25 Μαρ 2010

Ολότητα και η Ελλοχεύουσα τάξη- Εισαγωγή


Clown fish

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, όχι μόνο από επιστημονική σκοπιά αλλά και για καθαρά προσωπικούς λόγους, να αναρωτηθούμε και να ερευνήσουμε το πώς δημιουργείται η αντίληψη του ανθρώπου για την πραγματικότητα. Ο περισσότερος κόσμος θεωρεί την πραγματικότητα ως κάτι το αυτονόητο, που υπήρχε πάντα και που, ως προς την ουσία του, δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας πράγματα που κάποτε θεωρούνταν σωστά, αληθή, ή πραγματικά, αναθεωρήθηκαν ώστε να μην έχουν την ίδια σημασία που είχαν κάποτε, ή ακόμα να μην θεωρούνται πλέον ως στοιχεία της πραγματικότητας. Επομένως, αυτό που θεωρούμε πως είναι η πραγματικότητα και αυτό που είναι η πραγματικότητα ‘καθαυτή’ μπορούν να είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Αυτή τη σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη νοημοσύνη και στην πραγματικότητα αναλύει ο Bohm στο βιβλίο του, ‘Wholeness and the Implicate Order.’ Όπως ο ίδιος λέει:

‘‘Είναι χρήσιμο εδώ να θεωρήσουμε πώς μια τέτοια διάκριση έχει προκύψει. Είναι ευρέως γνωστό, για παράδειγμα, ότι το μικρό παιδί συχνά το βρίσκει δύσκολο να ξεχωρίσει τα περιεχόμενα της σκέψης του από τα πραγματικά αντικείμενα (π.χ., μπορεί να φαντάζεται ότι αυτά τα περιεχόμενα είναι ορατά στους άλλους, στον ίδιο βαθμό που είναι ορατά και στον ίδιο, και μπορεί να φοβάται αυτό που οι άλλοι ονομάζουν ‘ιδεατοί κίνδυνοι’ (imaginary dangers). Έτσι καθώς έχει την τάση να μπει σε μια διαδικασία αφελούς σκέψης (δηλ., χωρίς να είναι πλήρως συνειδητός ότι σκέφτεται), σε κάποιο στάδιο γίνεται συνειδητός έχοντας συναίσθηση της διαδικασίας της σκέψης, όταν αντιλαμβάνεται ότι κάποια από τα ‘πράγματα’ που φαίνεται να αντιλαμβάνεται είναι στην πραγματικότητα ‘μόνο σκέψεις’ και επομένως ‘μη αντικείμενα’ (ή τίποτε) ενώ άλλα είναι ‘αληθινά’ (ή κάτι).

Ο πρωτόγονος άνθρωπος πρέπει συχνά να είχε βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση. Καθώς άρχισε να δημιουργεί το φάσμα των πρακτικών τεχνικών του σκέψεων στις σχέσεις του με τα πράγματα, τέτοιες νοητικές εικόνες έγιναν περισσότερο έντονες και πιο συχνές. Με σκοπό να εγκαθιδρύσει μια κατάλληλη ισορροπία και αρμονία στο σύνολο της ζωής του θα αισθάνθηκε πιθανώς της ανάγκη να αναπτύξει τη σκέψη του σχετικά με την ολότητα με έναν παρόμοιο τρόπο. Για αυτόν τον τελευταίο τρόπο σκέψης, η διάκριση ανάμεσα στη σκέψη και στο αντικείμενο είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στο να γίνει συγκεχυμένη. Έτσι, καθώς ο άνθρωπος άρχισε να σκέφτεται τις δυνάμεις της φύσης και τους θεούς, και καθώς οι καλλιτέχνες αναπαράστησαν ρεαλιστικές εικόνες ζώων και θεών, θεωρούμενες σαν να κατέχουν μαγικές ή υπερβατικές δυνάμεις, ο άνθρωπος οδηγήθηκε να αναμιχθεί σε ένα είδος σκέψης χωρίς καμιά φυσική αναφορά, το οποίο ήταν τόσο έντονο, τόσο επίμονο, και τόσο ‘ρεαλιστικό’ ώστε δεν μπορούσε πλέον να διατηρήσει μια σαφή διάκριση μεταξύ της νοητικής εικόνας και της πραγματικότητας.

