25 Απρ 2012

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΝΟΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ «DEMONSTRATION OF THE BEING AND ATTRIBUTES OF GOD,» ΤΟΥ DR. SAMUEL CLARKE ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ «ETHICA ORDINE GEOMETRICO DEMONSTRATA» ΤΟΥ SPINOZA.


[Αποσπάσματα από το 13ο κεφάλαιο του «The laws of thought» του George Boole, στο οποίο αναλύει τα λογικά επιχειρήματα των Clarke και Spinoza σχετικά με την ύπαρξη του Θεού.]

Η μέθοδος του Boole είναι αλγεβρική, δηλαδή κωδικοποιεί με μαθηματικά σύμβολα της λογικής προτάσεις που χρησιμοποιούνται στην εργασία σχετικά με την ύπαρξη του Θεού και τις ιδιότητές του.

Σχετικά με το «Demonstration of the Being and Attributes of God» του Clarke, ο Boole λέει ότι:
«αποτελείται από μια σειρά προτάσεων ή θεωρήματα, κάθε ένα από τα οποία αποδεικνύεται με τη βοήθεια επιλύσιμων υποθέσεων, ως επί το πλείστον, σε δύο ευδιάκριτες κατηγορίες, δηλαδή, γεγονότα της παρατήρησης, όπως η ύπαρξη ενός υλικού κόσμου, το φαινόμενο της κίνησης, κτλ., και υποθετικές αρχές, η αυθεντία και καθολικότητα των οποίων υποτίθεται πως αναγνωρίζονται a priori.» Σχετικά με το «Ethics» του Spinoza, ότι: «είναι μια μελέτη, το αντικείμενο της οποίας είναι η απόδειξη της ταυτότητας του Θεού και του σύμπαντος, και να καθιερωθεί, με βάση αυτήν τη μελέτη, ένα σύστημα ηθικής και φιλοσοφίας.»

Προχωράμε τώρα στο κύριο μέρος της απόδειξης του Clarke, που αποτελείται από Θεμελιώδεις Προτάσεις, και σε μια ποιοτική ανάλυση αυτών των επιχειρημάτων από τον Boole:

«
Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΟΥ CLARKE.


ΠΡΟΤΑΣΗ I.

«Κάτι υπάρχει από την αιωνιότητα

Η απόδειξη έχει ως ακολούθως:-
«Επειδή κάτι υπάρχει τώρα, είναι φανερό ότι κάτι υπήρχε πάντα. Αλλιώς τα πράγματα που υπάρχουν τώρα θα έπρεπε να έχουν προκύψει από το τίποτα, χωρίς κανέναν απολύτως σκοπό. Το οποίο είναι μια καθαρή αντίφαση. Γιατί το να πούμε ότι κάτι παράγεται, χωρίς ωστόσο καμία αιτία, είναι σαν να λέμε ότι κάτι είναι το αποτέλεσμα του τίποτα, δηλαδή, την ίδια στιγμή σαν να μην έχει προκύψει καθόλου. Οτιδήποτε υπάρχει έχει την αιτία της ύπαρξής του, είτε με την αναγκαιότητα της ίδιας του φύσης, και έτσι θα πρέπει να είναι καθαυτό αιώνιο· ή χάρη στη θέληση κάποιου άλλου όντος, και τότε αυτό το άλλο ον πρέπει, τουλάχιστον στα πλαίσια της φύσης και της αιτιότητας, να υπήρχε από πριν.»

Οι υποθέσεις είναι:-
1ον Κάτι υπάρχει.
2ον Αν κάτι υπάρχει, είτε κάτι πάντα υπήρχε, ή τα πράγματα που τώρα υπάρχουν προέκυψαν από το τίποτε.
3ον Αν κάτι υπάρχει, είτε υπάρχει από την αναγκαιότητα της ίδιας του φύσης, ή υπάρχει από τη θέληση ενός άλλου όντος.
4ον Αν υπάρχει από την αναγκαιότητα της ίδιας του φύσης, κάτι πάντα υπήρχε.
5ον Αν υπάρχει από τη θέληση ενός άλλου όντος, τότε η υπόθεση, ότι τα πράγματα που τώρα υπάρχουν προέκυψαν από το τίποτε, είναι λανθασμένη.


ΠΡΟΤΑΣΗ ΙΙ.

«Κάποιο αναλλοίωτο και ανεξάρτητο Ον υπάρχει από την αιωνιότητα.»

