15 Φεβ 2025

Το διπλό στην ανθρωπολογία

Η σκιά του ανθρώπου, σκέφτηκα, είναι η ματαιοδοξία του.

Νίτσε

 

Το σημείο εκκίνησής μας θα είναι εκείνες οι δεισιδαιμονικές έννοιες που συνδέονται με τη σκιά, οι οποίες ακόμη και σήμερα συναντώνται ανάμεσά μας, και τις οποίες συγγραφείς- για παράδειγμα, ο Άντελμπερτ φον Σαμίσο, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και ο Γκαίτε- θα μπορούσαν συνειδητά να χρησιμοποιήσουν.

 

Αρκετά γνωστή σε όλη τη Γερμανία, την Αυστρία και τη Γιουγκοσλαβία είναι μια δοκιμασία που γίνεται την παραμονή των Χριστουγέννων ή της Πρωτοχρονιάς: όποιος δεν ρίχνει σκιά στον τοίχο του δωματίου από το φως της λάμπας, ή του οποίου η σκιά είναι ακέφαλη, πρέπει να πεθάνει μέσα σε ένα χρόνο. Υπάρχει μια παρόμοια πεποίθηση μεταξύ των Εβραίων, ότι όποιος περπατά στο φως του φεγγαριού την Πεντηκοστή, και του οποίου η σκιά είναι ακέφαλη, θα πεθάνει το ίδιο έτος. Υπάρχει ένα ρητό στις γερμανικές επαρχίες, ότι το να πατάς πάνω στη σκιά σου είναι σημάδι θανάτου.

 

Σε αντίθεση με την πεποίθηση ότι όποιος δεν ρίχνει σκιά πρέπει να πεθάνει, είναι μια γερμανική πεποίθηση ότι όποιος βλέπει τη σκιά του διπλή κατά τη διάρκεια των Θεοφανίων, πρέπει να πεθάνει. Διάφορες θεωρίες, μερικές από αυτές μάλλον περίπλοκες, έχουν προσφερθεί για να εξηγήσουν αυτή την ιδέα. Θα ξεχωρίσουμε εκείνη που αναφέρεται στην πίστη σε ένα πνεύμα φύλακα.

 

Από αυτή τη δεισιδαιμονία για τη σκιά, πιστεύουν ορισμένοι μελετητές, αναπτύχθηκε η πίστη σε ένα πνεύμα φύλακα, το οποίο με τη σειρά του είναι στενά συνδεδεμένο με το διπλό μοτίβο. Ο Ernst Rochholz θεωρεί ότι η σκιά που ακολουθεί το σώμα είναι το αρχικό περιεχόμενο των ιστοριών για την διόραση, τα οράματα, τη σκιά στην πολυθρόνα, τον σωσία, ή το φάντασμα που εμφανίζεται στο κρεβάτι κάποιου. Όσο περνάει ο καιρός, η σκιά που επιβιώνει από τον τάφο γίνεται το διπλό που γεννιέται με κάθε παιδί. Ο Fritz Pradel βρίσκει μια εξήγηση για την πίστη στην καταστροφική επίδραση της διπλής σκιάς στην ιδέα ότι ο φύλακας άγγελος κάποιου εμφανίζεται την ώρα του θανάτου του, και ενώνεται με τη σκιά του. Εδώ βρίσκεται η ρίζα της ιδέας που είναι σημαντική για το θέμα μας: ότι ο σωσίας που βλέπει τον εαυτό του πρέπει να πεθάνει μέσα σε ένα χρόνο.

 

Ο Rochholz, ο οποίος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την πίστη στα πνεύματα φύλακες, πιστεύει ότι η έννοια αυτών των πνευμάτων ως ευεργετικών ήταν η αρχική, και ότι μόνο σταδιακά αναπτύχθηκε το επιβλαβές νόημά τους (θάνατος), μαζί με την ενίσχυση της πίστης σε μια ζωή μετά το θάνατο. «Έτσι, η σκιά ενός ατόμου, η οποία κατά τη διάρκεια της ζωής του ήταν ένα χρήσιμο πνεύμα συνοδού, πρέπει να συρρικνωθεί σε ένα τρομακτικό και διωκτικό φάντασμα, που βασανίζει τον προστατευόμενό του, και τον κυνηγά μέχρι θανάτου». Πόσο εκτενώς συμβαίνει αυτό θα γίνει σαφές στην ψυχολογική συζήτηση του όλου θέματος.

 

Αυτές οι δεισιδαιμονικές αντιλήψεις και φόβοι των σύγχρονων πολιτισμένων εθνών σχετικά με τη σκιά, έχουν το αντίστοιχό τους σε πολυάριθμες και εκτεταμένες απαγορεύσεις (ταμπού) των πρωτόγονων λαών, που αναφέρονται στη σκιά. Από την πλούσια συλλογή υλικού του Τζέιμς Φρέιζερ, συνειδητοποιούμε ότι η «δεισιδαιμονία» βρίσκει ένα πραγματικό αντίστοιχο στην πίστη των πρωτόγονων. Ένας μεγάλος αριθμός τέτοιων λαών πιστεύουν ότι κάθε τραυματισμός που προκαλείται στη σκιά βλάπτει επίσης τον ιδιοκτήτη της, ανοίγοντας έτσι διάπλατα την πόρτα στη νεκρομαντεία και τη μαγεία.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μερικά από τα λογοτεχνικά έργα που συζητήσαμε, μια ηχώ μαγικής επιρροής μπορεί να αναγνωριστεί στο θάνατο του κύριου χαρακτήρα από τον τραυματισμό του ειδώλου, του πορτρέτου ή του σωσία του. Σύμφωνα με τον Julius von Negelein, «η απόπειρα καταστροφής ατόμων τραυματίζοντας τους σωσίες τους είναι ευρέως γνωστή, ακόμη και από την αρχαιότητα». Επίσης, σύμφωνα με την ινδουιστική πίστη, κάποιος καταστρέφει έναν εχθρό μαχαιρώνοντας την εικόνα ή τη σκιά του στην καρδιά.

 

Οι πρωτόγονοι λαοί έχουν αναρίθμητα ειδικά ταμπού που σχετίζονται με τη σκιά. Φροντίζουν να μην αφήνουν τη σκιά τους να πέσει πάνω σε ορισμένα αντικείμενα (ειδικά τρόφιμα). Φοβούνται ακόμη και τη σκιά άλλων ανθρώπων (ειδικά έγκυες γυναίκες, πεθερές κ.λπ.), και προσέχουν να μην πατήσει κανείς πάνω στη σκιά τους. Στις Νήσους του Σολομώντα, κάθε ντόπιος που πατάει πάνω στη σκιά του βασιλιά τιμωρείται με θάνατο. Οι πρωτόγονοι λαοί είναι επίσης ιδιαίτερα προσεκτικοί ώστε να μην αφήνουν τη σκιά τους να πέσει πάνω σε ένα πτώμα ή στον τάφο του, και για το λόγο αυτό οι κηδείες πολύ συχνά γίνονταν τη νύχτα.

 

Η έννοια του θανάτου σε όλα αυτά τα γεγονότα ανάγεται στο φόβο της ασθένειας ή άλλης βλάβης. Όποιος δεν ρίχνει σκιά, πεθαίνει. Όποιος έχει μια μικρή ή αχνή σκιά είναι άρρωστος, ενώ μια καλά αναπτυγμένη σκιά δείχνει ανάκαμψη. Τέτοιες δοκιμές για την υγεία γίνονταν πραγματικά, και πολλοί άνθρωποι ακόμη και σήμερα μεταφέρουν τους αρρώστους έξω στο φως του ήλιου για να δελεάσουν πίσω τη ψυχή τους που φεύγει με τη σκιά τους. Με την αντίθετη πρόθεση, οι κάτοικοι του Ambon και του Uliase (νήσοι Lease), δεν βγαίνουν ποτέ από το σπίτι τους το μεσημέρι, επειδή εκείνη την ώρα οι σκιές τους εξαφανίζονται, και φοβούνται ότι θα χάσουν τη ψυχή τους μαζί με τη σκιά τους.

 

Σχετικές εδώ είναι οι έννοιες για τις κοντές και μακριές σκιές, τις μικρές και τις επιμήκεις, στις οποίες βασίζονται τα παραμύθια του Γκαίτε και του Άντερσεν, όπως και τα ποιήματα του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον. Η πεποίθηση ότι η υγεία και η δύναμη ενός ατόμου αυξάνεται με το μήκος της σκιάς του είναι ανάλογη με τη διάκριση που κάνουν οι Ζουλού ανάμεσα στη μακριά σκιά ενός ατόμου, η οποία γίνεται προγονικό πνεύμα, και στην κοντή ουρά, η οποία παραμένει με τον νεκρό.

 

Συνδεδεμένη με αυτή την πεποίθηση είναι μια άλλη δεισιδαιμονία, που συνδέεται με την αναγέννηση του πατέρα στον γιο. Σύμφωνα με τον Φρέιζερ, οι πρωτόγονοι λαοί που πιστεύουν ότι η ψυχή του πατέρα ή του παππού ξαναγεννιέται στο παιδί, περιμένουν πολύ μεγάλη ομοιότητα του παιδιού με τους γονείς του. Εάν ένα παιδί μοιάζει εντυπωσιακά με τον πατέρα του, ο πατέρας πρέπει σύντομα να πεθάνει, αφού το παιδί έχει υιοθετήσει την εικόνα ή τη σιλουέτα του πατέρα.

 

Το ίδιο ισχύει και για το όνομα, το οποίο οι πρωτόγονοι θεωρούν ως ουσιαστικό μέρος της προσωπικότητας. Στον ευρωπαϊκό πολιτισμό εξακολουθεί να διατηρείται η πεποίθηση ότι αν δύο απόγονοι της ίδιας οικογένειας φέρουν το ίδιο όνομα, ο ένας πρέπει να πεθάνει. Υπενθυμίζουμε εδώ την ίδια «ονοματοφοβία» στο William Wilson του Πόε, και μπορούμε επίσης να καταλάβουμε, με βάση τη «μαγεία του ονόματος», την επίκληση των πνευμάτων καλώντας τα ονόματά τους.

 

Σύμφωνα με τον Φρόιντ, όλα τα αντικείμενα ταμπού έχουν έναν αμφίσημο χαρακτήρα, και τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτό περιλαμβάνουν έννοιες της σκιάς. Οι ιδέες της αναγέννησης της πατρικής σκιάς στο παιδί, που μόλις επισημάνθηκε, οδηγούν στις ήδη αναφερθείσες έννοιες της σκιάς ως προστατευτικού πνεύματος που γεννιέται ταυτόχρονα με το παιδί. Σε άμεση αντίθεση με την ιδέα του θανάτου στις δεισιδαιμονίες περί σκιάς, είναι οι ιδέες, αν και πολύ λιγότερο επίκαιρες, της σκιάς ως γονιμοποιητικού παράγοντα. Η εικόνα της σκιάς του θανάτου που περιβάλλει την ανθρωπότητα βρίσκει την αντίθετη βιβλική έκφρασή της στον Ευαγγελισμό, ο οποίος υπόσχεται στη Μαρία, αν και παρθένα, γιο, γιατί «δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι».

 

Σημειώνουμε ότι ο άγιος Αυγουστίνος και άλλοι εκκλησιαστικοί πατέρες βλέπουν στην έκφραση «ἐπισκιάσει» την έννοια της «αύρας», ως το αντίθετο της σωματικής αναπαραγωγής. Ο Pradel αναφέρει σχετικά την έκφραση, «Μείνε ήσυχος. Δεν επισκιάζεσαι από το Άγιο Πνεύμα». Με βάση αυτό επικαλείται έναν μύθο της Ταϊτής, σύμφωνα με τον οποίο η θεά Hina μένει έγκυος από τη σκιά ενός αρτόδεντρου που τίναξε ο πατέρας της Taaroa. Τo ταμπού της σκιάς της πεθεράς, τo οποίo αναφέρει ο Φρέιζερ, προφανώς αποσκοπεί στην αποτροπή μιας τέτοιας εγκυμοσύνης μέσω μιας σκιάς. Έτσι, για παράδειγμα, μεταξύ των ιθαγενών της Νότιας Αυστραλίας υπάρχει λόγος διαζυγίου όταν η σκιά του συζύγου πέφτει κατά λάθος πάνω στην πεθερά του.

