Είναι θέμα κοινής λογικής σήμερα ότι ο Σουρεαλισμός, σαν οργανωμένο κίνημα, γεννήθηκε μέσα από μια εκτεταμένη λειτουργία που έχει να κάνει με τη γλώσσα. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη δεν μπορεί να λέγεται συνέχεια ότι στις σκέψεις των συγγραφέων τους τα προϊόντα της ελεύθερης συσχέτισης ή αυτόματης γραφής που ο Σουρεαλισμός έφερε αρχικά στο προσκήνιο δεν είχαν τίποτα να κάνουν με κάποιο αισθητικό κριτήριο. Με το που η ματαιοδοξία κάποιων από αυτούς τους συγγραφείς επέτρεψε σ’ ένα τέτοιο κριτήριο να κυριαρχήσει- πράγμα που δεν πήρε πολύ να συμβεί- η λειτουργία τέθηκε κάτω από ένα ψεύτικο φως, και τελικά η «κατάσταση χάρης» που την έκανε δυνατή χάθηκε.
Γιατί έγιναν λοιπόν όλα αυτά; Τίποτα λιγότερο από την ανακάλυψη εκ νέου του μυστικού της γλώσσας της οποίας τα στοιχεία θα σταματούσαν τότε να επιπλέουν σαν αβαρία στην επιφάνεια μιας πεθαμένης θάλασσας. Για να γίνει αυτό ήταν ουσιώδες να αποσπαστούν αυτά τα στοιχεία μακριά από την ολοένα και περισσότερο στενή χρησιμοθηρική τους μεταχείριση, καθώς αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να χειραφετηθούν και να αποκατασταθεί όλη η ισχύς τους. Η ανάγκη να αντιμετωπιστεί αμείλικτα η υποτίμηση της γλώσσας, ανάγκη που έγινε αισθητή στη Γαλλία από τους Lautreamont, Rimbaud, Mallarme, και συγχρόνως στην Αγγλία από τον Lewis Carroll, δεν έχει πάψει να είναι επιτακτική από τότε, όπως αποδεικνύεται από πειράματα αρκετά διαφορετικών σχολών, που κυμαίνονται από τις «ελευθερωμένες λέξεις» του Φουτουρισμού ως τον πολύ σχετικό αυτοματισμό του «Dada,» τα ενθουσιώδη «λογοπαίγνια» τα λίγο πολύ σχετικά με τη «φωνητική μηχανορραφία» ή τη «γλώσσα των πουλιών» (Jean-Pierre Brisset, Raymond Roussel, Marcel Duchamp, Robert Desnos) και το ξέσπασμα μιας «επανάστασης των λέξεων» (James Joyce, E.E. Cummings, Henri Michaux) που ήταν καταδικασμένη να οδηγήσει μόνο στο «Γραμματικισμό.» Η εξέλιξη των πλαστικών τεχνών πρόκειτο να απεικονίσει την ίδια δυσαρμονία.
Αν και είναι στοιχεία μιας κοινής επιθυμίας εξέγερσης ενάντια στην τυραννία μιας πλήρως υποβιβασμένης γλώσσας, διαδικασίες όπως η «αυτόματη γραφή» που καθιέρωσε ο Σουρεαλισμός και ο «εσωτερικός μονόλογος» στο σύστημα γραφής του Joyce είναι ριζικά διαφορετικές εκ θεμελίων. Δηλαδή, κάτω από αυτές υπάρχουν δύο τρόποι κατανόησης των λέξεων διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση. Σε αντίθεση με τη ψευδαισθησιακή ροή των συνειδητών συσχετισμών, ο Joyce θα παρουσιάσει μια ροή που θα προσπαθήσει να προωθήσει προς όλες τις κατευθύνσεις, μια ροή που σε τελική ανάλυση τείνει να είναι πιθανά η πιο πιστή μίμηση της ζωής (με τρόπο ώστε να διατηρεί τον εαυτό του μέσα στο πλαίσιο της τέχνης, να πέφτει ξανά μέσα στη νεωτεριστική ψευδαίσθηση, αποτυγχάνοντας ν’ αποφύγει την κατάταξη στο μακρύ κατάλογο των νατουραλιστών και των εξπρεσιονιστών). Πολύ πιο συγκρατημένα όπως κάποιος διαπιστώνει με την πρώτη ματιά, πέρα και ενάντια σε αυτό το ρεύμα της συνείδησης ο «καθαρός ψυχικός αυτοματισμός,» που είναι η κατευθυντήρια αρχή του Σουρεαλισμού, θα θέσει σε κίνηση τη ροή από μια πηγή την οποία κάποιος χρειάζεται να ψάξει βαθιά μέσα του, ροή την πορεία της οποίας κανείς δεν μπορεί να κατευθύνει, γιατί αν κάποιος το επιχειρήσει είναι σίγουρο ότι η πηγή θα στερέψει αμέσως. Πριν από το Σουρεαλισμό τα μόνα πράγματα που θα έδιναν κάποια έννοια της έντασης του φωτός από αυτήν την πηγή ήταν ορισμένες εμβαθύνσεις στις οποίες οι άνθρωποι δεν έδιναν σημασία, όπως φράσεις που περιγράφονται ως «μισοκοιμάμαι» ή «ξυπνώντας.» Το αποφασιστικό βήμα του Σουρεαλισμού ήταν να δείξει ότι αυτές οι φράσεις ρέουν μαζί συνεχώς. Το πείραμα έδειξε ότι πολύ λίγοι νεολογισμοί εμφανίζονται, και ότι αυτή η συνεχής ροή δεν έφερε ούτε συντακτική αποδιοργάνωση ούτε αποσύνθεση του λεξιλογίου.
