1 Νοε 2012

Το Επεκταμένο Παρόν

Τριγύρω μας ταυτόχρονα συμβαίνουν διάφορα πράγματα εκ των οποίων όμως αντιλαμβανόμαστε μόνο μερικά από αυτά. Ακόμα σημαντικότερο είναι ότι και από τα πράγματα που αντιλαμβανόμαστε, δεν μπορούμε να αντιληφτούμε περισσότερα από ένα την ίδια στιγμή. Έτσι, ιεραρχούμε τα γεγονότα με μια χρονολογική σειρά μέσα στο χώρο, δημιουργώντας μια άπειρη αιτιακή αλυσίδα. Αυτή η ταξινόμηση των γεγονότων είναι λίγο- πολύ αυθαίρετη, καθώς η σειρά που αποδίδουμε έχει μια προσωπική, και πιθανόν συναισθηματική αξία. Αυτό προφανώς έχει να κάνει με μια υποκειμενική έννοια του χρόνου. Το τι είναι ο χρόνος και τι ταυτοχρονισμός θα το εξετάσουμε κάπου αλλού. Την έννοια μιας άπειρης αιτιακής αλυσίδας θα την εξετάσουμε παρακάτω. Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε με κάτι παρεμφερές. Αυτό που ονομάζω επεκταμένο παρόν.

Τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας είναι αποτελέσματα. Αυτό σημαίνει ότι πρώτα συμβαίνουν κι έπειτα αναζητούμε τις αιτίες τους. Η αιτιοκρατία συνδέεται με την χρονολογική ιεράρχηση των γεγονότων που αναφερθήκαμε πριν. Επισημάναμε επίσης ότι αυτή η ιεράρχηση έχει να κάνει με μια προσωπική αιτιακή επιλογή. Στην πραγματικότητα, αυτή η διαδικασία αιτίασης όχι μόνο είναι απατηλή αλλά λειτουργεί και ανάδρομα. Πηγαίνει 'πίσω στο χρόνο' από το αποτέλεσμα προς την αιτία, χρησιμοποιώντας τη λογική επαγωγή. Αυτή η διαδικασία της ανάδρομης αιτιότητας μας οδηγεί στο τέλμα της αέναης αναδρομής: κάθε αιτία είναι το αποτέλεσμα μιας προηγούμενης αιτίας, κ.ο.κ. επ' άπειρο. Η αέναη αναδρομή είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση ανάδρομης αιτιότητας.

Ανάδρομη αιτιότητα και όραση


Σχεδιάγραμμα από ένα τυπικό σύγχρονο βιβλίο οπτικής που δείχνει πώς η αντανάκλαση σε καθρέφτη παράγει μια φανταστική εικόνα (I) ενός αντικειμένου (O). Οι στικτές γραμμές υποδεικνύουν φανταστικές ακτίνες. (Κατά Duncan και Kennett, 2001).



Διάγραμμα του Νεύτωνα σχετικά με την ανάκλαση σε επίπεδο καθρέφτη: "Αν ένα αντικείμενο A φαίνεται υπό ανάκλαση μέσα από έναν καθρέφτη mn, θα φανεί όχι στην κανονική του θέση A, αλλά πίσω από τον καθρέφτη στο σημείο α.” (Newton, 1730, Εικ. 9).

Ένα επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάδρομης αιτιότητας είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η διαδικασία της ανθρώπινης όρασης. Ο εγκέφαλος, έχοντας λάβει την εξωτερική οπτική πληροφορία από τα μάτια, προσπαθεί να φανταστεί την πραγματική θέση (καθώς και τα λοιπά χαρακτηριστικά) του αντικειμένου. Για να δείξουμε πώς το πετυχαίνει αυτό σχεδιάζουμε 'φανταστικές γραμμές' οι οποίες ξεκινάνε από τα μάτια και κατευθύνονται προς τη θέση που θα πρέπει να βρίσκεται το αντικείμενο. Με άλλα λόγια, ο εγκέφαλος προβάλλει το πραγματικό αντικείμενο μέσα σε ένα φανταστικό χώρο του μυαλού.

Αυτή η σχεδόν μαγική λειτουργία της όρασης, προξένησε το ενδιαφέρον από την αρχαιότητα κιόλας, έτσι ώστε δημιουργήθηκαν δύο βασικές θεωρίες για την εξήγηση της λειτουργίας της όρασης: οι θεωρίες της 'εσόρασης' (emission) και της 'εξόρασης' (extra-mission). Οι θεωρίες της εξόρασης θεωρούσαν την όραση σαν μια ενεργή διαδικασία κατά την οποία ακτίνες υποτίθεται πως ακτινοβολούνταν από τα μάτια προς τα αντικείμενα. Ο Πλάτωνας, για παράδειγμα, υιοθέτησε την ιδέα ενός εξωστρεφούς ρεύματος συνδυασμένου με φως, δημιουργώντας έτσι ένα ομογενές σώμα που εκτεινόταν από τα μάτια μέχρι το πραγματικό αντικείμενο. Ο Αριστοτέλης ακολούθησε τον Πλάτωνα, τονίζοντας ωστόσο τη σημασία του μέσου, το οποίο ονόμασε 'διαφανές.' Θεωρούσε το φως όχι σαν υλική ουσία αλλά σαν κατάσταση του διαφανούς. Άλλος ένας αρχαίος φιλόσοφος οπαδός μιας θεωρίας εξόρασης ήταν και ο Ευκλείδης, ο οποίος ωστόσο προσέγγισε το πρόβλημα με τρόπο γεωμετρικό. Υπέθεσε ότι οι ακτίνες του φωτός ταξιδεύουν σε ευθείες γραμμές και εξήγησε τις φανταστικές εικόνες με όρους κίνησης οπτικών ακτίνων που κινούνταν από τα μάτια προς τα έξω. Επίσης, έθεσε σαφώς τις αρχές της αντανάκλασης, αναγνωρίζοντας την ισότητα των γωνιών της προσπίπτουσας και της ανακλώμενης ακτίνας.

Από την άλλη μεριά, ο Δημόκριτος, βασιζόμενος στο δόγμα ότι η πραγματικότητα αποτελείται από άτομα ύλης σε κίνηση, πρότεινε ότι τα υλικά σωματίδια έβγαιναν από την επιφάνεια των σωμάτων προς κάθε κατεύθυνση και εισέρχονταν στα μάτια. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης  εφευρέσεις, όπως το τηλεσκόπιο και η πρώτη φωτογραφική μηχανή, κατέστησαν σαφές ότι η θεωρία της εσόρασης είναι κατά βάση σωστή. Η θεωρία του Kepler πάνω στον τρόπο που οι εικόνες προβάλλονται στον αμφιβληστροειδή εκδόθηκε το 1604. Εκατό χρόνια αργότερα, ο Νεύτωνας εξέδωσε το ‘Opticks,’ στο οποίο λέει χαρακτηριστικά, σχετικά με την όραση, ότι οι ανακλώμενες ακτίνες, "σχηματίζουν την ίδια εικόνα στο βυθό των ματιών σαν να είχαν προέλθει κατευθείαν από το πραγματικό αντικείμενο χωρίς την παρεμβολή του καθρέφτη."

