10 Νοε 2023

Η ελευθερία της (μη) βούλησης


1.     Το ερώτημα που τίθεται έχει ως εξής:[1] «Μπορεί η ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης να αποδειχθεί από την αυτοσυνείδηση;» Η απάντηση που δίνω είναι «όχι,» αν η αυτοσυνείδηση προκύπτει αυθόρμητα από τη φύση.

2.     Δεύτερον, το δοκίμιο του Σοπενχάουερ μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω ότι η ελευθερία και η βούληση είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Στην πραγματικότητα, μπορεί να είναι δύο αντίθετα πράγματα: Η βούληση μπορεί να στερήσει την ελευθερία.

3.     Τι είναι βούληση; Θεωρούμε ότι είμαστε όντα τα οποία ελέγχουν και κατευθύνουν τις σκέψεις και τις πράξεις τους. Είναι όμως οι σκέψεις και οι πράξεις αυθόρμητες και ελεύθερες εκδηλώσεις βούλησης; Ή μήπως, ανά πάσα στιγμή, υποκινούνται και δρομολογούνται από βαθύτερες επιθυμίες, επιταγές, και ένστικτα;

4.     Η κινητήριος δύναμη που βρίσκεται πίσω από τις δράσεις ενός ζώου είναι το ένστικτο της επιβίωσης και της αναπαραγωγής. Όλη του η ζωή καθορίζεται από αυτό το ένστικτο, έτσι ώστε να μην του μένει καθόλου «ελεύθερος χρόνος» για να κάνει ή να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο.

5.     Θα έλεγε τώρα κάποιος ότι με τους ανθρώπους είναι διαφορετικά, επειδή εμείς μπορούμε να κυριαρχούμε στα ένστικτά μας, όπως, για παράδειγμα, όταν κάνουμε έρωτα για απόλαυση, και όχι αναγκαστικά για να έχουμε απογόνους.

6.     Είναι όμως αυτή η απόλαυση προϊόν της ελεύθερης βούλησής μας, ή μήπως είναι η ανάγκη της ικανοποίησης που μας κάνει να αναζητούμε τον έρωτα και οτιδήποτε άλλο μπορεί να μας προσφέρει απόλαυση;

7.     Επιπλέον, με τους ανθρώπους υπάρχουν οι κοινωνικές επιταγές, οι οποίες μπορεί να είναι ακόμη πιο αδυσώπητες. Για παράδειγμα, η κοινωνία θέτει κανόνες για το πώς πρέπει να ντυνόμαστε, να φερόμαστε, να βρούμε αξιοπρεπή δουλειά, να παντρευτούμε, να διακριθούμε, να υπερασπιστούμε την πατρίδα, κοκ.

8.     Είναι όμως όταν ντυνόμαστε πρόχειρα, όταν δεν παντρευόμαστε, όταν δεν κάνουμε αυτό που μας λένε ή αυτό που επιτάσσει η φύση, τότε απαλλασσόμαστε από τις απαιτήσεις των άλλων ή της φύσης. Είναι ακριβώς όταν αρνούμαστε τις επιταγές της κοινωνίας ή τις επιθυμίες και τα ένστικτα της ίδιας μας της φύσης όταν νιώθουμε πραγματικά ελεύθεροι.

9.     Τώρα βέβαια κάποιος μπορεί να πει ότι η ικανότητα που έχουμε της επιλογής είναι απόδειξη της ελεύθερης βούλησης. Ότι δηλαδή χρησιμοποιούμε τη βούληση (κάτι το καταναγκαστικό) για να πετύχουμε κάτι που μας αρέσει προσωπικά (κάτι το ελεύθερο). Είναι όμως αυτό που κάθε φορά επιλέγουμε άνευ λόγου και αιτίας, ή πάλι διακατέχεται από κάποια βαθύτερη επιθυμία και αναγκαιότητα;

10.  Βλέπουμε λοιπόν ότι σε κάθε περίπτωση η βούληση είναι κάτι που στερείται ελευθερίας, επειδή πάντοτε παρακινείται από κάποια, προσωπική ή κοινωνική, φυσική ή ηθική, παρόρμηση. Από τη φύση της δηλαδή η βούληση είναι το αποτέλεσμα βαθύτερων, αρχέτυπων παρορμήσεων. Ακόμα και όταν παίρνουμε μια απόφαση και επιλέγουμε κάτι έναντι κάτι άλλου, η τελική μας απόφαση εξυπηρετεί κάποια βαθύτερη αναγκαιότητα.

11.  Ουσιαστικά δηλαδή είναι όταν δεν θέλουμε απολύτως τίποτα όταν είμαστε πραγματικά ελεύθεροι- αυτό που στο Βουδισμό περιγράφεται ως κατάσταση νιρβάνα. Επομένως η σωστή έκφραση θα έπρεπε να είναι όχι ελευθερία της βούλησης, αλλά ελευθερία τη μη βούλησης.

12.  Τι άλλο μένει να πούμε; Πώς θα καταφέρουμε να απαλλαγούμε από όλα τα προσωπικά και κοινωνικά δεσμά για να φτάσουμε στην απόλυτη ελευθερία; Αλλά είναι η κατάσταση της μη βούλησης κατάσταση ύπαρξης, ή μη ύπαρξης; Μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς να μην έχουμε τίποτε ανάγκη, χωρίς να εξαρτιόμαστε από τίποτε;

13.  Αν πάρουμε μια πέτρα και την πετάξουμε στο διάστημα, η πέτρα θα συνεχίσει να κινείται για πάντα, δίχως προορισμό, μην έχοντας πού να πέσει. Είναι η βαρύτητα που δίνει κατεύθυνση και προορισμό στην πέτρα. Είναι η συνοχή των ατόμων της πέτρας που τις δίνει μάζα.

