25 Μαρ 2012

Μια μιμητική θεωρία του αλτρουισμού

[Απόσπασμα από το βιβλίο της Susan Blackmore 'The Meme Machine"]

Λέξεις κλειδιά:

Αλτρουισμός, εξέλιξη, Δαρβινισμός, εγωιστικό γονίδιο, συγγενική επιλογή, αμοιβαίος αλτρουισμός, θεωρία παιχνιδιών, μιμητική, αλτρουιστικό μιμίδιο.

Ο αλτρουισμός ορίζεται ως συμπεριφορά που ωφελεί ένα άλλο πλάσμα εις βάρος αυτού που την εκφράζει. Με άλλα λόγια, αλτρουισμός σημαίνει κάτι που κοστίζει χρόνο, προσπάθεια, ή πόρους, για χάρη κάποιου άλλου. Αυτό σημαίνει την παροχή τροφής για ένα άλλο ζώο, ένα σήμα κινδύνου για την προστασία των άλλων με ίδιο ρίσκο, ή την πάλη μ’ έναν εχθρό για τη σωτηρία ενός άλλου ζώου από ζημιά. Τα παραδείγματα αφθονούν στη φύση, από τα κοινωνικά έντομα των οποίων οι ζωές περιστρέφονται γύρω από το καλό της κοινωνίας τους μέχρι τα κουνέλια που βγάζουν προειδοποιητικούς ήχους αν πλησιάζει κάποιος, και τις νυχτερίδες βαμπίρ που μοιράζονται μεταξύ τους γεύματα από αίμα. Οι άνθρωποι είναι μοναδικά συνεργάσιμοι και ξοδεύουν πολύ χρόνο κάνοντας πράγματα που ωφελούν άλλους καθώς επίσης και τους ίδιους. Έχουν ηθικές ευαισθησίες και μια ισχυρή αίσθηση του σωστού και λάθους. Είναι αλτρουιστές.

Ο αλτρουισμός είναι ένα πρόβλημα για πολλούς κοινωνικούς ψυχολόγους που υποθέτουν ότι οι άνθρωποι εξυπηρετούν λογικά τα συμφέροντά τους. Είναι επίσης ένα πρόβλημα για το Δαρβινισμό. Το πρόβλημα ποικίλλει ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο θεωρείτε ότι η φυσική επιλογή πραγματοποιείται - ή, με διαφορετικό τρόπο- τι σκοπό πιστεύετε ότι εξυπηρετεί η εξέλιξη. Αν θεωρείτε, όπως πολλοί πρώτοι Δαρβινιστές, ότι η εξέλιξη καταλήγει στο καλό του ατόμου, τότε πώς θα μπορούσε οποιοδήποτε άνθρωπος να συμπεριφερθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να προκληθεί ζημιά στον ίδιο προς όφελος κάποιου άλλου; Όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να υπάρχουν μόνο για τον εαυτό τους, και η φύση να είναι «νύχια και δόντια.» Ωστόσο σαφώς δεν είναι. Πολλά ζώα ζουν κοινωνικά και συνεργατικά, οι γονείς αφοσιώνονται στους απογόνους τους, και πολλά θηλαστικά περνούν καθημερινά τις ώρες τους φροντίζοντας τους φίλους και τους γείτονές τους. Γιατί το κάνουν;

Η απάντηση που τόσο επιτυχώς έχει μετασχηματίσει το πρόβλημα της αυταπάρνησης είναι η θεωρία του εγωιστικού γονιδίου. Αν τοποθετήσετε τον αναπαραγωγό (replicator) στην καρδιά της εξέλιξης και δείτε την επιλογή να ενεργεί προς όφελος μερικών γονιδίων έναντι άλλων, τότε διάφορες μορφές αλτρουισμού έχουν τέλειο νόημα. Πάρτε τη γονική φροντίδα, για παράδειγμα. Τα παιδιά σας κληρονομούν τα μισά από τα γονίδιά σας. Αυτός είναι ο μόνος άμεσος τρόπος να περάσουν τα γονίδιά σας στις μελλοντικές γενιές και επομένως η τόση γονική φροντίδα εξηγείται, αλλά αυτή η ίδια αρχή μπορεί να εφαρμοστεί σε πολλά άλλα είδη αλτρουισμού.