Οι προτάσεις από τις οποίες η παραπάνω υπόθεση αποδεικνύεται είναι οι ακόλουθες:
1ον Κάτι πάντα υπήρχε.
2ον Αν κάτι υπήρχε πάντα, είτε υπάρχει κάποιο αναλλοίωτο και ανεξάρτητο ον, ή το σύνολο των όντων που υπάρχουν γίνεται κατανοητό με μια διαδοχή μεταβλητών και εξαρτώμενων όντων.
3ον Αν το σύμπαν αποτελείται από μια διαδοχή μεταβλητών και εξαρτώμενων όντων, είτε αυτή η διαδοχή είχε μια εξωτερική αιτία, ή είχε μια αιτία εκ των έσω.
4ον Δεν είχε μια αιτία εκ των έσω (επειδή περιλαμβάνει, εξ υποθέσεως, όλα τα πράγματα που υπάρχουν).
5ον Δεν είχε μια αιτία εκ των έσω (επειδή κανένα μέρος δεν είναι αναγκαίο, και να κανένα μέρος δεν είναι αναγκαίο, ούτε το όλο είναι.
Η τελευταία πρόταση είναι εκείνη που ο Dr. Clarke αποδεικνύει.

ΠΡΟΤΑΣΗ III.

«Αυτό το αναλλοίωτο και ανεξάρτητο Ον πρέπει να είναι αυθύπαρκτο.»

Οι υποθέσεις είναι:-
         1ον Κάθε ον πρέπει είτε να έχει προέλθει από το τίποτε, ή πρέπει να έχει προκύψει από κάποια εξωτερική αιτία, ή πρέπει να είναι αυθύπαρκτο.
         2ον Κανένα ον δεν έχει προέλθει από το τίποτε.
         3ον Το αναλλοίωτο και ανεξάρτητο Ον δεν προέκυψε από μια εξωτερική αιτία.

Από το υπόλοιπο της απόδειξης του Dr. Clarke  θεωρείται ότι

Αυτό το αυθύπαρκτο ον πρέπει αναγκαστικά να είναι άπειρο και πανταχού παρόν·

και υποστηρίζεται ότι η απειρότητά του πρέπει να είναι «μια απειρότητα πληρότητας καθώς επίσης και απεραντοσύνης.» Η βάση πάνω στην οποία η απόδειξη προχωράει είναι, ότι μια απόλυτη ανάγκη της ύπαρξης πρέπει να είναι ανεξάρτητη από το χρόνο, το χώρο, και την περίσταση, απαλλαγμένη από όρια, και επομένως να αποκλείει κάθε ατέλεια. Και έτσι προκύπτει ότι το αυθύπαρκτο ον πρέπει να είναι «ένα απολύτως απλό, αμετάβλητο, αδιάφθορο ον, χωρίς μέρη, μορφή, κίνηση, ή οποιεσδήποτε άλλες παρόμοιες ιδιότητες που βρίσκουμε στην ύλη.»
Οι υποθέσεις που πραγματικά χρησιμοποιούνται μπορούν να εκφραστούν ως ακολούθως:
1ον      Αν ένα πεπερασμένο ον είναι αυθύπαρκτο, είναι αντίφαση να υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει.
2 ον     Ένα πεπερασμένο ον μπορεί, χωρίς αντίφαση, να είναι απόν από ένα μέρος
3ον      Αυτό που μπορεί χωρίς αντίφαση να είναι απόν από ένα μέρος μπορεί χωρίς αντίφαση να είναι απόν από όλα τα μέρη.
4ον     Αυτό που μπορεί χωρίς αντίφαση να είναι απόν από όλα τα μέρη μπορεί χωρίς αντίφαση να υποτεθεί ότι δεν υπάρχει.

Η ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα πως «οτιδήποτε είναι αυθύπαρκτο είναι άπειρο,» και ότι
«το αυθύπαρκτο ον πρέπει αναγκαία να είναι Ένα.»  Το συμπέρασμα προκύπτει επίσης από τις παρακάτω υποθέσεις:
1.      Αν υπάρχουν δύο ή περισσότερα αναγκαία και ανεξάρτητα όντα, καθένα από αυτά μπορεί να υποτεθεί ότι υπάρχει από μόνο του.
2.      Αν καθένα μπορεί να υποτεθεί ότι υπάρχει από μόνο του, δεν αποτελεί αντίφαση να υποτεθεί ότι το άλλο δεν υπάρχει.
3.      Αν δεν αποτελεί αντίφαση να υποτεθεί αυτό, δεν υπάρχουν δύο αναγκαία και ανεξάρτητα όντα.

