγονη θεωρητική διαμάχη, αλλά παρόλα αυτά δεν πρέπει να
αποφύγουμε μια προσπάθεια αποσαφήνισης. Είναι αλήθεια ότι έννοιες όπως η λίμπιντο
του εγώ, ή μια ενέργεια των ενστίκτων του εγώ, και ούτω καθεξής, δεν είναι
ιδιαίτερα εύκολο να κατανοηθούν, ούτε είναι αρκετά πλούσιες σε περιεχόμενο. Μια
θεωρία των εν λόγω σχέσεων θα ξεκινούσε επιδιώκοντας να αποκτήσει μια σαφώς
καθορισμένη έννοιά τους ως βάση της. Αλλά είμαι της γνώμης ότι αυτή είναι
ακριβώς η διαφορά μεταξύ μιας θεωρητικής υπόθεσης και μιας επιστήμης που
βασίζεται στην εμπειρική ερμηνεία.
Η τελευταία δεν έχει να
ζηλέψει τις εικασίες, έχοντας για προνόμιό της μια ομαλή, λογικά απρόσβλητη
βάση, αλλά ευχαρίστως θα ασχοληθεί με νεφελώδεις, δυσφάνταστες βασικές έννοιες,
τις οποίες θα θελήσει να συλλάβει σαφέστερα κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής της,
ή τις οποίες θα είναι έτοιμη ακόμη και να αντικαταστήσει με άλλες. Γιατί οι
ιδέες δεν είναι το θεμέλιο της επιστήμης, πάνω στο οποίο στηρίζονται τα πάντα:
το θεμέλιο είναι μόνο η παρατήρηση. Δεν είναι αυτές οι ιδέες ο πυθμένας αλλά η
κορυφή ολόκληρης της δομής, και μπορούν να απορριφθούν και να αντικατασταθούν
χωρίς να καταστρέψουν τη δομή. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει στις μέρες μας στην
επιστήμη της φυσικής, οι βασικές έννοιες της οποίας όσον αφορά την ύλη, τα
κέντρα των δυνάμεων, την έλξη κ.λπ., είναι εξίσου συζητήσιμες με τις
αντίστοιχες έννοιες στην ψυχανάλυση.
Η αξία των εννοιών «λίμπιντο του
εγώ» και «λίμπιντο του αντικειμένου» έγκειται στο γεγονός ότι προέρχονται από
τη μελέτη των οικείων χαρακτηριστικών των νευρωτικών και ψυχωσικών διεργασιών.
Η διαφοροποίηση της λίμπιντο σε δύο είδη- ένα κατάλληλο για το εγώ, και ένα άλλο
που συνδέεται με αντικείμενα, είναι αναπόφευκτο επακόλουθο μιας αρχικής
υπόθεσης που διέκρινε μεταξύ σεξουαλικών ενστίκτων και ενστίκτων του εγώ. Εν
πάση περιπτώσει, η ανάλυση των καθαρών μεταβιβαστικών νευρώσεων (υστερία και
ιδεοληπτική νεύρωση) με ανάγκασε να κάνω αυτή τη διάκριση, και το μόνο που ξέρω
είναι ότι όλες οι προσπάθειες να εξηγηθούν αυτά τα φαινόμενα με άλλα μέσα ήταν
εντελώς ανεπιτυχείς.
Μην έχοντας οποιαδήποτε θεωρία
των ενστίκτων που θα μας βοηθούσε να βρούμε τον προσανατολισμό μας, μπορεί να
μας επιτραπεί, ή μάλλον, είναι καθήκον μας, να φτάσουμε με την επεξεργασία
κάποιας υπόθεσης στο λογικό της συμπέρασμα, μέχρι η υπόθεση είτε να καταρρεύσει
είτε να επιβεβαιωθεί. Υπάρχουν διάφορα σημεία υπέρ της υπόθεσης ότι υπήρξε από
την αρχή ένας διαχωρισμός μεταξύ σεξουαλικών ενστίκτων και ενστίκτων του εγώ, πέρα
από τη λειτουργικότητα μιας τέτοιας υπόθεσης στην ανάλυση των μεταβιβαστικών νευρώσεων.
Παραδέχομαι ότι αυτή η τελευταία θεώρηση από μόνη της δεν θα ήταν μονοσήμαντη,
γιατί θα μπορούσε να είναι ζήτημα μιας αδιάφορης ψυχικής ενέργειας που γίνεται
λίμπιντο μόνο μέσω της πράξης της κάθεξης ενός αντικειμένου. Αλλά, κατά πρώτο
λόγο, η διάκριση που γίνεται σε αυτή την έννοια αντιστοιχεί στην κοινή,
δημοφιλή διάκριση μεταξύ πείνας και αγάπης.
Δεύτερον, υπάρχουν βιολογικές
εκτιμήσεις υπέρ αυτής της διάκρισης. Το άτομο στην πραγματικότητα ασκεί μια
διπλή ύπαρξη: η μία για να εξυπηρετήσει τους δικούς του σκοπούς, και η άλλη ως
κρίκος σε μια αλυσίδα, την οποία το άτομο ακολουθεί παρά τη θέλησή του, ή
τουλάχιστον ακούσια. Το ίδιο το άτομο θεωρεί τη σεξουαλικότητα ως έναν από τους
δικούς του σκοπούς˙ ενώ,
από μια άλλη άποψη, είναι ένα εξάρτημα του γενετικού υλικού του, για το οποίο
καταναλώνει την ενέργειά του, με αντάλλαγμα την ευχαρίστηση. Είναι ο θνητός
φορέας μιας (πιθανώς) αθάνατης ουσίας- όπως ο κληρονόμος μιας περιουσίας που θα
υπάρχει και μετά από αυτόν. Ο διαχωρισμός των σεξουαλικών ενστίκτων από τα
ένστικτα του εγώ θα αντανακλούσε λοιπόν αυτή τη διπλή λειτουργία του ατόμου.
Τρίτον, πρέπει να θυμόμαστε
ότι όλες οι προσωρινές ιδέες μας στην ψυχολογία πιθανότατα κάποια μέρα θα
βασίζονται σε μια οργανική υποδομή. Αυτό καθιστά πιθανό ότι υπάρχουν ειδικές
ουσίες και χημικές διεργασίες που εκτελούν τις λειτουργίες της σεξουαλικότητας,
και παρέχουν την επέκταση της ατομικής ζωής σε εκείνη του είδους. Λαμβάνουμε
υπόψη αυτή την πιθανότητα αντικαθιστώντας τις ειδικές χημικές ουσίες από
ειδικές ψυχικές δυνάμεις.
Προσπαθώ γενικά να κρατάω την
ψυχολογία μακριά από οτιδήποτε είναι διαφορετικό στη φύση από αυτήν, ακόμη και
από βιολογικές γραμμές σκέψης. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θα ήθελα σε αυτό το
σημείο να παραδεχτώ ότι η υπόθεση των ξεχωριστών ενστίκτων του εγώ και των σεξουαλικών
ενστίκτων (δηλαδή, η θεωρία της λίμπιντο) δεν στηρίζεται σχεδόν καθόλου σε
ψυχολογική βάση, αλλά αντλεί την κύρια υποστήριξή της από τη βιολογία. Αλλά θα
είμαι αρκετά συνεπής με τον γενικό κανόνα μου να εγκαταλείψω αυτή την υπόθεση,
αν η ίδια η ψυχαναλυτική εργασία παράγει κάποια άλλη, πιο χρήσιμη υπόθεση για
τα ένστικτα. Μέχρι στιγμής, αυτό δεν έχει συμβεί. Μπορεί να αποδειχθεί ότι, θεμελιωδώς
και μακροπρόθεσμα, η σεξουαλική ενέργεια- η λίμπιντο- είναι μόνο το προϊόν μιας
διαφοροποίησης της ενέργειας που λειτουργεί γενικά στον εγκέφαλο. Αλλά ένας
τέτοιος ισχυρισμός δεν έχει σημασία, καθώς σχετίζεται με θέματα που είναι τόσο
απομακρυσμένα από τα προβλήματα της παρατήρησής μας, και για τα οποία έχουμε
τόσο λίγη γνώση.
Αυτή η πρωταρχική ταυτότητα
μπορεί κάλλιστα να έχει τόσο μικρή σχέση με τα αναλυτικά μας συμφέροντα, όσο η
πρωταρχική συγγένεια όλων των φυλών της ανθρωπότητας έχει να κάνει με την
απόδειξη της συγγένειας που απαιτείται για τη θεμελίωση ενός νόμιμου
κληρονομικού δικαιώματος. Όλες αυτές οι εικασίες δεν μας οδηγούν πουθενά.
Δεδομένου ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε μια άλλη επιστήμη να μας παρουσιάσει
τα τελικά συμπεράσματα σχετικά με τη θεωρία των ενστίκτων, είναι πολύ
περισσότερο σκόπιμο να προσπαθήσουμε να δούμε τι φως μπορεί να ρίξει πάνω σε
αυτό το βασικό πρόβλημα της βιολογίας μια σύνθεση των ψυχολογικών φαινομένων.
Ας αντιμετωπίσουμε την πιθανότητα σφάλματος· αλλά ας μην αποθαρρυνθούμε από την
επιδίωξη των λογικών συνεπειών της υπόθεσης που υιοθετήσαμε για πρώτη φορά για
μια αντίθεση μεταξύ των ενστίκτων του εγώ και των σεξουαλικών ενστίκτων (μια
υπόθεση στην οποία οδηγηθήκαμε απότομα από την ανάλυση των μεταβιβαστικών νευρώσεων),
και ας δούμε αν αυτή η υπόθεση αποδεικνύεται χωρίς αντιφάσεις, και αν μπορεί να
εφαρμοστεί και σε άλλες διαταραχές, όπως
η σχιζοφρένεια.
Θα ήταν, φυσικά, διαφορετικό
θέμα αν αποδεικνυόταν ότι η θεωρία της λίμπιντο έχει αποτύχει να εξηγήσει την
τελευταία ασθένεια. Αυτό ισχυρίστηκε ο Γιουνγκ (1912), και γι’ αυτό αναγκάστηκα
να μπω σε αυτή την τελευταία συζήτηση, την οποία ευχαρίστως θα είχα αποφύγει.
Θα προτιμούσα να ακολουθήσω μέχρι τέλους την πορεία που ακολούθησε η ανάλυση
της υπόθεσης Schreber,[4] χωρίς καμία συζήτηση για τις βάσεις της.
Αλλά ο ισχυρισμός του Γιουνγκ είναι, τουλάχιστον, πρόωρος. Τα επιχειρήματα που αντιτάσσει
είναι ελάχιστα. Πρώτον, επικαλείται μια δική μου παραδοχή ότι ήμουν
υποχρεωμένος, λόγω των δυσκολιών της ανάλυσης της περίπτωσης του Schreber, να επεκτείνω την έννοια της λίμπιντο
(δηλαδή να εγκαταλείψω το σεξουαλικό της περιεχόμενο) και να ταυτίσω τη
λίμπιντο με το ψυχικό περιεχόμενο γενικά.