Η εργασία του William Hamilton «Η γενετική εξέλιξη της κοινωνικής συμπεριφοράς» (1964), έγινε κλασική. Ανέπτυξε τη θεωρία που θα έμενε γνωστή ως της συγγενικής επιλογής (kin selection). Θεώρησε ένα γονίδιο G που τείνει να προκαλέσει κάποιο είδος αλτρουιστικής συμπεριφοράς, και εξήγησε ότι «Παρά την αρχή της «επιβίωσης του ισχυρότερου» το ύστατο κριτήριο που καθορίζει εάν το G θα διαδοθεί δεν είναι αν η συμπεριφορά είναι προς όφελος του φορέα αλλά αν είναι προς όφελος του γονιδίου G.» (Hamilton 1963, σελ. 355). Αυτό σημαίνει ότι η αλτρουιστική συμπεριφορά μπορεί να διαδοθεί σε έναν πληθυσμό αν ένα μέλος είναι αλτρουιστικό προς τα άλλα μέλη.

Άλλη μια επιτυχία για τη βιολογία είναι ο αμοιβαίος αλτρουισμός (mutual altruism). Ο Δαρβίνος (1871) υπέθεσε ότι αν ένα άτομο βοηθήσει κάποιο άλλο μπορεί να αναμένει κάποια βοήθεια σε αντάλλαγμα. Εκατό χρόνια αργότερα ο Robert Trivers (1971) μετέτρεψε αυτήν την υπόθεση στη θεωρία του αμοιβαίου αλτρουισμού, που εξηγεί πώς η φυσική επιλογή μπορεί να ευνοήσει τα ζώα που αντάλλαξαν φιλία, παραδείγματος χάρη, μοιράζοντας μεταξύ τους τα πλεονάσματα των πόρων τις καλές χρονιές με την ελπίδα της βοήθειας στις κακές στιγμές. Η ευγνωμοσύνη, η φιλία, η συμπόνια, η εμπιστοσύνη, η αγανάκτηση, και τα συναισθήματα της ενοχής και της εκδίκησης όλα έχουν αποδοθεί στον αμοιβαίο αλτρουισμό, ο οποίος εμπεριέχει την ηθοπλαστική επιθετικότητα, ή την τάση μας να αγανακτούμε απέναντι στην αδικία. Αν έχουμε εξελιχθεί να μοιραζόμαστε τους πόρους με άλλους ανθρώπους, αλλά προς όφελος των γονιδίων μας, τότε τα συναισθήματά μας είναι τα κίνητρα με τα οποία η εξέλιξή μας έχει εξοπλίσει. Σε αυτήν την θεωρία όχι μόνο τα ηθικά συναισθήματα, αλλά και οι ιδέες περί δικαιοσύνης και τα νομικά συστήματα μπορούν να εντοπιστούν στην εξέλιξη του αμοιβαίου αλτρουισμού. (Matt Ridley 1996; Wagstaff 1998; Wright 1994).

Μέχρι τώρα έχουμε μιλήσει για δύο μόνο σημαντικές επιλογές για την ερμηνεία του αλτρουισμού. Η πρώτη λέει πως όλος ο προφανής αλτρουισμός στην πραγματικότητα (ακόμα και αμυδρά) πηγαίνει πίσω στο πλεονέκτημα των γονιδίων. Η δεύτερη ήταν να προσπαθήσουμε να διασώσουμε τον πραγματικό αλτρουισμό και να προτείνουμε κάποιο είδος πρόσθετης ιδιότητας στα ανθρώπινα όντα- μια αληθινή ηθική, μια ανεξάρτητη ηθική συνείδηση, μια πνευματική ουσία ή μια θρησκευτική φύση που υπερνικά με κάποιον τρόπο τον εγωισμό και τις προσταγές των γονιδίων μας, μια άποψη που βρίσκει μικρή υποστήριξη από τους περισσότερους επιστήμονες που θέλουν να καταλάβουν πώς η ανθρώπινη συμπεριφορά λειτουργεί χωρίς μαγική επίκληση. Η μιμητική παρέχει μια τρίτη δυνατότητα. Με έναν δεύτερο αναπαραγωγό (σ.τ.μ. τα μιμίδια) που ενεργεί στα ανθρώπινα μυαλά οι δυνατότητες επεκτείνονται. Πρέπει να βρούμε τώρα τη συμπεριφορά που είναι προς όφελος των μιμιδίων, ενώ παράλληλα εξυπηρετεί τα γονίδια. Η μαγεία δεν θα απαιτείται πλέον για να καταλάβουμε γιατί οι άνθρωποι διαφέρουν από όλα τα άλλα ζώα, ούτε γιατί εμφανίζουν πολύ συνεργατικότερη και αλτρουιστική συμπεριφορά.