Αυτό είναι προφανώς ένα αρκετά διαφορετικό σχέδιο από εκείνο που επιθυμούσε, για παράδειγμα, ο Joyce. Δεν είναι πλέον ζητούμενο η ελεύθερη συσχέτιση των ιδεών να εξυπηρετήσει τη συγγραφή ενός λογοτεχνικού έργου που σκοπεύει να ξεπεράσει προηγούμενα έργα με την τόλμη του, αλλά που την ίδια στιγμή είναι ένα έργο του οποίου η προσφυγή στις πολυφωνικές, πολυσημαντικές, και άλλες εμπνεύσεις προϋποθέτει μια σταθερή επιστροφή στο αυθαίρετο. Όλο το θέμα, για το Σουρεαλισμό, ήταν να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι είχαμε στα χέρια μας την «πρώτη ύλη» (με την αλχημιστική σημασία) της γλώσσας. Μετά από αυτό, ξέραμε πού να την βρούμε, και εννοείται ότι δεν είχαμε κανένα ενδιαφέρον να την αναπαράγουμε σε βαθμό κορεσμού. Αυτό αναφέρεται για εκείνους που εκπλήσσονται από το γεγονός ότι μεταξύ μας η πρακτική της αυτόματης γραφής εγκαταλείφθηκε τόσο γρήγορα. Έχει συχνά ειπωθεί ότι ο ερχομός μας πρόσωπο με πρόσωπο με τα αποτελέσματα αυτού του τρόπου γραφής εστίασε την προσοχή μας στην περιοχή όπου η επιθυμία προκύπτει αβίαστα, μια περιοχή στην οποία επίσης οι μύθοι προστρέχουν. Δεν δόθηκε αρκετή προσοχή στη σημασία και στο εύρος του πεδίου της λειτουργίας που έτεινε να φέρει τη γλώσσα πίσω στην αληθινή ζωή: με άλλα λόγια, αντί να πάμε από το σημαινόμενο στο σημείο που συνεχίζει να υπάρχει (κάτι που, επιπλέον, θα αποδεικνυόταν αδύνατο), είναι προτιμότερο να πάμε πίσω με ένα βήμα στη γέννηση αυτού που σηματοδοτεί.
Το πνεύμα που κάνει μια τέτοια λειτουργία πιθανή ακόμα και κατανοητή δεν είναι άλλο από αυτό που έχει πάντα παρακινήσει την απόκρυφη φιλοσοφία: σύμφωνα με αυτό το πνεύμα, από το γεγονός ότι η έκφραση βρίσκεται στην προέλευση των πάντων, προκύπτει ότι «το όνομα πρέπει να βλαστήσει, για να το πούμε έτσι, αλλιώς είναι λάθος.» Η κύρια συμβολή του Σουρεαλισμού, στην ποίηση όπως και στις πλαστικές τέχνες, είναι ότι εξύψωσε τόσο αυτήν τη γέννηση ώστε οτιδήποτε άλλο να φαίνεται αστείο.
Όπως έχω πλέον συνειδητοποιήσει, ο ορισμός του Σουρεαλισμού που δίνεται στο πρώτο μανιφέστο πραγματικά «ξαναγγίζει» ένα σπουδαίο παραδοσιακό ρητό σχετικά με την ανάγκη κάποιου να «σπάσει το τύμπανο της λογικής και να κοιτάξει μέσα στην τρύπα,» διαδικασία που θα οδηγήσει στην αποσαφήνιση των συμβόλων που ήταν κάποτε μυστηριώδη.
Αντίθετα με τις διάφορες σχολές που υποστηρίζουν ότι μας οδηγούν σε αυτό το μονοπάτι και ότι μας επιτρέπουν να βαδίσουμε σ’ αυτό, ο Σουρεαλισμός δεν έχει μπει ποτέ στον πειρασμό να κρύψει από τον εαυτό του το στοιχείο της αστραποβόλου γοητείας στην αγάπη ενός άντρα για μια γυναίκα. Ο πειρασμός ήταν τόσο μικρός από το γεγονός ότι τις πρώτες του έρευνες, όπως είδαμε, τις οδήγησε σε μια χώρα όπου η επιθυμία βασίλευε. Σε ό,τι αφορά την ποίηση, σηματοδότησε επίσης το αποκορύφωμα μιας μεγάλης σειράς υποθέσεων, που πηγαίνουν πίσω στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, που έτειναν να δώσουν στις γυναίκες ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στα πράγματα. Από τα συντρίμμια της χριστιανικής θρησκείας, κατά τη διάρκεια της ζωής του Pascal, ξεπήδησε- όχι χωρίς την «κόλαση» να παρακολουθεί τα βήματά της στον Sade, στον Laclos, στον μοναχό Lewis- μια τελείως διαφορετική αντίληψη για τη γυναίκα, που τώρα αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη τύχη του άντρα και απαιτεί, κατά τη γνώμη του Goethe προς το τέλος της ζωής του, ο άνδρας να τη θεωρεί τη βάση της δημιουργίας. Αυτή η ιδέα ακολουθεί ένα μονοπάτι, αν και πολύ τραχύ, που οδηγεί διαμέσου του γερμανικού και γαλλικού ρομαντισμού (Novalis, Holderlin, Kleist, Nerval, οι οπαδοί των Saint- Simon, Vigny, Stendhal, Baudelaire). Αλλά παρά τις επιθέσεις που υπέστη στο τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνα (Huysmans, Jarry), φτάνει σ’ εμάς με οτιδήποτε θα μπορούσε ακόμα να την κάνει σκοτεινή, σαν συνοδευτική μελωδία, για να το πούμε έτσι, και φορέας του ίδιου του καθαρού φωτός της. Από εκείνο το σημείο ο Σουρεαλισμός χρειαζόταν μόνο να γυρίσει ακόμη πιο πίσω απ’ ό,τι είπα- στα γράμματα του Heloise ή της Πορτογαλικής Καλόγριας- με σκοπό να ανακαλύψει πόσο θαυμάσια τ’ αστέρια που απλώνονταν στη γραμμή της καρδιάς του ήταν. Από τη λυρική άποψη στην οποία τοποθέτησε τον εαυτό του, δεν θα μπορούσε παρά να παρατηρήσει ότι τα περισσότερα από τα κύρια σημεία του αγώνα του ανθρώπου να ξεπεράσει την κατάστασή του βρίσκονταν πάνω σ’ αυτήν τη γραμμή, και έτσι μία αλυσιδωτή αντίδραση προκάλεσε πραγματικές μεταβάσεις του συναισθήματος. Ήταν η γυναίκα που στο τέλος πήρε τη δόξα, είτε το όνομά της ήταν Sophie von Kuhn, Διοτίμα, Katchen von Heilbronn, Aurelia, Mina de Wanghel, η «μαύρη» Αφροδίτη ή η αντίστοιχη «λευκή», ή η Εύα στο «Maison du Berger» του Vigny.