Βλέπουμε ότι και οι δύο θεωρίες βασίστηκαν στην αιτιότητα, είτε ανάδρομη ή 'ευθεία.' Το ότι οι θεωρίες εξόρασης είναι λάθος μπορεί κάποιος να το αποδείξει αμέσως με την εξής απλά ερώτηση: Αν τα μάτια παρήγαγαν ακτίνες με τις οποίες τα αντικείμενα γίνονταν ορατά, τότε γιατί δεν βλέπουμε στο σκοτάδι; Το φως προφανώς είναι ο βασικός καταλύτης στην όλη διαδικασία. Ο Αριστοτέλης είχε ήδη επισημάνει τη σημασία του μέσου, και θεωρούσε το φως όχι ως αντικείμενο αλλά ως κατάσταση του μέσου. Από την άλλη μεριά, οι θεωρίες εσόρασης εξηγούν τα βασικά χαρακτηριστικά της οπτικής. Εντούτοις, δεν μπορούν να εξηγήσουν πώς διάχυτες στο χώρο 'εικόνες' των αντικειμένων συγκεντρώνονται και ξεχωρίζουν στα μάτια και στο μυαλό. Μια θεμελιώδης εξήγηση σχετίζεται με την ολογραφία στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω.


Αντίληψη και ασυνείδητη επαγωγή



Η οπτική ψευδαίσθηση του πλαισίου του Hermann: Κοιτάζοντας το πλαίσιο φαίνονται γκρι κουκίδες στους κόμβους ανάμεσα στα μαύρα τετράγωνα και στις λευκές γραμμές. Οι γκρίζες κουκίδες εξαφανίζονται όταν κοιτάμε κατευθείαν σε έναν κόμβο. Αυτή η οπτική ψευδαίσθηση τονίζει το ρόλο του ασυνείδητου το οποίο προσπαθεί να ανασυνθέσει την εικόνα στην ολότητά της.

Ο Hermann von Helmholtz θεωρείται ο πρώτος σύγχρονος ερευνητής που ασχολήθηκε με τη μελέτη της οπτικής αντίληψης. Καθώς εξέτασε το ανθρώπινο μάτι, συμπέρανε ότι είναι οπτικά ιδιαίτερα φτωχό και ότι η όραση θα έπρεπε να είναι ως εκ τούτου αδύνατη. Έτσι υπέθεσε ότι η όραση είναι αποτέλεσμα κάποιας διαδικασίας ασυνείδητης επαγωγής: μια ανασύνθεση δηλαδή σε μη συνειδητό επίπεδο αποσπασματικών δεδομένων, βασισμένη σε προηγούμενες εμπειρίες. 

Η προηγούμενη εικόνα επιδεικνύει χαρακτηριστικά το φαινόμενο της ασυνείδητης επαγωγής. Η ελλοχεύουσα θεωρία είναι η ψυχολογία gelstat. Η λέξη στα Γερμανικά σημαίνει, "ουσία η σχήμα της πλήρους μορφής ενός αντικειμένου." Η ψυχολογία gestalt υποθέτει ότι ο εγκέφαλος λειτουργεί ολιστικά, παράλληλα και αναλογικά, και διαθέτει αυτο- οργανωτικές τάσεις. Το φαινόμενο gestalt είναι η ικανότητα των αισθήσεων να δημιουργούν μορφή. Η φράση, "το όλο είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών" χρησιμοποιείται συχνά ως κατακλείδα της θεωρίας gestalt. 

Η ασυνείδητη επαγωγή προϋποθέτει μια προγενέστερη γνώση του κόσμου. Επομένως ο εγκέφαλός μας θα πρέπει να βασίζεται σε ένα σύνολο προκατεστημένων γνώσεων σχετικά με τα γεγονότα που αντιμετωπίζει. Αυτό βέβαια δημιουργεί μια προκατάληψη στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε, πριν ακόμα ερμηνεύσουμε, τον κόσμο. Καθώς το ασυνείδητο ανασυνθέτει τις πρώτες εντυπώσεις με έναν τρόπο στιγμιαίο και αυτόματο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα ήδη τοποθετημένο σκηνικό για την πραγματικότητα, πριν ακόμα αρχίσει να δρα η λογική βούληση και η συνειδητή επιλογή.

Λογική και αέναη αναδρομή


Σκηνή από την ταινία "Ο πλανήτης των πιθήκων." Ο αφηγητής εξηγεί πώς ο ζωγράφος πέφτει σε αέναη αναδρομή προσπαθώντας να αντιληφθεί τον πίνακά του, συμπεριλαμβάνοντας και τον εαυτό του σε αυτόν. 

Είδαμε ότι ο εγκέφαλός μας χρησιμοποιεί φανταστικά μονοπάτια προκειμένου να εντοπίσει την πραγματική θέση των αντικειμένων. Χρησιμοποιεί επίσης την ανάδρομη αιτιότητα ώστε να βρει τις αιτίες των πραγμάτων. Στην πραγματικότητα, τα φαινόμενα είναι αποτελέσματα προηγουμένων αιτιών οι οποίες συχνά είναι αδιόρατες και ακατανόητες. Ας πάρουμε το φως για παράδειγμα. Το ίδιο είναι αόρατο, αλλά θεωρούμε την ύπαρξή του ως αιτία προκειμένου να εξηγήσουμε πώς βλέπουμε. Δεν βλέπουμε τα 'φωτόνια' αλλά υποθέτουμε ότι αποτελούν το φως. Επίσης θεωρούμε ότι το φως παράγεται από επιταχυνόμενα φορτία, όπως είναι τα ηλεκτρόνια. Είναι άραγε με τη σειρά του ένα ηλεκτρόνιο θεμελιώδες; Η απάντηση είναι όχι, σύμφωνα με τη θεωρία χορδών. Ακόμα και οι ιδιότητες της ύλης δεν υπήρχαν στην αρχή του σύμπαντος. Και ας τολμήσουμε να ρωτήσουμε τι υπήρχε πριν. Ένα άλλο σύμπαν; Και πριν από αυτό, ένα άλλο, κι ένα προγενέστερο, κ.ο.κ; Έτσι γεννιέται μια αέναη αναδρομή. Είναι αναδρομή γιατί πηγαίνει προς τα 'πίσω.' Και είναι αέναη γιατί μοιάζει να μην έχει αρχή και τέλος. Μπορούμε να αναπαραστήσουμε αυτήν τη διαδικασία με μια ακολουθία γεγονότων Pn ως εξής:

P0 = P1 – I,
P1 = P2 – I,
P2 = P3 – I,
…,
και γενικά
Pn = Pn+1 – I,

όπου το I είναι απλά ένα 'λογικό βήμα' που μας πηγαίνει προς τα πίσω από το ένα γεγονός στο προηγούμενο. Στο παράδειγμά μας, αν το P0 αναπαριστά ένα γεγονός στο παρόν, τότε το γεγονός Pn είναι η πρωτογενής αιτία, ακόμα κι αν θα υπάρχει πάντοτε ένα βήμα πριν. Αυτή η διαδικασία παράγει μια αέναη αιτιακή αλυσίδα, όπου κάθε προηγούμενο γεγονός είναι αιτία του επόμενου. Μια αέναη αιτιακή αλυσίδα δεν έχει όρια, αρχή και τέλος. Μπορούμε να θεωρήσουμε οποιαδήποτε μέσα λογικής επαγωγής, αλλά ποτέ δεν θα φτάσουμε σε ένα τέλος ή σε μια 'πρωταρχική' αιτία.