Ο Σάντορ Φερέντσι (1913), σε
μια εξαντλητική κριτική του έργου του Γιουνγκ, έχει ήδη πει όλα όσα είναι
απαραίτητα για τη διόρθωση αυτής της λανθασμένης ερμηνείας. Μπορώ μόνο να
επιβεβαιώσω την κριτική του, και να επαναλάβω ότι ποτέ δεν έκανα τέτοια
ανάκληση της θεωρίας της λίμπιντο. Ένα άλλο επιχείρημα του Γιουνγκ, δηλαδή ότι
δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι η απόσυρση της λίμπιντο είναι από μόνη της
αρκετή για να επιφέρει την απώλεια της φυσιολογικής λειτουργίας της
πραγματικότητας, δεν είναι επιχείρημα αλλά απόφθεγμα. «Θέτει το ερώτημα», και γλυτώνει
τη συζήτηση· γιατί το αν και πώς αυτό είναι δυνατό είναι ακριβώς το σημείο που
θα έπρεπε να έχει ερευνηθεί.
Στο επόμενο μεγάλο έργο του, ο
Γιουνγκ (1913) απλώς χάνει τη λύση που είχα από καιρό υποδείξει: «Ταυτόχρονα»,
γράφει, «υπάρχει αυτό που πρέπει να ληφθεί περαιτέρω υπόψη (ένα σημείο στο
οποίο, παρεμπιπτόντως, αναφέρεται ο Φρόιντ στο έργο του για την υπόθεση Schreber), ότι η εσωτερίκευση της λίμπιντο οδηγεί
στην κάθεξη του «εγώ», και ότι μπορεί
ενδεχομένως να είναι αυτό που παράγει το αποτέλεσμα της απώλειας της
πραγματικότητας. Είναι πράγματι μια δελεαστική δυνατότητα να εξηγήσουμε την
ψυχολογία της απώλειας της πραγματικότητας με αυτόν τον τρόπο». Αλλά ο Γιουνγκ
δεν μπαίνει περισσότερο στη συζήτηση αυτής της πιθανότητας. Λίγο αργότερα το
απορρίπτει με την παρατήρηση ότι αυτός ο καθοριστικός παράγοντας «θα κατέληγε στην
ψυχολογία ενός αναχωρητή, όχι στην πρόωρη άνοια».
Το πόσο λίγο αυτή η ακατάλληλη
αναλογία μπορεί να μας βοηθήσει να αποσαφηνίσουμε το ζήτημα, μπορεί να φανεί από
τη σκέψη ότι ένας αναχωρητής αυτού του είδους, ο οποίος «προσπαθεί να εξαλείψει
κάθε ίχνος σεξουαλικού ενδιαφέροντος» (αλλά μόνο με τη λαϊκή έννοια της λέξης
«σεξουαλικό»), δεν εμφανίζει απαραίτητα καμία παθογόνο κατανομή της λίμπιντο.
Μπορεί να έχει απομακρύνει εντελώς το σεξουαλικό του ενδιαφέρον από τα
ανθρώπινα όντα, και όμως μπορεί να το έχει εξιδανικεύσει σε ένα αυξημένο
ενδιαφέρον για το θείο, τη φύση ή το ζωικό βασίλειο, χωρίς η λίμπιντό του να
έχει υποστεί μια εξωτερίκευση στις φαντασιώσεις του ή μια επιστροφή στο εγώ
του. Αυτή η αναλογία φαίνεται να αποκλείει εκ των προτέρων τη δυνατότητα
διαφοροποίησης μεταξύ ενδιαφέροντος που προέρχεται από ερωτικές πηγές και από
άλλους.
Ας θυμηθούμε, επιπλέον, ότι οι
έρευνες της ελβετικής σχολής, όσο πολύτιμες κι αν είναι, έχουν αποσαφηνίσει
μόνο δύο χαρακτηριστικά της πρώιμης άνοιας- την παρουσία σε αυτήν συμπλεγμάτων
γνωστών σε εμάς τόσο σε υγιή όσο και σε νευρωτικά υποκείμενα, και την ομοιότητα
των φαντασιώσεων που εμφανίζονται σε αυτήν με δημοφιλείς μύθους- αλλά ότι δεν
μπόρεσαν να ρίξουν περαιτέρω φως στον μηχανισμό της νόσου. Μπορούμε να
απορρίψουμε τον ισχυρισμό του Γιουνγκ, λοιπόν, ότι η θεωρία της λίμπιντο έχει
καταλήξει σε αποτυχία στην προσπάθεια να εξηγήσει την πρώιμη άνοια, και ότι ως
εκ τούτου απορρίπτεται και για τις άλλες νευρώσεις.
Μέρος II
Ορισμένες ειδικές δυσκολίες
μου φαίνεται ότι εμποδίζουν την άμεση μελέτη του ναρκισσισμού. Το κύριο μέσο
πρόσβασης θα παραμείνει πιθανώς η ανάλυση της παραφρένειας. Ακριβώς όπως οι μεταβιβαστικές
νευρώσεις μας επέτρεψαν να εντοπίσουμε τις λιμπιντικές ενστικτώδεις
παρορμήσεις, η πρώιμη άνοια και η παράνοια θα μας δώσουν μια εικόνα για την
ψυχολογία του εγώ. Για άλλη μια φορά, για να κατανοήσουμε αυτό που φαίνεται
τόσο απλό στα φυσιολογικά φαινόμενα, θα πρέπει να στραφούμε στο πεδίο της
παθολογίας, με τις στρεβλώσεις και τις υπερβολές της. Ταυτόχρονα, άλλα μέσα
προσέγγισης παραμένουν ανοιχτά σε εμάς, με τα οποία μπορούμε να αποκτήσουμε
καλύτερη γνώση του ναρκισσισμού. Αυτά θα τα εξετάσω τώρα με την ακόλουθη σειρά:
τη μελέτη των οργανικών ασθενειών, της υποχονδρίασης, και της ερωτικής ζωής των
δύο φύλων.
Για την εκτίμηση της επίδρασης
μιας οργανικής νόσου στην κατανομή της λίμπιντο, ακολουθώ μια πρόταση που μου
έγινε προφορικά από τον Φερέντσι. Είναι γνωστό, και το θεωρούμε αυτονόητο, ότι
ένα άτομο που βασανίζεται από οργανικό πόνο και δυσφορία παραιτείται από το
ενδιαφέρον του για τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου, στο βαθμό που δεν αφορούν
τον πόνο του. Μια πιο προσεκτική παρατήρηση μας διδάσκει ότι αποσύρει επίσης το
λιμπιντικό ενδιαφέρον από τα αντικείμενα αγάπης του: όσο υποφέρει, παύει να
αγαπά. Η κοινότοπη φύση αυτού του γεγονότος δεν είναι λόγος για τον οποίο θα
πρέπει να αποθαρρυνθούμε από το να το μεταφράσουμε σε όρους της θεωρίας της
λίμπιντο. Θα πρέπει τότε να πούμε: ο άρρωστος αποσύρει τις λιμπιντικές καθέξεις
του πίσω στο δικό του εγώ, και τις εξωτερικεύει ξανά όταν αναρρώσει.
«Συγκεντρωμένη είναι η ψυχή του», λέει ο Βίλχελμ Μπους[5]
για τον ποιητή που υποφέρει από πονόδοντο, «στη στενή τρύπα του γομφίου του».
Εδώ η λίμπιντο και το συμφέρον του εγώ μοιράζονται την ίδια μοίρα, και για άλλη
μια φορά δεν διακρίνονται μεταξύ τους. Ο οικείος εγωισμός του αρρώστου καλύπτει
και τα δύο. Το βρίσκουμε τόσο φυσικό γιατί είμαστε σίγουροι ότι στην ίδια
κατάσταση πρέπει να συμπεριφερόμαστε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ο τρόπος με τον
οποίο τα συναισθήματα ενός εραστή, όσο έντονα κι αν είναι, εξορίζονται από
σωματικές ασθένειες, και ξαφνικά αντικαθίστανται από πλήρη αδιαφορία, είναι ένα
θέμα που έχει αξιοποιηθεί από τους συγγραφείς κόμικς σε κατάλληλο βαθμό.
Η κατάσταση του ύπνου, επίσης,
μοιάζει με ασθένεια, υπονοώντας μια ναρκισσιστική απόσυρση της λίμπιντο στον
εαυτό του υποκειμένου, ή, ακριβέστερα, στη μοναδική επιθυμία να κοιμηθεί. Ο
εγωισμός των ονείρων ταιριάζει πολύ καλά σε αυτό το πλαίσιο. Και στις δύο
καταστάσεις έχουμε, αν μη τι άλλο, παραδείγματα αλλαγών στην κατανομή της
λίμπιντο, που είναι επακόλουθο μιας αλλαγής στο εγώ.
Η υποχονδρία, όπως και η
οργανική ασθένεια, εκδηλώνεται με οδυνηρές σωματικές αισθήσεις, και έχει την
ίδια επίδραση με την οργανική ασθένεια στην κατανομή της λίμπιντο. Ο
υποχόνδριος αποσύρει τόσο το ενδιαφέρον όσο και τη λίμπιντο- την τελευταία
ιδιαίτερα έντονα- από τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, και συγκεντρώνει
και τα δύο στο όργανο που προσελκύει την προσοχή του. Μια διαφορά μεταξύ
υποχονδρίας και οργανικής ασθένειας γίνεται τώρα εμφανής: στην τελευταία, οι
οδυνηρές αισθήσεις βασίζονται σε αποδεδειγμένες, οργανικές αλλαγές. Στην πρώτη,
αυτό δεν συμβαίνει. Αλλά θα ήταν απολύτως σύμφωνο με τη γενική μας αντίληψη για
τις διαδικασίες της νεύρωσης αν λέγαμε ότι η υποχονδρία πρέπει να είναι η σωστή
εξήγηση: οι οργανικές αλλαγές υποτίθεται ότι είναι παρούσες και σε αυτήν.
Αλλά ποιες θα μπορούσαν να
είναι αυτές οι αλλαγές; Θα αφήσουμε τον εαυτό μας να καθοδηγηθεί σε αυτό το
σημείο από την εμπειρία μας, η οποία δείχνει ότι σωματικές αισθήσεις δυσάρεστης
φύσης, συγκρίσιμες με εκείνες της υποχονδρίας, εμφανίζονται και στις άλλες
νευρώσεις. Έχω ξαναπεί ότι τείνω να κατηγοριοποιήσω την υποχονδρία ως
νευρασθένεια, και την αγχώδη νεύρωση ως τρίτη «πραγματική» νεύρωση. Πιθανότατα
δεν θα ήταν υπερβολικό να υποθέσουμε ότι στην περίπτωση των άλλων νευρώσεων υπάρχει
ταυτόχρονα και μια μικρή δόση υποχονδρίας. Έχουμε το καλύτερο παράδειγμα αυτού,
νομίζω, στην αγχώδη νεύρωση με το επιστέγασμα της υστερίας.