Ο σκοπός αυτών των παρατηρήσεων είναι να κάνει τον αναγνώστη να καταλάβει τη Σουρεαλιστική στάση απέναντι στο ανθρώπινο, στάση που για πάρα πολύ καιρό θεωρήθηκε μάλλον αρνητική. Στο Σουρεαλισμό, η γυναίκα πρόκειται να αγαπηθεί και να τιμηθεί ως μια μεγάλη υπόσχεση, τέτοια που υπάρχει ακόμα κι αφού έχει τηρηθεί. Το σύμβολο που διατηρεί ως η Επιλεγμένη, που υπάρχει μόνο για ένα άτομο να δει (ο καθένας μας πρέπει να το ανακαλύψει για τον εαυτό του), αρκεί για να απαλλαγεί γρήγορα κάποιος από το φορτίο που υπάρχει στο δυϊσμό ψυχής- σώματος. Σε αυτό το στάδιο είναι απολύτως αλήθεια ότι η σαρκική αγάπη είναι ένα με την πνευματική. Η αμοιβαία τους έλξη πρέπει να είναι αρκετά δυνατή ώστε να φέρει την τέλεια ένωση, οργανική και ψυχική, μέσω της απόλυτα συμπληρωματικής τους ύπαρξης. Δεν είναι η πρόθεσή μας, βεβαίως, να αρνηθούμε ότι μεγάλα εμπόδια στέκονται στο δρόμο για να το πετύχουμε αυτό. Με την προϋπόθεση, πάντως, ότι έχουμε παραμείνει αντάξιοι της επιδίωξής της, δηλαδή ότι δεν έχουμε αλλοιώσει μέσα μας την έννοια μιας τέτοιας αγάπης στην ίδια την πηγή της, μόνο και μόνο από φθόνο, τίποτα στη ζωή δεν μπορεί να επικρατήσει ενάντια στην αέναη δίψα μας γι’ αυτήν. Πικρές αποτυχίες σε αυτήν την κατεύθυνση (που οφείλονται πολύ συχνά στην κοινωνική ανισότητα, η οποία σε γενικές γραμμές περιορίζει σοβαρά το εύρος των επιλογών και κάνει το μονιασμένο ζευγάρι στόχο για όλες τις διασπαστικές δυνάμεις που δουλεύουν εναντίον του από τα έξω) δεν μπορούν να μας αποθαρρύνουν από το ν’ ακολουθήσουμε αυτό το μονοπάτι. Είναι ουσιαστικό, εδώ περισσότερο όσο ποτέ, να αναλάβουμε την ανακατασκευή του αρχέγονου Ανδρόγυνου για το οποίο μας λένε όλες οι παραδόσεις, και την υπέρτατα επιθυμητή, και απτή, ενσάρκωσή του μέσα μας.
Από αυτήν την άποψη, έπρεπε να αναμένεται ότι η σεξουαλική επιθυμία- η οποία μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο ήταν λίγο πολύ απωθημένη σε μια υποκινούμενη από το άγχος ή την ενοχή συνείδηση εξαιτίας των ταμπού- θα αποδεικνυόταν (σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση παραπλανητικά) ο μεθυστικός και ανεκτίμητος «κόσμος σε αυτήν την πλευρά της αιωνιότητας» στις εσχατιές του οποίου τα ανθρώπινα όνειρα έχουν χτίσει όλους τους «πέρα κόσμους.»
Δεν χρειάζεται να επισημάνουμε ότι σε αυτό το σημείο ο Σουρεαλισμός σκόπιμα αποχωρεί από τα περισσότερα παραδοσιακά δόγματα, σύμφωνα με τα οποία η σαρκική αγάπη είναι ένας αντικατοπτρισμός, και ο παθιασμένος έρωτας μια αξιοθρήνητη δηλητηρίαση από το αστρικό φως, στο μέτρο που αυτή η τελευταία αγάπη λέγεται ότι προαπεικονίζεται στο φίδι της Γένεσης. Με την προϋπόθεση ότι αυτή η αγάπη αντιστοιχεί σε κάθε περίπτωση στη λέξη παθιασμένος, δηλαδή προϋποθέτει την επιλογή με όλη τη σημασία του όρου, ανοίγει τις πύλες ενός κόσμου όπου εξορισμού δεν μπορεί πλέον να είναι θέμα του κακού, μιας πτώσης, ή της αμαρτίας.
