L. R. Palmer
1. Ελληνικά και
Ινδοευρωπαϊκά
Η ελληνική γλώσσα, που
ομιλείται σήμερα από εννέα έως δέκα εκατομμύρια ανθρώπους στην Ελλάδα και στο
εξωτερικό, είναι μια από τις καλύτερα τεκμηριωμένες γλώσσες του κόσμου, γιατί
έχουμε άμεση γνώση της σε ένα χρονικό διάστημα περίπου 3.000 ετών. Εμφανίζεται
για πρώτη φορά στις συλλαβικές επιγραφές της Γραμμικής Γραφής Β της μυκηναϊκής
Ελλάδας και της Κρήτης, που χρονολογούνται όχι αργότερα από τον δέκατο τρίτο
αιώνα π.Χ. Στη συνέχεια, μετά από μια Σκοτεινή Εποχή μετά την καταστροφή του
μυκηναϊκού πολιτισμού, η γλώσσα επανεμφανίζεται με μια νέα, γραπτή μορφή, μια
αλφαβητική γραφή (βασισμένη σε μια βορειοσημιτική γραφή), με το παλαιότερο
κείμενο να χρονολογείται περίπου στο τελευταίο τέταρτο του όγδοου αιώνα π.Χ.
Από αυτή τη στιγμή και μετά υπάρχει μια αδιάσπαστη αλυσίδα γραπτών μαρτυριών
για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας μέχρι σήμερα.
Η χρήση της συγκριτικής
μεθόδου μας δίνει τη δυνατότητα να φτάσουμε πιο πίσω στο χρόνο από τη
χρονολογία των παλαιότερων κειμένων. Καταρχάς, τα Αρχαία Ελληνικά
παρουσιάζονται με τη μορφή πολλών διαλέκτων, και αυτό μας δίνει τη δυνατότητα
να επινοήσουμε μια υποθετική προγονική μορφή, την «Πρωτοελληνική». Η
χρονολόγηση αυτής και η είσοδος των «Πρωτοελλήνων» στη γη που κατέχουν σήμερα
οι απόγονοί τους απαιτούν την αξιολόγηση αρχαιολογικών και άλλων δεδομένων που
θα εξεταστούν παρακάτω.
Προς το παρόν αρκεί να πούμε
ότι κατά πάσα πιθανότητα ο εξελληνισμός της βαλκανικής χερσονήσου έλαβε χώρα
στο πρώτο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., και ότι οι εισβολείς επιβλήθηκαν ως
κατακτητές σε έναν αυτόχθονα πληθυσμό του οποίου η γλώσσα εξαφανίστηκε, αλλά
έχει αφήσει ίχνη στα τοπωνύμια και στο λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας.
Η ιστορία της ελληνικής γλώσσας
μπορεί να μεταφερθεί ένα βήμα πιο πίσω χάρη στο γεγονός ότι είναι μέλος της
ινδοευρωπαϊκής οικογένειας, η οποία περιλαμβάνει γλώσσες που εκτείνονται από
την κελτική γλώσσα στη δυτική Ευρώπη έως τις ινδοάριες γλώσσες της σημερινής
Ινδίας. Η σύγκριση αυτών των γλωσσών μάς δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο να
ανακατασκευάσουμε μια πρότυπη γραμματική της μητρικής ινδοευρωπαϊκής (ΙΕ) γλώσσας,
αλλά και να ομαδοποιήσουμε τις επιμέρους ΙΕ γλώσσες σε μεγάλες υποοικογένειες.
Η θέση της ελληνικής γλώσσας σε αυτό το δίκτυο σχέσεων προκύπτει από την
αξιολόγηση των ιδιαιτεροτήτων που μοιράζεται με ορισμένες άλλες γλώσσες της
οικογένειας. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να γίνουν κάποιες εικασίες για την
ιστορία των Ελλήνων στην ενδιάμεση περίοδο μεταξύ της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής (ΠΙΕ)
γλώσσας και της εισόδου τους στο ιστορικό τους περιβάλλον.
Είπαμε «σύγκριση γλωσσών»,
αλλά στην πραγματικότητα αυτό που κάνει ο συγκριτικός γλωσσολόγος είναι να
συγκρίνει γλωσσικές περιγραφές που περιλαμβάνουν καταλόγους λέξεων (λεξικά),
και τους κανόνες με τους οποίους αυτές οι λέξεις σχηματίζουν προτάσεις
(γραμματικές). Ως εκ τούτου, το πρώτο βήμα είναι να επιχειρήσουμε τουλάχιστον
μια συνοπτική περιγραφή της ελληνικής γλώσσας με βάση τα παλαιότερα διαθέσιμα
κείμενα. Η περιγραφή αυτή θα αποτελέσει την απαραίτητη βάση για την αξιολόγηση
των ινδοευρωπαϊκών σχέσεών της. Επιτελώντας αυτό το έργο, θα είναι στη συνέχεια
δυνατό να εντοπιστεί η ιστορία της Ελλάδας, ξεκινώντας από τις πρώτες εισβολές
που πιστεύεται ότι επέφεραν τον εξινδοευρωπαϊσμό της.
Υπάρχει, ωστόσο, η πιθανότητα
να είχε προηγηθεί ένας άλλος ινδοευρωπαϊκός λαός πριν από τους Έλληνες, όπως
ακριβώς οι αγγλοσαξονικοί λαοί επιβλήθηκαν σε μια Βρετανία που είχε καταληφθεί
ίσως χίλια χρόνια νωρίτερα από τους Κέλτες, ενώ τόσο η κελτική όσο και η
γερμανική γλώσσα αποτελούν ΙΕ γλώσσες. Πρόκειται για ένα λεπτό πρόβλημα που
αφορά την αξιολόγηση όχι μόνο των ασαφών στοιχείων που αφορούν τις γλώσσες των
προελληνικών πληθυσμών και τη συμβολή τους στο λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας,
αλλά και των αρχαιολογικών στοιχείων, τα οποία αποκαλύπτουν σε πρώτη φάση
πρότυπα και μετακινήσεις πολιτισμών, αλλά όχι απαραίτητα λαών.
2. Η «ελληνικότητα»
των Ελληνικών
Στρεφόμαστε πρώτα στην
ταυτότητα της ελληνικής γλώσσας, δηλαδή στη σκιαγράφηση της γλωσσικής της
φυσιογνωμίας, που, ενώ επιβεβαιώνει τις οικογενειακές της σχέσεις, την ίδια
στιγμή διαχωρίζει τη γλώσσα από όλα τα άλλα μέλη της ινδοευρωπαϊκής ομάδας.
Αυτή η φυσιογνωμία είναι ένα σύνολο χαρακτηριστικών που, γενικά, παρέχουν στον
ερευνητή ένα κριτήριο που του επιτρέπει να αποφασίσει ότι ένα δεδομένο κείμενο
είναι γραμμένο στα Ελληνικά, και σε καμία άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Τα
ξεχωριστά χαρακτηριστικά που συνθέτουν αυτή την αλάνθαστη ταυτότητα μπορούν να
δηλωθούν ως εξισώσεις μεταξύ της ανακατασκευασμένης ΙΕ γλώσσας και των
αντίστοιχων χαρακτηριστικών της ελληνικής γλώσσας. Περιλαμβάνουν σημεία
φωνολογίας και μορφολογίας.
Ένα παράδειγμα είναι η λέξη
για το «επτά», IE *septem, η οποία αποτελεί παράδειγμα δύο ηχητικών
αλλαγών χαρακτηριστικών της ελληνικής γλώσσας: τη δάσυνση του αρχικού
προφωνητικού *s, και η απώλεια του ηχητικού ρινικού *m. Άλλα φωνολογικά χαρακτηριστικά είναι οι αλλαγές
του αρχικού *j
σε δασυνόμενο (*jos
> ὅς), ή σε ζ (*jugom > ζυγόν), η αποφώνηση των δασυνόμενων εκρηκτικών (*bhero > φέρω), η απώλεια όλων των
εκρηκτικών στην τελική θέση της λέξης (*galakt > γάλα), και η αλλαγή του τελικού *m σε n.
Σε αυτήν την ανακατασκευασμένη
πρωτοελληνική γλώσσα πρέπει να αποδώσουμε χαρακτηριστικά που δεν εμφανίζονται
πλέον στα κείμενα των μεταμυκηναϊκών διαλέκτων. Το φωνηεντικό χάσμα ήταν
διαδεδομένο, και η ενδοφωνηεντική δάσυνση εξακολουθούσε να επιβιώνει. Είναι
επίσης πιθανό ότι τα συμπλέγματα -sm-, -sn- παρέμεναν αμετάβλητα (π.χ. *selasna, *usme, κ.λπ.). Σύμφωνα με τη μυκηναϊκή διάλεκτο,
η πρωτοελληνική γλώσσα μπορεί κάλλιστα να περιείχε ακόμα το φώνημα *-j (π.χ. kjawetes, aljos, phulakjo, κ.λπ.).
