6 Ιαν 2012

Το πάρκο


[André Breton, από τη συλλογή POISSON SOLUBLE (1924)]

Το πάρκο, εκείνη την ώρα της ημέρας, άπλωνε τα ξανθά του χέρια πάνω από το μαγικό σιντριβάνι. Ένα απατηλό κάστρο κυλιόταν προς την επιφάνεια της γης. Κοντά στο Θεό το αποτύπωμα αυτού του κάστρου ήταν δεκτικό σ’ ένα σχέδιο σκιών, φτερών και ιρίδων. Το Φιλί της Νεαρής Χήρας ήταν το όνομα του εξοχικού πανδοχείου που το χάιδευαν η ταχύτητα των περαστικών αυτοκινήτων και το φόρεμα του οριζόντιου γρασιδιού. Έτσι τα περσινά κλαριά των δέντρων δεν κτυπούσαν τα παραθυρόφυλλα, όταν το φως κάνει τις γυναίκες να τρέξουν προς το μπαλκόνι. Το νεαρό κορίτσι από την Ιρλανδία, προβληματισμένο από τη μεμψιμοιρία του ανατολικού ανέμου, άκουγε στο στήθος της τα θαλασσοπούλια να γελάνε.

«Κόρες του γαλανού βωμού, μέρες της γιορτής, μορφές της προσευχής των ματιών και του κεφαλιού μου που κουδουνίζουν όταν ξυπνάω, έθιμα της επαρχίας που παίρνουν φωτιά, μου φέρνετε τον ήλιο των λευκών επιπλοποιείων, των πριονιστηρίων και του κρασιού. Τα χέρια μου, τόσο σίγουρα, είναι ο χλωμός μου άγγελος. Γλάροι του χαμένου παραδείσου!»

Το φάντασμα μπαίνει πατώντας στις άκρες των ποδιών του. Γρήγορα επιθεωρεί το κάστρο και κατεβαίνει την τριγωνική σκάλα. Οι κόκκινες μεταξωτές κάλτσες του ρίχνουν ένα στροβιλώδες φως. Το φάντασμα είναι περίπου διακοσίων ετών· ακόμα μιλάει κάποια Γαλλικά. Αλλά στη διάφανη σάρκα του η δροσιά του βραδιού και ο ιδρώτας των άστρων σμίγουν. Είναι χαμένο στον εαυτό του σ’ αυτήν τη θλιβερή ερημιά. Η νεκρή λεύκα και η λαμπερή πράσινη κατάλπη αναστενάζουν στη γαλακτερή χιονοστιβάδα των θυμωμένων αστεριών. Το κέλυφος ενός καρπού σκάει σ’ ένα φρούτο. Τότε ένα ατρακτοειδές ψάρι περνάει, με τα χέρια να σκεπάζουν τα μάτια του, αναζητώντας πέρλες και μακριά φορέματα.

Μια γυναίκα τραγουδάει στο παράθυρο αυτού του κάστρου του δεκάτου τετάρτου αιώνα. Στα όνειρά της εμφανίζονται μαύρες καρυδιές. Δεν την έχω γνωρίσει ακόμα επειδή το φάντασμα πολύ συχνά φέρνει γύρω του καλοκαιρία. Η νύχτα έπεσε ξαφνικά όπως ένα τριανταφυλλί παράθυρο γυρνάει τα μέσα έξω μπροστά στα πρόσωπά μας.

Ένα κτίριο είναι το καμπαναριό των πτήσεών μας: στις πέντε το πρωί, όταν η ομίχλη κυριεύει τις ταξιδιώτισσες στο κρεβάτι τους με τις φτέρες. Στις μία το μεσημέρι, καθώς κάποιος περνάει μπροστά από την ελιά του φόνου. Ένα κτίριο είναι το καμπαναριό της πτήσης μας σε μια εκκλησιά που μοιάζει με τη σκιά της Madame de Pompadour. Αλλά χτυπούσα το κουδούνι στην πόρτα εκείνου του κάστρου.