 

Στην Κεντρική Ινδία υπάρχει ένας γενικός φόβος της εγκυμοσύνης από μια σκιά, και οι έγκυες γυναίκες αποφεύγουν την επαφή με τη σκιά ενός άνδρα, καθώς μπορεί να κάνει το παιδί τους να του μοιάζει. Όταν συγκρίνουμε αυτές τις φαντασιώσεις με εκείνες της σκιάς που μεγαλώνει και μικραίνει, και με την αντίστοιχα μεταβλητή αρρενωπότητα (το μοτίβο του Σαμψών), η συμβολική αναπαράσταση της σκιάς για την ανδρική δύναμη γίνεται εμφανής. Σχετίζεται με την αναγέννηση κάποιου στους απογόνους του, και ως εκ τούτου με τη γονιμότητα.

 

Ακριβώς όπως όλα σχεδόν τα σύμβολα καλής τύχης ήταν αρχικά σύμβολα γονιμότητας, η σκιά έχει επίσης αποκτήσει μια έννοια καλής τύχης από αυτή την άποψη. Η θεραπευτική επίδραση της σκιάς ορισμένων δέντρων (ειδικά στη Βίβλο) είναι σχετική εδώ, καθώς επίσης ο ρόλος της σκιάς ως φύλακας ενός θησαυρού (πρακτικά, επίσης, η σκιά λειτουργούσε ως δείκτης των ορίων ιδιοκτησίας).

 

Στο ινδικό παραμύθι της κόρης του ξυλοκόπου, το πνεύμα που γοητεύει το φτωχό κορίτσι λέει στον πατέρα της: «Αν μου δώσεις την κόρη σου, η σκιά σου θα μεγαλώσει, και οι θησαυροί σου θα αυξηθούν» (Rochholz, από τη συλλογή παραμυθιών της Somadeva Bhatta). Θυμόμαστε εδώ τον Πέτερ Σλέμιλ[1] του Σαμίσο, τον Μπάλντουιν[2] στην ταινία Ο Φοιτητής της Πράγας, και άλλους που αποζημιώνονται για την απώλεια των σκιών τους αποκτώντας πλούτο. Σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν αυτόν τον πλούτο για να κερδίσουν το αγαπημένο κορίτσι τους, αλλά αποτυγχάνουν παταγωδώς.

 

Ούτε οι ήρωες παρόμοιων λογοτεχνικών δημιουργιών είναι πιο επιτυχημένοι όταν το πρόβλημα του διπλού παίρνει τη μορφή της ανταλλαγής φυσικής εμφάνισης (το μοτίβο του Αμφιτρύωνα)- για παράδειγμα, στο διήγημα Avatar του Θεόφιλου Γκωτιέ. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτής της ιστορίας έγκειται στο να θέσει στο προσκήνιο την επιθυμία για αναγέννηση. Ο Οκτάβιος, ο οποίος αρρωσταίνει από την ανεκπλήρωτη αγάπη του για τη γυναίκα κάποιου άλλου, αποκτά από τον ηλικιωμένο γιατρό του την ψυχή του αντίζηλού του, ελπίζοντας με αυτόν τον τρόπο να συναντήσει τη σύζυγο του αντιπάλου του. Εκείνη, ωστόσο, αναγνωρίζει την εξαπάτηση, και παραμένει ψυχρή απέναντί του. Ο σύζυγός της προκαλεί τον Οκτάβιο σε μονομαχία, και ο Οκτάβιος τον σκοτώνει. Βασανισμένος από τη συνείδησή του, ο Οκτάβιος πηγαίνει ξανά στον γιατρό του, ο οποίος τώρα μεταφέρει τη δική του ψυχή στο σώμα του νεαρού. Η ψυχή του Οκτάβιου έτσι καταλήγει στο γεροντικό σώμα του γιατρού.

 

Αυτά τα μοτίβα αναδύονται με ιδιαίτερη δύναμη στο μυθιστόρημα τρόμου του Μωρίς Ρενάρ Δρ. Λερν (Doctor Lerne), ο κύριος χαρακτήρας του οποίου αναλαμβάνει να λύσει το πρόβλημα ανατομικά και χειρουργικά αντιστρέφοντας την προσωπικότητα μέσω μιας ανταλλαγής εγκεφάλων. Ο γέρο- Λερν, ο οποίος έχει απορριφθεί από την Έμμα, την ενσάρκωση της σεξουαλικότητας, υιοθετεί το νεαρό σώμα του ανιψιού του για να αγαπηθεί από την Έμμα, όσο εκείνη αγαπούσε το ρωμαλέο ανιψιό του. Το σχέδιό του, ωστόσο, έχει τόσο μικρή επιτυχία όσο στο διήγημα του Γκωτιέ. Η μονομαχία με το διπλό (τον σωσία) εμφανίζεται εδώ με αυτόν τον τρόπο: ο «ανιψιός», μαγικά τοποθετημένος στο σώμα ενός ταύρου, σχεδόν εξοντώνει τη φυσική του ταυτότητα (με έναν άλλο εγκέφαλο)· ζηλεύει γιατί αγκαλιάζει την Έμμα, το πλάσμα της σεξουαλικότητας. Αυτό το ακραίο βήμα αποτρέπεται μόνο επειδή ο θείος διακόπτει τη μονομαχία μεταξύ του ζώου και του ανθρώπινου εαυτού. Την κρίσιμη στιγμή, αναφωνεί: «Αγαπητέ φίλε, κάνοντας αυτό, θα αυτοκτονήσεις!»

 

Σε αυτές, καθώς και σε αρκετές άλλες αναπτύξεις του μοτίβου του διπλού, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο θέμα της ανικανότητας. Σε πολλές περιπτώσεις η ανικανότητα προβάλλεται ως κίνητρο για την ανταλλαγή σωματικής διάπλασης, καθώς και για την αναζωογόνηση που σχετίζεται με αυτήν. Σε άλλες περιπτώσεις προδίδει εύκολα αυτή την τάση- για παράδειγμα, στο διήγημα του Άρτουρ Σνίτσλερ Ο νόστος του Καζανόβα. Σε αυτή την ιστορία ο ηλικιωμένος ήρωας αγοράζει μια «νύχτα του έρωτα» με μια όμορφη και ντροπαλή γυναίκα από τον νεαρό εραστή της, ο οποίος μοιάζει εξωτερικά με τον Καζανόβα στα νιάτα του.

 

Η ιδέα της ερμηνείας της έλλειψης σκιάς του Σλέμιλ ως ανικανότητα εμφανίστηκε νωρίς στους ψυχαναλυτικούς κύκλους, και το Homunculus (1888) του Robert Hamerling φαίνεται να υπαινίσσεται αυτή την ιδέα: «Ο Πέτερ Σλέμιλ· ο γνωστός «άνθρωπος» (ο χειρότερος!) χωρίς σκιά...». Το παραμύθι του Όσκαρ Ουάιλντ «Ο νεαρός ψαράς και η ψυχή του» (στο Σπίτι με τις Ροδιές) θα ταίριαζε με την ερμηνεία του ευνουχισμού για την απώλειας της σκιάς. Ο ήρωας θέλει να απαλλαγεί από την ψυχή του, η οποία στέκεται ανάμεσα σε αυτόν και την αγαπημένη του γοργόνα, και με ένα μαχαίρι κόβει τη σκιά του. Η ζωή του τελειώνει τελικά, όπως αυτή του Ντόριαν Γκρέυ (ενός άλλου ήρωα του Ουάιλντ), με την αυτοκτονία.

 

Στρεφόμαστε τώρα από τέτοιες ατομικά διακριτές σημασίες του διπλού και της σκιάς με την προφανώς συμβολιστική-σεξουαλική τους έννοια, στο πιο περιεκτικό πρόβλημα της μετατροπής του πνεύματος φύλακα σε μια καταπιεστική και βασανιστική συνείδηση, γεγονός καλά θεμελιωμένο στις παραδόσεις της λαογραφίας. Οι λαογράφοι συμφωνούν τονίζοντας ότι η σκιά είναι ισοδύναμη με την ανθρώπινη ψυχή. Από αυτό το γεγονός αντλούμε όχι μόνο την ιδιαίτερη εκτίμηση για τη σκιά, αλλά και για όλα τα ταμπού που αναφέρονται σε αυτήν, καθώς και για το δεισιδαιμονικό φόβο του θανάτου αν κάποιος πατήσει στη σκιά του, αφού ο τραυματισμός, η βλάβη, ή η απώλεια της ψυχής θα επιφέρει το θάνατο.

 

Παραθέτουμε τον Έντουαρντ Τάιλορ σχετικά με την ταύτιση της σκιάς με την ψυχή μεταξύ των πρωτόγονων λαών, συμπεριλαμβανομένων των υπανάπτυκτων ιθαγενών της Τασμανίας: «Έτσι, οι Τασμανοί χρησιμοποιούν τη λέξη για τη «σκιά» ταυτόχρονα να σημαίνει «πνεύμα»· οι Αλγκόνκουιν αποκαλούν την ψυχή ενός ατόμου «σκιά του»· στη γλώσσα Quiché, nahib σημαίνει «σκιά, ψυχή»· στη γλώσσα των Αραουάκων, neja σημαίνει «σκιά, ψυχή, εικόνα»· οι Abipones της Νότιας Αμερικής είχαν μόνο μία λέξη, loakal, που σήμαινε «σκιά, ψυχή, ηχώ, εικόνα». Οι Basutos της Νότιας Αφρικής όχι μόνο αποκαλούν το πνεύμα που παραμένει μετά το θάνατο seriti, ή «σκιά», αλλά πιστεύουν ότι όταν κάποιος περπατά κατά μήκος της όχθης του ποταμού, ένας κροκόδειλος θα μπορούσε να αρπάξει τη σκιά του, και να την τραβήξει στο νερό».

 

Σύμφωνα με τον Φρέιζερ, ορισμένοι ιθαγενείς της Αυστραλίας υποθέτουν επίσης την ύπαρξη, εκτός από την ψυχή που εντοπίζεται στην καρδιά (ngai), μιας ψυχής πολύ στενά συνδεδεμένης με τη σκιά (choi).  Μεταξύ των Massim στη βρετανική Νέα Γουινέα το πνεύμα, ή η ψυχή, ενός νεκρού ονομάζεται arugo, που είναι ισοδύναμο σε νόημα με τη «σκιά» ή την «αντανάκλαση». Οι Kai στην ολλανδική Νέα Γουινέα θεωρούν ότι οι ψυχές τους, ή μέρη αυτών, βρίσκονται στις αντανακλάσεις και στις σκιές τους. Ως εκ τούτου, προσέχουν να μην πατήσουν πάνω στις σκιές τους. Στη Βόρεια Μελανησία η λέξη nio, ή niono, σημαίνει σκιά και ψυχή. Μεταξύ των κατοίκων των νησιών Φίτζι ο όρος για τη «σκιά» είναι yaloyalo, μια επανάληψη της λέξης για την «ψυχή», yalo.

 

Παρεμπιπτόντως, παρατηρώντας ότι οι ντόπιοι των νησιών στο Στενό Τόρες χρησιμοποιούν την ίδια λέξη, mari, για το «πνεύμα», τη «σκιά» ή την «εικόνα», ο Φρέιζερ πιστεύει ότι πολλοί πρωτόγονοι λαοί άντλησαν την ονομασία τους για την ανθρώπινη ψυχή από την παρατήρηση των σκιών ή της αντανάκλασης του σώματος στο νερό.