14.  Με τον ίδιο τρόπο, είναι η έμφυτες παρορμήσεις που δίνουν στον άνθρωπο σκοπό και νόημα. Η βούληση είναι η έκφραση ή δύναμη αυτών των παρορμήσεων. Έχοντας βούληση γινόμαστε θελκτικοί και εύρωστοι. Χωρίς βούληση γινόμαστε δειλοί και ανέραστοι. Ακόμα και όταν λέμε ότι δεν θέλουμε, αυτό είναι μια πράξη βούλησης.

15.  Και όπως διαφαίνεται από αυτήν τη σύντομη συζήτηση, πρέπει πραγματικά να το θέλουμε για να είμαστε ελεύθεροι. Επομένως, δεν είναι τόσο η ελευθερία της βούλησης, όσο η βούληση της ελευθερίας αυτό που τελικά μας διακρίνει. Μπορεί δηλαδή η βούληση να είναι εκ φύσεως ανελεύθερη, αλλά είναι η ίδια η βούληση που μας οδηγεί στην ελευθερία. Τότε πια μπορούμε να πούμε, «Ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω.»


[1] Το ερώτημα αυτό τέθηκε από τη Βασιλική Νορβηγική Εταιρεία Επιστημών το 1839, σε απάντηση του οποίου ο Άρθουρ Σοπενχάουερ έγραψε το δοκίμιό του Σχετικά με την ελευθερία της βούλησης, το οποίο με τη σειρά του έδωσε σε μένα την έμπνευση για να γράψω το δικό μου ποίημα.

 

6/11/2023

4 Νοε 2023

Σχετικά με την ελευθερία της βούλησης

 

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ

 

 

Του απονεμήθηκε το βραβείο από τη Βασιλική Νορβηγική Εταιρεία Επιστημών στο Τρόντεϊμ στις 26 Ιανουαρίου 1893.

 

 

Το ερώτημα που έθεσε η Βασιλική Εταιρεία έχει ως εξής:[1]

 

"Num liberum hominum arbitrium e sui ipsius conscientia demonstrari potest?"

 

«Μπορεί η ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης να αποδειχθεί από την αυτοσυνείδηση;»

 

Ορισμοί

 

Με ένα τόσο σημαντικό, σοβαρό και δύσκολο ζήτημα- που είναι ουσιαστικά ταυτόσημο με ένα από τα κύρια προβλήματα όλης της μεσαιωνικής και σύγχρονης φιλοσοφίας- η μεγάλη ακρίβεια, και, ως εκ τούτου, η ανάλυση των κύριων εννοιών που εμπίπτουν σε αυτό, σίγουρα δεν είναι εκτός τόπου.

 

Τι σημαίνει ελευθερία;

 

Με μια προσεκτική ματιά, αυτή η έννοια είναι αρνητική. Με αυτήν την έννοια καταλαβαίνουμε απλά την απουσία όλων των εμποδίων. Ωστόσο, τα εμπόδια, ως κάτι που εκδηλώνει δύναμη, πρέπει να είναι κάτι θετικό. Σύμφωνα με την πιθανή φύση αυτού που εμποδίζει κάτι, η έννοια της ελευθερίας έχει τρεις πολύ διαφορετικές υποδιαιρέσεις, δηλαδή τη σωματική, τη διανοητική, και την ηθική ελευθερία.

 

Φυσική ελευθερία είναι η απουσία υλικών εμποδίων κάθε είδους. Έτσι μιλάμε για ελεύθερο ουρανό, ελεύθερη θέα, ελεύθερο αέρα, ελεύθερο πεδίο, ελεύθερο χώρο, ελεύθερη ενέργεια (που δεν δεσμεύεται χημικά), ελεύθερη πορεία ενός ρέματος, όπου δεν ελέγχεται πλέον από βουνά ή φράγματα, και ούτω καθεξής. Ακόμη και το ελεύθερο δωμάτιο, η ελεύθερη διατροφή, ο ελεύθερος τύπος, η ελεύθερη ταχυδρομία (χωρίς τέλη) δείχνουν την απουσία επαχθών όρων που, ως εμπόδια στην ευχαρίστηση, συνήθως συνδέονται με τέτοια πράγματα.

 

Αλλά στη σκέψη μας, η έννοια της ελευθερίας βασίζεται συχνότερα στα ζώα. Το χαρακτηριστικό των ζώων είναι ότι οι κινήσεις τους ξεκινούν από τη θέλησή τους, είναι εθελοντικές, και κατά συνέπεια ονομάζονται ελεύθερες όταν κανένα υλικό εμπόδιο δεν τις καθιστά αδύνατες. Τώρα, αφού αυτά τα εμπόδια μπορεί να είναι πολύ διαφορετικού είδους, αλλά αυτό που εμποδίζουν είναι πάντα η θέληση, είναι προτιμότερο για λόγους απλότητας να πάρουμε την έννοια από τη θετική πλευρά, και να σκεφτούμε όλα όσα κινούνται ή ενεργούν μόνο με τη θέλησή τους.

