21 Δεκ 2025

ΟΙ ΕΙΣΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΛΟΥΒΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

Γεώργιος Ε. Μυλωνάς

 

Στο ενδιαφέρον και δυνατό βιβλίο του για τους Μυκηναίους και τους Μινωίτες, ο καθηγητής Leonard R. Palmer,[1] απορρίπτοντας τη γενικά αποδεκτή εξίσωση των πρώτων ελληνόφωνων Ινδοευρωπαίων που εμφανίστηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα με τους λαούς της Μεσοελλαδικής περιόδου,[2] υποστηρίζει ότι «η Ελλάδα και η Κρήτη δέχτηκαν δύο εισβολές από ινδοευρωπαϊκούς λαούς κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ.». Για την ηπειρωτική χώρα αναφέρει: «πρώτοι ήρθαν οι Λούβιοι,[3] προκαλώντας τη Μεσοελλαδική επανάσταση. Ακολούθησαν οι Έλληνες, οι οποίοι προκάλεσαν το λιγότερο βίαιο αρχαιολογικό διάλειμμα στην αρχή της Ύστερης Ελλαδικής». Για την Κρήτη υποστηρίζει ότι πρώτα ήρθαν οι Λούβιοι γύρω στο 1700 π.Χ., και στη συνέχεια οι ελληνόφωνοι Αχαιοί στο τέλος της Υστερομινωικής ΙΙ περιόδου, γύρω στο 1400 π.Χ.

 

Νομίζω ότι οι αρχαιολόγοι θα κάνουν καλά να μελετήσουν με προσοχή την προκλητική θεωρία του καθηγητή Palmer. Σε αυτήν υπάρχουν πολλά που έχουν αξία, αλλά υπάρχουν επίσης πολλά σημαντικά ελαττώματα που θα απαιτήσουν προσεκτική εξέταση. Προτού τα εξετάσουμε, μπορούμε να δούμε σε συντομία ένα σημείο που δεν αμφισβητεί πλέον κανείς. Η «αποκρυπτογράφηση» της Γραμμικής Γραφής Β από τον Michael Ventris προκάλεσε φυσικά μεγάλο ενθουσιασμό, ο οποίος ίσως ευθύνεται για τις υπερβολές που χαρακτήρισαν τις δηλώσεις που έγιναν μετά την ανακάλυψη. Αλλά η έκπληξη που έδειξαν ορισμένοι, κυρίως μη ανασκαφείς, με την ανακάλυψη ότι η γλώσσα της Γραμμικής Γραφής Β ήταν η ελληνική, ή ότι «η απόδειξη του Ventris ότι οι κύριοι της Κνωσού μιλούσαν ελληνικά ήταν ένα ηλεκτροσόκ για όλους σχεδόν όσους είχαν μελετήσει το ζήτημα,» ή ότι ο «αντίκτυπος» αυτού του γεγονότος «ήταν καταλυτικός,» φαίνεται να είναι εκτός τόπου τώρα που η πρώτη εντύπωση του μεγάλου επιτεύγματος έχει περάσει. Για την ιστορία, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι εκτός από εκείνους για τους οποίους αυτή η εξέλιξη προκάλεσε έκπληξη, υπήρχαν και άλλοι, κυρίως εργάτες πεδίου με μακρά εμπειρία, που πίστευαν ότι η Γραμμική Γραφή Β επινοήθηκε για να χρησιμοποιηθεί για τη γραφή της ελληνικής πολύ πριν το μνημειώδες επίτευγμα του Ventris έρθει ως απόδειξη.

 

Ήδη από το 1930, ο αείμνηστος καθηγητής Axel Persson υποστήριξε ότι η γραμμική γραφή στο χείλος της φιάλης της Ασίνης κατέγραφε μια δήλωση στα ελληνικά. Ο καθηγητής J. Penrose Harland, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε το 1934, όχι μόνο υποστήριξε ότι τα ενεπίγραφα έγγραφα από την ηπειρωτική χώρα ήταν γραμμένα στα ελληνικά, και ότι, κατά συνέπεια, η γλώσσα της Γραμμικής Γραφής Β ήταν η ελληνική, αλλά πρότεινε ακόμη ότι η επιγραφή της Ασίνης μπορεί να ανήκει στην ομάδα της «Αρκαδικής-Κυπριακής» διαλέκτου, «οι θηβαϊκές επιγραφές μπορεί να είναι σε (άλλη) αιολική διάλεκτο, και είναι πιθανό ότι η διάλεκτος της Τίρυνθας εκείνη την εποχή ήταν δωρική».

 

Πριν από το 1939, ο αείμνηστος καθηγητής A. J. B. Wace, όπως αναφέρει ο Pendlebury, δίδασκε ότι «στην ΥΜ ΙΙ περίοδο (1470-1420 π.Χ.) η ηπειρωτική χώρα ήταν αρκετά ισχυρή για να εδραιώσει τον έλεγχό της στην Κρήτη. Σε αυτή την περίπτωση, η καταστροφή των κρητικών πόλεων (στο τέλος αυτής της περιόδου) οφειλόταν σε μια εθνική εξέγερση εναντίον των ξένων «αρμοστών». Φυσικά, αυτοί οι «αρμοστές» από την ηπειρωτική Ελλάδα, προς όφελος των οποίων συντάχθηκαν οι πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β, μιλούσαν ελληνικά. Μπορούμε να θυμηθούμε ότι ο Alan Wace είχε πολλούς οπαδούς που δεν αποδέχονταν τις απόψεις του Arthur Evans για το θέμα. Σίγουρα, η απόδειξη ότι οι κύριοι της Κνωσού μιλούσαν ελληνικά δεν ήρθε «ως ηλεκτροσόκ» στον Wace και τους οπαδούς του.

 

Το 1936, συζητώντας τον ενεπίγραφο αμφορέα που βρέθηκε στην Ελευσίνα, υποστήριξα ότι η Γραμμική Γραφή Β αναπτύχθηκε από τη Γραμμική Γραφή Α για να εκφράσει την ελληνική γλώσσα, και ότι, κατά συνέπεια, η γλώσσα της Γραμμικής Β ήταν η ελληνική. Στην πραγματικότητα, πρότεινα ότι ίσως το κυπριακό συλλαβάριο εισήχθη στο νησί από την ηπειρωτική Ελλάδα, μια πρόταση που ο αείμνηστος Stanley Casson βρήκε πολύ κατάλληλη.

 

Το φθινόπωρο του 1951, στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια μιας σύντομης αλλά αξιομνημόνευτης επίσκεψης του Ventris, ο οποίος συνοδευόταν από τον Κωνσταντίνο Κτιστόπουλο, πρότεινα στον Ventris να χρησιμοποιήσει την ελληνική γλώσσα στα αναγνώσματά του. Δεν υπήρξε λοιπόν καταστροφικός αντίκτυπος, ούτε καν μεγάλη έκπληξη, αλλά δικαίωση των απόψεων και των θεωριών ορισμένων αρχαιολόγων, οι οποίοι δεν ήταν υπό την επιρροή των λαμπρών ανακαλύψεων και των «κνωσοκεντρικών» θεωριών του Sir Arthur Evans, όταν ήρθε η απόδειξη του Ventris.

 

Η διακοπή της συνέχειας του πολιτισμού της Εποχής του Χαλκού που συνέβη στο τέλος της Πρωτοελλαδικής περιόδου οδήγησε στο συμπέρασμα ότι γύρω στο 1900 π.Χ. ένα νέο κύμα ανθρώπων εισέβαλε και εγκαταστάθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτό το συμπέρασμα είναι γενικά αποδεκτό. Η πλειοψηφία των μελετητών πιστεύει ότι οι εισβολείς ήταν οι πρώτοι ελληνόφωνοι Ινδοευρωπαίοι που ήρθαν στην Ελλάδα. Ο καθηγητής Palmer υποστηρίζει ότι οι εισβολείς ήταν Λούβιοι, ένας ινδοευρωπαϊκός αλλά όχι ελληνόφωνος λαός. Βασίζει το συμπέρασμά του στη «μινυακή» κεραμική[4] που βρέθηκε στο Beycesultan της δυτικής Μικράς Ασίας, και στο όνομα του όρους Παρνασσός, που στα Λουβικά σημαίνει «(τόπος) του ναού».

 

Αρχικά, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι οι κάτοικοι του Beycesultan[5] με τη μινυακή κεραμική ήταν Λούβιοι; Φαίνεται ότι υπάρχει μεγάλη αμφιβολία για το θέμα. Αφήνοντας την απάντηση στους ανασκαφείς του χώρου, ας στραφούμε στα διαθέσιμα αρχαιολογικά στοιχεία. Είναι γενικά αποδεκτό ότι η τεφρή μινυακή κεραμική αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο του Μεσοελλαδικού πολιτισμού. Πρόσφατα, ο James Mellaart πρόβαλε την άποψη ότι αυτή η κεραμική προήλθε από τα αρχικά στάδια που αναπτύχθηκαν στη Μικρά Ασία προς το τέλος της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Στη Μικρά Ασία βρίσκουμε να κατοικούν οι Λούβιοι, και ο Mellaart μάς διαβεβαιώνει ότι «στενά συγγενείς τύποι της μινυακής κεραμικής» βρέθηκαν στο Beycesultan, μια τοποθεσία εντός της περιοχής των Λουβίων. Αυτοί οι «στενά συγγενείς τύποι» θεωρείται ότι αποδεικνύουν ότι οι παραγωγοί της τεφρής μινυακής κεραμικής ήταν Λούβιοι.

 

Αλλά αρκούν αυτοί οι «στενά συγγενείς τύποι» για να αποδείξουν μια τόσο σημαντική σχέση; Ο Mellaart επεσήμανε προσεκτικά ότι «το να αποκαλούμε τα σκεύη του Beycesultan «μινυακά» απαιτεί κάποιες προϋποθέσεις, και ότι θα ήταν προτιμότερος ο όρος «πρωτομινυακά». Τόνισε περαιτέρω, κάτι που διαπιστώθηκε από τις ανασκαφές στα επίπεδα IV έως XII, ότι «κατά το δεύτερο μισό της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και μέχρι τη Μέση Εποχή του Χαλκού, μεταξύ των ετών 2250-1650 π.Χ.» υπάρχουν αγγεία μινυακού σχήματος. Πρέπει να τονίσω το γεγονός ότι  αυτά τα «πρωτομινυακά» σκεύη αποτελούν μόνο ένα ποσοστό των σκευών που βρέθηκαν.

 

Μου φαίνεται ότι έχει δοθεί μεγάλη έμφαση σε ένα στοιχείο του πολιτισμού, στην τεφρή μινυακή κεραμική. Κάποιοι τονίζουν την τεχνική της, και βρίσκουν παραλληλισμούς, άλλοι τονίζουν τα σχήματα των αγγείων, και τα κατατάσσουν σύμφωνα με πρωτότυπα από ορισμένες περιοχές. Πρέπει να τονίσουμε ότι υπάρχουν και άλλα στοιχεία πολιτισμού τα οποία είναι ίσης, αν όχι μεγαλύτερης, σημασίας, και τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε κάθε προσπάθεια ανεύρεσης σχέσεων και συγγένειας. Στα απομεινάρια των Μεσοελλαδικών εισβολέων της ηπειρωτικής χώρας έχουμε σαφείς ενδείξεις για την αρχιτεκτονική και τα ταφικά τους έθιμα, εκτός από τα στοιχεία που παρείχε η κεραμική τους.

 

Η είσοδος των Λουβίων στην Κρήτη βασίζεται στον χαρακτήρα των ανακτόρων της μινωικής «νέας εποχής» (περίπου 1700 π.Χ.), που «συνδέονται από τις ανασκαφές του Beycesultan με τα ευρήματα της περιοχής των Λουβίων». Η έκθεση των ανασκαφέων αναφέρει ότι το παλάτι του Beycesultan, που καταστράφηκε στο δεύτερο μισό του δέκατου όγδοου αιώνα π.Χ., ιδρύθηκε τουλάχιστον ενάμιση αιώνα πριν από το 1700 π.Χ., με άλλα λόγια περίπου το 1850 π.Χ.

 

Το πρώτο κύμα των Λουβίων εικάζεται ότι εισέβαλε στην Ελλάδα γύρω στο 1900 π.Χ. Είναι φυσικό να πιστεύουμε ότι αυτοί οι Λούβιοι, εκτός από τις γνώσεις τους για την τεχνική της γκρίζας μινυακής κεραμικής, θα είχαν πάρει μαζί τους τη γνώση της κατασκευής ανακτόρων, αν όχι της προηγμένης μορφής του Beycesultan, τουλάχιστον των ανακτόρων σε ένα προηγούμενο στάδιο ανάπτυξης. Είναι αποδεδειγμένο γεγονός ότι τέτοια αρχιτεκτονικά επιτεύγματα όπως το παλάτι του Beycesultan δεν φαίνονται έτοιμα, αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας σταδιακής ανάπτυξης βήμα προς βήμα. Ήδη στο Επίπεδο Χ του Beycesultan εμφανίζονται «μέγαρα». Στα επίπεδα IX και VIII, που χρονολογούνται περίπου από το 2200-2100 π.Χ., βρίσκονται μεγάλες κατασκευές που «προμηνύουν το ελληνικό μέγαρο στην πιο ανεπτυγμένη του μορφή». Αυτά τα κτίρια έχουν στρογγυλές εστίες, κίονες, σοβατισμένους πάγκους από τούβλα, ξύλινα κατώφλια και πλατιές βεράντες.

 

Τα πρώιμα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των μεσοελλαδικών εισβολέων- τα ανεξάρτητα μικρά σπίτια με δύο δωμάτια συχνά με αψιδωτό άκρο- δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αντιπροσωπεύουν μέγαρα ή μια ανακτορική αρχιτεκτονική, ούτε στο πιο πρώιμο στάδιο. Επιπλέον, η πλινθόκτιστη κατασκευή που ενισχύεται από ένα πλαίσιο ξύλινων δοκών και στηρίζεται σε θεμέλια από ξύλινα δοκάρια, τυπική του Beycesultan, είναι άγνωστη στη Μεσοελλαδική Ελλάδα, όπου βρίσκουμε πλίνθινους τοίχους να στέκονται πάνω σε μια χαμηλή και στενή τοιχοποιία ακατέργαστης πέτρας.

 

Οι Μεσοελλαδικοί άνθρωποι της Ελλάδας παρουσιάζουν συγκεκριμένα ταφικά έθιμα, ιδιαίτερα γι’ αυτούς, και έναν πολύ συγκεκριμένο τύπο τάφου. Ο ενταφιασμός ενός νεκρού σε συσταλτική στάση χωρίς κτερίσματα σε μικρούς κιβωτιόσχημους τάφους, κατασκευασμένους από τέσσερις κάθετα τοποθετημένες πλάκες, είναι χαρακτηριστικός της αρχής της περιόδου. Αυτός ο τύπος ταφής, κάτω από εξωτερικές επιρροές, πιθανώς από την Κρήτη, αναπτύχθηκε σταδιακά και κατά τη διάρκεια περίπου τριών αιώνων. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε αυτή την εξέλιξη ειδικά στα ερείπια του Δυτικού Νεκροταφείου της Ελευσίνας. Οι μικρού μεγέθους κιβωτιόσχημοι τάφοι αυξάνονται σταδιακά σε διαστάσεις, και οι μακρύτερες πλευρές τους είναι χτισμένες με μικρές, επίπεδες πέτρες. Περισσότερα από ένα άτομα θάβονταν στον τάφο, στον οποίο αρχίζουν να τοποθετούνται κτερίσματα. Για να καταστεί δυνατό για περισσότερους ανθρώπους να ταφούν στον ίδιο τάφο, εισήχθη και καθιερώθηκε η πρακτική της τοποθέτησης σε μια γωνία του τάφου των οστών των προηγουμένως θαμμένων.