Το ουσιαστικό σημείο από μιμητική άποψη είναι το εξής- αν οι άνθρωποι είναι αλτρουιστές γίνονται δημοφιλείς, επειδή είναι δημοφιλείς αντιγράφονται, και επειδή αντιγράφονται τα μιμίδιά τους διαδίδονται ευρύτερα από εκείνα των όχι- τόσο αλτρουιστών, συμπεριλαμβάνοντας τα ίδια τα αλτρουιστικά μιμίδια. Αυτό το γεγονός παρέχει έναν μηχανισμό για τη διάδοση της αλτρουιστικής συμπεριφοράς.

Τώρα πρόκειται να θεωρήσω την προέλευση αυτής της συμπεριφοράς στο εξελικτικό παρελθόν μας… Οι άνθρωποι είναι καλοί ο ένας απέναντι στον άλλο για να πάρουν την καλοσύνη σε αντάλλαγμα, και τα συναισθήματά τους σχεδιάζονται αντίστοιχα- δηλ., οι άνθρωποι θέλουν να είναι γενναιόδωροι σε εκείνους που μπορούν να το ξεπληρώσουν, και θέλουν να είναι αρεστοί. Τώρα, προσθέστε την ικανότητα της μίμησης, και τη στρατηγική της «μίμησης του αλτρουιστή,» και δύο συνέπειες προκύπτουν. Πρώτον, οι καλές και γενναιόδωρες συμπεριφορές θα διαδοθούν με τη μίμηση. Δεύτερον, οι συμπεριφορές που μοιάζουν καλές και γενναιόδωρες, ή επικρατούν στους καλούς και γενναιόδωρους ανθρώπους, θα διαδοθούν επίσης με τη μίμηση… Αυτή η στρατηγική ωφελεί, καταρχάς, τα γονίδια αλλά επειδή περιλαμβάνει το δεύτερο αναπαραγωγό τα γονίδια δεν μπορούν να την ελέγξουν. Η «αντιγραφή του αλτρουιστή» ξεκινάει ως πρόθεση για ένα βιολογικό κέρδος, και καταλήγει ως στρατηγική για τα μιμίδια- συμπεριλαμβανομένων των μιμιδίων για τον ίδιο τον αλτρουισμό.

Ήδη έχω υποστηρίξει ότι οι καλύτεροι μιμητές, ή οι κάτοχοι των καλύτερων μιμιδίων, θα έχουν ένα πλεονέκτημα επιβίωσης, όπως και οι άνθρωποι που ζευγαρώνουν μαζί τους. Έτσι η στρατηγική «ζευγάρωσε με τον καλύτερο μιμητή» εξαπλώνεται. Στην πράξη, αυτό σημαίνει το ζευγάρωμα με εκείνους τους ανθρώπους που έχουν τα πιο μοντέρνα (και όχι μόνο τα πιο χρήσιμα) μιμίδια, και μπορούμε τώρα να δούμε ότι ο αλτρουισμός είναι ένας από τους παράγοντες που καθόρισαν ποια μιμίδια έγιναν δημοφιλή.

Κάθε πράξη του μιμητικά καθοδηγούμενου αλτρουισμού μειώνει ενδεχομένως τη γενετική ικανότητα εκείνου που την ασκεί. Με άλλα λόγια, η αρρένα του ανθρώπινου αλτρουισμού μπορεί να ειδωθεί ως πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των μιμιδίων και των γονιδίων… Αλλά τα μιμίδια… δεν «ενδιαφέρονται» καθόλου για τα γονίδια ενός ανθρώπου. Αν μπορούν να αντιγραφούν θα το κάνουν. Και θα το καταφέρουν, επειδή οι άνθρωποι αντιγράφουν τους ανθρώπους που συμπαθούν. Κατά συνέπεια μπορούμε να φανταστούμε μια ανθρώπινη κοινωνία, στην οποία η μιμητικά καθοδηγούμενη αλτρουιστική συμπεριφορά θα μπορούσε να διαδοθεί- ακόμα κι αν έβαζε ένα βαρύ φορτίο στα άτομα. Με άλλα λόγια, μόλις οι άνθρωποι αρχίσουν να αντιγράφουν τους αλτρουιστές, τα γονίδια δεν θα είναι απαραίτητα σε θέση να τους σταματήσουν.