 

Μια σειρά περαιτέρω λαογραφικών ερευνών έχει δείξει χωρίς καμία αμφιβολία ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος θεωρούσε το μυστηριώδες διπλό του, τη σκιά του, ως ένα πραγματικό πνευματικό ον.

 

Οι κάτοικοι των νήσων Φίτζι πιστεύουν ότι κάθε άνθρωπος έχει δύο ψυχές- μια σκοτεινή, η οποία υπάρχει στη σκιά του και πηγαίνει στον Άδη, και μια φωτεινή, η οποία υπάρχει στην αντανάκλασή του στην επιφάνεια του νερού ή στο γυαλί, και η οποία παραμένει κοντά στον τόπο θανάτου του. Από αυτή την έννοια της σκιάς, οι πολυάριθμες επιταγές και απαγορεύσεις (ταμπού) που σχετίζονται με αυτήν μπορούν να κατανοηθούν επαρκώς.

 

Αν ρωτήσουμε πώς προέκυψε ότι η σκιά θεωρήθηκε ότι είναι η ψυχή, οι απόψεις των πρωτόγονων λαών που ζούσαν με τη φύση, καθώς και οι απόψεις των αρχαίων πολιτισμένων λαών, βοηθούν προς μια απάντηση: ότι η αρχέγονη έννοια της ψυχής, όπως το θέτει ο Negelein, ήταν ένας «πρωτόγονος μονισμός» στον οποίο η ψυχή φιγουράρει ως ανάλογο στη μορφή του σώματος. Έτσι η σκιά, αδιαχώριστη από τον άνθρωπο, γίνεται μια από τις πρώτες «ενσαρκώσεις» της ανθρώπινης ψυχής, «πολύ πριν ο πρώτος άνθρωπος δει την αντανάκλασή του σε έναν καθρέφτη».

 

Η πίστη των πρωτόγονων λαών σε όλο τον κόσμο στην ανθρώπινη ψυχή ως ακριβές αντίγραφο του σώματος, που έγινε αντιληπτό για πρώτη φορά στη σκιά, ήταν επίσης η αρχική έννοια της ψυχής των αρχαίων, πολιτισμένων λαών. Ο Έρβιν Ρόντε, ίσως ο πιο διεισδυτικός παρατηρητής της πίστης στην ψυχή και της λατρείας της στην Αρχαία Ελλάδα, λέει:

 

«Η πίστη στην ψυχή ήταν η παλαιότερη και πρώτη υπόθεση με την οποία κάποιος εξηγούσε τις εμφανίσεις των ονείρων, της λιποθυμίας και της εκστατικής όρασης, υποθέτοντας έναν ειδικό φυσικό παράγοντα σε αυτές τις σκοτεινές ενέργειες. Ήδη στον Όμηρο μπορούμε να σημειώσουμε το μονοπάτι κατά την πορεία του οποίου η ψυχή εξανεμίζεται σε μια απλή αφαίρεση. Σύμφωνα με την ομηρική αντίληψη, ο άνθρωπος έχει διπλή ύπαρξη: στην αισθητή παρουσία του και στην αόρατη εικόνα του, την οποία μόνο ο θάνατος ελευθερώνει. Αυτό, και τίποτα άλλο, είναι η ψυχή του. Στον ζωντανό άνθρωπο, ο οποίος είναι εντελώς γεμάτος με την ψυχή του, κατοικεί σαν ξένος επισκέπτης ένας ασθενέστερος σωσίας, ο εαυτός του, εκτός από την ψυχή του, της οποίας το βασίλειο είναι ο κόσμος των ονείρων. Όταν ο άλλος εαυτός κοιμάται, χωρίς συνείδηση της ύπαρξής του, ο σωσίας είναι ξύπνιος και ενεργός. Ένα τέτοιο είδωλο και δεύτερος εαυτός, που αντιγράφει τον ορατό εαυτό, είχε αρχικά το ίδιο νόημα με τo οδηγό πνεύμα (genius) των Ρωμαίων, το fravashi των Περσών, ή το Ka των Αιγυπτίων».

 

Στην Αίγυπτο, επίσης, η σκιά ήταν η παλαιότερη μορφή της ψυχής· και σύμφωνα με τον Alexandre Moret, υπήρχαν εναλλακτικοί όροι για την ψυχή, το διπλό (Ka), την εικόνα, τη σκιά και το όνομα. Αναφερόμενος σε μια άφθονη λογοτεχνία, ο Edmund Spiess υποστηρίζει επίσης την πίστη των πρωτόγονων λαών στη συνέχιση της ύπαρξης μιας σκιώδους ψυχής μετά το θάνατο· αναφέρει επίσης την έννοια της εβραϊκής έκφρασης «Ρεφαΐμ» για ό,τι έχει απομείνει από τον άνθρωπο μετά το θάνατο: «οι κουρασμένοι ή οι αδύναμοι, δηλαδή οι σκιές, οι κάτοικοι του Κάτω Κόσμου, ένα όνομα ανάλογο με τον ελληνικό όρο».

 

Η πιο πρωτόγονη πίστη στην ψυχή συνδέεται επομένως με το θάνατο, όπως έχει δείξει ο Spiess για τους πολιτισμένους λαούς, και όπως ο Φρέιζερ έχει δείξει ειδικά για τους πιο υπανάπτυκτους πρωτόγονους λαούς. Η πρώτη έννοια της ψυχής μεταξύ των πρωτόγονων, η οποία είναι σημαντική για ολόκληρη την εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας, είναι αυτή των πνευμάτων των νεκρών, που γίνονται αντιληπτά στις περισσότερες περιπτώσεις ως σκιές, ακριβώς όπως ακόμη και σήμερα μιλάμε για το «βασίλειο των σκιών» για τον άλλο κόσμο.

 

Εφόσον οι ψυχές των νεκρών είναι σκιές, οι ίδιοι δεν έχουν σκιά- μια κατάσταση που οι Πέρσες, για παράδειγμα, πίστευαν ότι ισχύει για εκείνους που επανέρχονταν στη ζωή. Πράγματι, σύμφωνα με αρκετούς συγγραφείς, η παρατήρηση ότι το πτώμα δεν έχει πλέον σκιά θεωρείται ότι υποστήριξε την υπόθεση ότι η ψυχή δραπετεύει στη σκιά. Έτσι, ο αρκαδικός ιερός χώρος του Λυκαίου, στον οποίο επικρατεί παντελής έλλειψη σκιών, θεωρήθηκε το βασίλειο των μυημένων στο θάνατο. Σύμφωνα με τον Παυσανία (Ελλάδος Περιήγησις), η είσοδος στην περιοχή αυτή απαγορευόταν, και όποιος παραβίαζε το νόμο έπρεπε αναγκαστικά να πεθάνει μέσα σε ένα χρόνο. Εδώ, λοιπόν, όπως και σε όλες σχεδόν τις αναφερόμενες δεισιδαιμονικές ιδέες, η έλλειψη σκιάς υποδηλώνει την προσέγγιση του θανάτου, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την απουσία σκιάς. Έτσι, σύμφωνα με τον Rochholz, στο ιερό άβατο του Λυκαίου «ο προστάτης δαίμονας αφήνει το αφιερωμένο θύμα στον τρόμο του θανάτου».

 

Όχι μόνο οι ψυχές, αλλά και τα πνεύματα, τα ξωτικά, οι δαίμονες, τα φαντάσματα και οι μάγοι δεν έχουν σκιές, επειδή αρχικά είναι οι ίδιοι σκιές, δηλαδή ψυχές. Για το λόγο αυτό, τα πνεύματα και τα ξωτικά, που θεωρούνται από τους Νεοζηλανδούς ότι δεν έχουν σκιά, δεν δέχονται τίποτα που τους προσφέρεται εκτός από τη σκιά. Η ευγενικής καταγωγής κόρη αναγνωρίζεται από το γεγονός ότι δεν ρίχνει σκιά, επειδή είναι πνεύμα. Ο διάβολος, σύμφωνα με μια ρωσική πεποίθηση, δεν έχει σκιά επειδή είναι κακό πνεύμα, και για το λόγο αυτό επιθυμεί τόσο πολύ τις ανθρώπινες σκιές (βλ. τη συμφωνία των Σλέμιλ, Μπάλντουιν και άλλων). Όποιος βρίσκεται υπό την επιρροή του διαβόλου δεν έχει σκιά. Οι πολυάριθμοι μύθοι στους οποίους ο διάβολος εξαπατάται στην ανταμοιβή του λαμβάνοντας μόνο τη σκιά αντί για την ψυχή, φαίνεται να δείχνουν τη σημασία της απώλειας της σκιάς. Αρχικά- όπως αποδεικνύουν ο Σλέμιλ και οι όμοιοί του- μπορεί να ήταν η ανθρωπότητα που εξαπατήθηκε σε αυτή την περίπτωση, αφού ο άνθρωπος υποτίμησε τη σκιά, η αξία της οποίας ήταν γνωστή στον διάβολο.

 

Από το άφθονο λαογραφικό υλικό πολιτισμένων λαών, ο Negelein έχει δείξει ότι «οι δεισιδαιμονικές ιδέες και τα έθιμα που προέρχονται από την κατοπτρική εικόνα μοιάζουν σε όλα τα κύρια χαρακτηριστικά τους με εκείνα που παράγονται από τη σκιά-εικόνα». Επίσης, εξέχοντες σε σχέση με αυτό είναι οι φόβοι του θανάτου και της δυστυχίας. Στη γερμανική επικράτεια υπάρχει η απαγόρευση της τοποθέτησης ενός πτώματος μπροστά σε καθρέφτη, ή να το κοιτάξει κάποιος μέσα από καθρέφτη. Γιατί τότε εμφανίζονται δύο πτώματα, και το δεύτερο πτώμα προλέγει ένα δεύτερο περιστατικό θανάτου. Σύμφωνα με μια δαλματική δεισιδαιμονία, που υπάρχει επίσης στο Όλντενμπουργκ της Γερμανίας, όποιος κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη θα πεθάνει αν υπάρχει ένα πτώμα μέσα στο σπίτι.

 

Η γενική ισχύς αυτού του φόβου φαίνεται από τη συχνότητα του αντίθετου μέτρου, το οποίο απαιτεί την κάλυψη των καθρεφτών έτσι ώστε η ψυχή του νεκρού να μην μπορεί να μείνει στο σπίτι. Αυτό το έθιμο ασκείται σήμερα στη Γερμανία και στη Γαλλία, καθώς και μεταξύ των Εβραίων, των Λιθουανών και άλλων. Δεδομένου ότι η ψυχή του αναχωρούντος προσώπου πιστεύεται ότι βρίσκεται στον καθρέφτη, μπορεί να γίνει ορατή στον καθρέφτη κάτω από ορισμένες συνθήκες. Στη Σιλεσία λέγεται ότι τα μεσάνυχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, αν κάποιος βάλει δύο αναμμένα φώτα μπροστά σε έναν καθρέφτη, και φωνάξει το όνομα ενός νεκρού, αυτό το άτομο θα εμφανιστεί στον καθρέφτη. Στη Γαλλία λέγεται ότι η αντανάκλαση κάποιου νεκρού φαίνεται σε έναν καθρέφτη αν προηγουμένως την παραμονή των Θεοφανίων πραγματοποιηθεί μια συγκεκριμένη τελετή.

 

Αυτές οι ιδέες συνδέονται με την απαγόρευση να κοιτάζει κανείς τον εαυτό του στον καθρέφτη τη νύχτα. Αν γίνει αυτό, χάνει κανείς το είδωλό του, δηλαδή την ψυχή του. Ως αποτέλεσμα, ο θάνατος είναι μια αναγκαία συνέπεια, μια ιδέα που βασίζεται στην πεποίθηση, κοινή στην Ανατολική Πρωσία, ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η αντανάκλαση του διαβόλου εμφανίζεται στον καθρέφτη. Αν, επιπλέον, κάποιος δει στον καθρέφτη την αντανάκλαση ενός άλλου προσώπου δίπλα στο δικό του, σύντομα θα πεθάνει. Για παρόμοιους λόγους είναι καταστροφικό για τους άρρωστους και τους ασθενικούς ανθρώπους να κοιτάζουν τις αντανακλάσεις τους στον καθρέφτη, ειδικά σύμφωνα με μια βοημική πεποίθηση.