Οι αέναες αιτιακές αλυσίδες λογικά είναι έγκυρες αλλά σε κάθε περίπτωση ατελείς, ή αλλιώς μη πλήρης, σε σχέση με την κοινή εμπειρία. Αν για παράδειγμα θελήσουμε να εξακριβώσουμε την αλήθεια ενός ισχυρισμού, μπορεί να χαθούμε σε μια απείρων βημάτων λογική επαγωγή, χωρίς ποτέ να φτάσουμε στην πρωταρχική αιτία, ή αλήθεια, του ισχυρισμού. Ωστόσο αυτή η συνέπεια της αναλυτικής λογικής έρχεται σε αντίθεση με την καθημερινή εμπειρία, γιατί όλοι ξέρουμε πως οι 'αλήθειες' υπάρχουν. Αυτό το βασικό και παράδοξο συμπέρασμα της λογικής εκφράστηκε μαθηματικά από τον Gödel στο θεώρημα της μη πληρότητας. Αυτό το θεώρημα δηλώνει πως σε κάθε λογικό σύστημα υπάρχουν αλήθειες οι οποίες δεν μπορούν να αποδειχθούν από τα θεμελιώδη αξιώματα του συστήματος. Έτσι λοιπόν, η απόλυτη λογική κλονίστηκε, καθώς υπάρχουν αλήθειες στον κόσμο τις οποίες απλά δεχόμαστε. 

Η αέναη αναδρομή, που οι άπειρες αιτιακές αλυσίδες δημιουργούν, προφανώς είναι μια διαδικασία χρονολογικά ιεραρχημένη, επομένως έχει να κάνει με την έννοια του χρόνου. Οι αιτίες συμβαίνουν στο 'παρελθόν' ενώ τα αποτελέσματα στο 'μέλλον,' σε σχέση με κάποιο σημείο αναφοράς στο 'παρόν.' Έτσι ενώ το μέλλον γίνεται απρόβλεπτο λόγω ισχυρισμού, το παρελθόν μένει ανερμήνευτο εξορισμού, αφού δεν υπάρχει τέλος ή αρχή, αντίστοιχα. Αν όμως δεν υπάρχει κάποιο σημείο έναρξης, ο χρόνος αποκτά ένα διαφορετικό, 'κυκλικό' περιεχόμενο. Αυτή είναι η περίπτωση ενός άπειρου αιτιακού βρόγχου. Είναι άπειρος, επειδή όλα τα σημεία του αποτελούν ταυτοχρόνως και 'αρχή' και 'τέλος.' Και παρότι συνηθίζεται να ονομάζεται 'αιτιακός,' στην πραγματικότητα ένας ατέρμονος βρόγχος είναι μη αιτιακός, καθώς φαίνεται να παράγεται αυθόρμητα. Ένας ατέρμονος βρόγχος μπορεί να αποτελείται από αέναες αιτιακές αλυσίδες γεγονότων ή να αποτελεί ο ίδιος ένα γεγονός. Σε αυτήν την περίπτωση, τα γεγονότα θα μπορούσαν να 'στέκονται από μόνα τους,' σαν αυταπόδεικτες αλήθειες, όντας ταυτόχρονα αιτίες και αποτελέσματα, με την ίδια έννοια που όλα τα σημεία ενός βρόγχου είναι αιτιακά διττά. 

Αυταναφορά και αδύνατα αντικείμενα

Η έννοια ενός ατέρμονου βρόγχου περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο από τον Douglas Hofstadter στο βιβλίο του, ‘I am a strange loop:’ “Και ωστόσο όταν λέω 'παράξενη στροφή' (strange loop), έχω κάτι διαφορετικό στο μυαλό- μια λιγότερο συμπαγή, μια περισσότερο απατηλή έννοια. Αυτό που εννοώ με μια 'παράξενη στροφή' δεν είναι ένα φυσικό κύκλωμα αλλά ένας ιδεατός βρόγχος που, καθώς τον περιδιαβαίνουμε, υπάρχει ένα πέρασμα από το ένα επίπεδο αφαίρεσης στο άλλο, που μπορεί να γίνει αντιληπτό σαν μια κίνηση προς τα πάνω σε μια ιεραρχία, και παρ' όλα αυτά οι διαδοχικές 'ανοδικές'  στροφές γίνονται πάνω σε έναν κλειστό κύκλο. Δηλαδή, παρά την αίσθηση κάποιου να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από το σημείο που ξεκίνησε, αυτός καταλήγει, προς έκπληξή του, πίσω εκεί ακριβώς που ξεκίνησε. Σε συντομία, μια παράξενη στροφή είναι ένας παράδοξος αναγωγικός ατέρμονος βρόγχος."


Η σκάλα του Penrose είναι μια δισδιάστατη απεικόνιση μιας σκάλας της οποίας τα σκαλοπάτια κάνουν τέσσερα γυρίσματα των 90° καθώς ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν. Σχηματίζουν ωστόσο έναν συνεχή βρόγχο έτσι ώστε κάποιος να συνεχίζει να περπατά πάνω σε αυτά χωρίς ποτέ να φτάνει ψηλότερα.

Τεχνικά, μια παράξενη στροφή είναι ένας ατέρμονος βρόγχος που ονομάζεται συζευγμένης ιεραρχίας συνείδηση (tangled hierarchy consciousness). Οι παράξενοι βρόγχοι περιλαμβάνουν την αυταναφορά και το παράδοξο. Η αυταναφορά σχετίζεται με την νοητική δημιουργία αυτών των βρόγχων, ενώ το παράδοξο έχει να κάνει με ένα γεγονός που με την δημιουργία του ακυρώνει ταυτόχρονα την ύπαρξή του.