16 Μαρ 2012

Παγκόσμια Συνείδηση


Το θέμα των λεγόμενων παραψυχικών φαινομένων υφίσταται από την αρχαιότητα. Η διαχρονικότητα αυτού του θέματος δείχνει ότι «κάτι φαίνεται να συμβαίνει,» παρότι ακόμα και σήμερα δεν είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε. Η τηλεπάθεια, η τηλεκίνηση, η ψυχομετρία, η διόραση, αποτελούν το σύνολο μιας «έκτης αίσθησης» τη σημασία και φύση της οποίας ο άνθρωπος για κάποιον λόγο αδυνατεί να καταλάβει. Έχουν άραγε όλα αυτά τα φαινόμενα να κάνουν με ένα λογικό παράδοξο ή μια ανθρώπινη παραίσθηση ή αυτή ακριβώς η παραίσθηση κρύβει από πίσω της έναν καινούργιο κόσμο τον οποίο μετά βίας μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε;

Η σύγχρονη επιστήμη ακόμα ερευνά αυτά τα φαινόμενα προσπαθώντας να κατανοήσει τη σημασία τους. Σχετικά πρόσφατα, μια πολύ καλά οργανωμένη προσπάθεια έχει δημιουργηθεί από μια ομάδα επιστημόνων σε μια παγκόσμια κλίμακα και μάλιστα με πολύ αξιόλογα αποτελέσματα. Ονομάζεται Global Consciousness Project και ξεκίνησε το 1998. Αυτή η ομάδα χρησιμοποιεί τις λεγόμενες RNGs (Random Number Generators), μηχανές δηλαδή οι οποίες παράγουν σειρές αριθμών με τρόπο τυχαίο. Ύστερα, αυτή η τυχαία ακολουθία αριθμών συγκρίνεται με μια άλλη η οποία παράγεται καθώς υποκείμενα προσπαθούν να επηρεάσουν τη μηχανή. Σε μια ευρύτερη κλίμακα οι θεωρητικά παραγόμενες τυχαίες σειρές αριθμών συγκρίνονται με τις σειρές που παράγονται από τις μηχανές σε συγκεκριμένες περιόδους όπου λαμβάνουν χώρα κοινωνικά γεγονότα ιδιαίτερης σημασίας.

Σε ένα κείμενο που αυτή η ομάδα δημοσίευσε με τίτλο «CORRELATIONS OF CONTINUOUS RANDOM DATA,» αναφέρεται το εξής:

«Η αλληλεπίδραση της συνείδησης με τα φυσικά συστήματα συζητείται συχνότερα με θεωρητικούς όρους, συνήθως σε σχέση με τις επιστημολογικές και οντολογικές προκλήσεις της κβαντικής θεωρίας. Λιγότερο γνωστή είναι μια αναπτυσσόμενη φιλολογία που αναφέρει πειράματα τα οποία εξετάζουν την αλληλεπίδραση μυαλού- ύλης εμπειρικά. Εδώ, παρουσιάζουμε τα στοιχεία από ένα παγκόσμιο δίκτυο φυσικών συσκευών που παράγουν τυχαίους αριθμούς (Random Number Generators), και τα οποία στοιχεία εμφανίζουν μια απροσδόκητη δομή που συνδέεται φαινομενικά με σημαντικά παγκόσμια γεγονότα. Τυχαία δείγματα από το συνεχόμενο τετραετές αρχείο μας δεδομένων ικανοποιούν τα αυστηρά κριτήρια για την τυχαιότητα, αλλά τα προκαθορισμένα δείγματα που αντιστοιχούν σε γεγονότα ευρείας τοπικής ή παγκόσμιας σπουδαιότητας παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις των παραμέτρων κατανομής από το αναμενόμενο. Αυτές οι αποκλίσεις συσχετίζονται επίσης με έναν ποσοτικό δείκτη της έντασης των καθημερινών ειδήσεων. Οι αναλύσεις των στοιχείων που καταγράφηκαν την 11η Σεπτεμβρίου 2001, παρουσιάζουν αποκλίσεις από την τυχαία σειρά σε διάφορες περιπτώσεις. Αυτού του είδους οι αναλύσεις δείχνουν ότι δεν μπορούν να αποδοθούν σε προσδιορισμένες φυσικές αλληλεπιδράσεις και θα μπορούσαν ίσως να αποδοθούν σε κάποια μη γνωστή αλληλεπίδραση που συνδέεται με την ανθρώπινη συνείδηση