Η τοποθεσία των λίκνων των πρωτοβαλτικών
και των πρωτοσλαβικών λαών είναι ακόμη υπό συζήτηση, αλλά είναι ένας σημαντικός
δείκτης ότι τα στοιχεία της βαλτικής γλώσσας εμφανίζονται στα τοπωνύμια και
υδρωνύμια στην περιοχή μεταξύ Βίλνιους και Μόσχας. Η μελέτη των υδρωνυμίων της
λεκάνης του Άνω Δνείπερου δείχνει μεγάλη πυκνότητα στοιχείων της βαλτικής γλώσσας
βόρεια του ποταμού Πρίπιατ, ενώ νότια του ποταμού είναι πολύ πιο αραιά και
διανθισμένα με ιρανικά και φινλανδικά ονόματα. Τα τελευταία δείχνουν τις
γλωσσικές συνδέσεις της ινδοϊρανικής με τη φιννο-ουγγρική γλώσσα, μια γειτονική
αλλά μη ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια, που περιλαμβάνει τα Φινλανδικά, τα Εσθονικά,
τα Ουγγρικά, και μια σειρά από δευτερεύουσες γλώσσες. Αυτό θεωρείται ως
«οριστική απόδειξη» της πρώιμης επαφής, και είναι ένας άλλος σημαντικός δείκτης
για τη θέση των Πρωτοϊνδοϊρανών στη νότια Ρωσία, με τους Πρωτοβαλτικούς στα
βορειοδυτικά, και τους Φιννο-Ούγγρους στα βορειοανατολικά. Δεδομένων αυτών των
δεικτών, μπορούμε να τακτοποιήσουμε τις IE γλώσσες σε ένα σχηματικό γεωγραφικό μοτίβο.
Το εντυπωσιακό γεγονός που
προκύπτει από τη μελέτη αυτού του δικτύου αλληλεπιδράσεων είναι ότι τα Ελληνικά,
αν και είναι μια centum γλώσσα, δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με τη δυτική ομάδα. Ειδικότερα, παρά τη
στενή πολιτιστική συμβίωση της Ρώμης και της Ελλάδας κατά την ιστορική περίοδο,
τα Λατινικά και τα Ελληνικά ανήκουν γλωσσικά, εντός της ινδοευρωπαϊκής
οικογένειας, σε διαφορετικούς κόσμους. Ο Burrow, σημειώνοντας ότι οι συνδέσεις μεταξύ των Σανσκριτικών
και των Ελληνικών υπερτερούν κατά πολύ εκείνων με άλλες ΙΕ γλώσσες (εκτός από τα
Ινδοϊρανικά), προσθέτει ότι ορισμένα από τα κοινά χαρακτηριστικά που
εμπλέκονται είναι ύστερης ΙΕ προέλευσης. Ωστόσο, τα Ελληνικά, παρά τις
συγγένειές τους με την ομάδα satem, δεν συμμετείχαν σε ορισμένες από τις κοινές
γλωσσικές καινοτομίες αυτής της ομάδας. Αυτό υποδηλώνει ότι οι Πρωτοέλληνες,
έχοντας συμμετάσχει σε ορισμένες από τις κοινές γλωσσικές καινοτομίες της
κεντρικής ομάδας, διαχωρίστηκαν πριν από την εμφάνιση των χαρακτηριστικών
ηχητικών αλλαγών satem. Δεδομένης της παραπάνω υποστηριζόμενης θέσης
της ομάδας satem στη Νότια Ρωσία, μπορούμε εύλογα να
τοποθετήσουμε τους Έλληνες αυτής της περιόδου στην περιοχή δυτικά της Μαύρης
Θάλασσας, από την οποία περιοχή τελικά μετανάστευσαν στον ιστορικό τους οικότοπο.
3. Έλληνες και
Προέλληνες
Η Ελλάδα είχε κατοικηθεί από
καιρό πριν από τον ερχομό των νέων εισβολέων από το βορρά. Τα αρχαιολογικά
στοιχεία δείχνουν μια μακραίωνη πολιτιστική μετατόπιση από τη Μικρά Ασία, και
ίσως πραγματική διείσδυση νέων πληθυσμιακών στοιχείων από την ίδια περιοχή. Τα
γλωσσολογικά στοιχεία δείχνουν επίσης μια συγγένεια μεταξύ των προελληνικών
γλωσσών και των γλωσσών της Μικράς Ασίας.
Σε αυτό το θέμα οι μελετητές
αναφέρονται σχεδόν ομόφωνα στο θεμελιώδες έργο του Paul Kretschmer (Einleitung in die Geschichte der griechischen Sprache), που
δημοσιεύθηκε το 1896. Ο Kretschmer επικεντρώθηκε σε μια παρατήρηση που έγινε πάνω από σαράντα χρόνια
νωρίτερα: Ορισμένα τοπωνύμια της Ελλάδας, που χαρακτηρίζονται από το σύμπλεγμα
-νθ- (Σύρινθος, Κόρινθος, Πύρανθος, Αμάρυνθος,
Τϊρυνθα, κ.λπ.), το οποίο εμφανίζεται επίσης σε κοινές λέξεις, όπως ασάμινθος
(μπανιέρα), μήρινθος (νήμα), ερέβινθος (μπιζέλι), όλυνθος
(άγουρο σύκο) κ.λπ., και στο θεϊκό όνομα *Υάκινθος, πρέπει να αποδοθούν
στον προελληνικό πληθυσμό. Ένας άλλος τέτοιος δείκτης είναι το σύμπλεγμα -σσ-/-ττ-,
το οποίο ομοίως παρατηρείται σε τοπωνύμια και κοινές λέξεις (Καρνησσόπολις,
Υμηττός, Μυκαλησσός, Παρνασσός κ.λπ.). Αναλύοντας τα τοπωνύμια
και τα προσωπικά ονόματα της Μικράς Ασίας, ο Kretschmer υποστήριξε τις ακόλουθες θέσεις:
α) Μια γλώσσα που χαρακτηριζόταν
από τα συμπλέγματα -σσ- και -νδ- υπήρχε ειδικά στο νότιο μισό της
Μικράς Ασίας- Λυδία, Καρία, Λυκία, Πισιδία και Κιλικία.
β) Λαοί με παρόμοια γλώσσα χρησιμοποιούσαν
τα συμπλέγματα -σσ-/-ττ- και -νθ- για λέξεις και τοπωνύμια
στα ελληνικά νησιά και στην ενδοχώρα.
γ) Το κλειδί αυτής της γλώσσας
βρίσκεται στις επιγραφές από τη Λυκία, όπου ένα επίθημα -s μαρτυρείται.
Για όσους αποδέχονται τις
αναλύσεις και τις συγκρίσεις του Kretschmer προκύπτει ότι μια άλλη ομάδα ομιλούντων ΙΕ γλώσσα
κατέλαβε την Ελλάδα πριν από την άφιξη των Ελλήνων, όπως ακριβώς οι Κέλτες
προηγήθηκαν των Αγγλοσαξόνων στις Βρετανικές Νήσους. Μπορούμε να τους
ονομάσουμε «λαό του Παρνασσού».
4. Οι γλώσσες
της Ανατολίας
Η ανακάλυψη και αποσαφήνιση
αυτής της ομάδας γλωσσών αποτέλεσε την πιο σημαντική πρόοδο αυτόν τον αιώνα
στον τομέα των ΙΕ γλωσσών. Το 1906 Γερμανοί αρχαιολόγοι ανέσκαψαν μια τοποθεσία
περίπου 200 χιλιόμετρα ανατολικά της Άγκυρας, η οποία αναγνωρίστηκε ως η
πρωτεύουσα των Χετταίων (ή Χιττιτών), Χαττούσα. Τα αρχεία απέδωσαν χιλιάδες
πινακίδες γραμμένες σε σφηνοειδή γραφή σε διάφορες γλώσσες. Η πιο γνωστή είναι
η Χιττιτική, η οποία μιλιόταν σε μια περιοχή που διέρρεε ο ποταμός Άλυς.
Τώρα, δεδομένου ότι τα ονόματα
των Χετταίων (και μερικοί τεχνικοί όροι), τα οποία έχουν σαφώς ΙΕ χαρακτήρα,
εμφανίζονται σε παλαιά ασσυριακά κείμενα που χρονολογούνται από τον 19ο
αιώνα π.Χ., φαίνεται ότι η παρουσία των Χετταίων στην κεντρική Ανατολία μπορεί
κάλλιστα να ανάγεται στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.. Έχουν εντοπιστεί
δύο κύρια γλωσσικά στάδια: α) τα προ-αυτοκρατορικά Παλαιά Χιττιτικά (17ος- 15ος
αιώνας π.Χ.) και β) τα αυτοκρατορικά Χιττιτικά (14ος - 13ος αιώνας π.Χ.). Το τελευταίο
στάδιο υποδιαιρείται (i) στα κλασικά
Χιττιτικά (14ος αιώνας π.Χ.), και (ii) στα ύστερα Χιττιτικά (13ος αιώνας π.Χ.), τα οποία ήταν σημαντικά
αλλοιωμένα, περιέχοντας άφθονα λουβικά στοιχεία (βλ. παρακάτω).