Ο ατέρμονος βρόγχος του προηγούμενου παραδείγματος είναι στην πραγματικότητα ένα αδύνατο αντικείμενο. Μπορούμε να πούμε ότι τέτοια αντικείμενα δημιουργούνται κατά τη σύγκρουση ανάμεσα στην ασυνείδητη επαγωγή, που εξετάσαμε προηγουμένως, και τη συνειδητή λογική ανάλυση. Συνήθως υπάρχει κάποιο 'τρικ,' ένα είδος οπτικής ψευδαίσθησης, καθώς ο εγκέφαλος προσπαθεί να ανασκευάσει το αδύνατο αντικείμενο. Στην προηγούμενη εικόνα, ένα σκαλοπάτι θα έπρεπε κανονικά να βρίσκεται πιο κάτω από τα υπόλοιπα, παρότι δεν μπορούμε να διακρίνουμε ποιο είναι αυτό.  Οι οπτικές ψευδαισθήσεις μπορούν να συγκριθούν με τις λογικές αναντιστοιχίες. Στην πραγματικότητα, τα αδύνατα αντικείμενα είναι προϊόντα της λογικής, παρά της αισθητηριακής αντίληψης. Δεν παράγονται από την ασυμφωνία ανάμεσα στον εγκέφαλο και στα μάτια, αλλά από εκείνην ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο. Οπότε το βασικό πρόβλημα βρίσκεται σε επίπεδο συνείδησης.

Ο λογικά αντιφατικός χαρακτήρας των αδύνατων αντικειμένων μπορεί να συνοψιστεί στο γεγονός ότι τα αντικείμενα είναι μεταξύ τους αιτιακά ασύνδετα. Δεν μπορούν να συγκριθούν με κάποιο άλλο 'κοινό' αντικείμενο επειδή δεν ταιριάζουν στη βασική προϋπόθεση να αποτελούν μέρη του όλου. Αποτελούν ολότητες από μόνα τους. Έτσι υπάρχουν ακόμα κι αν είναι επαγωγικά αδύνατα. Οι ατέρμονοι βρόγχοι είναι αδύνατα αντικείμενα. Φαίνονται αδύνατοι επειδή διαθέτουν την ιδιότητα της αυθόρμητης γέννησης. Η δε θεώρηση ότι σταδιακά εξελίσσονται προς ανώτερα επίπεδα ιεραρχίας, ίσως είναι λανθασμένη, όπως άλλωστε αποκλείεται από την ίδια τους τη φύση. Πιθανότερα, θα πρόκειται για κάποιο είδος 'τάσης,' εκφρασμένης αιτιακά σαν μια ισοδύναμη κίνηση στο χώρο- χρόνο. Με άλλα λόγια, η πρόοδος που εμφανίζεται στους ατέρμονους βρόγχους σχετίζεται πάντοτε με συγκεκριμένες ιεραρχικές αναφορές της συνείδησης, οι οποίες επιπλέον λαμβάνουν χώρα αναδρομικά. Για παράδειγμα, η έννοια του χώρου- χρόνου όπως τον ξέρουμε δεν υφίσταται στο αρχικό στάδιο δημιουργίας του βρόγχου. Από την άλλη μεριά, ο χώρος- χρόνος θα πρέπει συμπερασματικά να επεκτείνεται μαζί με την 'επέκταση' του ατέρμονου βρόγχου.


Ένας συμμετρικός ατέρμονος βρόγχος αποτελούμενος από την ευθεία και την ανάδρομη αιτιότητα

Μπορούμε να θεωρήσουμε τους ατέρμονους βρόγχους σαν διττά αντικείμενα αποτελούμενα από τις δύο δυνατές διαδρομές της αιτιότητας, προς τα 'εμπρός' ή προς τα 'πίσω,' όπως φαίνεται στο προηγούμενο σχήμα. Ο τρόπος λοιπόν που βλέπουμε τα πράγματα πρέπει να σχετίζεται περισσότερο με τον τρόπο που τα αντιλαμβανόμαστε παρά με τον τρόπο που αυτά αποτυπώνονται πάνω στα μάτια μας, έστω κι αν τα μάτια μας επιδεικνύουν την ίδια 'αντικατοπτρική' συμπεριφορά, σε ό,τι αφορά το σχηματισμό των εικόνων στον αμφιβληστροειδή  Ο ατέρμονος βρόγχος της προηγούμενης εικόνας έρχεται επομένως να συμφιλιώσει τις δύο 'ροπές.' Θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε ότι αυτός ο βρόγχος είναι που εκφράζει την πλήρη εικόνα του προβλήματος, καλύπτοντας ταυτόχρονα τα ζεύγη των πραγματικών- φανταστικών ειδώλων τα οποία φαίνεται να μεταπηδούν μια από τα μάτια και μια από τη σκέψη μας προς τον έξω κόσμο.


Διάγραμμα Minkowski μιας τύπου I πομπού- δέκτη αλληλεπίδρασης. Ο πομπός παράγει ένα μισού πλάτους καθυστερημένο κύμα Re και ένα μισού πλάτους προχωρημένο κύμα Ae. Ο δέκτης παράγει ένα μισού πλάτους καθυστερημένο κύμα Ra το οποίο ακυρώνει το Re στην περιοχή 3. Επίσης παράγει ένα μισού πλάτους προχωρημένο κύμα Aa που ενισχύει το Re στην περιοχή 2 και ακυρώνει το Ae στην περιοχή 1. Ένας παρατηρητής βλέπει μόνο ένα ολόκληρου πλάτους καθυστερημένο κύμα (Re +  Aa) στην περιοχή 2 να περνά από τον πομπό στο δέκτη. (Οι διάστικτες γραμμές δείχνουν μια 180° αλλαγή φάσης)

Η υλοποίηση ενός τέτοιου συμμετρικού ατέρμονου βρόγχου σε επίπεδο φυσικής είναι η θεωρία απορρόφησης (absorber theory) των Wheeler- Feynman. Πρόκειται για μια προσέγγιση της ηλεκτροδυναμικής που εισήχθηκε το 1945 με σκοπό να προτείνει μια συμμετρική ως προς το χρόνο συνοριακή συνθήκη στις εξισώσεις του Maxwell για τον ηλεκτρομαγνητισμό. Για τον σκοπό αυτό η θεωρία θεωρεί ότι ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα αποτελείται από ένα μισού πλάτους 'καθυστερημένο' κύμα, κι ένα μισού πλάτους 'προχωρημένο' κύμα, τα οποία κύματα είναι χαρακτηριστικά των διαδικασιών εκπομπής και απορρόφησης. 