Τέτοιες εμπειρίες πρέπει τελικά να οδήγησαν σε μια βαθύτερη επιθυμία να αποσαφηνιστεί αυτή η διάκριση (γεγονός που εκφράστηκε με ερωτήσεις του είδους ‘Ποιος είμαι;’, ‘Ποια είναι η φύση μου;’, ‘Ποια είναι η πραγματική σχέση μεταξύ του ανθρώπου, της φύσης και των θεών;’, κλπ.), γιατί αν παρέμενε μόνιμα μπερδεμένος για το τι είναι πραγματικό και τι όχι, θα ήταν μια κατάσταση που ο άνθρωπος θα έβρισκε τελικά ανυπόφορη, καθώς όχι μόνο καθιστά αδύνατη κάθε λογική προσέγγιση στα πρακτικά ζητήματα αλλά επίσης αποστερεί τη ζωή από κάθε νόημα.

Είναι φανερό, επομένως, ότι αργά ή γρήγορα, ο άνθρωπος στη γενική διαδικασία της σκέψης θα έκανε συστηματικές προσπάθειες να ξεκαθαρίσει αυτήν τη διάκριση. Μπορούμε να δούμε ότι σε κάποιο στάδιο πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι δεν αρκεί σε αυτήν τη διαδικασία να γνωρίζουμε απλά πώς ξεχωρίζουν συγκεκριμένες σκέψεις από συγκεκριμένα πράγματα. Μάλλον, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε αυτήν τη διάκριση καθολικά. Ίσως, τότε, ο πρωτόγονος άνθρωπος ή το μικρό παιδί να έχουν μία αναλαμπή διόρασης στην οποία να δουν, πιθανώς χωρίς να το εκφράσουν λεκτικά, ότι η σκέψη σαν όλο πρέπει να διακριθεί από το σύνολο όσων δεν είναι σκέψη.’’

Η προσέγγιση του Bohm είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική, αφού ουσιαστικά δίνει το όριο ανάμεσα στο ‘φυσικό’ ή πραγματικό και στο παράλογο, αυτό δηλαδή που είναι προϊόν της φαντασίας. Ωστόσο, για να κατανοήσουμε αυτήν τη διάκριση ανάμεσα στο τι είναι πραγματικότητα και το τι είναι φανταστικό, θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τόσο τη φύση της πραγματικότητας, όσο και τη φύση της ανθρώπινης σκέψης. Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος, αυτό του τι είναι πραγματικότητα, ο Bohm μας λέει:

Θεωρώ ότι η ουσία της έννοιας της διαδικασίας (της πραγματικότητας) δίνεται από την εξής πρόταση: Όχι μόνο τα πάντα αλλάζουν, αλλά τα πάντα είναι ροή. Δηλαδή, ποια είναι η διαδικασία καθαυτή, ενώ όλα τα αντικείμενα, τα γεγονότα, οι οντότητες, οι συνθήκες, οι δομές, κ.λπ., είναι μορφές που μπορούν να συναχθούν από αυτήν την διαδικασία.

Η καλύτερη εικόνα της διαδικασίας είναι ίσως αυτή ενός ρέματος που κυλά, του οποίου η ουσία δεν είναι ποτέ η ίδια. Σε αυτό το ρέμα, κάποιος μπορεί να δει ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σχέδιο δινών, κυματισμών, παφλασμών, κ.λπ., που δεν έχουν προφανώς καμία ανεξάρτητη ύπαρξη. Αντίθετα, προκύπτουν από τη ρέουσα κίνηση, καθώς εμφανίζονται και εξαφανίζονται μέσα στη συνολική διαδικασία της ροής. Μια τέτοια μεταβατική κατάσταση αυτών των αφηρημένων μορφών υπονοεί μια σχετική μόνο ανεξαρτησία ή αυτονομία της συμπεριφοράς, παρά την απολύτως ανεξάρτητη ύπαρξη θεμελιωδών μονάδων.’’