 

Σε όλη τη Γερμανία η πτώση ή το σπάσιμο ενός καθρέφτη θεωρείται σημάδι θανάτου, αν και, εκτός αυτού, προβλέπονται επτά χρόνια προβλημάτων. Επίσης, όποιος κοίταξε την τελευταία φορά τον εαυτό του σε σπασμένο καθρέφτη, πρέπει να πεθάνει, ή να υποφέρει επτά χρόνια αγωνίας. Αν δεκατρείς άνθρωποι κάθονται μαζί, όποιος κάθεται απέναντι από έναν καθρέφτη πρέπει να πεθάνει. Σε ορισμένες περιοχές, προκειμένου να αποκτήσει κάποιος προστασία από τις μυστηριώδεις δυνάμεις του καθρέφτη, μια γάτα πρέπει να φαίνεται σε έναν νέο καθρέφτη. Λαμβάνονται επίσης προφυλάξεις για να μην κοιτάζουν τα μικρά παιδιά τον εαυτό τους στον καθρέφτη. Αυτές οι προφυλάξεις προκύπτουν από το φόβο της δικής τους αντανάκλασης, η οποία υποβάλλει το είδωλό τους σε κάθε είδους βλάβη. Και αν το παιδί δεν προστατευτεί, θα γίνει περήφανο και επιπόλαιο, αλλιώς θα αρρωστήσει και θα πεθάνει.

 

Σύμφωνα με τον Negelein, η πεποίθηση ότι ο καθρέφτης αποκαλύπτει κρυμμένα πράγματα βασίζεται στην πίστη στο διπλό. Αυτή η αναφορά περιλαμβάνει, πρώτα απ’ όλα, τη μαγική χρήση του καθρέφτη για να διακρίνει κάποιος το μέλλον. Έτσι, στο Όλντενμπουργκ, για παράδειγμα, λέγεται ότι μπορεί κανείς να δει το μέλλον του σε έναν καθρέφτη, καθίζοντας μπροστά του τα μεσάνυχτα με δύο αναμμένα φώτα, κοιτάζοντας προσεκτικά μέσα του, και φωνάζοντας το όνομά του τρεις φορές.

 

Σε συνδυασμό με τα έθιμα που αναφέραμε, είναι σαφές εδώ ότι το «αν», όχι το «τι», εννοείται με τον όρο «μέλλον»· δηλαδή, αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως το άτομο είναι η δική του διάρκεια ζωής. Αντίθετα, η σημασία του καθρέφτη ως προφήτη της αγάπης μειώνεται, αν και ένα κορίτσι, ασκώντας παρόμοια έθιμα, βλέπει γενικά το «επιδιωκόμενό» της (που είναι ισοδύναμο για αυτήν με το «μέλλον»). Τα μάταια κορίτσια, ωστόσο, βλέπουν το πρόσωπο του διαβόλου όταν κοιτάζουν στον καθρέφτη τη νύχτα, και αν σπάσουν έναν καθρέφτη, πιστεύουν πως δεν θα παντρευτούν για επτά χρόνια.

 

Θα παραλείψουμε τις μαγικές και μαντικές εφαρμογές των αντανακλάσεων στον καθρέφτη ή στο νερό, και θα περάσουμε κατευθείαν στην προέλευσή τους ανάμεσα στους πρωτόγονους λαούς. Οι πρωτόγονοι λαοί πιστεύουν ότι η ψυχή ενσωματώνεται στην εικόνα που αναπαράγεται από το γυαλί, το νερό, ένα πορτρέτο, ή μια σκιά. Αυτή η πεποίθηση σχετίζεται με τα πολυάριθμα ταμπού που συνδέονται με αυτά τα αντικείμενα. Σε μια φυλή στην ολλανδική Ινδία, οι έφηβοι δεν πρέπει να κοιτάζονται στον καθρέφτη, επειδή πιστεύεται ότι θα τους στερήσει την ομορφιά, και θα τους προκαλέσει ασχήμια. Οι Ζουλού δεν κοιτάζουν μέσα σε ένα βρώμικο βάλτο, αφού δεν παράγει καμία αντανάκλαση. Πιστεύουν ότι ένα τέρας που κατοικεί εκεί την έχει κλέψει, ώστε αν δουν την αντανάκλασή τους πρέπει να πεθάνουν. Στους Basutos, όταν κάποιος πεθαίνει χωρίς προφανή αιτία, πιστεύουν ότι ένας κροκόδειλος πήρε την αντανάκλασή του.

 

Ο παρόμοιος φόβος του πορτρέτου κάποιου ή μιας φωτογραφίας βρίσκεται σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με τον Φρέιζερ. Υπάρχει αυτός ο φόβος στους Εσκιμώους, στους Ινδιάνους της Αμερικής, στις φυλές της Κεντρικής Αφρικής, καθώς και στην Ασία, στην Ανατολική Ινδία και στην Ευρώπη. Δεδομένου ότι αυτοί οι άνθρωποι φαντάζονται την ψυχή του ατόμου κατ’ εικόνα του, φοβούνται ότι ο ξένος κάτοχος αυτής της εικόνας μπορεί να έχει επιβλαβή ή θανατηφόρα επίδραση στην ψυχή. Πολλοί πρωτόγονοι λαοί πιστεύουν πραγματικά ότι ο θάνατος είναι επικείμενος αν τους πάρουν φωτογραφία, ή αν αυτή βρεθεί στην κατοχή ενός ξένου. Ο Φρέιζερ αφηγείται απολαυστικές ιστορίες για τον φόβο των πρωτόγονων λαών για τη φωτογραφία, όπως κάνει, πιο πρόσφατα, ο ιεραπόστολος W. Leuschner για τους Yao της Νότιας Κίνας.

 

Αυτός ο φόβος για την εικόνα κάποιου, λόγω της πίστης στην ψυχή, επικαλύπτει κάθε εικονιστική αναπαράσταση. Ο Carl Meinhof λέει: «Η πλαστική αναπαράσταση ενός ανθρώπου μπορεί να ενοχλήσει πολύ ένα Αφρικανό· και έχει συμβεί ότι ένα έργο τέχνης έπρεπε να καταστραφεί για να ηρεμήσει το εκνευρισμένο άτομο» (στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Αφρικής η πλαστική τέχνη έχει συνήθως τη μορφή ανθρώπων). Ο Johann Warneck αναφέρει για τους Chamba της Αφρικής ότι δεν ήθελαν να είναι μόνοι τους με φωτογραφίες ανθρώπων που οι ιεραπόστολοι είχαν τοποθετήσει στο δωμάτιό τους. Φοβούνταν ότι οι εικόνες θα μπορούσαν να ζωντανέψουν και να τους πλησιάσουν. Μια γερμανική δεισιδαιμονία λέει ότι αν κάποιος επιτρέψει να ζωγραφιστεί το πορτρέτο του, θα πεθάνει. Ο Φρέιζερ έχει εντοπίσει την ίδια πίστη στην Ελλάδα, στη Ρωσία και στην Αλβανία, και δίνει στοιχεία για τα ίχνη της στη σύγχρονη Αγγλία και στη Σκωτία.

 

Στους αρχαίους πολιτισμούς βρίσκουμε επίσης ιδέες που αντιστοιχούν στις δεισιδαιμονίες που αναφέραμε. Μεταξύ των Ινδών και των Ελλήνων βρίσκουμε, για παράδειγμα, τον κανόνα να μην κοιτάζει κανείς την αντανάκλασή του στο νερό, αφού αυτή η πράξη σύντομα θα οδηγήσει σε θάνατο. Όταν κάποιος δεν μπορεί πλέον να δει το είδωλό του στον καθρέφτη, αυτό είναι σημάδι θανάτου. Επίσης, οι Έλληνες θεωρούσαν σημάδι θανάτου αν κάποιος ονειρευόταν ότι έβλεπε την αντανάκλασή του στο νερό. Η γερμανική πίστη απέδιδε επίσης θανατηφόρα σημασία στην αντανάκλαση στο νερό. Εάν, ωστόσο, το ίδιο φαινόμενο σε ένα όνειρο ερμηνευτεί ως σημάδι μακροζωίας, θα το θεωρήσουμε όχι μόνο ως αντίθετο στόχο, αλλά θα το συνδέσουμε και με το νόημα των ονείρων με νερό τα οποία έχουν να κάνουν με τη γέννηση.

 

Μια σύνδεση γίνεται εύκολα εδώ με τις ενδιαφέρουσες μυθολογικές παραδόσεις που αποδεικνύουν την πίστη στη γονιμοποιητική επίδραση που αποδίδεται στη σκιά και στις κατοπτρικές δεισιδαιμονίες- κυρίως στον μύθο του Διονύσου και τα μυστήρια που σχετίζονται με αυτόν. Η μητέρα του, η Περσεφόνη, είχε κοιτάξει τον εαυτό της σε έναν καθρέφτη πριν γεννήσει τον Ζαγρέα, γεγονός που ο Negelein ερμηνεύει ως «σύλληψη μέσω της συνδρομής της προσωπικότητας και του διπλού».

 

Όπως γνωρίζουμε, ο Ζαγρεύς, μετά την αναγέννησή του ως Διόνυσος, μεταφέρθηκε στο μηρό του Δία ως αποζημίωση, τρόπον τινά, για την αρχική γυναικεία σύλληψή του. Σε αυτή την ιστορία αναγέννησης, επίσης, ένας καθρέφτης έχει το μερίδιό του. Ο πολύμορφος Ζαγρεύς κοιτούσε τον εαυτό του ως ταύρος στον καθρέφτη που έφτιαξε ο Ήφαιστος, όταν οι Τιτάνες που έστειλε η Ήρα, η εχθρός του, ήρθαν, και τον διέλυσαν παρά τη μεταμόρφωσή του. Σώθηκε μόνο η καρδιά του, από την οποία γεννήθηκε ο Διόνυσος με τον προαναφερθέντα τρόπο με τη βοήθεια της Σεμέλης.

 

Αλλά ο Πρόκλος αναφέρει έναν ακόμη σημαντικό γενέθλιο μύθο σχετικά με τον Διόνυσο: λέγεται ότι κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη που σφυρηλάτησε ο Ήφαιστος, και, παρασυρμένος από αυτή την εικόνα, δημιούργησε τα πάντα. Αυτή η υστεροελληνική ιδέα της δημιουργίας του υλικού κόσμου έχει το αρχέτυπό της στην ινδική κοσμογονία, η οποία θεώρησε την αντανάκλαση της αρχέγονης ουσίας ως το θεμέλιο του υλικού κόσμου, και συνεχίστηκε στα νεοπλατωνικά και γνωστικά δόγματα. Έτσι, οι Γνωστικοί ισχυρίστηκαν ότι ο Αδάμ είχε χάσει τη θεϊκή του φύση κοιτάζοντας στον καθρέφτη, ερωτευόμενος με τη δική του αντανάκλαση.

 

Η επιβλαβής επίδραση της ενατένισης της αντανάκλασης σε έναν καθρέφτη αντιπροσωπεύεται σαφώς από το μύθο του Εντελίδα, όπως αναφέρεται από τον Πλούταρχο. Ο Εντελίδας, ευχαριστημένος από την αντανάκλασή του στο νερό, αρρώστησε από το δικό του κακό βλέμμα, και έχασε την ομορφιά του μόλις ανέκτησε την υγεία του.