Η στάση του Σουρεαλισμού απέναντι στη φύση διακατέχεται πάνω απ’ όλα από την αρχική σύλληψη της ποιητικής «εικόνας.» Είναι γνωστό ότι ο Σουρεαλισμός είδε σ’ αυτήν τα μέσα να αποκτήσει, πολύ συχνά κάτω από συνθήκες πλήρους χαλάρωσης της σκέψης παρά πλήρους αυτοσυγκέντρωσης, σπινθήρες που συνέδεαν δυο στοιχεία της πραγματικότητας που ανήκουν σε κατηγορίες που είναι τόσο απομακρυσμένες μεταξύ τους ώστε η λογική θα αποτύγχανε να κάνει τη σύνδεση και που προϋποθέτουν μια στιγμιαία άρση της κριτικής στάσης ώστε να βρεθούν μαζί. Από τη στιγμή που κάποιος έχει βρει τον τρόπο που παράγεται και έχει συνειδητοποιήσει τους ανεξάντλητους πόρους του, αυτό το εκπληκτικό δίκτυο σπινθήρων οδηγεί το μυαλό να έχει μια λιγότερο θολή εικόνα του κόσμου και του εαυτού του. Το μυαλό τότε επιβεβαιώνει, αποσπασματικά βεβαίως, αλλά τουλάχιστον από μόνο του, ότι «όλα πάνω είναι όπως όλα κάτω» και ότι όλα μέσα είναι όπως όλα έξω. Ο κόσμος φαίνεται κατά συνέπεια να είναι σαν ένα κρυπτογράφημα που παραμένει χωρίς αποκωδικοποίηση μόνο εφόσον κάποιος δεν είναι καλά εξοικειωμένος με τη γυμναστική που επιτρέπει σε κάποιον να περάσει κατά βούληση από το ένα όργανο στο άλλο. Δεν χρειάζεται να τονιστεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι η μεταφορά, που απολαμβάνει κάθε ελευθερία στο Σουρεαλισμό, αφήνει μακριά πίσω της την (προκατασκευασμένη) αναλογία που ο Charles Fourier και ο μαθητής του Alphonse Toussenel προσπάθησαν να προωθήσουν στη Γαλλία. Αν και οι δύο συντείνουν στο να προάγουν το σύστημα των «αντιστοιχιών,» τους χωρίζει η ίδια απόσταση που υπάρχει μεταξύ αυτών που πετάνε ψηλά και εκείνων που βρίσκονται κάτω στη γη. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν έχει να κάνει με το να αυξήσει κάποιος την ταχύτητα και την ευκινησία του με ένα μάταιο πνεύμα να βελτιώσει την τεχνική του, αλλά μάλλον με το να γίνει ο κύριος του ενός και μοναδικού αγώγιμου ηλεκτρισμού ώστε να καταφέρει οι συσχετίσεις που κάποιος επιθυμεί να έχουν αποτέλεσμα.
Σε ό,τι αφορά τον πυρήνα του προβλήματος, που είναι αυτό της σχέσης μεταξύ του ανθρώπινου μυαλού και του κόσμου των αισθήσεων, ο Σουρεαλισμός εδώ βρίσκεται στο ίδιο πνεύμα με φιλοσόφους όπως ο Louis-Claude de Saint-Martin και ο Schopenhauer, με την έννοια ότι πιστεύει, όπως εκείνοι, ότι πρέπει να «ψάξουμε να καταλάβουμε τη φύση μέσα από τον εαυτό μας και όχι τον εαυτό μας μέσα από τη φύση.» Αυτό δεν οδηγεί, ωστόσο, στο να συμμεριστεί με κανένα τρόπο την άποψη ότι το άτομο κατέχει την απόλυτη ανωτερότητα πάνω σε όλα τα άλλα πλάσματα, ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, ότι ο άνθρωπος είναι το εστεμμένο αποκορύφωμα του κόσμου- που είναι το πιο αδικαιολόγητο είδος αξιώματος και η μεγαλύτερη κατάχρηση που ο ανθρωπομορφισμός μπορεί να κατηγορηθεί. Η στάση του Σουρεαλισμού στο ζητούμενο, αντίθετα, είναι αναμφίβολα η ίδια με αυτήν του Gerard de Nerval, όπως εκφράζεται στο περίφημο σονέτο «Vers Dores.» Σε ό,τι αφορά άλλα πλάσματα των οποίων τις επιθυμίες και τα βάσανα μπορεί τόσο λιγότερο να κατανοήσει όσο βαθύτερα κατεβαίνει την κλίμακα που ο ίδιος κατασκεύασε, ο άνθρωπος πρέπει, με όλη την ταπεινότητα, να χρησιμοποιήσει τα λίγα που ξέρει για τον εαυτό του ώστε να αναγνωρίζει όσα τον περιβάλλουν. Το πιο αποτελεσματικό μέσο που διαθέτει για να το κάνει αυτό είναι η ποιητική διαίσθηση. Αυτή η διαίσθηση, που απελευθερώνεται τελικά από το Σουρεαλισμό, επιδιώκει όχι μόνο να αφομοιώσει όλα τα γνωστά είδη αλλά επίσης θαρραλέα να δημιουργήσει νέα είδη- δηλαδή, να καταφέρει να αγκαλιάσει όλες τις δομές του κόσμου, που έχουν φανερωθεί ή όχι. Από μόνη της παρέχει μόνο το νήμα που μπορεί να μας οδηγήσει ξανά στο δρόμο της «Γνώσης» ως γνώση της υπεραισθητής Πραγματικότητας, «αδιόρατα ορατής σε ένα αιώνιο μυστήριο.»