Τώρα το γνωστό πρωτότυπο ενός
οργάνου που είναι οδυνηρά τρυφερό, που έχει αλλάξει κατά κάποιο τρόπο, και που
δεν είναι ακόμα άρρωστο με τη συνηθισμένη έννοια, είναι το γεννητικό όργανο
στις καταστάσεις διέγερσής του. Σε αυτή την κατάσταση γεμίζει με αίμα, πρήζεται
ή υγραίνεται, και γίνεται η έδρα μιας πληθώρας αισθήσεων. Ας περιγράψουμε τώρα,
παίρνοντας οποιοδήποτε μέρος του σώματος, τη δραστηριότητά του να στέλνει
σεξουαλικά συναρπαστικά ερεθίσματα στο μυαλό ως την «ερωτογένειά» του, και ας
αναλογιστούμε περαιτέρω ότι οι σκέψεις στις οποίες βασίστηκε η θεωρία μας για
τη σεξουαλικότητα μας έχουν από καιρό συνηθίσει στην ιδέα ότι ορισμένα άλλα
μέρη του σώματος- οι «ερωτογενείς» ζώνες- μπορούν να λειτουργήσουν ως
υποκατάστατα των γεννητικών οργάνων, και
να συμπεριφέρονται ανάλογα με αυτά.
Τότε έχουμε μόνο ένα ακόμη
βήμα να κάνουμε. Μπορούμε να αποφασίσουμε να θεωρήσουμε την ερωτογένεση ως
γενικό χαρακτηριστικό όλων των οργάνων, και στη συνέχεια μπορούμε να μιλήσουμε
για αύξηση ή μείωσή της σε ένα συγκεκριμένο μέρος του σώματος. Για κάθε τέτοια
αλλαγή στην ερωτογένεση των οργάνων, μπορεί τότε να υπάρξει μια παράλληλη
αλλαγή στη λιμπιντική κάθεξη του εγώ. Τέτοιοι παράγοντες θα αποτελούσαν αυτό
που πιστεύουμε ότι αποτελεί τη βάση της υποχονδρίας, και είναι αυτό που μπορεί
να έχει την ίδια επίδραση στην κατανομή της λίμπιντο, καθώς παράγεται από μια
υλική ασθένεια των οργάνων.
Βλέπουμε ότι, αν ακολουθήσουμε
αυτή τη γραμμή σκέψης, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα όχι μόνο της
υποχονδρίας, αλλά και των άλλων «πραγματικών» νευρώσεων- νευρασθένεια και αγχώδη
νεύρωση. Ας σταματήσουμε, λοιπόν, σε αυτό το σημείο. Δεν βρίσκεται στο πλαίσιο
μιας καθαρά ψυχολογικής έρευνας να φτάσουμε τόσο μακριά από τα σύνορα της
φυσιολογικής έρευνας. Θα αναφέρω απλώς ότι από αυτή την άποψη μπορούμε να
υποψιαστούμε ότι η σχέση της υποχονδρίας με την παραφρένεια είναι παρόμοια με εκείνη
των άλλων «πραγματικών» νευρώσεων με την υστερία και την ιδεοληπτική νεύρωση:
μπορούμε να υποψιαστούμε, δηλαδή, ότι αυτή εξαρτάται από τη λίμπιντο του εγώ,
ακριβώς όπως οι άλλες εξαρτώνται από τη λίμπιντο του αντικειμένου, και ότι το
υποχονδριακό άγχος είναι το αντίστοιχο, καθώς
προέρχεται από τη λίμπιντο του εγώ, του νευρωτικού άγχους.
Επιπλέον, εφόσον είμαστε ήδη
εξοικειωμένοι με την ιδέα ότι ο μηχανισμός παραγωγής της ασθένειας και
σχηματισμού συμπτωμάτων στις μεταβιβαστικές νευρώσεις- η πορεία από την
εσωστρέφεια στην παλινδρόμηση- πρέπει να συνδεθεί με το μπλοκάρισμα της
λίμπιντο του αντικειμένου, μπορούμε επίσης να σκεφτούμε έναν αποκλεισμό της
λίμπιντο του εγώ, και να συνδέσουμε αυτή την ιδέα με τα φαινόμενα της
υποχονδρίας και της παραφρένειας.
Σε αυτό το σημείο, η
περιέργειά μας θα εγείρει φυσικά το ερώτημα γιατί αυτός ο αποκλεισμός της
λίμπιντο στο εγώ θα πρέπει να βιωθεί ως δυσάρεστος. Θα αρκεστώ στην απάντηση
ότι η δυσαρέσκεια είναι πάντα η έκφραση ενός υψηλότερου βαθμού έντασης, και
ότι, επομένως, αυτό που συμβαίνει είναι ότι μια ποσότητα στο πεδίο των υλικών
γεγονότων μετατρέπεται εδώ, όπως και αλλού, στην ψυχική ποιότητα της δυσαρέσκειας.
Παρόλα αυτά, ίσως αυτό που είναι καθοριστικό για τη δημιουργία της δυσαρέσκειας
να μην είναι το απόλυτο μέγεθος του υλικού γεγονότος, αλλά μάλλον κάποια
συγκεκριμένη λειτουργία αυτού του απόλυτου μεγέθους.
Εδώ μπορούμε ακόμη να ρωτήσουμε
τι καθιστά απαραίτητο για την ψυχική μας ζωή να ξεπεράσει τα όρια του
ναρκισσισμού, και να συνδέσει τη λίμπιντο με αντικείμενα. Η απάντηση που θα
προέκυπτε από τη γραμμή σκέψης μας θα ήταν για άλλη μια φορά ότι αυτή η
αναγκαιότητα προκύπτει όταν η κάθεξη του εγώ με τη λίμπιντο υπερβαίνει ένα
ορισμένο ποσό. Ένας ισχυρός εγωισμός είναι μια προστασία από το να
αρρωστήσουμε, αλλά ως τελευταία λύση πρέπει να αρχίσουμε να αγαπάμε για να μην
αρρωστήσουμε, και είμαστε καταδικασμένοι να αρρωστήσουμε αν, ως συνέπεια της
απογοήτευσης, δεν είμαστε σε θέση να αγαπήσουμε. Αυτό ταιριάζει κάπως με την εικόνα
του Χάινριχ Χάινε[6] για
την ψυχογένεση της Δημιουργίας:
«Η ασθένεια είναι ίσως ο
τελευταίος λόγος
Όλη η παρόρμηση για δημιουργία
Με τη δημιουργία μπόρεσα να ανακάμψω
Δημιουργώντας έγινα υγιής».
Έχουμε αναγνωρίσει ότι ο
νοητικός μας μηχανισμός είναι πρώτα απ’ όλα μια συσκευή σχεδιασμένη για να
ελέγχει διεγέρσεις που διαφορετικά θα γίνονταν αισθητές ως οδυνηρές ή θα είχαν
παθογόνα αποτελέσματα. Η επεξεργασία τους στο νου βοηθά αξιοσημείωτα προς μια
εσωτερική αποστράγγιση εκείνων που είναι ανίκανες να εκφορτιστούν άμεσα προς τα
έξω, ή για τις οποίες μια τέτοια εκφόρτιση είναι προς το παρόν ανεπιθύμητη. Σε
πρώτη φάση, όμως, είναι αδιάφορο αν αυτή η εσωτερική διαδικασία επεξεργασίας
πραγματοποιείται πάνω σε πραγματικά ή φανταστικά αντικείμενα. Η διαφορά δεν
εμφανίζεται παρά αργότερα- αν η στροφή της λίμπιντο σε εξωπραγματικά
αντικείμενα (εσωστρέφεια) έχει οδηγήσει στην κατάργησή της. Στην παραφρένεια, η
μεγαλομανία επιτρέπει μια παρόμοια εσωτερική επεξεργασία της λίμπιντο που έχει
επιστρέψει στο εγώ. Ίσως μόνο όταν αποτύχει η μεγαλομανία, η καταδίκη της
λίμπιντο στο εγώ γίνεται παθογόνος, και ξεκινά τη διαδικασία ανάκαμψης που μας
δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για ασθένεια.
Θα προσπαθήσω εδώ να διεισδύσω
λίγο περισσότερο στον μηχανισμό της παραφρένειας, και θα συγκεντρώσω εκείνες
τις απόψεις που μου φαίνονται άξιες προσοχής. Η διαφορά μεταξύ των παραφρενικών
συναισθημάτων και των μεταβιβαστικών νευρώσεων μου φαίνεται ότι έγκειται στο
γεγονός ότι στην παραφρένεια η λίμπιντο που απελευθερώνεται από την απογοήτευση
δεν παραμένει προσκολλημένη σε φανταστικά αντικείμενα, αλλά αποσύρεται στο εγώ.
Η μεγαλομανία θα αντιστοιχούσε συνεπώς στην ψυχική κυριαρχία αυτής της
τελευταίας ποσότητας λίμπιντο, και έτσι θα ήταν το αντίστοιχο της εσωστρέφειας
στις φαντασιώσεις που βρίσκονται στις νευρώσεις μεταβίβασης. Μια αποτυχία αυτής
της ψυχικής λειτουργίας προκαλεί την υποχονδρία της παραφρένειας, και αυτό
είναι ομόλογο με το άγχος των μεταβιβαστικών νευρώσεων. Γνωρίζουμε ότι αυτό το
άγχος μπορεί να επιλυθεί με περαιτέρω ψυχική διεργασία, δηλαδή με μετατροπή,
σχηματισμό αντίδρασης ή κατασκευή προστασιών (φοβιών). Η αντίστοιχη διαδικασία
στους παραφρενείς είναι μια προσπάθεια αποκατάστασης, στην οποία οφείλονται οι
εντυπωσιακές εκδηλώσεις της νόσου.
Δεδομένου ότι η παραφρένεια
συχνά προκαλεί μόνο μερική απόσπαση της λίμπιντο από τα αντικείμενα, μπορούμε
να διακρίνουμε τρεις ομάδες φαινομένων στην κλινική εικόνα: (1) εκείνα που
αντιπροσωπεύουν ό,τι παραμένει από μια φυσιολογική κατάσταση ή νεύρωση
(υπολειμματικά φαινόμενα)˙ (2)
εκείνα που αντιπροσωπεύουν τη νοσηρή διαδικασία (απόσπαση της λίμπιντο από τα
αντικείμενά της και, περαιτέρω, μεγαλομανία, υποχονδρία, συναισθηματική
διαταραχή, και κάθε είδους παλινδρόμηση)˙ (3) εκείνα που αντιπροσωπεύουν την αποκατάσταση, στην οποία η λίμπιντο
συνδέεται για άλλη μια φορά με αντικείμενα, μετά από την εκδήλωση μιας υστερίας
(στην πρώιμη άνοια ή στην ίδια την παραφρένεια) ή μιας ιδεοληπτικής νεύρωσης
(στην παράνοια).
Αυτή η νέα λιμπιντική κάθεξη
διαφέρει από την πρωτογενή στο ότι ξεκινά από άλλο επίπεδο και υπό άλλες
συνθήκες. Η διαφορά μεταξύ των μεταβιβαστικών νευρώσεων που προκαλούνται στην
περίπτωση αυτού του νέου είδους λιμπιντικής κάθεξης και των αντίστοιχων
σχηματισμών όπου το εγώ παραμένει φυσιολογικό, θα πρέπει να είναι σε θέση να
μας προσφέρει τη βαθύτερη εικόνα της δομής της νοητικής μας συσκευής.