Βορειοδυτικά της περιοχής των
Χετταίων, στην περιοχή που έγινε γνωστή ως Παφλαγονία, μιλιόταν η συγγενής παλαϊκή
γλώσσα. Αυτές οι δύο γλώσσες, οι οποίες αποτελούν τον κλάδο της Βόρειας
Ανατολίας, επιβλήθηκαν σε μια υποκείμενη γλώσσα, τα Χαττικά, από τα οποία
σώζονται πολλά κείμενα.
Στην επέκτασή τους νοτιοδυτικά
οι Χετταίοι εισήλθαν σε εδάφη που κατείχαν γλωσσικοί συγγενείς, οι Λούβιοι. Η
γλώσσα των Λουβίων μαρτυρείται για πρώτη φορά σε σφηνοειδείς πινακίδες του
δέκατου τρίτου αιώνα π.Χ. Παρά την πολύ λιγότερο αρχαϊκή εμφάνισή της, αυτή η
γλώσσα είναι πανομοιότυπη σε όλες τις βασικές αρχές με τα Χιττιτικά. Είναι
αδελφές γλώσσες, όπως τα Ιταλικά και τα Γαλλικά. Οι ύστερες χιττιτικές πινακίδες
του δέκατου τρίτου αιώνα π.Χ. μαρτυρούν ένα σημαντικό βαθμό διγλωσσίας, τόσο
πολύ που οι μελετητές μιλούν για μία «λουβική κατάκτηση» της χώρας των Χετταίων.
Ήταν σε αυτή την τελευταία
περίοδο που η λουβική γραφή άρχισε να χρησιμοποιείται και σε καθαρά χιττιτική
επικράτεια. Η γραφή αυτή είναι γνωστή στους μελετητές από το 1870, και οι
επιγραφές βρίσκονται διάσπαρτες σε μια περιοχή από τη βόρεια Συρία μέχρι τις
νότιες επαρχίες της Ανατολίας. Η αποκρυπτογράφηση, βοηθούμενη από την ανακάλυψη
μιας δίγλωσσης επιγραφής σε Φοινικικά και ιερογλυφικά Χιττιτικά από το Καράτεπε
κοντά στα Άδανα, έδωσε μια μορφή της Λουβικής κάπως διαφορετική από τη
σφηνοειδή Λουβική, αν και οι διαφορές έχουν μειωθεί από τις πρόσφατες προόδους
στην αποκρυπτογράφηση.
Η στενή σχέση της γλώσσας των Λυκίων
(που ομιλείται στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία) με τη λουβική γλώσσα έχει πλέον
αποδειχθεί πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία παρά το χρονικό διάστημα από τον 13ο έως
τον 4ο αιώνα π.Χ. Ως παράδειγμα της πολύπλοκης διαμόρφωσης των γλωσσών στην
ομάδα της Ανατολίας, μπορούμε να επιλέξουμε την ΙΕ λέξη για το «χέρι»: *ghesr- > Παλαιά Χιττ. kes(a)r, Κλασσ. Χιττ. kesera-, εκλουβιανισμένα kisari- > kisri-˙ πρωτο-Λουβικά *kesar(i)- (ke- > ye-) > Σφην. Λουβ. isari-, Ιερ. Λουβ. istri-, Λυκιακά izri-. Η μελέτη των τοπωνυμίων της νότιας
Ανατολίας δείχνει ότι οι Λούβιοι ομιλητές ζούσαν κατά μήκος της ακτής της
Μεσογείου, από την Καρία έως την Κιλικία, μέχρι τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να
παραθέσουμε την πιο πρόσφατη δήλωση σχετικά με αυτό το βασικό θέμα: Ενώ οι
Χετταίοι, οι Παλαϊκοί και οι Λυδοί βρίσκονται κάπως στη μία πλευρά, τα
σφηνοειδή/ιερογλυφικά Λουβικά και τα Λυκιακά μοιράζονται μια ιδιαίτερη σχέση
που μας επιτρέπει να μιλάμε για μια Λουβική υποομάδα της Ανατολίας.
Για να επιστρέψουμε τώρα στις
καταλήξεις -ss- και -nd-, έχει
αποδειχθεί ότι οι τελευταίες περιλαμβάνουν και τις καταλήξεις -anda και -wanda: «Οι γλώσσες της Ανατολίας παρέχουν μια συνολική
εξήγηση αυτών των τριών καταλήξεων. Οι περιοχές στις οποίες εμφανίζονται τα τοπωνύμια
σε -anda, -assa και -wanda περιλαμβάνουν τη νότια, τη νοτιοδυτική και την
κεντρική Ανατολία, αλλά όχι τη βόρεια, τη βορειοδυτική και την ανατολική πέρα
από τον Ευφράτη. Αυτό αντιστοιχεί κυρίως στην περιοχή των Λουβίων».
Ένας πρωτοπόρος ερευνητής στον
τομέα, ο E. Laroche, τα σχόλια του οποίου μόλις παρατέθηκαν,
συμπεραίνει σε μια άλλη εργασία ότι λαοί που μιλούσαν έναν ανατόλιο τύπο ΙΕ γλωσσών
εισέβαλαν στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί τους ονόματα του τύπου Παρνασσός
και Ερύμανθος. Οι Έλληνες αποτέλεσαν ένα μεταγενέστερο κύμα εισβολέων.
Προήλθε άραγε η εισβολή του
«λαού του Παρνασσού» από τη Μικρά Ασία, ή μήπως ομάδες συγγενών γλωσσικά φυλών
εισέβαλαν χωριστά στην Ελλάδα από την «ανατόλια» κοιτίδα, πιθανώς βόρεια της
Μαύρης Θάλασσας; Μια άλλη εργασία του Laroche μας δίνει μια ιδέα. Τα κληρονομημένα IE επιθήματα (όπως -assa) χρησιμοποιήθηκαν επίσης για τη
δημιουργία παραγώγων από αυτόχθονες λέξεις που οι εισβολείς πήραν στη νέα τους
πατρίδα. Το ουσιαστικό per/parna («σπίτι»)
είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Παρέχει παράγωγα όπως το Χιττ. parn-alli- («σπιτικός»), και το παράγωγο Ιερ. Χιττ. ρήμα parnawali «υπηρετώ;». Η Λυκία προσφέρει ένα άλλο
επίθετο prinezi (οικείος,
«του σπιτιού»). Αυτό το επίθημα z-, ιδιαίτερα παραγωγικό στη Λυκία, εμφανίζεται επίσης
τόσο στη σφηνοειδή όσο και στην ιερογλυφική Λουβική, και είναι κατανοητό ότι τα
τοπωνύμια του Αιγαίου σε σσ/ττ κατανέμονται μεταξύ των επιθημάτων z- και ss-.
Ωστόσο, η λέξη parna εμφανίζεται στο αιγυπτιακό pr- και στο χουρριτικό purli/purni, έτσι ώστε είναι πιθανό να είναι μια αυτόχθονη
λέξη της Μικράς Ασίας. Ο Laroche θέτει ως αρχική έννοια την «κατοικία σε σπηλιές», και σε ένα απόσπασμα από
τα ιερογλυφικά Χιττιτικά μεταφράζει το parna- ως «ναός». Αν, λοιπόν, ο Παρνασσός,
που είναι τοπωνύμιο και της Ανατολίας (μαρτυρείται στην Καππαδοκία), συνδυάζει
μια χιττιτική-λουβική κατάληξη με μια γηγενή λέξη της Ανατολίας, και η λέξη
επανέρχεται ως τοπωνύμιο βουνού στην Ελλάδα, αυτό μας λέει για μια εισβολή στην
Ελλάδα από την εξινδοευρωπαϊσμένη Μικρά Ασία, αντί μιας εισβολής γλωσσικών
ξαδέλφων από τη βόρεια «ανατόλια» κοιτίδα.
Ενώ τα επιθήματα που μόλις
συζητήθηκαν είναι ανατόλια γενικά, και όχι ειδικά λουβικά, η γεωγραφική
κατανομή των γλωσσών ευνοεί τους Λουβίους ως φορείς αυτών των ονομάτων στην
περιοχή που αργότερα θα γινόταν ελληνικό έδαφος. Μια άλλη παρατήρηση δείχνει
την παρουσία Λουβίων στην Κρήτη και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Προκαταρκτικά, θα
ήταν καλό να επανεξεταστεί η μεθοδολογία. Μια γλώσσα διαγιγνώσκεται πιο
αποτελεσματικά από τη μορφολογία της, γιατί τα στοιχεία του λεξιλογίου περνούν
εύκολα ως δανεικές λέξεις από τη μια γλώσσα στην άλλη. Αυτό που ήταν αξιόπιστο
στη μέθοδο του Kretschmer
ήταν η επικέντρωσή του σε ορισμένα επιθήματα, αλλά από τις λιγοστές πληροφορίες
που είχε τότε στη διάθεσή του κατέληξε λανθασμένα στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα
των Λυκίων ήταν μη ινδοευρωπαϊκή.