Γιατί έγιναν λοιπόν όλα αυτά; Τίποτα λιγότερο από την ανακάλυψη εκ νέου του μυστικού της γλώσσας της οποίας τα στοιχεία θα σταματούσαν τότε να επιπλέουν σαν αβαρία στην επιφάνεια μιας πεθαμένης θάλασσας. Για να γίνει αυτό ήταν ουσιώδες να αποσπαστούν αυτά τα στοιχεία μακριά από την ολοένα και περισσότερο στενή χρησιμοθηρική τους μεταχείριση, καθώς αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να χειραφετηθούν και να αποκατασταθεί όλη η ισχύς τους. Η ανάγκη να αντιμετωπιστεί αμείλικτα η υποτίμηση της γλώσσας, ανάγκη που έγινε αισθητή στη Γαλλία από τους Lautreamont, Rimbaud, Mallarme, και συγχρόνως στην Αγγλία από τον Lewis Carroll, δεν έχει πάψει να είναι επιτακτική από τότε, όπως αποδεικνύεται από πειράματα αρκετά διαφορετικών σχολών, που κυμαίνονται από τις «ελευθερωμένες λέξεις» του Φουτουρισμού ως τον πολύ σχετικό αυτοματισμό του «Dada,» τα ενθουσιώδη «λογοπαίγνια» τα λίγο πολύ σχετικά με τη «φωνητική μηχανορραφία» ή τη «γλώσσα των πουλιών» (Jean-Pierre Brisset, Raymond Roussel, Marcel Duchamp, Robert Desnos) και το ξέσπασμα μιας «επανάστασης των λέξεων» (James Joyce, E.E. Cummings, Henri Michaux) που ήταν καταδικασμένη να οδηγήσει μόνο στο «Γραμματικισμό.» Η εξέλιξη των πλαστικών τεχνών πρόκειτο να απεικονίσει την ίδια δυσαρμονία.
Αν και είναι στοιχεία μιας κοινής επιθυμίας εξέγερσης ενάντια στην τυραννία μιας πλήρως υποβιβασμένης γλώσσας, διαδικασίες όπως η «αυτόματη γραφή» που καθιέρωσε ο Σουρεαλισμός και ο «εσωτερικός μονόλογος» στο σύστημα γραφής του Joyce είναι ριζικά διαφορετικές εκ θεμελίων. Δηλαδή, κάτω από αυτές υπάρχουν δύο τρόποι κατανόησης των λέξεων διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση. Σε αντίθεση με τη ψευδαισθησιακή ροή των συνειδητών συσχετισμών, ο Joyce θα παρουσιάσει μια ροή που θα προσπαθήσει να προωθήσει προς όλες τις κατευθύνσεις, μια ροή που σε τελική ανάλυση τείνει να είναι πιθανά η πιο πιστή μίμηση της ζωής (με τρόπο ώστε να διατηρεί τον εαυτό του μέσα στο πλαίσιο της τέχνης, να πέφτει ξανά μέσα στη νεωτεριστική ψευδαίσθηση, αποτυγχάνοντας ν’ αποφύγει την κατάταξη στο μακρύ κατάλογο των νατουραλιστών και των εξπρεσιονιστών). Πολύ πιο συγκρατημένα όπως κάποιος διαπιστώνει με την πρώτη ματιά, πέρα και ενάντια σε αυτό το ρεύμα της συνείδησης ο «καθαρός ψυχικός αυτοματισμός,» που είναι η κατευθυντήρια αρχή του Σουρεαλισμού, θα θέσει σε κίνηση τη ροή από μια πηγή την οποία κάποιος χρειάζεται να ψάξει βαθιά μέσα του, ροή την πορεία της οποίας κανείς δεν μπορεί να κατευθύνει, γιατί αν κάποιος το επιχειρήσει είναι σίγουρο ότι η πηγή θα στερέψει αμέσως. Πριν από το Σουρεαλισμό τα μόνα πράγματα που θα έδιναν κάποια έννοια της έντασης του φωτός από αυτήν την πηγή ήταν ορισμένες εμβαθύνσεις στις οποίες οι άνθρωποι δεν έδιναν σημασία, όπως φράσεις που περιγράφονται ως «μισοκοιμάμαι» ή «ξυπνώντας.» Το αποφασιστικό βήμα του Σουρεαλισμού ήταν να δείξει ότι αυτές οι φράσεις ρέουν μαζί συνεχώς. Το πείραμα έδειξε ότι πολύ λίγοι νεολογισμοί εμφανίζονται, και ότι αυτή η συνεχής ροή δεν έφερε ούτε συντακτική αποδιοργάνωση ούτε αποσύνθεση του λεξιλογίου.