 

Ο γνωστός μύθος του Νάρκισσου στην ύστερη εκδοχή που μας μεταδόθηκε, συνδυάζει σε μια μοναδική σύνθεση και τις δύο πτυχές της πίστης: την καταστροφική και την ερωτική. Ο Οβίδιος αναφέρει ότι κατά τη γέννηση του Νάρκισσου ο μάντης Τειρεσίας ρωτήθηκε αν το παιδί θα μπορούσε να έχει μεγάλη διάρκεια ζωής. Η απάντηση ήταν ναι, αρκεί να μην δει τον εαυτό του. Κάποτε, όμως, ο Νάρκισσος, ο οποίος ήταν εξίσου αδιάφορος για τους νέους και τις κοπέλες, είδε τον εαυτό του στο νερό, και ερωτεύτηκε τόσο πολύ τον όμορφο νέο που καθρεφτίστηκε στο νερό, ώστε η λαχτάρα για αυτή την εικόνα προκάλεσε το θάνατό του.

 

Σύμφωνα με έναν μεταγενέστερο μύθο, ο Νάρκισσος αυτοκτόνησε αφού μαγεύτηκε από την αντανάκλασή του· και ακόμη και στον κάτω κόσμο είδε την εικόνα του στα νερά της Στυγός. Σύμφωνα με μια ακόμη μεταγενέστερη ορθολογιστική άποψη του Παυσανία, ο Νάρκισσος ήταν απαρηγόρητος μετά το θάνατο της δίδυμης αδελφής του, η οποία του έμοιαζε απόλυτα στο ντύσιμο και στην εμφάνιση, μέχρι που είδε την αντανάκλασή του. Και, παρόλο που ήξερε ότι έβλεπε μόνο τη σκιά του, συνέχισε να αισθάνεται κάποια ανακούφιση από τη θλίψη της απώλειάς του.

 

Παρότι γνωρίζουμε ότι η ερώτηση που τέθηκε στον Τειρεσία, και άλλα στοιχεία, είναι μια μεταγενέστερη προσθήκη στον αρχικό μύθο, εξακολουθεί να είναι αβέβαιο ότι ο μύθος αρχικά, όπως πιστεύει ο Φρέιζερ, ήταν μόνο μια ποιητική έκφραση της δεισιδαιμονίας ότι ο νέος πέθανε αφού είδε την αντανάκλασή του (τον σωσία του) στο νερό. Ούτε είναι βέβαιο ότι ο έρωτας του με την ίδια του την εικόνα- γεγονός, άλλωστε, που είναι η ουσία του μύθου του Νάρκισσου- μόνο αργότερα αποτέλεσε την εξήγηση, όταν το αρχικό νόημα είχε χαθεί.

 

==============================

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Otto Rank, The double: A psychanalytic study

[https://www.amazon.com/Double-Psychoanlytic-Study-Otto-Rank/dp/0807811556]

Μετάφραση για τα Ελληνικά, 2025, Χρήστος Κ. Τσελέντης

mailto: christselentis@gmail.com

 



[1] Σ.τ.μ. Στην ιστορία του Σαμίσο, ο Σλέμιλ πουλά τη σκιά του στον Διάβολο για ένα πορτοφόλι χωρίς πάτο, για να διαπιστώσει τελικά ότι έναν άνθρωπο χωρίς σκιά τον αποφεύγουν όλοι.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Peter_Schlemihl]

[2] Σ.τ.μ. Στη συγκεκριμένη ταινία, ο Μπάλντουιν, με αντάλλαγμα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, χάνει το είδωλό του στον καθρέφτη, το οποίο στη συνέχεια τον καταδιώκει.

[https://en.wikipedia.org/wiki/The_Student_of_Prague_(1913_film)] 

1 Φεβ 2025

Ναρκισσισμός και το Διπλό

 

Είναι το φάντασμα του ίδιου μας του Εαυτού, του οποίου η στενή σχέση και η βαθιά επίδραση στο πνεύμα μας ρίχνει στην κόλαση ή μας μεταφέρει στον Παράδεισο.

Ε.Τ.Α. ΧΟΦΜΑΝ

 

Σε καμία περίπτωση η ψυχανάλυση δεν μπορεί να θεωρήσει ως απλό ατύχημα το γεγονός ότι η σημασία του θανάτου του διπλού φαίνεται στενά συνδεδεμένη με τη ναρκισσιστική σημασία του- όπως σημειώνεται και αλλού στον ελληνικό μύθο. Ο λόγος για τον οποίο δεν είμαστε ικανοποιημένοι με την αφήγηση του Τζέιμς Φρέιζερ (The belief in immortality and the worship of the dead), έγκειται στο γεγονός ότι η εξήγησή του για τον μύθο του Νάρκισσου μετατοπίζει μόνο το πρόβλημα στο ζήτημα της προέλευσης και της σημασίας των υποκείμενων δεισιδαιμονικών ιδεών. Αν δεχτούμε τη βάση της υπόθεσης του Φρέιζερ, και κοιτάξουμε πρώτα για μια εξήγηση γιατί η ιδέα του θανάτου στο μύθο του Νάρκισσου, που συνδέεται με τη θέα του διπλού, θα έπρεπε να έχει καλυφθεί ειδικά από το θέμα της αγάπης για τον εαυτό μας, τότε είμαστε υποχρεωμένοι στη συνέχεια να σκεφτούμε τη γενικά αποτελεσματική τάση να αποκλείουμε με ιδιαίτερο πείσμα την ιδέα του θανάτου, κάτι που είναι εξαιρετικά οδυνηρό για την αυτοεκτίμησή μας.

 

Σε αυτή την τάση αντιστοιχούν οι συχνές ευφημιστικές υποκατάστατες ιδέες, οι οποίες με δεισιδαιμονία σταδιακά έρχονται να επικαλύψουν το αρχικό νόημα του θανάτου. Στο μύθο των Μοιρών, στις αλλαγμένες μορφές των οποίων η θεά του έρωτα παίρνει τη θέση της θεάς του θανάτου, ο Φρόιντ έχει δείξει ότι αυτή η τάση στοχεύει στην καθιέρωση ενός ισοδύναμου όσο το δυνατόν πιο μακρινού και ευχάριστου- ο λόγος είναι μια κατανοητή προσπάθεια αντιστάθμισης. Αυτή η εξέλιξη του μοτίβου, ωστόσο, δεν είναι ιδιότροπη. Αναφέρεται μόνο σε μια παλιά, πρωτότυπη ταυτότητα αυτών των δύο μορφών. Αυτή η ταυτότητα βασίζεται συνειδητά στην κατάκτηση του θανάτου μέσω μιας νέας δημιουργίας, και βρίσκει το βαθύτερο θεμέλιό της στη σχέση με τη μητέρα.

 

Το ότι η έννοια του θανάτου του διπλού τείνει ομοίως να αντικατασταθεί από την έννοια της αγάπης, μπορεί να φανεί από εμφανώς όψιμες, δευτερεύουσες και απομονωμένες παραδόσεις. Σύμφωνα με αυτές τις παραδόσεις, τα κορίτσια είναι σε θέση να δουν τους αγαπημένους τους στον καθρέφτη κάτω από τις ίδιες συνθήκες στις οποίες αποκαλύπτεται επίσης ο θάνατος ή η ατυχία. Και με την εξαίρεση ότι αυτό δεν ισχύει για τα μάταια κορίτσια, μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια αναφορά στον ναρκισσισμό, ο οποίος παρεμβαίνει στην επιλογή ενός ερωτικού αντικειμένου. Ομοίως, στο μύθο του Νάρκισσου υπάρχει μια καθυστερημένη αλλά ψυχολογικά έγκυρη εκδοχή, που αναφέρει ότι ο όμορφος νεαρός νόμιζε ότι είδε την αγαπημένη του δίδυμη αδελφή στο νερό. Εκτός από αυτό το ξεκάθαρα ναρκισσιστικό πάθος, το νόημα του θανάτου έχει επίσης τόσο μεγάλη εγκυρότητα, ώστε δεν μένει καμία αμφιβολία για τη στενή σύνδεση και τη βαθιά σχέση των δύο συμπλεγμάτων.

 

Η έννοια του Νάρκισσου από τη φύση της δεν είναι ξένη προς το μοτίβο του διπλού, το οποίο παρουσιάζει έννοιες του πνεύματος και του θανάτου στο λαογραφικό υλικό. Αυτή η παρατήρηση φαίνεται όχι μόνο από τις αναφερόμενες μυθολογικές παραδόσεις της δημιουργίας μέσω αυτοστοχασμού, αλλά κυρίως από τις λογοτεχνικές επεξεργασίες, που προκαλούν το θέμα του Νάρκισσου να εμφανιστεί στο προσκήνιο μαζί με το πρόβλημα του θανάτου, είτε άμεσα είτε με παθολογική διαστρέβλωση.

 

Μαζί με τον φόβο και το μίσος για τον σωσία, ο ναρκισσιστικός έρωτας για την εικόνα και τον εαυτό κάποιου είναι πιο έντονος στον Ντόριαν Γκρέυ του Όσκαρ Ουάιλντ. «Η αίσθηση της δικής του ομορφιάς ήρθε σε αυτόν σαν αποκάλυψη» στην πρώτη όψη του πορτρέτου του, όταν «στάθηκε κοιτάζοντας τη σκιά της δικής του ομορφιάς». Ταυτόχρονα, τον κυριεύει ο φόβος ότι θα μπορούσε να γεράσει και να γίνει διαφορετικός, ένας φόβος στενά συνδεδεμένος με την ιδέα του θανάτου: «Όταν διαπιστώσω ότι γερνάω, θα αυτοκτονήσω». Ο Ντόριαν, ο οποίος χαρακτηρίζεται ευθέως ως Νάρκισσος, αγαπά τη δική του εικόνα, και επομένως το ίδιο του το σώμα: «Κάποτε, κοροϊδεύοντας παιδιάστικα το Νάρκισσο, είχε φιλήσει... εκείνα τα βαμμένα χείλη που τώρα του χαμογελούσαν τόσο σκληρά. Κάθε πρωί καθόταν μπροστά στο πορτρέτο, αναρωτώμενος για την ομορφιά του, σχεδόν ερωτευμένος με αυτό, όπως του φαινόταν μερικές φορές». «Συχνά... ο ίδιος ανέβαινε τις σκάλες στο κλειδωμένο δωμάτιο... και στεκόταν με έναν καθρέφτη μπροστά από το πορτρέτο... κοιτάζοντας τώρα το κακό και γερασμένο πρόσωπο στον καμβά, και έπειτα το ωραίο νεαρό πρόσωπο που του γελούσε πίσω από το γυαλισμένο γυαλί... Ερωτευόταν όλο και περισσότερο την ομορφιά του...».

 

Συνδεδεμένος με αυτή τη ναρκισσιστική στάση είναι ο επιβλητικός εγωισμός, η ανικανότητα κάποιου να αγαπήσει, και η ανώμαλη σεξουαλική ζωή. Οι στενές φιλίες με νεαρούς άνδρες, για τις οποίες ο Ντόριαν κατηγορείται, είναι προσπάθειες να συνειδητοποιήσει το ερωτικό πάθος με τη δική του νεανική εικόνα. Από τις γυναίκες είναι σε θέση να αποκτήσει μόνο τις πιο ωμές αισθησιακές απολαύσεις, χωρίς να είναι ικανός για μια πνευματική σχέση. Ο Ντόριαν μοιράζεται αυτή την ελαττωματική ικανότητα για αγάπη με σχεδόν όλους τους διπλούς ήρωες. Ο ίδιος λέει σε ένα σημαντικό απόσπασμα, ότι αυτή η ανεπάρκεια προκύπτει από τη ναρκισσιστική εμμονή στο δικό του εγώ: «Μακάρι να μπορούσα να αγαπήσω», φώναξε ο Ντόριαν Γκρέυ, με μια βαθιά νότα πάθους στη φωνή του. «Αλλά φαίνεται ότι έχασα το πάθος και ξέχασα την επιθυμία. Είμαι πάρα πολύ αφοσιωμένος στον εαυτό μου. Η ίδια μου η προσωπικότητα μου έχει γίνει βάρος. Θέλω να δραπετεύσω, να φύγω, να ξεχάσω». Σε μια ιδιαίτερα σαφή αμυντική στάση, ο Ντόριαν δείχνει πώς ο φοβισμένος εαυτός του εμποδίζει την αγάπη για μια γυναίκα· και στο μυθιστόρημα του Ουάιλντ γίνεται σαφές ότι ο φόβος και το μίσος σε σχέση με τον διπλό εαυτό συνδέονται στενά με τη ναρκισσιστική αγάπη για αυτόν, και με την αντίσταση αυτής της αγάπης. Όσο περισσότερο ο Ντόριαν περιφρονεί την εικόνα του, η οποία γίνεται παλιά και άσχημη, τόσο πιο έντονη γίνεται η αγάπη για τον εαυτό του: «Η ίδια η οξύτητα της αντίθεσης συνήθιζε να επιταχύνει την αίσθηση της ηδονής του. Ερωτευόταν όλο και περισσότερο την ομορφιά του...».