Αλλά παρόλο που ένα τοπωνύμιο
όπως Παρνασσός, που απαντάται στη Μικρά Ασία, έχει αποδοθεί με ασφάλεια
ως όνομα της Ανατολίας, η μεταφορά του στην Ελλάδα μπορεί να οφείλεται σε
δευτερογενή εκτόπιση. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν
για κάποιο διάστημα στην Ανατολία, έμαθαν τα ονόματα των βουνών εκεί, και κατά
την κατάληψη της Ελλάδας έδωσαν ένα τέτοιο όνομα σε ένα βουνό της νέας τους
επικράτειας. Για να υποστηρίξουμε την παρουσία Λουβίων ομιλητών στην Ελλάδα
πρέπει να θέσουμε το ερώτημα εάν οι μορφολογικές διαδικασίες της λουβικής
γλώσσας ήταν παραγωγικές στην ελληνική επικράτεια.
Εδώ και πολύ καιρό έχει
προταθεί ότι το όνομα της κρητικής θεάς Δίκτυννα είναι παράγωγο του
ονόματος του βουνού Δίκτα. Οι μελετητές που έκαναν αυτή την πρόταση
δήλωναν σιωπηρά ότι ένα επίθημα -unna είχε χρησιμοποιηθεί για να γίνει ένα παράγωγο από
ένα τοπωνύμιο. Αν τώρα ρωτήσουμε πού είναι γνωστό ένα τέτοιο επίθημα, η
απάντηση είναι η λουβική γλώσσα. Και εδώ, ο Laroche έχει κάνει μια διαφωτιστική συμβολή. Η κοινή ανατόλια
γλώσσα είχε ένα επίθημα *-uwan που χρησιμοποιήθηκε για να σχηματίσει εθνικά ονόματα. Αυτό εμφανίζεται στα
Χιττιτικά με τις μορφές -uman-, -umna-, -umana-, -umma- (π.χ. Luiumna, Luiumana = «Λουβικός»). Στα Λουβικά το αντίστοιχο επίθημα
είναι -wanni-, το
οποίο αργότερα συρρικνώθηκε σε -unni-. Με αυτή τη διαδικασία οι κάτοικοι των Αδάνων
έγιναν γνωστοί ως Danuna. Έτσι, αυτή η μελέτη της κατάληξης της Ανατολίας εξηγεί ικανοποιητικά τη
σχέση μεταξύ των Dikta και Diktynna: η
θεά θα είχε ονομαστεί έτσι από τους ομιλητές της λουβικής γλώσσας. Αυτό που
παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι ότι στην ηπειρωτική Ελλάδα συναντάμε έναν παρόμοιο
σχηματισμό: το Δέλφυνα από το Δελφοί, το θρησκευτικό κέντρο των
Ελλήνων, που βρίσκεται στις πλαγιές του Παρνασσού. Εδώ συνδυάζονται δύο λουβικά
επιθήματα.
Ενδιαφέρον για τους μελετητές
της προϊστορίας είναι το εύρημα του Laroche ότι τα επιθήματα της μορφής -umna- ανήκουν στον βόρειο κλάδο των ανατόλιων
γλωσσών, ενώ ο τύπος -unna- ανήκει στον νότιο κλάδο. Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να προσθέσουμε
ονόματα όπως Λάρυμνα (Βοιωτική Λοκρίδα και Καρία), Μήθυμνα
(Λέσβος, όπου έχουμε και το βουνό Λεπέτυμνος) και Κάλυμνα ως πιθανά
στοιχεία της ανατόλιας γλώσσας στην ελληνική τοπωνυμία. Φέρουν μαζί τους τον
υπαινιγμό ότι ομιλητές διαφορετικών διαλέκτων της Ανατολίας συμμετείχαν στην
κατοχή της Ελλάδας, όπως οι Άγγλοι, οι Σάξονες και οι Γιούτες κατέλαβαν τη
Βρετανία.
Η λουβική σχέση με το όνομα Delphyna ενισχύθηκε πρόσφατα από συγκλίνουσες
φιλολογικές και μυθολογικές έρευνες. Επανέρχεται ως το όνομα ενός δράκου σε ένα
μυθικό πλαίσιο που αποκαλύπτει ξεκάθαρα το ανατόλιο υπόβαθρό του. Ο Τυφώνας
ήταν ένα τέρας, που γεννήθηκε από τη Γαία, και πολέμησε με τον Δία για την
κυριαρχία στον κόσμο. Σε αυτήν την αναμέτρηση, ο Τυφώνας έκοψε τα νεύρα των
χεριών και των ποδιών του Δία, και τα μετέφερε στον Κώρυκο της Κιλικίας. Εκεί
έκρυψε τα νεύρα στη σπηλιά του, κάτω από τη φρουρά του δράκου Delphyna. Η σύνδεση αυτής της παράξενης ιστορίας με
την Κιλικία υποδήλωνε από καιρό στους μελετητές μια ανατόλια προέλευση, και
αυτό επιβεβαιώθηκε με την εμφάνιση χιττιτικών κειμένων σχετικά με τον δράκο Illujankas και την αναμέτρησή του με τον Θεό του
Καιρού. Ο δεσμός με την Κιλικία ενισχύεται από την ιστορία του Ησίοδου ότι ο
Τυφώνας παντρεύτηκε τον δράκοντα Έχιδνα, μισή γυναίκα, μισό φίδι.
Ο Κώρυκος, που εμφανίζεται στο
μύθο, ήταν η τοποθεσία ενός διάσημου ιερού του Θεού του Καιρού, και είμαστε
τυχεροί που διαθέτουμε επιγραφικά στοιχεία που δείχνουν ξεκάθαρα το λουβικό
υπόβαθρο. Βρίσκονται σε έναν κατάλογο των ιερέων του Κωρύκου, που καλύπτει μια
περίοδο άνω των διακοσίων ετών, ξεκινώντας περίπου από τα μέσα του τρίτου αιώνα
π.Χ. Η μελέτη των ονομάτων έχει δείξει μεγάλο αριθμό αυτόχθονων λουβικών
ονομάτων που βασίζονται σε θεϊκά ονόματα. Αυτά τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι οι
πιο εξέχοντες θεοί που λατρεύονταν στο ιερό ήταν ο Θεός του Καιρού Tarhunt- και ένας προστάτης θεός Runt-, ο οποίος ήταν προστάτης των άγριων
ζώων.
Γενικά, γίνεται όλο και πιο
εμφανές ότι μεγάλες ομάδες Λουβίων ζούσαν στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας
μέχρι και την ελληνιστική περίοδο. Για τη θέση μας, η εμφάνιση του ονόματος Delphyna, α) για ένα φίδι που κατακτήθηκε από τον
Απόλλωνα στο πλαίσιο των Δελφών/Παρνασσού, και β) για ένα τέρας- δράκο σε ένα
σαφές λουβικό πλαίσιο, πρέπει σίγουρα να έχει βαρύτητα, ιδιαίτερα όταν
προστίθεται στη μαρτυρία της Δίκτυννας.
Η εμφάνιση ενός ονόματος λουβικής
προέλευσης σε έναν ελληνικό μύθο που εντοπίζεται από τους μελετητές στη λουβική
Μικρά Ασία έχει ένα ενδιαφέρον που υπερβαίνει το άμεσο ερώτημα που συζητείται
εδώ. Μπορεί να σημειωθεί εν συντομία λόγω της συνάφειάς του με το επιχείρημά
μας, γιατί για άλλη μια φορά βρισκόμαστε μπροστά σε σημαντικές ανατόλιες
συνεισφορές στον μυκηναϊκό κόσμο, που μας οδηγούν κατευθείαν στους Δελφούς και στον
Παρνασσό.
5. Ο ερχομός
των Ελλήνων
Χρειάζεται μια προειδοποίηση
πριν προσεγγίσουμε το πολυσυζητημένο πρόβλημα της εισόδου των Ελλήνων στην
ιστορική τους πατρίδα. Η αιγαιακή προϊστορία είναι το μέλημα τόσο της
φιλολογίας όσο και της αρχαιολογίας. Όταν δύο διαφορετικές επιστήμες
αναγκάζονται να συνεργαστούν, η σύνεση προτείνει ότι κάθε κλάδος θα πρέπει
καταρχάς να λειτουργεί ανεξάρτητα, με τις δικές του τεχνικές στο δικό του
υλικό. Για τον γλωσσολόγο αυτό είναι ακόμη πιο επιτακτικό στην παρούσα
περίπτωση, επειδή η Αρχαία Ιστορία του Cambridge τού προσφέρει δύο αμοιβαία αποκλειόμενες ιστορικές ανακατασκευές βασισμένες
στο ίδιο αρχαιολογικό υλικό. Φυσικά θα επιλέξει την εκδοχή που συμβιβάζεται
ευκολότερα με τις δικές του αναλύσεις και συμπεράσματα, γιατί μια ικανοποιητική
απάντηση πρέπει να ταιριάζει με τα γλωσσολογικά και τα αρχαιολογικά στοιχεία.
Αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια εφαρμογή του νόμου της οικονομίας των
υποθέσεων.
Τώρα τα «Ελληνικά» και το «Λουβικά»
είναι κυρίως γλωσσικές έννοιες, και οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι η προελληνική
σημασία αποδίδεται στα προελληνικά στοιχεία που μόλις εξετάστηκαν. Αυτό τονίζει
ο αρχαιολόγος του Αιγαίου J. L. Caskey, ο συγγραφέας μιας από τις δύο αφηγήσεις μεταξύ
των οποίων πρέπει να επιλέξουμε: «το τελικό κριτήριο [είναι] αυτό της γλώσσας».
Το πρώτο καθήκον πέφτει
επομένως στη γλωσσολογία της Ανατολίας. Αυτή έχει αποδείξει σταθερά ότι α) τα
επιθήματα -anda, -wanda και -assa είναι κοινά τόσο στα Λουβικά όσο και στα Χιττιτικά,
και β) μπορούν να προστεθούν σε θέματα που είναι Λουβικά, ή Χιττιτικά, ή Κοινά
Ανατόλια. Έτσι, οι γλώσσες της Ανατολίας παρέχουν μια πλήρη εξήγηση αυτών των
τριών επιθημάτων.
Προκειμένου να «δέσει» με
επιτυχία με τον συνεργάτη του στον τομέα της Ανατολίας, ο γλωσσολόγος θα
επιδιώξει στη συνέχεια να βρει μια απάντηση στα βασικά ερωτήματα της
γεωγραφικής κατανομής και της χρονολόγησης. Η καθοριστική σημασία της τελευταίας
είναι προφανής: ένας χρονολογικός προσδιορισμός της διαδικασίας ονοματοδοσίας
στην τοπωνυμία της Ανατολίας θα προσφέρει ένα άνω όριο για τη μεταφορά αυτών
των τοπωνυμίων στην Ελλάδα. Ο γεωγραφικός προσδιορισμός έχει ήδη δοθεί, και η
συγκέντρωση των βασικών τοπωνυμίων στο νότιο μισό της Μικράς Ασίας υποδηλώνει
ένα πυκνό μοτίβο εποικισμού. Αυτό προφανώς αποκλείει μια περίοδο κατά την οποία
ο αρχαιολόγος της Ανατολίας συμπεραίνει από τα στοιχεία του έναν αραιό πληθυσμό
και νομαδικές συνθήκες στην εν λόγω περιοχή.
Μπορούμε στη συνέχεια να
στραφούμε στον χρονολογικό προσδιορισμό του λουβικού εποικισμού της Μικράς
Ασίας. Για γεωγραφικούς λόγους, όπως είδαμε, οι Λούβιοι είναι οι πιο προφανείς
υποψήφιοι για τη μεταφορά των τοπωνυμίων στην Ελλάδα παρά οι Χιττίτες, των
οποίων η πατρίδα βρισκόταν στα βορειοανατολικά της καμπής του ποταμού Άλυος.
Έχει, ωστόσο, υποστηριχθεί ότι οι Λούβιοι προηγήθηκαν των Χιττιτών κατά πολλούς
αιώνες, έτσι ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί η 3η χιλιετία π.Χ. για την εισβολή
τους.
Ο Laroche απορρίπτει αυτή τη θέση. Το πρώτο του σημείο
αφορά την ενότητα της ομάδας της Ανατολίας: όλες οι γλώσσες έχουν μια αλάνθαστη
«ανατόλια» σφραγίδα, και δίνουν την εντύπωση ότι έχουν διαφοροποιηθεί μέσα σε
ένα γλωσσικό συνεχές. Δεν υπάρχουν γλωσσικές ενδείξεις ότι υπήρξε κάποια
«κλιμάκωση» των εισβολών από τους λαούς που μιλούσαν τις ανατόλιες γλώσσες.
Αντίθετα, από γλωσσολογική
άποψη, οι Λούβιοι της ιστορίας είναι για εμάς οι πιο «πρόσφατοι» από τους Ανατόλιους:
η γλώσσα τους εξελίχθηκε περισσότερο από τα Χιττιτικά σε σχέση με την πρωτοανατόλια
γλώσσα. Ωστόσο, το ζήτημα της «νεωτερικότητας» μιας γλώσσας έχει μικρή σχέση με
τη σχετική χρονολογία: είναι κοινός τόπος της γλωσσολογίας ότι οι στενά
συγγενείς γλώσσες παρουσιάζουν διαφορετικούς ρυθμούς αλλαγής.
Θα είναι πιο ωφέλιμο να
ασχοληθούμε με τα γλωσσολογικά στοιχεία για την παλαιότερη εμφάνιση των Λουβίων
και των Χετταίων στην Ανατολία. Εδώ έχουμε την τύχη να έχουμε μαρτυρίες ήδη από
τον 20ο αιώνα π.Χ. Η Ασσυρία, στη διάρκεια της εμπορικής επέκτασης, ίδρυσε
εμπορικές αποικίες στη Μικρά Ασία, και οι ντόπιοι πρίγκιπες έγιναν υποτελείς
των Ασσυρίων βασιλιάδων. Ένας από αυτούς βρισκόταν στην πόλη Kanesh (σημερινό Kültepe), και εδώ βρέθηκαν χιλιάδες πήλινες πινακίδες, που καλύπτουν την περίοδο
περίπου 1910-1780 π.Χ. Αυτές καθιστούν σαφές ότι ορισμένοι από τους πρίγκιπες
ήταν είτε Χετταίοι είτε Λούβιοι, και το ίδιο ισχύει και για τα αυτόχθονα
ονόματα που αναφέρονται στα έγγραφα.
Εξαιρετικής ιστορικής σημασίας
είναι κείμενα που περιέχουν αναφορές για τον πρίγκιπα Pithana και τον Anitta, τον διοικητή του φρουρίου, γιατί ταυτίζονται με
τον Pithana και τον γιο του Anitta, που αναφέρονται σε μια επιγραφή των
Χετταίων, καθώς ο τελευταίος έκανε μεγάλες κατακτήσεις και κατέστρεψε τη Χαττούσα,
η οποία στη συνέχεια έγινε η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Χετταίων. Αυτή η
δυναστική οικογένεια άλλαξε την έδρα της από την Kussara στο Kanesh (ή Nesha). Η σημασία του
Kanesh ως βάσης
εξουσίας στην πρώιμη ιστορία των Χιττιτών υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι ο
προσδιορισμός των ίδιων για τη γλώσσα τους είναι παράγωγο του τοπωνυμίου Kanesh: kanesumnili, nesumnili (επίσης nasili, nisili).
Τα παλαιά ασσυριακά κείμενα
μας δίνουν έτσι μια γεύση για τις απαρχές της παρουσίας των Χιττιτών στη Μικρά
Ασία πριν εγκαταστήσουν την πρωτεύουσά τους στη Χαττούσα. Έχουμε επίσης μια
αρκετά ακριβή ημερομηνία: ο Pithana ήταν σύγχρονος με την πρώτη γενιά Ασσυρίων εμπόρων στο Kanesh, ενώ ο γιος του Anitta και οι κατακτήσεις του ανήκαν στη δεύτερη
γενιά. Σε αυτή την πρώιμη περίοδο οι Λούβιοι ήταν επίσης παρόντες, πιθανώς ως
έμποροι στη δική τους περιοχή. Οι δυτικές συνδέσεις του Kanesh υπογραμμίζονται από το γεγονός ότι ο
προστάτης θεός της πόλης ήταν η δυτικοσημιτική θεότητα, Anna. Με την πάροδο του χρόνου «η σημαία
ακολούθησε το εμπόριο», και οι περιοχές της Λουβίας ενσωματώθηκαν στην
αυτοκρατορία των Χετταίων.
Η γενική γεωγραφική,
χρονολογική και ιστορική εικόνα έχει πλέον καθοριστεί όσο το δυνατόν
περισσότερο από τα γλωσσικά στοιχεία, και μπορούμε να στραφούμε στα στοιχεία
που παρέχει η αρχαιολογία της Ανατολίας. Εδώ μπορούν να γίνουν δύο κρίσιμες
παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι ότι ο επικεφαλής σύμβουλός μας, ο James Mellaart, γνωρίζει και αποδέχεται πλήρως τα γλωσσικά στοιχεία: «Οι Χιττιτολόγοι
συμφωνούν τώρα ότι τόσο οι Λούβιοι όσο και οι Χιττίτες ήταν ήδη παρόντες στο Kültepe II [δηλαδή στο Kanesh] τον 20ο αιώνα π.Χ.». Η δεύτερη
παρατήρηση είναι ότι υπήρξε μια συνεχής πολιτιστική ανάπτυξη χωρίς διακοπές
μεταξύ της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και της επόμενης Μέσης Εποχής του Χαλκού,
όπως δεν υπάρχει καμία διακοπή μεταξύ της Μέσης και της Ύστερης Εποχής του
Χαλκού. Όλη η περίοδος από το 2300/2200 έως το 1200/1100 π.Χ. είναι μια
πολιτιστική οντότητα.