 

Αναρωτιέται κανείς πού στη περιοχή των Λουβίων βρέθηκαν κιβωτιόσχημοι τάφοι του τύπου που συνηθιζόταν στους πρώιμους μεσοελλαδικούς χρόνους. Επιπλέον, στην ηπειρωτική χώρα η ενδοτοιχική ταφή φαίνεται να είναι χαρακτηριστική εκείνων των εποχών. Τώρα μαθαίνουμε ότι η ενδοτοιχική ταφή ήταν ο κανόνας στην ανατόλια ομάδα της Μικράς Ασίας, ενώ η εξωτοιχική ταφή συνηθιζόταν στα νεκροταφεία της δυτικής ομάδας. Σε αυτό βρίσκουμε μια σημαντική πολιτισμική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων. Η περιοχή των Λουβίων βρίσκεται στη δυτική ομάδα.

 

Το δεύτερο κύμα των Λουβίων που εικάζεται ότι εισέβαλε στην Κρήτη γύρω στο 1700 π.Χ.[6] θα επηρέαζε τα ταφικά έθιμα των ανθρώπων ανάμεσα στους οποίους εγκαταστάθηκαν, με τον τρόπο που υποτίθεται ότι επηρέασαν την αρχιτεκτονική τους. Αν οι Μεσομινωικοί εισβολείς ήταν Λούβιοι, θα περιμέναμε να βρούμε στην Κρήτη τάφους του τύπου που εισήγαγαν οι υποτιθέμενοι Λούβιοι εισβολείς από την ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς θα υπήρχαν από την προηγούμενη περίοδο καθόλη τη διάρκεια της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Δεν έχει αναφερθεί ακόμη ούτε ένας κιβωτιόσχημος τάφος από την Κρήτη. Στο νησί φαίνεται να υπάρχει συνέχεια των ταφικών εθίμων από τη Μεσομινωική ΙΙ εποχή.

 

Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι οι Λούβιοι του πρώτου κύματος εισήγαγαν στην ηπειρωτική Ελλάδα ταφικά έθιμα που δεν ίσχυαν στην περιοχή των Λουβίων, με αποτέλεσμα οι Λούβιοι του δεύτερου κύματος να μην τα γνωρίζουν; Ή μήπως θα υποθέσουμε ότι οι Λούβιοι του δεύτερου κύματος εγκατέλειψαν τα πατρογονικά ταφικά τους έθιμα, όπως φαίνεται από εκείνα των μεσοελλαδικών εισβολέων, καθώς και την τεχνική της προγονικής τους κεραμικής, της γκρίζας μινυακής, όπως επίσης και μερικούς από τους πιο συνηθισμένους τύπους κεραμικής τους, και μπόρεσαν μόνο να επηρεάσουν την ανακτορική αρχιτεκτονική των ανθρώπων που υπέταξαν, ή ανάμεσα στους οποίους εγκαταστάθηκαν; Αλλά ακόμη και η ανακτορική αρχιτεκτονική της μινωικής «Νέας Εποχής» έχει τις ρίζες της, και φαίνεται να αποτελεί μια φυσική εξέλιξη, της αρχιτεκτονικής που ξεκίνησε στο νησί με τη Μεσομινωική Ι περίοδο (2100-1875 π.Χ.), και αναπτύχθηκε στη Μεσομινωική ΙΙ (1875–1750 π.Χ.).

 

Ο Mellaart προτείνει ότι ίσως «μερικές από τις καινοτομίες» που αναγνωρίζει στη Μεσομινωική ΙΙΙ περίοδο θα πρέπει να αποδοθούν «στην πολιτιστική επιρροή από τη Νοτιοδυτική Ανατολία, και στην άφιξη μικρών σωμάτων αριστοκρατών πολεμιστών, που μπορεί να οδήγησε σε μια πιο αποτελεσματική αναδιοργάνωση των Μινωικών Βασιλείων». Μια τέτοια διείσδυση φυσικά υπολείπεται της εισβολής που προτείνει ο Palmer. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί, ωστόσο, εάν «ορισμένες από τις καινοτομίες» συνέβησαν στην πραγματικότητα ως αποτέλεσμα ειρηνικών εμπορικών σχέσεων μεταξύ των δύο περιοχών. Οι μελετητές του ελληνικού προϊστορικού κόσμου είναι εξοικειωμένοι με τις αλλαγές στον μυκηναϊκό πολιτισμό που επέφεραν οι μινωικές επιρροές που διείσδυσαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, μέσω εμπορικών και άλλων ειρηνικών ανταλλαγών.

 

Μου φαίνεται ότι θα έπρεπε να απαντηθούν πολλά ερωτήματα πριν γίνουν αποδεκτές οι εισβολές των Λουβίων στην Ελλάδα. Προς το παρόν μπορούμε μόνο να επισημάνουμε την αντίθεση που υπάρχει μεταξύ των πολιτισμικών στοιχείων της Μεσοελλαδικής εποχής και της Μεσομινωικής ΙΙ και ΙΙΙ περιόδου, μια αντίθεση που θα μας οδηγούσε σε ένα δύσκολο δίλημμα αν διατηρούσαμε την άποψη για επιδρομές των Λουβίων. Αν προβάλλουμε μια εισβολή των Λουβίων στην Κρήτη γύρω στο 1700 π.Χ., θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι Μεσοελλαδικοί εισβολείς στην Ελλάδα δεν ήταν Λούβιοι, γιατί ο πολιτισμός των τελευταίων δεν αντανακλάται με κανέναν τρόπο σε αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μινωικό-λουβικό επίτευγμα στη Μεσομινωική ΙΙΙ εποχή. Αν ισχυριστούμε ότι οι Μεσοελλαδικοί εισβολείς ήταν Λούβιοι, τότε, για τον ίδιο λόγο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι το νησί της Κρήτης δεν δέχτηκε εισβολή από Λούβιους γύρω στο 1700 π.Χ. Ευτυχώς, το δίλημμα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα γιατί, όπως είδαμε, μια εισβολή των Λούβιων στην ηπειρωτική χώρα γύρω στο 1900 π.Χ. δεν υποδεικνύεται από τα υπάρχοντα αρχαιολογικά κατάλοιπα.

 

Τι γίνεται όμως με τα γλωσσικά στοιχεία; Τεκμηριώνουν αυτά τους ισχυρισμούς για εισβολές των Λουβίων; Αφήνω στους ειδικούς φιλολόγους και στους μελετητές των Γραμμικών Γραφών να προσδιορίσουν αν τα λουβικά στοιχεία που αναγνωρίζονται στις κρητικές πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Α επαρκούν ή όχι για να υποδηλώσουν την εγκατάσταση στο νησί λίγων Λουβίων αριστοκρατών, ή ενός πλήθους Λουβίων που θα συνιστούσε εισβολή. Κάποιος, φυσικά, θα μπορούσε επίσης να ισχυριστεί ότι τέτοια στοιχεία θα ήταν το αποτέλεσμα εμπορικών σχέσεων και αμοιβαίων επιρροών.

 

Με αυτές τις παρατηρήσεις κατά νου, ας στραφούμε στα γλωσσολογικά στοιχεία που υποτίθεται ότι ευνοούν τη λουβική καταγωγή των εισβολέων της Μέσης Ελλάδας. Φαίνεται ότι τα στοιχεία περιορίζονται στο όνομα του Παρνασσού.[7] Αυτό το όνομα αναγνωρίζεται ως λουβικό, που σημαίνει «(τόπος) του ναού». «Αναφέρεται στο βουνό», γράφει με πειστικό τρόπο ο καθηγητής Palmer, «εκεί όπου δεσπόζει το σημαντικότερο θρησκευτικό κέντρο της Ελλάδας... Ο Παρνασσός πήρε το όνομά του από τους Λουβίους ομιλητές που ζούσαν εκεί, και λάτρευαν ένα ιερό αρκετά σημαντικό για να επιβιώσει από μια νέα εθνική εισβολή (εκείνη των Ελλήνων) και να παραμείνει το θρησκευτικό κέντρο των Ελλήνων».

 

Πρόκειται για μια συναρπαστική θεωρία που αφήνει μαγεμένο τον μελετητή της Πρώιμης Ελλάδας. Φέρει μαζί του το κύρος ενός καθιερωμένου γεγονότος, το γεγονός της συνέχειας των λατρευτικών χώρων στην Ελλάδα. Αλλά ανταποκρίνεται η θεωρία στα γεγονότα όπως καθιερώθηκαν από την αρχαιολογία; Πώς μπορούμε να αποδείξουμε πότε δόθηκε το όνομα στο βουνό; Αν ο «ναός» που ιδρύθηκε σε αυτό ήταν τόσο σημαντικός ώστε να δώσει το όνομά του στο βουνό, πρέπει να ήταν το κέντρο μιας ευημερούσας, τουλάχιστον μιας μεγάλης, κοινότητας. Ο ίδιος ο Palmer δηλώνει ότι οι Λούβιοι ομιλητές «ζούσαν εκεί και ασκούσαν τη λατρεία τους σε ένα ιερό αρκετά σημαντικό ώστε να ονομάζεται «ο ναός»». Φυσικά τίθεται το ερώτημα: έχουμε τα ερείπια ενός μεσοελλαδικού οικισμού, που χαρακτηρίζεται από γκρίζα μινυακή ή λουβική κεραμική, στην περιοχή ή γύρω από την περιοχή του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, ο οποίος εικάζεται ότι προήλθε από το ιερό που ίδρυσαν «οι Λούβιοι που κατοικούσαν εκεί;»

 

Το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς έχει σαρωθεί σχεδόν πλήρως από τους Γάλλους συναδέλφους μας. Στα κατώτερα στρώματά του βρέθηκαν προϊστορικά κατάλοιπα. Αυτά αντιπροσωπεύουν τη Νεολιθική περίοδο, πιθανώς την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, και την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο, ιδιαίτερα την Υστεροελλαδική ΙΙΙ εποχή. Ο Perdrizet, ο οποίος δημοσίευσε τα απομεινάρια στην περιοχή του ναού, αναφέρει συγκεκριμένα ότι η ζωγραφισμένη κεραμική που ανακτήθηκε ανήκε στους δύο προαναφερθέντες ρυθμούς. Δεν ανέφερε θραύσματα γκρίζας μινυακής κεραμικής από την περιοχή. Σε ολόκληρη την ανασκαμμένη περιοχή των Δελφών δεν βρέθηκε ούτε ένα ψήγμα γκρίζας μινυακής κεραμικής, η οποία υποτίθεται πως είναι η χαρακτηριστική κεραμική των Λουβίων εισβολέων. Δεν βρέθηκε ούτε ένας κιβωτιόσχημος τάφος, ούτε οικοδομικά θεμέλια που να μπορούν να αποδοθούν στους Λούβιους μεσοελλαδικούς εισβολείς. Το υποτιθέμενο μεγάλο Λουβιανό ιερό, το κέντρο που θα λάτρευαν οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί, δεν θα μπορούσε να υπάρχει σε ένα μέρος όπου οι Λούβιοι αποδεικνύεται ότι δεν ζούσαν κατά τους Μεσοελλαδικούς χρόνους. Κατά συνέπεια, το όνομα του βουνού δεν θα μπορούσε να προέρχεται από έναν ναό που φαίνεται ότι δεν υπήρξε ποτέ στους Δελφούς. Τα γλωσσολογικά στοιχεία για τη λουβιανή καταγωγή των μεσοελλαδικών εισβολέων δεν επιβεβαιώνονται από την αρχαιολογία.

 

Το όνομα του βουνού, ωστόσο, υπάρχει, και διαβεβαιωνόμαστε ότι η σημασία του στα Λουβιανά είναι σαφής. Αν αυτή η ετυμολογία είναι αποδεκτή, πώς μπορούμε να την εξηγήσουμε; Φυσικά ο αρχαιολόγος δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για την έλλειψη αρχαιολογικών στοιχείων που να αποδεικνύουν ένα γλωσσικό στοιχείο. Καλείται να δηλώσει εάν υπάρχουν ή όχι τα αρχαιολογικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ένα γλωσσολογικό συμπέρασμα. Αυτό κάναμε, και δηλώσαμε κατηγορηματικά ότι τέτοια στοιχεία δεν υπάρχουν. Αλλά για λόγους πληρότητας, μπορούμε να ακολουθήσουμε τη συλλογιστική. Αν δεχτούμε τη θεωρία του καθηγητή Palmer για την εισβολή των Λουβίων στην Κρήτη και την ερμηνεία του για το όνομα Παρνασσός, θα μπορούσαμε να δεχθούμε την ακόλουθη εκδοχή. Ο ομηρικός Ύμνος στον Απόλλωνα αναφέρει ότι οι Κρήτες ίδρυσαν το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Αν οι Λούβιοι είχαν εγκατασταθεί στην Κρήτη γύρω στο 1700 π.Χ., δεν θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι οι Κρήτες που έχτισαν το πρώτο ιερό στους Δελφούς ήταν Λούβιοι, ή τουλάχιστον ότι είχαν στο λεξιλόγιό τους λουβικούς όρους και λέξεις, και ότι ήταν υπεύθυνοι για το όνομα; Αυτή η πιθανότητα, που προέρχεται από τη λουβιανή θεωρία του καθηγητή Palmer, εάν αληθεύει, θα διαγράψει τα γλωσσολογικά στοιχεία από τα επιχειρήματά του για την υποστήριξη της λουβικής προέλευσης των Μεσοελλαδικών εισβολέων της Ελλάδας. Πώς όμως θα εξηγήσουμε τα ονόματα βουνών, όπως η Πάρνηθα και ο Πάρνωνας, που φαίνεται να προέρχονται από την ίδια ρίζα «παρν-», και που δεν έχουν καμία σχέση, μυθολογική ή πολιτιστική, με την Κρήτη;

 

 

Ας επιστρέψουμε τώρα στους μεσοελλαδικούς εισβολείς της Ελλάδας, και ας επισημάνουμε ότι δεν έχουν παρουσιαστεί απτά αρχαιολογικά στοιχεία που να δικαιολογούν την εισβολή των Λουβίων στην Κρήτη, γύρω στο 1700 π.Χ. Το ίδιο συμβαίνει και με την περίπτωση των μεσοελλαδικών εισβολέων της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τα αρχαιολογικά στοιχεία που προέκυψαν για αυτή την υπόθεση αποτελούνται από ένα στοιχείο, «τους συγγενείς τύπους» της μινυακής κεραμικής. Αλλά η συζήτησή μας για αυτό το στοιχείο απέδειξε, πιστεύω, την ανεπάρκειά του να δείξει ότι οι μεσοελλαδικοί εισβολείς ήταν Λούβιοι. Από την άλλη πλευρά, άλλα γνωστά πολιτιστικά στοιχεία της περιόδου, συμπεριλαμβανομένης της πραγματικής γκρίζας μινυακής κεραμικής, φαίνεται να μην βρίσκονται στη λουβική επικράτεια του Beycesultan. Επιπλέον, αρχιτεκτονικά στοιχεία που σώζονται στο Beycesultan δεν απαντώνται στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τα αρχαιολογικά στοιχεία, στο βαθμό που υπάρχουν σήμερα, αποκλείουν μια λουβική προέλευση για τους μεσοελλαδικούς εισβολείς της ηπειρωτικής χώρας.

