25 Σεπ 2009

ΣΥΓΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ: Μία μη αιτιακή συνδετική αρχή


Η έννοια της αιτιότητας κατέχει, θα λέγαμε, μια πρωταρχική σημασία στον τρόπο που εμείς οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Γενικά, σε ό,τι αφορά την προσπάθειά μας κατανόησης του κόσμου, συνηθίζουμε, λίγο- πολύ ασυνείδητα, από τη μία πλευρά να ταξινομούμε τα διάφορα γεγονότα με κάποια σειρά ‘προτεραιότητας,’ και, από την άλλη μεριά, να χρησιμοποιούμε ‘γενικεύσεις,’ που διευκολύνουν την ομαδοποίηση αυτών των γεγονότων σε ‘νοηματικές’ κατηγορίες. Σε ό,τι αφορά την πρώτη ιδιότητα της ανθρώπινης σκέψης, την ‘ιεράρχηση’ των γεγονότων, η διαδικασία είναι σαφώς αιτιακή, καθώς τακτοποιούμε αυτά τα γεγονότα με σειρά χρονολογική, έτσι ώστε κάποιο πράγμα σε αυτήν την αιτιακή αλυσίδα να μην μπορεί να προηγείται ενός άλλου πράγματος που το προκάλεσε. Αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός περιορισμός της αιτιότητας. Σε ό,τι, πάντως, αφορά τη δεύτερη ιδιότητα, την ‘γενική θεώρηση’ ενός συνόλου πραγμάτων, εκεί η αιτιότητα δεν έχει τόση σημασία, καθώς αυτό που προέχει είναι ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται αυτή η κατανομή των πραγμάτων. Αυτός, τώρα, ο τρόπος μοιάζει περισσότερο πιθανοκρατικός, χωρίς, απαραίτητα, μια τέτοια πιθανοκρατική θεώρηση να καταρρίπτει, σ’ ένα πιο αναλυτικό επίπεδο την αιτιότητα.

Αυτήν τη σχέση ανάμεσα στην αιτιότητα και την πιθανότητα, ανάμεσα στο ‘προγεγραμμένο’ και στη ‘σύμπτωση,’ αναλύει ο Jung το βιβλίο του για τη συγχρονικότητα, ώστε να φέρει στο προσκήνιο μιαν άλλη κατηγορία φαινομένων που δεν υπακούουν στην αιτιότητα και τα οποία επομένως θα είναι από τη φύση τους συγχρονιστικά:

‘‘Οι ανακαλύψεις της σύγχρονης φυσικής έχουν επιφέρει μία σημαντική αλλαγή στην επιστημονική εικόνα του κόσμου, έχοντας κλονίσει την απόλυτη ισχύ των φυσικών νόμων και την έκαναν σχετική. Οι φυσικοί νόμοι είναι στατιστικές αλήθειες που σημαίνει ότι είναι πλήρως σε ισχύ μόνο όταν έχουμε να κάνουμε με μακροσκοπικές ποσότητες. Στο βασίλειο των πολύ μικρών ποσοτήτων η πρόβλεψη γίνεται αβέβαιη, αν όχι αδύνατη, επειδή πολύ μικρές ποσότητες δεν συμπεριφέρονται πλέον σύμφωνα με τους γνωστούς φυσικούς νόμους.

Η φιλοσοφική αρχή που βρίσκεται πίσω από την αντίληψή μας για τους φυσικούς νόμους είναι η αιτιότητα. Αλλά αν η σύνδεση ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμα αποδειχτεί ότι είναι μόνο στατιστικά έγκυρη και μόνο σχετικά αληθής, τότε η αιτιακή αρχή έχει μόνο σχετική αξία για την εξήγηση των φυσικών διεργασιών και επομένως προϋποθέτει την ύπαρξη ενός η περισσοτέρων άλλων παραγόντων που θα ήταν απαραίτητοι για να δοθεί κάποια εξήγηση. Αυτό είναι σαν να λέμε ότι η σχέση μεταξύ των γεγονότων σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να μην είναι αιτιακή, και να απαιτεί μία διαφορετική εξήγηση.

Θα ψάξουμε βέβαια μάταια στο μακροσκοπικό κόσμο για μη αιτιακά γεγονότα, για τον απλό λόγο ότι δεν μπορούμε να φανταστούμε τέτοια γεγονότα που να έχουν μία μη αιτιακή εξήγηση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τέτοια γεγονότα δεν υπάρχουν. Η ύπαρξή τους- ή τουλάχιστον αυτή η πιθανότητα- προκύπτει λογικά από το χώρο της στατιστικής αλήθειας…’’

Αλήθεια, έχουμε σκεφτεί ποτέ τι είναι συμπτώσεις; Γιατί άραγε, αν, για παράδειγμα, ενώ βλέπαμε στο όνειρό μας ένα σκαθάρι- σκαραβαίο, εκείνος μας ξύπναγε έχοντας μπει από το ανοικτό παράθυρο, θα το θεωρούσαμε ως κάτι το απίστευτο ή ως ‘θαύμα;’ Η λογική απάντηση είναι η εξής: Δεν μπορούμε να έχουμε ότι θέλουμε, τουλάχιστον όχι αμέσως. Όμως, δεν υπάρχει κάτι στο σύμπαν που να το εμποδίζει, απλά δεν ‘συνηθίζεται.’ Μήπως λοιπόν αυτό που ονομάζουμε σύμπτωση δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μία ‘ομάδα’ δύο ή περισσοτέρων γεγονότων που συμβαίνουν σπάνια; Αν δηλαδή συνέβαιναν συχνότερα, τότε δεν θα έπαυαν να αποτελούν ‘συμπτώσεις;’

Από την άποψη της πειραματικής επιστήμης, για να αποτελέσει κάτι φυσικό φαινόμενο κι επομένως όχι ένα σπάνιο μεμονωμένο γεγονός ή σύμπτωση, θα πρέπει να έχει το χαρακτήρα της επαναληψιμότητας. Αυτό σημαίνει πως μπορούμε ανά πάσα στιγμή ν’ αναπαράγουμε το φαινόμενο στο εργαστήριο. Με αυτήν έννοια το ‘παράδειγμα του σκαραβαίου’ δεν αποτελεί φαινόμενο της φύσης, αφού δεν μπορούμε να το αναπαράγουμε κατά βούληση. Θα μπορούσαμε όμως - χωρίς να κατασκευάσουμε μια νέα κατηγορία μοναδικών μη επαναλήψιμων φαινομένων- να προσεγγίσουμε τη ‘σύμπτωση;’

Με ποια έννοια μπορεί κάτι να είναι μια σύμπτωση νοήμονη; Θα πρέπει άραγε να προσδιορίσουμε τη νοημοσύνη ως μη αποκλειστικό προνόμιο του ανθρώπου; Θα πρέπει επιπλέον να ετυμολογήσουμε τη λέξη νοημοσύνη, ως μια ιδιότητα με νόημα; Ο Jung υπονοεί την ύπαρξη κάποιου αγνώστου ψυχικού παράγοντα- ‘δυνάμεως,’ που ‘συγχρονίζει’ αυτά τα φαινόμενα ώστε να συμβαίνουνε μαζί. Κοιτάξτε ένα παράδειγμα ‘γνωστής’ δύναμης: Αν αφήσουμε διάφορα αντικείμενα να πέσουν από το ίδιο ύψος (υπό καθεστώς ελεύθερης πτώσης) θα βρεθούν στο έδαφος ταυτόχρονα. Αυτό είναι ένα παράδειγμα ‘νοήμονης σύμπτωσης’ με την έννοια ότι υπάρχει αυτή η δύναμη της βαρύτητας που ομαδοποιεί και συντονίζει την ‘κοινή μοίρα’ της πορείας των αντικειμένων. Μήπως υπάρχει κάποια άλλη άγνωστη δύναμη που να προκαλεί την κοινή διαδρομή πραγμάτων, ακόμη και συμπεριφορά ζωντανών πλασμάτων; Και μήπως αυτή η δύναμη δρα διαμέσου ενός πεδίου, σχετικού με αυτό που ο Jung ονόμασε συλλογικό ασυνείδητο; Ποιο είναι αυτό το (ενιαίο;) πεδίο, ποια η δύναμη (quintessence;) και πώς θα την ανακαλύψουμε μέσα από τις σχέσεις που δημιουργεί μεταξύ φαινομενικά ασύνδετων πραγμάτων;