 

Αυτή η ερωτική στάση απέναντι στον εαυτό μας, ωστόσο, είναι δυνατή μόνο επειδή, μαζί με αυτήν, τα αμυντικά συναισθήματα μπορούν να αποφορτιστούν μέσω του μισητού και φοβισμένου διπλού. Ο Νάρκισσος είναι αμφίθυμος απέναντι στο εγώ του, γιατί κάτι μέσα του φαίνεται να αντιστέκεται στην αποκλειστική αγάπη. Η μορφή άμυνας κατά του ναρκισσισμού εκφράζεται κυρίως με δύο τρόπους: με φόβο και αποστροφή μπροστά στη δική του εικόνα, όπως φαίνεται στον Ντόριαν, ή, όπως στην πλειονότητα των περιπτώσεων, απέναντι στην απώλεια της σκιάς-εικόνας ή του καθρέπτη-εικόνας. Αυτή η απώλεια, ωστόσο, δεν είναι καθόλου απώλεια, όπως δείχνουν οι καταδιώξεις. Αντίθετα, ενισχύεται, γίνεται ανεξάρτητη και ανώτερα ισχυρή, το οποίο με τη σειρά του δείχνει μόνο το εξαιρετικά ισχυρό ενδιαφέρον για τον ίδιο τον εαυτό. Έτσι, η φαινομενική αντίφαση- η απώλεια της σκιάς-εικόνας ή του καθρέπτη-εικόνας που αναπαρίσταται ως καταδίωξη- νοείται ως μια αναπαράσταση του αντίθετου, μια επαναφορά αυτού που καταπιέζεται σε εκείνο που καταπιέζει.

 

Ο ίδιος μηχανισμός φαίνεται από την κατάληξη της τρέλας, που τακτικά οδηγεί στην αυτοκτονία, η οποία τόσο συχνά συνδέεται με την επιδίωξη του διπλού, του εαυτού. Ακόμη και όταν η απεικόνιση δεν ανταποκρίνεται στην αξεπέραστη κλινική ακρίβεια του Ντοστογιέφσκι, γίνεται σαφές ότι πρόκειται για παρανοϊκές ιδέες καταδίωξης και επιρροής, στις οποίες ο ήρωας είναι θύμα λόγω του σωσία του. Από την ψυχαναλυτική αποσαφήνιση του Φρόιντ για την παράνοια, γνωρίζουμε ότι αυτή η ασθένεια έχει ως βάση «μια εμμονή στον ναρκισσισμό», στην οποία εμμονή αντιστοιχεί η τυπική μεγαλομανία, η σεξουαλική υπερεκτίμηση του εαυτού μας. Το στάδιο ανάπτυξης από το οποίο οι παρανοϊκοί οπισθοδρομούν στον αρχικό ναρκισσισμό τους είναι η μετουσίωση της ομοφυλοφιλίας, ενάντια στην απροκάλυπτη εκδήλωση της οποίας υπερασπίζονται τον εαυτό τους με τον χαρακτηριστικό μηχανισμό προβολής. Με βάση αυτή τη γνώση, μπορεί εύκολα να αποδειχθεί ότι η μανία καταδίωξης του άρρωστου ατόμου ξεκινά τακτικά από τα πρώτα αγαπημένα πρόσωπα.

 

Οι λογοτεχνικές αναπαραστάσεις του διπλού που περιγράφουν το σύμπλεγμα καταδίωξης επιβεβαιώνουν όχι μόνο την αντίληψη του Φρόιντ για τη ναρκισσιστική προδιάθεση προς την παράνοια, αλλά επίσης, με μια διαίσθηση που σπάνια επιτυγχάνεται από τους ψυχικά ασθενείς, ανάγουν την κύρια καταδίωξη στο ίδιο το εγώ, το πρόσωπο που προηγουμένως ήταν το πιο αγαπημένο, και τώρα κατευθύνουν την άμυνά τους εναντίον του. Αυτή η άποψη δεν έρχεται σε αντίθεση με την ομοφυλοφιλική αιτιολογία της παράνοιας. Γνωρίζουμε, όπως ήδη αναφέρθηκε, ότι το ομοφυλοφιλικό αντικείμενο αγάπης επιλέγεται αρχικά με μια ναρκισσιστική στάση απέναντι στη δική του εικόνα.

 

Το παρανοϊκό σύνδρομο καταδίωξης συνδέεται με ένα ακόμη θέμα στο οποίο αξίζει να δοθεί έμφαση. Γνωρίζουμε ότι το πρόσωπο του καταδιώκτη συχνά αντιπροσωπεύει τον πατέρα ή τον αναπληρωτή του (αδελφό, δάσκαλο, κ.λπ.), και βρίσκουμε επίσης στο υλικό μας ότι το διπλό συχνά ταυτίζεται με τον αδελφό. Είναι σαφέστερο στον Αλφρέ ντε Μυσσέ, αλλά εμφανίζεται επίσης στους Χόφμαν (The Devil's Elixirs, The Doubles), Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Ντοστογιέφσκι και άλλους. Εμφανίζεται ως επί το πλείστον ως ένας δίδυμος αδελφός, και μας θυμίζει τον μύθο του γυναικοπρεπούς Νάρκισσου, γιατί ο Νάρκισσος νομίζει ότι βλέπει στην εικόνα του την αδελφή του, που του μοιάζει από κάθε άποψη. Το ότι εκείνοι οι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το θέμα του διπλού έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσουν το αρσενικό αδελφικό σύμπλεγμα, προκύπτει από την όχι σπάνια αντιμετώπιση της αδελφικής αντιπαλότητας στα άλλα έργα τους. Έτσι, ο Ζαν Πωλ, στο διάσημο μυθιστόρημά του The Twins, ασχολήθηκε με το θέμα των δίδυμων αδελφών που ανταγωνίζονται μεταξύ τους, ο Γκυ ντε Μωπασσάν στο Peter and John και στο ημιτελές μυθιστόρημα The foreign soul & the Angelus, ο Ντοστογιέφσκι στο Οι αδελφοί Καραμάσοφ, και ούτω καθεξής.

 

Στην πραγματικότητα, και θεωρούμενος εξωτερικά, ο σωσίας είναι ο αντίπαλος του πρωτοτύπου του σε οτιδήποτε, και κυρίως στην αγάπη για μια γυναίκα- ένα χαρακτηριστικό που μπορεί εν μέρει να οφείλει στην ταύτιση με τον αδελφό. Ένας συγγραφέας (J. B. Schneider, The sibling problem) εκφράζεται για αυτή τη σχέση σε μια άλλη σύνδεση: «Ο μικρότερος αδελφός είναι συνηθισμένος, ακόμη και στην καθημερινή ζωή, να είναι κάπως παρόμοιος με τον πρεσβύτερο, τουλάχιστον στην εξωτερική εμφάνιση. Είναι, τρόπον τινά, μια αντανάκλαση του αδελφικού εαυτού του που έχει ζωντανέψει. Και γι' αυτό είναι επίσης αντίπαλος σε όλα όσα βλέπει, αισθάνεται και σκέφτεται ο αδελφός του». Η σχέση που μπορεί να έχει αυτή η ταύτιση με τη ναρκισσιστική στάση, μπορεί να φανεί σε μια άλλη δήλωση του ίδιου συγγραφέα: «Η σχέση του μεγαλύτερου με τον μικρότερο αδελφό είναι ανάλογη με εκείνη του αυνανιστή με τον εαυτό του».

 

Από αυτή την αδελφική στάση αντιπαλότητας προς τον μισητό ανταγωνιστή για την αγάπη της μητέρας, η επιθυμία του θανάτου και η παρόρμηση για το φόνο του διπλού γίνεται λογικά κατανοητή, παρόλο που η σημασία του αδελφού σε αυτή την περίπτωση δεν εξαντλεί την κατανόησή μας. Το θέμα των αδελφών δεν είναι ακριβώς η ρίζα της πίστης στο διπλό, αλλά μάλλον μόνο μια ερμηνεία- καλά καθορισμένη, σίγουρα- της αναμφίβολα καθαρά υποκειμενικής έννοιας του διπλού. Αυτό το νόημα δεν εξηγείται επαρκώς από την ψυχολογική δήλωση ότι «η ψυχική σύγκρουση δημιουργεί το διπλό», το οποίο αντιστοιχεί σε μια «προβολή εσωτερικής αναταραχής», η διαμόρφωση της οποίας επιφέρει μια εσωτερική απελευθέρωση, μια αποφόρτιση, έστω και με τίμημα τον «φόβο της επαφής». Έτσι, «ο φόβος διαμορφώνει από το σύμπλεγμα του εγώ το τρομακτικό φάντασμα του διπλού», το οποίο «εκπληρώνει τις μυστικές, πάντα καταπιεσμένες επιθυμίες της ψυχής του» (Emil Lucka, Ο Ντοστογιέφσκι και ο διάβολος). Μόνο μετά τον προσδιορισμό αυτής της τυπικής έννοιας του διπλού προκύπτουν τα πραγματικά προβλήματα, γιατί στοχεύουμε στην κατανόηση της ψυχολογικής κατάστασης και της στάσης που μαζί δημιουργούν μια τέτοια εσωτερική διαίρεση και προβολή.

 

Το πιο εμφανές σύμπτωμα των μορφών που παίρνει το διπλό, είναι μια ισχυρή αίσθηση ενοχής, που αναγκάζει τον ήρωα να μην αποδέχεται πλέον την ευθύνη για ορισμένες πράξεις του εγώ του, αλλά να την μεταθέτει σε ένα άλλο εγώ, ένα διπλό, που είτε προσωποποιείται από τον ίδιο τον διάβολο (π.χ. Ντοστογιέφσκι, Οι αδελφοί Καραμάσοφ) είτε δημιουργείται μέσω μιας διαβολικής συμφωνίας. Αυτή η αποστασιοποιημένη προσωποποίηση των ενστίκτων και των επιθυμιών που κάποτε θεωρούνταν απαράδεκτες, αλλά που μπορούν να ικανοποιηθούν χωρίς ευθύνη με αυτόν τον έμμεσο τρόπο, εμφανίζεται σε άλλες μορφές του θέματος ως ευεργετικός σύμβουλος (π.χ. Πόε, William Wilson), ο οποίος απευθύνεται άμεσα ως «συνείδηση» του ατόμου (π.χ. Όσκαρ Ουάιλντ, Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ, κ.λπ.). Όπως έχει δείξει ο Φρόιντ, αυτή η συνειδητοποίηση της ενοχής, έχοντας διάφορες πηγές, μετρά αφενός την απόσταση μεταξύ του ιδεώδους του εγώ και της επιτευχθείσας πραγματικότητας, ενώ, από την άλλη, τρέφεται από έναν ισχυρό φόβο του θανάτου, και δημιουργεί ισχυρές τάσεις αυτοτιμωρίας, οι οποίες συνεπάγονται επίσης την αυτοκτονία (Σ. Φρόιντ, Για τον ναρκισσισμό).