 

Αυτός ο μετασχηματισμός της έννοιας ουσιαστικά δεν αλλάζει τίποτα. Κατά συνέπεια, με αυτή τη φυσική έννοια της ελευθερίας, τα ζώα και τα ανθρώπινα όντα ονομάζονται ελεύθερα όταν ούτε αλυσίδες, ούτε κελιά, ούτε η παράλυση, και γενικά κανένα φυσικό, υλικό εμπόδιο δεν εμποδίζει τις ενέργειές τους, αλλά αυτές συμβαίνουν σύμφωνα με τη θέλησή τους.

 

Αυτή η φυσική έννοια της ελευθερίας, και ειδικά ως χαρακτηριστικό των ζώων, είναι η αρχική, άμεση και επομένως η πιο συχνή. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, το νόημα της ελευθερίας δεν υπόκειται σε καμία αμφιβολία ή διαμάχη, αλλά η πραγματικότητά της μπορεί πάντα να επαληθευτεί από την εμπειρία. Γιατί από τη στιγμή που ένα ζώο ενεργεί μόνο από τη θέλησή του, είναι με αυτή την έννοια ελεύθερο. Και δεν λαμβάνεται υπόψη εδώ τι μπορεί να επηρέασε την ίδια τη θέλησή του. Γιατί με αυτό το πρωτότυπο, άμεσο, και επομένως δημοφιλές νόημά της, η ελευθερία αναφέρεται μόνο σε μια ικανότητα, δηλαδή ακριβώς στην απουσία φυσικών εμποδίων στις ενέργειες του ζώου.

 

Έτσι λέμε ότι τα πουλιά του ουρανού, τα ζώα του δάσους, είναι ελεύθερα. Τα ανθρώπινα όντα είναι ελεύθερα από τη φύση τους. Όσοι είναι ελεύθεροι, είναι ευτυχισμένοι. Ένας άνθρωπος ονομάζεται επίσης ελεύθερος, και με αυτό καταλαβαίνουμε ότι διέπεται από νόμους τους οποίους ο ίδιος έχει θεσπίσει. Γιατί τότε σε κάθε περίπτωση υπακούει μόνο στο δικό του θέλημα. Κατά συνέπεια, η πολιτική ελευθερία πρέπει να κατατάσσεται στη φυσική ελευθερία.

 

Αλλά μόλις αφήσουμε αυτή τη φυσική ελευθερία, και εξετάσουμε τα άλλα δύο είδη, δεν ασχολούμαστε πλέον με την κοινή, αλλά με τη φιλοσοφική έννοια της ελευθερίας, η οποία, όπως είναι γνωστό, ανοίγει το δρόμο σε πολλές δυσκολίες. Διαιρείται σε δύο εντελώς διαφορετικά είδη, δηλαδή στην πνευματική και στην ηθική ελευθερία.

 

Η πνευματική ελευθερία, τὸ ἑκούσιον καὶ ἀκούσιον κατὰ διάνοιαν[2] στον Αριστοτέλη, λαμβάνεται υπόψη εδώ απλώς και μόνο για τον σκοπό της ολοκλήρωσης της ταξινόμησης. Προτείνω λοιπόν να αναβληθεί η συζήτησή της μέχρι το τέλος αυτού του δοκιμίου, γιατί μέχρι τότε οι έννοιες που θα χρησιμοποιηθούν σε αυτό θα έχουν ήδη βρει την εξήγησή τους σε ό, τι έχει προηγηθεί, έτσι ώστε η πνευματική ελευθερία να μπορεί να εξεταστεί εν συντομία τότε. Αλλά στην ταξινόμηση έπρεπε να βρεθεί δίπλα στη φυσική ελευθερία, δεδομένου ότι είναι πιο στενά συνδεδεμένη με την τελευταία.

 

Στρέφομαι λοιπόν αμέσως στο τρίτο είδος, στην ηθική ελευθερία, η οποία είναι πραγματικά το liberum arbitrium,[3] όπως αναφέρεται στο αρχικό ερώτημα της Βασιλικής Εταιρείας. Αυτή η έννοια συνδέεται με εκείνη της φυσικής ελευθερίας, με τρόπο που μας επιτρέπει επίσης να δούμε την αναγκαστικά πολύ μεταγενέστερη προέλευσή της. Όπως έχω πει, η φυσική ελευθερία αναφέρεται μόνο στα υλικά εμπόδια, και υπάρχει άμεσα με την απουσία των τελευταίων. Αλλά σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται ότι, χωρίς να εμποδίζεται από υλικά εμπόδια, ένας άνθρωπος εμποδίζεται να ενεργήσει, όπως διαφορετικά θα έκανε σίγουρα, σύμφωνα με τη θέλησή του, από απλά κίνητρα, όπως απειλές, υποσχέσεις, κίνδυνοι, κ.λπ. Επομένως, τίθεται το ερώτημα αν ένας τέτοιος άνθρωπος παραμένει ελεύθερος, ή αν, όπως ένα φυσικό εμπόδιο, ένα ισχυρό αντίθετο κίνητρο μπορεί να αποτρέψει και να καταστήσει αδύνατη μια ενέργεια σύμφωνα με τη βούλησή του.