Ο Jung αναφέρει επίσης χαρακτηριστικά την περίπτωση φαινομένων μοναδικών και ανεπανάληπτων, τα οποία και δεν ανήκουν στην κατηγορία των φαινομένων προς διερεύνηση από την πειραματική επιστήμη, αφού ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του πειράματος είναι η επαναληψιμότητα του φαινομένου που ερευνάται:

‘‘Η πειραματική μέθοδος έρευνας σκοπεύει στο να καθιερώσει τακτικά γεγονότα που να μπορούν να επαναληφτούν. Ως συνέπεια, μοναδικά ή σπάνια γεγονότα αποκλείονται. Επιπλέον το πείραμα θέτει περιοριστικές συνθήκες στη φύση, επειδή ο σκοπός του είναι να την εξαναγκάσει να δώσει απαντήσεις σε ερωτήσεις κατασκευασμένες από τον άνθρωπο. Κάθε απάντηση της φύσης είναι ως εκ τούτου επηρεασμένη λίγο πολύ από το είδος των ερωτήσεων που υποβάλλονται, και το αποτέλεσμα είναι πάντοτε ένα υβριδικό αποτέλεσμα…

Η λεγόμενη πιθανότητα τέτοιων γεγονότων δεν έχει καμία σημασία, επειδή το κριτήριο τού τι είναι πιθανό σε κάθε εποχή πηγάζει από εκείνης της εποχής τις λογικές παραδοχές. Δεν υπάρχουν ‘απόλυτοι’ φυσικοί νόμοι την αυθεντία των οποίων μπορεί κάποιος να επικαλεστεί για να υποστηρίξει τις προκαταλήψεις του. Το περισσότερο που μπορεί να απαιτηθεί είναι ο αριθμός των ατομικών παρατηρήσεων να είναι όσο το δυνατό μεγαλύτερος. Αν αυτός ο αριθμός, από στατιστική άποψη, βρίσκεται μέσα στα όρια της τύχης, τότε έχει στατιστικά αποδειχτεί ότι ήταν θέμα τύχης. Αλλά καμία εξήγηση δεν έχει δοθεί. Πρόκειται απλά για μία εξαίρεση στον κανόνα…

Τώρα, υπάρχει στην εμπειρία μας ένα αναρίθμητα ευρύ πεδίο του οποίου οι εκτενείς μορφές, καθαυτές, αντισταθμίζουν τον κόσμο της αιτιότητας. Αυτός είναι ο κόσμος της τύχης, όπου ένα τυχαίο γεγονός μοιάζει αιτιακά ασύνδετο με μία συμπίπτουσα πραγματικότητα. Οπότε θα πρέπει να εξετάσουμε τη φύση της γενικότερης ιδέας της τύχης λίγο πιο προσεκτικά. Η τύχη, λέμε, πρέπει προφανώς να υπόκειται σε κάποια αιτιακή ερμηνεία και αποκαλείται ‘τύχη’ ή ‘σύμπτωση’ μόνο επειδή η αιτιότητά της δεν έχει ακόμη αποκαλυφτεί. Εφόσον έχουμε μία ενδόμυχη πίστη στην απόλυτη ισχύ του αιτιακού νόμου, θεωρούμε αυτήν την ερμηνεία της τύχης ως επαρκή. Αλλά αν η αιτιακή αρχή είναι μόνο σχετικά ισχύουσα, τότε προκύπτει πως παρότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων μία σειρά τυχαίων γεγονότων μπορεί να εξηγηθεί αιτιακά, θα πρέπει να παραμένει ένας αριθμός περιπτώσεων που να μη δείχνουν καμία αιτιακή σύνδεση.’’

Πώς μπορούμε όμως να διερευνήσουμε και να κατατάξουμε γεγονότα τα οποία συνέβησαν μόνο μία φορά, τη στιγμή μάλιστα που αυτή η μοναδικότητά τους είναι συνυφασμένη με την υποκειμενικότητα του ατόμου που τα βίωσε; Η ελεύθερη πτώση των σωμάτων είναι για παράδειγμα ένα καθολικό και άμεσα επαναλήψιμο φαινόμενο, ασχέτως από το ποιος και κάτω από ποιες συνθήκες το παρατηρεί. Αν όμως κάποιος έρθει και μας πει ότι είδε ένα πράγμα αντί να πέφτει να φεύγει προς τον ουρανό, ακόμη και αν θεωρήσουμε το συγκεκριμένο άτομο φερέγγυο, δεν θα θεωρήσουμε αξιόπιστο το ίδιο το γεγονός. Αυτή ακριβώς η ανάγκη της επαναληψιμότητας ενός γεγονότος και της αιτιότητας, μας οδηγεί στην απαραίτητη παραδοχή πως ακόμη κι αν υπάρχουν συγχρονιστικά φαινόμενα, τότε αφενός θα είναι επαναλήψιμα και αφετέρου θα συνδέονται με κάποια, άγνωστη έστω, αιτιακή σχέση. Η ίδια άλλωστε η πιθανοκρατική θεώρηση των ιδιοτήτων της ύλης, δείχνει ότι δεν μπορούμε ούτε και χρειάζεται να αγνοούμε παράδοξα φαινόμενα που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από μία ‘ανακατανομή’ αυτών των ιδιοτήτων, πέρα του γεγονότος ότι τελικά η φύση έχει την τάση να σταθεροποιείται σε δεδομένες καταστάσεις. Γι’ αυτό τα μοναδικά και ανεπανάληπτα φαινόμενα θα ήταν προτιμότερο να τα αντιμετωπίζουμε ως ιδιαίτερες περιπτώσεις συνηθισμένων φαινομένων.

Η πιθανοκρατική θεώρηση της φύσης βρίσκεται έτσι κι αλλιώς σε αντιπαράθεση με την αιτιοκρατική θεώρηση και το πιο παράδοξο είναι πως η ίδια η συγχρονικότητα υπονοεί και οδηγεί προς μία νέα, άγνωστη και μάλιστα ισχυρότερη από ποτέ αιτιοκρατία, την ‘αιτιοκρατία των νοήμονων συμπτώσεων.’ Αλήθεια, τι σημαίνει ‘νοήμονη’ και τι ‘σύμπτωση;’ Γιατί εδώ υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα: Αν μία σύμπτωση είναι νοήμονη, τότε παύει να είναι σύμπτωση. Βλέπουμε δηλαδή ότι η ίδια η έννοια του νοήματος επιβάλλει την αιτιότητα. Με το θέμα του ‘νοήμονη’ δεν πρόκειται να ασχοληθώ περισσότερο. Αρκεί να πω ότι στα ίδια πλαίσια θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη δύναμη της βαρύτητας ως ‘νοήμονη,’ με το χαρακτηρισμό οπωσδήποτε εντός εισαγωγικών. Θα άξιζε όμως τον κόπο να επεκταθούμε περισσότερο στην έννοια της σύμπτωσης. Όταν αναφερόμαστε στην τύχη, στην πραγματικότητα μιλάμε πάντοτε για δύο πράγματα: Για τύχη και για μοίρα. Αν το καλοσκεφτούμε δηλαδή χρησιμοποιούμε την ίδια λέξη για ένα γεγονός είτε είναι τυχαίο, συμπτωματικό, είτε αναπόφευκτο, μοιραίο. Λέμε για παράδειγμα: ‘Το είχε η τύχη του’ ή ‘Αυτός είναι πολύ τυχερός’, εννοώντας στην πραγματικότητα κάτι το ‘γραμμένο’. Κι από την άλλη λέμε: ‘Ήταν τυχερός που κέρδισε το λαχείο’, εννοώντας ένα συμπτωματικό γεγονός. Θα τολμούσα επομένως να πω ότι αυτό που ονομάζουμε τύχη ή μοίρα, τελικά δεν είναι και τόσο ‘τυχαίο.’ Άλλωστε οι ίδιες οι πιθανότητες έχουν την τάση να οδεύουν και να σταθεροποιούνται προς συγκεκριμένες τιμές (νόμος των μεγάλων αριθμών). Θα ήταν δηλαδή προτιμότερο αντί να μιλάμε γενικά περί συμπτώσεων και τύχης να επαναπροσδιορίσουμε, ίσως, τους νόμους των πιθανοτήτων προς πιο συγκεκριμένες και λιγότερο τυχάρπαστες κατανομές.