Αυτό είναι προφανώς ένα αρκετά διαφορετικό σχέδιο από εκείνο που επιθυμούσε, για παράδειγμα, ο Joyce. Δεν είναι πλέον ζητούμενο η ελεύθερη συσχέτιση των ιδεών να εξυπηρετήσει τη συγγραφή ενός λογοτεχνικού έργου που σκοπεύει να ξεπεράσει προηγούμενα έργα με την τόλμη του, αλλά που την ίδια στιγμή είναι ένα έργο του οποίου η προσφυγή στις πολυφωνικές, πολυσημαντικές, και άλλες εμπνεύσεις προϋποθέτει μια σταθερή επιστροφή στο αυθαίρετο. Όλο το θέμα, για το Σουρεαλισμό, ήταν να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι είχαμε στα χέρια μας την «πρώτη ύλη» (με την αλχημιστική σημασία) της γλώσσας. Μετά από αυτό, ξέραμε πού να την βρούμε, και εννοείται ότι δεν είχαμε κανένα ενδιαφέρον να την αναπαράγουμε σε βαθμό κορεσμού. Αυτό αναφέρεται για εκείνους που εκπλήσσονται από το γεγονός ότι μεταξύ μας η πρακτική της αυτόματης γραφής εγκαταλείφθηκε τόσο γρήγορα. Έχει συχνά ειπωθεί ότι ο ερχομός μας πρόσωπο με πρόσωπο με τα αποτελέσματα αυτού του τρόπου γραφής εστίασε την προσοχή μας στην περιοχή όπου η επιθυμία προκύπτει αβίαστα, μια περιοχή στην οποία επίσης οι μύθοι προστρέχουν. Δεν δόθηκε αρκετή προσοχή στη σημασία και στο εύρος του πεδίου της λειτουργίας που έτεινε να φέρει τη γλώσσα πίσω στην αληθινή ζωή: με άλλα λόγια, αντί να πάμε από το σημαινόμενο στο σημείο που συνεχίζει να υπάρχει (κάτι που, επιπλέον, θα αποδεικνυόταν αδύνατο), είναι προτιμότερο να πάμε πίσω με ένα βήμα στη γέννηση αυτού που σηματοδοτεί.
Το πνεύμα που κάνει μια τέτοια λειτουργία πιθανή ακόμα και κατανοητή δεν είναι άλλο από αυτό που έχει πάντα παρακινήσει την απόκρυφη φιλοσοφία: σύμφωνα με αυτό το πνεύμα, από το γεγονός ότι η έκφραση βρίσκεται στην προέλευση των πάντων, προκύπτει ότι «το όνομα πρέπει να βλαστήσει, για να το πούμε έτσι, αλλιώς είναι λάθος.» Η κύρια συμβολή του Σουρεαλισμού, στην ποίηση όπως και στις πλαστικές τέχνες, είναι ότι εξύψωσε τόσο αυτήν τη γέννηση ώστε οτιδήποτε άλλο να φαίνεται αστείο.
Όπως έχω πλέον συνειδητοποιήσει, ο ορισμός του Σουρεαλισμού που δίνεται στο πρώτο μανιφέστο πραγματικά «ξαναγγίζει» ένα σπουδαίο παραδοσιακό ρητό σχετικά με την ανάγκη κάποιου να «σπάσει το τύμπανο της λογικής και να κοιτάξει μέσα στην τρύπα,» διαδικασία που θα οδηγήσει στην αποσαφήνιση των συμβόλων που ήταν κάποτε μυστηριώδη.
Αντίθετα με τις διάφορες σχολές που υποστηρίζουν ότι μας οδηγούν σε αυτό το μονοπάτι και ότι μας επιτρέπουν να βαδίσουμε σ’ αυτό, ο Σουρεαλισμός δεν έχει μπει ποτέ στον πειρασμό να κρύψει από τον εαυτό του το στοιχείο της αστραποβόλου γοητείας στην αγάπη ενός άντρα για μια γυναίκα. Ο πειρασμός ήταν τόσο μικρός από το γεγονός ότι τις πρώτες του έρευνες, όπως είδαμε, τις οδήγησε σε μια χώρα όπου η επιθυμία βασίλευε. Σε ό,τι αφορά την ποίηση, σηματοδότησε επίσης το αποκορύφωμα μιας μεγάλης σειράς υποθέσεων, που πηγαίνουν πίσω στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, που έτειναν να δώσουν στις γυναίκες ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στα πράγματα. Από τα συντρίμμια της χριστιανικής θρησκείας, κατά τη διάρκεια της ζωής του Pascal, ξεπήδησε- όχι χωρίς την «κόλαση» να παρακολουθεί τα βήματά της στον Sade, στον Laclos, στον μοναχό Lewis- μια τελείως διαφορετική αντίληψη για τη γυναίκα, που τώρα αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη τύχη του άντρα και απαιτεί, κατά τη γνώμη του Goethe προς το τέλος της ζωής του, ο άνδρας να τη θεωρεί τη βάση της δημιουργίας. Αυτή η ιδέα ακολουθεί ένα μονοπάτι, αν και πολύ τραχύ, που οδηγεί διαμέσου του γερμανικού και γαλλικού ρομαντισμού (Novalis, Holderlin, Kleist, Nerval, οι οπαδοί των Saint- Simon, Vigny, Stendhal, Baudelaire). Αλλά παρά τις επιθέσεις που υπέστη στο τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνα (Huysmans, Jarry), φτάνει σ’ εμάς με οτιδήποτε θα μπορούσε ακόμα να την κάνει σκοτεινή, σαν συνοδευτική μελωδία, για να το πούμε έτσι, και φορέας του ίδιου του καθαρού φωτός της. Από εκείνο το σημείο ο Σουρεαλισμός χρειαζόταν μόνο να γυρίσει ακόμη πιο πίσω απ’ ό,τι είπα- στα γράμματα του Heloise ή της Πορτογαλικής Καλόγριας- με σκοπό να ανακαλύψει πόσο θαυμάσια τ’ αστέρια που απλώνονταν στη γραμμή της καρδιάς του ήταν. Από τη λυρική άποψη στην οποία τοποθέτησε τον εαυτό του, δεν θα μπορούσε παρά να παρατηρήσει ότι τα περισσότερα από τα κύρια σημεία του αγώνα του ανθρώπου να ξεπεράσει την κατάστασή του βρίσκονταν πάνω σ’ αυτήν τη γραμμή, και έτσι μία αλυσιδωτή αντίδραση προκάλεσε πραγματικές μεταβάσεις του συναισθήματος. Ήταν η γυναίκα που στο τέλος πήρε τη δόξα, είτε το όνομά της ήταν Sophie von Kuhn, Διοτίμα, Katchen von Heilbronn, Aurelia, Mina de Wanghel, η «μαύρη» Αφροδίτη ή η αντίστοιχη «λευκή», ή η Εύα στο «Maison du Berger» του Vigny.