 

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν θα μπορούσε να είναι δύσκολη για την ορθή κοινή λογική, δηλαδή ότι ένα κίνητρο δεν θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει ως φυσικό εμπόδιο, δεδομένου ότι το τελευταίο μπορεί εύκολα να υπερβεί εντελώς τις φυσικές δυνάμεις ενός ανθρώπου, ενώ ένα κίνητρο δεν μπορεί ποτέ να είναι ακαταμάχητο από μόνο του ή να έχει απόλυτη εξουσία, αλλά μπορεί πάντα να ξεπεραστεί από ένα ισχυρότερο αντίθετο κίνητρο. Διότι συχνά βλέπουμε ότι ακόμη και αυτό που είναι συνήθως το ισχυρότερο από όλα τα κίνητρα, η διατήρηση της ζωής, ξεπερνιέται από άλλα, π.χ. στην αυτοκτονία, στην αυτοθυσία προς όφελος άλλων, ή για απόψεις και συμφέροντα πολλών ειδών· και αντιστρόφως, ότι κάποιες φορές ακόμα και τα πιο ακραία βασανιστήρια έχουν ξεπεραστεί προς όφελος της επιβίωσης.

 

Αλλά αν και είναι φανερό από αυτό ότι τα κίνητρα δεν παράγουν κάποιον αντικειμενικό και απόλυτο καταναγκασμό, ένας υποκειμενικός και σχετικός καταναγκασμός θα μπορούσε να υπάρξει για το εμπλεκόμενο άτομο. Ως εκ τούτου, παραμένει το ερώτημα: Είναι η ίδια η βούληση ελεύθερη;- Εδώ, λοιπόν, το πρόβλημα της ελευθερίας, την οποία μέχρι τώρα κάποιος θα μπορούσε να  σκεφτεί μόνο σε σχέση με την ικανότητα δράσης, τίθεται σε σχέση με τη βούληση. Αλλά μετά από περαιτέρω εξέταση, η αρχική, καθαρά εμπειρική, και ως εκ τούτου δημοφιλής, έννοια της ελευθερίας αποδεικνύεται ανίκανη να αντιπαρατεθεί σε αυτή τη σύνδεση με τη βούληση. Διότι σύμφωνα με αυτή την έννοια, το να είναι κάποιος «ελεύθερος» σημαίνει «σύμφωνα με τη δική του βούληση.»

 

Τώρα, αν ρωτήσουμε αν η ίδια η βούληση είναι ελεύθερη, ρωτάμε αν είναι σύμφωνη με τον εαυτό της· και αυτό φυσικά είναι αυτονόητο, αλλά δεν μας λέει τίποτα. Ως αποτέλεσμα της εμπειρικής έννοιας της ελευθερίας, λέμε: «Είμαι ελεύθερος αν μπορώ να κάνω ό, τι θέλω,» και η ελευθερία έχει ήδη αποφασιστεί από αυτό το «ό, τι θέλω.» Αλλά τώρα, αφού ρωτάμε για την ίδια την ελευθερία της βούλησης, αυτή η ερώτηση θα πρέπει να εκφραστεί ως εξής: «Μπορούμε επίσης να θέλουμε αυτό που θέλουμε;» Αυτός ο συλλογισμός είναι αναδρομικός, καθώς φαίνεται σαν αυτός που θέλει κάτι να εξαρτάται από μια βούληση που πάντα προηγείται, και έτσι μάταια προσπαθούμε να φτάσουμε τελικά σε μια βούληση που δεν εξαρτιόταν αρχικά από τίποτα.

 

Ωστόσο, αν θέλαμε να υποθέσουμε μια τέτοια βούληση, θα μπορούσαμε κάλλιστα να επιλέξουμε οποιαδήποτε βούληση στην αλληλουχία. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο το ερώτημα θα περιοριζόταν απλά στο εξής: «Μπορούμε να έχουμε βούληση;» Αλλά το αν η απλή καταφατική απάντηση αποφασίζει την ελευθερία της βούλησης, είναι αυτό που θέλαμε να μάθουμε, και μένει αναπάντητο.

 

Η αρχική, εμπειρική έννοια της ελευθερίας, μια έννοια που προέρχεται από την πράξη, αρνείται έτσι να έρθει σε άμεση σύνδεση με την έννοια της βούλησης. Επομένως, για να μπορέσει κανείς να εφαρμόσει στη βούληση την έννοια της ελευθερίας, πρέπει να την τροποποιήσει κατανοώντας την με έναν πιο αφηρημένο τρόπο. Αυτό επιτυγχάνεται συλλαμβάνοντας μέσω της έννοιας της ελευθερίας την απουσία κάθε αναγκαιότητας γενικά. Εδώ η έννοια διατηρεί τον αρνητικό χαρακτήρα που της έχω αποδώσει από την αρχή. Κατά συνέπεια, θα πρέπει πρώτα να εξεταστεί η έννοια της αναγκαιότητας, ως η θετική έννοια που καθορίζει το αρνητικό νόημα της ελευθερίας.

 

Ρωτάμε, λοιπόν, τι σημαίνει «αναγκαίο.» Η συνήθης εξήγηση, ότι «αναγκαίο είναι αυτό που είναι το αντίθετο από το αδύνατο, ή που δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά,» είναι απλώς μια λεκτική παράφραση της έννοιας, και δεν βοηθά τη διορατικότητά μας. Αλλά ως πραγματικό ορισμό δίνω τον εξής: «Αναγκαίο είναι αυτό που προκύπτει από μια δεδομένη σταθερή βάση.» Όπως κάθε σωστός ορισμός, έτσι και αυτή η πρόταση μπορεί να αντιστραφεί.