 

Αφού τονίσαμε τη ναρκισσιστική σημασία του διπλού στη θετική του σημασία καθώς και στις διάφορες αμυντικές μορφές του, μένει ακόμα να κατανοήσουμε περισσότερα για το νόημα του θανάτου στο υλικό μας, και να δείξουμε τη σχέση με το νόημα που έχει ήδη αποκτηθεί. Αυτό που αποκαλύπτουν άμεσα οι λαογραφικές αναπαραστάσεις και αρκετές από τις λογοτεχνικές, είναι μια απέραντη θανατοφοβία, η οποία αναφέρεται στα αμυντικά συμπτώματα που συζητήθηκαν μέχρι τώρα στο βαθμό που, σε αυτά, ο φόβος (της εικόνας, της απώλειας ή της επιδίωξής της) αποτελούσε το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό.

 

Ένα μοτίβο που αποκαλύπτει μια ορισμένη σχέση μεταξύ του φόβου του θανάτου και της ναρκισσιστικής στάσης είναι η επιθυμία να παραμείνουμε για πάντα νέοι. Από τη μία πλευρά, αυτή η επιθυμία αντιπροσωπεύει τη λιμπιντική καθήλωση του ατόμου σε ένα καθορισμένο αναπτυξιακό στάδιο του εγώ. Aπό την άλλη, εκφράζει τον φόβο της γήρανσης, έναν φόβο που είναι πραγματικά ο φόβος του θανάτου. Έτσι, ο Ντόριαν του Ουάιλντ λέει: «Όταν διαπιστώσω ότι γερνάω, θα αυτοκτονήσω». Εδώ βρισκόμαστε στο σημαντικό θέμα της αυτοκτονίας, οπότε μια ολόκληρη σειρά χαρακτήρων φτάνουν στο τέλος τους ενώ καταδιώκονται από τους σωσίες τους. Αυτό το μοτίβο, προφανώς σε τέτοια αντίθεση με τον υποτιθέμενο φόβο του θανάτου, μπορεί να αποδειχθεί- ακριβώς από την ειδική εφαρμογή του σε αυτό το πλαίσιο- ότι είναι στενά συνδεδεμένο όχι μόνο με το θέμα της θανατοφοβίας, αλλά και με τον ναρκισσισμό. Γιατί αυτοί οι χαρακτήρες και οι δημιουργοί τους- στο βαθμό που αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν ή το πραγματοποίησαν (π.χ. Μωπασσάν)- δεν φοβήθηκαν τον θάνατο. Αντίθετα, η προσδοκία του αναπόφευκτου πεπρωμένου του θανάτου είναι αφόρητη γι' αυτούς. Όπως το εκφράζει ο Ντόριαν Γκρέυ: «Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Μόνο ο ερχομός του θανάτου με τρομοκρατεί». Η κανονικά ασυνείδητη σκέψη της επικείμενης καταστροφής του εαυτού- το πιο γενικό παράδειγμα της καταπίεσης μιας ανυπόφορης βεβαιότητας- βασανίζει αυτούς τους δυστυχισμένους με τη συνειδητή ιδέα της αιώνιας ανικανότητάς τους να επιστρέψουν στη ζωή, μια ιδέα από την οποία η απελευθέρωση είναι δυνατή μόνο με το θάνατο. Έτσι έχουμε το παράδοξο του αυτόχειρα που αναζητά εκούσια τον θάνατο για να απελευθερωθεί από την ανυπόφορη θανατοφοβία.

 

Θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι ο φόβος του θανάτου είναι απλώς η έκφραση ενός υπερβολικά ισχυρού ενστίκτου αυτοσυντήρησης, επιμένοντας στην εκπλήρωση. Σίγουρα ο μόνος υπερβολικά δικαιολογημένος φόβος του θανάτου, θεωρούμενος ως ένα από τα θεμελιώδη κακά της ανθρωπότητας, έχει την κύρια ρίζα του στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, η μεγαλύτερη απειλή για το οποίο είναι ο θάνατος. Αλλά αυτό το κίνητρο είναι ανεπαρκές για την παθολογική θανατοφοβία, η οποία περιστασιακά οδηγεί άμεσα στην αυτοκτονία. Σε αυτό το νευρωτικό σύμπλεγμα- στο οποίο το υλικό που πρέπει να καταπιεστεί, και ενάντια στο οποίο το άτομο υπερασπίζεται τον εαυτό του, τελικά πραγματοποιείται- υπάρχει μια περίπλοκη σύγκρουση, στην οποία, μαζί με τα ένστικτα του εγώ που εξυπηρετούν την αυτοσυντήρηση, λειτουργούν και οι λιμπιντικές τάσεις, οι οποίες απλώς εκλογικεύονται στις συνειδητές ιδέες του φόβου. Η ασυνείδητη συμμετοχή τους εξηγεί πλήρως τον παθολογικό φόβο που προκύπτει εδώ, πίσω από τον οποίο πρέπει να περιμένουμε ένα μέρος της καταπιεσμένης λίμπιντο. Αυτό, μαζί με άλλους ήδη γνωστούς παράγοντες, πιστεύουμε ότι έχουμε βρει σε εκείνο το μέρος του ναρκισσισμού όπου δημιουργείται εξίσου έντονα η απειλή από την ιδέα του θανάτου όσο και από τα καθαρά ένστικτα του εγώ, και όπου τελικά παράγεται η αντίδραση για τον παθολογικό φόβο του θανάτου και τις τελικές συνέπειές του.

 

Ως απόδειξη ότι τα καθαρά συμφέροντα της αυτοσυντήρησης του εγώ δεν μπορούν να εξηγήσουν ικανοποιητικά τον παθολογικό φόβο του θανάτου, παραθέτουμε τη μαρτυρία ενός ερευνητή που είναι εντελώς απροκατάληπτος ψυχολογικά. Ο Edmund Spiess, από το έργο του οποίου έχουμε δανειστεί πολλά κείμενα, εκφράζει την άποψη ότι «η φρίκη του ανθρώπου για το θάνατο δεν προκύπτει απλώς από τη φυσική αγάπη για τη ζωή». Το εξηγεί αυτό με τα ακόλουθα λόγια:

 

«Αυτό, όμως, δεν αποτελεί εξάρτηση από τη γήινη ύπαρξη, διότι ο άνθρωπος συχνά το μισεί αυτό… Όχι, είναι η αγάπη για την προσωπικότητα που τον χαρακτηρίζει, που βρίσκεται στη συνειδητή κατοχή του, η αγάπη για τον εαυτό του, το επίκεντρο της ατομικότητάς του, που τον συνδέει με τη ζωή. Αυτή η αγάπη για τον εαυτό μας είναι ένα αδιαχώριστο στοιχείο της ύπαρξής μας. Σε αυτό θεμελιώνεται και ριζώνει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, και από αυτό αναδύεται η βαθιά και ισχυρή λαχτάρα να ξεφύγουμε από το θάνατο ή τη βύθιση στο τίποτα, καθώς και η ελπίδα να ξυπνήσουμε ξανά σε μια νέα ζωή, σε μια νέα εποχή συνεχούς ανάπτυξης. Η σκέψη να χάσει κανείς τον εαυτό του είναι αφόρητη για τον άνθρωπο, και είναι αυτή η σκέψη που κάνει το θάνατο τόσο τρομερό γι' αυτόν. Αυτή η ελπιδοφόρα λαχτάρα μπορεί να επικριθεί ως παιδική ματαιοδοξία, ανόητη μεγαλομανία. Το γεγονός είναι ότι ο φόβος φωλιάζει στις καρδιές μας. Επηρεάζει και κυβερνά τη φαντασία και τις προσπάθειές μας».

 

Αυτή η σχέση είναι εμφανής σε όλη την επιθυμητή σαφήνεια της- στην πραγματικότητα, με απόλυτη πλαστικότητα- στο λογοτεχνικό υλικό, αν και η ναρκισσιστική αυτοεπιβεβαίωση και αυτο-υπερβολή γενικά κυριαρχούν εκεί. Η συχνή σφαγή του σωσία, μέσω της οποίας ο ήρωας επιδιώκει να προστατευτεί μόνιμα από τις επιδιώξεις του εαυτού του, είναι πραγματικά μια αυτοκτονική πράξη. Βρίσκεται, βεβαίως, στην ανώδυνη μορφή της δολοφονίας ενός διαφορετικού εγώ: μια ασυνείδητη ψευδαίσθηση της διάσπασης ενός κακού, ένοχου εγώ- ένας διαχωρισμός που, επιπλέον, φαίνεται να είναι η προϋπόθεση για κάθε αυτοκτονία. Το αυτοκτονικό άτομο δεν είναι σε θέση να εξαλείψει με άμεση αυτοκαταστροφή το φόβο του θανάτου που προκύπτει από την απειλή του ναρκισσισμού του. Σίγουρα, αρπάζει τη μόνη δυνατή διέξοδο, την αυτοκτονία, αλλά είναι ανίκανος να την πραγματοποιήσει παρά μόνο μέσω του φαντάσματος ενός φοβισμένου και μισητού διπλού, επειδή αγαπά και εκτιμά το εγώ του πάρα πολύ για να του προκαλέσει πόνο, ή να μετατρέψει την ιδέα της καταστροφής του σε πράξη. Σε αυτό το υποκειμενικό νόημα, το διπλό αποδεικνύεται ότι είναι μια λειτουργική έκφραση του ψυχολογικού γεγονότος ότι ένα άτομο με μια στάση αυτού του είδους δεν μπορεί να απελευθερωθεί από μια συγκεκριμένη φάση της ναρκισσιστικά αγαπημένης ανάπτυξης του εγώ. Το συναντά πάντα και παντού, και περιορίζει τις πράξεις του προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Εδώ, η αλληγορική ερμηνεία του διπλού ως μέρος του ανεξάλειπτου παρελθόντος αποκτά το ψυχολογικό της νόημα. Αυτό που συνδέει το άτομο με το παρελθόν γίνεται σαφές, και ο λόγος που αυτό παίρνει τη μορφή του διπλού είναι εμφανής.

 

Τέλος, η σημασία του διπλού ως ενσάρκωση της ψυχής- μια έννοια που αντιπροσωπεύεται στην πρωτόγονη πίστη και ζει στη δεισιδαιμονία μας- έχει στενή σχέση με τους παράγοντες που συζητήθηκαν προηγουμένως. Φαίνεται ότι η ανάπτυξη της πρωτόγονης πίστης στην ψυχή είναι σε μεγάλο βαθμό ανάλογη με τις ψυχολογικές συνθήκες που καταδεικνύονται εδώ από το παθολογικό υλικό- μια παρατήρηση που φαίνεται να επιβεβαιώνει εκ νέου τη «συμφωνία στην ψυχολογία των ιθαγενών και των νευρωτικών». Αυτή η περίσταση θα εξηγούσε επίσης πώς οι πρωτόγονες συνθήκες επαναλαμβάνονται στις μεταγενέστερες μυθικές και καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις του θέματος, ειδικά με ιδιαίτερη έμφαση στους λιμπιντικούς παράγοντες που δεν εμφανίζονται τόσο καθαρά στην αρχέγονη ιστορία, αλλά οι οποίοι ωστόσο μας επέτρεψαν να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα σχετικά με τα λιγότερο διαφανή πρωταρχικά φαινόμενα.