Σύμφωνα με τον Bohm, δηλαδή, η πραγματικότητα δεν είναι κάτι που προϋπάρχει, αλλά πρόκειται για μια επιλογή της ανθρώπινης συνείδησης από ένα πλήθος πιθανών ‘διαμορφώσεων’ σε ένα, πιο θεμελιώδες, επίπεδο ‘ροής πληροφοριών’ ή διαδικασιών. Θα δούμε τώρα πώς αυτό το επίπεδο των θεμελιωδών διαδικασιών συνδέεται με το επίπεδο της ανθρώπινης αντίληψης:

‘‘Έχοντας συζητήσει τι υπονοεί η έννοια της διαδικασίας σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας, ας εξετάσουμε τώρα πώς αυτή η έννοια συνδέεται με τη φύση της γνώσης. Φανερά, για να είναι κάποιος συνεπής, θα πρέπει να πει ότι η γνώση, επίσης, είναι μια διαδικασία, μια αφαίρεση από τη μία ολική ροή, η οποία είναι επομένως το έδαφος τόσο της πραγματικότητας όσο και της γνώσης αυτής της πραγματικότητας. Φυσικά, κάποιος μπορεί αρκετά εύκολα να εκφράσει με λόγια μια τέτοια έννοια, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο να μην ακολουθήσει τη γενική τάση να αντιμετωπίζεται η γνώση σαν ένα σύνολο από βασικές σταθερές αλήθειες, και επομένως όχι με τη φύση της διαδικασίας (π.χ., κάποιος μπορεί να αναγνωρίσει ότι η γνώση διαρκώς αλλάζει αλλά να πει ότι είναι συσσωρευτική, υπονοώντας με αυτόν τον τρόπο ότι τα βασικά στοιχεία της είναι αναλλοίωτες αλήθειες που πρέπει να ανακαλύψουμε). Πράγματι, με το να θεωρήσουμε και μόνο κάποιο απολύτως αμετάβλητο στοιχείο της γνώσης (όπως ότι 'τα πάντα ρει') καθιερώνουμε στο πεδίο της γνώσης κάτι που είναι μόνιμο• αλλά αν τα πάντα είναι ροή, τότε κάθε μέρος της γνώσης πρέπει να έχει την ύπαρξή του ως μία μορφή αφαιρεμένη στο στάδιο του γίγνεσθαι, έτσι ώστε δεν μπορεί να υπάρχει κανένα απολύτως αμετάβλητο στοιχείο της γνώσης.’’

Επομένως, η γνώση της πραγματικότητας αποτελεί και αυτή ένα μέρος της διαδικασίας της πραγματικότητας, έτσι ώστε και η γνώση να είναι μια αέναη διαδικασία ‘απόκτησης’ της πραγματικότητας. Τα ενδιαφέρον όμως είναι πώς αυτή η πραγματικότητα της διαδικασίας της γνώσης συνδέεται με την ανθρώπινη αντίληψη:

‘‘Ποια είναι, τότε, είναι η σχέση της νοημοσύνης με τη σκέψη; Σε συντομία, κάποιος μπορεί να πει ότι όταν η σκέψη λειτουργεί από μόνη της, είναι μηχανική και όχι ευφυής, επειδή επιβάλλει τη γενικά άσχετη και ακατάλληλη τάξη που προέρχεται από τη μνήμη. Η σκέψη είναι, εντούτοις, σε θέση να ανταποκριθεί όχι μόνο στη μνήμη αλλά και στην ανεξάρτητη αντίληψη η οποία μπορεί να δει, σε κάθε περίπτωση, αν κάποια διαδρομή σκέψης σχετίζεται και ταιριάζει ή όχι.

Κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί εδώ το παράδειγμα ενός ραδιοφωνικού δέκτη. Όταν η έξοδος του δέκτη ‘αναμεταδίδει’ στην είσοδο, ο δέκτης λειτουργεί από μόνος του, για να παραγάγει κυρίως άσχετο και χωρίς νόημα θόρυβο, αλλά όταν είναι ευαίσθητος στο σήμα του ραδιοκύματος, η τάξη της κίνησης ηλεκτρικών ρευμάτων στο εσωτερικό του (που μετασχηματίζονται σε ηχητικά κύματα) είναι παράλληλη με τη τάξη στο σήμα και έτσι ο δέκτης χρησιμεύει στο να οικειοποιήσει μια ευφυή τάξη που προέρχεται πέρα από το επίπεδο της δική του δομής. Θα μπορούσε έπειτα κάποιος να προτείνει ότι στην ευφυή αντίληψη ο εγκέφαλος και το νευρικό σύστημα αποκρίνονται άμεσα σε μια τάξη στην παγκόσμια και άγνωστη ροή που δεν μπορεί να αναχθεί σε τίποτα σχετικό με αναγνωρίσιμες δομές.’’