 

Τώρα, ανάλογα με το αν αυτή η επαρκής βάση είναι λογική, μαθηματική, ή φυσική (δηλαδή αιτιώδης), η αναγκαιότητα θα είναι επίσης λογική (όπως αυτή του συμπεράσματος όταν δίνονται οι υποθέσεις), μαθηματική (π.χ. η ισότητα των πλευρών του τριγώνου εάν οι γωνίες είναι ίσες), ή φυσική και πραγματική (όπως η εμφάνιση του αποτελέσματος μόλις υπάρξει η αιτία). Σε κάθε περίπτωση, η αναγκαιότητα προκύπτει αναπόφευκτα αν έχει δοθεί ο επαρκής λόγος. Μόνο στο βαθμό που αντιλαμβανόμαστε κάτι ως συνέπεια επαρκούς λόγου, το αναγνωρίζουμε ως αναγκαίο. Και αντιστρόφως, μόλις αναγνωρίσουμε κάτι ως συνέπεια ενός επαρκούς λόγου, βλέπουμε ότι είναι απαραίτητο· γιατί όλοι οι λόγοι είναι επιτακτικοί. Αυτός ο πραγματικός ορισμός είναι τόσο επαρκής και εξαντλητικός, ώστε η αναγκαιότητα είναι η συνέπεια ενός δεδομένου επαρκούς λόγου, και αντιστρόφως.[4] Επομένως, η έλλειψη αναγκαιότητας είναι ταυτόσημη με την έλλειψη καθοριστικού επαρκούς λόγου.

 

Τώρα, το ενδεχόμενο γίνεται αντιληπτό ως το αντίθετο του αναγκαίου. Αλλά το ένα δεν έρχεται σε αντίθεση με το άλλο, επειδή οτιδήποτε το ενδεχόμενο είναι μόνο σχετικά έτσι, καθώς επίσης και επειδή στον πραγματικό κόσμο, όπου βρίσκεται μόνο το ενδεχόμενο, κάθε γεγονός είναι απαραίτητο σε σχέση με την αιτία του. Αλλά σε σχέση με οτιδήποτε άλλο με το οποίο συμπίπτει στο χρόνο και το χώρο, το γεγονός είναι ενδεχόμενο.

 

Όμως καθώς η απουσία αναγκαιότητας είναι χαρακτηριστικό αυτού που είναι ελεύθερο, το ενδεχόμενο δεν θα πρέπει να εξαρτάται από καμία αιτία και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να οριστεί ως το απολύτως ενδεχόμενο. Πρόκειται για μια εξαιρετικά προβληματική έννοια, η οποία, παρεμπιπτόντως, συμπίπτει κατά περίεργο τρόπο με την έννοια της ελευθερίας. Σε κάθε περίπτωση, ελεύθερο παραμένει αυτό που δεν είναι σε καμία σχέση απαραίτητο, που σημαίνει ότι δεν εξαρτάται από κανένα λόγο.

 

Η έννοια της ελευθερίας, αν εφαρμοστεί στη βούληση ενός ανθρώπου, σημαίνει ότι στις εκδηλώσεις πράξεων βούλησης ο άνθρωπος δεν θα καθορίζεται από αιτίες ή επαρκείς λόγους, διότι διαφορετικά οι πράξεις του δεν θα ήταν ελεύθερες αλλά αναγκαίες, αφού η συνέπεια ενός δεδομένου λόγου (ανεξάρτητα από τη φύση αυτού του λόγου) είναι πάντα αναγκαία. Σε αυτό στηρίζεται ο ορισμός του Καντ, σύμφωνα με τον οποίο ελευθερία είναι η δύναμη που μπορεί να ξεκινήσει από μόνη της μια σειρά αλλαγών.[5] Διότι το «από μόνη της» ουσιαστικά σημαίνει «χωρίς προηγούμενη αιτία,» το οποίο, ωστόσο, είναι ταυτόσημο με το «χωρίς αναγκαιότητα.» Έτσι, μολονότι ο ορισμός αυτός δίνει στην έννοια της ελευθερίας την εντύπωση ότι είναι θετική, κατόπιν προσεκτικότερης εξέτασης ο αρνητικός χαρακτήρας της είναι και πάλι εμφανής.

 

Επομένως, ελεύθερη βούληση είναι αυτή που δεν καθορίζεται από αιτίες ή λόγους· Και δεδομένου ότι οτιδήποτε καθορίζει κάτι άλλο πρέπει να έχει κάποιο λόγο ή αιτία, ελεύθερη βούληση είναι αυτή που δεν καθορίζεται από τίποτα απολύτως. Επομένως, οι συγκεκριμένες εκδηλώσεις μιας τέτοιας βούλησης (πράξεις βούλησης) πρέπει να προκύπτουν από τον εαυτό της, χωρίς να υπάρχουν απαραίτητα προηγούμενες συνθήκες, και χωρίς να καθορίζονται από κάποιον κανόνα.

 

Στην περίπτωση μιας τέτοιας έννοιας, η καθαρή σκέψη καταργείται, επειδή η αρχή του επαρκούς λόγου[6] σε όλες τις εκφάνσεις της είναι η ουσιαστική μορφή ολόκληρης της γνωστικής μας ικανότητας, αλλά εδώ υποτίθεται ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ωστόσο, δεν μας μένει ούτε ένας τεχνικός όρος για αυτήν την έννοια· είναι liberum arbitrium indifferentiae.[7] Επιπλέον, αυτή είναι η μόνη σαφώς καθορισμένη, σταθερή, και παγιωμένη έννοια αυτού που ονομάζεται ελευθερία της βούλησης.