Ένας τρίτος τρόπος με τον
οποίο μπορούμε να προσεγγίσουμε τη μελέτη του ναρκισσισμού είναι η παρατήρηση
της ερωτικής ζωής των ανθρώπων, με τα πολλά είδη διαφοροποίησης σε άνδρες και
γυναίκες. Ακριβώς όπως η λίμπιντο του αντικειμένου αρχικά κρύβει τη λίμπιντο
του εγώ από την άμεση παρατήρησή μας, έτσι και σε σχέση με την επιλογή
αντικειμένων των βρεφών (και των μικρών παιδιών) αυτό που παρατηρήσαμε είναι
ότι αντλούνε τα σεξουαλικά τους αντικείμενα από τις εμπειρίες ικανοποίησης. Οι
πρώτες αυτοερωτικές σεξουαλικές ικανοποιήσεις βιώνονται σε σχέση με ζωτικές
λειτουργίες που εξυπηρετούν το σκοπό της αυτοσυντήρησης. Τα σεξουαλικά ένστικτα
συνδέονται αρχικά με την ικανοποίηση των ενστίκτων του εγώ. Μόνο αργότερα
ανεξαρτητοποιούνται από αυτά, και ακόμη και τότε έχουμε μια ένδειξη αυτής της
αρχικής προσκόλλησης στο γεγονός ότι τα άτομα που ασχολούνται με τη σίτιση, τη
φροντίδα και την προστασία ενός παιδιού γίνονται τα πρώτα σεξουαλικά του
αντικείμενα: δηλαδή, σε πρώτη φάση, η μητέρα του παιδιού ή ένας αντικαταστάτης
της.
Παράλληλα όμως με αυτόν τον
τύπο επιλογής αντικειμένου, που μπορεί να ονομαστεί «ανακλιτικός», ή «προσκολλητικός»,
η ψυχαναλυτική έρευνα αποκάλυψε έναν δεύτερο τύπο, τον οποίο δεν ήμασταν
προετοιμασμένοι να βρούμε. Έχουμε ανακαλύψει, ιδιαίτερα καθαρά σε ανθρώπους των
οποίων η λιμπιντική ανάπτυξη έχει υποστεί κάποια διαταραχή, όπως οι
διεστραμμένοι και οι ομοφυλόφιλοι, ότι στη μεταγενέστερη επιλογή των ερωτικών αντικειμένων
έχουν πάρει ως πρότυπο όχι τη μητέρα τους αλλά τον ίδιο τους τον εαυτό.
Αναζητούν ξεκάθαρα τον εαυτό τους ως ερωτικό αντικείμενο, και επιδεικνύουν ένα
είδος επιλογής αντικειμένου που πρέπει να ονομαστεί «ναρκισσιστικό». Σε αυτή
την παρατήρηση έχουμε τον ισχυρότερο λόγο που μας οδήγησε να υιοθετήσουμε την
υπόθεση του ναρκισσισμού.
Ωστόσο, δεν έχουμε καταλήξει
στο συμπέρασμα ότι τα ανθρώπινα όντα χωρίζονται σε δύο έντονα διαφοροποιημένες
ομάδες, ανάλογα με την επιλογή του αντικειμένου τους, σύμφωνα με τον ανακλιτικό
ή τον ναρκισσιστικό τύπο. Υποθέτουμε μάλλον ότι και τα δύο είδη επιλογής αντικειμένου
είναι διαθέσιμα σε κάθε άτομο, αν και μπορεί να υπάρξει προτίμηση για το ένα ή
το άλλο. Λέμε ότι ένα ανθρώπινο ον έχει αρχικά δύο σεξουαλικά αντικείμενα- τον
εαυτό του και τη γυναίκα που τον θηλάζει, και με αυτόν τον τρόπο υποθέτουμε
έναν πρωταρχικό ναρκισσισμό σε όλους, ο οποίος μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις
να εκδηλωθεί με κυρίαρχο τρόπο στην επιλογή αντικειμένου.
Η σύγκριση του αρσενικού και
του γυναικείου φύλου δείχνει ότι υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ τους όσον
αφορά τον τύπο της επιλογής του αντικειμένου τους, αν και αυτές οι διαφορές δεν
είναι φυσικά καθολικές. Η πλήρης προσκόλληση στο ερωτικό αντικείμενο είναι χαρακτηριστική
του αρσενικού φύλου. Εμφανίζει την έντονη σεξουαλική υπερτίμηση, η οποία
αναμφίβολα προέρχεται από τον αρχικό ναρκισσισμό του παιδιού, και έτσι
αντιστοιχεί σε μια μεταφορά αυτού του ναρκισσισμού στο σεξουαλικό αντικείμενο.
Αυτή η σεξουαλική υπερτίμηση είναι η προέλευση της ιδιόμορφης κατάστασης του
έρωτα, μια κατάσταση που υποδηλώνει έναν νευρωτικό καταναγκασμό, ο οποίος
μπορεί έτσι να ανιχνευθεί σε μια εξαθλίωση του εγώ όσον αφορά τη λίμπιντο υπέρ
του ερωτικού αντικειμένου.
Μια διαφορετική πορεία
ακολουθείται στον τύπο της γυναίκας που συναντάται συχνότερα, που είναι ίσως ο
πιο αγνός και αληθινός. Με την έναρξη της εφηβείας, η ωρίμανση των γυναικείων
σεξουαλικών οργάνων, τα οποία μέχρι τότε βρίσκονταν σε λανθάνουσα κατάσταση,
φαίνεται να επιφέρει μια όξυνση του αρχικού ναρκισσισμού, και αυτό είναι
δυσμενές για την ανάπτυξη μιας πραγματικής επιλογής αντικειμένου, με τη
συνακόλουθη σεξουαλική υπερτίμηση.
Οι γυναίκες, ειδικά αν έχουν καλή
εμφάνιση, αναπτύσσουν μια ορισμένη αυτοϊκανοποίηση που τις αποζημιώνει για τους
κοινωνικούς περιορισμούς που τους επιβάλλονται στην επιλογή του αντικειμένου
τους. Αυστηρά μιλώντας, μόνο τέτοιες γυναίκες αγαπούν με ένταση συγκρίσιμη με
εκείνη της αγάπης ενός άνδρα γι’ αυτές. Ούτε είναι ανάγκη τους να αγαπάνε, αλλά
να αγαπιούνται. Και ο άνθρωπος που εκπληρώνει αυτή την προϋπόθεση, έχει την εύνοιά
τους.
Η σημασία αυτού του τύπου
γυναίκας για την ερωτική ζωή της ανθρωπότητας πρέπει να βαθμολογηθεί πολύ ψηλά.
Αυτές οι γυναίκες ασκούν τη μεγαλύτερη γοητεία στους άνδρες, όχι μόνο για
αισθητικούς λόγους, αφού κατά κανόνα είναι οι πιο όμορφες, αλλά και λόγω ενός
συνδυασμού ενδιαφερόντων ψυχολογικών παραγόντων. Γιατί φαίνεται πολύ προφανές
ότι ο ναρκισσισμός ενός άλλου ατόμου έχει μεγάλη έλξη για εκείνους που έχουν
αποκηρύξει μέρος του δικού τους ναρκισσισμού, και αναζητούν την αγάπη για το
αντικείμενο.
Η γοητεία ενός παιδιού
έγκειται σε μεγάλο βαθμό στον ναρκισσισμό του, την αυτάρκεια, και το δυσπρόσιτο
του χαρακτήρα του, σαν τη γοητεία ορισμένων ζώων που φαίνεται να μην
ενδιαφέρονται για εμάς, όπως οι γάτες και τα μεγάλα θηρία. Πράγματι, ακόμη και
μεγάλοι εγκληματίες και χιουμορίστες, όπως παρουσιάζονται στη λογοτεχνία, μας
κεντρίζουν το ενδιαφέρον από τη ναρκισσιστική συνέπεια με την οποία καταφέρνουν
να κρατήσουν μακριά από το εγώ τους οτιδήποτε θα το μειώσει. Είναι σαν να τους
ζηλεύαμε που διατηρούν μια μακάρια ψυχική κατάσταση- μια απρόσβλητη λιμπιντική
θέση που εμείς οι ίδιοι έχουμε ήδη εγκαταλείψει. Η μεγάλη γοητεία των
ναρκισσιστικών γυναικών έχει, ωστόσο, την αντίστροφη πλευρά της. Ένα μεγάλο
μέρος της δυσαρέσκειας του εραστή, των αμφιβολιών του για την αγάπη της
γυναίκας, των παραπόνων του για την αινιγματική φύση της, έχει τη ρίζα του σε
αυτή την ασυμφωνία μεταξύ των τύπων επιλογής του αντικειμένου.
Ίσως δεν είναι άτοπο εδώ να
δώσω μια διαβεβαίωση ότι αυτή η περιγραφή της γυναικείας μορφής της ερωτικής
ζωής δεν οφείλεται σε κάποια μεροληπτική επιθυμία εκ μέρους μου να υποτιμήσω
τις γυναίκες. Εκτός από το γεγονός ότι η προκατάληψη μού είναι εντελώς ξένη,
γνωρίζω ότι αυτές οι διαφορετικές γραμμές ανάπτυξης αντιστοιχούν στη
διαφοροποίηση των λειτουργιών σε ένα εξαιρετικά περίπλοκο βιολογικό σύνολο.
Επιπλέον, είμαι έτοιμος να παραδεχτώ ότι υπάρχουν αρκετές γυναίκες που αγαπούν
σύμφωνα με τον αρσενικό τύπο, και οι οποίες αναπτύσσουν επίσης τη σεξουαλική
υπερτίμηση που αρμόζει σε αυτόν τον τύπο.
Ακόμη και για τις
ναρκισσιστικές γυναίκες, των οποίων η στάση απέναντι στους άνδρες παραμένει
ψύχραιμη, υπάρχει ένας δρόμος που οδηγεί στην πλήρη αγάπη του αντικειμένου. Στο
παιδί που γεννούν, ένα μέρος του σώματός τους τους αντιμετωπίζει σαν ξένο
αντικείμενο, στο οποίο, ξεκινώντας από τον ναρκισσισμό τους, μπορούν στη
συνέχεια να δώσουν πλήρη αγάπη. Υπάρχουν άλλες γυναίκες, πάλι, που δεν
χρειάζεται να περιμένουν ένα παιδί για να κάνουν το βήμα στην ανάπτυξη από τον
(δευτερογενή) ναρκισσισμό στην αγάπη ενός αντικειμένου. Πριν από την εφηβεία
αισθάνονται αρρενωπές, και αναπτύσσονται με κάποιο τρόπο κατά μήκος αρσενικών προτύπων.
Αφού αυτή η τάση διακόπτεται κατά την επίτευξη της γυναικείας ωριμότητάς τους,
εξακολουθούν να διατηρούν την ικανότητα της λαχτάρας για ένα αρρενωπό ιδανικό-
ένα ιδανικό που είναι στην πραγματικότητα μια επιβίωση της αγορίστικης φύσης
που οι ίδιες κάποτε κατείχαν.