Για το πρόβλημά μας πρέπει να
εστιάσουμε την προσοχή στην περιοχή συγκέντρωσης των διακριτικών τοπωνυμίων,
στο νότιο και νοτιοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας. Εδώ, στο τέλος της Πρώιμης
Εποχής του Χαλκού ΙΙ (2400 π.Χ.), ο Mellaart εντόπισε μια εκτεταμένη εισβολή, συνοδευόμενη από
καταστροφές που είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική εγκατάλειψη της οικιστικής ζώνης
σε ολόκληρη την πεδιάδα του Ικονίου και στο νοτιότερο τμήμα της νοτιοδυτικής
Ανατολίας. Οικιστική αποκατάσταση δεν παρατηρείται στην πεδιάδα του Ικονίου
μέχρι το 2000 π.Χ., αλλά η ακτή του Αιγαίου νότια της Τρωάδας αποτελεί ένα
αρχαιολογικό κενό μέχρι την εμφάνιση πολιτισμού κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού,
γύρω στο 1900 π.Χ.
Ο Mellaart αποδίδει αυτή την καταστροφική εισβολή
στους Ινδοευρωπαίους, και ιδιαίτερα στους Λουβίους. Η πολιτιστική ανάκαμψη στην
περιοχή της Λουβίας, π.χ. στην πεδιάδα του Ικονίου, είναι συνεπής με την
εμφάνιση Λουβίων εμπόρων στο Kanesh στα τέλη του 20ου αιώνα π.Χ.. Μεγάλης σημασίας, όπως θα δούμε, είναι τα
στοιχεία που παρέχονται από την ανασκαφή στο Beycesultan, το οποίο ο Mellaart προσδιορίζει ως πρωτεύουσα του λουβικού κράτους Arzawa. Αυτή η τοποθεσία καταστράφηκε ολοσχερώς
γύρω στο 1750 π.Χ., μια ημερομηνία κοντά στην αρχή του Παλαιού Βασιλείου των
Χετταίων.
Σε αυτή τη γενική αφήγηση
ξεχωρίζουμε «την ουσιαστική εγκατάλειψη των οικισμών σε ολόκληρη την πεδιάδα
του Ικονίου», γιατί αυτό προσφέρει μια κρίσιμη φάση στη σύγκριση της γλωσσικής
εικόνας. Παραθέτουμε και πάλι την κατάληξη -wanna˙ το Ικόνιο βρίσκεται στην επαρχία της
Λυκαονίας. Αυτό το όνομα προφανώς ανάγεται στο *Lukkawanna- ένα εθνοτικό επίθετο που βασίζεται στο Lukka. Τα εδάφη των Lukka είναι γνωστά από κείμενα των Χιττιτών,
και παρόλο που η ακριβής θέση τους αμφισβητείται, βρίσκονταν σίγουρα στο
νοτιοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας, και ορισμένοι ερευνητές θα περιλάμβαναν τη
Λυκαονία. Το ότι όμως η επικράτειά τους εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα φαίνεται
από αναφορές για πειρατικές επιδρομές στην Κύπρο και θαλάσσιο εμπόριο με την Ugarit.
Όποια και αν είναι η αλήθεια
σχετικά με αυτό, το γεγονός που είναι ουσιώδες για την επιχειρηματολογία μας
είναι σαφές: η περιοχή στην οποία βρίσκεται το Ικόνιο έφερε ένα λουβικό όνομα,
και αποτελούσε μέρος των εδαφών όπου τα ονόματα σε -assa και -anda ήταν πιο συγκεντρωμένα: (από τα ανατολικά προς τα
δυτικά) κεντρική Καππαδοκία, Λυκαονία, Ισαυρία, Πισιδία και Λυκία. Εάν δοθεί η
δέουσα προσοχή και βαρύτητα σε αυτά τα σταθερά εδραιωμένα γλωσσικά και
γεωγραφικά δεδομένα, δεν υπάρχει μεγάλη δυσκολία να καταλήξουμε σε μια ιστορική
σύνθεση που να εναρμονίζει τα ευρήματα της γλωσσολογίας της Ανατολίας με εκείνα
της αρχαιολογίας της.
Μια εισβολή στα τέλη της
τρίτης χιλιετίας π.Χ., συνοδευόμενη από εκτεταμένες καταστροφές, ακολουθείται
από μια επανακατοίκηση και αναβίωση της περιοχής των χαρακτηριστικών τοπωνυμίων
μας. Αυτά τα ονόματα υπονοούν, φυσικά, πυκνό οικισμό. Όπως σημειώθηκε παραπάνω,
δεν μπορούν να αποδοθούν σε μια φάση που περιγράφεται από τον Mellaart ως «υποτροπή σε νομαδικές συνθήκες». Με
άλλα λόγια, οι θέσεις αυτές ιδρύθηκαν και ονομάστηκαν όχι νωρίτερα από την
ανάκαμψη κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού, ύστερα από τις καταστροφές της Πρώιμης
Εποχής του Χαλκού. Αυτό μας δίνει την πρωιμότερη δυνατή χρονολογία για την
εισβολή στην Ελλάδα από τους «λαούς του Παρνασσού».
Μπορούμε τώρα να στραφούμε
στην αρχαιολογική ιστορία της Τροίας, γιατί αυτή θα είναι το σκαλοπάτι για τον
κόσμο της Μεσοελλαδικής περιόδου στην Ελλάδα. Η τοποθεσία της Τροίας
καταλήφθηκε από μια σειρά οικισμών που ξεκίνησαν περίπου το 3000 π.Χ. Η
περίοδος που σχετίζεται με την παρούσα συζήτηση είναι αυτή που είναι γνωστή
στους αρχαιολόγους ως Τροία VI, όταν χτίστηκε η ισχυρότερη από τις διαδοχικές ακροπόλεις. Υπάρχουν πολλά
σημάδια ότι αυτή η φάση οφειλόταν σε νεοφερμένους, και είναι σημαντικό ότι το
άλογο κάνει τώρα την πρώτη του εμφάνιση. Η περίοδος αυτή είναι μεγάλη,
1900-1300 π.Χ., και έχουν διακριθεί περίπου οκτώ στρώματα.
Στα πρώτα στρώματα αυτής της
περιόδου, η επικρατέστερη κεραμική είναι η λεγόμενη γκρίζα μινυακή κεραμική.
Πρόκειται για ένα είδος κεραμικής που συναντάται και στη Μεσοελλαδική Ελλάδα,
και ονομάστηκε έτσι από τον Ερρίκο Σλήμαν, επειδή πρωτοανακαλύφθηκε στον βοιωτικό
Ορχομενό, ο θρυλικός ιδρυτής του οποίου ήταν ο Μινύας. Εξαιτίας αυτού του
κοινού κεραμικού στοιχείου, οι αρχαιολόγοι του Αιγαίου πιστεύουν ότι «και οι
δύο περιοχές [δηλαδή η Τρωάδα και η Μεσοελλαδική Ελλάδα] κατακλύστηκαν περίπου
την ίδια εποχή από εισβολείς του ίδιου φύλου, και πιθανώς ελληνικής καταγωγής».
Θα ήταν, ωστόσο, πιο σοφό να δούμε πρώτα τη γκρίζα μινυακή κεραμική στο
δεδομένο πλαίσιο της Ανατολίας.
Ο James Mellaart σχολιάζει ότι αυτός ο τύπος κεραμικής «είναι πλέον γνωστό ότι
χρησιμοποιήθηκε πολύ πριν σε γειτονικές περιοχές», γεγονός που «υποδηλώνει
μάλλον μια ειρηνική απόκτηση παρά μια ξένη εισβολή». Μαζί με άλλους μελετητές
της Ανατολίας, τονίζει τον «επίμονα ανατολικό χαρακτήρα του πολιτισμού της
Τροίας VI», και απορρίπτει τα
συμπεράσματα που «βασίζονται σε μια εκτίμηση των ευρημάτων που περιορίζεται
στην ίδια την τοποθεσία της Τροίας ή, το πολύ, στην Τρωάδα». Αν κάποιος δει το
φαινόμενο της γκρίζας μινυακής κεραμικής στο σωστό του πλαίσιο, τότε αυτό που
φαίνεται να είναι καινοτομίες της Τροίας VI «αποδεικνύεται ότι ήταν για πολύ καιρό οικείο
χαρακτηριστικό του τότε πολιτισμού της περιοχής». Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι
«είναι κατανοητό, επομένως, ότι οι μελετητές που δεν γνώριζαν ακόμη τις
πρόσφατες ανακαλύψεις στο εσωτερικό της δυτικής Ανατολίας, όταν αντιμετώπισαν
την ταυτόχρονη εμφάνιση της γκρίζας μινυακής κεραμικής στην ηπειρωτική Ελλάδα
και στην Τροία, εντόπισαν λανθασμένα την κοινή πηγή της, ή ακόμη υπέθεσαν την
άφιξή της στην Τροία από την Ελλάδα. Αυτή η άποψη τώρα πρέπει σίγουρα να
διορθωθεί».