 

Επομένως, δεν μπορεί κανείς να απομακρυνθεί από αυτήν την έννοια χωρίς να υποπέσει σε ασαφείς και θολές εξηγήσεις, πίσω από τις οποίες κρύβεται μια διστακτική ανεπάρκεια, όπως όταν κάποιος μιλά για λόγους που δεν επιφέρουν απαραίτητα τις συνέπειές τους. Κάθε συνέπεια ενός λόγου είναι απαραίτητη, και κάθε αναγκαιότητα είναι συνέπεια ενός λόγου. Με την υπόθεση ενός τέτοιου liberum arbitrium indifferentiae, η άμεση συνέπεια που χαρακτηρίζει αυτή την έννοια καθαυτή, και επομένως πρέπει να δηλωθεί ως σήμα κατατεθέν της, είναι ότι για έναν άνθρωπο προικισμένο με αυτήν, υπό δεδομένες εξωτερικές συνθήκες που καθορίζονται αρκετά ατομικά και διεξοδικά, δύο διαμετρικά αντίθετες ενέργειες είναι εξίσου δυνατές.

 

Τι σημαίνει αυτοσυνείδηση;

 

Απάντηση: Η συνείδηση του εαυτού μας, σε αντίθεση με τη συνείδηση άλλων πραγμάτων. Η τελευταία είναι η ιδιότητα της νόησης (γνωστική λειτουργία). Πριν οποιαδήποτε άλλα πράγματα συμβούν για αυτήν, η ιδιότητα της νόησης περιέχει ορισμένες μορφές του τρόπου με τον οποίο αυτά τα πράγματα θα συμβούν, και συνεπώς τέτοιες μορφές είναι συνθήκες της δυνατότητας της αντικειμενικής ύπαρξής τους, δηλαδή, της ύπαρξής τους ως αντικείμενα για εμάς. Όπως είναι γνωστό, αυτές οι μορφές είναι ο χρόνος, ο χώρος, και η αιτιότητα.

 

Αν και αυτές οι μορφές νόησης βρίσκονται μέσα μας, αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο για να αποκτήσουμε συνείδηση των άλλων πραγμάτων ως τέτοια, και πάντα σε σχέση με τα ίδια τα πράγματα. Και έτσι, αν και αυτές οι μορφές νόησης βρίσκονται μέσα μας, δεν πρέπει να τις θεωρούμε ότι ανήκουν στην αυτοσυνείδηση, αλλά ότι μάλλον καθιστούν δυνατή τη συνείδηση άλλων πραγμάτων, δηλαδή την αντικειμενική γνώση.

 

Επιπλέον, δεν θα μπω στον πειρασμό από την ασάφεια της λέξης conscientia,[8] που χρησιμοποιείται στην ερώτηση της Βασιλικής Εταιρείας, να συμπεριλάβω στην αυτοσυνείδηση εκείνες τις ηθικές παρορμήσεις των ανθρώπων οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στην έννοια της συνείδησης, ή στην έννοια του πρακτικού λόγου με τις κατηγορηματικές επιταγές του όπως τις θέτει ο Καντ. Δεν θα παραπλανηθώ, επειδή τέτοιες παρορμήσεις εμφανίζονται μόνο ως συνέπεια της εμπειρίας και του στοχασμού, και επομένως της συνείδησης άλλων πραγμάτων. Και επίσης επειδή δεν έχει ακόμη χαραχθεί σαφώς και αδιαμφισβήτητα το όριο ανάμεσα σε αυτό που στις συγκεκριμένες παρορμήσεις είναι πρωτότυπο και ιδιόμορφο για την ανθρώπινη φύση, και εκείνο που προστίθεται μετέπειτα από την ηθική και θρησκευτική εκπαίδευση.

 

Επιπλέον, δύσκολα μπορεί να είναι πρόθεση της Βασιλικής Εταιρείας, συμπεριλαμβάνοντας τη συνείδηση στην αυτοσυνείδηση, να μεταφέρει το ζήτημα στη σφαίρα της ηθικής, επαναλαμβάνοντας έτσι την ηθική απόδειξη, ή μάλλον αξίωμα, της ελευθερίας σύμφωνα με τον Καντ, από κάποιον ηθικό νόμο που θεωρείται ότι υφίσταται εκ των προτέρων, με βάση την ισχύ του συμπεράσματος «μπορείς επειδή πρέπει.»[9]

 

Από όσα έχουν ειπωθεί, είναι σαφές ότι μακράν το μεγαλύτερο μέρος της συνείδησής μας δεν είναι η αυτοσυνείδηση, αλλά η συνείδηση άλλων πραγμάτων, ή η ιδιότητα της νόησης. Αυτή η τελευταία, με όλες τις δυνάμεις της, κατευθύνεται προς τα έξω, και είναι η σκηνή (στην πραγματικότητα η προϋπόθεση, αν πάμε πιο βαθιά στο θέμα) του πραγματικού εξωτερικού κόσμου. Αντιδρά με αυτόν τον κόσμο, συλλαμβάνοντάς τον πρώτα μέσω της διαίσθησης. Στη συνέχεια, συλλογίζεται, τρόπον τινά, τι έχει κερδηθεί με αυτόν τον τρόπο, και επεξεργάζεται το συμπέρασμα με έννοιες.

 

Η νόηση συνίσταται σε ατελείωτους συνδυασμούς εννοιών που πραγματοποιούνται με τη βοήθεια λέξεων. Έτσι, η αυτοσυνείδηση θα είναι αυτό που διατηρούμε αφού αφαιρέσουμε το μεγαλύτερο μέρος της συνείδησής μας. Από αυτό βλέπουμε ήδη ότι ο πλούτος της αυτοσυνείδησης δεν μπορεί να είναι πολύ μεγάλος. Και έτσι, αν πρέπει πραγματικά να υπάρχουν στην αυτοσυνείδηση τα δεδομένα που αναζητούνται για την απόδειξη της ελευθερίας της βούλησης, μπορούμε να ελπίζουμε ότι δεν θα μας διαφύγουν.