Σύμφωνα με το προηγούμενο σχήμα, ο δέκτης μπορεί να θεωρηθεί ότι παράγει ένα ακυρωτικό καθυστερημένο κύμα το οποίο βρίσκεται εκτός φάσης (180°) με την προσπίπτουσα ακτινοβολία, έτσι ώστε το προσπίπτον κύμα να 'σταματά' στο δέκτη. Αλλά η συμμετρική ως προς το χρόνο συνοριακή συνθήκη της θεωρίας των Wheeler-Feynman μας λέει ότι η παραγωγή του ακυρωτικού καθυστερημένου κύματος θα έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή ενός προχωρημένου κύματος, το οποίο θα ταξιδέψει μεταφέροντας αρνητική ενέργεια προς τα πίσω στο χώρο και στο χρόνο, μέχρι το σημείο της αρχικής εκπομπής. Αυτό το προχωρημένο κύμα μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα καθυστερημένο κύμα που ταξιδεύει προς την αντίθετη κατεύθυνση και το οποίο θα ενισχύσει το αρχικό καθυστερημένο κύμα, ανάγοντάς το από ένα κύμα με μισό πλάτος σε ένα κύμα με ολόκληρο πλάτος. Όταν το νέο προχωρημένο κύμα 'περάσει' το σημείο της εκπομπής, θα επικαλυφθεί με το μισού πλάτους αρχικό προχωρημένο κύμα και, εξαιτίας της 180° διαφοράς φάσης που επιβάλλει ο δέκτης, θα αναιρέσει αυτό το κύμα πλήρως. Έτσι ένας παρατηρητής δεν θα αντιληφθεί καμία προχωρημένη ακτινοβολία, αλλά θα περιγράψει το γεγονός σαν την εκπομπή ενός καθυστερημένου κύματος με ολόκληρο πλάτος από τον πομπό, που θα ακολουθηθεί από την απορρόφηση αυτού του καθυστερημένου κύματος από το δέκτη κάποια στιγμή μετά. 

Η θεωρία απορρόφησης των Wheeler-Feynman τέθηκε για να εξηγήσει μέσω των προχωρημένων κυμάτων την απώλεια ενέργειας ενός σωματιδίου που εκπέμπει κάποια μορφή ενέργειας. Ένας άλλος τρόπος ερμηνείας είναι να υποτεθεί η αλληλεπίδραση του σωματιδίου με το ίδιο του το πεδίο.  Ενώ δηλαδή, στη δεύτερη περίπτωση έχουμε μια καθαρά αυατανοφορική κατάσταση, όπου ένα αντικείμενο 'αλληλεπιδρά' με τον εαυτό του, στην περίπτωση της θεωρίας απορρόφησης των Wheeler-Feynman έχουμε παραβίαση της αιτιότητας, καθώς τα προχωρημένα κύματα προϋποθέτουν ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο.

Θα μπορούσαν άραγε τα 'προχωρημένα' κύματα της θεωρίας των Wheeler- Feynman να εξηγήσουν τα 'φανταστικά μονοπάτια' που δημιουργεί ο εγκέφαλος προκειμένου να εντοπίσει την πραγματική θέση των αντικειμένων; Μήπως τα μάτια μας εκπέμπουν καθυστερημένα κύματα 'επιβεβαίωσης' προς τα ορατά αντικείμενα τα οποία προηγουμένως έστειλαν προχωρημένα κύματα προς τα μάτια; Πέρα από την οποιαδήποτε πραγματική βάση σε φυσικό επίπεδο αυτού του νοητικού σχήματος, το ζευγάρι πομπού- δέκτη της θεωρίας των Wheeler- Feynman, όπως επίσης και το ζευγάρι πραγματικό αντικείμενο στο φυσικό χώρο- είδωλο του αντικειμένου στον εγκέφαλο αποτελούν ταυτόχρονους ατέρμονους βρόγχους. Τον ίδιο χαρακτήρα έχει και η αυταναφορά, είτε αυτή έχει να κάνει με τη σύγκριση κάποιου πράγματος με τον εαυτό του, ή με τη θεώρηση ενός αντίθετου, φανταστικού εαυτού ενός πράγματος. Επίσης τα αδύνατα αντικείμενα αποκαλύπτουν μια προέκταση των πραγμάτων πέρα από το χώρο και το χρόνο της απλής αιτιότητας. Αν θεωρήσουμε το παρελθόν και το μέλλον ως αποκομμένα από το παρόν, ένα ταξίδι στο χρόνο είναι αδύνατο. Αν όμως θεωρήσουμε το παρόν ως ένα επεκταμένο αντικείμενο το οποίο απλώνει μέσα στο χώρο και στο χρόνο προς το παρελθόν και προς το μέλλον, τότε ένα ταξίδι στο χρόνο αποκτά διαφορετική υπόσταση και νόημα.

Το παράδοξο του ταξιδιού στο χρόνο


Ο κάτω κώνος φωτός αντιστοιχεί στον επίπεδο χώρο. Όλοι οι χρόνοι που περιλαμβάνονται σε αυτόν είναι μεταγενέστεροι. Αντίθετα, ο πάνω κώνος φωτός περιλαμβάνει όχι μόνο ταυτόχρονες τοποθεσίες αλλά και προγενέστερους χρόνους.

Η έννοια της ανάδρομης αιτιότητας δεν προϋποθέτει ένα ταξίδι στο χρόνο, καθώς λαμβάνει χώρα πάντοτε στο παρόν, και γενικότερα έχει να κάνει με μια ιδεατή πορεία της σκέψης. Στην πραγματικότητα, ένα ταξίδι στο χρόνο προϋποθέτει έναν ατέρμονο βρόγχο. Τέτοιοι βρόγχοι μπορούν να συμβούν μέσα σε ένα σύμπαν με κλειστές χρονοειδείς καμπύλες. Μια τέτοια καμπύλη σχηματίζεται από την κοσμική διαδρομή ενός παρατηρητή μέσα στο χώρο- χρόνο, με τρόπο 'κυκλικό' έτσι ώστε ο παρατηρητής να μπορεί να επιστρέψει στο ίδιο του το παρελθόν. Αυτή η πιθανότητα θεωρήθηκε πρώτα από τον Kurt Gödel, ο οποίος ανακάλυψε το 1949 κλειστές χρονοειδείς καμπύλες ως λύση στις εξισώσεις της γενικής σχετικότητας του Einstein και έκτοτε άλλες παρόμοιες λύσεις έχουν βρεθεί.


Ένας κώνος φωτός 

Γενικότερα, μπορούμε να αναπαραστήσουμε γεγονότα που συμβαίνουν στο χώρο- χρόνο με το παραπάνω διάγραμμα Minkowski. Ένας κώνος φωτός σχηματίζεται από την κοσμική διαδρομή του φωτός, καθώς αυτό οδεύει στο χώρο- χρόνο προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάθε επικοινωνία για έναν, ακίνητο στο σύστημα αναφοράς του, παρατηρητή πρέπει να γίνει μέσα στα πλαίσια του κώνου φωτός του αλλιώς θα παραβιαζόταν η αιτιότητα. Έστω τα τέσσερα γεγονότα Α, Β, C και D. Το γεγονός Α βρίσκεται κάτω από τον άξονα x και μέσα στον κώνο φωτός. Επομένως, ο παρατηρητής, ο οποίος βρίσκεται στο 'εδώ και τώρα,'  μπορεί να δει αυτό το γεγονός, το οποίο ανήκει στο παρελθόν του. Το γεγονός Β ανήκει επίσης στο παρελθόν αλλά βρίσκεται έξω από τον κώνο φωτός του παρατηρητή. Επομένως, ο παρατηρητής δεν έχει πρόσβαση σε αυτό το παρελθόν γεγονός. Το γεγονός D βρίσκεται πάνω από τον άξονα x και ανήκει στο μέλλον του παρατηρητή. Καθώς βρίσκεται μέσα στον κώνο φωτός του παρατηρητή, αυτός μπορεί να λάβει γνώση του γεγονότος, κάποια στιγμή στο μέλλον. Αντίθετα το γεγονός C βρίσκεται έξω από τον κώνο φωτός του παρατηρητή, επομένως δεν μπορεί να λάβει γνώση για αυτό το γεγονός ούτε και να το επηρεάσει.