Η γενική ιστορική ερμηνεία του
Mellaart είναι ότι υπήρξε μια
γενική μετακίνηση λαών ή ομάδων στην Ανατολία από την ανατολή προς τη δύση, η
οποία κορυφώθηκε με την άφιξη των Μεσοελλαδικών λαών που έφεραν στην Ελλάδα τη γκρίζα
«μινυακή» κεραμική. Όποια και αν ήταν η αρχική ώθηση αυτής της μεγάλης μετακίνησης
του πληθυσμού (ο Mellaart
αμφισβητεί τον επεκτατισμό των Χετταίων), το αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι
υπήρξε μια εισβολή από την Ανατολία στην Ελλάδα, λίγο μετά το 2000 π.Χ.
Για να στραφούμε τώρα στην
εναλλακτική ιστορική ανακατασκευή: το κεφάλαιο της Αρχαίας Ιστορίας του Cambridge που ασχολείται με το πρόβλημα της «μινυακής»
κεραμικής από ελληνική σκοπιά (γραμμένο από τον ειδικό σε θέματα Αιγαίου J. L. Caskey) εξακολουθεί να
διατηρεί το ορθόδοξο «τοπικιστικό» συμπέρασμα. Απαιτεί προσεκτική εξέταση, πολύ
περισσότερο τη στιγμή που ακόμη και οι ιστορικοί της ελληνικής γλώσσας
αναφέρονται στη «Μεσοελλαδική ελληνική γλώσσα». Βλέποντας ότι μια αποδεκτή λύση
πρέπει να εναρμονίζει τα γλωσσικά και τα αρχαιολογικά στοιχεία, και ότι ο Caskey ευνοεί την προέλευση των τοπωνυμίων
σε -inthos και
-assos στην Ανατολία, προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η συζήτηση δεν δείχνει καμία
επίγνωση των πρόσφατων εξελίξεων στη γνώση μας για τα Λουβικά, και συγκεκριμένα
δεν υπάρχει καμία αναφορά στα θεμελιώδη άρθρα του Laroche σχετικά με τα επιθήματα, που είναι το κλειδί του προβλήματος.
Το επιχείρημά του είναι στην
πραγματικότητα καθαρά αρχαιολογικό και αξιοσημείωτης απλότητας. Οι πολιτισμοί
της Εποχής του Χαλκού της ηπειρωτικής Ελλάδας εμπίπτουν σε τρεις κύριες
περιόδους, με υποδιαιρέσεις που χαρακτηρίζονται από χαρακτηριστική κεραμική: Πρώιμη,
Μέση και Ύστερη Ελλαδική. Οι ανασκαφές στη Λέρνα της Αργολίδας έδειξαν ότι μια
σημαντική ρήξη συνέβη στο τέλος της Πρωτοελλαδικής ΙΙ (περίπου 2200 π.Χ.), και
ότι αμέσως μετά υπήρξε μια εισβολή εποίκων που εγκαινίασαν την Μεσοελλαδική, η
οποία διήρκεσε από το 1900 π.Χ. περίπου μέχρι την έναρξη της Υστεροελλαδικής,
με τους λακκοειδείς τάφους στις Μυκήνες, στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα
π.Χ. Η Υστεροελλαδική περίοδος είναι η Μυκηναϊκή περίοδος, η οποία διαρκεί
μέχρι περίπου το 1100 π.Χ.
Τώρα, η πρώτη αναμφισβήτητη
απόδειξη για την παρουσία Ελλήνων είναι η εμφάνιση των πινακίδων της Γραμμικής Γραφής
Β στα ερειπωμένα ανάκτορα της ΥΕ ΙΙΙ Β περιόδου, περίπου το 1200 π.Χ. Αν πάμε
πίσω από αυτό το σημείο, δεν υπάρχει αισθητή πολιτιστική ρήξη μέχρι να φτάσουμε
στην αρχή της Μέσης Ελλαδικής (1900 π.Χ.), ή μάλλον, στην καταστροφή της Λέρνας, κατά την Πρώιμη Ελλαδική
III (2200 π.Χ.). Επομένως, λέγεται
ότι η ΥΕ III/ΜΕ περίοδος
είναι ελληνική.
Μια τόσο πρώιμη είσοδος των
Ελλήνων, ωστόσο, δύσκολα συμβιβάζεται με τα γλωσσολογικά και αρχαιολογικά
στοιχεία από την Ανατολία, αφού, όπως συμφωνούν όλες οι πλευρές, πρέπει να
βρούμε χρόνο για μια προηγούμενη κατάληψη της Ελλάδας από τον «λαό του
Παρνασσού», που προερχόταν από τη Μικρά Ασία, πριν από την έλευση των Ελλήνων.
Η αναγωγή αυτού του γεγονότος στην Πρώιμη Ελλαδική III θα συνεπαγόταν μια απίστευτα υψηλή
ημερομηνία (πολύ πίσω στην τρίτη χιλιετία π.Χ.) για την εισβολή των λαών που
μιλούσαν τις Ανατόλιες γλώσσες στη Μικρά Ασία. Η οικιστική ιστορία της νότιας
Μικράς Ασίας στην περιοχή συγκέντρωσης των βασικών τοπωνυμίων, όπως είδαμε,
παρουσιάζει επίσης δυσκολίες.
Σε αυτό το σημείο θα είναι
σκόπιμο να εξετάσουμε ένα άλλο αρχαιολογικό επιχείρημα που επιδιώκει να δείξει
ότι τα επιθήματα -inthos και -assos δημιουργήθηκαν κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στην Ελλάδα. Οι G. W. Blegen και ο J. B. Haley σημείωσαν ότι η
κατανομή αυτών των τοπωνυμίων συμπίπτει με εκείνη των ελλαδικών θέσεων της Πρώιμης
Ελλαδικής, πολλές από τις οποίες στη συνέχεια εγκαταλείφθηκαν. Αυτή τη σύμπτωση
τη θεώρησαν σημαντική, και το συμπέρασμά τους τονίστηκε με κατηγορηματικούς
όρους από τον Caskey: «τα
τοπωνύμια πρέπει να ανήκουν στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και όχι σε οποιαδήποτε
άλλη».
Η πλάνη σε αυτό το επιχείρημα
έχει ήδη επισημανθεί: Τα ονόματα, όπως όλα τα γλωσσικά στοιχεία, μεταδίδονται
από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα. Αν λοιπόν αυτά τα ονόματα δόθηκαν
κατά την Πρώιμη Ελλαδική και επιβίωσαν
μέχρι τους κλασσικούς ελληνικούς χρόνους, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διατηρήθηκαν
και στους Μεσοελλαδικούς χρόνους που μεσολάβησαν. Τι σημασία μπορεί να έχει,
λοιπόν, η φαινομενική σύμπτωση της κατανομής με τις Πρωτοελλαδικές θέσεις; Από
τη στιγμή που τέτοιες τοποθεσίες είχαν εγκαταλειφθεί, πώς θα μπορούσαν οι Μεσοελλαδικοί
κάτοικοι της Ελλάδας να αναφέρονται σε αυτές, και να διαιωνίζουν τα ονόματά
τους για τις επόμενες γενιές;
Με άλλα λόγια, ακόμη και αν τα
ονόματα είχαν δοθεί από τους Πρωτοελλαδικούς κατοίκους, τα μόνα που θα
μπορούσαν να έχουν διασωθεί θα αναφέρονταν σε τοποθεσίες που παρέμειναν σε
κατοίκηση αργότερα. Έτσι, θα έπρεπε να παρατηρήσουμε μια όχι λιγότερο σημαντική
συσχέτιση με τα Μεσοελλαδικά τοπωνύμια, και, φυσικά, με τα Υστεροελλαδικά
τοπωνύμια, γιατί με τη σειρά τους οι Μυκηναίοι μετέφεραν αυτά τα αρχαία
τοπωνύμια και τα μετέδωσαν, για να καταγραφούν τελικά στα έγγραφα των ελληνικών,
ακόμη και των βυζαντινών χρόνων. Πρέπει, επομένως, να απορρίψουμε το επιχείρημα
της κατανομής των τοπωνυμίων, καθώς δεν έχει καμία σχέση με την απόδοση των
ονομάτων.
Για να στραφούμε τώρα στα
καθαρά αρχαιολογικά επιχειρήματα υπέρ μιας τόσο πρώιμης χρονολόγησης της
ελληνικής μετανάστευσης, ο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα των συμπερασμάτων που
συνδέει την ελληνικότητα των πινακίδων της Γραμμικής Γραφής Β με μια
αρχαιολογική φάση περίπου επτακόσια ή οκτακόσια χρόνια νωρίτερα, έγκειται στο
ρητό δόγμα «καμία πολιτιστική ρήξη- καμία εισβολή νέων ανθρώπων». Υπάρχουν,
αντίθετα, πολλές περιπτώσεις όπου οι εισβολείς εισήγαγαν μια νέα γλώσσα ή μια
νέα διάλεκτο χωρίς καμία αισθητή ρήξη στον υλικό πολιτισμό (βλ., λόγου χάρη, την
«εισβολή των Δωριέων»).