 

Αν, ωστόσο, δεχτούμε την άποψη ότι οι νεοφερμένοι της Μεσοελλαδικής εποχής ήταν Λούβιοι, πρέπει να φέρουμε στην ηπειρωτική Ελλάδα ελληνόφωνους ινδοευρωπαίους κάποια στιγμή πριν από την Υστεροελλαδική ΙΙΙ περίοδο (1400-1050 π.Χ.), όταν, σύμφωνα με τις επιγραφές της Γραμμικής Γραφής Β, οι Μυκηναίοι μιλούσαν τα ελληνικά. Ο καθηγητής Palmer, όπως είδαμε, φέρνει τους «Έλληνες» στην αρχή της Υστεροελλαδικής Ι περιόδου, ή γύρω στο 1600 π.Χ., με βάση τους «νέους τύπους» τάφων, τους θολωτούς και τους θαλαμοειδείς τάφους που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

 

Οι «οικογενειακοί θόλοι» που απεικονίζονται από τους θολωτούς και τους θαλαμωτούς τάφους δεν υποδηλώνουν «την άφιξη ενός νέου στρώματος», επειδή η αρχή της ομαδικής ταφής που παρουσιάζουν εφαρμοζόταν ήδη στους οικογενειακούς τάφους της Υστεροελλαδικής περιόδου και στους λακκοειδείς τάφους. Ο σχετικά μικρός αριθμός των ατόμων που βρέθηκαν θαμμένοι στους λακκοειδείς τάφους και στους τάφους της Ελευσίνας συγκρίνεται ευνοϊκά με τον εξίσου μικρό αριθμό ταφών που βρέθηκαν στους ασύλητους θολωτούς τάφους. Πράγματι, μπορούμε τώρα να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της συνήθειας της ομαδικής ταφής από την έναρξή της στους Μεσοελλαδικούς χρόνους έως την κορύφωσή της στην Υστεροελλαδική εποχή. Η εξέλιξη αυτή δεν παρουσιάζει ούτε ρήξη ούτε καινοτομία που να υποδηλώνει την άφιξη «ενός νέου στρώματος» στην Υστεροελλαδική Ι (1550-1450 π.Χ.).

 

Ίσως πρέπει να τονιστεί τώρα το γεγονός ότι δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ της Μεσοελλαδικής και της Υστεροελλαδικής Ι περιόδου. Δεν έχουμε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η Μεσοελλαδική περίοδος τελείωσε σε ένα συγκεκριμένο έτος, ή ακόμη και σε μια συγκεκριμένη δεκαετία, και στη συνέχεια άρχισε η Υστεροελλαδική περίοδος. Κατά κανόνα η μετάβαση από την πρώτη στη δεύτερη περίοδο τοποθετείται γύρω στο 1580 π.Χ. Επιπλέον, οι λακκοειδείς τάφοι του Α' Κύκλου θεωρούνται η πρωιμότερη εκδήλωση της δραστηριότητας της Υστεροελλαδικής Ι περιόδου. Αναγνωρίζεται, ωστόσο, ότι ο λακκοειδής τάφος VI ανάγεται στα τελευταία χρόνια της Μεσοελλαδικής περιόδου. Εκτός από τους τάφους του Α' Κύκλου, έχουμε τώρα τους τάφους του Ταφικού Κύκλου Β', και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τουλάχιστον μερικοί από αυτούς ανήκουν στα τελευταία χρόνια της Μεσοελλαδικής περιόδου.

 

Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του 1961 στις Μυκήνες, αποκαλύψαμε τον παλιό τοίχο που εντόπισε ο καθηγητής Χρήστος Τσούντας κάτω από εκείνον που συγκρατούσε το στηθαίο του Ταφικού Κύκλου Α'. Μια τομή στον παλαιό τοίχο έδωσε είκοσι δύο μικρά θραύσματα, τα οποία ανήκαν όλα στο δεύτερο μισό της Μεσοελλαδικής περιόδου. Τα θραύσματα αυτά αποδεικνύουν ότι το αρχικό τείχος που περιέκλειε τους λακκοειδείς τάφους που εξερεύνησε ο Heinrich Schliemann χτίστηκε στους Ύστερους Μεσοελλαδικούς χρόνους. Έτσι, διαπιστώνουμε ότι οι λακκοειδείς τάφοι δεν αποτελούν το ιδιαίτερο πολιτισμικό χαρακτηριστικό μιας περιόδου, της Υστεροελλαδικής Ι, αλλά έναν κρίκο που συνδέει δύο περιόδους, μια αρχική περίοδο, και μια πιο ανεπτυγμένη. Πριν από λίγο καιρό, ο Wace επεσήμανε ότι οι λακκοειδείς τάφοι είναι «περίτεχνες ή βασιλικές εκδοχές του συνηθισμένου μεσοελλαδικού τάφου». Οι λακκοειδείς τάφοι, λοιπόν, παρά τα πλούσια κτερίσματα και τη μινωική επίδραση που παρουσιάζουν, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απόδειξη ρήξης μεταξύ δύο περιόδων.

 

Ο καθηγητής Palmer φέρνει τους «Έλληνες» στην ηπειρωτική Ελλάδα γύρω στο 1600 π.Χ. Αν υποθέσουμε πραγματικά την άφιξή τους εκείνη την εποχή, θα πρέπει να εξισώσουμε τη δραστηριότητά τους με τους λακκοειδείς τάφους. Αλλά τότε θα πρέπει να εξηγήσουμε το γεγονός ότι κατά την εγκατάστασή τους, ή και πριν από αυτήν, μπόρεσαν να συσσωρεύσουν τόσο πολύ χρυσό, σίγουρα εισαγόμενο από το εξωτερικό και πιθανώς από την Αίγυπτο, ότι μπόρεσαν να απορροφήσουν αμέσως τους μινωικούς καλλιτεχνικούς τρόπους, ώστε ήταν ικανοί να δημιουργήσουν υπερπόντιους δεσμούς με την Αίγυπτο ή τα εδάφη της Ανατολικής Μεσογείου, δεσμοί που υποδεικνύονται από αντικείμενα όπως αυγά στρουθοκαμήλου,  τα ένθετα στιλέτα, το ταριχευμένο σώμα που βρέθηκε στον τάφο V, κ.λπ. Αυτό πιστεύω ότι θα αποδεικνυόταν ένα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, έργο.

 

Μπορεί να σημειωθεί ότι ο ερχομός των νέων ανθρώπων δεν συνδέθηκε με τους λακκοειδείς τάφους από τον Palmer, αλλά με τους θολωτούς και τους θαλαμωτούς τάφους. Ωστόσο, αυτός ο ερχομός τοποθετήθηκε γύρω στο 1600 π.Χ., και η χρονολογία αυτή «ανήκει» στους λακκοειδείς τάφους. Αλλά ίσως μπορεί να υποστηριχθεί ότι η εισβολή θα μπορούσε να χρονολογηθεί λίγο αργότερα, η χρονολόγησή της θα μπορούσε να αλλάξει κατά ένα μισό ή τέταρτο του αιώνα, έτσι ώστε να μπορεί να συνδεθεί με τους θολωτούς και τους θαλαμωτούς τάφους. Αυτή η αλλαγή δεν θα βοηθήσει τα πράγματα. Είδαμε παραπάνω ότι οι θολωτοί και οι θαλαμοειδείς τάφοι δεν ακολουθούν τους λακκοειδείς τάφους με σαφή σειρά, ότι ο πρωιμότερος θολωτός τάφος δεν ακολουθεί τον τελευταίο λακκοειδή τάφο, αλλά ότι οι διαφορετικοί τύποι τάφων συνυπήρχαν για κάποιο χρονικό διάστημα. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αν συνδέαμε νέους ανθρώπους με τους θολωτούς και τους θαλαμωτούς τάφους, θα αναγκαζόμασταν να υποθέσουμε ότι οι εισβολείς που έλεγχαν την επικράτεια επέτρεπαν στους πρίγκιπες, των οποίων την εξουσία θα είχαν σφετεριστεί, να θάβουν τους νεκρούς τους με τόσο χρυσάφι και με τόσα πολύτιμα αντικείμενα όπως αυτά που περιέχονται για παράδειγμα στον λακκοειδή τάφο V,  και ο οποίος φαίνεται να είναι ένας από τους πιο πρόσφατους σε ημερομηνία. Αυτό φαίνεται απίστευτο.

 

Και πάλι είδαμε πώς οι λακκοειδείς τάφοι και οι θολωτοί και θαλαμωτοί τάφοι παρουσιάζουν πανομοιότυπα ταφικά έθιμα, και πώς διαφέρουν μόνο στη μορφή του τάφου. Ένας εισβολέας λαός που υποτίθεται ότι εισήγαγε διαφορετικούς τύπους τάφων, τύπους που είναι τόσο περίτεχνοι όσο οι θολωτοί και οι θαλαμωτοί τάφοι, θα είχε τα δικά του χαρακτηριστικά ταφικά έθιμα. Θα ήταν πράγματι μια θαυματουργή σύμπτωση αν αυτά τα έθιμα αποδεικνύονταν πανομοιότυπα με εκείνα των διαφορετικών λαών που κατέκτησαν. Εξίσου φανταστικό θα ήταν να υποθέσουμε ότι οι κατακτητές με τους περίτεχνους θολωτούς τάφους θα είχαν εγκαταλείψει τις δικές τους πατρογονικές συνήθειες ταφής, και θα υιοθετούσαν πλήρως τα ταφικά έθιμα των ανθρώπων που κατέκτησαν.

 

Έχουμε παραδεχτεί ότι οι θολωτοί και οι θαλαμωτοί τάφοι δεν θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί από τους κιβωτιόσχημους και τους λακκοειδείς τάφους της Μεσοελλαδικής περιόδου. Αλλά θα πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι δεν θα μπορούσαν να έχουν εισαχθεί από ελληνόφωνους εισβολείς, είτε φέρουμε αυτούς τους εισβολείς από τα βόρεια, είτε από τα βορειοανατολικά είτε από τα νοτιοανατολικά, από την Κεντρική Ευρώπη, τα Βαλκάνια ή τη Μικρά Ασία, γιατί παρόμοιοι τάφοι δεν υπάρχουν σε αυτές τις περιοχές. Από την άλλη, οι θαλαμοειδείς τάφοι θα μπορούσαν να είναι εμπνευσμένοι από τους λαξευτούς στο βράχο τάφους του Μέσου Βασιλείου της Αιγύπτου, με τους οποίους φαίνεται ότι οι κάτοικοι της Ελλάδας εξοικειώθηκαν προς το τέλος της Μεσοελλαδικής περιόδου. Ο θολωτός τάφος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια περίτεχνη, βασιλική εκδοχή των θαλαμοειδών τάφων που επινοήθηκαν και παρήχθησαν στην Ελλάδα, δηλαδή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια τοπική, ηπειρωτική ανάπτυξη.

 

Με παρόμοιο τρόπο οι κάτοικοι της Μεσοελλαδικής εποχής ανέπτυξαν από τους λαξευτούς κιβωτιόσχημους τάφους τους πιο περίτεχνους λακκοειδείς τάφους για βασιλική χρήση. Έτσι θα μπορούσαν να εξηγηθούν οι διαφορετικοί τύποι τάφων, και παραμένει διαθέσιμο το μεγαλύτερο μέρος των ταφικών εθίμων για να αποδείξει την κανονική και συνεχή εξέλιξη της μίας περιόδου στην άλλη. Μέχρι τώρα, ελπίζω, έχει γίνει φανερό ότι δεν υπάρχουν αρχαιολογικά στοιχεία που να υποδεικνύουν, πόσο μάλλον να αποδεικνύουν, την άφιξη στην ηπειρωτική Ελλάδα ενός νέου κύματος ανθρώπων, είτε γύρω στο 1600 π.Χ. είτε την εποχή που εισήχθησαν οι θολωτοί και οι θαλαμωτοί τάφοι στη ζωή της Εποχής του Χαλκού.

 

Η εισβολή των Μυκηναίων-Ελλήνων, ή των Αχαιών, στην Κρήτη θα πρέπει να περιμένει, φοβάμαι, πρόσθετα επαληθευμένα στοιχεία. Η αμφισβήτηση του καθηγητή Palmer για την ημερομηνία που έγινε αποδεκτή για τις πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β από την Κνωσό[8] φαίνεται να έχει ληφθεί σοβαρά, και θα απαιτήσει μελέτη και περαιτέρω έλεγχο. Η εμφάνιση της Γραμμικής Γραφής Β αργότερα από την υποτιθέμενη ημερομηνία φαίνεται να υποδεικνύεται από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στην ηπειρωτική χώρα. Η μεταγενέστερη ημερομηνία σίγουρα θα εξαλείψει ορισμένες δυσκολίες, αλλά αυτή η ανακούφιση δεν μπορεί να αλλάξει τα γεγονότα. Προς το παρόν τα γεγονότα φαίνεται να είναι δύσκολο να αποδειχθούν. Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξουν πρόσθετα στοιχεία από μελλοντικές ανασκαφές στην Κρήτη. Μια εισβολή και κατάκτηση της Κρήτης στο τέλος της Υστερομινωικής ΙΙ περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας τα ανάκτορα καταστράφηκαν, φαίνεται πιθανή. Αυτό το γεγονός θα έδινε στους κατοίκους της ηπειρωτικής χώρας την ελευθερία δράσης που υποδεικνύεται από την επέκτασή τους στη Ρόδο και την Ανατολή.

 

 

Μπορούμε τώρα να συνοψίσουμε τα αποτελέσματα της έρευνάς μας. Πιστεύω ότι έχω επισημάνει ότι μια εισβολή και κατοχή της ηπειρωτικής Ελλάδας από Λούβιους στο τέλος της Πρωτοελλαδικής Περιόδου δεν τεκμηριώνεται από τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα αρχαιολογικά στοιχεία. Η ανάλυση των δεδομένων δείχνει την αδυναμία μας να φέρουμε τους «Έλληνες», δηλαδή τους ελληνόφωνους Ινδοευρωπαίους, στην ηπειρωτική χώρα γύρω στο 1600 π.Χ., και να τους αποδώσουμε τους θολωτούς και θαλαμοειδείς τάφους του μυκηναϊκού κόσμου. Φαίνεται ότι δεν υπάρχουν άλλα νέα στοιχεία πολιτισμού που να εμφανίζονται ξαφνικά και να υποδηλώνουν την άφιξη των «Ελλήνων» μετά από αυτή την ημερομηνία. Η εγκατάσταση των Λουβίων στην Κρήτη γύρω στο 1700 π.Χ. προς το παρόν δεν μπορεί να αποδειχθεί. Θα απαιτηθούν περισσότερα στοιχεία, αρχαιολογικά και γλωσσικά, τόσο από την Κρήτη όσο και, ιδιαίτερα, από τη Μικρά Ασία, πριν γίνει αποδεκτή μια τέτοια εισβολή. Στις πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Α έχουμε ίσως την πηγή που θα μπορούσε τελικά να μας δώσει την απάντηση. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα η αποκρυπτογράφηση αυτής της γραφής θα στεφανώσει τις προσπάθειες των μελετητών που εργάζονται πάνω σε αυτήν. Μια εισβολή των Αχαιών στην Κρήτη γύρω στο 1400 π.Χ. φαίνεται αρκετά πιθανή.

 

Τα διαθέσιμα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν σίγουρα τα συμπεράσματα που είναι γενικά αποδεκτά, συμπεράσματα που επαναλήφθηκαν πρόσφατα από τον καθηγητή Sterling Dow και τα οποία μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

 

1) Στο τέλος της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, γύρω στο 1900 π.Χ., η ηπειρωτική Ελλάδα δέχτηκε εισβολή από ένα νέο κύμα λαών που εγκαταστάθηκαν ιδιαίτερα στο ανατολικό μισό της. Πριν μπορέσουμε να προσδιορίσουμε την περιοχή προέλευσής τους, πρέπει να αντλήσουμε ανασκαφικά περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στις περιοχές που γειτνιάζουν με την ελληνική χερσόνησο, ιδιαίτερα στη Μικρά Ασία. Ίσως το γεγονός ότι οι μεσοελλαδικοί εισβολείς φαίνεται να εγκαταστάθηκαν πρώτα στην περιοχή της Βοιωτίας-Φωκίδας, στη Στερεά Ελλάδα δηλαδή, υποδηλώνει ότι ήρθαν από τα βορειοανατολικά είτε δια θαλάσσης είτε από χερσαία οδό.

 

2) Αυτοί οι μεσοελλαδικοί εισβολείς φαίνεται ότι ήταν το πρώτο κύμα ελληνόφωνων ινδοευρωπαίων που ήρθε στην ελληνική χερσόνησο.