Στην πρόταση VIII. επιχειρηματολογείται ότι «η αυθύπαρκτη και αρχική αιτία όλων των πραγμάτων πρέπει να είναι ένα Πνευματικό Ον.» Το κύριο επιχείρημα που προσφέρεται υπέρ αυτής της πρότασης είναι, ότι όπως η αιτία είναι πιο άριστη από το αποτέλεσμα, το αυθύπαρκτο ον, ως αιτία και πρότυπο όλων των πραγμάτων, πρέπει να εμπεριέχει την τελειότητα όλων των πραγμάτων· και ότι η Νοημοσύνη είναι μια από τις τελειότητες που φανερώνονται σε ένα μέρος της δημιουργίας. Υποστηρίζεται επιπλέον ότι αυτή η τελειότητα δεν είναι μια τροποποίηση της μορφής, της διαιρετότητας, ή οποιασδήποτε από τις γνωστές ιδιότητες της ύλης· γιατί αυτές δεν είναι τελειότητες, αλλά περιορισμοί.

Στην υπόθεση IX. υποστηρίζεται, ότι «η αυθύπαρκτη και αρχική αιτία όλων των πραγμάτων δεν είναι ένας απαραίτητος φορέας, αλλά μια ύπαρξη εφοδιασμένη με ελευθερία και επιλογή.» Η απόδειξη είναι βασισμένη κυρίως στην κατοχή εκ μέρους του νοημοσύνης, και στην ύπαρξη τελικών σκοπών, υπονοώντας την ύπαρξη σχεδίου και την επιλογή. Στα πλαίσια της αντίρρησης ότι η απώτατη αιτία λειτουργεί από αναγκαιότητα για την παραγωγή αυτού που είναι καλύτερο, η απάντηση είναι, ότι πρόκειται για μια αναγκαιότητα της καταλληλότητας και της σοφίας και όχι της φύσης.

Με βάση αυτό το δόγμα της ελευθερίας υποστηρίζεται ότι είμαστε σε θέση να δώσουμε μια ικανοποιητική απάντηση σε «εκείνη την αρχαία και θεμελιώδη ερώτηση, πόθεν τὸ κακόν, δηλαδή ποια είναι η αιτία και αρχή του κακού;» Το επιχείρημα σε αυτό το κεφάλαιο θα εκθέσω σε συντομία:

«Όλα όσα καλούμε κακό είτε είναι το κακό της ατέλειας, όπως η επιθυμία ορισμένων ικανοτήτων ή πολυτελειών που άλλα πλάσματα κατέχουν· ή το φυσικό κακό, όπως ο πόνος, ο θάνατος, και τα παρόμοια· ή το ηθικό κακό, όπως όλα τα είδη της αμαρτίας. Το πρώτο από αυτά δεν είναι ένα κανονικό κακό· γιατί κάθε δύναμη, ικανότητα, ή τελειότητα, που κάθε πλάσμα απολαμβάνει, όντας ένα δώρο από το Θεό,… είναι απλά η αναζήτηση οποιασδήποτε ικανότητας ή τελειότητας από οποιοδήποτε είδος πλασμάτων, που ποτέ δεν ανήκε στις φύσεις τους, και έτσι  δεν είναι ένα κακό για αυτά, περισσότερο από το γεγονός ότι αν δεν είχαν δημιουργηθεί ποτέ δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί κακό. Το δεύτερο είδος κακού, που ονομάσαμε φυσικό κακό, είναι είτε μια απαραίτητη συνέπεια του πρώτου, όπως θάνατος ενός πλάσματος στη φύση του οποίου η αθανασία δεν προβλέφθηκε ποτέ· και επομένως δεν είναι τυπικά περισσότερο κακό από ό,τι το πρώτο. Ειδάλλως αντιπαραβάλλεται συνολικά με το απώτατο αγαθό, όπως οι δυστυχίες και τα βάσανα των καλών ατόμων, και έτσι επίσης δεν είναι κανονικά ένα κακό· ή αλλιώς, τελικά, είναι μια τιμωρία, οπότε είναι μια απαραίτητη συνέπεια του τρίτου και τελευταίου είδους κακού, δηλαδή, του ηθικού κακού. Και αυτό προκύπτει πλήρως από την κατάχρηση της ελευθερίας που ο Θεός έδωσε στα πλάσματά Του για άλλους λόγους, και το οποίο ήταν λογικό και κατάλληλο να τους δώσει για την τελειότητα και την τάξη ολόκληρης της δημιουργίας. Μόνο αυτοί, αντίθετα από την πρόθεση και εντολή του Θεού, καταχράστηκαν αυτό που ήταν απαραίτητο για την τελειότητα του συνόλου, με αποτέλεσμα τη διαφθορά και στέρησή τους.
»
Στη συνέχεια, προχωράμε τώρα να εξετάσουμε τα πιο σημαντικά μέρη της απόδειξης του Spinoza, ο οποίος χρησιμοποιεί ορισμούς και αξιώματα:
«