Ένα γνωστό παράδοξο σχετικά με ένα ταξίδι στο χρόνο είναι το λεγόμενο παράδοξο του παππού (grandfather paradox), όπου κάποιος κάνει ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο και σκοτώνει τον ίδιο τον παππού του. Το παράδοξο είναι ότι έτσι καταρρέει ολόκληρη η αιτιακή αλυσίδα που αφορά, τελικά, τη γέννηση αυτού που 'σκότωσε' τον παππού του. Ένα άλλο παράδειγμα είναι να κατασκευάσει κάποιος μια χρονομηχανή και ύστερα να τη χρησιμοποιήσει για να κάνει ένα ταξίδι στο χρόνο για να την καταστρέψει. Σε αυτά και σε όλα τα παρόμοια παραδείγματα είναι ορατή η αυταναφορά, όπου κάποιος δημιουργεί έναν κλειστό βρόγχο για λογαριασμό του, καθώς και η ανάδρομη αιτιότητα, όπου κάποιος γυρίζει 'πίσω' στο χρόνο, παρότι, στην πραγματικότητα το νοερό αυτό 'ταξίδι' γίνεται ενώ ο φυσικός χρόνος ρέει κανονικά.


Το επεκταμένο παρόν αναπαριστάμενο με έναν κύκλο ο οποίος καταλαμβάνει ένα μέρος έξω από τον κώνο φωτός, περιλαμβάνοντας έτσι γεγονότα αιτιακά 'απαγορευμένα.' 

Υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα σε αιτιακά 'παραβιασμένα' και αιτιακά ασύνδετα γεγονότα. Τα γεγονότα B και C, που εξετάσαμε πρωτύτερα στο παράδειγμα με τον κώνο φωτός, είναι αιτιακά ασύνδετα με τον παρατηρητή επειδή δεν μπορεί να έχει γνώση αυτών με κανένα τοπικό μέσο επικοινωνίας (ταχύτητα μικρότερη ή ίση με αυτήν του φωτός). Αν όμως θεωρήσουμε το 'παρόν' όχι ως σημειακό αλλά ως ένα αντικείμενο με κάποια διάσταση, τότε το εδώ- τώρα του παρατηρητή επεκτείνεται μέσα σε μια περιοχή, με τη μορφή ας πούμε κύκλου, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει τα γεγονότα B και C. Ο κύκλος του προηγούμενου σχήματος που αναπαριστά το επεκταμένο παρόν του παρατηρητή είναι ένα αυθαίρετο σχήμα (θα μπορούσε για παράδειγμα να είναι έλλειψη, 'οκτάρι' ή μια ακανόνιστη κλειστή γραμμή), και σχεδιάστηκε δυσανάλογα μεγάλος για λόγους ευκρίνειας. Αυτό ωστόσο που έχει σημασία είναι ότι τώρα τα γεγονότα B and C είναι μεταξύ τους συνδεδεμένα, αν και όχι αιτιακά, με τον παρατηρητή. Χάρη σε αυτήν τη μη τοπική σύνδεση, ο παρατηρητής μπορεί να έχει  κάποια ιδέα αυτών γεγονότων, έστω και αν δεν αποτελέσουν ποτέ φυσικά γεγονότα στο δικό του χώρο και χρόνο.

Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι πώς θα μπορούσε ο κώνος φωτός να παραμορφωθεί ή να 'γύρει' μέσω, λόγου χάρη, ενός ισχυρού βαρυτικού πεδίου ή μιας πολύ μεγάλης επιτάχυνσης του συστήματος αναφοράς του παρατηρητή. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τα γεγονότα B και C θα περιλαμβάνονταν σε κάποιες αιτιακές διαδρομές του παρατηρητή έτσι κι αλλιώς, ενώ ίσως θα γίνονταν αιτιακά απρόσιτα τα άλλα δυο γεγονότα A και B. Μας ενδιαφέρει το συνολικό πλαίσιο στο οποίο τα γεγονότα δεν είναι 'σημεία' στο χώρο- χρόνο, αλλά εκτεταμένα συμβάντα. Με αυτήν την έννοια, οι κλειστές χρονοειδείς καμπύλες αποκτούν ένα εννοιολογικό περιεχόμενο, και ένα ταξίδι στο χρόνο γίνεται θεωρητικά εφικτό. Τα διάφορα γεγονότα συνυπάρχουν μέσα στο επεκταμένο παρόν ως ταυτόχρονες πιθανές καταστάσεις, πριν να δοθεί η οποιαδήποτε αιτιότητα σε αυτά. Έτσι, το ίδιο το επεκταμένο παρόν έχει τα χαρακτηριστικά ενός ατέρμονου βρόγχου, μιας 'χρονομηχανής' η οποία συνεχώς παράγει νέα δυνητικά συμβάντα σε ένα επίπεδο λίγο- πολύ ασυνείδητο, προτού έρθει η συνειδητή τοπολογική και χρονολογική θεώρηση αυτών των συμβάντων.

Κβαντομηχανική και μη τοπικότητα


Το πείραμα του Alain Aspect πάνω στην κβαντική σύζευξη. Η πηγή παράγει ένα ζεύγος συζευγμένων φωτονίων, τα οποία ταξιδεύουν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Κάθε φωτόνιο μπορεί να τροποποιηθεί από έναν πολωτή, που βρίσκεται τοποθετημένος σε κάποιο σημείο της διαδρομής τους. Ο προσανατολισμός του πολωτή μπορεί να γίνει αυθαίρετα από τον παρατηρητή και αφού τα φωτόνια βρίσκονται σε πτήση, με τέτοιον τρόπο ώστε τα φωτόνια να μην προλάβουν να ανταλλάξουν την πληροφορία πριν εντοπιστούν από τους ανιχνευτές. Παρόλα αυτά, όταν ένα φωτόνιο αλλάξει την πόλωση, το άλλο ανιχνεύεται πάντα με την αντίθετη πόλωση, και αυτό ακόμα κι αν η απόσταση μεταξύ των φωτονίων γίνει αυθαίρετα μεγάλη. 