Έτσι λοιπόν η ανθρώπινη αντίληψη του κόσμου είναι μια κατάσταση ‘συντονισμού’ με ένα κοσμικό γίγνεσθαι, όπου η ανθρώπινη αντίληψη, ανάλογα με την ευαισθησία της, κατανοεί τον έναν ή τον άλλον συνδυασμό πραγμάτων ως πραγματικότητα. Σύμφωνα όμως με τον Bohm, η πλήρης συνειδητοποίηση του κόσμου μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αντίληψη της ολότητάς του:

‘‘Ενώ είναι κατά αυτόν τον τρόπο σαφές ότι τελικά η σκέψη και το αντικείμενο της σκέψης δεν μπορούν να αναλυθούν σωστά αν θεωρηθούν ότι υπάρχουν ξεχωριστά, είναι επίσης φανερό ότι στην άμεση ανθρώπινη εμπειρία κάποια τέτοια ανάλυση και τέτοιος διαχωρισμός πρέπει να γίνουν, τουλάχιστον προνοητικά, ή σαν σημείο αναφοράς. Πράγματι, η διάκριση ανάμεσα στο τι είναι πραγματικό και τι είναι καθαρή σκέψη και επομένως φανταστικό ή απατηλό είναι απολύτως απαραίτητη, όχι μόνο για την επιτυχία σε πρακτικά θέματα αλλά επίσης αν θέλουμε στο τέλος να διατηρήσουμε τη στοιχειώδη μας λογική…

Πράγματι, όλα τα ανθρώπινα κατασκευάσματα του γενικού μας περιβάλλοντος είναι, με αυτήν την έννοια, προεκτάσεις της διαδικασίας της σκέψης, γιατί οι μορφές τους, τα σχήματα, και οι τρόποι της κίνησής τους προέρχονται βασικά από τη σκέψη, και ενσωματώνονται σε αυτό το περιβάλλον, στη δραστηριότητα της ανθρώπινης εργασίας, που κατευθύνεται από αυτήν τη σκέψη. Αντίστροφα, κάθε τι στο περιβάλλον έχει, είτε από τη φύση του ή μέσω της ανθρώπινης δραστηριότητας, μια μορφή, ένα σχήμα, και έναν τρόπο κίνησης, το περιεχόμενου του οποίου ‘εισέρχεται’ μέσω της αντίληψης, ενεργοποιώντας τις αισθητηριακές αντιλήψεις οι οποίες αφήνουν ίχνη στη μνήμη και με αυτόν τον τρόπο συνεισφέρουν σαν θεμέλια των επόμενων σκέψεων.

Σε αυτήν τη συνολική κίνηση, κάποιο περιεχόμενο που αρχικά βρισκόταν στη μνήμη περνά με τρόπο συνεχή και γίνεται ένα κομμάτι αδιαίρετο από την πραγματικότητα, ένα ολόκληρο περιεχόμενο που βρισκόταν αρχικά στο περιβάλλον περνά και γίνεται ένα με τη μνήμη, έτσι ώστε (όπως δείξαμε νωρίτερα) από κοινού μνήμη και περιβάλλον ενώνονται σε μια μοναδική συνολική διαδικασία, της οποίας η ανάλυση σε ξεχωριστά μέρη (π.χ., σκέψη και αντικείμενο) δεν έχει τελικά κανένα νόημα…

Η ερώτηση κλειδί είναι, επομένως: Μπορούμε να γνωρίζουμε τη συνεχώς μεταβαλλόμενη και ρέουσα πραγματικότητα αυτής της αληθινής διαδικασίας της γνώσης;’ Αν μπορούμε να σκεφτούμε μέσω μιας τέτοιας συνειδητοποίησης, δεν θα μπερδέψουμε αυτό που δημιουργείται στη σκέψη με εκείνα που δημιουργούνται στην πραγματικότητα που είναι ανεξάρτητη από τη σκέψη. Και έτσι, η τέχνη της σκέψης με την ολότητα ως περιεχόμενό της μπορεί να αναπτυχθεί με τρόπο που να είναι ανεξάρτητος από τη σύγχυση έμφυτη σε εκείνες τις μορφές σκέψης που προσπαθούν να ορίσουν, ολοκληρωτικά, ποιο ‘το σύνολο της πραγματικότητας είναι’, και που τελικά μας οδηγούν να μπερδέψουμε το περιεχόμενο τέτοιας σκέψης για τη γενική τάξη μιας συνολικής πραγματικότητας που θα ήταν ανεξάρτητη από τη σκέψη.”