 

3) Υποθέτουμε ότι ήταν ελληνόφωνοι, επειδή ο πολιτισμός που παρήγαγαν σταδιακά, χωρίς «διαλείμματα», και κάτω από μινωικές και άλλες εξωτερικές επιδράσεις, εξελίχθηκε σε αυτόν της Μυκηναϊκής Εποχής. Στην τελευταία υποπερίοδο της εποχής αυτής, στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ, ανήκουν τα έγγραφα που είναι χαραγμένα σε Γραμμική Β γραφή, της οποίας η γλώσσα αποδεικνύεται ότι είναι η ελληνική. Και επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ένα άλλο κύμα εισβολέων με διαφορετικό πολιτισμό εγκαταστάθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την περίοδο μεταξύ της Μεσοελλαδικής και της Υστεροελλαδικής ΙΙ εποχής, και δεδομένου ότι οι ελληνόφωνοι Ινδοευρωπαίοι πρέπει να ήρθαν πριν από το 1400 π.Χ., είναι δυνατόν να συμπεράνουμε ότι οι Μεσοελλαδικοί εισβολείς ήταν οι πρόγονοι των ελληνόφωνων κατοίκων της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ της ηπειρωτικής χώρας.

 

4) Οι «Μυκηναίοι/Αχαιοί» ηγεμόνες της ηπειρωτικής χώρας απέκτησαν υψηλό βαθμό πολιτισμού και δύναμης, και τελικά ανέτρεψαν το μινωικό κράτος. Εισέβαλαν στην Κρήτη, κατέστρεψαν τα ανάκτορά της, εγκαταστάθηκαν τουλάχιστον στην Κνωσό, και άσκησαν τον έλεγχο σε ολόκληρο το νησί. Η ημερομηνία κατά την οποία αυτοί οι «Αχαιοί» κατέκτησαν τη μινωική Κρήτη δεν έχει ακόμη αποδειχθεί. Η αντίληψη ότι η κατάκτηση της Κνωσού συνέβη στο τέλος της Υστερομινωικής Ι περιόδου, περίπου το 1450 π.Χ., που βασίστηκε στη στρωματογραφία του Sir Arthur Evans, αμφισβητείται τώρα. Μας φαίνεται λογικό να δεχτούμε την ερμηνεία του καθηγητή Palmer, ότι η κατάκτηση των Αχαιών συνέβη γύρω στο 1400 π.Χ., δηλαδή στο τέλος της Υστερομινωικής ΙΙ περιόδου της Κνωσού. Ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε ότι πρέπει να αποκτηθούν νέα, επαληθευμένα στοιχεία για να καθοριστεί η ημερομηνία αυτής της κατάκτησης. Επιπλέον, πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα αρχαιολογικά στοιχεία δεν αποδεικνύουν ότι η αχαϊκή πολιτεία της Κρήτης των χρόνων της Υστερομινωικής ΙΙΙ περιόδου απέκτησε τέτοια δύναμη και καλλιτεχνική και εμπορική επιρροή ώστε να συναγωνιστεί εκείνη των Μυκηναίων αρχόντων της ηπειρωτικής χώρας. Η εικόνα μπορεί να αλλάξει εάν αποκαλυφθούν περισσότερα στοιχεία από τις ανασκαφές.

 

5) Το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου ήρθε κάποια στιγμή μετά την άλωση της Τροίας, η οποία υποστηρίζω ότι συνέβη γύρω στην ημερομηνία που υποδεικνύει η επικρατούσα αρχαία παράδοση, δηλαδή μετά το 1200 π.Χ. Το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου ήρθε μετά τα μέσα του δωδέκατου αιώνα π.Χ. Η φημισμένη «κάθοδος των Ηρακλειδών» φαίνεται ότι έδωσε τη «χαριστική βολή» στα μυκηναϊκά κράτη, ιδιαίτερα στο κράτος των Μυκηνών, αποδυναμωμένο από μακροχρόνιους πολέμους και εσωτερικές διαμάχες που υποδηλώνονται από τις βεντέτες και τις δολοφονίες εντός της βασιλικής οικογένειας του Ατρέα και του Αγαμέμνονα.

 

=================================

 

Οι εισβολές των Λουβίων στην Ελλάδα, Γιώργος Μυλωνάς

[https://www.ascsa.edu.gr/uploads/media/hesperia/147122.pdf]

 

 



[1] Ο Leonard R. Palmer ήταν ένας από τους γλωσσολόγους που ερεύνησαν τις θεωρίες ότι κάποια άγνωστη γλώσσα ή γλώσσες μιλιούνταν στην προϊστορική Ελλάδα πριν από την εγκατάσταση των πρωτοελληνόφωνων φύλων στην περιοχή. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτή η γλώσσα μπορεί να ήταν μια από τις αρχαίες γλώσσες της Ανατολίας, ίσως μια λουβική γλώσσα. Πρότεινε ότι η γλώσσα της μινωικής Γραμμικής Γραφής Α μπορεί να ήταν λουβική με βάση τα τοπωνύμια με καταλήξεις -σσ- και -νδ- (που αντιστοιχούν σε τοπωνύμια με καταλήξεις -σσ- και -νθ- στην ηπειρωτική Ελλάδα), που είναι ευρέως διαδεδομένα στη Δυτική Ανατολία.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Leonard_Robert_Palmer]

 

[2] Κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο (2000–1550 π.Χ.), μια ομάδα ξένων εισβολέων, πιθανότατα ελληνόφωνων, εισήλθε στην Ελλάδα γύρω στο 1900 π.Χ., και αυτή η εισβολή συνδέεται με την εμφάνιση της μινυακής κεραμικής και νέων πολιτιστικών πρακτικών. Ενώ η ακριβής ταυτότητα των εισβολέων συζητείται, η παρουσία τους θεωρείται καθοριστική για την μετέπειτα ανάπτυξη του μυκηναϊκού πολιτισμού. Ορισμένες θεωρίες τούς έχουν συνδέσει με τους Λούβιους, ή με άλλη ινδοευρωπαϊκή ομάδα, ενώ η άφιξή τους σηματοδότησε μια σημαντική μετάβαση από την προηγούμενη Πρωτοελλαδική περίοδο (3000-2000 π.Χ.).

 

[3] Οι Λούβιοι ήταν ένας αρχαίος ινδοευρωπαϊκός λαός που κατοικούσε στη δυτική και νότια Ανατολία (σημερινή Τουρκία), και συνδέονταν στενά με τους Χετταίους. Ήταν ένας σημαντικός πολιτισμός της Εποχής του Χαλκού, γνωστός για το ρόλο τους ως πολιτιστικοί ενδιάμεσοι μεταξύ της μυκηναϊκής Ελλάδας, της Εγγύς Ανατολής και της Μεσοποταμίας.

[4] Η μινυακή κεραμική είναι ένας χαρακτηριστικός τύπος στιλβωμένης κεραμικής από τη Μεσοελλαδική περίοδο (περ. 2000-1550 π.Χ.). Χαρακτηρίζεται από μια λεπτή, συχνά γυαλιστερή επιφάνεια και μια μεταλλική εμφάνιση, που επιτυγχανόταν μέσω διαφορετικών συνθηκών ψησίματος του αγγείου, με αποτέλεσμα να παράγονται διαφορετικά χρώματα, ενώ ο κύριος τύπος αυτής της κεραμικής ήταν τα «τεφρά μινυακά αγγεία». Αρχικά θεωρήθηκε ότι τα αγγεία κατασκευάζονταν με το χέρι, αλλά μεταγενέστερες ανακαλύψεις έδειξαν ότι συχνά παράγονταν σε έναν ταχύτερο, πιο προηγμένο από την προηγούμενη κεραμική τροχό. Η μινυακή κεραμική αντιπροσωπεύει μια σημαντική τεχνολογική και πολιτιστική εξέλιξη στην Ελλάδα της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Εξελίχθηκε πιθανώς από τη στιλβωμένη κεραμική του προγενέστερου πολιτισμού της Τίρυνθας (2200-2000 π.Χ.), και επηρέασε μεταγενέστερους μυκηναϊκούς ρυθμούς κεραμικής.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Minyan_ware#:~:text=Minyan%20ware%20is%20a%20broad,%E2%80%932000/1900%20BC).]

 

[5] Το «παλάτι του Beycesultan» είναι ένα μεγάλο ανακτορικό συγκρότημα στη δυτική Ανατολία από τη Μέση Εποχή του Χαλκού. Το παλάτι χτίστηκε γύρω στο 1900 π.Χ., και καταστράφηκε από πυρκαγιά γύρω στο 1700 π.Χ., πιθανώς εξαιτίας των Χετταίων.

[6] Να σημειώσουμε εδώ ότι τα πρώτα μινωικά ανάκτορα καταστράφηκαν γύρω στο (1700 π.Χ.). Ενώ οι σεισμοί είναι η κύρια εξήγηση, ορισμένα στοιχεία υποδηλώνουν επίσης την πιθανότητα βίαιης καταστροφής, πιθανώς από σύγκρουση ή εισβολή. Επίσης, το παλάτι στο Beycesultan καταστράφηκε περίπου την ίδια εποχή.

[7] Η ετυμολογία του Παρνασσού είναι πολύπλευρη: Ορισμένοι μελετητές, όπως ο R. S. P. Beekes, προτείνουν ότι το όνομα είναι προελληνικό, και μπορεί να έχει παλαιότερη μορφή, πιθανώς από μια λέξη που σήμαινε «δασώδες βουνό», η οποία αντανακλά τα πυκνά δάση του βουνού. Ο Palmer πρότεινε μια προέλευση από τη Λουβική γλώσσα, μια ομάδα γλωσσών της Ανατολίας. Πρότεινε ότι προέρχεται από  το parnassas, το κτητικό επίθετο του parna, που σημαίνει «σπίτι», και επομένως «το βουνό του οίκου του θεού». Αυτό ευθυγραμμίζεται με την ιερή φήμη του βουνού, αν και δεν υπάρχουν άμεσα αρχαιολογικά στοιχεία.

[8] Η παραδοσιακή άποψη, που υποστηρίζεται από τον Sir Arthur Evans, είναι ότι οι πινακίδες της Γραμμικής Β από την Κνωσό χρονολογούνται στο τέλος της Υστερομινωικής ΙΙ περιόδου, γύρω στο 1400 π.Χ. Οι πινακίδες διατηρήθηκαν στα καμένα συντρίμμια του παλατιού, και η χρονολόγησή τους συνδέεται με την κεραμική και άλλα αντικείμενα που βρέθηκαν στο ίδιο πλαίσιο. Μερικοί μελετητές, όπως ο L.R. Palmer, έχουν υποστηρίξει μια μεταγενέστερη ημερομηνία, γύρω στο 1200 π.Χ., αλλά αυτή δεν είναι η επικρατούσα άποψη.

4 Δεκ 2025

Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

 

L. R. Palmer

 

1. Ελληνικά και Ινδοευρωπαϊκά

Η ελληνική γλώσσα, που ομιλείται σήμερα από εννέα έως δέκα εκατομμύρια ανθρώπους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, είναι μια από τις καλύτερα τεκμηριωμένες γλώσσες του κόσμου, γιατί έχουμε άμεση γνώση της σε ένα χρονικό διάστημα περίπου 3.000 ετών. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στις συλλαβικές επιγραφές της Γραμμικής Γραφής Β της μυκηναϊκής Ελλάδας και της Κρήτης, που χρονολογούνται όχι αργότερα από τον δέκατο τρίτο αιώνα π.Χ. Στη συνέχεια, μετά από μια Σκοτεινή Εποχή μετά την καταστροφή του μυκηναϊκού πολιτισμού, η γλώσσα επανεμφανίζεται με μια νέα, γραπτή μορφή, μια αλφαβητική γραφή (βασισμένη σε μια βορειοσημιτική γραφή), με το παλαιότερο κείμενο να χρονολογείται περίπου στο τελευταίο τέταρτο του όγδοου αιώνα π.Χ. Από αυτή τη στιγμή και μετά υπάρχει μια αδιάσπαστη αλυσίδα γραπτών μαρτυριών για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας μέχρι σήμερα.

 

Η χρήση της συγκριτικής μεθόδου μας δίνει τη δυνατότητα να φτάσουμε πιο πίσω στο χρόνο από τη χρονολογία των παλαιότερων κειμένων. Καταρχάς, τα Αρχαία Ελληνικά παρουσιάζονται με τη μορφή πολλών διαλέκτων, και αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να επινοήσουμε μια υποθετική προγονική μορφή, την «Πρωτοελληνική». Η χρονολόγηση αυτής και η είσοδος των «Πρωτοελλήνων» στη γη που κατέχουν σήμερα οι απόγονοί τους απαιτούν την αξιολόγηση αρχαιολογικών και άλλων δεδομένων που θα εξεταστούν παρακάτω.

 

Προς το παρόν αρκεί να πούμε ότι κατά πάσα πιθανότητα ο εξελληνισμός της βαλκανικής χερσονήσου έλαβε χώρα στο πρώτο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., και ότι οι εισβολείς επιβλήθηκαν ως κατακτητές σε έναν αυτόχθονα πληθυσμό του οποίου η γλώσσα εξαφανίστηκε, αλλά έχει αφήσει ίχνη στα τοπωνύμια και στο λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας.

 

Η ιστορία της ελληνικής γλώσσας μπορεί να μεταφερθεί ένα βήμα πιο πίσω χάρη στο γεγονός ότι είναι μέλος της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας, η οποία περιλαμβάνει γλώσσες που εκτείνονται από την κελτική γλώσσα στη δυτική Ευρώπη έως τις ινδοάριες γλώσσες της σημερινής Ινδίας. Η σύγκριση αυτών των γλωσσών μάς δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο να ανακατασκευάσουμε μια πρότυπη γραμματική της μητρικής ινδοευρωπαϊκής (ΙΕ) γλώσσας, αλλά και να ομαδοποιήσουμε τις επιμέρους ΙΕ γλώσσες σε μεγάλες υποοικογένειες. Η θέση της ελληνικής γλώσσας σε αυτό το δίκτυο σχέσεων προκύπτει από την αξιολόγηση των ιδιαιτεροτήτων που μοιράζεται με ορισμένες άλλες γλώσσες της οικογένειας. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να γίνουν κάποιες εικασίες για την ιστορία των Ελλήνων στην ενδιάμεση περίοδο μεταξύ της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής (ΠΙΕ) γλώσσας και της εισόδου τους στο ιστορικό τους περιβάλλον.

 

Είπαμε «σύγκριση γλωσσών», αλλά στην πραγματικότητα αυτό που κάνει ο συγκριτικός γλωσσολόγος είναι να συγκρίνει γλωσσικές περιγραφές που περιλαμβάνουν καταλόγους λέξεων (λεξικά), και τους κανόνες με τους οποίους αυτές οι λέξεις σχηματίζουν προτάσεις (γραμματικές). Ως εκ τούτου, το πρώτο βήμα είναι να επιχειρήσουμε τουλάχιστον μια συνοπτική περιγραφή της ελληνικής γλώσσας με βάση τα παλαιότερα διαθέσιμα κείμενα. Η περιγραφή αυτή θα αποτελέσει την απαραίτητη βάση για την αξιολόγηση των ινδοευρωπαϊκών σχέσεών της. Επιτελώντας αυτό το έργο, θα είναι στη συνέχεια δυνατό να εντοπιστεί η ιστορία της Ελλάδας, ξεκινώντας από τις πρώτες εισβολές που πιστεύεται ότι επέφεραν τον εξινδοευρωπαϊσμό της.

 

Υπάρχει, ωστόσο, η πιθανότητα να είχε προηγηθεί ένας άλλος ινδοευρωπαϊκός λαός πριν από τους Έλληνες, όπως ακριβώς οι αγγλοσαξονικοί λαοί επιβλήθηκαν σε μια Βρετανία που είχε καταληφθεί ίσως χίλια χρόνια νωρίτερα από τους Κέλτες, ενώ τόσο η κελτική όσο και η γερμανική γλώσσα αποτελούν ΙΕ γλώσσες. Πρόκειται για ένα λεπτό πρόβλημα που αφορά την αξιολόγηση όχι μόνο των ασαφών στοιχείων που αφορούν τις γλώσσες των προελληνικών πληθυσμών και τη συμβολή τους στο λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας, αλλά και των αρχαιολογικών στοιχείων, τα οποία αποκαλύπτουν σε πρώτη φάση πρότυπα και μετακινήσεις πολιτισμών, αλλά όχι απαραίτητα λαών.