Αν οι νόμοι της φύσης, (ορθότερα οι ιδιότητες της ύλης) είναι πιθανοκρατικοί (αποτέλεσμα στατιστικών κατανομών), εντούτοις, όταν αυτές οι πιθανότητες εκφράζονται στον φυσικό κόσμο, έχουν συγκεκριμένη διαμόρφωση και ποσότητα. Θα έλεγα πως κάποιες πιθανότητες και για δεδομένες συνθήκες είναι πιο πιθανές από τις άλλες. Η κατανομή για παράδειγμα που δίνει τη μάζα των σωμάτων είναι τέτοια ώστε σχεδόν πάντοτε να δίνει μια ελκτική βαρυτική δύναμη. Και λέω σχεδόν πάντοτε γιατί κάτω από κάποιες άγνωστες προϋποθέσεις η προηγούμενη κατάσταση θα μπορούσε ίσως να ανατραπεί ή και να αντιστραφεί. Οι συμπτώσεις δηλαδή από τη φύση τους και την ετυμολογία τους αν θέλετε (συμπίπτω= ‘πέφτω’ προς το ίδιο μέρος μαζί με κάτι άλλο), έχουν να κάνουν με σύγκλιση καταστάσεων που οδηγεί στην εκδήλωση κάποιου φαινομένου. Επομένως είναι και νοήμονες ή καλύτερα νομοτελειακές. Η δυνατότητα της επανάληψης ενός φαινομένου προϋποθέτει και τη βαθύτερη γνώση του φαινομένου και των λειτουργιών του, ώστε να μπορεί να αναπαραχτεί. Εάν δεν έχουμε κανόνες που να περιγράφουν το φαινόμενο με σταθερότητα και σαφήνεια, τότε δεν έχουμε μια σαφή ιδέα για κάτι που θα μπορούσε να είναι φυσικό φαινόμενο. Θα μπορούσε, εξίσου πιθανά, να πρόκειται για ένα κατασκεύασμα της φαντασίας.

Υπάρχει ένας επίσημος ορισμός της αιτιότητας, που μπορεί ίσως να βοηθήσει στη συνέχεια την κατανόηση της συζήτησης. Αιτιακή ή αιτιοκρατική είναι μια διαδικασία που υπόκειται στο φράγμα της ταχύτητας του φωτός. Εάν κάτι τρέξει γρηγορότερα από το φως ταξιδεύει πλέον στο χρόνο, επομένως ανατρέπει τη διαδοχή αιτία- αποτέλεσμα, παρελθόν- μέλλον. Ενεργειακά, αυτό θα σήμαινε ότι η ενέργεια ενός σώματος που θα παραβίαζε την αιτιότητα θα έπρεπε να είναι άπειρη. Για αυτό, ακριβώς ο Jung τονίζει ότι η ερμηνεία των συγχρονιστικών φαινομένων δεν μπορεί να προέλθει μέσα από έννοιες όπως ο χώρος, ο χρόνος, η ενέργεια, και επομένως ούτε μέσα από την έννοια μιας αιτιότητας που περιορίζεται στο φράγμα της ταχύτητας του φωτός:

‘‘Η ενεργειακή υπόθεση δείχνει από μόνη της να είναι μη εφαρμόσιμη στα πειράματα του Rhine, και έτσι αποκλείει όλες τις ιδέες σχετικά με τη μετάδοση δύναμης. Ισοδύναμα, ο νόμος της αιτιότητας δεν ισχύει- γεγονός το οποίο υπέδειξα τριάντα χρόνια πριν. Γιατί δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε πώς ένα μελλοντικό γεγονός θα μπορούσε να προκαλέσει ένα γεγονός στο παρόν. Καθώς προς το παρόν δεν υπάρχει καμία περίπτωση αιτιακής εξήγησης, πρέπει να υποθέσουμε προσωρινά ότι απίθανα συμβάντα μίας μη αιτιακής φύσης- δηλαδή, νοήμονες συμπτώσεις- έχουν εισέλθει στο προσκήνιο.’’

Η έννοια της ταυτόχρονης μη αιτιακής εμφάνισης γεγονότων τα οποία είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους με κάποιο νόημα είναι διάχυτη στη μελέτη του Jung. Για μένα πάντως δεν θα είχε νόημα να μιλάμε για ‘αναιτιότητα,’ αφού η ίδια η συγχρονικότητα προϋποθέτει μια αιτιακή αρχή μεταξύ της ψυχής και της φύσης, έστω και αν αυτή η ‘σύνδεση’ δεν λαμβάνει χώρα μέσω της διάδοσης πληροφορίας. Πιστεύω δηλαδή ότι αυτά τα φαινόμενα μπορούν να συμβούν, αλλά όχι αναίτια ή μη αιτιακά, αλλά κάτω από συγκεκριμένους στατιστικούς κανόνες άγνωστους προς το παρόν. Η αιτιότητα λοιπόν δεν άρεται σε καμία περίπτωση είτε αυτή η αιτιότητα χαρακτηριστεί ως ‘ισχυρή’ είτε ως ‘ασθενής’ είτε ως ‘σχετική’ ή ‘πιθανοκρατική’. Επίσης δεν έχει νόημα να μιλάμε πραγματικά για ‘ακαριαία εμφάνιση’ ή ακαριαία μετάδοση πληροφορίας. Εκτός βέβαια, όπως ορθότατα και με πλήρη επίγνωση ο Jung επισημαίνει, αν το φαινόμενο δεν έχει να κάνει με μετάδοση πληροφορίας, επομένως δεν είναι υλικό ούτε και έχει να κάνει με ενέργεια. Στην φυσική η ενέργεια είναι μετάδοση πληροφορίας, αλλά επίσης η ενέργεια είναι ύλη από την αρχή της ισοδυναμίας ύλης- ενέργειας. Εάν όμως δεν έχουμε να κάνουμε με μετάδοση κάποιου σήματος- πληροφορίας μεταξύ των φαινομένων που λαμβάνουν χώρα, τότε πώς εκδηλώνονται και πώς συντονίζονται μεταξύ τους; Θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει στο παρασκήνιο μια κοινή οργανωτική αρχή που να προκαλεί και να διευθύνει τα γεγονότα. Ποια είναι όμως αυτή η κοινή οργανωτική αρχή, αν όχι η αιτιότητα; Επίσης, αυτή η συνδετική αρχή θα πρέπει να επικοινωνεί με τα επιμέρους φαινόμενα με κάποιον τρόπο. Εκτός βέβαια και να είναι τελείως ‘απαθής’ ή ακούσια...

Σε ό,τι αφορά τον παράγοντα της ψυχής, ο ίδιος ο Jung παρατήρησε ότι στις περιπτώσεις των συγχρονιστικών φαινομένων, υπάρχουν σύμβολα τα οποία αναδύονται μέσω των ονείρων ή της συναισθηματικής φόρτισης και των υποκειμένων, και τα οποία σύμβολα συνδέονται άμεσα αν και ανεπαίσθητα με τα συνοδά φυσικά φαινόμενα ή γεγονότα. Η ερμηνεία του Jung σχετικά με αυτά τα νοημόνως συνδεμένα γεγονότα γίνεται μέσω των αρχετύπων, τα οποία είναι καταστάσεις ψυχοειδείς, που βρίσκονται στη σφαίρα αυτού που οι ίδιος ονομάζει συλλογικό ασυνείδητο και τα οποία μοιάζουν να διεγείρονται από την ανθρώπινη ψυχική κατάσταση και να προκαλούν ή να συνοδεύουν κάποιο ανάλογο φυσικό φαινόμενο ή γεγονός. Η συγχρονικότητα δηλαδή για την εκδήλωσή της χρειάζεται όχι μεγάλες ταχύτητες όπως η σχετικότητα, αλλά έντονα συναισθήματα.

Ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Jung, εκτός από εκείνο με το χρυσό σκαραβαίο, όπου καθώς μια πελάτισσά του αφηγούταν το όνειρό της μ’ ένα σκαραβαίο, ένα σκαθάρι ήρθε και χτύπησε στο τζάμι την ίδια ώρα της ψυχανάλυσης, είναι και ένα άλλο περιστατικό που έχει να κάνει με τη σύνδεση μεταξύ πουλιών που μαζεύονται έξω από το παράθυρο ενός σπιτιού και του επικείμενου θανάτου ενός προσώπου (που έμενε στο συγκεκριμένο σπίτι):

‘‘Θα ήθελα να αναφέρω άλλη μία περίπτωση που είναι τυπική μίας συγκεκριμένης κατηγορίας γεγονότων. Η γυναίκα ενός από τους ασθενείς μου, ο οποίος ήταν ένας άντρας στα πενήντα, κάποτε μου είπε σε μία συζήτηση ότι, στους θανάτους της μητέρας της και της γιαγιάς της, ένας αριθμός πουλιών είχε μαζευτεί έξω από τα παράθυρα του νεκρικού θαλάμου. Είχα ακούσει παρόμοιες ιστορίες και από άλλους ανθρώπους. Όταν η θεραπεία του άντρα της κόντευε στο τέλος, και η νεύρωσή του είχε ξεκαθαρίσει, εκδήλωσε κάποια φαινομενικά μη ανησυχητικά συμπτώματα, που μου φάνηκαν, ωστόσο, να είναι αυτά της καρδιοπάθειας. Τον έστειλα σε έναν ειδικό, ο οποίος αφού τον εξέτασε μου απάντησε γραπτώς ότι δεν έβρισκε καμία αιτία άγχους. Στο δρόμο για το σπίτι του μετά από εκείνη τη συνεδρία (με την ιατρική διάγνωση στην τσέπη του) ο ασθενής μου κατάρρευσε στο δρόμο. Καθώς μεταφερόταν σπίτι του ετοιμοθάνατος, η γυναίκα του βρισκόταν ήδη σε μία έντονη κατάσταση άγχους επειδή σύντομα αφού ο άντρας της είχε πάει στο γιατρό, ένα ολόκληρο σμήνος από πουλιά είχε καθίσει στο σπίτι τους. Φυσικά θυμήθηκε τα παρόμοια περιστατικά που είχαν συμβεί στους θανάτους των άλλων συγγενών της, και φοβήθηκε για το χειρότερο… Παρότι γνώριζα τους συγκεκριμένους ανθρώπους και ξέρω πολύ καλά ότι τα γεγονότα που αναφέρονται εδώ είναι αληθινά, δεν φαντάζομαι ούτε στιγμή ότι θα υποκινήσουν κάποιον που είναι προδιατεθειμένος ότι αυτά τα γεγονότα είναι καθαρή ‘τύχη’ να αλλάξει το μυαλό του.’’

Το στοιχείο πρώτα απ’ όλα της αποκάλυψης στην ανάδυση ή στη μετάβαση του συγχρονιστικού φαινομένου δίνει έναν ιδιαίτερα προσωπικό και υποκειμενικό τόνο στη συλλογιστική, ενώ παράλληλα η έννοια των αρχέτυπων και του συλλογικού ασυνείδητου δίνει έναν χαρακτήρα παγκοσμιότητας. Τα συναισθήματα ενεργοποιούν τα αρχέτυπα, καθώς και το ίδιο το ‘ακατόρθωτο’ της περίπτωσης. Ο ψυχογενής μη υλικός παράγοντας που ενεργοποιείται με τη σειρά του, δρα μέσω των αρχετύπων ώστε να εκδηλωθεί το συγχρονιστικό φαινόμενο. Θα μου επιτρέψετε λόγω της φόρτισης της στιγμής να χρησιμοποιήσω ένα πρόχειρο σχήμα της φαντασίας μου για την περιγραφή και κατανόηση του φαινομένου, σαν μία ηλεκτρική εκκένωση που συμβαίνει ενώ κάποιος διακατέχεται από μιαν ‘έντονη υποψία’ και τα συνοδά φυσικά φαινόμενα, όπως ένας στύλος που γκρεμίζεται, ένα δέντρο που πέφτει, μια μπόρα που ξεσπάει κλπ. Εντούτοις η προηγούμενη περιγραφή μου δεν είναι συγχρονιστική αλλά καθαρά αιτιακή, αφού τα γεγονότα που περιέγραψα συνδέονται μεταξύ τους με απλές διαδοχικές φυσικές διαδικασίες. Τι θα λέγατε αν εκείνη τη στιγμή της ‘παράξενης φόρτισης’, χτυπούσε το τηλέφωνο, ή έπεφτε στο μπαλκόνι ένα μαύρο πουλί; Αυτό θα ήταν πράγματι, κατά μία βεβαίως ερμηνεία, ένα παράξενο συγχρονιστικό γεγονός...

Το προηγούμενο φανταστικό παράδειγμα το χρησιμοποίησα περισσότερο για να δημιουργήσω το κατάλληλο κλίμα για την υποδοχή ενός συγχρονιστικού φαινομένου! Πέρα όμως από την όποια μαγεία μπορεί να μας δημιουργεί, εκτός από την αναγκαιότητα της προσωπικής μας φόρτισης για την εκδήλωσή του προϋποθέτει και μιαν εκ των υστέρων διαπίστωσή του. Δηλαδή, το φυσικό γεγονός που συνοδεύει το συγχρονιστικό φαινόμενο έρχεται τελευταίο και μάλλον ‘ιδρωμένο,’ αφού τότε πασχίζει η λογική μας να δώσει μιαν αιτιακή ερμηνεία για ένα μη αιτιακό γεγονός. Μοιάζει δηλαδή σαν και το όνειρο, που παρότι ήμαστε σίγουροι ότι το είδαμε, εντούτοις δε θυμόμαστε τι περιέγραφε. Ο Jung τονίζει αυτήν την ιδιαιτερότητα και μας παροτρύνει μάλιστα να ανακαλύψουμε την ενστικτώδη αρχέτυπη γνώση μέσα στο ασυνείδητό μας, ώστε να μπορούμε με περισσότερη ευκολία να αναγνωρίζουμε και να εγείρουμε τα συγχρονιστικά φαινόμενα, στην κατηγορία των οποίων ανήκουν σύμφωνα με τον Jung και οι περιπτώσεις τηλεπάθειας, διαίσθησης, προφητείας, κοκ.

Σε αυτό πάντως το σημείο, πιστεύω πως θα ήταν επίκαιρο να αναφέρω την περίπτωση του φαινομένου της κβαντικής σύζευξης. Πρόκειται για δύο σωματίδια τα οποία αλληλεπιδρούν (ή έτσι φαίνεται) ακαριαία. Το φαινόμενο είναι διαπιστωμένο αν και ανερμήνευτο. Η κβαντομηχανική κάνει λόγω για ‘(τηλε)μεταφορά κβαντικών καταστάσεων,’ χωρίς βέβαια να εξηγεί το φαινόμενο παρά μόνο μεταθέτοντας το πρόβλημα από την μετάδοση σήματος- πληροφορίας στην μεταφορά- μεταπήδηση κατάστασης. Είναι εξαιρετικά σημαντικό αυτό το σημείο γιατί έρχεται να δέσει θεαματικά με την έννοια της μη τοπικότητας που υπάρχει στη συγχρονικότητα. Αυτό πάντως που θα ήθελα να προσθέσω σε αυτό το σημείο είναι πως έτσι ή αλλιώς η έννοια της αιτιακής σύνδεσης δεν καταρρέει, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχουν αναίτιες σχέσεις. Στο μέλλον θα μπορούσαν, πιθανότατα, να βρεθούν ταχύτητες πολύ μεγαλύτερες του φωτός, όχι βέβαια ακαριαίες. Προς το παρόν αυτή και μόνο η σκέψη είναι αιρετική, αφού εγείρει πολλά χρονικά και τοπολογικά παράδοξα. Ας μην ξεχνάμε πάντως ότι ο περιορισμός ισχύει για σωματίδια με μάζα, ενώ έχουν ήδη διαπιστωθεί σωματίδια χωρίς μάζα, όπως τα γκραβιτόνια, για τα οποία θα μπορούσε, ίσως, να αρθεί ο περιορισμός. Η σύγχρονη κβαντική φυσική κάνει λόγο επίσης και για τη σύζευξη ανάμεσα στον παρατηρητή και στο παρατηρούμενο αντικείμενο. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να αναφέρουμε τη σημασία που ο Jung αποδίδει στην κατάσταση του υποκειμένου σε σχέση με την έκβαση του πειράματος:

‘‘Αναλογιζόμενοι αυτά τα αξιοσημείωτα γεγονότα πρέπει να λάβουμε υπόψη ένα γεγονός που ανακαλύφτηκε από τον Rhine, συγκεκριμένα ότι σε κάθε σειρά πειραμάτων οι πρώτες προσπάθειες έφεραν ένα καλύτερο αποτέλεσμα απ’ ότι οι τελευταίες. Η πτώση στον αριθμό των επιτυχιών ήταν συνδεδεμένη με τη διάθεση του υποκειμένου. Ένα αρχικό συναίσθημα πίστης και αισιοδοξίας οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα. Ο σκεπτικισμός και η αντίδραση έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή, δημιουργούνε μιαν αρνητική προδιάθεση. Καθώς η ενεργειακή, επομένως και η αιτιακή, προσέγγιση σε αυτά τα πειράματα έδειξε ότι είναι μη εφαρμόσιμη, συνεπάγεται ότι ο δρων παράγοντας έχει τη σημασία απλά μιας συνθήκης η οποία προκαλεί το φαινόμενο να συμβεί, παρότι δε θα μπορούσε. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Rhine, μπορούμε παρεμπιπτόντως να αναμένουμε 6,5 επιτυχίες αντί για 5. Αλλά δε μπορεί να προβλεφτεί εκ των προτέρων πότε η επιτυχία θα συμβεί. Αν θα γινόταν αυτό, θα είχαμε να κάνουμε με ένα νόμο, και αυτό θα αντίβαινε με όλη τη φύση του φαινομένου. Έχει, όπως ειπώθηκε, τον απίθανο χαρακτήρα μίας μη τυχαίας μαντεψιάς ή τυχαίου γεγονότος που λαμβάνει χώρα με μια περισσότερο από πιθανή συχνότητα και είναι κατά κανόνα εξαρτημένο από μία συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση. Αυτή η παρατήρηση έχει πλήρως επιβεβαιωθεί, και υποδεικνύει ότι ο ψυχικός παράγοντας ο οποίος διαφοροποιεί ή ακόμη και εκμηδενίζει τις αρχές πίσω από την εικόνα της φυσικής για τον κόσμο συνδέεται με τη ψυχική κατάσταση του υποκειμένου.’’

Αυτού του είδους η ‘ψυχική σύζευξη’ μεταξύ των ιδιοτήτων, όπως είναι η ‘διάθεση,’ του υποκειμένου- παρατηρητή και των ιδιοτήτων του παρατηρούμενου φυσικού αντικειμένου, προάγει, θα λέγαμε, ένα βήμα μπροστά τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και στον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση, η συγχρονικότητα με το χαρακτηριστικό της μη αιτιότητας, της ακαριαίας εμφάνισης δηλαδή των συγχρονιστικών συμβάντων, διεκδικεί τη θέση μιας ψυχικής σχετικότητας στο χώρο και στο χρόνο, υπονοώντας την ύπαρξη ενός μη υλικού παράγοντα μέσα στον κόσμο, της ψυχής. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι και η σχετικότητα, το φαινόμενο δηλαδή της διαστολής του χρόνου ανάλογα με την ταχύτητα του παρατηρητή, γίνεται αισθητή μόνο σε μεγάλες ταχύτητες. Πιθανώς δηλαδή και η συγχρονικότητα για να γίνει αντιληπτή να απαιτούνται κάποιες ιδιαίτερες διανοητικές ή συναισθηματικές συνθήκες. Στην κοινή μελέτη μάλιστα που παρουσίασε ο Jung με το φυσικό και νομπελίστα Pauli, η συγχρονικότητα θα μπορούσε να είναι η άλλη όψη του νομίσματος του κόσμου, περιλαμβάνοντας τα μη αιτιακά φαινόμενα και αφήνοντας τα υπόλοιπα φαινόμενα στην αιτιότητα, ή, ακόμη περισσότερο, να συμπεριλάβει την αιτιότητα σε ένα ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο.

Η συγχρονικότητα αποτελείται από δύο κύριους παράγοντες: Έναν ψυχικό παράγοντα, ο οποίος γίνεται αντιληπτός στη συνείδηση ως κάποιο παράξενο αίσθημα ή διαίσθηση, και μία αντικειμενική κατάσταση οι οποία συμπίπτει με αυτό το περιεχόμενο. Το πλέον σημαντικό στοιχείο στην παραπάνω διατύπωση είναι ουσιαστικά η ισοδυναμία που προτείνει ο Jung μεταξύ των δύο καταστάσεων. Τόσο δηλαδή η διέγερση του ψυχικού αρχέτυπου- συμβόλου όσο και η εμφάνιση του φυσικού αντικειμένου- φαινομένου είναι γεγονότα σύγχρονα. Αυτή η νέα αρχή της ισοδυναμίας μάλιστα έχει μια σημαντική καινοτομία όσο και καθολικότητα, καθότι διευρύνει την ήδη υπάρχουσα αρχή της ισοδυναμίας μάζας- ενέργειας σε ένα πληρέστερο και απώτερο πεδίο ύλης- ψυχής. Όπως δηλαδή και στον κυματοσωματιδιακό δυισμό της ύλης, έχουμε εδώ να κάνουμε μ’ έναν πλέον ψυχο-φυσικό δυισμό στα πλαίσια μιας ενιαίας αν και ποιοτικής προς το παρόν θεώρησης του κόσμου. Μοιάζει δηλαδή ότι στον κόσμο υπάρχουν δύο όψεις, μία φυσική και μια ψυχική. Κάθε φορά που κάποιο φυσικό γεγονός λαμβάνει χώρα, υπάρχει παράλληλα και το ψυχικό του αντίστοιχο μέσα στον ‘υπερχώρο.’ Αλλά ενώ το φυσικό φαινόμενο υπόκειται στου περιορισμούς της αιτιότητας, το ψυχικό του ταίρι διαδίδεται ‘αυθόρμητα’ με τρόπο μη τοπικό επομένως με ταχύτητα ασύλληπτη σε σχέση με το φυσικό ομόλογό του. Σε αυτό το ενιαίο πλαίσιο θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ένα είδος ψυχο-φυσικού δυισμού, όταν ο κυματοσωματιδιακός δυισμός της ύλης είναι μόνον η μία όψη του προβλήματος.