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συσχέτιση τυχαία παραγόμενων αριθμών με τις αριθμητικές ακολουθίες οι οποίες παράχθηκαν από τις μηχανές την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 όταν έλαβε χώρα η επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου. Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι οι σειρές που παράχθηκαν από τις μηχανές απέκλιναν σημαντικά από μια τυχαία ακολουθία. Ακόμα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι αυτή η απόκλιση ξεκίνησε αρκετά πριν συμβεί η επίθεση! Πρόκειται προφανώς για ένα συμπέρασμα εξαιρετικά εκπληκτικό, καθώς, αν η επεξεργασία των δεδομένων και η θεωρητική πρόβλεψη περί τυχαιότητας είναι σωστές, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο άνθρωπος σε ένα ατομικό ή συλλογικό επίπεδο μπορεί με τη συνείδησή του να επηρεάσει φυσικά συστήματα, όπως είναι οι συγκεκριμένες μηχανές, και ότι οι ανθρώπινες σκέψεις παράγουν μια άγνωστης προφανώς μορφή δύναμης η οποία όχι μόνο επηρεάζει άλλες συνειδήσεις ή αντικείμενα αλλά επιπλέον το ίδιο το χώρο και χρόνο.

Τι προαναφερθέν κείμενο αναφέρει:

«… τα αποτελέσματα της 11ης Σεπτεμβρίου υπονοούν ότι υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ της έντασης ή του αντίκτυπου ενός γεγονότος και του μεγέθους των αποκλίσεων που υπάρχουν στα στοιχεία. Το γεγονός της 11ης Σεπτεμβρίου είναι αναμφισβήτητα το πιο ακραίο στη βάση δεδομένων από άποψη του κοινωνικού, ψυχολογικού, συναισθηματικού, και παγκόσμιου αντίκτυπού του. Όπως η ανάλυση έχει δείξει, αυτό το γεγονός παρουσιάζει επίσης τις μεγαλύτερες και συνεπέστερες αποκλίσεις στη βάση δεδομένων για τα στατιστικά μέτρα που έχουμε ερευνήσει… Η ανάλυση της 11ης Σεπτεμβρίου επίσης προτείνει ότι η επιρροή που ανιχνεύεται στις επίσημες αναπαραγωγές κατανέμεται σε όλη τη βάση δεδομένων και δεν περιορίζεται στις περιόδους πρόβλεψης. Η στατιστική σημασία αυτών των διακυμάνσεων βρίσκεται κατά προσέγγιση σε ένα εύρος τριών κανονικών αποκλίσεων. Έτσι, όντας απομονωμένες, καμιά από τις αναλύσεις χωριστά δεν θα ήταν επαρκής για να συναχθεί το συμπέρασμα για έναν αιτιώδη ή άλλο άμεσο συσχετισμό μεταξύ των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου και των μετρηθέντων αποκλίσεων. Λαμβάνοντας υπόψη το επίσημο αποτέλεσμα, ωστόσο, αυτές οι αναλύσεις προτείνουν ότι ανεξάρτητα μέτρα που εκτείνονται σε όλη τη βάση δεδομένων και είναι σύμφωνα με την πειραματική υπόθεση μπορούν να αποκαλύψουν άλλους συσχετισμούς με τα στατιστικά μέτρα μας. Αυτή η πρόταση υποστηρίζεται από την ανάλυση δεικτών ειδήσεων κατά την οποία οι αποκλίσεις στα δεδομένα των RNGs συσχετίζονται με ένα αντικειμενικό μέτρο της έντασης των ειδήσεων. Είναι πιθανό ότι πιο εξελιγμένες μετρικές με βελτιωμένη στατιστική ισχύ θα μπορούσαν να παράσχουν την ανεξάρτητη επαλήθευση των αποτελεσμάτων που παρήχθησαν από το παρόν πείραμα καθώς επίσης και την ικανότητα να διερευνηθούν δευτερεύοντες συσχετισμοί στα στοιχεία.»