Ο σκοπός αυτών των παρατηρήσεων είναι να κάνει τον αναγνώστη να καταλάβει τη Σουρεαλιστική στάση απέναντι στο ανθρώπινο, στάση που για πάρα πολύ καιρό θεωρήθηκε μάλλον αρνητική. Στο Σουρεαλισμό, η γυναίκα πρόκειται να αγαπηθεί και να τιμηθεί ως μια μεγάλη υπόσχεση, τέτοια που υπάρχει ακόμα κι αφού έχει τηρηθεί. Το σύμβολο που διατηρεί ως η Επιλεγμένη, που υπάρχει μόνο για ένα άτομο να δει (ο καθένας μας πρέπει να το ανακαλύψει για τον εαυτό του), αρκεί για να απαλλαγεί γρήγορα κάποιος από το φορτίο που υπάρχει στο δυϊσμό ψυχής- σώματος. Σε αυτό το στάδιο είναι απολύτως αλήθεια ότι η σαρκική αγάπη είναι ένα με την πνευματική. Η αμοιβαία τους έλξη πρέπει να είναι αρκετά δυνατή ώστε να φέρει την τέλεια ένωση, οργανική και ψυχική, μέσω της απόλυτα συμπληρωματικής τους ύπαρξης. Δεν είναι η πρόθεσή μας, βεβαίως, να αρνηθούμε ότι μεγάλα εμπόδια στέκονται στο δρόμο για να το πετύχουμε αυτό. Με την προϋπόθεση, πάντως, ότι έχουμε παραμείνει αντάξιοι της επιδίωξής της, δηλαδή ότι δεν έχουμε αλλοιώσει μέσα μας την έννοια μιας τέτοιας αγάπης στην ίδια την πηγή της, μόνο και μόνο από φθόνο, τίποτα στη ζωή δεν μπορεί να επικρατήσει ενάντια στην αέναη δίψα μας γι’ αυτήν. Πικρές αποτυχίες σε αυτήν την κατεύθυνση (που οφείλονται πολύ συχνά στην κοινωνική ανισότητα, η οποία σε γενικές γραμμές περιορίζει σοβαρά το εύρος των επιλογών και κάνει το μονιασμένο ζευγάρι στόχο για όλες τις διασπαστικές δυνάμεις που δουλεύουν εναντίον του από τα έξω) δεν μπορούν να μας αποθαρρύνουν από το ν’ ακολουθήσουμε αυτό το μονοπάτι. Είναι ουσιαστικό, εδώ περισσότερο όσο ποτέ, να αναλάβουμε την ανακατασκευή του αρχέγονου Ανδρόγυνου για το οποίο μας λένε όλες οι παραδόσεις, και την υπέρτατα επιθυμητή, και απτή, ενσάρκωσή του μέσα μας.
Από αυτήν την άποψη, έπρεπε να αναμένεται ότι η σεξουαλική επιθυμία- η οποία μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο ήταν λίγο πολύ απωθημένη σε μια υποκινούμενη από το άγχος ή την ενοχή συνείδηση εξαιτίας των ταμπού- θα αποδεικνυόταν (σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση παραπλανητικά) ο μεθυστικός και ανεκτίμητος «κόσμος σε αυτήν την πλευρά της αιωνιότητας» στις εσχατιές του οποίου τα ανθρώπινα όνειρα έχουν χτίσει όλους τους «πέρα κόσμους.»
Δεν χρειάζεται να επισημάνουμε ότι σε αυτό το σημείο ο Σουρεαλισμός σκόπιμα αποχωρεί από τα περισσότερα παραδοσιακά δόγματα, σύμφωνα με τα οποία η σαρκική αγάπη είναι ένας αντικατοπτρισμός, και ο παθιασμένος έρωτας μια αξιοθρήνητη δηλητηρίαση από το αστρικό φως, στο μέτρο που αυτή η τελευταία αγάπη λέγεται ότι προαπεικονίζεται στο φίδι της Γένεσης. Με την προϋπόθεση ότι αυτή η αγάπη αντιστοιχεί σε κάθε περίπτωση στη λέξη παθιασμένος, δηλαδή προϋποθέτει την επιλογή με όλη τη σημασία του όρου, ανοίγει τις πύλες ενός κόσμου όπου εξορισμού δεν μπορεί πλέον να είναι θέμα του κακού, μιας πτώσης, ή της αμαρτίας.