Αρκετές υπηρέτριες ήρθαν να με συναντήσουν φορώντας μεταξωτές φόρμες στο χρώμα του φωτός της ημέρας. Στην τρελή νύχτα, τα συγκαταβατικά τους πρόσωπα ήταν απόδειξη του φόβου τους να παραδοθούν. «Τι μπορώ να κάνω για εσάς;»

«Πες στην οικοδέσποινά σου ότι η άκρη του κρεβατιού της είναι ένας ποταμός από λουλούδια. Παρ’ την πίσω στο βωμό του θεάτρου όπου πριν από τρία χρόνια η καρδιά μιας πρωτεύουσας που ξέχασα χτυπούσε με προσδοκία. Πες της ότι ο χρόνος της μου είναι πολύτιμος και ότι όλα τα ονειροπολήματά της πήραν φωτιά στον πολυέλαιο του μυαλού μου. Μην ξεχάσεις να την ενημερώσεις για τις επιθυμίες μου που εκκολάπτονται κάτω από τις πέτρες που βρίσκεσαι. Κι εσύ που είσαι πιο όμορφη από έναν κόκκο φωτός στο ράμφος ενός εκτυφλωτικού παπαγάλου σ’ αυτόν το διάδρομο, πες μου αμέσως πώς είναι, αν είναι αλήθεια ότι η κρεμαστή γέφυρα με τους κισσούς κατεβαίνει απλά χτυπώντας το χερούλι.»

«Έχετε δίκιο,» μου απαντά. «Η σκιά που ζει εδώ βγήκε για ιππασία πριν από λίγο. Τα χαλινάρια ήταν φτιαγμένα από λόγια αγάπης, πιστεύω, αλλά καθώς τα ρουθούνια της ομίχλης και τα σακούλια του γαλάζιου σας έφεραν σ’ αυτήν την πόρτα που ανοιγοκλείνει ατέρμονα, περάστε μέσα και χαϊδέψτε με ανεβαίνοντας μέχρι επάνω αυτές τις σκάλες που είναι σπαρμένες με σκέψη.

Μεγάλες ισοσκελείς σφήκες πέταξαν από χαμηλά. Το σούρουπο με ακολούθησε, τα μάτια του στον ουρανό των ματιών μου, χωρίς να γυρίσω πίσω. Όπως τα πλοία ξαπλώνουν στην αργυρή καταιγίδα.

Διάφοροι αντίλαλοι απαντούν μεταξύ τους στη στεριά: της βροχής σαν ταπώματα στη σειρά, του ήλιου σαν καλάι ανακατεμένο με άμμο. Η παρούσα ηχώ είναι αυτή των δακρύων, και της ομορφιάς κατάλληλης για ανείπωτες περιπέτειες, για ακρωτηριασμένα όνειρα. Φτάναμε στον προορισμό μας. Το φάντασμα που απέκτησε μια έννοια κατά τη διάρκεια της διαδρομής για να καταλάβει το σώμα του Αγίου Διονυσίου ισχυρίστηκε ότι είδε το ακρωτηριασμένο του κεφάλι σε κάθε τριαντάφυλλο. Ένα τραύλισμα προσκολλημένο στα τζάμια των παραθύρων και στα κάγκελα, ένα κρύο κόμπιασμα ανακατεμένο με τα αχαλίνωτα φιλιά μας.

Στην άκρη των σύννεφων μια γυναίκα στέκει, στην άκρη των νησιών όπως τα τσαμπιά των σταφυλιών ωριμάζουν σε ψηλούς τοίχους διακοσμημένους με λαμπιρίζοντα αμπέλια, με όμορφα μαύρα και χρυσά σταφύλια. Υπάρχει επίσης το Αμερικάνικο αμπέλι, και αυτή η γυναίκα ήταν τέτοια, του είδους που πρόσφατα εγκλιματίστηκε στη Γαλλία που παράγει σπόρους εκείνης της πορφυρής καμπανούλας της οποίας η πλήρης γεύση δεν έχει ακόμα δοκιμαστεί. Περπατούσε πάνω κάτω σε ένα διάδρομο διαμερίσματος σαν εκείνους που ενώνουν τα βαγόνια στις Ευρωπαϊκές ταχείες, με τη διαφορά ότι το φως που έβγαζαν οι λάμπες δεν ξεχώριζε καθαρά τις ροές της λάβας, τους μιναρέδες, και τη μεγάλη οκνηρία των θηρίων του αέρα και του νερού. Έβηξα αρκετές φορές και το συγκεκριμένο τρένο γλιστρώντας μέσα από σήραγγες έβαλε τις κρεμαστές γέφυρες για ύπνο. Η θεότητα του μέρους τρέκλισε. Πιάνοντάς την στα χέρια μου, θροΐζοντας, έβαλα τα χείλια μου στο λαιμό της χωρίς λέξη. Τι συνέβη μετά μου διαφεύγει σχεδόν πλήρως. Είναι μόνο μετά που μας βρίσκω και πάλι, αυτή με μια τρομερά λαμπρή φορεσιά που την κάνει να μοιάζει σαν εξάρτημα σε μια ολοκαίνουργια μηχανή, κι εμένα θαμμένο όσο το δυνατό πιο βαθειά μέσα σε αυτό το άψογο μαύρο κοστούμι που δεν έχω βγάλει από τότε.