 

2. Η «ελληνικότητα» των Ελληνικών

Στρεφόμαστε πρώτα στην ταυτότητα της ελληνικής γλώσσας, δηλαδή στη σκιαγράφηση της γλωσσικής της φυσιογνωμίας, που, ενώ επιβεβαιώνει τις οικογενειακές της σχέσεις, την ίδια στιγμή διαχωρίζει τη γλώσσα από όλα τα άλλα μέλη της ινδοευρωπαϊκής ομάδας. Αυτή η φυσιογνωμία είναι ένα σύνολο χαρακτηριστικών που, γενικά, παρέχουν στον ερευνητή ένα κριτήριο που του επιτρέπει να αποφασίσει ότι ένα δεδομένο κείμενο είναι γραμμένο στα Ελληνικά, και σε καμία άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά που συνθέτουν αυτή την αλάνθαστη ταυτότητα μπορούν να δηλωθούν ως εξισώσεις μεταξύ της ανακατασκευασμένης ΙΕ γλώσσας και των αντίστοιχων χαρακτηριστικών της ελληνικής γλώσσας. Περιλαμβάνουν σημεία φωνολογίας και μορφολογίας.

 

Ένα παράδειγμα είναι η λέξη για το «επτά», IE *septem, η οποία αποτελεί παράδειγμα δύο ηχητικών αλλαγών χαρακτηριστικών της ελληνικής γλώσσας: τη δάσυνση του αρχικού προφωνητικού *s, και η απώλεια του ηχητικού ρινικού *m. Άλλα φωνολογικά χαρακτηριστικά είναι οι αλλαγές του αρχικού *j σε δασυνόμενο (*jos > ὅς), ή σε ζ (*jugom > ζυγόν), η αποφώνηση των δασυνόμενων εκρηκτικών (*bhero > φέρω), η απώλεια όλων των εκρηκτικών στην τελική θέση της λέξης (*galakt > γάλα), και η αλλαγή του τελικού *m σε n.

 

Σε αυτήν την ανακατασκευασμένη πρωτοελληνική γλώσσα πρέπει να αποδώσουμε χαρακτηριστικά που δεν εμφανίζονται πλέον στα κείμενα των μεταμυκηναϊκών διαλέκτων. Το φωνηεντικό χάσμα ήταν διαδεδομένο, και η ενδοφωνηεντική δάσυνση εξακολουθούσε να επιβιώνει. Είναι επίσης πιθανό ότι τα συμπλέγματα -sm-, -sn- παρέμεναν αμετάβλητα (π.χ. *selasna, *usme, κ.λπ.). Σύμφωνα με τη μυκηναϊκή διάλεκτο, η πρωτοελληνική γλώσσα μπορεί κάλλιστα να περιείχε ακόμα το φώνημα *-j (π.χ. kjawetes, aljos, phulakjo, κ.λπ.).

 

Η τοποθεσία των λίκνων των πρωτοβαλτικών και των πρωτοσλαβικών λαών είναι ακόμη υπό συζήτηση, αλλά είναι ένας σημαντικός δείκτης ότι τα στοιχεία της βαλτικής γλώσσας εμφανίζονται στα τοπωνύμια και υδρωνύμια στην περιοχή μεταξύ Βίλνιους και Μόσχας. Η μελέτη των υδρωνυμίων της λεκάνης του Άνω Δνείπερου δείχνει μεγάλη πυκνότητα στοιχείων της βαλτικής γλώσσας βόρεια του ποταμού Πρίπιατ, ενώ νότια του ποταμού είναι πολύ πιο αραιά και διανθισμένα με ιρανικά και φινλανδικά ονόματα. Τα τελευταία δείχνουν τις γλωσσικές συνδέσεις της ινδοϊρανικής με τη φιννο-ουγγρική γλώσσα, μια γειτονική αλλά μη ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια, που περιλαμβάνει τα Φινλανδικά, τα Εσθονικά, τα Ουγγρικά, και μια σειρά από δευτερεύουσες γλώσσες. Αυτό θεωρείται ως «οριστική απόδειξη» της πρώιμης επαφής, και είναι ένας άλλος σημαντικός δείκτης για τη θέση των Πρωτοϊνδοϊρανών στη νότια Ρωσία, με τους Πρωτοβαλτικούς στα βορειοδυτικά, και τους Φιννο-Ούγγρους στα βορειοανατολικά. Δεδομένων αυτών των δεικτών, μπορούμε να τακτοποιήσουμε τις IE γλώσσες σε ένα σχηματικό γεωγραφικό μοτίβο.

 

Το εντυπωσιακό γεγονός που προκύπτει από τη μελέτη αυτού του δικτύου αλληλεπιδράσεων είναι ότι τα Ελληνικά, αν και είναι μια centum γλώσσα, δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με τη δυτική ομάδα. Ειδικότερα, παρά τη στενή πολιτιστική συμβίωση της Ρώμης και της Ελλάδας κατά την ιστορική περίοδο, τα Λατινικά και τα Ελληνικά ανήκουν γλωσσικά, εντός της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας, σε διαφορετικούς κόσμους. Ο Burrow, σημειώνοντας ότι οι συνδέσεις μεταξύ των Σανσκριτικών και των Ελληνικών υπερτερούν κατά πολύ εκείνων με άλλες ΙΕ γλώσσες (εκτός από τα Ινδοϊρανικά), προσθέτει ότι ορισμένα από τα κοινά χαρακτηριστικά που εμπλέκονται είναι ύστερης ΙΕ προέλευσης. Ωστόσο, τα Ελληνικά, παρά τις συγγένειές τους με την ομάδα satem, δεν συμμετείχαν σε ορισμένες από τις κοινές γλωσσικές καινοτομίες αυτής της ομάδας. Αυτό υποδηλώνει ότι οι Πρωτοέλληνες, έχοντας συμμετάσχει σε ορισμένες από τις κοινές γλωσσικές καινοτομίες της κεντρικής ομάδας, διαχωρίστηκαν πριν από την εμφάνιση των χαρακτηριστικών ηχητικών αλλαγών satem. Δεδομένης της παραπάνω υποστηριζόμενης θέσης της  ομάδας satem στη Νότια Ρωσία, μπορούμε εύλογα να τοποθετήσουμε τους Έλληνες αυτής της περιόδου στην περιοχή δυτικά της Μαύρης Θάλασσας, από την οποία περιοχή τελικά μετανάστευσαν στον ιστορικό τους οικότοπο.

 

3. Έλληνες και Προέλληνες

Η Ελλάδα είχε κατοικηθεί από καιρό πριν από τον ερχομό των νέων εισβολέων από το βορρά. Τα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν μια μακραίωνη πολιτιστική μετατόπιση από τη Μικρά Ασία, και ίσως πραγματική διείσδυση νέων πληθυσμιακών στοιχείων από την ίδια περιοχή. Τα γλωσσολογικά στοιχεία δείχνουν επίσης μια συγγένεια μεταξύ των προελληνικών γλωσσών και των γλωσσών της Μικράς Ασίας.

 

Σε αυτό το θέμα οι μελετητές αναφέρονται σχεδόν ομόφωνα στο θεμελιώδες έργο του Paul Kretschmer (Einleitung in die Geschichte der griechischen Sprache), που δημοσιεύθηκε το 1896. Ο Kretschmer επικεντρώθηκε σε μια παρατήρηση που έγινε πάνω από σαράντα χρόνια νωρίτερα: Ορισμένα τοπωνύμια της Ελλάδας, που χαρακτηρίζονται από το σύμπλεγμα -νθ- (Σύρινθος, Κόρινθος, Πύρανθος, Αμάρυνθος, Τϊρυνθα, κ.λπ.), το οποίο εμφανίζεται επίσης σε κοινές λέξεις, όπως ασάμινθος (μπανιέρα), μήρινθος (νήμα), ερέβινθος (μπιζέλι), όλυνθος (άγουρο σύκο) κ.λπ., και στο θεϊκό όνομα *Υάκινθος, πρέπει να αποδοθούν στον προελληνικό πληθυσμό. Ένας άλλος τέτοιος δείκτης είναι το σύμπλεγμα -σσ-/-ττ-, το οποίο ομοίως παρατηρείται σε τοπωνύμια και κοινές λέξεις (Καρνησσόπολις, Υμηττός, Μυκαλησσός, Παρνασσός κ.λπ.). Αναλύοντας τα τοπωνύμια και τα προσωπικά ονόματα της Μικράς Ασίας, ο Kretschmer υποστήριξε τις ακόλουθες θέσεις:

 

α) Μια γλώσσα που χαρακτηριζόταν από τα συμπλέγματα -σσ- και -νδ- υπήρχε ειδικά στο νότιο μισό της Μικράς Ασίας- Λυδία, Καρία, Λυκία, Πισιδία και Κιλικία.

β) Λαοί με παρόμοια γλώσσα χρησιμοποιούσαν τα συμπλέγματα -σσ-/-ττ- και -νθ- για λέξεις και τοπωνύμια στα ελληνικά νησιά και στην ενδοχώρα.

γ) Το κλειδί αυτής της γλώσσας βρίσκεται στις επιγραφές από τη Λυκία, όπου ένα επίθημα -s μαρτυρείται.

 

Για όσους αποδέχονται τις αναλύσεις και τις συγκρίσεις του Kretschmer προκύπτει ότι μια άλλη ομάδα ομιλούντων ΙΕ γλώσσα κατέλαβε την Ελλάδα πριν από την άφιξη των Ελλήνων, όπως ακριβώς οι Κέλτες προηγήθηκαν των Αγγλοσαξόνων στις Βρετανικές Νήσους. Μπορούμε να τους ονομάσουμε «λαό του Παρνασσού».

 

4. Οι γλώσσες της Ανατολίας

Η ανακάλυψη και αποσαφήνιση αυτής της ομάδας γλωσσών αποτέλεσε την πιο σημαντική πρόοδο αυτόν τον αιώνα στον τομέα των ΙΕ γλωσσών. Το 1906 Γερμανοί αρχαιολόγοι ανέσκαψαν μια τοποθεσία περίπου 200 χιλιόμετρα ανατολικά της Άγκυρας, η οποία αναγνωρίστηκε ως η πρωτεύουσα των Χετταίων (ή Χιττιτών), Χαττούσα. Τα αρχεία απέδωσαν χιλιάδες πινακίδες γραμμένες σε σφηνοειδή γραφή σε διάφορες γλώσσες. Η πιο γνωστή είναι η Χιττιτική, η οποία μιλιόταν σε μια περιοχή που διέρρεε ο ποταμός Άλυς.

 

Τώρα, δεδομένου ότι τα ονόματα των Χετταίων (και μερικοί τεχνικοί όροι), τα οποία έχουν σαφώς ΙΕ χαρακτήρα, εμφανίζονται σε παλαιά ασσυριακά κείμενα που χρονολογούνται από τον 19ο αιώνα π.Χ., φαίνεται ότι η παρουσία των Χετταίων στην κεντρική Ανατολία μπορεί κάλλιστα να ανάγεται στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.. Έχουν εντοπιστεί δύο κύρια γλωσσικά στάδια: α) τα προ-αυτοκρατορικά Παλαιά Χιττιτικά (17ος- 15ος αιώνας π.Χ.) και β) τα αυτοκρατορικά Χιττιτικά (14ος - 13ος αιώνας π.Χ.). Το τελευταίο στάδιο υποδιαιρείται (i) στα κλασικά Χιττιτικά (14ος αιώνας π.Χ.), και (ii) στα ύστερα Χιττιτικά (13ος αιώνας π.Χ.), τα οποία ήταν σημαντικά αλλοιωμένα, περιέχοντας άφθονα λουβικά στοιχεία (βλ. παρακάτω).

 

Βορειοδυτικά της περιοχής των Χετταίων, στην περιοχή που έγινε γνωστή ως Παφλαγονία, μιλιόταν η συγγενής παλαϊκή γλώσσα. Αυτές οι δύο γλώσσες, οι οποίες αποτελούν τον κλάδο της Βόρειας Ανατολίας, επιβλήθηκαν σε μια υποκείμενη γλώσσα, τα Χαττικά, από τα οποία σώζονται πολλά κείμενα.

 

Στην επέκτασή τους νοτιοδυτικά οι Χετταίοι εισήλθαν σε εδάφη που κατείχαν γλωσσικοί συγγενείς, οι Λούβιοι. Η γλώσσα των Λουβίων μαρτυρείται για πρώτη φορά σε σφηνοειδείς πινακίδες του δέκατου τρίτου αιώνα π.Χ. Παρά την πολύ λιγότερο αρχαϊκή εμφάνισή της, αυτή η γλώσσα είναι πανομοιότυπη σε όλες τις βασικές αρχές με τα Χιττιτικά. Είναι αδελφές γλώσσες, όπως τα Ιταλικά και τα Γαλλικά. Οι ύστερες χιττιτικές πινακίδες του δέκατου τρίτου αιώνα π.Χ. μαρτυρούν ένα σημαντικό βαθμό διγλωσσίας, τόσο πολύ που οι μελετητές μιλούν για μία «λουβική κατάκτηση» της χώρας των Χετταίων.

 

Ήταν σε αυτή την τελευταία περίοδο που η λουβική γραφή άρχισε να χρησιμοποιείται και σε καθαρά χιττιτική επικράτεια. Η γραφή αυτή είναι γνωστή στους μελετητές από το 1870, και οι επιγραφές βρίσκονται διάσπαρτες σε μια περιοχή από τη βόρεια Συρία μέχρι τις νότιες επαρχίες της Ανατολίας. Η αποκρυπτογράφηση, βοηθούμενη από την ανακάλυψη μιας δίγλωσσης επιγραφής σε Φοινικικά και ιερογλυφικά Χιττιτικά από το Καράτεπε κοντά στα Άδανα, έδωσε μια μορφή της Λουβικής κάπως διαφορετική από τη σφηνοειδή Λουβική, αν και οι διαφορές έχουν μειωθεί από τις πρόσφατες προόδους στην αποκρυπτογράφηση.

 

Η στενή σχέση της γλώσσας των Λυκίων (που ομιλείται στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία) με τη λουβική γλώσσα έχει πλέον αποδειχθεί πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία παρά το χρονικό διάστημα από τον 13ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ. Ως παράδειγμα της πολύπλοκης διαμόρφωσης των γλωσσών στην ομάδα της Ανατολίας, μπορούμε να επιλέξουμε την ΙΕ λέξη για το «χέρι»: *ghesr- > Παλαιά Χιττ. kes(a)r, Κλασσ. Χιττ. kesera-, εκλουβιανισμένα kisari- > kisri-˙ πρωτο-Λουβικά *kesar(i)- (ke- > ye-) > Σφην. Λουβ. isari-, Ιερ. Λουβ. istri-, Λυκιακά izri-. Η μελέτη των τοπωνυμίων της νότιας Ανατολίας δείχνει ότι οι Λούβιοι ομιλητές ζούσαν κατά μήκος της ακτής της Μεσογείου, από την Καρία έως την Κιλικία, μέχρι τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους.

 

Συνοψίζοντας, μπορούμε να παραθέσουμε την πιο πρόσφατη δήλωση σχετικά με αυτό το βασικό θέμα: Ενώ οι Χετταίοι, οι Παλαϊκοί και οι Λυδοί βρίσκονται κάπως στη μία πλευρά, τα σφηνοειδή/ιερογλυφικά Λουβικά και τα Λυκιακά μοιράζονται μια ιδιαίτερη σχέση που μας επιτρέπει να μιλάμε για μια Λουβική υποομάδα της Ανατολίας.