Στην σκέψη της κλασσικής φυσικής επικρατεί ο λεγόμενος ντετερμινισμός. Σύμφωνα με αυτόν, τα πράγματα διαθέτουν προκαθορισμένες ιδιότητες, έτσι ώστε οι κινήσεις τους να μπορούν να προβλεφθούν με αυθαίρετη ακρίβεια. Στον μικρόκοσμο όμως αποδείχθηκε ότι επικρατεί η πιθανοκρατία. Τα μικροσκοπικά αντικείμενα μπορεί να διατηρούν τις ιδιότητές τους αλλά η μέτρηση καθορίζει ποιες ιδιότητες θα παρατηρηθούν. Επίσης οι τιμές που παίρνουν οι παρατηρήσιμες ποσότητες ενός συστήματος καθορίζονται από τη χρονική στιγμή που επιλέγει ο παρατηρητής. Επομένως ένα μικροσκοπικό σύστημα θεωρείται ότι δεν βρίσκεται σε κάποια συγκεκριμένη κατάσταση πριν την παρατήρηση αλλά ότι βρίσκεται σε μια κατάσταση υπέρθεσης. Με το πού γίνει η μέτρηση, τότε μια ποσότητα του συστήματος παίρνει μια συγκεκριμένη τιμή.

Αυτή ωστόσο η πιθανοκρατική θεώρηση των μικροσκοπικών συστημάτων οδήγησε στο εξής παράδοξο: Έστω ένα απομονωμένο σύστημα δυο σωματιδίων. Το ότι είναι απομονωμένο, μας εγγυάται τη διατήρηση της ορμής του συστήματος, έτσι ώστε αν το ένα από τα δύο σωματίδια να έχει, λόγου χάρη, πόλωση 'πάνω,' το άλλο θα έχει απαραίτητα πόλωση 'κάτω.' Τώρα έστω ότι σκόπιμα αλλάζουμε την πόλωση του ενός σωματιδίου. Η πληροφορία αυτής της αλλαγής θα πρέπει να μεταφερθεί στο άλλο σωματίδιο, με ταχύτητα που δεν μπορεί να ξεπεράσει αυτήν του φωτός, έτσι ώστε το άλλο σωματίδιο να διευθετήσει την πόλωσή του αναλόγως. Αν όμως το σύστημα βρίσκεται πριν σε κατάσταση υπέρθεσης, τότε αυτή η μεταβολή θα πρέπει να γίνεται στιγμιαία, εφόσον μπορούμε να αλλάξουμε την πόλωση του ενός σωματιδίου όποτε επιθυμούμε. Αυτό είναι ακριβώς που ο Einstein περιέγραψε και αποκάλεσε 'στοιχειωμένη δράση από απόσταση.' Το παράδοξο αυτό ονομάζεται EPR paradox, και οδήγησε ακριβώς στην πειραματική επαλήθευση της κβαντικής σύζευξης. Ο Einstein δηλαδή πραγματοποίησε τη συνθήκη που ο ίδιος θεώρησε αδύνατη.

Η όλη διαδικασία μοιάζει για άλλη μια φορά αυταναφορική, έχει δηλαδή τα χαρακτηριστικά ενός ατέρμονου βρόγχου, ο οποίος παράγει δυο 'συζευγμένα σωματίδια' και τα διατηρεί συνδεδεμένα με κάποιο είδος μη τοπικής σύνδεσης. Η ίδια η πράξη της παρατήρησης μοιάζει να 'διαλύει' αυτόν το βρόγχο, τη στιγμή που, όπως λέγεται, πραγματοποιείται η κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης του συστήματος. Μόνο που σε αυτήν την κυματοσυνάρτηση η επιλογή του παρατηρητή είναι μια απαραίτητη μεταβλητή. Αυτό ονομάζεται φαινόμενο του παρατηρητή (observer effect), στην κβαντομηχανική. Η 'γάτα του Schrödinger' είναι ένα καλό παράδειγμα: Ο παρατηρητής καθορίζει, ή μεταβάλλει, τις πιθανότητες για το αν η γάτα θα βγει ζωντανή ή όχι από το πείραμά του.

Το χαρακτηριστικό της προηγούμενης περιγραφής είναι ότι η συνείδηση αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της όλης διαδικασίας. Είναι ουσιαστικά αυτή που προκαλεί την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης, είτε το κάνει αυτό συνειδητά ή όχι. Με άλλα λόγια, η συνείδηση μοιάζει να αναδύεται μέσα από τα 'συντρίμμια' της κυματοσυνάρτησης, για να αποδώσει στα αποτελέσματα μια αιτιακά συνεπή σειρά και εξήγηση. Ο ελλοχεύων μηχανισμός της κβαντικής σύζευξης αποτελεί μυστήριο, αλλά η εμπλοκή της συνείδησης στην όλη διαδικασία αποκαλύπτει κάποιος είδος προγενέστερης διεργασίας σε ένα καθαρά ασυνείδητο επίπεδο. Μια συνέπεια της κβαντικής σύζευξης είναι και η κβαντική τηλεμεταφορά. Αυτό το φαινόμενο αποκαλύπτει την προοπτική ότι τα 'δύο σωματίδια' είναι περισσότερο δυο πιθανές καταστάσεις ενός μοναδικού γεγονότος. Η συνείδηση είναι και αυτή ένα τέτοιο επεκταμένο αντικείμενο που 'καταρρέει' στιγμιαία στο εκάστοτε παρόν. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή αρχίζουν τα γεγονότα που θεωρεί να αποκτούν έναν αιτιακό ιεραρχικό χαρακτήρα στα πλαίσια του φυσικού χώρου- χρόνου και σε σχέση με ένα ξεχωριστό γεγονός που η συνείδηση αυθαίρετα επιλέγει ως παρόν.

Η κβαντική σύζευξη αποτελεί χαρακτηριστικό του μικρόκοσμου, ξεκινώντας από στοιχειώδη σωματίδια και φτάνοντας μέχρι την κλίμακα των μορίων και των κρυστάλλων. Θα μπορούσε άραγε να μεταφερθεί στο μακρόκοσμο; Με κάποια έννοια η θεωρία του πολυσύμπαντος (multiverse theory) είναι μια τέτοια μεταφορά. Τα παράλληλα σύμπαντα του πολυσύμπαντος είναι συζευγμένα με την έννοια ότι τη στιγμή της 'αποσύνδεσης' (‘decoherence), όταν καταρρέει η κοινή κυματοσυνάρτηση του παρατηρητή κι ενός παράλληλου σύμπαντος, ο παρατηρητής μπορεί να περάσει στιγμιαία από το δικό του κόσμο στον παράλληλο. Στην πραγματικότητα όλα τα γεγονότα του μικρόκοσμου επανεμφανίζονται στο μακρόκοσμο. Είμαστε μακροσκοπικές οντότητες που αποτελούμαστε από άλλες μικροσκοπικές. Φαίνεται  ότι η πραγματική διάκριση ανάμεσα στο 'μικρό' και στο 'μεγάλο' είναι θέμα 'συμπαγότητας,' δηλαδή συνάφειας ή συνέχειας. Όσο περισσότερο μπορεί ένα αντικείμενο να χωριστεί στα μέρη που το αποτελούν, τόσο πιο 'μεγάλο' αυτό φαίνεται. Αλλά στην πράξη αυτή είναι μια αναλυτική διαδικασία της συνείδησης που δεν έχει τίποτε να κάνει με 'μέγεθος.' Η ίδια η συνείδηση μοιάζει σαν ένα μικροσκοπικό αντικείμενο που μπορεί να μεταβαίνει αυτόματα από έναν τόπο και χρόνο σε έναν άλλο, ενώ, παράλληλα, αποτελεί κι ένα μακροσκοπικό αντικείμενο που απαρτίζεται από όλα τα δυνητικά της γεγονότα, τα οποία, με μια πράξη αυτεπίγνωσης κάνει να 'καταρρεύσουν' ταυτόχρονα, προτού να αρχίσει να τα επεξεργάζεται τοπικά.