 

Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι μια εσωτερική αίσθηση[10] αποτελεί το όργανο της αυτοσυνείδησης. Αυτό, ωστόσο, πρέπει να κατανοηθεί μεταφορικά και όχι κυριολεκτικά, γιατί η αυτοσυνείδηση είναι άμεση. Όπως και να έχει, το επόμενο ερώτημά μας είναι τι περιέχει η αυτοσυνείδηση, ή πώς ένας άνθρωπος αποκτά αμέσως συνείδηση του εαυτού του. Απάντηση: Απόλυτα και ολοκληρωτικά, ως κάποιος που βούλεται. Οποιοσδήποτε παρατηρεί τη δική του αυτοσυνείδηση, σύντομα θα συνειδητοποιήσει ότι το αντικείμενό της είναι πάντα η ίδια του η θέληση.

 

Με αυτό, ωστόσο, εννοούμε όχι μόνο τις συγκεκριμένες πράξεις βούλησης που οδηγούν αμέσως σε δράσεις, και τις ρητές αποφάσεις μαζί με τις ενέργειες που προκύπτουν από αυτές. Αντίθετα, όποιος είναι ικανός να συλλάβει με οποιονδήποτε τρόπο αυτό που είναι ουσιώδες, παρά τις διαφορετικές τροποποιήσεις του βαθμού και του είδους, δεν θα έχει κανένα δισταγμό να θεωρήσει ως εκδηλώσεις θέλησης την επιθυμία, την αγωνία, τη λαχτάρα, την ελπίδα, την αγάπη, τη χαρά, την αγαλλίαση, και τα παρόμοια, καθώς επίσης και το αίσθημα της απροθυμίας, της αποστροφής, της απέχθειας, της αποφυγής, του φόβου, του θυμού, του μίσους, τού να υποφέρει κάποιος, εν ολίγοις, όλες τις επιρροές και τα πάθη.

 

Γιατί αυτές είναι μόνο παρορμήσεις περισσότερο ή λιγότερο αδύναμες ή δυνατές, αναταράξεις που τη μια στιγμή είναι βίαιες και θυελλώδεις, ενώ την άλλη στιγμή είναι ήπιες και υποτονικές, παρορμήσεις της δικής μας θέλησης, που είτε την ελέγχουμε είτε όχι, ενώ αυτή μένει ικανοποιημένη ή ανικανοποίητη. Όλες αυτές οι παρορμήσεις αναφέρονται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους στην απόκτηση ή στην έλλειψη αυτού που είναι επιθυμητό, και στο να υπομένουμε ή να υποτασσόμαστε σε αυτό που αποστρεφόμαστε. Πρόκειται επομένως για σαφείς επιρροές της ίδιας θέλησης που είναι ενεργή στις αποφάσεις και στις δράσεις.[11]

 

Ακόμη και αυτά που ονομάζονται συναισθήματα ευχαρίστησης και δυσαρέσκειας περιλαμβάνονται στην παραπάνω λίστα. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν σε μεγάλη ποικιλία βαθμών και ειδών. Ωστόσο, μπορούν πάντα να περιοριστούν σε αισθήματα επιθυμίας ή αποστροφής, και έτσι να αναχθούν στην ίδια τη θέληση η οποία αποκτά συνείδηση του εαυτού της ως ικανοποιημένη ή ανικανοποίητη, παρεμποδισμένη ή εκφρασμένη. Πράγματι, αυτό επεκτείνεται ακόμη και στις σωματικές αισθήσεις, ευχάριστες ή επώδυνες, και σε όλες τις αμέτρητες αισθήσεις που βρίσκονται μεταξύ αυτών των δύο άκρων. Γιατί η ουσία όλων αυτών των συναισθημάτων ή επιρροών είναι ότι εισέρχονται άμεσα στην αυτοσυνείδηση ως κάτι ευχάριστο ή δυσάρεστο στη θέληση.

 

Αν εξετάσουμε προσεκτικά το θέμα, καταλαβαίνουμε ότι το σώμα μας είναι μόνο το εξωτερικά δρων όργανο της θέλησης, καθώς και το δεκτικό μέσο για ευχάριστες ή οδυνηρές αισθήσεις. Αλλά, όπως μόλις είπα, αυτές οι ίδιες οι αισθήσεις ανάγονται σε άμεσες επιρροές της θέλησης, και οι οποίες είναι είτε ευχάριστες είτε δυσάρεστες στην τελευταία. Είτε συμπεριλάβουμε είτε όχι αυτά τα απλά συναισθήματα ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας, θα διαπιστώσουμε σε κάθε περίπτωση ότι όλες εκείνες οι παρορμήσεις ή συγκινήσεις της θέλησης, αυτές οι παραλλαγές της θέλησης και της μη θέλησης, οι οποίες με τη συνεχή άμπωτη και πλημμυρίδα τους αποτελούν το μοναδικό αντικείμενο της αυτοσυνείδησης ή, αν προτιμάτε τον όρο, της εσωτερικής αίσθησης, βρίσκονται σε μια διεξοδική και καθολικά αναγνωρισμένη σχέση με αυτό που γίνεται αντιληπτό και γνωστό στον εξωτερικό κόσμο.