Θα μπορούσαμε πλέον σοβαρά να κάνουμε λόγο για μια αρχή ισοδυναμίας νοήματος μεταξύ των δύο καταστάσεων της ‘ουσίας’ του κόσμου, της φυσικής και της ψυχικής. Η έννοια της νοήμονης σύμπτωσης σε αυτήν την περίπτωση έχει να κάνει με τον συντονισμό των δύο παραμέτρων στην εκδήλωση και εξέλιξη ενός πλέον ενιαίου φαινομένου. Θα μπορούσα, προσωπικά, να πω ότι δεν δέχομαι καν τη διάκριση μεταξύ ψυχής και φύσης, πώς θα μπορούσα άλλωστε αφού είναι δυο έννοιες- οντότητες ισοδύναμες. Πιστεύω, πως αν βρεθεί κάποτε κάποια ‘ουσία’ μέσα στο σύμπαν που να μην είναι ύλη, τότε θα χρειαστεί απλά να επαναπροσδιοριστεί και να διευρυνθεί η έννοια της ύλης. Μην ξεχνάμε ότι πρόσφατα η κοσμολογία ανακάλυψε πως το μεγαλύτερο μέρος του σύμπαντος αποτελείται από σκοτεινή ενέργεια ‘άγνωστης υφής.’ Δεν θα πρέπει πάντως να μας τρομάζει σε καμία περίπτωση η λέξη ‘ύλη’, ή οποία περιλαμβάνει πράγματα πολύ πιο ανάρια και πολύ λιγότερο ανεπαίσθητα απ’ ότι ποτέ μας φανταστήκαμε. Ακόμη και το είδωλό μας που κοιτάμε στον καθρέφτη μία υλική απεικόνιση είναι, διαθέτοντας όλες τις γνωστές ιδιότητες της ύλης, όπως άλλωστε και το ‘φυσικό της αντίστοιχο,’ το δικό μας κορμί. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να κλείσω. Και θα κλείσω με μία λέξη σχεδόν μαγική. Τη λέξη ‘προβολή.’ Μιλάω για τον κόσμο των ειδώλων που προκύπτουν απ’ όλες τις αντανακλάσεις των αντικειμένων, καθώς και των ίδιων μας των σκέψεων, μορφές ‘άυλες’ που έχουν τη δική τους υπόσταση στο ‘υπερπέραν’, μέσα στις ψυχές μας ή πάνω στον καθρέφτη και τις οποίες παρότι θεωρούμε ανύπαρκτες, ωστόσο, με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό, καθοδηγούν και συντονίζουν τα σώματα και τα πνεύματα- τη ‘νοήμονη ύλη,’ που τα έπλασε. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρώ πως η συγχρονικότητα είναι μία θαυμάσια ευκαιρία συντονισμού του ανθρώπου με το σύμπαν, της ψυχής μας με τη φύση, σε μια σχέση όπως ποτέ πριν δεν την είχαμε φανταστεί.
======================================




21 Σεπ 2009

Για το Σουρεαλισμό στα ζωντανά του έργα


Είναι θέμα κοινής λογικής σήμερα ότι ο Σουρεαλισμός, σαν οργανωμένο κίνημα, γεννήθηκε μέσα από μια εκτεταμένη λειτουργία που έχει να κάνει με τη γλώσσα. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη δεν μπορεί να λέγεται συνέχεια ότι στις σκέψεις των συγγραφέων τους τα προϊόντα της ελεύθερης συσχέτισης ή αυτόματης γραφής που ο Σουρεαλισμός έφερε αρχικά στο προσκήνιο δεν είχαν τίποτα να κάνουν με κάποιο αισθητικό κριτήριο. Με το που η ματαιοδοξία κάποιων από αυτούς τους συγγραφείς επέτρεψε σ’ ένα τέτοιο κριτήριο να κυριαρχήσει- πράγμα που δεν πήρε πολύ να συμβεί- η λειτουργία τέθηκε κάτω από ένα ψεύτικο φως, και τελικά η «κατάσταση χάρης» που την έκανε δυνατή χάθηκε.

Γιατί έγιναν λοιπόν όλα αυτά; Τίποτα λιγότερο από την ανακάλυψη εκ νέου του μυστικού της γλώσσας της οποίας τα στοιχεία θα σταματούσαν τότε να επιπλέουν σαν αβαρία στην επιφάνεια μιας πεθαμένης θάλασσας. Για να γίνει αυτό ήταν ουσιώδες να αποσπαστούν αυτά τα στοιχεία μακριά από την ολοένα και περισσότερο στενή χρησιμοθηρική τους μεταχείριση, καθώς αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να χειραφετηθούν και να αποκατασταθεί όλη η ισχύς τους. Η ανάγκη να αντιμετωπιστεί αμείλικτα η υποτίμηση της γλώσσας, ανάγκη που έγινε αισθητή στη Γαλλία από τους Lautreamont, Rimbaud, Mallarme, και συγχρόνως στην Αγγλία από τον Lewis Carroll, δεν έχει πάψει να είναι επιτακτική από τότε, όπως αποδεικνύεται από πειράματα αρκετά διαφορετικών σχολών, που κυμαίνονται από τις «ελευθερωμένες λέξεις» του Φουτουρισμού ως τον πολύ σχετικό αυτοματισμό του «Dada,» τα ενθουσιώδη «λογοπαίγνια» τα λίγο πολύ σχετικά με τη «φωνητική μηχανορραφία» ή τη «γλώσσα των πουλιών» (Jean-Pierre Brisset, Raymond Roussel, Marcel Duchamp, Robert Desnos) και το ξέσπασμα μιας «επανάστασης των λέξεων» (James Joyce, E.E. Cummings, Henri Michaux) που ήταν καταδικασμένη να οδηγήσει μόνο στο «Γραμματικισμό.» Η εξέλιξη των πλαστικών τεχνών πρόκειτο να απεικονίσει την ίδια δυσαρμονία.

Αν και είναι στοιχεία μιας κοινής επιθυμίας εξέγερσης ενάντια στην τυραννία μιας πλήρως υποβιβασμένης γλώσσας, διαδικασίες όπως η «αυτόματη γραφή» που καθιέρωσε ο Σουρεαλισμός και ο «εσωτερικός μονόλογος» στο σύστημα γραφής του Joyce είναι ριζικά διαφορετικές εκ θεμελίων. Δηλαδή, κάτω από αυτές υπάρχουν δύο τρόποι κατανόησης των λέξεων διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση. Σε αντίθεση με τη ψευδαισθησιακή ροή των συνειδητών συσχετισμών, ο Joyce θα παρουσιάσει μια ροή που θα προσπαθήσει να προωθήσει προς όλες τις κατευθύνσεις, μια ροή που σε τελική ανάλυση τείνει να είναι πιθανά η πιο πιστή μίμηση της ζωής (με τρόπο ώστε να διατηρεί τον εαυτό του μέσα στο πλαίσιο της τέχνης, να πέφτει ξανά μέσα στη νεωτεριστική ψευδαίσθηση, αποτυγχάνοντας ν’ αποφύγει την κατάταξη στο μακρύ κατάλογο των νατουραλιστών και των εξπρεσιονιστών). Πολύ πιο συγκρατημένα όπως κάποιος διαπιστώνει με την πρώτη ματιά, πέρα και ενάντια σε αυτό το ρεύμα της συνείδησης ο «καθαρός ψυχικός αυτοματισμός,» που είναι η κατευθυντήρια αρχή του Σουρεαλισμού, θα θέσει σε κίνηση τη ροή από μια πηγή την οποία κάποιος χρειάζεται να ψάξει βαθιά μέσα του, ροή την πορεία της οποίας κανείς δεν μπορεί να κατευθύνει, γιατί αν κάποιος το επιχειρήσει είναι σίγουρο ότι η πηγή θα στερέψει αμέσως. Πριν από το Σουρεαλισμό τα μόνα πράγματα που θα έδιναν κάποια έννοια της έντασης του φωτός από αυτήν την πηγή ήταν ορισμένες εμβαθύνσεις στις οποίες οι άνθρωποι δεν έδιναν σημασία, όπως φράσεις που περιγράφονται ως «μισοκοιμάμαι» ή «ξυπνώντας.» Το αποφασιστικό βήμα του Σουρεαλισμού ήταν να δείξει ότι αυτές οι φράσεις ρέουν μαζί συνεχώς. Το πείραμα έδειξε ότι πολύ λίγοι νεολογισμοί εμφανίζονται, και ότι αυτή η συνεχής ροή δεν έφερε ούτε συντακτική αποδιοργάνωση ούτε αποσύνθεση του λεξιλογίου.