 

Για να επιστρέψουμε τώρα στις καταλήξεις -ss- και -nd-, έχει αποδειχθεί ότι οι τελευταίες περιλαμβάνουν και τις καταλήξεις -anda και -wanda: «Οι γλώσσες της Ανατολίας παρέχουν μια συνολική εξήγηση αυτών των τριών καταλήξεων. Οι περιοχές στις οποίες εμφανίζονται τα τοπωνύμια σε -anda, -assa και -wanda περιλαμβάνουν τη νότια, τη νοτιοδυτική και την κεντρική Ανατολία, αλλά όχι τη βόρεια, τη βορειοδυτική και την ανατολική πέρα από τον Ευφράτη. Αυτό αντιστοιχεί κυρίως στην περιοχή των Λουβίων».

 

Ένας πρωτοπόρος ερευνητής στον τομέα, ο E. Laroche, τα σχόλια του οποίου μόλις παρατέθηκαν, συμπεραίνει σε μια άλλη εργασία ότι λαοί που μιλούσαν έναν ανατόλιο τύπο ΙΕ γλωσσών εισέβαλαν στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί τους ονόματα του τύπου Παρνασσός και Ερύμανθος. Οι Έλληνες αποτέλεσαν ένα μεταγενέστερο κύμα εισβολέων.

 

Προήλθε άραγε η εισβολή του «λαού του Παρνασσού» από τη Μικρά Ασία, ή μήπως ομάδες συγγενών γλωσσικά φυλών εισέβαλαν χωριστά στην Ελλάδα από την «ανατόλια» κοιτίδα, πιθανώς βόρεια της Μαύρης Θάλασσας; Μια άλλη εργασία του Laroche μας δίνει μια ιδέα. Τα κληρονομημένα IE επιθήματα (όπως -assa) χρησιμοποιήθηκαν επίσης για τη δημιουργία παραγώγων από αυτόχθονες λέξεις που οι εισβολείς πήραν στη νέα τους πατρίδα. Το ουσιαστικό per/parna («σπίτι») είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Παρέχει παράγωγα όπως το Χιττ. parn-alli- («σπιτικός»), και το παράγωγο Ιερ. Χιττ. ρήμα parnawali «υπηρετώ;». Η Λυκία προσφέρει ένα άλλο επίθετο prinezi (οικείος, «του σπιτιού»). Αυτό το επίθημα z-, ιδιαίτερα παραγωγικό στη Λυκία, εμφανίζεται επίσης τόσο στη σφηνοειδή όσο και στην ιερογλυφική Λουβική, και είναι κατανοητό ότι τα τοπωνύμια του Αιγαίου σε σσ/ττ κατανέμονται μεταξύ των  επιθημάτων z- και ss-.

 

Ωστόσο, η λέξη parna εμφανίζεται στο αιγυπτιακό pr- και στο χουρριτικό purli/purni, έτσι ώστε είναι πιθανό να είναι μια αυτόχθονη λέξη της Μικράς Ασίας. Ο Laroche θέτει ως αρχική έννοια την «κατοικία σε σπηλιές», και σε ένα απόσπασμα από τα ιερογλυφικά Χιττιτικά μεταφράζει το parna- ως «ναός». Αν, λοιπόν, ο Παρνασσός, που είναι τοπωνύμιο και της Ανατολίας (μαρτυρείται στην Καππαδοκία), συνδυάζει μια χιττιτική-λουβική κατάληξη με μια γηγενή λέξη της Ανατολίας, και η λέξη επανέρχεται ως τοπωνύμιο βουνού στην Ελλάδα, αυτό μας λέει για μια εισβολή στην Ελλάδα από την εξινδοευρωπαϊσμένη Μικρά Ασία, αντί μιας εισβολής γλωσσικών ξαδέλφων από τη βόρεια «ανατόλια» κοιτίδα.

 

Ενώ τα επιθήματα που μόλις συζητήθηκαν είναι ανατόλια γενικά, και όχι ειδικά λουβικά, η γεωγραφική κατανομή των γλωσσών ευνοεί τους Λουβίους ως φορείς αυτών των ονομάτων στην περιοχή που αργότερα θα γινόταν ελληνικό έδαφος. Μια άλλη παρατήρηση δείχνει την παρουσία Λουβίων στην Κρήτη και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Προκαταρκτικά, θα ήταν καλό να επανεξεταστεί η μεθοδολογία. Μια γλώσσα διαγιγνώσκεται πιο αποτελεσματικά από τη μορφολογία της, γιατί τα στοιχεία του λεξιλογίου περνούν εύκολα ως δανεικές λέξεις από τη μια γλώσσα στην άλλη. Αυτό που ήταν αξιόπιστο στη μέθοδο του Kretschmer ήταν η επικέντρωσή του σε ορισμένα επιθήματα, αλλά από τις λιγοστές πληροφορίες που είχε τότε στη διάθεσή του κατέληξε λανθασμένα στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα των Λυκίων ήταν μη ινδοευρωπαϊκή.

 

Αλλά παρόλο που ένα τοπωνύμιο όπως Παρνασσός, που απαντάται στη Μικρά Ασία, έχει αποδοθεί με ασφάλεια ως όνομα της Ανατολίας, η μεταφορά του στην Ελλάδα μπορεί να οφείλεται σε δευτερογενή εκτόπιση. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν για κάποιο διάστημα στην Ανατολία, έμαθαν τα ονόματα των βουνών εκεί, και κατά την κατάληψη της Ελλάδας έδωσαν ένα τέτοιο όνομα σε ένα βουνό της νέας τους επικράτειας. Για να υποστηρίξουμε την παρουσία Λουβίων ομιλητών στην Ελλάδα πρέπει να θέσουμε το ερώτημα εάν οι μορφολογικές διαδικασίες της λουβικής γλώσσας ήταν παραγωγικές στην ελληνική επικράτεια.

 

Εδώ και πολύ καιρό έχει προταθεί ότι το όνομα της κρητικής θεάς Δίκτυννα είναι παράγωγο του ονόματος του βουνού Δίκτα. Οι μελετητές που έκαναν αυτή την πρόταση δήλωναν σιωπηρά ότι ένα επίθημα -unna είχε χρησιμοποιηθεί για να γίνει ένα παράγωγο από ένα τοπωνύμιο. Αν τώρα ρωτήσουμε πού είναι γνωστό ένα τέτοιο επίθημα, η απάντηση είναι η λουβική γλώσσα. Και εδώ, ο Laroche έχει κάνει μια διαφωτιστική συμβολή. Η κοινή ανατόλια γλώσσα είχε ένα επίθημα *-uwan που χρησιμοποιήθηκε για να σχηματίσει εθνικά ονόματα. Αυτό εμφανίζεται στα Χιττιτικά με τις μορφές -uman-, -umna-, -umana-, -umma- (π.χ. Luiumna, Luiumana = «Λουβικός»). Στα Λουβικά το αντίστοιχο επίθημα είναι -wanni-, το οποίο αργότερα συρρικνώθηκε σε -unni-. Με αυτή τη διαδικασία οι κάτοικοι των Αδάνων έγιναν γνωστοί ως Danuna. Έτσι, αυτή η μελέτη της κατάληξης της Ανατολίας εξηγεί ικανοποιητικά τη σχέση μεταξύ των Dikta και Diktynna: η θεά θα είχε ονομαστεί έτσι από τους ομιλητές της λουβικής γλώσσας. Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι ότι στην ηπειρωτική Ελλάδα συναντάμε έναν παρόμοιο σχηματισμό:  το Δέλφυνα από  το Δελφοί, το θρησκευτικό κέντρο των Ελλήνων, που βρίσκεται στις πλαγιές του Παρνασσού. Εδώ συνδυάζονται δύο λουβικά επιθήματα.

 

Ενδιαφέρον για τους μελετητές της προϊστορίας είναι το εύρημα του Laroche ότι τα επιθήματα της μορφής -umna- ανήκουν στον βόρειο κλάδο των ανατόλιων γλωσσών, ενώ ο τύπος -unna- ανήκει στον νότιο κλάδο. Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να προσθέσουμε ονόματα όπως Λάρυμνα (Βοιωτική Λοκρίδα και Καρία), Μήθυμνα (Λέσβος, όπου έχουμε και το βουνό Λεπέτυμνος) και Κάλυμνα ως πιθανά στοιχεία της ανατόλιας γλώσσας στην ελληνική τοπωνυμία. Φέρουν μαζί τους τον υπαινιγμό ότι ομιλητές διαφορετικών διαλέκτων της Ανατολίας συμμετείχαν στην κατοχή της Ελλάδας, όπως οι Άγγλοι, οι Σάξονες και οι Γιούτες κατέλαβαν τη Βρετανία.

 

Η λουβική σχέση με το όνομα Delphyna ενισχύθηκε πρόσφατα από συγκλίνουσες φιλολογικές και μυθολογικές έρευνες. Επανέρχεται ως το όνομα ενός δράκου σε ένα μυθικό πλαίσιο που αποκαλύπτει ξεκάθαρα το ανατόλιο υπόβαθρό του. Ο Τυφώνας ήταν ένα τέρας, που γεννήθηκε από τη Γαία, και πολέμησε με τον Δία για την κυριαρχία στον κόσμο. Σε αυτήν την αναμέτρηση, ο Τυφώνας έκοψε τα νεύρα των χεριών και των ποδιών του Δία, και τα μετέφερε στον Κώρυκο της Κιλικίας. Εκεί έκρυψε τα νεύρα στη σπηλιά του, κάτω από τη φρουρά του δράκου Delphyna. Η σύνδεση αυτής της παράξενης ιστορίας με την Κιλικία υποδήλωνε από καιρό στους μελετητές μια ανατόλια προέλευση, και αυτό επιβεβαιώθηκε με την εμφάνιση χιττιτικών κειμένων σχετικά με τον δράκο Illujankas και την αναμέτρησή του με τον Θεό του Καιρού. Ο δεσμός με την Κιλικία ενισχύεται από την ιστορία του Ησίοδου ότι ο Τυφώνας παντρεύτηκε τον δράκοντα Έχιδνα, μισή γυναίκα, μισό φίδι.

 

Ο Κώρυκος, που εμφανίζεται στο μύθο, ήταν η τοποθεσία ενός διάσημου ιερού του Θεού του Καιρού, και είμαστε τυχεροί που διαθέτουμε επιγραφικά στοιχεία που δείχνουν ξεκάθαρα το λουβικό υπόβαθρο. Βρίσκονται σε έναν κατάλογο των ιερέων του Κωρύκου, που καλύπτει μια περίοδο άνω των διακοσίων ετών, ξεκινώντας περίπου από τα μέσα του τρίτου αιώνα π.Χ. Η μελέτη των ονομάτων έχει δείξει μεγάλο αριθμό αυτόχθονων λουβικών ονομάτων που βασίζονται σε θεϊκά ονόματα. Αυτά τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι οι πιο εξέχοντες θεοί που λατρεύονταν στο ιερό ήταν ο Θεός του Καιρού Tarhunt- και ένας προστάτης θεός Runt-, ο οποίος ήταν προστάτης των άγριων ζώων.

 

Γενικά, γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι μεγάλες ομάδες Λουβίων ζούσαν στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας μέχρι και την ελληνιστική περίοδο. Για τη θέση μας, η εμφάνιση του ονόματος Delphyna, α) για ένα φίδι που κατακτήθηκε από τον Απόλλωνα στο πλαίσιο των Δελφών/Παρνασσού, και β) για ένα τέρας- δράκο σε ένα σαφές λουβικό πλαίσιο, πρέπει σίγουρα να έχει βαρύτητα, ιδιαίτερα όταν προστίθεται στη μαρτυρία της Δίκτυννας.

 

Η εμφάνιση ενός ονόματος λουβικής προέλευσης σε έναν ελληνικό μύθο που εντοπίζεται από τους μελετητές στη λουβική Μικρά Ασία έχει ένα ενδιαφέρον που υπερβαίνει το άμεσο ερώτημα που συζητείται εδώ. Μπορεί να σημειωθεί εν συντομία λόγω της συνάφειάς του με το επιχείρημά μας, γιατί για άλλη μια φορά βρισκόμαστε μπροστά σε σημαντικές ανατόλιες συνεισφορές στον μυκηναϊκό κόσμο, που μας οδηγούν κατευθείαν στους Δελφούς και στον Παρνασσό.

 

5. Ο ερχομός των Ελλήνων

Χρειάζεται μια προειδοποίηση πριν προσεγγίσουμε το πολυσυζητημένο πρόβλημα της εισόδου των Ελλήνων στην ιστορική τους πατρίδα. Η αιγαιακή προϊστορία είναι το μέλημα τόσο της φιλολογίας όσο και της αρχαιολογίας. Όταν δύο διαφορετικές επιστήμες αναγκάζονται να συνεργαστούν, η σύνεση προτείνει ότι κάθε κλάδος θα πρέπει καταρχάς να λειτουργεί ανεξάρτητα, με τις δικές του τεχνικές στο δικό του υλικό. Για τον γλωσσολόγο αυτό είναι ακόμη πιο επιτακτικό στην παρούσα περίπτωση, επειδή η Αρχαία Ιστορία του Cambridge τού προσφέρει δύο αμοιβαία αποκλειόμενες ιστορικές ανακατασκευές βασισμένες στο ίδιο αρχαιολογικό υλικό. Φυσικά θα επιλέξει την εκδοχή που συμβιβάζεται ευκολότερα με τις δικές του αναλύσεις και συμπεράσματα, γιατί μια ικανοποιητική απάντηση πρέπει να ταιριάζει με τα γλωσσολογικά και τα αρχαιολογικά στοιχεία. Αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια εφαρμογή του νόμου της οικονομίας των υποθέσεων.

 

Τώρα τα «Ελληνικά» και το «Λουβικά» είναι κυρίως γλωσσικές έννοιες, και οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι η προελληνική σημασία αποδίδεται στα προελληνικά στοιχεία που μόλις εξετάστηκαν. Αυτό τονίζει ο αρχαιολόγος του Αιγαίου J. L. Caskey, ο συγγραφέας μιας από τις δύο αφηγήσεις μεταξύ των οποίων πρέπει να επιλέξουμε: «το τελικό κριτήριο [είναι] αυτό της γλώσσας».

 

Το πρώτο καθήκον πέφτει επομένως στη γλωσσολογία της Ανατολίας. Αυτή έχει αποδείξει σταθερά ότι α) τα επιθήματα -anda, -wanda και -assa είναι κοινά τόσο στα Λουβικά όσο και στα Χιττιτικά, και β) μπορούν να προστεθούν σε θέματα που είναι Λουβικά, ή Χιττιτικά, ή Κοινά Ανατόλια. Έτσι, οι γλώσσες της Ανατολίας παρέχουν μια πλήρη εξήγηση αυτών των τριών επιθημάτων.

 

Προκειμένου να «δέσει» με επιτυχία με τον συνεργάτη του στον τομέα της Ανατολίας, ο γλωσσολόγος θα επιδιώξει στη συνέχεια να βρει μια απάντηση στα βασικά ερωτήματα της γεωγραφικής κατανομής και της χρονολόγησης. Η καθοριστική σημασία της τελευταίας είναι προφανής: ένας χρονολογικός προσδιορισμός της διαδικασίας ονοματοδοσίας στην τοπωνυμία της Ανατολίας θα προσφέρει ένα άνω όριο για τη μεταφορά αυτών των τοπωνυμίων στην Ελλάδα. Ο γεωγραφικός προσδιορισμός έχει ήδη δοθεί, και η συγκέντρωση των βασικών τοπωνυμίων στο νότιο μισό της Μικράς Ασίας υποδηλώνει ένα πυκνό μοτίβο εποικισμού. Αυτό προφανώς αποκλείει μια περίοδο κατά την οποία ο αρχαιολόγος της Ανατολίας συμπεραίνει από τα στοιχεία του έναν αραιό πληθυσμό και νομαδικές συνθήκες στην εν λόγω περιοχή.

 

Μπορούμε στη συνέχεια να στραφούμε στον χρονολογικό προσδιορισμό του λουβικού εποικισμού της Μικράς Ασίας. Για γεωγραφικούς λόγους, όπως είδαμε, οι Λούβιοι είναι οι πιο προφανείς υποψήφιοι για τη μεταφορά των τοπωνυμίων στην Ελλάδα παρά οι Χιττίτες, των οποίων η πατρίδα βρισκόταν στα βορειοανατολικά της καμπής του ποταμού Άλυος. Έχει, ωστόσο, υποστηριχθεί ότι οι Λούβιοι προηγήθηκαν των Χιττιτών κατά πολλούς αιώνες, έτσι ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί η 3η χιλιετία π.Χ. για την εισβολή τους.