Αυτά που είπα μέχρι τώρα
ενδεικτικά, μπορούν να συναχθούν με μια σύντομη περίληψη των διαδρομών που
οδηγούν στην επιλογή ενός αντικειμένου:
Ένα άτομο μπορεί να αγαπά:
(1) Σύμφωνα με τον
ναρκισσιστικό τύπο:
(α) αυτό που είναι ο ίδιος
(δηλαδή ο εαυτός του),
β) αυτό που ο ίδιος ήταν,
γ) αυτό που ο ίδιος θα ήθελε
να είναι,
(δ) κάποιον που κάποτε ήταν
μέρος του εαυτού του.
(2) Σύμφωνα με τον ανακλιτικό
τύπο:
α) τη γυναίκα που τον ταΐζει,
β) τον άνδρα που τον
προστατεύει,
και τη διαδοχή των υποκατάστατων
που παίρνουν τη θέση τους.
Η συμπερίληψη της περίπτωσης
γ) του πρώτου τύπου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί παρά μόνο σε μεταγενέστερο
στάδιο της παρούσας συζήτησης. Η σημασία της ναρκισσιστικής επιλογής του αντικειμένου
σε σχέση με την ομοφυλοφιλία στους άνδρες πρέπει να εξεταστεί σε άλλο πλαίσιο.
Ο πρωταρχικός ναρκισσισμός των
παιδιών που έχουμε υποθέσει, και ο οποίος αποτελεί ένα από τα αξιώματα των
θεωριών μας για τη λίμπιντο, είναι λιγότερο εύκολο να κατανοηθεί με άμεση
παρατήρηση, παρά να επιβεβαιωθεί με συμπεράσματα από αλλού. Αν κοιτάξουμε τη
στάση των στοργικών γονέων απέναντι στα παιδιά τους, πρέπει να αναγνωρίσουμε
ότι είναι μια αναβίωση και αναπαραγωγή του δικού τους ναρκισσισμού, τον οποίο
έχουν εγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό. Ο αξιόπιστος δείκτης που συνίσταται στην
υπερτίμηση, την οποία έχουμε ήδη αναγνωρίσει ως ναρκισσιστικό στίγμα στην περίπτωση
της επιλογής αντικειμένου, κυριαρχεί, όπως όλοι γνωρίζουμε, στη συναισθηματική
τους στάση. Έτσι, βρίσκονται κάτω από έναν εξαναγκασμό να αποδώσουν κάθε
τελειότητα στο παιδί- κάτι που η νηφάλια παρατήρηση δεν θα έβρισκε καμία
ευκαιρία να κάνει- και να αποκρύψουν και να παραλείψουν όλες τις αδυναμίες του.
(Παρεμπιπτόντως, η άρνηση της σεξουαλικότητας στα παιδιά συνδέεται με αυτό.)
Επιπλέον, τείνουν να
αναστείλουν υπέρ του παιδιού τη λειτουργία όλων των πολιτιστικών κατακτήσεων
που ο δικός τους ναρκισσισμός έχει αναγκαστεί να σεβαστεί, και να ανανεώσουν
για λογαριασμό του τις αξιώσεις για προνόμια που έχουν εγκαταλείψει εδώ και
πολύ καιρό. Το παιδί θα περνάει καλύτερα από τους γονείς του˙ δεν θα υπόκειται στις ανάγκες που έχουν
αναγνωρίσει ως υψίστης σημασίας στη ζωή. Η ασθένεια, ο θάνατος, η παραίτηση από
την απόλαυση, οι περιορισμοί στη θέλησή του, δεν θα το αγγίζουν. Οι νόμοι της
φύσης και της κοινωνίας θα καταργηθούν υπέρ του. Θα είναι και πάλι πραγματικά
το κέντρο και ο πυρήνας της δημιουργίας- «Η Αυτού Μεγαλειότητα το Μωρό», όπως
κάποτε φανταζόμασταν τους εαυτούς μας.
Το παιδί θα εκπληρώσει
εκείνους τους ευσεβείς πόθους των γονέων που οι τελευταίοι ποτέ δεν
πραγματοποίησαν- το αγόρι θα γίνει ένας σπουδαίος άνθρωπος και ένας ήρωας στη
θέση του πατέρα του, και το κορίτσι θα παντρευτεί έναν πρίγκιπα ως
καθυστερημένη αποζημίωση για τη μητέρα της. Στο πιο ευαίσθητο σημείο του
ναρκισσιστικού συστήματος, την αθανασία του εγώ, που πιέζεται τόσο πολύ από την
πραγματικότητα, η ασφάλεια επιτυγχάνεται καταφεύγοντας στο παιδί. Η γονική
αγάπη, που είναι τόσο συγκινητική και κατά βάθος τόσο παιδική, δεν είναι παρά ο
αναγεννημένος ναρκισσισμός των γονιών, ο οποίος, μεταμορφωμένος σε αγάπη για το
αντικείμενο, αποκαλύπτει ολοφάνερα την προηγούμενη φύση του.
Μέρος III
Οι διαταραχές στις οποίες
εκτίθεται ο αρχικός ναρκισσισμός ενός παιδιού, οι αντιδράσεις με τις οποίες
προσπαθεί να προστατευθεί από αυτές τις διαταραχές, και τα μονοπάτια που
ακολουθεί για να το πετύχει αυτό, είναι θέματα που προτείνω να αφήσουμε κατά
μέρος, ως ένα σημαντικό πεδίο εργασίας που περιμένει ακόμα εξερεύνηση. Το πιο
σημαντικό μέρος, ωστόσο, μπορεί να ξεχωρίσει με τη μορφή του «συμπλέγματος
ευνουχισμού» (στα αγόρια, άγχος για το πέος- στα κορίτσια, φθόνος για το πέος),
και να αντιμετωπιστεί σε σχέση με την επίδραση της πρώιμης αποτροπής από τη
σεξουαλική δραστηριότητα.
Η ψυχαναλυτική έρευνα συνήθως
μας επιτρέπει να εντοπίσουμε τις αντιξοότητες που υφίστανται τα λιμπιντικά
ένστικτα, όταν αυτά, απομονωμένα από τα ένστικτα του εγώ, τοποθετούνται σε
αντίθεση με τα τελευταία. Αλλά στο συγκεκριμένο πεδίο του συμπλέγματος
ευνουχισμού, μας επιτρέπει να συμπεράνουμε την ύπαρξη μιας εποχής και μιας
ψυχικής κατάστασης στην οποία οι δύο ομάδες ενστίκτων, που εξακολουθούν να
λειτουργούν από κοινού και αδιαχώριστα αναμεμειγμένα, κάνουν την εμφάνισή τους
ως ναρκισσιστικά ενδιαφέροντα.
Σε αυτό το πλαίσιο ο Άλφρεντ
Άντλερ έχει αντλήσει την αντίληψή του για την «αρσενική διαμαρτυρία»,[7]
την οποία έχει ανυψώσει σχεδόν στη θέση της μοναδικής κινητήριας δύναμης για τη
διαμόρφωση τόσο του χαρακτήρα όσο και των νευρώσεων, και την οποία βασίζει όχι
σε μια ναρκισσιστική, και επομένως ακόμα λιμπιντική, τάση, αλλά σε μια
κοινωνική αποτίμηση. Η ψυχαναλυτική έρευνα έχει αναγνωρίσει από την αρχή την
ύπαρξη και τη σημασία της «αρσενικής διαμαρτυρίας», αλλά έχει θεωρήσει, σε αντίθεση
με τον Άντλερ, ότι είναι ναρκισσιστική στη φύση της, και ότι προέρχεται από το
σύμπλεγμα ευνουχισμού. Η «αρσενική διαμαρτυρία» ασχολείται με τη διαμόρφωση του
χαρακτήρα, στη γένεση του οποίου εισέρχεται μαζί με πολλούς άλλους παράγοντες,
αλλά είναι εντελώς ακατάλληλη για να εξηγήσει τα προβλήματα των νευρώσεων, σε
σχέση με τις οποίες ο Άντλερ δεν λαμβάνει υπόψη τίποτα άλλο παρά μόνο τον τρόπο
με τον οποίο οι νευρώσεις εξυπηρετούν τα ένστικτα του εγώ.
Το βρίσκω εντελώς αδύνατο να
τοποθετήσω τη γένεση της νεύρωσης στη στενή βάση του συμπλέγματος του
ευνουχισμού, όσο ισχυρά κι αν έρθει στο προσκήνιο στους ανθρώπους διαμέσου της
αντίστασής τους στη θεραπεία της νεύρωσης. Παρεμπιπτόντως, γνωρίζω περιπτώσεις
νευρώσεων στις οποίες η «αρσενική διαμαρτυρία», ή, όπως το θεωρούμε, το
σύμπλεγμα ευνουχισμού, δεν παίζει κανένα παθογόνο ρόλο, και μάλιστα δεν
εμφανίζεται καθόλου.
Η παρατήρηση των φυσιολογικών
ενηλίκων δείχνει ότι η προηγούμενη μεγαλομανία τους έχει μειωθεί, και ότι τα
ψυχικά χαρακτηριστικά από τα οποία συναγάγαμε τον παιδικό ναρκισσισμό τους
έχουν εξαλειφθεί. Τι απέγινε η λίμπιντο του εγώ τους; Πρέπει να υποθέσουμε ότι
ολόκληρη η ποσότητά της έχει διοχετευθεί σε καθέξεις αντικειμένων; Μια τέτοια
πιθανότητα είναι σαφώς αντίθετη με την όλη πορεία του επιχειρήματός μας. Αλλά
μπορούμε να βρούμε έναν υπαινιγμό για μια διαφορετική απάντηση στην ψυχολογία
της καταστολής (απώθησης).
Μάθαμε ότι οι λιμπιντικές
ενστικτώδεις παρορμήσεις υφίστανται τις διακυμάνσεις της παθογόνου καταστολής εάν
έρχονται σε σύγκρουση με τις πολιτιστικές και ηθικές ιδέες του υποκειμένου. Με
αυτό δεν εννοούμε ότι το υποκείμενο έχει απλή γνώση της ύπαρξης τέτοιων ιδεών.
Εννοούμε ότι αναγνωρίζει αυτές τις ιδέες ως πρότυπο για τον εαυτό του, και
υποτάσσεται στις αξιώσεις που θέτουν σε εκείνον. Η καταστολή, έχουμε πει,
προέρχεται από το εγώ. Θα μπορούσαμε να πούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια ότι
πηγάζει από την αυτοεκτίμηση του εγώ. Οι ίδιες εντυπώσεις, εμπειρίες,
παρορμήσεις και επιθυμίες στις οποίες ένας άνθρωπος ενδίδει, θα απορριφθούν με
τη μέγιστη αγανάκτηση από έναν άλλο, ή ακόμα και θα καταπνιγούν πριν εισέλθουν
στη συνείδηση. Η διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων, η οποία περιέχει τον
παράγοντα εξάρτησης της καταστολής, μπορεί εύκολα να εκφραστεί με όρους που
επιτρέπουν την εξήγηση μέσα από τη θεωρία της λίμπιντο. Μπορούμε να πούμε ότι ο
ένας άνθρωπος δημιουργεί ένα ιδανικό στον εαυτό του με το οποίο εκτιμά το
πραγματικό του εγώ, ενώ κάποιος άλλος δεν έχει διαμορφώσει τέτοιο ιδανικό. Για
το εγώ ο σχηματισμός ενός ιδανικού θα ήταν ο καθοριστικός παράγοντας της καταστολής.