Αυτό είναι προφανώς ένα αρκετά διαφορετικό σχέδιο από εκείνο που επιθυμούσε, για παράδειγμα, ο Joyce. Δεν είναι πλέον ζητούμενο η ελεύθερη συσχέτιση των ιδεών να εξυπηρετήσει τη συγγραφή ενός λογοτεχνικού έργου που σκοπεύει να ξεπεράσει προηγούμενα έργα με την τόλμη του, αλλά που την ίδια στιγμή είναι ένα έργο του οποίου η προσφυγή στις πολυφωνικές, πολυσημαντικές, και άλλες εμπνεύσεις προϋποθέτει μια σταθερή επιστροφή στο αυθαίρετο. Όλο το θέμα, για το Σουρεαλισμό, ήταν να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι είχαμε στα χέρια μας την «πρώτη ύλη» (με την αλχημιστική σημασία) της γλώσσας. Μετά από αυτό, ξέραμε πού να την βρούμε, και εννοείται ότι δεν είχαμε κανένα ενδιαφέρον να την αναπαράγουμε σε βαθμό κορεσμού. Αυτό αναφέρεται για εκείνους που εκπλήσσονται από το γεγονός ότι μεταξύ μας η πρακτική της αυτόματης γραφής εγκαταλείφθηκε τόσο γρήγορα. Έχει συχνά ειπωθεί ότι ο ερχομός μας πρόσωπο με πρόσωπο με τα αποτελέσματα αυτού του τρόπου γραφής εστίασε την προσοχή μας στην περιοχή όπου η επιθυμία προκύπτει αβίαστα, μια περιοχή στην οποία επίσης οι μύθοι προστρέχουν. Δεν δόθηκε αρκετή προσοχή στη σημασία και στο εύρος του πεδίου της λειτουργίας που έτεινε να φέρει τη γλώσσα πίσω στην αληθινή ζωή: με άλλα λόγια, αντί να πάμε από το σημαινόμενο στο σημείο που συνεχίζει να υπάρχει (κάτι που, επιπλέον, θα αποδεικνυόταν αδύνατο), είναι προτιμότερο να πάμε πίσω με ένα βήμα στη γέννηση αυτού που σηματοδοτεί.

Το πνεύμα που κάνει μια τέτοια λειτουργία πιθανή ακόμα και κατανοητή δεν είναι άλλο από αυτό που έχει πάντα παρακινήσει την απόκρυφη φιλοσοφία: σύμφωνα με αυτό το πνεύμα, από το γεγονός ότι η έκφραση βρίσκεται στην προέλευση των πάντων, προκύπτει ότι «το όνομα πρέπει να βλαστήσει, για να το πούμε έτσι, αλλιώς είναι λάθος.» Η κύρια συμβολή του Σουρεαλισμού, στην ποίηση όπως και στις πλαστικές τέχνες, είναι ότι εξύψωσε τόσο αυτήν τη γέννηση ώστε οτιδήποτε άλλο να φαίνεται αστείο.

Όπως έχω πλέον συνειδητοποιήσει, ο ορισμός του Σουρεαλισμού που δίνεται στο πρώτο μανιφέστο πραγματικά «ξαναγγίζει» ένα σπουδαίο παραδοσιακό ρητό σχετικά με την ανάγκη κάποιου να «σπάσει το τύμπανο της λογικής και να κοιτάξει μέσα στην τρύπα,» διαδικασία που θα οδηγήσει στην αποσαφήνιση των συμβόλων που ήταν κάποτε μυστηριώδη.

Αντίθετα με τις διάφορες σχολές που υποστηρίζουν ότι μας οδηγούν σε αυτό το μονοπάτι και ότι μας επιτρέπουν να βαδίσουμε σ’ αυτό, ο Σουρεαλισμός δεν έχει μπει ποτέ στον πειρασμό να κρύψει από τον εαυτό του το στοιχείο της αστραποβόλου γοητείας στην αγάπη ενός άντρα για μια γυναίκα. Ο πειρασμός ήταν τόσο μικρός από το γεγονός ότι τις πρώτες του έρευνες, όπως είδαμε, τις οδήγησε σε μια χώρα όπου η επιθυμία βασίλευε. Σε ό,τι αφορά την ποίηση, σηματοδότησε επίσης το αποκορύφωμα μιας μεγάλης σειράς υποθέσεων, που πηγαίνουν πίσω στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, που έτειναν να δώσουν στις γυναίκες ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στα πράγματα. Από τα συντρίμμια της χριστιανικής θρησκείας, κατά τη διάρκεια της ζωής του Pascal, ξεπήδησε- όχι χωρίς την «κόλαση» να παρακολουθεί τα βήματά της στον Sade, στον Laclos, στον μοναχό Lewis- μια τελείως διαφορετική αντίληψη για τη γυναίκα, που τώρα αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη τύχη του άντρα και απαιτεί, κατά τη γνώμη του Goethe προς το τέλος της ζωής του, ο άνδρας να τη θεωρεί τη βάση της δημιουργίας. Αυτή η ιδέα ακολουθεί ένα μονοπάτι, αν και πολύ τραχύ, που οδηγεί διαμέσου του γερμανικού και γαλλικού ρομαντισμού (Novalis, Holderlin, Kleist, Nerval, οι οπαδοί των Saint- Simon, Vigny, Stendhal, Baudelaire). Αλλά παρά τις επιθέσεις που υπέστη στο τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνα (Huysmans, Jarry), φτάνει σ’ εμάς με οτιδήποτε θα μπορούσε ακόμα να την κάνει σκοτεινή, σαν συνοδευτική μελωδία, για να το πούμε έτσι, και φορέας του ίδιου του καθαρού φωτός της. Από εκείνο το σημείο ο Σουρεαλισμός χρειαζόταν μόνο να γυρίσει ακόμη πιο πίσω απ’ ό,τι είπα- στα γράμματα του Heloise ή της Πορτογαλικής Καλόγριας- με σκοπό να ανακαλύψει πόσο θαυμάσια τ’ αστέρια που απλώνονταν στη γραμμή της καρδιάς του ήταν. Από τη λυρική άποψη στην οποία τοποθέτησε τον εαυτό του, δεν θα μπορούσε παρά να παρατηρήσει ότι τα περισσότερα από τα κύρια σημεία του αγώνα του ανθρώπου να ξεπεράσει την κατάστασή του βρίσκονταν πάνω σ’ αυτήν τη γραμμή, και έτσι μία αλυσιδωτή αντίδραση προκάλεσε πραγματικές μεταβάσεις του συναισθήματος. Ήταν η γυναίκα που στο τέλος πήρε τη δόξα, είτε το όνομά της ήταν Sophie von Kuhn, Διοτίμα, Katchen von Heilbronn, Aurelia, Mina de Wanghel, η «μαύρη» Αφροδίτη ή η αντίστοιχη «λευκή», ή η Εύα στο «Maison du Berger» του Vigny.

Ο σκοπός αυτών των παρατηρήσεων είναι να κάνει τον αναγνώστη να καταλάβει τη Σουρεαλιστική στάση απέναντι στο ανθρώπινο, στάση που για πάρα πολύ καιρό θεωρήθηκε μάλλον αρνητική. Στο Σουρεαλισμό, η γυναίκα πρόκειται να αγαπηθεί και να τιμηθεί ως μια μεγάλη υπόσχεση, τέτοια που υπάρχει ακόμα κι αφού έχει τηρηθεί. Το σύμβολο που διατηρεί ως η Επιλεγμένη, που υπάρχει μόνο για ένα άτομο να δει (ο καθένας μας πρέπει να το ανακαλύψει για τον εαυτό του), αρκεί για να απαλλαγεί γρήγορα κάποιος από το φορτίο που υπάρχει στο δυϊσμό ψυχής- σώματος. Σε αυτό το στάδιο είναι απολύτως αλήθεια ότι η σαρκική αγάπη είναι ένα με την πνευματική. Η αμοιβαία τους έλξη πρέπει να είναι αρκετά δυνατή ώστε να φέρει την τέλεια ένωση, οργανική και ψυχική, μέσω της απόλυτα συμπληρωματικής τους ύπαρξης. Δεν είναι η πρόθεσή μας, βεβαίως, να αρνηθούμε ότι μεγάλα εμπόδια στέκονται στο δρόμο για να το πετύχουμε αυτό. Με την προϋπόθεση, πάντως, ότι έχουμε παραμείνει αντάξιοι της επιδίωξής της, δηλαδή ότι δεν έχουμε αλλοιώσει μέσα μας την έννοια μιας τέτοιας αγάπης στην ίδια την πηγή της, μόνο και μόνο από φθόνο, τίποτα στη ζωή δεν μπορεί να επικρατήσει ενάντια στην αέναη δίψα μας γι’ αυτήν. Πικρές αποτυχίες σε αυτήν την κατεύθυνση (που οφείλονται πολύ συχνά στην κοινωνική ανισότητα, η οποία σε γενικές γραμμές περιορίζει σοβαρά το εύρος των επιλογών και κάνει το μονιασμένο ζευγάρι στόχο για όλες τις διασπαστικές δυνάμεις που δουλεύουν εναντίον του από τα έξω) δεν μπορούν να μας αποθαρρύνουν από το ν’ ακολουθήσουμε αυτό το μονοπάτι. Είναι ουσιαστικό, εδώ περισσότερο όσο ποτέ, να αναλάβουμε την ανακατασκευή του αρχέγονου Ανδρόγυνου για το οποίο μας λένε όλες οι παραδόσεις, και την υπέρτατα επιθυμητή, και απτή, ενσάρκωσή του μέσα μας.