Στο μεταξύ, πρέπει να πέρασα από ένα καμπαρέ που ανήκε σε κάποιον σύλλογο πολύ ηλικιωμένων που η κοινωνική μου θέση έριξε στην αμηχανία ενός πουλιού. Θυμάμαι επίσης έναν γερανό που σήκωνε συσκευασίες προς τον ουρανό που πρέπει να περιείχαν μαλλιά, και, Θεέ μου, πόσο ανησυχητικά ελαφριές ήταν. Έπειτα ήταν το μέλλον, αυτοπροσώπως. Το Παιδί της Φωτιάς, το θαυμάσιο Κύμα μιας ακριβώς στιγμής πριν, καθοδήγησε τα βήματά μου σαν γιρλάντες. Οι μικρές ρωγμές στον ουρανό τελικά με ξύπνησαν: δεν υπήρχε πια πάρκο, ούτε μέρα ή νύχτα, όχι άλλες λευκές κηδείες που άγονταν από γυάλινα στεφάνια. Η γυναίκα που στεκόταν κοντά μου είδε τα πόδια της μέσα σε μια λιμνούλα χειμερινού νερού.

Κοιτώντας πίσω δεν βλέπω πια καθαρά, σαν ένας καταρράκτης να στεκόταν ανάμεσα στο θέατρο της ζωής μου κι εμένα, χωρίς να είμαι ο πρωταγωνιστής σ’ αυτό. Ένα πολυαγαπημένο βούισμα με συνοδεύει, κατά τη διάρκεια του οποίου κίτρινες χλόες σπάνε. Όταν της λέω: «Πάρε αυτό το καπνισμένο γυαλί που είναι το χέρι μου στα χέρια σου, μια έκλειψη είναι εδώ,» χαμογελάει και βουτάει στη θάλασσα για να φέρει πίσω το κλαρί του αιμάτινου κοραλλιού. Δεν είμαστε μακριά από το λιβάδι του θανάτου και όμως προφυλασσόμαστε από τον άνεμο και από την ελπίδα σε αυτό το ξεθωριασμένο σαλόνι. Ονειρεύτηκα ότι την αγαπούσα με τον τρόπο που κάποιος αγαπάει στην πραγματικότητα. Αλλά δεν κατάφερα να απαλλάξω τον εαυτό μου από ένα μισοκομμένο πράσινο λεμόνι, τα σαν το κουπί μαλλιά της,  την επιτηδειότητα μιας παγίδας που πιάνει τα ζώα ζωντανά. Κοιμάται τώρα, αντιμετωπίζοντας την απεραντοσύνη της αγάπης μου, μπροστά σ’ αυτόν τον καθρέφτη που θολώνουν γήινες αναπνοές. Είναι όταν κοιμάται που μου ανήκει πραγματικά· μπαίνω στ’ όνειρό της σαν ένας κλέφτης και την χάνω αληθινά όπως χάνει κάποιος ένα στέμμα. Είμαι απογυμνωμένος, σίγουρα, από χρυσές ρίζες, αλλά κρατάω τα λουριά της καταιγίδας και φυλάω τις κέρινες σφραγίδες του εγκλήματος.

Το τελευταίο κρόσσι της αύρας, εκεί όπου ο φασιανός του φεγγαριού καταφεύγει και πεθαίνει, εκεί όπου η εκθαμβωτική χτένα των κάτεργων περιπλανιέται, εκεί όπου ο υάκινθος του κακού αγιάζεται, έχω περιγράψει στις σπανιότερες στιγμές διαύγειας, αίροντας αυτήν τη μακρινή ομίχλη πολύ τρυφερά. Τώρα είναι η τρυφερότητα που επικρατεί και πάλι, η λεωφόρος σαν ένα έλος που γεμίζει τις φωτεινές πινακίδες μ’ αλάτι. Επανέρχομαι στ’ άγρια φρούτα, στους ηλιόλουστους κόλπους που της δίνω και στα χέρια της υπάρχουν ανεκτίμητα κοσμήματα. Μένουν τα ρίγη να ξυπνήσουν στα χαμόκλαδα της κρεβατοκάμαρας, τα ρυάκια να χυθούν στο παράθυρο της μέρας. Αυτό το καθήκον είναι η διασκεδαστική αποθέωση όλων όσων μας κρατούν, έναν άντρα και μια γυναίκα, ξύπνιους, αν και είμαστε μάλλον κουρασμένοι, στη διαδρομή του φωτός όταν είναι δυνατό να επιβραδυνθεί. Υπηρέτριες της αδυναμίας, της ευτυχίας, οι γυναίκες εκμεταλλεύονται άνισα το φως μ’ ένα ξέσπασμα γέλιου.