Η σχέση ανάμεσα στη συνείδηση και στον κόσμο, όσο εξωτικό κι αν ακούγεται, είναι ένα θέμα το οποίο εξετάζει σοβαρά η σύγχρονη κβαντική θεωρία. Το φαινόμενο της κβαντικής σύζευξης αναφέρεται όχι μόνο σε ενός μυστήριου είδους αλληλεπίδραση μεταξύ φυσικών μικροσκοπικών συστημάτων αλλά επίσης και μεταξύ του ανθρώπινου παρατηρητή με τα φυσικά συστήματα καθώς και με την όλη πειραματική διάταξη που χρησιμοποιεί προκειμένου να μελετήσει αυτά τα φυσικά συστήματα. Αυτό βεβαίως που μένει να απαντηθεί είναι όχι μόνο τι είδους μπορεί να είναι αυτή η δύναμη της ανθρώπινης συνείδησης, πώς παράγεται και πώς επηρεάζει τα φυσικά συστήματα αλλά επιπλέον τι εννοούμε όταν λέμε «συνείδηση» και πώς την ξεχωρίζουμε από τον υπόλοιπο κόσμο. Γιατί εκτός του ότι τα μαθηματικά που χρησιμοποιούμε για να καθορίσουμε αν ένα φαινόμενο είναι τυχαίο ή όχι μπορεί να είναι ελλειπή, αλλά οι ίδιες οι έννοιες που έχουμε σχετικά με την τυχαιότητα ή τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση μπορεί να βρίσκονται σε λάθος δρόμο.




5 Μαρ 2012

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΚΗΣ ΟΜΟΙΟΓΕΝΕΙΑΣ (Πώς τα παραδείγματα επηρεάζουν την επιστήμη)

Στα μαθηματικά, η ομοιογένεια είναι μια απλή σχέση η οποία εξασφαλίζει τη γραμμικότητα. Για τη φυσική και την κοσμολογία, η ομοιογένεια σχετίζεται με θεμελιώδεις μετασχηματισμούς συμμετρίας, την κοσμολογική αρχή, και υποστηρίζει την ίδια την προέλευση του σύμπαντος. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η ύλη μέσα στο σύμπαν κατανέμεται με τη μορφή γαλαξιών και ομάδων γαλαξιών, ενώ ανάμεσά τους υπάρχουν τεράστια κενά διαστήματα. Ίσως η θεώρηση της σκοτεινής ύλης να καλύψει αυτά τα «κενά» προς όφελος της κοσμολογικής ομοιογένειας, αλλά προς το παρόν υπάρχει ένα σύνολο συσσωρευμένων παρατηρήσεων που υποδεικνύουν ότι η ανομοιογένεια είναι αυτή που επικρατεί και η οποία διατηρείται και στις μεγαλύτερες κλίμακες.

Η σύγχρονη κοσμολογία τοποθετείται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα όταν οι εξισώσεις πεδίου της γενικής σχετικότητας του Einstein εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά στο ορατό σύμπαν συνολικά. Οι σοβαρές δυσκολίες στην επίλυση αυτών των οδήγησαν τους θεωρητικούς να εισάγουν διάφορες υποθέσεις απλοποίησης όπως το αξίωμα της κοσμολογικής ομοιογένειας προκειμένου να κατασταθούν τα αντίστοιχα μαθηματικά πιο εύχρηστα. Στη συνέχεια, η εργασία του Edwin Hubble και των συνεργατών του έδειξαν μια κατά προσέγγιση γραμμική σχέση ανάμεσα στις γωνιακές ταχύτητες και τις αποστάσεις των γαλαξιών, και η αστροφυσική κοινότητα βαθμιαία πείσθηκε ότι το ορατό μέρος του σύμπαντος εμφανιζόταν να υπόκειται σε μια αρκετά ομοιόμορφη επέκταση.