Αυτό το ιδανικό εγώ είναι τώρα
ο στόχος της αγάπης για τον εαυτό που απολάμβανε στην παιδική ηλικία το
πραγματικό εγώ. Ο ναρκισσισμός του υποκειμένου κάνει την εμφάνισή του
μετατοπισμένος σε αυτό το νέο ιδανικό εγώ, το οποίο, όπως και το παιδικό εγώ,
βρίσκεται να διακατέχεται από κάθε τελειότητα που έχει αξία. Όπως πάντα, όσον
αφορά τη λίμπιντο, ο άνθρωπος αποδεικνύεται και πάλι εδώ ανίκανος να
εγκαταλείψει μια ικανοποίηση που κάποτε απολάμβανε. Δεν είναι διατεθειμένος να
παραιτηθεί από τη ναρκισσιστική τελειότητα της παιδικής του ηλικίας. Και όταν,
καθώς μεγαλώνει, ενοχλείται από τις νουθεσίες των άλλων και από την αφύπνιση
της δικής του κριτικής κρίσης, έτσι ώστε να μην μπορεί πλέον να διατηρήσει αυτή
την τελειότητα, επιδιώκει να την ανακτήσει στη νέα μορφή ενός ιδεώδους του εγώ.
Αυτό που προβάλλει μπροστά του ως ιδανικό του είναι το υποκατάστατο του χαμένου
ναρκισσισμού της παιδικής του ηλικίας, στην οποία το ιδανικό ήταν ο ίδιος του
εαυτός.
Οδηγούμαστε έτσι φυσικά στο να
εξετάσουμε τη σχέση μεταξύ αυτής της διαμόρφωσης ενός ιδανικού και της μετουσίωσης
(sublimation). Η μετουσίωση
είναι μια διαδικασία που αφορά τη λίμπιντο του αντικειμένου, και συνίσταται
στην κατεύθυνση του ενστίκτου προς έναν στόχο διαφορετικό και μακριά από εκείνον
της σεξουαλικής ικανοποίησης. Σε αυτή τη διαδικασία η έμφαση πέφτει στην
εκτροπή από τη σεξουαλικότητα. Η εξιδανίκευση, από την άλλη μεριά, είναι μια
διαδικασία που αφορά το αντικείμενο. Με αυτήν το αντικείμενο, χωρίς καμία
αλλαγή στη φύση του, μεγαλοποιείται και εξυψώνεται στο μυαλό του υποκειμένου. Η
εξιδανίκευση είναι δυνατή στη σφαίρα της λίμπιντο του εγώ, καθώς και στη σφαίρα
της λίμπιντο του αντικειμένου. Για παράδειγμα, η σεξουαλική υπερτίμηση ενός
αντικειμένου είναι μια εξιδανίκευσή του. Στο βαθμό που η μετουσίωση περιγράφει
κάτι που έχει να κάνει με το ένστικτο, και η εξιδανίκευση κάτι που έχει να
κάνει με το αντικείμενο, οι δύο έννοιες πρέπει να διακρίνονται μεταξύ τους.
Ο σχηματισμός ενός ιδεώδους του
εγώ συχνά συγχέεται με την μετουσίωση του ενστίκτου, εις βάρος της κατανόησης εκ
μέρους μας των γεγονότων. Ένας άνθρωπος που έχει ανταλλάξει τον ναρκισσισμό του
με τίμημα ένα υψηλό ιδεώδες του εγώ, δεν έχει απαραίτητα καταφέρει να μετουσιώσει
τα λιμπιντικά του ένστικτα. Είναι αλήθεια ότι το ιδεώδες του εγώ απαιτεί τέτοια
μετουσίωση, αλλά δεν μπορεί να την επιβάλει. Η μετουσίωση παραμένει μια ειδική
διαδικασία που μπορεί να υποκινείται από το ιδανικό, αλλά η εκτέλεση της οποίας
είναι εντελώς ανεξάρτητη από οποιαδήποτε τέτοια προτροπή.
Στους νευρωτικούς βρίσκουμε ακριβώς
τις μεγαλύτερες διαφορές έντασης ανάμεσα στην ανάπτυξη του ιδανικού του εγώ και
στην ποσότητα μετουσίωσης των πρωτόγονων λιμπιντικών ενστίκτων. Και γενικά
είναι πολύ πιο δύσκολο να πείσεις έναν ιδεαλιστή για την απρόσφορη θέση της
λίμπιντό του από έναν απλό άνθρωπο του οποίου οι αξιώσεις παρέμειναν πιο
μετριοπαθείς.
Επιπλέον, ο σχηματισμός ενός
ιδανικού του εγώ και η μετουσίωση σχετίζονται αρκετά διαφορετικά με την αιτιώδη
συνάφεια της νεύρωσης. Όπως μάθαμε, ο σχηματισμός ενός ιδανικού αυξάνει τις
απαιτήσεις του εγώ, και είναι ο ισχυρότερος παράγοντας που ευνοεί την
καταστολή. Η μετουσίωση είναι μια διέξοδος, ένας τρόπος με τον οποίο αυτές οι
απαιτήσεις μπορούν να ικανοποιηθούν χωρίς καταστολή.
Δεν θα μας εξέπληττε αν
βρίσκαμε έναν ειδικό ψυχικό παράγοντα που έχει σκοπό να εξασφαλιστεί η
ναρκισσιστική ικανοποίηση από το ιδεώδες του εγώ, και ο οποίος, έχοντας αυτό το
σκοπό υπόψη, παρακολουθεί συνεχώς το πραγματικό εγώ, και το εκτιμά σύμφωνα με
αυτό το ιδανικό. Εάν υπάρχει ένας τέτοιος παράγοντας, δεν μπορούμε να τον
αντιμετωπίσουμε ως ανακάλυψη- μπορούμε μόνο να τον αναγνωρίσουμε. Διότι
μπορούμε να αναλογιστούμε ότι αυτό που ονομάζουμε «συνείδηση» διαθέτει τα
απαιτούμενα χαρακτηριστικά.
Η αναγνώριση αυτού του
παράγοντα μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη λεγόμενη «ψευδαίσθηση ότι μας
παρατηρούν», ή, πιο σωστά, ότι μας παρακολουθούν, η οποία αποτελεί τόσο χαρακτηριστικό
σύμπτωμα στις παρανοϊκές ασθένειες, και η οποία μπορεί επίσης να εμφανιστεί ως
μεμονωμένη μορφή ασθένειας, ή να παρεμβληθεί σε μια μεταβιβαστική νεύρωση. Οι
ασθενείς αυτού του είδους παραπονιούνται ότι όλες οι σκέψεις τους είναι γνωστές,
και ότι οι ενέργειές τους παρακολουθούνται και εποπτεύονται. Ενημερώνονται για
τη λειτουργία αυτού του παράγοντα από φωνές που χαρακτηριστικά τους μιλούν στο
τρίτο πρόσωπο («Τώρα το ξανασκέφτεται», «Τώρα βγαίνει έξω»). Η αιτίαση αυτή
είναι δικαιολογημένη· περιγράφει την αλήθεια. Μια δύναμη αυτού του είδους, που
παρακολουθεί, ανακαλύπτει και επικρίνει όλες τις προθέσεις μας, υπάρχει
πραγματικά. Πράγματι, υπάρχει στον καθένα μας στην κανονική ζωή.
Η ψευδαίσθηση κάποιου ότι τον
παρακολουθούν παρουσιάζει αυτή τη δύναμη σε μια αναδρομική μορφή,
αποκαλύπτοντας έτσι τη γένεσή της και τον λόγο για τον οποίο ο ασθενής είναι σε
εξέγερση εναντίον της. Γιατί αυτό που ώθησε το υποκείμενο να διαμορφώσει ένα
ιδεώδες του εγώ, για λογαριασμό του οποίου η συνείδησή του ενεργεί ως φύλακας,
προέκυψε από την κριτική επιρροή των γονέων του (που μεταφέρεται στις φωνές που
ακούει), στους οποίους προστέθηκαν, με την πάροδο του χρόνου, εκείνοι που τον
εκπαίδευσαν και τον δίδαξαν, και το αναρίθμητο και απροσδιόριστο πλήθος όλων
των άλλων ανθρώπων στο περιβάλλον του- των συνανθρώπων του- και της κοινής
γνώμης.
Με αυτόν τον τρόπο μεγάλες
ποσότητες λίμπιντο ουσιαστικά ομοφυλοφιλικού είδους συγκεντρώνονται στο
σχηματισμό του ναρκισσιστικού ιδεώδους του εγώ, και βρίσκουν διέξοδο και
ικανοποίηση στη διατήρησή του. Ο θεσμός της συνείδησης ήταν κατά βάθος μια
ενσάρκωση, πρώτα της γονικής κριτικής, και στη συνέχεια της κοινωνικής
κριτικής- μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται όταν αναπτύσσεται μια τάση προς
την καταστολή, από μια απαγόρευση ή ένα εμπόδιο που προήλθε αρχικά από έξω. Οι
φωνές, όπως και το απροσδιόριστο πλήθος, έρχονται ξανά στο προσκήνιο από την
ασθένεια, και έτσι η εξέλιξη της συνείδησης αναπαράγεται αναδρομικά. Αλλά η
εξέγερση ενάντια σε αυτόν τον «παράγοντα λογοκρισίας» προκύπτει από την
επιθυμία του υποκειμένου (σύμφωνα με τον θεμελιώδη χαρακτήρα της ασθένειάς του)
να απελευθερωθεί από όλες αυτές τις επιρροές, ξεκινώντας από τη γονική επιρροή,
και μέσω της απόσυρσής του από την ομοφυλοφιλική λίμπιντο. Στη συνέχεια, η
συνείδησή του τον αντιμετωπίζει σε μια αναδρομική μορφή ως εχθρική επιρροή από
έξω.
Τα παράπονα των παρανοϊκών
δείχνουν επίσης ότι κατά βάθος η αυτοκριτική της συνείδησης συμπίπτει με την
αυτοπαρατήρηση στην οποία βασίζεται. Έτσι, η δραστηριότητα του νου που έχει
αναλάβει τη λειτουργία της συνείδησης έχει επίσης τεθεί στην υπηρεσία της εσωτερικής
έρευνας, η οποία εφοδιάζει τη φιλοσοφία με το υλικό για τις διανοητικές της
λειτουργίες. Αυτό μπορεί να έχει κάποια σχέση με τη χαρακτηριστική τάση των
παρανοϊκών να κατασκευάζουν υποθετικά συστήματα.
Θα ήταν σίγουρα σημαντικό για
εμάς αν αποδείξεις της δραστηριότητας αυτού του κριτικού και εποπτικού παράγοντα-
ο οποίος εξυψώνεται σε επίπεδο συνείδησης και φιλοσοφικής ενδοσκόπησης- μπορούσαν
να βρεθούν και σε άλλους τομείς. Θα αναφέρω εδώ αυτό που ο Χέρμπερτ Σίλμπερερ έχει
ονομάσει «λειτουργικό φαινόμενο», μία από τις λίγες αναμφισβήτητα πολύτιμες
προσθήκες στη θεωρία των ονείρων. Ο Σίλμπερερ, όπως γνωρίζουμε, έχει δείξει ότι
σε καταστάσεις μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης μπορούμε να παρατηρήσουμε άμεσα τη μετάφραση
των σκέψεων σε οπτικές εικόνες, αλλά ότι σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε συχνά
μια αναπαράσταση, όχι ενός περιεχομένου σκέψης, αλλά της πραγματικής κατάστασης
(προθυμία, κόπωση, κ.λπ.).