 

Ωστόσο, ο εξωτερικός κόσμος, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν βρίσκεται πλέον στη σφαίρα της άμεσης αυτοσυνείδησης, της οποίας τα όρια φτάνουν μέχρι τη σφαίρα της συνείδησης των άλλων πραγμάτων μόλις έρθουμε σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. Αλλά τα αντικείμενα που γίνονται αντιληπτά στον εξωτερικό κόσμο αποτελούν το έναυσμα και την πρώτη ύλη για όλες τις παρορμήσεις και πράξεις της θέλησης.

 

Δεν θα θεωρήσουμε ότι αυτό είναι petitio principii.[12] Γιατί κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η θέλησή μας ενδιαφέρεται πάντα για εξωτερικά αντικείμενα, κατευθύνεται προς αυτά, περιστρέφεται γύρω από αυτά, και, εν πάση περιπτώσει, προκαλείται από αυτά με την ιδιότητά τους ως κίνητρα. Γιατί διαφορετικά θα έμενε κανείς με μια θέληση εντελώς αποκομμένη από τον εξωτερικό κόσμο, και φυλακισμένη μέσα στο σκοτεινό κόσμο της αυτοσυνείδησης. Αυτό που εξακολουθεί να είναι προβληματικό για εμάς είναι απλώς η αναγκαιότητα με την οποία τα αντικείμενα που βρίσκονται στον εξωτερικό κόσμο καθορίζουν τις πράξεις της βούλησης.

 

Επομένως, διαπιστώνουμε ότι η αυτοσυνείδηση σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και αποκλειστικά, με τη βούληση. Αλλά το αν η αυτοσυνείδηση βρίσκει στο μοναδικό υλικό της τα δεδομένα από τα οποία προκύπτει η ελευθερία της βούλησης, είναι αυτό που σκοπεύουμε να βρούμε.


 

Απόσπασμα από  το βιβλίο του Arthur Schopenhauer, On the Freedom of the Will:

[https://catdir.loc.gov/catdir/samples/cam032/98022360.pdf]

 

Μετάφραση για τα Ελληνικά, Χρήστος Τσελέντης, 2023.

 

 



[1] Αυτό το δοκίμιο παρουσιάστηκε από τον Άρθουρ Σποπενχάουερ στη Βασιλική Νορβηγική Εταιρεία Επιστημών το 1839 ως απάντηση στο ακαδημαϊκό ερώτημα που είχαν θέσει: «Είναι δυνατόν να αποδειχθεί η ανθρώπινη ελεύθερη βούληση από την αυτοσυνείδηση;»

[https://en.wikipedia.org/wiki/On_the_Freedom_of_the_Will]

[2] Το εκούσιο και ακούσιο σε σχέση με τη σκέψη.

[3] Ελεύθερη επιλογή της βούλησης.

[4] Μια συζήτηση σχετικά με την έννοια της αναγκαιότητας, μπορεί να βρεθεί στην πραγματεία μου On the Fourfold Root of the Principle of Sufficient Reason.

[5] Βλέπε Ιμμάνουελ Καντ, Κριτική του Καθαρού Λόγου.

[6] Σ.τ.μ. Η αρχή του επαρκούς λόγου λέει ότι όλα τα πράγματα πρέπει να έχουν κάποιο λόγο ή αιτία. Η αρχή διατυπώθηκε και αναδείχθηκε από τον Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, και χρησιμοποιήθηκε και αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Σοπενχάουερ και τον Γουίλιαμ Ρόουαν Χάμιλτον.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Principle_of_sufficient_reason]

[7] Ελεύθερη επιλογή αδιαφορίας.

[8] Από λεξιλογική άποψη, ο λατινικός όρος «conscientia» που χρησιμοποιείται στην ερώτηση μπορεί να σημαίνει «συνείδηση» είτε με την έννοια της επίγνωσης (consciousness) είτε με την ηθική έννοια (conscience). Ωστόσο, η εμφάνιση του όρου στη φράση «ipsius conscientia» («συνείδηση ​​του εαυτού, αυτοσυνείδηση») αποκλείει την τελευταία περίπτωση, με βάση γλωσσολογικά κριτήρια. 

[9] Βλ. Κριτική του Καθαρού Λόγου.

[10] Βρίσκεται ήδη στον Κικέρωνα, ως tactus interior· σαφέστερα στον Άγιο Αυγουστίνο. Στη συνέχεια, στον Καρτέσιο· και στον Τζων Λοκ περιγράφεται πλήρως.

[11] Είναι πολύ αξιοσημείωτο ότι ο Άγιος Αυγουστίνος το γνώριζε πολύ καλά αυτό, ενώ τόσοι πολλοί από τους σύγχρονους φιλοσόφους με την υποτιθέμενη «ικανότητα του συναισθήματός» τους δεν το βλέπουν. Έτσι στο De civitate Dei (Η πόλη του Θεού), ο ίδιος κάνει λόγο για τις affectiones animi (επιρροές του πνεύματος), τις οποίες κατατάσσει σε τέσσερεις κατηγορίες (επιθυμία, φόβος, χαρά, λύπη), και στις οποίες βρίσκεται η βούληση. Στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά επιρροές της θέλησης. Γιατί τι άλλο είναι η επιθυμία και η χαρά, παρά η παρόρμηση να συναινέσουμε σε αυτό που θέλουμε;  Και τι άλλο είναι ο φόβος και η λύπη, παρά η παρόρμηση να μην συναινέσουμε σε αυτό που δεν θέλουμε;

[12] Επαιτεία της ερώτησης.

Σ.τ.μ. Το να θεωρούμε κάτι ως δεδομένο, χωρίς να το έχουμε αποδείξει.