Είναι όμως αλήθεια ότι δεν
υπάρχει αξιοσημείωτη αλλαγή μεταξύ της Μεσοελλαδικής και της έναρξης της Υστεροελλαδικής
περιόδου στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα π.Χ., η πιο εντυπωσιακή μαρτυρία
της οποίας είναι οι λακκοειδείς τάφοι στις Μυκήνες; Η Emily Vermeule γράφει: «Μιλώντας ειλικρινά, δεν υπάρχει τίποτα στον Μεσοελλαδικό κόσμο
που να μας προετοιμάζει για το φοβερό μεγαλείο των λακκοειδών τάφων».
Συγκεκριμένα, «δεν υπήρχαν ακόμη άλογα, άρματα, ούτε ξίφη και πολύτιμα
μέταλλα», έτσι ώστε «είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι λακκοειδείς τάφοι
αντιπροσωπεύουν απλώς μια ήπια πρόοδο από τους Μεσοελλαδικούς κιβωτιόσχημους
τάφους». Ένα άλλο σημαντικό πολιτιστικό χαρακτηριστικό δείχνει προς τη Μικρά
Ασία. Στη Μεσοελλαδική Λέρνα Va (1900 - 1550 π.Χ.) «βρίσκει κανείς νέα είδη τοπικής κεραμικής και
εργαλείων, νέα εισαχθέντα αγαθά, και τις πιο αξιόλογες ενδοτοιχιακές ταφές σε
μεγάλους αριθμούς». Η Vermeule σημειώνει επίσης ότι αυτή η ενδοτοιχιακή ταφή είναι ένα ασυνήθιστο
χαρακτηριστικό, «μια συνήθεια νέα στην Ελλάδα, αν και παλιά στην Ανατολή».
Συνοψίζοντας, μεταξύ των δύο αντίθετων
επιλογών που παρουσιάζονται στην Αρχαία Ιστορία του Cambridge από τους υποστηρικτές της Ανατολίας και εκείνους
του Αιγαίου, η δεύτερη επιλογή δεν μπορεί να προτιμηθεί για τους ακόλουθους
λόγους: Αν και αποδέχεται την προέλευση των τοπωνυμίων «Παρνασσός» από την
Ανατολία, δεν δείχνει καμία επίγνωση των στοιχείων που έχουν τεκμηριωθεί από
ειδικούς στη γλωσσολογία της Ανατολίας. Επιπλέον, δεν επιχειρεί να κάνει το
προφανές βήμα να συνδέσει τα ομολογουμένως ανατόλια ονόματα με τα ευρήματα της
αρχαιολογίας της Ανατολίας. Συγκεκριμένα, παραμελεί την οικιστική ιστορία της περιοχής
συγκέντρωσης των εν λόγω τοπωνυμίων, και διαχωρίζει την Τροία VI από το ανατόλιο υπόβαθρό της. Τέλος, η
βασική αρχή του λογικού συμπεράσματος «καμία πολιτιστική ρήξη- καμία εισβολή
νέων ανθρώπων» είναι επίσης αμφισβητήσιμη.
Από την άλλη μεριά, τα
γλωσσολογικά και τα αρχαιολογικά στοιχεία μπορούν να συμφιλιωθούν με την
απόδοση του Μεσοελλαδικού πολιτισμού στον «λαό του Παρνασσού» της Ανατολίας,
και την απόδοση στους Έλληνες της «φοβερής λαμπρότητας» των λακκοειδών τάφων.
Αλλά ούτε αυτό είναι απολύτως ικανοποιητικό. Μια γενική μελέτη των
«αιγαιοπελαγίτικων» δανείων στο ελληνικό λεξιλόγιο υποδηλώνει ότι οι Έλληνες
συνάντησαν έναν προηγμένο και περίτεχνο πολιτισμό, και αυτό δεν ταιριάζει με
μια αρχαιολογική εικόνα του Μεσοελλαδικού κόσμου που αναφέρεται στην «έσχατη
φτώχεια και την αίσθηση της περιθωριακής ύπαρξης». Η Vermeule γράφει επίσης για τους Μεσοελλαδικούς ανθρώπους:
«Αισθάνεται κανείς ότι μόλις πρόσφατα είχαν βγει από ένα πραγματικό νεολιθικό
στάδιο».
Η δυσκολία είναι εμφανής σε
έναν πολιτιστικό τοπίο όπου η αντιστοίχιση φιλολογικών και αρχαιολογικών
ευρημάτων θα έπρεπε να είναι ευκολότερη. Αυτό είναι αρχιτεκτονική. Η Vermeule γράφει ότι οι «Μινύες», αν και ικανοί
στην κεραμική, ήταν ακόμα πίσω από τους προκατόχους τους σε άλλους τεχνικούς
τομείς του πολιτισμού. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για την αρχιτεκτονική: «Δεν υπήρχαν
ακόμη παλάτια, ούτε καν ευρύχωρα σπίτια, αν και οι ανασκαφείς είναι πάντα
αισιόδοξοι». Ωστόσο, έχει επισημανθεί εδώ και καιρό από τους γλωσσολόγους ότι
οι Έλληνες πρέπει να έμαθαν την τέχνη της οικοδόμησης με πέτρα από τον
υποταγμένο πληθυσμό, καθώς το τεχνικό λεξιλόγιο είναι σε μεγάλο βαθμό μη
ινδοευρωπαϊκό (π.χ. «γείσο», «θριγκός», «θάλαμος», κ.λπ.).
Φαίνεται δύσκολο να φανταστεί
κανείς ότι οι Έλληνες πήραν ένα πλήρες λεξιλόγιο της λιθοδομικής από τους Πρωτοελλαδικούς
προκατόχους τους στα τέλη της τρίτης χιλιετίας και, αφού πέρασαν από ένα μακρύ
νεολιθικό στάδιο, το διατήρησαν για περίπου μισή χιλιετία μέχρι τη στιγμή που η
Μεσοελλαδική περίοδος «τελειώνει ως μια ευρέως πολιτισμένη εποχή, αν και
αρχίζει από μια σκοτεινή εποχή μέσα στο μυστήριο».
Το απλό μάθημα των
αρχιτεκτονικών όρων που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες είναι ότι οι άμεσοι
προκάτοχοί τους ήταν δάσκαλοι μιας πολύπλοκης τεχνολογίας πέτρινης δόμησης,
έτσι ώστε το αρχαιολογικό όριο μετά την υιοθέτηση των όρων δεν μπορεί να είναι
νωρίτερα από την επανεμφάνιση της περίτεχνης αρχιτεκτονικής, μετά τη θλιβερή
παρακμή στις αρχές της Μεσοελλαδικής περιόδου.
Έτσι, αρκετοί μελετητές έχουν
υποστηρίξει μια ακόμη μεταγενέστερη ημερομηνία για την έλευση των Ελλήνων, και μερικοί
την τοποθετούν μέχρι και την ΥΕ ΙΙΙ Β (1300-1200 π.Χ.). Αυτό θα ήταν αρκετά
συμβατό με μια συντηρητική αξιολόγηση των γλωσσικών στοιχείων από τις πινακίδες
της Γραμμικής Γραφής Β. Αυτό θα σήμαινε την ταύτιση των «Μυκηναίων» Ελλήνων με
την «Ανακτορική Εποχή»: τα μεγάλα ανάκτορα δεν χτίστηκαν μέχρι την εποχή των
τελευταίων «θόλων» (δηλαδή των «κυψελοειδών» τάφων, όπως εκείνοι του «Ατρέα»
και της «Κλυταιμνήστρας» στις Μυκήνες) τον δέκατο τρίτο αιώνα π.Χ.
Οι αβεβαιότητες στην απόλυτη
χρονολογία δεν επηρεάζουν τη συνολική εικόνα μας για τον εξινδοευρωπαϊσμό της
Ελλάδας. Οι ομιλητές μιας ινδοευρωπαϊκής διαλέκτου, οι οποίοι είχαν παραμείνει
σε επαφή με την κεντρική ομάδα των διαλέκτων, και ιδιαίτερα με την ινδοϊρανική
διάλεκτο, κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας μετακινήθηκαν νότια στην
ιστορική τους πατρίδα (πιθανώς ως εξαιρετικά κινητικές ομάδες πολεμιστών), και
απέσπασαν τη χώρα από τους γλωσσικούς ξαδέλφους τους της Ανατολίας, οι οποίοι
είχαν εγκαταλείψει την ινδοευρωπαϊκή κοιτίδα σε πολύ προγενέστερη ημερομηνία, και είχαν περάσει στην Ελλάδα και την Κρήτη
αφού είχαν εγκατασταθεί στη Μικρά Ασία.
Απόσπασμα από το πρώτο
κεφάλαιο του βιβλίου The Greek language, του Leonard R. Palmer
[https://ia902306.us.archive.org/18/items/the-greek-language/The%20Greek%20Language.pdf]
Μετάφραση για τα Ελληνικά,
2025, Χρήστος Κ. Τσελέντης