15 Ιουλ 2012

TO ΑΔYΝΑΤΟ

[Απόσπασμα από το βιβλίο Escher on Escher: Exploring the Infinite, του ίδιου]

Μερικές φορές μου φαίνεται ότι είμαστε όλοι επηρεασμένοι με μια παρόρμηση και κατειλημμένοι από έναν πόθο για το αδύνατο. Η πραγματικότητα γύρω μας, ο τρισδιάστατος κόσμος που μας περιβάλλει, είναι τόσο κοινός, τόσο βαρετός, τόσο συνηθισμένος για μας. Κυνηγάμε το αφύσικο ή το μεταφυσικό, εκείνο που δεν υπάρχει, ένα θαύμα. 

Σάμπως και η καθημερινή πραγματικότητα δεν είναι αινιγματική αρκετά! Στην πραγματικότητα, μπορεί να συμβεί στον καθένα μας ξαφνικά, με έκσταση στις καρδιές μας, να νιώσουμε το τέλμα της καθημερινής ζωής μας να φεύγει για μια στιγμή. Συμβαίνει να γινόμαστε δεκτικοί στο ανεξήγητο, στο θαύμα που μας περιβάλλει συνεχώς. Είναι το θαύμα της ίδιας τρισδιάστατης έκτασης του χώρου στην οποία συμπαρασυρόμαστε καθημερινά, σαν σε έναν μύλο. Αυτή η έννοια του χώρου αποκαλύπτεται μερικές φορές, σε σπάνιες στιγμές διορατικότητας, ως κάτι συναρπαστικό. 

Μου έχει συμβεί κατά τη διάρκεια μοναχικών περιπάτων στο δάσος γύρω από το Baarn ξαφνικά να σταματήσω το περπάτημα, κατειλημμένος από ένα ανησυχητικό, εξωπραγματικό, και ταυτόχρονα μακάριο αίσθημα να βρίσκομαι κατά πρόσωπο με το ανεξήγητο. Εκείνο το δέντρο είναι καθαυτό σαν αντικείμενο, ως μέρος του δάσους, ίσως όχι κάτι εκπληκτικό. Η απόσταση, ο χώρος, μεταξύ εκείνου και μένα, ωστόσο, φαίνεται ξαφνικά αινιγματικός. 

Δεν γνωρίζουμε το χώρο. Δεν τον βλέπουμε, δεν τον ακούμε, δεν τον αισθανόμαστε. Βρισκόμαστε καταμεσίς του, εμείς οι ίδιοι σαν μέρος του, αλλά δεν γνωρίζουμε τίποτα για αυτόν. Μπορώ να μετρήσω την απόσταση ανάμεσα στο δέντρο και σε μένα, αλλά όταν λέω, «τρία μέτρα,» αυτός ο αριθμός δεν αποκαλύπτει τίποτα από το μυστήριο. Βλέπω μόνο σύνορα, σημάνσεις,- δεν βλέπω το χώρο καθαυτόν. Το αίσθημα στο δέρμα μου που προκαλείται από τον άνεμο που φυσάει γύρω από το κεφάλι μου δεν είναι ο χώρος. Όταν νιώθω ένα αντικείμενο με τα χέρια μου, πιστεύω δεν είναι το ίδιο το χωρικό αντικείμενο. Ο χώρος παραμένει ανεξιχνίαστος, ένα θαύμα. 

Έτσι η πραγματικότητα γύρω μας πρέπει να είναι ήδη αρκετά ανεξήγητη και μυστηριώδης! Αλλά όχι, δεν είμαστε ικανοποιημένοι με αυτήν και εξακολουθούμε να παίζουμε με ιστορίες και εικόνες για να την αποφύγουμε. Ως παιδιά, και ορισμένοι από εμάς ακόμα και καθώς μεγαλώνουμε, διαβάζουμε παραμύθια. Αργότερα, διαβάζουμε στη Βίβλο, πιστεύοντας ή όχι, σχετικά με το μπαστούνι του Μωυσή που μετατράπηκε σε φίδι, για το φλεγόμενο βάτο, το μυστηριώδη πολλαπλασιασμό των άρτων, και τη μετατροπή του νερού σε κρασί. Για να μην αναφέρουμε τις ιστορίες ακόμη μεγαλύτερων θαυμάτων. 

Όποιος θέλει να αναπαραστήσει κάτι που δεν υπάρχει πρέπει να ακολουθήσει ορισμένους κανόνες. Οι κανόνες αυτοί είναι λιγότερο ή περισσότερο οι ίδιοι όπως για τον παραμυθά: πρέπει να εφαρμόσει τη λειτουργία των αντιθέσεων· να προκαλέσει ένα σοκ.

Το στοιχείο του μυστηρίου στο οποίο θέλει να επιστήσει την προσοχή πρέπει να περιβάλλεται και να καλύπτεται από απόλυτα καθημερινά αυταπόδεικτα στοιχεία που είναι αναγνωρίσιμα από όλους. Αυτό το περιβάλλον, που είναι αληθινό και αποδεκτό για κάθε επιφανειακό παρατηρητή, είναι απαραίτητο για να προκαλέσει το επιθυμητό σοκ. 

Αυτός  είναι επίσης ο λόγος γιατί ένα τέτοιο παιχνίδι μπορεί να παιχτεί και να γίνει κατανοητό μόνο από εκείνους που είναι έτοιμοι να διεισδύσουν κάτω από την επιφάνεια, που συμφωνούν να χρησιμοποιήσουν το μυαλό τους, όπως ακριβώς και κατά την επίλυση ενός γρίφου. Δεν είναι λοιπόν ένα θέμα των αισθήσεων, αλλά μάλλον ένα ζήτημα εγκεφαλικό. Η βαθύνοια δεν είναι καθόλου αναγκαία, αλλά ένα είδος χιούμορ και ένας αυτοσαρκασμός είναι ένα προαπαιτούμενο, τουλάχιστον για το άτομο που κάνει τις αναπαραστάσεις.