Η στάση του Σουρεαλισμού απέναντι στη φύση διακατέχεται πάνω απ’ όλα από την αρχική σύλληψη της ποιητικής «εικόνας.» Είναι γνωστό ότι ο Σουρεαλισμός είδε σ’ αυτήν τα μέσα να αποκτήσει, πολύ συχνά κάτω από συνθήκες πλήρους χαλάρωσης της σκέψης παρά πλήρους αυτοσυγκέντρωσης, σπινθήρες που συνέδεαν δυο στοιχεία της πραγματικότητας που ανήκουν σε κατηγορίες που είναι τόσο απομακρυσμένες μεταξύ τους ώστε η λογική θα αποτύγχανε να κάνει τη σύνδεση και που προϋποθέτουν μια στιγμιαία άρση της κριτικής στάσης ώστε να βρεθούν μαζί. Από τη στιγμή που κάποιος έχει βρει τον τρόπο που παράγεται και έχει συνειδητοποιήσει τους ανεξάντλητους πόρους του, αυτό το εκπληκτικό δίκτυο σπινθήρων οδηγεί το μυαλό να έχει μια λιγότερο θολή εικόνα του κόσμου και του εαυτού του. Το μυαλό τότε επιβεβαιώνει, αποσπασματικά βεβαίως, αλλά τουλάχιστον από μόνο του, ότι «όλα πάνω είναι όπως όλα κάτω» και ότι όλα μέσα είναι όπως όλα έξω. Ο κόσμος φαίνεται κατά συνέπεια να είναι σαν ένα κρυπτογράφημα που παραμένει χωρίς αποκωδικοποίηση μόνο εφόσον κάποιος δεν είναι καλά εξοικειωμένος με τη γυμναστική που επιτρέπει σε κάποιον να περάσει κατά βούληση από το ένα όργανο στο άλλο. Δεν χρειάζεται να τονιστεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι η μεταφορά, που απολαμβάνει κάθε ελευθερία στο Σουρεαλισμό, αφήνει μακριά πίσω της την (προκατασκευασμένη) αναλογία που ο Charles Fourier και ο μαθητής του Alphonse Toussenel προσπάθησαν να προωθήσουν στη Γαλλία. Αν και οι δύο συντείνουν στο να προάγουν το σύστημα των «αντιστοιχιών,» τους χωρίζει η ίδια απόσταση που υπάρχει μεταξύ αυτών που πετάνε ψηλά και εκείνων που βρίσκονται κάτω στη γη. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν έχει να κάνει με το να αυξήσει κάποιος την ταχύτητα και την ευκινησία του με ένα μάταιο πνεύμα να βελτιώσει την τεχνική του, αλλά μάλλον με το να γίνει ο κύριος του ενός και μοναδικού αγώγιμου ηλεκτρισμού ώστε να καταφέρει οι συσχετίσεις που κάποιος επιθυμεί να έχουν αποτέλεσμα.
Σε ό,τι αφορά τον πυρήνα του προβλήματος, που είναι αυτό της σχέσης μεταξύ του ανθρώπινου μυαλού και του κόσμου των αισθήσεων, ο Σουρεαλισμός εδώ βρίσκεται στο ίδιο πνεύμα με φιλοσόφους όπως ο Louis-Claude de Saint-Martin και ο Schopenhauer, με την έννοια ότι πιστεύει, όπως εκείνοι, ότι πρέπει να «ψάξουμε να καταλάβουμε τη φύση μέσα από τον εαυτό μας και όχι τον εαυτό μας μέσα από τη φύση.» Αυτό δεν οδηγεί, ωστόσο, στο να συμμεριστεί με κανένα τρόπο την άποψη ότι το άτομο κατέχει την απόλυτη ανωτερότητα πάνω σε όλα τα άλλα πλάσματα, ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, ότι ο άνθρωπος είναι το εστεμμένο αποκορύφωμα του κόσμου- που είναι το πιο αδικαιολόγητο είδος αξιώματος και η μεγαλύτερη κατάχρηση που ο ανθρωπομορφισμός μπορεί να κατηγορηθεί. Η στάση του Σουρεαλισμού στο ζητούμενο, αντίθετα, είναι αναμφίβολα η ίδια με αυτήν του Gerard de Nerval, όπως εκφράζεται στο περίφημο σονέτο «Vers Dores.» Σε ό,τι αφορά άλλα πλάσματα των οποίων τις επιθυμίες και τα βάσανα μπορεί τόσο λιγότερο να κατανοήσει όσο βαθύτερα κατεβαίνει την κλίμακα που ο ίδιος κατασκεύασε, ο άνθρωπος πρέπει, με όλη την ταπεινότητα, να χρησιμοποιήσει τα λίγα που ξέρει για τον εαυτό του ώστε να αναγνωρίζει όσα τον περιβάλλουν. Το πιο αποτελεσματικό μέσο που διαθέτει για να το κάνει αυτό είναι η ποιητική διαίσθηση. Αυτή η διαίσθηση, που απελευθερώνεται τελικά από το Σουρεαλισμό, επιδιώκει όχι μόνο να αφομοιώσει όλα τα γνωστά είδη αλλά επίσης θαρραλέα να δημιουργήσει νέα είδη- δηλαδή, να καταφέρει να αγκαλιάσει όλες τις δομές του κόσμου, που έχουν φανερωθεί ή όχι. Από μόνη της παρέχει μόνο το νήμα που μπορεί να μας οδηγήσει ξανά στο δρόμο της «Γνώσης» ως γνώση της υπεραισθητής Πραγματικότητας, «αδιόρατα ορατής σε ένα αιώνιο μυστήριο.»