 

Ο Φρόιντ (Animism, magic and the omnipotence of thought), επισημαίνοντας την ανιμιστική άποψη του κόσμου που βασίζεται στη δύναμη των σκέψεων, δικαιολόγησε τη σκέψη μας για τον πρωτόγονο άνθρωπο, όπως και για το παιδί, ως εξαιρετικά ναρκισσιστική. Επίσης, οι ναρκισσιστικές θεωρίες για τη δημιουργία του κόσμου που παραθέτει, όπως και τα μεταγενέστερα φιλοσοφικά συστήματα που βασίζονται στο εγώ (π.χ. Φίχτε), δείχνουν ότι ο άνθρωπος είναι σε θέση να αντιληφθεί την πραγματικότητα που τον περιβάλλει κυρίως μόνο ως αντανάκλαση ή ως μέρος του εγώ του. Ομοίως, ο Φρόιντ έχει επισημάνει ότι ο θάνατος, η αδυσώπητη Ἀνάγκη, είναι αυτό που αντιτίθεται στον ναρκισσισμό του πρωτόγονου ανθρώπου, και τον υποχρεώνει να παραδώσει ένα μέρος της παντοδυναμίας του στα πνεύματα. Με αυτό το γεγονός του θανάτου, όμως- που επιβάλλεται στον άνθρωπο, και το οποίο ο άνθρωπος συνεχώς προσπαθεί να αρνηθεί- συνδέονται οι πρώτες έννοιες της ψυχής, οι οποίες μπορούν να ανιχνευθούν τόσο στους πρωτόγονους λαούς όσο και στους προηγμένους πολιτισμούς.

 

Μεταξύ των πρώτων και πιο πρωτόγονων εννοιών της ψυχής είναι αυτή της σκιάς, η οποία εμφανίζεται ως πιστή εικόνα του σώματος αλλά μιας ελαφρύτερης ουσίας. Ο Βίλχελμ Βουντ (Πολιτισμική ψυχολογία) υποστηρίζει ότι η σκιά παρείχε ένα πρωτότυπο μοτίβο για την έννοια της ψυχής. Πιστεύει ότι η «σκιώδης ψυχή», το alter ego, σε αντίθεση με το σώμα, «απ' όσο μπορούμε να πούμε, έχει τη μοναδική πηγή του στα όνειρα και στα οράματα». Αλλά άλλοι ερευνητές- ο Έντουαρντ Τάιλορ, για παράδειγμα (The origins of culture)- έχουν δείξει με πλούσιο υλικό ότι μεταξύ των πρωτόγονων λαών κυριαρχούν ονομασίες εικόνων ή σκιών. Και ο G. Heinzelmann, ο οποίος βρίσκει υποστήριξη στις πιο πρόσφατες έρευνες, αντιτίθεται στον Βουντ σε αυτό το σημείο, δείχνοντας σε πληθώρα παραδειγμάτων ότι «και εδώ, επίσης, πρόκειται για ένα ζήτημα αρκετά σταθερών και εκτενώς επαναλαμβανόμενων απόψεων. Ακριβώς όπως ο Χέρμπερτ Σπένσερ (Principles of sociology) ισχυρίζεται δίκαια στην περίπτωση του παιδιού, ο πρωτόγονος άνθρωπος θεωρεί τη σκιά του ως κάτι πραγματικό, ως ένα ον που συνδέεται μαζί του, και επιβεβαιώνεται στην άποψή του για αυτήν ως ψυχή από το γεγονός ότι ο νεκρός (που είναι ξαπλωμένος) απλά δεν ρίχνει πλέον σκιά. Από την εμπειρία του ονείρου, ο άνθρωπος μπορεί να έχει πάρει την απόδειξη για την πεποίθησή του ότι το βιώσιμο εγώ μπορεί να υπάρξει ακόμα και μετά το θάνατο, αλλά μόνο η σκιά του και η αντανακλώμενη εικόνα του θα μπορούσαν να τον πείσουν ότι υπάρχει ένα μυστηριώδες διπλό ακόμα και όσο είναι ζωντανός.

 

Τα διάφορα ταμπού, προφυλάξεις και υπεκφυγές που χρησιμοποιεί ο πρωτόγονος άνθρωπος σε σχέση με τη σκιά του, δείχνουν εξίσου καλά τη ναρκισσιστική του εκτίμηση για το εγώ του, και τον τεράστιο φόβο του ότι αυτό θα απειληθεί. Ο πρωτόγονος ναρκισσισμός αισθάνεται ότι απειλείται κυρίως από την αναπόφευκτη καταστροφή του εαυτού. Πολύ σαφής απόδειξη της αλήθειας αυτής της παρατήρησης φαίνεται από την επιλογή, ως η πιο πρωτόγονη έννοια της ψυχής, μιας εικόνας όσο το δυνατόν πιο παρόμοιας με τον φυσικό εαυτό, επομένως ενός αληθινού διπλού. Η ιδέα του θανάτου, επομένως, απορρίπτεται από την αντιγραφή του εαυτού που ενσωματώνεται στη σκιά ή στην αντανακλώμενη εικόνα.

 

Έχουμε δει ότι μεταξύ των πρωτόγονων λαών οι ονομασίες για τη σκιά, την αντανακλώμενη εικόνα, και τα παρόμοια, χρησιμεύουν επίσης για την έννοια «ψυχή», και ότι η πιο πρωτόγονη έννοια της ψυχής των Ελλήνων, των Αιγυπτίων και άλλων πολιτισμικά επιφανών λαών συμπίπτει με ένα διπλό που είναι ουσιαστικά ταυτόσημο με το σώμα. Τότε, επίσης, η έννοια της ψυχής ως ανακλώμενη εικόνα προϋποθέτει ότι μοιάζει με ένα ακριβές αντίγραφο του σώματος. Πράγματι, ο J. von Negelein (A contribution to the Indian belief in the transmigration of souls) μιλάει άμεσα για έναν «πρωτόγονο μονισμό του σώματος και της ψυχής», με τον οποίο εννοεί ότι η ιδέα της ψυχής αρχικά συνέπιπτε εντελώς με εκείνη ενός δεύτερου σώματος. Ως απόδειξη αναφέρει το γεγονός ότι οι Αιγύπτιοι έφτιαχναν εικόνες των νεκρών για να τους προστατεύσουν από την αιώνια καταστροφή. Μια τέτοια υλική προέλευση, λοιπόν, έχει η ιδέα της ψυχής. Αργότερα, έγινε μια άυλη έννοια με την αυξανόμενη υλιστική εμπειρία του ανθρώπου, ο οποίος δεν θέλει να παραδεχτεί ότι ο θάνατος είναι αιώνιος αφανισμός.

 

Αρχικά, βέβαια, το ζήτημα της πίστης στην αθανασία δεν είχε καμία σημασία, αλλά η πλήρης άγνοια της ιδέας του θανάτου προκύπτει από τον πρωτόγονο ναρκισσισμό, όπως αποδεικνύεται ακόμη και στο παιδί. Για το πρωτόγονο, όπως και για το παιδί, είναι αυτονόητο ότι θα συνεχίσει να ζει, και ο θάνατος γίνεται αντιληπτός ως ένα αφύσικο, μαγικά παραγόμενο γεγονός (Φρέιζερ). Μόνο με την αναγνώριση της ιδέας του θανάτου και του φόβου του θανάτου που προκύπτει από τον επαπειλούμενο ναρκισσισμό, εμφανίζεται η επιθυμία για αθανασία ως τέτοια. Αυτή η επιθυμία αποκαθιστά πραγματικά την αρχική αφελή πίστη σε μια αιώνια συνεχιζόμενη ύπαρξη, με κάποια μερική προσαρμογή στην εμπειρία του θανάτου που αποκτήθηκε εν τω μεταξύ. Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, η πρωτόγονη πίστη στις ψυχές δεν είναι αρχικά τίποτα άλλο παρά ένα είδος πίστης στην αθανασία, η οποία αρνείται ενεργητικά τη δύναμη του θανάτου. Και ακόμη και σήμερα, το ουσιαστικό περιεχόμενο της πίστης στην ψυχή- όπως υπάρχει στη θρησκεία, στη δεισιδαιμονία και στις σύγχρονες λατρείες- δεν έχει εξελιχθεί. Η σκέψη του θανάτου γίνεται υποστηρικτική με την εξασφάλιση ενός εαυτού για μια δεύτερη ζωή, ως διπλή. Όπως στην απειλή του ναρκισσισμού από τη σεξουαλική αγάπη, έτσι και στην απειλή του θανάτου επαναλαμβάνεται η ιδέα του θανάτου (που αρχικά αποφεύχθηκε από το διπλό) με αυτή τη μορφή, η οποία, σύμφωνα με τη γενική δεισιδαιμονία, ανακοινώνει το θάνατο, ή της οποίας ο τραυματισμός βλάπτει το άτομο.

 

Έτσι, λοιπόν, βλέπουμε ότι στον πρωτόγονο ναρκισσισμό τα λιμπιντικά συμφέροντα και εκείνα που εξυπηρετούν την αυτοσυντήρηση συγκεντρώνονται στο εγώ με την ίδια ένταση, και τα οποία με τον ίδιο τρόπο προστατεύουν από μια σειρά απειλών από αντιδράσεις που κατευθύνονται ενάντια στην πλήρη εκμηδένιση του εγώ, ή αλλιώς προς τη βλάβη και την εξασθένισή του. Αυτές οι αντιδράσεις δεν προκύπτουν απλώς από τον πραγματικό φόβο, που, όπως λέει ο H. Visscher, μπορεί να ονομαστεί αμυντική μορφή ενός εξαιρετικά ισχυρού ενστίκτου αυτοσυντήρησης. Προκύπτουν επίσης από το γεγονός ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος, μαζί με τον νευρωτικό, εκδηλώνει αυτόν τον «φυσιολογικό» φόβο, αυξημένο σε παθολογικό βαθμό, ο οποίος «δεν μπορεί να εξηγηθεί από τις πραγματικές εμπειρίες τρόμου» (Heinzelmann).

 

Έχουμε εξάγει τη λιμπιντική συνιστώσα, η οποία παίζει ρόλο εδώ, από την εξίσου έντονα αισθητή απειλή για τον ναρκισσισμό, ο οποίος αντιστέκεται στην απόλυτη αυτοπυρπόληση του εγώ, ακριβώς όπως αντιστέκεται στη διάλυσή του στη σεξουαλική αγάπη. Το ότι είναι στην πραγματικότητα ο πρωτόγονος ναρκισσισμός που αντιστέκεται στην απειλή, φαίνεται αρκετά καθαρά από τις αντιδράσεις στις οποίες βλέπουμε τον απειλούμενο ναρκισσισμό να επιβάλλεται με αυξημένη ένταση: είτε με τη μορφή παθολογικής αγάπης για τον εαυτό του, όπως στον ελληνικό μύθο ή στον Όσκαρ Ουάιλντ, τον σύγχρονο εκπρόσωπό του· ή στην αμυντική μορφή του παθολογικού φόβου για τον εαυτό, που συχνά οδηγεί σε παρανοϊκή παραφροσύνη, και εμφανίζεται προσωποποιημένος στην καταδιώκουσα σκιά, στην κατοπτρική εικόνα ή στο διπλό.

 

Από την άλλη, στα ίδια φαινόμενα άμυνας επαναλαμβάνεται και η απειλή, έναντι της οποίας το άτομο θέλει να προστατευθεί και να επιβληθεί. Έτσι συμβαίνει ότι το διπλό, το οποίο προσωποποιεί τη ναρκισσιστική αγάπη για τον εαυτό, γίνεται ένας αδιαμφισβήτητος αντίπαλος στη σεξουαλική αγάπη. Ή αλλιώς, αυτό που αρχικά δημιουργήθηκε ως άμυνα επιθυμίας ενάντια σε μια φοβερή αιώνια καταστροφή, επανεμφανίζεται στη δεισιδαιμονία ως αγγελιοφόρος του θανάτου (βλ. Φρόιντ, Το ανοίκειο).


 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Otto Rank, The double: A psychanalytic study

[https://www.amazon.com/Double-Psychoanlytic-Study-Otto-Rank/dp/0807811556]

Μετάφραση για τα Ελληνικά, 2025, Χρήστος Κ. Τσελέντης

mailto: christselentis@gmail.com