Από αυτήν την άποψη, έπρεπε να αναμένεται ότι η σεξουαλική επιθυμία- η οποία μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο ήταν λίγο πολύ απωθημένη σε μια υποκινούμενη από το άγχος ή την ενοχή συνείδηση εξαιτίας των ταμπού- θα αποδεικνυόταν (σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση παραπλανητικά) ο μεθυστικός και ανεκτίμητος «κόσμος σε αυτήν την πλευρά της αιωνιότητας» στις εσχατιές του οποίου τα ανθρώπινα όνειρα έχουν χτίσει όλους τους «πέρα κόσμους.»

Δεν χρειάζεται να επισημάνουμε ότι σε αυτό το σημείο ο Σουρεαλισμός σκόπιμα αποχωρεί από τα περισσότερα παραδοσιακά δόγματα, σύμφωνα με τα οποία η σαρκική αγάπη είναι ένας αντικατοπτρισμός, και ο παθιασμένος έρωτας μια αξιοθρήνητη δηλητηρίαση από το αστρικό φως, στο μέτρο που αυτή η τελευταία αγάπη λέγεται ότι προαπεικονίζεται στο φίδι της Γένεσης. Με την προϋπόθεση ότι αυτή η αγάπη αντιστοιχεί σε κάθε περίπτωση στη λέξη παθιασμένος, δηλαδή προϋποθέτει την επιλογή με όλη τη σημασία του όρου, ανοίγει τις πύλες ενός κόσμου όπου εξορισμού δεν μπορεί πλέον να είναι θέμα του κακού, μιας πτώσης, ή της αμαρτίας.

Η στάση του Σουρεαλισμού απέναντι στη φύση διακατέχεται πάνω απ’ όλα από την αρχική σύλληψη της ποιητικής «εικόνας.» Είναι γνωστό ότι ο Σουρεαλισμός είδε σ’ αυτήν τα μέσα να αποκτήσει, πολύ συχνά κάτω από συνθήκες πλήρους χαλάρωσης της σκέψης παρά πλήρους αυτοσυγκέντρωσης, σπινθήρες που συνέδεαν δυο στοιχεία της πραγματικότητας που ανήκουν σε κατηγορίες που είναι τόσο απομακρυσμένες μεταξύ τους ώστε η λογική θα αποτύγχανε να κάνει τη σύνδεση και που προϋποθέτουν μια στιγμιαία άρση της κριτικής στάσης ώστε να βρεθούν μαζί. Από τη στιγμή που κάποιος έχει βρει τον τρόπο που παράγεται και έχει συνειδητοποιήσει τους ανεξάντλητους πόρους του, αυτό το εκπληκτικό δίκτυο σπινθήρων οδηγεί το μυαλό να έχει μια λιγότερο θολή εικόνα του κόσμου και του εαυτού του. Το μυαλό τότε επιβεβαιώνει, αποσπασματικά βεβαίως, αλλά τουλάχιστον από μόνο του, ότι «όλα πάνω είναι όπως όλα κάτω» και ότι όλα μέσα είναι όπως όλα έξω. Ο κόσμος φαίνεται κατά συνέπεια να είναι σαν ένα κρυπτογράφημα που παραμένει χωρίς αποκωδικοποίηση μόνο εφόσον κάποιος δεν είναι καλά εξοικειωμένος με τη γυμναστική που επιτρέπει σε κάποιον να περάσει κατά βούληση από το ένα όργανο στο άλλο. Δεν χρειάζεται να τονιστεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι η μεταφορά, που απολαμβάνει κάθε ελευθερία στο Σουρεαλισμό, αφήνει μακριά πίσω της την (προκατασκευασμένη) αναλογία που ο Charles Fourier και ο μαθητής του Alphonse Toussenel προσπάθησαν να προωθήσουν στη Γαλλία. Αν και οι δύο συντείνουν στο να προάγουν το σύστημα των «αντιστοιχιών,» τους χωρίζει η ίδια απόσταση που υπάρχει μεταξύ αυτών που πετάνε ψηλά και εκείνων που βρίσκονται κάτω στη γη. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν έχει να κάνει με το να αυξήσει κάποιος την ταχύτητα και την ευκινησία του με ένα μάταιο πνεύμα να βελτιώσει την τεχνική του, αλλά μάλλον με το να γίνει ο κύριος του ενός και μοναδικού αγώγιμου ηλεκτρισμού ώστε να καταφέρει οι συσχετίσεις που κάποιος επιθυμεί να έχουν αποτέλεσμα.

Σε ό,τι αφορά τον πυρήνα του προβλήματος, που είναι αυτό της σχέσης μεταξύ του ανθρώπινου μυαλού και του κόσμου των αισθήσεων, ο Σουρεαλισμός εδώ βρίσκεται στο ίδιο πνεύμα με φιλοσόφους όπως ο Louis-Claude de Saint-Martin και ο Schopenhauer, με την έννοια ότι πιστεύει, όπως εκείνοι, ότι πρέπει να «ψάξουμε να καταλάβουμε τη φύση μέσα από τον εαυτό μας και όχι τον εαυτό μας μέσα από τη φύση.» Αυτό δεν οδηγεί, ωστόσο, στο να συμμεριστεί με κανένα τρόπο την άποψη ότι το άτομο κατέχει την απόλυτη ανωτερότητα πάνω σε όλα τα άλλα πλάσματα, ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, ότι ο άνθρωπος είναι το εστεμμένο αποκορύφωμα του κόσμου- που είναι το πιο αδικαιολόγητο είδος αξιώματος και η μεγαλύτερη κατάχρηση που ο ανθρωπομορφισμός μπορεί να κατηγορηθεί. Η στάση του Σουρεαλισμού στο ζητούμενο, αντίθετα, είναι αναμφίβολα η ίδια με αυτήν του Gerard de Nerval, όπως εκφράζεται στο περίφημο σονέτο «Vers Dores.» Σε ό,τι αφορά άλλα πλάσματα των οποίων τις επιθυμίες και τα βάσανα μπορεί τόσο λιγότερο να κατανοήσει όσο βαθύτερα κατεβαίνει την κλίμακα που ο ίδιος κατασκεύασε, ο άνθρωπος πρέπει, με όλη την ταπεινότητα, να χρησιμοποιήσει τα λίγα που ξέρει για τον εαυτό του ώστε να αναγνωρίζει όσα τον περιβάλλουν. Το πιο αποτελεσματικό μέσο που διαθέτει για να το κάνει αυτό είναι η ποιητική διαίσθηση. Αυτή η διαίσθηση, που απελευθερώνεται τελικά από το Σουρεαλισμό, επιδιώκει όχι μόνο να αφομοιώσει όλα τα γνωστά είδη αλλά επίσης θαρραλέα να δημιουργήσει νέα είδη- δηλαδή, να καταφέρει να αγκαλιάσει όλες τις δομές του κόσμου, που έχουν φανερωθεί ή όχι. Από μόνη της παρέχει μόνο το νήμα που μπορεί να μας οδηγήσει ξανά στο δρόμο της «Γνώσης» ως γνώση της υπεραισθητής Πραγματικότητας, «αδιόρατα ορατής σε ένα αιώνιο μυστήριο.»