20 Απρ 2008

Η χαρούμενη επιστήμη

Friedrich Nietzsche

Ο Νίτσε πίστευε πως για να φτάσει ο άνθρωπος την τελειότητα, θα πρέπει πρώτα ν’ απαλλαγεί από κάθε μεταφυσική ανησυχία. Τουλάχιστον αυτές που στηρίζονται στη θρησκεία. Πίστευε επίσης, πως οι θρησκείες προέκυψαν ως ένα σφάλμα, μια παρερμηνεία της ανθρώπινης διάνοιας, σχετικά με τα φυσικά γεγονότα. Αν κάποτε ο άνθρωπος καταφέρει να απαλλαγεί από το θεό, σύμφωνα πάντοτε με το Νίτσε, τότε θα έχει μίαν ευκαιρία ν’ αναλάβει ο ίδιος πλήρως την ευθύνη του απέναντι στο θείο, φτάνοντας τον υπεράνθρωπο (Übermensch). Πολλοί παρερμήνευσαν τα λόγια του Νίτσε, ενώ κάποιοι άλλοι χρησιμοποίησαν τη φιλοσοφία του διαστρεβλωμένα, προς ίδιον όφελος. Ο ίδιος ο Νίτσε πάντως, παρέμεινε ηθικά ακέραιος και διανοητικά υπερήφανος, όπως άλλωστε θα ταίριαζε σε μια από τις μεγαλύτερες ευφυΐες όλων των εποχών.

Απόσπασμα από την ‘Χαρούμενη Επιστήμη’ (The Gay Science), του Νίτσε:

125. Ο τρελός.- Δεν έχετε ακούσει για εκείνον τον τρελό που άναψε ένα φανάρι στις λαμπρές ώρες του πρωινού, έτρεξε στην αγορά και φώναζε διαρκώς: ‘Αναζητώ το Θεό! Αναζητώ το Θεό! Καθώς πολλοί από εκείνους που δεν πίστευαν στο Θεό στέκονταν γύρω εκείνη τη στιγμή, προκάλεσε πολύ γέλιο. Έχει χαθεί; ρώτησε ένας. Έχασε το δρόμο του όπως ένας παιδί; ρώτησε κάποιος άλλος. Ή μήπως κρύβεται; Μήπως μας φοβάται; Έχει έρθει από ταξίδι; Είναι μετανάστης; - Έτσι φώναζαν και γέλαγαν. Ο τρελός πήδησε ανάμεσά τους και τους διαπέρασε με το βλέμμα του. ‘‘Πού είναι Θεός;’’ φώναξε.

‘‘Θα σας πω. Τον έχουμε σκοτώσει- εσείς κι εγώ! Όλοι μας είμαστε οι δολοφόνοι του! Αλλά πώς το κάναμε αυτό; Πώς θα μπορούσαμε να πιούμε τη θάλασσα; Ποιος μας έδωσε το σφουγγάρι να σκουπίσουμε ολόκληρο τον ορίζοντα; Τι κάναμε όταν αποδεσμεύσαμε τη Γη από τον Ήλιο; Προς τα πού κινείται τώρα; Προς τα πού κινούμαστε; Μακριά από όλους τους ήλιους; Δεν βυθιζόμαστε συνεχώς; Και προς τα πίσω, πλάγια, προς τα εμπρός, σε όλες τις κατευθύνσεις; Υπάρχει ακόμα πάνω η κάτω; Δεν περιπλανιόμαστε μέσα σ’ ένα άπειρο τίποτε; Δεν αισθανόμαστε την ανάσα του κενού διαστήματος; Δεν έχει γίνει πιο κρύο; Η νύχτα δεν μας πλησιάζει διαρκώς; Δεν πρέπει να ανάψουμε φανάρια το πρωί; Δεν ακούμε τίποτα εκτός από το θόρυβο των νεκροθαφτών που θάβουν το Θεό; Δεν μυρίζουμε τίποτα παρά μόνο τη θεία αποσύνθεση; - Και οι Θεοί αποσυντίθενται!

Ο Θεός είναι νεκρός! Ο Θεός παραμένει νεκρός! Και τον έχουμε σκοτώσει! Πώς θα παρηγορηθούμε, οι δολοφόνοι όλων των δολοφόνων; Ό, τι ήταν ιερότερο και τρανότερο στον κόσμο πέθανε ματωμένο από τα μαχαίρια μας,- ποιος θα σκουπίσει αυτό το αίμα από πάνω μας; Ποιο νερό υπάρχει για να μας καθαρίσει; Ποιες γιορτές της συμφιλίωσης, ποια ιερά παιχνίδια πρέπει να εφεύρουμε; Δεν είναι το μεγαλείο αυτής της πράξης πολύ μεγάλο για μας; Δεν πρέπει εμείς οι ίδιοι να γίνουμε Θεοί ώστε να φανούμε αντάξιοι; Δεν υπήρξε ποτέ σπουδαιότερη πράξη, - και όποιος γεννηθεί μετά από μας, χάριν αυτής της πράξης θ’ ανήκει σε μια λαμπρότερη ιστορία από όλη την ιστορία έως τώρα!’’

Τώρα ο τρελός έμεινε σιωπηλός και κοίταξε πάλι τους ακροατές του: κι εκείνοι ήταν σιωπηλοί και τον κοίταζαν κατάπληκτοι. Στο τέλος έριξε το φανάρι του στο έδαφος, έσπασε σε κομμάτια κι έσβησε. ‘‘Ήρθα πολύ νωρίς,’’ είπε έπειτα. ‘‘Δεν είναι ακόμη ο καιρός μου. Αυτό το φοβερό γεγονός είναι ακόμα στο δρόμο του, ακόμα περιπλανιέται- δεν έχει φθάσει ακόμα στα αυτιά των ανθρώπων. Η αστραπή και η βροντή απαιτούν χρόνο. Το φως των αστεριών απαιτεί χρόνο. Οι πράξεις, αν κι έχουν γίνει, χρειάζονται χρόνο για να ιδωθούν και να ακουστούν. Αυτή η πράξη είναι μακρύτερά τους από τα πιο απόμακρα αστέρια- και ωστόσο το έχουν κάνει οι ίδιοι!’’
===============