Βαθμιαία το κοσμολογικό μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης πήρε μορφή και άρχισε να κυριαρχεί. Αυτό το παράδειγμα θεωρεί ότι πριν περίπου 11-15 δισεκατομμύρια χρόνια όλος ο χώρος, ο χρόνος και η ύλη βρίσκονταν πακεταρισμένα μέσα σε μια μυστήρια οντότητα που ονομάζεται μοναδικότητα ή ιδιομορφία. Για άγνωστους λόγους το ορατό σύμπαν θεωρήθηκε ότι είχε αρχίσει να επεκτείνεται από αυτήν την αρχική κατάσταση απόλυτης κατάρρευσης. Μόλις η θερμοκρασία της ψυχόμενης ύλης έγινε αρκετά χαμηλή, δομές όπως τα άτομα, τα αστέρια και οι γαλαξίες μπορούσαν να «συμπυκνωθούν» βαρυτικά. Στο μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης είναι φυσικό να αναμένεται ότι η ομοιόμορφη επέκταση θα οδηγούσε στην ομοιογενή κατανομή της ακτινοβολίας υποβάθρου και των μακροσκοπικών δομών, έτσι ώστε η απλουστευτική υπόθεση της ομοιογένειας φάνηκε αρκετά ασφαλής.

Η πρώτη σοβαρή πρόκληση στην υπόθεση της κοσμολογικής ομοιογένειας ήρθε στο τελευταίο μισό της δεκαετίας του '20 όταν οι αστρονόμοι επιβεβαίωσαν ότι τα αστέρια δεν κατανέμονται ομοιογενώς, αλλά αντίθετα συγκεντρώνονται σε εκτεταμένα «αστρικά νησιά,» που τώρα ονομάζουμε γαλαξίες. Στη συνέχεια υποτέθηκε ότι πέρα από την κλίμακα των μεμονωμένων γαλαξιών, από περίπου 1 ως 5 Mpc (όπου 1 Megaparsec = 3.26 x 106 έτη φωτός), η μεγάλης κλίμακας κατανομή γαλαξιών γίνεται ομοιογενής. Εντούτοις πρόσφατα ανακαλύφθηκε από τους αστρονόμους ότι οι γαλαξίες συγκεντρώνονται ανομοιογενώς σε μικρές ομάδες μερικών ή πολλών δεκάδων γαλαξιών. Οι θεωρητικοί ακολούθησαν για ακόμη μια φορά το προηγούμενο μοντέλο: υπέθεσαν ότι οι μικρές συστάδες γαλαξιών θα κατανέμονταν ομοιογενώς σε κλίμακες από 20 έως 30 Mpc.

Καθώς τα τηλεσκόπια και η ανάλυση δεδομένων βελτιώθηκε, μερικοί παρατηρητές άρχισαν να βλέπουν μια ανομοιογενή συγκέντρωση πέρα από το προηγούμενο όριο των 30 Mpc, ίσως μέχρι τα 50 Mpc. Κατά συνέπεια, η συζήτηση για την ομοιογένεια εναντίον της ανομοιογένειας άρχισε να αναθερμαίνεται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '70. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι υπερασπιστές της κοσμολογικής ομοιογένειας έπειτα πρόβλεψαν ότι η ομοιομορφία μεγάλης κλίμακας θα βρισκόταν τελικά στα 60 έως 100 Mpc. Άλλη μια φορά, εντούτοις, η φύση θα τους απογοήτευε.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 τα παρατηρησιακά στοιχεία για την μη ομοιογένεια σε ακόμα μεγαλύτερες κλίμακες άρχισαν να απαιτούν την αναγνώριση και την εξήγησή τους. Ακόμα πιο εκπληκτική ήταν η παρατήρηση ότι οι γαλαξίες εμφανίζονταν να συγκεντρώνονται σε απέραντα «φύλλα» και «χορδές» περιβαλλόμενες από «κενά» σαν φυσαλίδες, όπου η πυκνότητα των γαλαξιών ήταν πολύ χαμηλή. Με τη βοήθεια ενός νέου τύπου έρευνας διαπιστώθηκε ότι οι γαλαξίες αρχικά στα 65 Mpc, και ύστερα στα 100 ως 200 Mpc, κινούνταν με έναν συντονισμένο τρόπο προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Στο μεταξύ οι παρατηρητές συνέχισαν να χαράζουν μια συνεχή αλυσίδα ακόμα μεγαλύτερων υπερ- ομάδων γαλαξιών (στα 200 Mpc, 300 Mpc, 360 Mpc, 400 Mpc,…). Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90, τα πρότυπα που καθιερώθηκαν στη δεκαετία του '80 συνέχισαν να υφίστανται: η ανομοιογένεια ανακαλύφθηκε σε ακόμα μεγαλύτερες κλίμακες και η υπόθεση της ομοιογένειας συνέχισε τη στρατηγική υποχώρησή της. Η πραγματικότητα των δομών και των κενών στο εύρος μεταξύ των 100 Mpc και 400 Mpc ελέγχθηκε. Η περιοδική συγκέντρωση ύλης σε κλίμακες πέρα των 100 Mpc υποστηρίχτηκε από επακόλουθες παρατηρήσεις.

Καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι απαντήσεις εκείνων που ήταν σταθερά υπέρ των ομοιογενών μοντέλων του σύμπαντος έχουν αρκετό ενδιαφέρον. Έχουν με βεβαιότητα δηλώσει σε βιβλία και σε επιστημονικά κείμενα ότι το σύμπαν πρέπει απλά να είναι ομοιογενές, αν όχι στα 60 Mpc ή στα 400 Mpc τότε σίγουρα σε μεγαλύτερες κλίμακες. Εδώ έχουμε μια κάπως ασυνήθιστη τρέχουσα κατάσταση με δύο ομάδες να περιγράφουν το ίδιο ορατό σύμπαν με δυο πολύ διαφορετικούς τρόπους. Η μια ομάδα θεωρεί σοβαρά ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας σχεδόν πλήρους κατανόησης του σύμπαντος και ότι έχουμε μπει στην εποχή της «κοσμολογίας ακρίβειας.» Η άλλη ομάδα ανησυχεί ότι μερικές από τις βασικές κοσμολογικές υποθέσεις που έχουμε ενστερνιστεί για δεκαετίες ίσως μας παραπλανούν, και ότι η κατανόησή μας για το σύμπαν μπορεί να είναι πραγματικά περιορισμένη και υποτυπώδης.

Ίσως στην πιο γνωστή πραγματεία του πάνω στην εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών, The Structure of Scientific Revolutions, ο T.S. Kuhn καταγράφει πώς οι επιστήμονες καταλαμβάνονται σε τόσο μεγάλο βαθμό από το επικρατούν παράδειγμα ώστε ο υγιής σκεπτικισμός σχετικά με τις ελλοχεύουσες υποθέσεις του τείνει να εξαφανιστεί. Αυτό που ξεκινάει ως δημιουργική υπόθεση μεταμορφώνεται σε «κοινή αντίληψη» και αυταπόδειχτη αλήθεια, που αμφισβητείται μόνο από τους «αμύητους» και «ξεροκέφαλους» αντιρρησίες. Συνήθως οι κριτικές υποθέσεις στηρίζονται σε αντιφατικά στοιχεία τα οποία, με όλες τις καλές προθέσεις, διαμορφώνονται με τέτοιον τρόπο ώστε να ανταποκριθούν στις θεωρητικές ανάγκες. Από την άλλη μεριά, τα αντιφατικά στοιχεία συχνά αγνοούνται ή υποβαθμίζονται.

Η συζήτηση πάνω στο μύθο της κοσμολογικής ομοιογένειας μπορεί να είναι ενδεικτική μιας διαδραματιζόμενης, αν και σε αργή κίνηση, επανάστασης στην κοσμολογία. Οι μεγάλες μάχες ανάμεσα στα παλιά και στα νέα παραδείγματα συνήθως δεν έχουν γρήγορη έκβαση, αλλά μοιάζουν περισσότερο με τη σύγκρουση δύο παγετώνων. Θα εκπληρωθεί άραγε το όνειρο των θεωρητικών της ομοιογένειας πριν η έρευνα φτάσει στα έπακρα του ορατού σύμπαντος, ή μήπως η 50ετής τάση ανακάλυψης της ανομοιογένειας σε ολοένα και μεγαλύτερες κλίμακες θα συνεχίσει ακατάβλητη; Ξέρουμε αλήθεια τα πάντα σχεδόν για ένα ομοιογενές σύμπαν, ή ψηλαφούμε ακόμα για μια βασική κατανόηση έναν fractal κόσμο;