Ομοίως, έχει δείξει ότι τα
συμπεράσματα ορισμένων ονείρων ή κάποιων διαιρέσεων στο περιεχόμενό τους απλώς
σημαίνουν την αντίληψη του ίδιου του ονειρευόμενου για τον ύπνο και την
εγρήγορση. Ο Σίλμπερερ απέδειξε έτσι το ρόλο που παίζει η παρατήρηση- με την
έννοια των ψευδαισθήσεων του παρανοϊκού ότι παρακολουθείται- στο σχηματισμό των
ονείρων. Αυτός ο ρόλος δεν είναι σταθερός. Πιθανώς ο λόγος για τον οποίο τον
παρέβλεψα είναι επειδή δεν έχει μεγάλη συμμετοχή στα δικά μου όνειρα. Σε
ανθρώπους που είναι προικισμένοι φιλοσοφικά και συνηθισμένοι στην ενδοσκόπηση,
αυτός ο ρόλος μπορεί να γίνει πολύ εμφανής.
Μπορούμε εδώ να θυμηθούμε ότι
ο σχηματισμός των ονείρων λαμβάνει χώρα κάτω από την κυριαρχία μιας λογοκρισίας
που αναγκάζει τη διαστρέβλωση των ονειρικών σκέψεων. Δεν φανταστήκαμε, όμως,
αυτή τη λογοκρισία ως μια ειδική δύναμη, αλλά επιλέξαμε τον όρο για να
προσδιορίσουμε τη μία πλευρά των κατασταλτικών τάσεων που διέπουν το εγώ,
δηλαδή την πλευρά που στρέφεται προς τις ονειρικές σκέψεις. Αν εισέλθουμε
περισσότερο στη δομή του εγώ, μπορούμε να αναγνωρίσουμε στο ιδεώδες του εγώ και
στις δυναμικές εκφράσεις της συνείδησης και τον λογοκριτή των ονείρων. Εάν
αυτός ο λογοκριτής είναι σε κάποιο βαθμό σε εγρήγορση ακόμη και κατά τη
διάρκεια του ύπνου, μπορούμε να καταλάβουμε πώς οι δραστηριότητές του αυτοπαρατήρησης
και αυτοκριτικής- με σκέψεις όπως, «τώρα είναι πολύ νυσταγμένος για να
σκεφτεί», «τώρα ξυπνάει»- συμβάλλουν στο περιεχόμενο του ονείρου.
Σε αυτό το σημείο μπορούμε να
επιχειρήσουμε κάποια συζήτηση για την εγωκεντρική στάση στους φυσιολογικούς
ανθρώπους και στους νευρωτικούς. Πρώτον, η αυτοεκτίμησή μας φαίνεται να είναι
μια έκφραση του μεγέθους του εγώ. Το ποια είναι τα διάφορα στοιχεία που
καθορίζουν αυτό το μέγεθος δεν έχει σημασία. Όλα όσα κατέχει ή επιτυγχάνει ένα
άτομο, κάθε απομεινάρι του πρωτόγονου αισθήματος της παντοδυναμίας που η
εμπειρία του έχει επιβεβαιώσει, βοηθά στην αύξηση της αυτοεκτίμησής του.
Εφαρμόζοντας τη διάκριση
μεταξύ των σεξουαλικών ενστίκτων και των ενστίκτων του εγώ, πρέπει να
αναγνωρίσουμε ότι ο εγωκεντρισμός έχει μια ιδιαίτερα στενή εξάρτηση με τη
ναρκισσιστική λίμπιντο. Εδώ βασιζόμαστε σε δύο θεμελιώδη γεγονότα: ότι στους
παραφρενείς ο εγωκεντρισμός αυξάνεται, ενώ στις μεταβιβαστικές νευρώσεις
μειώνεται˙ και
ότι στις σχέσεις αγάπης το να μην αγαπάει κάποιος μειώνει τα συναισθήματα που
αφορούν τον εαυτό του, ενώ όταν αγαπάει αυξάνει αυτά τα συναισθήματα. Όπως
έχουμε υποδείξει, ο στόχος και η ικανοποίηση σε μια ναρκισσιστική επιλογή
αντικειμένου είναι κάποιος να αγαπηθεί.
Επιπλέον, είναι εύκολο να
παρατηρήσουμε ότι η λιμπιντική κάθεξη αντικειμένων δεν αυξάνει τον εγωκεντρισμό.
Το αποτέλεσμα της εξάρτησης από το αγαπημένο αντικείμενο είναι να μειώσει αυτό
το συναίσθημα: ένα ερωτευμένο άτομο είναι ταπεινό. Ένα άτομο που αγαπά έχει,
τρόπον τινά, χάσει ένα μέρος του ναρκισσισμού του, και αυτό μπορεί να
αντικατασταθεί μόνο από την αγάπη. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η
αυτοεκτίμηση φαίνεται να παραμένει συνδεδεμένη με το ναρκισσιστικό στοιχείο
στην αγάπη.
Η συνειδητοποίηση της
ανικανότητας, της αδυναμίας κάποιου να αγαπήσει, ως συνέπεια ψυχικής ή
σωματικής διαταραχής, έχει μια υπερβολικά μειωμένη επίδραση στην αυτοεκτίμηση.
Εδώ, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αναζητήσουμε μία από τις πηγές των αισθημάτων
κατωτερότητας που βιώνουν οι ασθενείς που πάσχουν από μεταβιβαστικές νευρώσεις,
και τα οποία είναι τόσο έτοιμοι να αναφέρουν. Η κύρια πηγή αυτών των
συναισθημάτων είναι, ωστόσο, η εξαθλίωση του εγώ, λόγω των εξαιρετικά μεγάλων
λιμπιντικών καθέξεων που έχουν αποσυρθεί από αυτό- λόγω, δηλαδή, της βλάβης που
υφίσταται το εγώ μέσω σεξουαλικών τάσεων που δεν υπόκεινται πλέον σε έλεγχο.
Ο Άντλερ έχει δίκιο υποστηρίζοντας
πως όταν ένα άτομο με ενεργή ψυχική ζωή αναγνωρίσει ένα μειονέκτημα σε ένα από
τα όργανά του, αυτό λειτουργεί ως κίνητρο, και προκαλεί έναν μεγαλύτερο βαθμό
απόδοσης στο άτομο μέσω υπεραντιστάθμισης. Αλλά θα ήταν τελείως υπερβολικό αν,
ακολουθώντας το παράδειγμα του Άντλερ, επιδιώκαμε να αποδίδουμε κάθε
επιτυχημένο επίτευγμα σε αυτόν τον παράγοντα της αρχικής κατωτερότητας ενός
οργάνου. Δεν είναι όλοι οι καλλιτέχνες ανάπηροι με κακή όραση, ούτε όλοι οι
ρήτορες ήταν αρχικά τραυλοί. Και υπάρχουν πολλές περιπτώσεις εξαιρετικών
επιτευγμάτων που πηγάζουν από όργανα αρτιμελή.
Στην αιτιολογία των νευρώσεων,
η οργανική κατωτερότητα και η ατελής ανάπτυξη παίζουν έναν ασήμαντο ρόλο-
σχεδόν τον ίδιο με εκείνον που διαδραματίζει το ενεργό αντιληπτικό υλικό στο
σχηματισμό των ονείρων. Οι νευρώσεις χρησιμοποιούν τέτοιου είδους κατωτερότητες
ως πρόσχημα, όπως ακριβώς κάνουν και για κάθε άλλο ταιριαστό παράγοντα. Μπορεί
να μπούμε στον πειρασμό να πιστέψουμε μια νευρωτική ασθενή όταν μας λέει ότι
ήταν αναπόφευκτο να αρρωστήσει, αφού είναι άσχημη, παραμορφωμένη, ή στερείται
γοητείας, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να την αγαπήσει. Αλλά μια άλλη
νευρωτική ασθενής θα μας διδάξει το αντίθετο- γιατί επιμένει στη νεύρωσή της
και στην αποστροφή της για τη σεξουαλικότητα, αν και είναι πιο επιθυμητή από τη
μέση γυναίκα. Η πλειοψηφία των υστερικών γυναικών είναι μεταξύ των πιο ελκυστικών
εκπροσώπων του φύλου τους, ενώ, από την άλλη πλευρά, η ασχήμια, τα οργανικά
ελαττώματα και οι αναπηρίες στις κατώτερες τάξεις της κοινωνίας δεν αυξάνουν τη
συχνότητα εμφάνισης νευρωτικών ασθενειών.
Οι σχέσεις του εγωκεντρισμού
με τον ερωτισμό, δηλαδή με τις λιμπιντικές καθέξεις αντικειμένων, μπορούν να
εκφραστούν συνοπτικά με τον ακόλουθο τρόπο. Πρέπει να διακρίνουμε δύο
περιπτώσεις, ανάλογα με το αν οι ερωτικές καθέξεις είναι εγωσυντονικές[8]
ή, αντίθετα, έχουν υποστεί καταπίεση. Στην πρώτη περίπτωση (όπου η χρήση της
λίμπιντο είναι εγωσυντονική), η αγάπη αξιολογείται όπως οποιαδήποτε άλλη
δραστηριότητα του εγώ. Η αγάπη από μόνη της, στο βαθμό που περιλαμβάνει λαχτάρα
και στέρηση, μειώνει τον εγωκεντρισμό˙ ενώ το να αγαπιέται κάποιος και να κατέχει το ερωτικό αντικείμενο έχει το
αντίθετο αποτέλεσμα. Όταν η λίμπιντο καταπιέζεται, η ερωτική κάθεξη γίνεται
αισθητή ως σοβαρή εξάντληση του εγώ, η ικανοποίηση της αγάπης είναι αδύνατη,
και ο εκ νέου εμπλουτισμός του εγώ μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την
απόσυρση της λίμπιντο από τα αντικείμενά της. Η επιστροφή της λίμπιντο του
αντικειμένου στο εγώ και η μετατροπή της σε ναρκισσισμό αντιπροσωπεύει, τρόπον
τινά, μια ευτυχισμένη αγάπη για άλλη μια φορά. Από την άλλη πλευρά, είναι
επίσης αλήθεια ότι μια πραγματική αγάπη αντιστοιχεί στην πρωταρχική κατάσταση
στην οποία η λίμπιντο του αντικειμένου και η λίμπιντο του εγώ δεν μπορούν να
διακριθούν.