 

Ο Laroche απορρίπτει αυτή τη θέση. Το πρώτο του σημείο αφορά την ενότητα της ομάδας της Ανατολίας: όλες οι γλώσσες έχουν μια αλάνθαστη «ανατόλια» σφραγίδα, και δίνουν την εντύπωση ότι έχουν διαφοροποιηθεί μέσα σε ένα γλωσσικό συνεχές. Δεν υπάρχουν γλωσσικές ενδείξεις ότι υπήρξε κάποια «κλιμάκωση» των εισβολών από τους λαούς που μιλούσαν τις ανατόλιες γλώσσες.

 

Αντίθετα, από γλωσσολογική άποψη, οι Λούβιοι της ιστορίας είναι για εμάς οι πιο «πρόσφατοι» από τους Ανατόλιους: η γλώσσα τους εξελίχθηκε περισσότερο από τα Χιττιτικά σε σχέση με την πρωτοανατόλια γλώσσα. Ωστόσο, το ζήτημα της «νεωτερικότητας» μιας γλώσσας έχει μικρή σχέση με τη σχετική χρονολογία: είναι κοινός τόπος της γλωσσολογίας ότι οι στενά συγγενείς γλώσσες παρουσιάζουν διαφορετικούς ρυθμούς αλλαγής.

 

Θα είναι πιο ωφέλιμο να ασχοληθούμε με τα γλωσσολογικά στοιχεία για την παλαιότερη εμφάνιση των Λουβίων και των Χετταίων στην Ανατολία. Εδώ έχουμε την τύχη να έχουμε μαρτυρίες ήδη από τον 20ο αιώνα π.Χ. Η Ασσυρία, στη διάρκεια της εμπορικής επέκτασης, ίδρυσε εμπορικές αποικίες στη Μικρά Ασία, και οι ντόπιοι πρίγκιπες έγιναν υποτελείς των Ασσυρίων βασιλιάδων. Ένας από αυτούς βρισκόταν στην πόλη Kanesh (σημερινό Kültepe), και εδώ βρέθηκαν χιλιάδες πήλινες πινακίδες, που καλύπτουν την περίοδο περίπου 1910-1780 π.Χ. Αυτές καθιστούν σαφές ότι ορισμένοι από τους πρίγκιπες ήταν είτε Χετταίοι είτε Λούβιοι, και το ίδιο ισχύει και για τα αυτόχθονα ονόματα που αναφέρονται στα έγγραφα.

 

Εξαιρετικής ιστορικής σημασίας είναι κείμενα που περιέχουν αναφορές για τον πρίγκιπα Pithana και τον Anitta, τον διοικητή του φρουρίου, γιατί ταυτίζονται με τον Pithana και τον γιο του Anitta, που αναφέρονται σε μια επιγραφή των Χετταίων, καθώς ο τελευταίος έκανε μεγάλες κατακτήσεις και κατέστρεψε τη Χαττούσα, η οποία στη συνέχεια έγινε η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Χετταίων. Αυτή η δυναστική οικογένεια άλλαξε την έδρα της από την Kussara στο KaneshNesha). Η σημασία του Kanesh ως βάσης εξουσίας στην πρώιμη ιστορία των Χιττιτών υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι ο προσδιορισμός των ίδιων για τη γλώσσα τους είναι παράγωγο του τοπωνυμίου Kanesh: kanesumnili, nesumnili (επίσης nasili, nisili).

 

Τα παλαιά ασσυριακά κείμενα μας δίνουν έτσι μια γεύση για τις απαρχές της παρουσίας των Χιττιτών στη Μικρά Ασία πριν εγκαταστήσουν την πρωτεύουσά τους στη Χαττούσα. Έχουμε επίσης μια αρκετά ακριβή ημερομηνία: ο Pithana ήταν σύγχρονος με την πρώτη γενιά Ασσυρίων εμπόρων στο Kanesh, ενώ ο γιος του Anitta και οι κατακτήσεις του ανήκαν στη δεύτερη γενιά. Σε αυτή την πρώιμη περίοδο οι Λούβιοι ήταν επίσης παρόντες, πιθανώς ως έμποροι στη δική τους περιοχή. Οι δυτικές συνδέσεις του Kanesh υπογραμμίζονται από το γεγονός ότι ο προστάτης θεός της πόλης ήταν η δυτικοσημιτική θεότητα, Anna. Με την πάροδο του χρόνου «η σημαία ακολούθησε το εμπόριο», και οι περιοχές της Λουβίας ενσωματώθηκαν στην αυτοκρατορία των Χετταίων.

 

Η γενική γεωγραφική, χρονολογική και ιστορική εικόνα έχει πλέον καθοριστεί όσο το δυνατόν περισσότερο από τα γλωσσικά στοιχεία, και μπορούμε να στραφούμε στα στοιχεία που παρέχει η αρχαιολογία της Ανατολίας. Εδώ μπορούν να γίνουν δύο κρίσιμες παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι ότι ο επικεφαλής σύμβουλός μας, ο James Mellaart, γνωρίζει και αποδέχεται πλήρως τα γλωσσικά στοιχεία: «Οι Χιττιτολόγοι συμφωνούν τώρα ότι τόσο οι Λούβιοι όσο και οι Χιττίτες ήταν ήδη παρόντες στο Kültepe II [δηλαδή στο Kanesh] τον 20ο αιώνα π.Χ.». Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι υπήρξε μια συνεχής πολιτιστική ανάπτυξη χωρίς διακοπές μεταξύ της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και της επόμενης Μέσης Εποχής του Χαλκού, όπως δεν υπάρχει καμία διακοπή μεταξύ της Μέσης και της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Όλη η περίοδος από το 2300/2200 έως το 1200/1100 π.Χ. είναι μια πολιτιστική οντότητα.

 

Για το πρόβλημά μας πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή στην περιοχή συγκέντρωσης των διακριτικών τοπωνυμίων, στο νότιο και νοτιοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας. Εδώ, στο τέλος της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού ΙΙ (2400 π.Χ.), ο Mellaart εντόπισε μια εκτεταμένη εισβολή, συνοδευόμενη από καταστροφές που είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική εγκατάλειψη της οικιστικής ζώνης σε ολόκληρη την πεδιάδα του Ικονίου και στο νοτιότερο τμήμα της νοτιοδυτικής Ανατολίας. Οικιστική αποκατάσταση δεν παρατηρείται στην πεδιάδα του Ικονίου μέχρι το 2000 π.Χ., αλλά η ακτή του Αιγαίου νότια της Τρωάδας αποτελεί ένα αρχαιολογικό κενό μέχρι την εμφάνιση πολιτισμού κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, γύρω στο 1900 π.Χ.

 

Ο Mellaart αποδίδει αυτή την καταστροφική εισβολή στους Ινδοευρωπαίους, και ιδιαίτερα στους Λουβίους. Η πολιτιστική ανάκαμψη στην περιοχή της Λουβίας, π.χ. στην πεδιάδα του Ικονίου, είναι συνεπής με την εμφάνιση Λουβίων εμπόρων στο Kanesh στα τέλη του 20ου αιώνα π.Χ.. Μεγάλης σημασίας, όπως θα δούμε, είναι τα στοιχεία που παρέχονται από την ανασκαφή στο Beycesultan, το οποίο ο Mellaart προσδιορίζει ως πρωτεύουσα του λουβικού κράτους Arzawa. Αυτή η τοποθεσία καταστράφηκε ολοσχερώς γύρω στο 1750 π.Χ., μια ημερομηνία κοντά στην αρχή του Παλαιού Βασιλείου των Χετταίων.

 

Σε αυτή τη γενική αφήγηση ξεχωρίζουμε «την ουσιαστική εγκατάλειψη των οικισμών σε ολόκληρη την πεδιάδα του Ικονίου», γιατί αυτό προσφέρει μια κρίσιμη φάση στη σύγκριση της γλωσσικής εικόνας. Παραθέτουμε και πάλι την κατάληξη -wanna˙ το Ικόνιο βρίσκεται στην επαρχία της Λυκαονίας. Αυτό το όνομα προφανώς ανάγεται στο *Lukkawanna- ένα εθνοτικό επίθετο που βασίζεται στο Lukka. Τα εδάφη των Lukka είναι γνωστά από κείμενα των Χιττιτών, και παρόλο που η ακριβής θέση τους αμφισβητείται, βρίσκονταν σίγουρα στο νοτιοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας, και ορισμένοι ερευνητές θα περιλάμβαναν τη Λυκαονία. Το ότι όμως η επικράτειά τους εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα φαίνεται από αναφορές για πειρατικές επιδρομές στην Κύπρο και θαλάσσιο εμπόριο με την Ugarit.

 

Όποια και αν είναι η αλήθεια σχετικά με αυτό, το γεγονός που είναι ουσιώδες για την επιχειρηματολογία μας είναι σαφές: η περιοχή στην οποία βρίσκεται το Ικόνιο έφερε ένα λουβικό όνομα, και αποτελούσε μέρος των εδαφών όπου τα ονόματα σε -assa και -anda ήταν πιο συγκεντρωμένα: (από τα ανατολικά προς τα δυτικά) κεντρική Καππαδοκία, Λυκαονία, Ισαυρία, Πισιδία και Λυκία. Εάν δοθεί η δέουσα προσοχή και βαρύτητα σε αυτά τα σταθερά εδραιωμένα γλωσσικά και γεωγραφικά δεδομένα, δεν υπάρχει μεγάλη δυσκολία να καταλήξουμε σε μια ιστορική σύνθεση που να εναρμονίζει τα ευρήματα της γλωσσολογίας της Ανατολίας με εκείνα της αρχαιολογίας της.

 

Μια εισβολή στα τέλη της τρίτης χιλιετίας π.Χ., συνοδευόμενη από εκτεταμένες καταστροφές, ακολουθείται από μια επανακατοίκηση και αναβίωση της περιοχής των χαρακτηριστικών τοπωνυμίων μας. Αυτά τα ονόματα υπονοούν, φυσικά, πυκνό οικισμό. Όπως σημειώθηκε παραπάνω, δεν μπορούν να αποδοθούν σε μια φάση που περιγράφεται από τον Mellaart ως «υποτροπή σε νομαδικές συνθήκες». Με άλλα λόγια, οι θέσεις αυτές ιδρύθηκαν και ονομάστηκαν όχι νωρίτερα από την ανάκαμψη κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, ύστερα από τις καταστροφές της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Αυτό μας δίνει την πρωιμότερη δυνατή χρονολογία για την εισβολή στην Ελλάδα από τους «λαούς του Παρνασσού».

 

Μπορούμε τώρα να στραφούμε στην αρχαιολογική ιστορία της Τροίας, γιατί αυτή θα είναι το σκαλοπάτι για τον κόσμο της Μεσοελλαδικής περιόδου στην Ελλάδα. Η τοποθεσία της Τροίας καταλήφθηκε από μια σειρά οικισμών που ξεκίνησαν περίπου το 3000 π.Χ. Η περίοδος που σχετίζεται με την παρούσα συζήτηση είναι αυτή που είναι γνωστή στους αρχαιολόγους ως Τροία VI, όταν χτίστηκε η ισχυρότερη από τις διαδοχικές ακροπόλεις. Υπάρχουν πολλά σημάδια ότι αυτή η φάση οφειλόταν σε νεοφερμένους, και είναι σημαντικό ότι το άλογο κάνει τώρα την πρώτη του εμφάνιση. Η περίοδος αυτή είναι μεγάλη, 1900-1300 π.Χ., και έχουν διακριθεί περίπου οκτώ στρώματα.

 

Στα πρώτα στρώματα αυτής της περιόδου, η επικρατέστερη κεραμική είναι η λεγόμενη γκρίζα μινυακή κεραμική. Πρόκειται για ένα είδος κεραμικής που συναντάται και στη Μεσοελλαδική Ελλάδα, και ονομάστηκε έτσι από τον Ερρίκο Σλήμαν, επειδή πρωτοανακαλύφθηκε στον βοιωτικό Ορχομενό, ο θρυλικός ιδρυτής του οποίου ήταν ο Μινύας. Εξαιτίας αυτού του κοινού κεραμικού στοιχείου, οι αρχαιολόγοι του Αιγαίου πιστεύουν ότι «και οι δύο περιοχές [δηλαδή η Τρωάδα και η Μεσοελλαδική Ελλάδα] κατακλύστηκαν περίπου την ίδια εποχή από εισβολείς του ίδιου φύλου, και πιθανώς ελληνικής καταγωγής». Θα ήταν, ωστόσο, πιο σοφό να δούμε πρώτα τη γκρίζα μινυακή κεραμική στο δεδομένο πλαίσιο της Ανατολίας.

 

Ο James Mellaart σχολιάζει ότι αυτός ο τύπος κεραμικής «είναι πλέον γνωστό ότι χρησιμοποιήθηκε πολύ πριν σε γειτονικές περιοχές», γεγονός που «υποδηλώνει μάλλον μια ειρηνική απόκτηση παρά μια ξένη εισβολή». Μαζί με άλλους μελετητές της Ανατολίας, τονίζει τον «επίμονα ανατολικό χαρακτήρα του πολιτισμού της Τροίας VI», και απορρίπτει τα συμπεράσματα που «βασίζονται σε μια εκτίμηση των ευρημάτων που περιορίζεται στην ίδια την τοποθεσία της Τροίας ή, το πολύ, στην Τρωάδα». Αν κάποιος δει το φαινόμενο της γκρίζας μινυακής κεραμικής στο σωστό του πλαίσιο, τότε αυτό που φαίνεται να είναι καινοτομίες της Τροίας VI «αποδεικνύεται ότι ήταν για πολύ καιρό οικείο χαρακτηριστικό του τότε πολιτισμού της περιοχής». Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «είναι κατανοητό, επομένως, ότι οι μελετητές που δεν γνώριζαν ακόμη τις πρόσφατες ανακαλύψεις στο εσωτερικό της δυτικής Ανατολίας, όταν αντιμετώπισαν την ταυτόχρονη εμφάνιση της γκρίζας μινυακής κεραμικής στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Τροία, εντόπισαν λανθασμένα την κοινή πηγή της, ή ακόμη υπέθεσαν την άφιξή της στην Τροία από την Ελλάδα. Αυτή η άποψη τώρα πρέπει σίγουρα να διορθωθεί».

 

Η γενική ιστορική ερμηνεία του Mellaart είναι ότι υπήρξε μια γενική μετακίνηση λαών ή ομάδων στην Ανατολία από την ανατολή προς τη δύση, η οποία κορυφώθηκε με την άφιξη των Μεσοελλαδικών λαών που έφεραν στην Ελλάδα τη γκρίζα «μινυακή» κεραμική. Όποια και αν ήταν η αρχική ώθηση αυτής της μεγάλης μετακίνησης του πληθυσμού (ο Mellaart αμφισβητεί τον επεκτατισμό των Χετταίων), το αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι υπήρξε μια εισβολή από την Ανατολία στην Ελλάδα, λίγο μετά το 2000 π.Χ.

 

Για να στραφούμε τώρα στην εναλλακτική ιστορική ανακατασκευή: το κεφάλαιο της Αρχαίας Ιστορίας του Cambridge που ασχολείται με το πρόβλημα της «μινυακής» κεραμικής από ελληνική σκοπιά (γραμμένο από τον ειδικό σε θέματα Αιγαίου J. L. Caskey) εξακολουθεί να διατηρεί το ορθόδοξο «τοπικιστικό» συμπέρασμα. Απαιτεί προσεκτική εξέταση, πολύ περισσότερο τη στιγμή που ακόμη και οι ιστορικοί της ελληνικής γλώσσας αναφέρονται στη «Μεσοελλαδική ελληνική γλώσσα». Βλέποντας ότι μια αποδεκτή λύση πρέπει να εναρμονίζει τα γλωσσικά και τα αρχαιολογικά στοιχεία, και ότι ο Caskey ευνοεί την προέλευση των τοπωνυμίων σε -inthos και -assos  στην Ανατολία, προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η συζήτηση δεν δείχνει καμία επίγνωση των πρόσφατων εξελίξεων στη γνώση μας για τα Λουβικά, και συγκεκριμένα δεν υπάρχει καμία αναφορά στα θεμελιώδη άρθρα του Laroche σχετικά με τα επιθήματα,  που είναι το κλειδί του προβλήματος.