Υπάρχει τελικά κάποια αντικειμενική πραγματικότητα, ανεξάρτητη από τις ανάγκες και του σκοπού του ανθρώπου; Μα πώς θα μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο δυνατό, τη στιγμή που εμείς οι άνθρωποι ‘χρωματίζουμε’ κάθε τι με τις δικές μας ανάγκες, πεποιθήσεις και επιδιώξεις; Αν λοιπόν η πραγματικότητα είναι στενά και αναπόδραστα συνδεμένη με τις σκέψης μας, με μία αλληλεπιδρούσα σχέση, τότε αυτό που έχουμε να κάνουμε είναι να είμαστε όσο το δυνατό πιο ενεργοί και συνειδητοί απέναντι σε αυτήν τη διαδικασία της ‘αλήθειας της γνώσης,’ η οποία προφανώς δεν παύει να υφίσταται ούτε τερματίζεται ποτέ. Καταλήγοντας με τα λόγια του Bohm:

‘‘Οποιαδήποτε ιδιαίτερη μορφή σκέψης για την ολότητα πράγματι δείχνει έναν τρόπο επικοινωνίας με την πραγματικότητα, και έτσι έχει επιπτώσεις για το πώς μπορούμε να αντιδράσουμε σε αυτήν την επαφή. Εντούτοις, κάθε τέτοιος τρόπος αντιμετώπισης είναι περιορισμένος, με την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει στη γενική τάξη και στην αρμονία μόνο μέχρι κάποιο σημείο, πέρα από το οποίο παύει να σχετίζεται και να ταιριάζει. Τελικά, η πραγματική κίνηση της σκέψης που ενσωματώνει οποιαδήποτε συγκεκριμένη έννοια της ολότητας πρέπει να ιδωθεί ως διαδικασία, με συνεχώς μεταβαλλόμενη μορφή και περιεχόμενο. Αν αυτή η διαδικασία πραγματοποιηθεί κατάλληλα, με την προσοχή και τη συνειδητοποίηση της σκέψης στην πραγματική ροή του γίγνεσθαι, τότε δεν θα περιέλθει κάποιος στη συνήθεια να μεταχειρίζεται το περιεχόμενό της παθητικά σαν μια τελική και θεμελιωδώς στατική πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη.

Ακόμη όμως και αυτή η δήλωση για τη φύση της σκέψης μας είναι μόνο μια μορφή στη συνολική διαδικασία του γίγνεσθαι, μια μορφή που υποδεικνύει μια ορισμένη τάξη της κίνησης του μυαλού, και ορισμένη διάθεση που χρειάζεται το μυαλό για να συμμετέχει αρμονικά σε τέτοια κίνηση. Έτσι δεν υπάρχει τίποτε τετελεσμένο. Ούτε μπορούμε να πούμε πού θα οδηγήσει. Προφανώς, πρέπει να είμαστε ανοικτοί σε περαιτέρω θεμελιώδεις αλλαγές της τάξης στη σκέψη μας καθώς συνεχίζουμε με τη διαδικασία. Τέτοιες αλλαγές πρέπει να έρθουν με νέες και δημιουργικές πράξεις διορατικότητας, οι οποίες είναι απαραίτητες για την τεταγμένη κίνηση τέτοιας σκέψης. Αυτό που προτείνουμε σε αυτό το κεφάλαιο είναι, επομένως, ότι μόνο μια άποψη της γνώσης ως αναπόσπαστο τμήμα της συνολικής ροής της διαδικασίας μπορεί γενικά να οδηγήσει σε μια πιο αρμονική και τακτική προσέγγιση της ζωή συνολικά, αντίθετα με μια στατική και αποσπασματική άποψη που δεν μεταχειρίζεται τη γνώση ως διαδικασία, και που διαχωρίζει τη γνώση από το υπόλοιπο της πραγματικότητας.’’
===============