Η σημασία και η έκταση του
θέματος δικαιολογεί την προσθήκη μερικών ακόμη παρατηρήσεων που είναι κάπως
χαλαρά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Η ανάπτυξη του εγώ συνίσταται στην απομάκρυνση
από τον πρωταρχικό ναρκισσισμό, και προκαλεί μια έντονη προσπάθεια ανάκτησης
αυτής της κατάστασης. Αυτή η απόκλιση προκαλείται μέσω της μετατόπισης της
λίμπιντο σε ένα ιδεώδες του εγώ που επιβάλλεται από έξω. Και η ικανοποίηση
επέρχεται από την εκπλήρωση αυτού του ιδανικού. Την ίδια στιγμή το εγώ έχει αποβάλλει
τις λιμπιντικές καθέξεις αντικειμένων. Γίνεται φτωχότερο εξαιτίας αυτών των
καθέξεων, ακριβώς όπως γίνεται υπέρ του ιδεώδους του εγώ, και εμπλουτίζεται ξανά
από τις ικανοποιήσεις του σε σχέση με το αντικείμενο, ακριβώς όπως κάνει
εκπληρώνοντας το ιδανικό του.
Ένα μέρος του εγωκεντρισμού
είναι πρωταρχικό- είναι το υπόλειμμα του παιδικού ναρκισσισμού. Ένα άλλο μέρος
προκύπτει από την παντοδυναμία που επιβεβαιώνεται από την εμπειρία (η εκπλήρωση
του ιδεώδους του εγώ), ενώ ένα τρίτο μέρος προέρχεται από την ικανοποίηση της
λίμπιντο του αντικειμένου.
Το ιδεώδες του εγώ έχει
επιβάλει αυστηρούς όρους στην ικανοποίηση της λίμπιντο μέσω αντικειμένων. Διότι
προκαλεί την απόρριψη κάποιων αντικειμένων, μέσω της λογοκρισίας, ως ασυμβίβαστα.
Όπου δεν έχει διαμορφωθεί τέτοιο ιδανικό, η εν λόγω σεξουαλική τάση κάνει την
εμφάνισή της αμετάβλητη στην προσωπικότητα με τη μορφή διαστροφής. Να είναι το
ιδανικό του εαυτού τους για άλλη μια φορά, όσον αφορά και τη σεξουαλική τάση,
όπως ήταν στην παιδική ηλικία- αυτό οι άνθρωποι προσπαθούν να επιτύχουν για την
ευτυχία τους.
Το να είναι κάποιος ερωτευμένος
συνίσταται σε μια ροή της λίμπιντο του εγώ προς στο αντικείμενο. Έχει τη δύναμη
να απομακρύνει τις καταστολές, και να επαναφέρει τις διαστροφές. Εξυψώνει το
σεξουαλικό αντικείμενο σε σεξουαλικό ιδεώδες. Εφόσον με τον ανακλιτικό τύπο της
επιλογής αντικειμένου κάποιος ερωτεύεται λόγω της εκπλήρωσης των παιδικών
συνθηκών για αγάπη, μπορούμε να πούμε πως οτιδήποτε πληροί αυτή την προϋπόθεση
εξιδανικεύεται.
Το σεξουαλικό ιδεώδες μπορεί
να εισέλθει σε μια ενδιαφέρουσα βοηθητική σχέση με το ιδεώδες του εγώ. Μπορεί
να χρησιμοποιηθεί για υποκατάστατη ικανοποίηση όπου η ναρκισσιστική ικανοποίηση
συναντά πραγματικά εμπόδια. Σε αυτή την περίπτωση ένα άτομο θα αγαπήσει σύμφωνα
με τον ναρκισσιστικό τύπο της επιλογής αντικειμένου, θα αγαπήσει αυτό που
κάποτε ο ίδιος ήταν και δεν είναι πια, ή αλλιώς θα αγαπήσει αυτό που κατέχει
τις αρετές που ο ίδιος δεν κατείχε ποτέ. Η αντίστοιχη φόρμουλα έχει ως εξής:
αυτό που κατέχει την αριστεία και λείπει από το εγώ για να το κάνει ιδανικό,
αγαπιέται.
Αυτή η σκοπιμότητα έχει
ιδιαίτερη σημασία για τον νευρωτικό, ο οποίος, λόγω των υπερβολικών καθέξεών
του, έχει φτωχό εγώ, και είναι ανίκανος να εκπληρώσει το ιδανικό του εγώ. Στη
συνέχεια, αναζητά έναν τρόπο επιστροφής στον ναρκισσισμό από την άσωτη δαπάνη
της λίμπιντό του σε αντικείμενα, επιλέγοντας ένα σεξουαλικό ιδανικό σύμφωνα με
τον ναρκισσιστικό τύπο που κατέχει τις αρετές τις οποίες εκείνος δεν μπορεί να
φτάσει. Αυτή είναι η θεραπεία μέσω της αγάπης, την οποία γενικά προτιμά από τη
θεραπεία μέσω της ψυχανάλυσης. Πράγματι, ο ίδιος δεν μπορεί να πιστέψει σε
κανέναν άλλο μηχανισμό θεραπείας. Συνήθως φέρνει προσδοκίες αυτού του είδους
μαζί του στη θεραπεία, και τις κατευθύνει προς το πρόσωπο του γιατρού.
Η ανικανότητα του ασθενούς για
αγάπη, που προκύπτει από τις εκτεταμένες καταστολές του, στέκεται φυσικά
εμπόδιο σε ένα θεραπευτικό σχέδιο αυτού του είδους. Ένα ακούσιο αποτέλεσμα
συναντάται συχνά όταν, μέσω της θεραπείας, έχει εν μέρει απελευθερωθεί από τις καταστολές
του: αποσύρεται από περαιτέρω θεραπεία προκειμένου να επιλέξει ένα αντικείμενο
αγάπης, αφήνοντας τη θεραπεία του να συνεχιστεί μέσα από μια ζωή με κάποιον που
αγαπά. Θα μπορούσαμε να είμαστε ικανοποιημένοι με αυτό το αποτέλεσμα αν δεν
συνυπήρχαν όλοι οι κίνδυνοι μιας εξοντωτικής εξάρτησης από το αντικείμενο της
αγάπης του.
Το ιδανικό του εγώ ανοίγει μια
σημαντική οδό για την κατανόηση της ομαδικής ψυχολογίας. Εκτός από την ατομική
του πλευρά, αυτό το ιδανικό έχει μια κοινωνική πλευρά. Είναι επίσης το κοινό
ιδανικό μιας οικογένειας, μιας τάξης ή ενός έθνους. Δεσμεύει όχι μόνο τη
ναρκισσιστική λίμπιντο ενός ατόμου, αλλά και ένα σημαντικό μέρος της
ομοφυλοφιλικής του λίμπιντο, η οποία με αυτόν τον τρόπο επιστρέφει πίσω στο
εγώ. Η έλλειψη ικανοποίησης που προκύπτει από τη μη εκπλήρωση αυτού του
ιδανικού, απελευθερώνει την ομοφυλοφιλική λίμπιντο, και αυτό μετατρέπεται σε
αίσθημα ενοχής (κοινωνικό άγχος). Αρχικά αυτή η αίσθηση ενοχής ήταν ο φόβος της
τιμωρίας από τους γονείς, ή, πιο σωστά, ο φόβος της απώλειας της αγάπης τους.
Αργότερα οι γονείς αντικαθίστανται από έναν αόριστο αριθμό συνανθρώπων. Η συχνή
αιτιολόγηση της παράνοιας σε έναν τραυματισμό του εγώ, μια απογοήτευση της
ικανοποίησης μέσα στη σφαίρα του ιδεώδους του εγώ, γίνεται έτσι πιο κατανοητή,
όπως και η σύγκλιση του σχηματισμού ιδανικού και της μετουσίωσης στο ιδεώδες
του εγώ, καθώς και η υποστροφή των εξιδανικεύσεων και η πιθανή μετατροπή των
ιδανικών σε παραφρενικές διαταραχές.
On Narcissism: An Introduction, Sigmund Freud
[https://radicalimagination.institute/wp-content/uploads/2019/04/Freud-On-Narcissism.pdf]
Μετάφραση για τα Ελληνικά,
2025, Χρήστος Κ. Τσελέντης
christslentis@gmail.com
[1] Σ.τ.μ. Η πρόωρη άνοια (dementia praecox) είναι μια παρωχημένη ψυχιατρική διάγνωση, που αρχικά χαρακτήριζε μια
χρόνια, επιδεινούμενη ψυχωτική διαταραχή, συνοδευόμενη από ταχεία γνωστική
αποσύνθεση, συνήθως ξεκινώντας στα τέλη της εφηβείας ή στην πρώιμη ενήλικη ζωή.
Σταδιακά, ο όρος «πρόωρη άνοια» αντικαταστάθηκε από την «σχιζοφρένεια».
[https://en.wikipedia.org/wiki/Dementia_praecox]
[2] Σ.τ.μ. Κάθεξη (cathexis), ή καθήλωση, ορίζεται ως η διαδικασία
κατανομής της ψυχικής ή συναισθηματικής ενέργειας σε ένα άτομο, αντικείμενο ή
ιδέα.
[https://en.wikipedia.org/wiki/Cathexis#:~:text=In%20psychoanalysis%2C%20cathexis%20(or%20emotional,person%2C%20object%2C%20or%20idea.]
[3] Σ.τ.μ. Η λίμπιντο του αντικειμένου
(object-libido) εμπλέκεται στην κάθεξη ενός εξωτερικού
ενστικτώδους αντικειμένου, σε αντίθεση με τη λίμπιντο του εγώ (ego-libido), που έχει να κάνει με την κάθεξη του εαυτού μας.
Σύμφωνα με τον Φρόιντ, η λίμπιντο του αντικειμένου μειώνεται όσο αυξάνεται η
λίμπιντο του εγώ, και αντίστροφα.
[https://www.oxfordreference.com/display/10.1093/oi/authority.20110810105515868#:~:text=In%20psychoanalysis%2C%20libido%20involved%20in,libido%20increases%2C%20and%20vice%20versa.]
[4] Σ.τ.μ. Ο Daniel Paul Schreber (1842-1911) ήταν Γερμανός δικαστής που έγινε
γνωστός για την προσωπική του εμπειρία με τη σχιζοφρένεια, την οποία περιέγραψε
στο βιβλίο του «Memoirs of A Nervous Disease». Το βιβλίο του αναλύθηκε από τον Σίγκμουντ Φρόιντ.
[https://en.wikipedia.org/wiki/Daniel_Paul_Schreber]
[5] Σ.τ.μ. Χιουμοριστικός ποιητής και εικονογράφος.
[6] Σ.τ.μ. Γερμανός ποιητής και δοκιμιογράφος.
[7] Σ.τ.μ. Η «ανδρική διαμαρτυρία» (masculine protest), σύμφωνα με τον Άντλερ, είναι μια τάση του γυναικείου φύλου να ξεφεύγει από τον γυναικείο ρόλο του αναλαμβάνοντας έναν ανδρικό ρόλο, και κυριαρχώντας ευρέως στους άλλους. Μπορεί επίσης να αποδοθεί στους άνδρες ως τάση αντιστάθμισης των συναισθημάτων κατωτερότητας ή ανεπάρκειας, επιδεικνύοντας μια έκδηλα επιθετική συμπεριφορά.
[https://www.alfredadler.edu/event/masculine-protest/]
[8] Σ.τ.μ. Σε αρμονία με το εγώ.