 

Το επιχείρημά του είναι στην πραγματικότητα καθαρά αρχαιολογικό και αξιοσημείωτης απλότητας. Οι πολιτισμοί της Εποχής του Χαλκού της ηπειρωτικής Ελλάδας εμπίπτουν σε τρεις κύριες περιόδους, με υποδιαιρέσεις που χαρακτηρίζονται από χαρακτηριστική κεραμική: Πρώιμη, Μέση και Ύστερη Ελλαδική. Οι ανασκαφές στη Λέρνα της Αργολίδας έδειξαν ότι μια σημαντική ρήξη συνέβη στο τέλος της Πρωτοελλαδικής ΙΙ (περίπου 2200 π.Χ.), και ότι αμέσως μετά υπήρξε μια εισβολή εποίκων που εγκαινίασαν την Μεσοελλαδική, η οποία διήρκεσε από το 1900 π.Χ. περίπου μέχρι την έναρξη της Υστεροελλαδικής, με τους λακκοειδείς τάφους στις Μυκήνες, στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα π.Χ. Η Υστεροελλαδική περίοδος είναι η Μυκηναϊκή περίοδος, η οποία διαρκεί μέχρι περίπου το 1100 π.Χ.

 

Τώρα, η πρώτη αναμφισβήτητη απόδειξη για την παρουσία Ελλήνων είναι η εμφάνιση των πινακίδων της Γραμμικής Γραφής Β στα ερειπωμένα ανάκτορα της ΥΕ ΙΙΙ Β περιόδου, περίπου το 1200 π.Χ. Αν πάμε πίσω από αυτό το σημείο, δεν υπάρχει αισθητή πολιτιστική ρήξη μέχρι να φτάσουμε στην αρχή της Μέσης Ελλαδικής (1900 π.Χ.), ή μάλλον, στην  καταστροφή της Λέρνας, κατά την Πρώιμη Ελλαδική III (2200 π.Χ.). Επομένως, λέγεται ότι η ΥΕ III/ΜΕ περίοδος είναι ελληνική.

 

Μια τόσο πρώιμη είσοδος των Ελλήνων, ωστόσο, δύσκολα συμβιβάζεται με τα γλωσσολογικά και αρχαιολογικά στοιχεία από την Ανατολία, αφού, όπως συμφωνούν όλες οι πλευρές, πρέπει να βρούμε χρόνο για μια προηγούμενη κατάληψη της Ελλάδας από τον «λαό του Παρνασσού», που προερχόταν από τη Μικρά Ασία, πριν από την έλευση των Ελλήνων. Η αναγωγή αυτού του γεγονότος στην Πρώιμη Ελλαδική III θα συνεπαγόταν μια απίστευτα υψηλή ημερομηνία (πολύ πίσω στην τρίτη χιλιετία π.Χ.) για την εισβολή των λαών που μιλούσαν τις Ανατόλιες γλώσσες στη Μικρά Ασία. Η οικιστική ιστορία της νότιας Μικράς Ασίας στην περιοχή συγκέντρωσης των βασικών τοπωνυμίων, όπως είδαμε, παρουσιάζει επίσης δυσκολίες.

 

Σε αυτό το σημείο θα είναι σκόπιμο να εξετάσουμε ένα άλλο αρχαιολογικό επιχείρημα που επιδιώκει να δείξει ότι τα επιθήματα -inthos και -assos δημιουργήθηκαν κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στην Ελλάδα. Οι G. W. Blegen και ο J. B. Haley σημείωσαν ότι η κατανομή αυτών των τοπωνυμίων συμπίπτει με εκείνη των ελλαδικών θέσεων της Πρώιμης Ελλαδικής, πολλές από τις οποίες στη συνέχεια εγκαταλείφθηκαν. Αυτή τη σύμπτωση τη θεώρησαν σημαντική, και το συμπέρασμά τους τονίστηκε με κατηγορηματικούς όρους από τον Caskey: «τα τοπωνύμια πρέπει να ανήκουν στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και όχι σε οποιαδήποτε άλλη».

 

Η πλάνη σε αυτό το επιχείρημα έχει ήδη επισημανθεί: Τα ονόματα, όπως όλα τα γλωσσικά στοιχεία, μεταδίδονται από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα. Αν λοιπόν αυτά τα ονόματα δόθηκαν κατά  την Πρώιμη Ελλαδική και επιβίωσαν μέχρι τους κλασσικούς ελληνικούς χρόνους, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διατηρήθηκαν και στους Μεσοελλαδικούς χρόνους που μεσολάβησαν. Τι σημασία μπορεί να έχει, λοιπόν, η φαινομενική σύμπτωση της κατανομής με τις Πρωτοελλαδικές θέσεις; Από τη στιγμή που τέτοιες τοποθεσίες είχαν εγκαταλειφθεί, πώς θα μπορούσαν οι Μεσοελλαδικοί κάτοικοι της Ελλάδας να αναφέρονται σε αυτές, και να διαιωνίζουν τα ονόματά τους για τις επόμενες γενιές;

 

Με άλλα λόγια, ακόμη και αν τα ονόματα είχαν δοθεί από τους Πρωτοελλαδικούς κατοίκους, τα μόνα που θα μπορούσαν να έχουν διασωθεί θα αναφέρονταν σε τοποθεσίες που παρέμειναν σε κατοίκηση αργότερα. Έτσι, θα έπρεπε να παρατηρήσουμε μια όχι λιγότερο σημαντική συσχέτιση με τα Μεσοελλαδικά τοπωνύμια, και, φυσικά, με τα Υστεροελλαδικά τοπωνύμια, γιατί με τη σειρά τους οι Μυκηναίοι μετέφεραν αυτά τα αρχαία τοπωνύμια και τα μετέδωσαν, για να καταγραφούν τελικά στα έγγραφα των ελληνικών, ακόμη και των βυζαντινών χρόνων. Πρέπει, επομένως, να απορρίψουμε το επιχείρημα της κατανομής των τοπωνυμίων, καθώς δεν έχει καμία σχέση με την απόδοση των ονομάτων.

 

Για να στραφούμε τώρα στα καθαρά αρχαιολογικά επιχειρήματα υπέρ μιας τόσο πρώιμης χρονολόγησης της ελληνικής μετανάστευσης, ο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα των συμπερασμάτων που συνδέει την ελληνικότητα των πινακίδων της Γραμμικής Γραφής Β με μια αρχαιολογική φάση περίπου επτακόσια ή οκτακόσια χρόνια νωρίτερα, έγκειται στο ρητό δόγμα «καμία πολιτιστική ρήξη- καμία εισβολή νέων ανθρώπων». Υπάρχουν, αντίθετα, πολλές περιπτώσεις όπου οι εισβολείς εισήγαγαν μια νέα γλώσσα ή μια νέα διάλεκτο χωρίς καμία αισθητή ρήξη στον υλικό πολιτισμό (βλ., λόγου χάρη, την «εισβολή των Δωριέων»).

 

Είναι όμως αλήθεια ότι δεν υπάρχει αξιοσημείωτη αλλαγή μεταξύ της Μεσοελλαδικής και της έναρξης της Υστεροελλαδικής περιόδου στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα π.Χ., η πιο εντυπωσιακή μαρτυρία της οποίας είναι οι λακκοειδείς τάφοι στις Μυκήνες; Η Emily Vermeule γράφει: «Μιλώντας ειλικρινά, δεν υπάρχει τίποτα στον Μεσοελλαδικό κόσμο που να μας προετοιμάζει για το φοβερό μεγαλείο των λακκοειδών τάφων». Συγκεκριμένα, «δεν υπήρχαν ακόμη άλογα, άρματα, ούτε ξίφη και πολύτιμα μέταλλα», έτσι ώστε «είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι λακκοειδείς τάφοι αντιπροσωπεύουν απλώς μια ήπια πρόοδο από τους Μεσοελλαδικούς κιβωτιόσχημους τάφους». Ένα άλλο σημαντικό πολιτιστικό χαρακτηριστικό δείχνει προς τη Μικρά Ασία. Στη Μεσοελλαδική Λέρνα Va (1900 - 1550 π.Χ.) «βρίσκει κανείς νέα είδη τοπικής κεραμικής και εργαλείων, νέα εισαχθέντα αγαθά, και τις πιο αξιόλογες ενδοτοιχιακές ταφές σε μεγάλους αριθμούς». Η Vermeule σημειώνει επίσης ότι αυτή η ενδοτοιχιακή ταφή είναι ένα ασυνήθιστο χαρακτηριστικό, «μια συνήθεια νέα στην Ελλάδα, αν και παλιά στην Ανατολή».

 

Συνοψίζοντας, μεταξύ των δύο αντίθετων επιλογών που παρουσιάζονται στην Αρχαία Ιστορία του Cambridge από τους υποστηρικτές της Ανατολίας και εκείνους του Αιγαίου, η δεύτερη επιλογή δεν μπορεί να προτιμηθεί για τους ακόλουθους λόγους: Αν και αποδέχεται την προέλευση των τοπωνυμίων «Παρνασσός» από την Ανατολία, δεν δείχνει καμία επίγνωση των στοιχείων που έχουν τεκμηριωθεί από ειδικούς στη γλωσσολογία της Ανατολίας. Επιπλέον, δεν επιχειρεί να κάνει το προφανές βήμα να συνδέσει τα ομολογουμένως ανατόλια ονόματα με τα ευρήματα της αρχαιολογίας της Ανατολίας. Συγκεκριμένα, παραμελεί την οικιστική ιστορία της περιοχής συγκέντρωσης των εν λόγω τοπωνυμίων, και διαχωρίζει την Τροία VI από το ανατόλιο υπόβαθρό της. Τέλος, η βασική αρχή του λογικού συμπεράσματος «καμία πολιτιστική ρήξη- καμία εισβολή νέων ανθρώπων» είναι επίσης αμφισβητήσιμη.

 

Από την άλλη μεριά, τα γλωσσολογικά και τα αρχαιολογικά στοιχεία μπορούν να συμφιλιωθούν με την απόδοση του Μεσοελλαδικού πολιτισμού στον «λαό του Παρνασσού» της Ανατολίας, και την απόδοση στους Έλληνες της «φοβερής λαμπρότητας» των λακκοειδών τάφων. Αλλά ούτε αυτό είναι απολύτως ικανοποιητικό. Μια γενική μελέτη των «αιγαιοπελαγίτικων» δανείων στο ελληνικό λεξιλόγιο υποδηλώνει ότι οι Έλληνες συνάντησαν έναν προηγμένο και περίτεχνο πολιτισμό, και αυτό δεν ταιριάζει με μια αρχαιολογική εικόνα του Μεσοελλαδικού κόσμου που αναφέρεται στην «έσχατη φτώχεια και την αίσθηση της περιθωριακής ύπαρξης». Η Vermeule γράφει επίσης για τους Μεσοελλαδικούς ανθρώπους: «Αισθάνεται κανείς ότι μόλις πρόσφατα είχαν βγει από ένα πραγματικό νεολιθικό στάδιο».

 

Η δυσκολία είναι εμφανής σε έναν πολιτιστικό τοπίο όπου η αντιστοίχιση φιλολογικών και αρχαιολογικών ευρημάτων θα έπρεπε να είναι ευκολότερη. Αυτό είναι αρχιτεκτονική. Η Vermeule γράφει ότι οι «Μινύες», αν και ικανοί στην κεραμική, ήταν ακόμα πίσω από τους προκατόχους τους σε άλλους τεχνικούς τομείς του πολιτισμού. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για την αρχιτεκτονική: «Δεν υπήρχαν ακόμη παλάτια, ούτε καν ευρύχωρα σπίτια, αν και οι ανασκαφείς είναι πάντα αισιόδοξοι». Ωστόσο, έχει επισημανθεί εδώ και καιρό από τους γλωσσολόγους ότι οι Έλληνες πρέπει να έμαθαν την τέχνη της οικοδόμησης με πέτρα από τον υποταγμένο πληθυσμό, καθώς το τεχνικό λεξιλόγιο είναι σε μεγάλο βαθμό μη ινδοευρωπαϊκό (π.χ. «γείσο», «θριγκός», «θάλαμος», κ.λπ.).

 

Φαίνεται δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι Έλληνες πήραν ένα πλήρες λεξιλόγιο της λιθοδομικής από τους Πρωτοελλαδικούς προκατόχους τους στα τέλη της τρίτης χιλιετίας και, αφού πέρασαν από ένα μακρύ νεολιθικό στάδιο, το διατήρησαν για περίπου μισή χιλιετία μέχρι τη στιγμή που η Μεσοελλαδική περίοδος «τελειώνει ως μια ευρέως πολιτισμένη εποχή, αν και αρχίζει από μια σκοτεινή εποχή μέσα στο μυστήριο».

 

Το απλό μάθημα των αρχιτεκτονικών όρων που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες είναι ότι οι άμεσοι προκάτοχοί τους ήταν δάσκαλοι μιας πολύπλοκης τεχνολογίας πέτρινης δόμησης, έτσι ώστε το αρχαιολογικό όριο μετά την υιοθέτηση των όρων δεν μπορεί να είναι νωρίτερα από την επανεμφάνιση της περίτεχνης αρχιτεκτονικής, μετά τη θλιβερή παρακμή στις αρχές της Μεσοελλαδικής περιόδου.

 

Έτσι, αρκετοί μελετητές έχουν υποστηρίξει μια ακόμη μεταγενέστερη ημερομηνία για την έλευση των Ελλήνων, και μερικοί την τοποθετούν μέχρι και την ΥΕ ΙΙΙ Β (1300-1200 π.Χ.). Αυτό θα ήταν αρκετά συμβατό με μια συντηρητική αξιολόγηση των γλωσσικών στοιχείων από τις πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β. Αυτό θα σήμαινε την ταύτιση των «Μυκηναίων» Ελλήνων με την «Ανακτορική Εποχή»: τα μεγάλα ανάκτορα δεν χτίστηκαν μέχρι την εποχή των τελευταίων «θόλων» (δηλαδή των «κυψελοειδών» τάφων, όπως εκείνοι του «Ατρέα» και της «Κλυταιμνήστρας» στις Μυκήνες) τον δέκατο τρίτο αιώνα π.Χ.

 

Οι αβεβαιότητες στην απόλυτη χρονολογία δεν επηρεάζουν τη συνολική εικόνα μας για τον εξινδοευρωπαϊσμό της Ελλάδας. Οι ομιλητές μιας ινδοευρωπαϊκής διαλέκτου, οι οποίοι είχαν παραμείνει σε επαφή με την κεντρική ομάδα των διαλέκτων, και ιδιαίτερα με την ινδοϊρανική διάλεκτο, κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας μετακινήθηκαν νότια στην ιστορική τους πατρίδα (πιθανώς ως εξαιρετικά κινητικές ομάδες πολεμιστών), και απέσπασαν τη χώρα από τους γλωσσικούς ξαδέλφους τους της Ανατολίας, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει την ινδοευρωπαϊκή κοιτίδα σε πολύ προγενέστερη ημερομηνία,  και είχαν περάσει στην Ελλάδα και την Κρήτη αφού είχαν εγκατασταθεί στη Μικρά Ασία.

 

 

Απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου The Greek language, του Leonard R. Palmer

[https://ia902306.us.archive.org/18/items/the-greek-language/The%20Greek%20Language.pdf]

Μετάφραση για τα Ελληνικά, 2025, Χρήστος Κ. Τσελέντης