4 Απρ 2008

Ο σουρεαλιστικός κήπος με τις ορχιδέες

Ορχιδέες

‘‘Όταν θέλουμε κάτι πολύ, το σκοτώνουμε.’’

Αυτή η φράση, που ίσως απηχεί σε όλους, θα μπορούσε να συνοψίσει ένα από τα θεμελιώδη παράδοξα της πραγματικότητας. Όπως ακριβώς όταν ποθούμε πολύ μια γυναίκα (οι γυναίκες ένα άντρα) και όταν την ‘πέφτουμε,’ τρώμε τα ‘μούτρα’ μας. Αυτός είναι ένας παράξενος κανόνας της ζωής (κάτι ανάλογο με το νόμο του Murphy). Στην απλή γλώσσα θα λέγαμε ότι κάποιος δεν μπορεί να έχει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο.

Αυτό το ‘παράδοξο της ηδονής,’ απασχόλησε και τους φιλοσόφους (όλοι μας έχουμε μέσα μας κι έναν τέτοιον). Πιο συγκεκριμένα πάντως, ο Henry Sidgwick συμπεραίνει πως η ευτυχία και η απόλαυση (ηδονή) είναι δύο παράξενα φαινόμενα, που δεν ακολουθούν γνωστούς κανόνες (που προφανώς ο ίδιος δεν ανακάλυψε). Ο ίδιος διαπιστώνει πως η ηδονή δεν μπορεί να αποκτηθεί άμεσα (για την ευτυχία δεν μας είπε...). Χρησιμοποιεί μάλιστα και το ακόλουθο παράδειγμα:



“Έστω ότι ο ‘Γιάννης’ συλλέγει γραμματόσημα. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα μοντέλα ερμηνείας (π.χ. ωφελιμισμός (utilism) = το να κάνεις κάτι επειδή κάτι θα κερδίσεις), ο Γιάννης συλλέγει γραμματόσημα επειδή βρίσκει απόλαυση σ’ αυτό που κάνει. ‘‘Ωστόσο,’’ λέει ο Sidgwick, ‘‘αν ρωτήσουμε τον Γιάννη γιατί συλλέγει γραμματόσημα, δεν πρόκειται να μας απαντήσει ‘‘επειδή παίρνω ηδονή.’’ Απλώς του αρέσει να συλλέγει γραμματόσημα.’’ (όχι και τόσο ικανοποιητικό συμπέρασμα αυτό το τελευταίο)

Το γεγονός πάντως ότι αποτυγχάνουμε να βρούμε την απόλαυση όταν την αναζητούμε, το αναλύει και ο John Stuart Mill, ένας ωφελιμιστής φιλόσοφος: “... η ευτυχία έρχεται όταν κάποιος δεν τη βάζει ως στόχο. Ευτυχισμένοι είναι όσοι έχουν την σκέψη τους σε κάποιο πράγμα άλλο από την ευτυχία τους. Ρωτήστε τον εαυτό σας αν είστε ευτυχισμένοι και αμέσως παύετε να είστε.’’ Τάδε έφη o κύριος Mill.



Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να καταθέσω τη δική μου άποψη επί του θέματος. Πρώτα απ’ όλα η ευτυχία και η απόλαυση είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Η ευτυχία είναι κάτι το ‘ουδέτερο’ το ‘αυτονόητο,’ ενώ η απόλαυση είναι κάτι το ενεργητικό (δημιουργικό ή καταστροφικό) . Για παράδειγμα, ευτυχία είναι κάποιος να μαζεύει λουλούδια στην εξοχή, ενώ απόλαυση είναι να τα περιεργάζεται, να τα χρησιμοποιεί, να τα φροντίζει, ή να τα μαδάει. Ωστόσο, όταν κάποιος πάψει να βλέπει τα λουλούδια να έχουν κάποιαν ‘αιτία’ ή ‘σκοπό’, τότε μόνο μπορεί πραγματικά να τα απολαύσει, όπως πράγματι είναι.

Η σύγχυση συμβαίνει ακριβώς στο σημείο που μπαίνει η λογική μέσα σε μια διαδικασία που απλώς δεν την αφορά. Η απόλαυση είναι μια ψυχική λειτουργία, ενώ η ‘σκοπιμότητα’ είναι μια λογική λειτουργία. Όταν δηλαδή η λογική μας θέλει να αποδώσει κάποιο νόημα (σκοπό) σ’ ένα συναίσθημα, απλά το ‘μπλοκάρει,’ γιατί τα συναισθήματα απορρέουν από τις σκέψεις και τις πράξεις, χωρίς να έχουν κάποια ‘λογική.’ Ακριβώς όπως ο Γιάννης απολαμβάνει συναισθήματα από τη συλλογή των γραμματοσήμων του ανεξάρτητα αν κερδίζει χρήματα ή δημοσιότητα από αυτό που κάνει. Αυτή η σύγκρουση συμβαίνει και στις σχέσεις μας. Αν δηλαδή πλησιάσουμε κάποιον ή κάποια που μας αρέσει και χρησιμοποιήσουμε τη λογική τού τι θα θέλαμε από τον άλλο, τότε σκοτώνουμε τα συναισθήματά του, γιατί ακριβώς επιβάλλουμε τη δική μας βούληση στην ευτυχία του άλλου (ή και στην δική μας ευτυχία).

Ενώ το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι απλά να αφήσουμε την ευτυχία μας ελεύθερη να υπάρχει...

================================================
Ο Edward James ήταν ένας πλούσιος αριστοκράτης, ο οποίος στήριξε τον σουρεαλισμό και φιλοξένησε αρκετούς σουρεαλιστές καλλιτέχνες, όπως ο Dali και ο Magritte. Κάποια στιγμή στη ζωή του, τα άφησε όλα πίσω κι έφυγε στο Μεξικό, όπου κι έφτιαξε ένα αγρόκτημα. Εκεί, στην αρχή καλλιέργησε ορχιδέες, αλλά ύστερα από κάποια θεομηνία αυτές καταστράφηκαν. Τότε σκέφτηκε να φτιάξει ένα σουρεαλιστικό κήπο, αποτελούμενο από μόνιμες κατασκευές σε σχήματα που να θυμίζουν κήπο.

Σε ό,τι αφορά το ‘παράδοξο της ηδονής,’ μπορούμε να το διατυπώσουμε ως εξής: Όσο περισσότερο αντιμετωπίζουμε κάτι ως ‘εργαλείο απόλαυσης,’ τόσο περισσότερο επισκιάζουμε τις υπόλοιπες ιδιότητές του. Αυτό μοιάζει με μια επέκταση της αρχής της αβεβαιότητας από τη μικροφυσική στον καθημερινό κόσμο. Όπως δηλαδή κατά την κβαντική μέτρηση η ακρίβεια στη μέτρηση μιας ιδιότητας μειώνει την ακρίβεια στη μέτρηση κάποιας άλλης ιδιότητας, έτσι και στην καθημερινή ζωή όσο περισσότερη ερμηνευτική σημασία δίνουμε σε κάτι ή σε κάποιον τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από την πραγματική του φύση.