ΟΡΙΣΜΟΙ.

1.                  Ως αιτία καθαυτή (causa sui), κατανοώ εκείνη της οποίας η ουσία περιλαμβάνει την ύπαρξη, ή εκείνη της οποίας η φύση δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή παρά μόνο ως υπαρκτή.
2.            Ότι κάθε πράγμα είναι πεπερασμένο ή οριοθετημένο από το είδος του (in suo genere finita) και που μπορεί να καθορίζεται από ένα άλλο ομοειδές πράγμα· π.χ. Ένα σώμα θεωρείται πεπερασμένο, επειδή μπορούμε πάντα να θεωρούμε ένα άλλο σώμα μεγαλύτερο από το προηγούμενο. Επομένως η σκέψη είναι καθορισμένη από μια άλλη σκέψη. Αλλά το σώμα δεν είναι οριοθετημένο από τη σκέψη, ούτε το αντίστροφο.
3.            Ως ουσία, κατανοώ εκείνη που υπάρχει καθαυτή (in se), και είναι αυτονόητη (per se concipitur), δηλαδή, εκείνη της οποίας η σύλληψη δεν χρειάζεται να σχηματιστεί από την αντίληψη ενός άλλου πράγματος.
4.            Ως ιδιότητα, κατανοώ εκείνη που η διάνοια αντιλαμβάνεται κατά ουσία, ως αποτελούσα τη βαθύτερη ουσία της.
5.            Ως τρόπο, κατανοώ τις επιρροές της ουσίας, ή εκείνη που βρίσκεται σε ένα άλλο πράγμα, μέσω του οποίου γίνεται επίσης κατανοητή.
6.            Ως Θεό, κατανοώ το απόλυτα άπειρο Ον, το οποίο είναι η ουσία που αποτελείται από άπειρες ιδιότητες, καθεμιά από τις οποίες εκφράζει μια αιώνια και άπειρη ουσία.
7.                  Αυτό το πράγμα ονομάζεται ελεύθερο, το οποίο υπάρχει από τη μοναδική αναγκαιότητα της ίδιας του φύσης, και δρα από μόνο του· αναγκαίο, ή μάλλον περιορισμένο, που καθορίζεται από ένα άλλο πράγμα για ύπαρξη και δράση, με έναν συγκεκριμένο και αιτιοκρατικό τρόπο.
8.                  Ως αιωνιότητα, κατανοώ την ύπαρξη καθαυτή, στο βαθμό που γίνεται κατανοητή να προκύπτει απαραίτητα από το μοναδικό ορισμό του αιώνιου πράγματος.

ΑΞΙΩΜΑΤΑ.

1.            Όλα τα πράγματα που υπάρχουν βρίσκονται είτε καθαυτά ή μέσα σε ένα άλλο πράγμα.
2.            Αυτό που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό από ένα άλλο πράγμα πρέπει να γίνει κατανοητό καθαυτό.
3.            Από μια δεδομένη αιτία ακολουθεί απαραίτητα το αποτέλεσμα, και αντίστροφα, αν δεν υπάρχει καθορισμένη αιτία, είναι αδύνατο να ακολουθήσει κάποιο αποτέλεσμα.
4.            Η γνώση του αποτελέσματος βασίζεται και περιλαμβάνει τη γνώση της αιτίας.
5.            Πράγματα που δεν έχουν τίποτα κοινό δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά το ένα μέσα από το άλλο· ή η αντίληψη του ενός δεν περιλαμβάνει και την αντίληψη του άλλου.
6.            Μια αληθινή ιδέα πρέπει να συμφωνεί με το αντικείμενό της.
7.            Οτιδήποτε μπορεί να γίνει αντιληπτό ως ανύπαρκτο δεν περιλαμβάνει την ύπαρξη στην ουσία του.
»
 Αφού ο Boole κάνει μια αλγεβρική ανάλυση των επιχειρημάτων του Spinoza, στη συνέχεια προχωρά σε μια κριτική σχετικά με τη μέθοδο που ακολουθούν ο Clarke και ο Spinoza από κοινού και με το ερώτημα αν υπάρχει η δυνατότητα ο άνθρωπος να κατανοήσει το Θεό:

«Δεν είναι δυνατό, σκέφτομαι, να σηκωθεί κάποιος από τη μελέτη των επιχειρημάτων του Clarke και του Spinoza χωρίς μια βαθιά πεποίθηση στη ματαιότητα όλων των προσπαθειών να καθιερωθεί, εξολοκλήρου a priori, η ύπαρξη ενός Άπειρου Όντος, των ιδιοτήτων Του, και της σχέσης Του με τον κόσμο. Η θεμελιώδης αρχή όλων αυτών των υποθέσεων, δηλαδή, πως οτιδήποτε μπορούμε σαφώς να συλλάβουμε, πρέπει να υπάρχει, αποτυγχάνει να ολοκληρωθεί, ακόμα και όταν αναγνωρίζεται η αλήθειά της. Γιατί πώς το πεπερασμένο να κατανοήσει το άπειρο; Ωστόσο η δυνατότητα μιας τέτοιας σύλληψης πρέπει να υπάρξει, και με κάτι περισσότερο από την αίσθηση μιας απλής άρσης των ορίων της φαινομενικής ύπαρξης, προτού να μπορέσει κάποιο στερεό έδαφος να καθιερωθεί για τη γνώση, a priori, των πραγμάτων άπειρων και αιώνιων. Η διαβεβαίωση του Spinoza για την πραγματικότητα μιας τέτοιας γνώσης είναι σαφής και ρητή.»

 Τελικά, όπως ο ίδιος ο Boole θεωρεί,

«μπορεί να παρατηρηθεί, ότι το «αδύνατο της άπειρης διαδοχής,» η απόδειξη του οποίου αποτελεί ένα μέρος του επιχειρήματος του Clarke, έχει κοινώς θεωρηθεί ως θεμελιώδης αρχή της μεταφυσικής, και έχει επεκταθεί σε άλλες ερωτήσεις πέρα της αιτιότητας. Ο Αριστοτέλης το εφαρμόζει για να καθιερώσει την ανάγκη θεμελιωδών αρχών απόδειξης και την ανάγκη ενός τέλους (το αγαθό), στις ανθρώπινες ενέργειες, κλπ. Προφανώς το αδύνατο της δημιουργίας εκ μέρους μας μιας ορισμένης και πλήρους σύλληψης μιας άπειρης σειράς, δηλ. της κατανόησής της ως όλο, έχει συγχυστεί με μια λογική ασυνέπεια, ή με μια αντίφαση στην ίδια την ιδέα.»

Εδώ θα συμφωνούσα με τον Boole. Στην πραγματικότητα, η ύπαρξη ενός Θεού στο σύμπαν είναι άτοπη: Καθώς αυτός θα ήταν απόλυτος, θα έπρεπε να έχει δημιουργηθεί από το μηδέν. Αλλιώς θα υπήρχε κάποιος προηγούμενος «Θεός» να Τον δημιουργήσει, κοκ. Επομένως, αν δημιουργήθηκε από το μηδέν, τότε δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί από το τίποτε δεν μπορεί να προκύψει κάτι. Οπότε θεωρώ την υπόθεση της εγγενούς αναγκαιότητας του κόσμου και των πραγμάτων (θα έλεγα το ίδιο ισχύει και για τον Spinoza) ως την πιο εύλογη εξήγηση της ύπαρξης. Ότι δηλαδή τα πράγματα υφίστανται μέσα από μια άπειρη αιτιοκρατική διαδοχή, έστω κι αν μπορούμε αυθαίρετα να ορίσουμε κάποια στιγμή ως αρχική, ενδιάμεση ή τελική. Σε αυτήν την περίπτωση, η ύπαρξη του απείρου δεν ακυρώνεται, επειδή δεν μπορεί να υπάρξει μια λογική απόδειξη που να την καταρρίπτει, ούτε να την αποδεικνύει, παρά μόνο η αδυναμία της ανθρώπινης διάνοιας και της ίδιας της λογικής να συλλάβει την έννοια του απείρου στην ουσία του.
=========================================================================