Με αυτόν τον τρόπο η συνείδηση εξελίσσεται φυσικά σε μια βήμα προς βήμα αιτιακά περιγραφόμενη διαδικασία. Ωστόσο η καταγωγή της βρίσκεται σε έναν άλλο κόσμο όπου κυριαρχεί ο αυθορμητισμός. Ο ελλοχεύων μηχανισμός του συνειδητού βρίσκεται στο ασυνείδητο. Εκεί η ασυνείδητη επαγωγή εγείρει τη δυνατότητα μη τοπικών συνδέσεων μεταξύ 'μικροσκοπικών' γεγονότων, τα οποία μεταφέρονται στο καθημερινό 'μακρόκοσμο' μέσα από τα κανάλια της αιτιότητας. Η αιτιακή διαίρεση των γεγονότων σε 'μικρά' και 'μεγάλα' ή 'παλιά' και 'νέα' γίνεται αναδρομικά και σε μια 'καθυστερημένη' φάση. Η συνείδησή μας απλώνεται στον επεκταμένο παρόν, διευθετώντας ιεραρχικά τα γεγονότα σύμφωνα με πρωταρχικές συνθήκες, αναγνωρίζοντας έτσι ένα 'παρελθόν' και ένα 'μέλλον,' σε σχέση πάντα με ένα γεγονός που επιλέγει ως 'παρόν.' Αλλά το εκάστοτε παρόν στην πράξη είναι μια συνθήκη του παρελθόντος ή του μέλλοντος σε μια άπειρη αιτιακή αλυσίδα που, όποια στιγμή κι αν θεωρηθεί, βρίσκεται στο 'παρόν.' Είναι αυτού του είδους η σύνδεση, που στην πραγματικότητα είναι αυταναφορική, η οποία υποδεικνύει ότι το παρελθόν ή το μέλλον δεν μπορούν να 'αλληλεπιδράσουν' ακαριαία από απόσταση με ένα σημειακό 'εδώ και τώρα,' εκτός κι αν βρίσκονται, σε ένα αρχικό τουλάχιστον στάδιο, σε μια δυνητική, 'υπερτιθέμενη,' κατάσταση, και στα πλαίσια του επεκταμένου παρόντος. 

Ολογράμματα και η ολογραφική αρχή 


Παράγοντας ένα ολόγραμμα 

Ο μη τοπικός χαρακτήρας των φαινομένων σε ένα πρωταρχικό, ελλοχεύον και ασυνείδητο επίπεδο προϋποθέτει διαδικασίες αυθόρμητες, οι οποίες παρακάμπτουν την αιτιότητα και το φυσικό χώρο- χρόνο και εκφράζονται  διαμοιρασμένα  ταυτόχρονα και ισοδύναμα κατά τη στιγμή που η κυματοσυνάρτησή τους καταρρέει. Η μη τοπικότητα είναι ένα οικείο γνώρισμα του μικρόκοσμου, αν και μπορούν να μεταφερθεί στο μακρόκοσμο, κάτω βεβαίως από τους περιορισμούς της αιτιότητας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το οποίο εξετάσαμε προηγουμένως, είναι η όραση. Αν το φως από τα διάφορα αντικείμενα διασκορπιζόταν στο χώρο, ύστερα από την ανάκλασή του πάνω σε αυτά, τότε τα μάτια θα συνέθεταν μια τελείως ακαθόριστη εικόνα του κόσμου, όπου τα διάφορα αντικείμενα θα φαίνονταν συγκεχυμένα, ή οι εικόνες τους θα αναμιγνύονταν με τις εικόνες άλλων αντικειμένων, σε μια κατάσταση υπέρθεσης. Η υπόθεση της ασυνείδητης επαγωγής, την οποία επίσης εξετάσαμε προηγουμένως, αν και ερμηνεύει σε ένα γενικό πλαίσιο την ικανότητα του εγκεφάλου να ανασυνθέτει πρωτογενή και αλληλοσυνδεόμενα δεδομένα, δεν εξηγεί την κατάσταση στην οποία τα γεγονότα βρίσκονται μέσα στο χώρο. Η δυνατότητα της αυθόρμητης και ταυτόχρονης αφομοίωσης δεδομένων του ασυνείδητου, δείχνει ένα είδος συντονισμού του ασυνείδητου με τις υπερτιθέμενες φυσικές καταστάσεις του περιβάλλοντος. Η λειτουργία επίσης της ασυνείδητης επαγωγής υπονοεί μια διαδικασία ανασύνθεσης του όλου από τα αλληλοδιαπερνώμενα επιμέρους τμήματα, καθώς και μια ολιστική προοπτική μέσω της οποίας εκφράζονται οι αυθόρμητες διαδικασίες, οι συμμετρίες και τα φαινόμενα ταυτοχρονισμού στη φύση.

Ένα αντικείμενο που διαθέτει αυτήν την ιδιότητα να περιέχει το όλο στα επιμέρους τμήματα είναι το ολόγραμμα. Όπως φαίνεται στην παραπάνω εικόνα, για να σχηματιστεί το ολόγραμμα χρειάζονται δυο δέσμες laser, μία που καταλήγει στο φιλμ καταγραφής κατευθείαν από το αντικείμενο, και άλλη μία η οποία καταλήγει στο φιλμ ύστερα από ανάκλαση. Ο λόγος για αυτό είναι να σχηματιστούν από τις δύο ακτίνες σχέδια συμβολής, τα οποία εμπεριέχουν την πληροφορία του αντικειμένου σε κάθε τμήμα τους. Όταν το ολογραφικό φιλμ φωτιστεί, η εικόνα του αντικειμένου ανασυνθέτεται τρισδιάστατα μέσα στο χώρο. Η ολογραφία στην πραγματικότητα δεν είναι μια αυθόρμητη διαδικασία, καθώς προϋποθέτει ιδιαίτερες συνθήκες, οι οποίες, εκτός από την ύπαρξη δύο δεσμών laser, περιλαμβάνουν έναν σκοτεινό χώρο για την εμφάνιση του ολογράμματος, φωτογραφικά φιλμ  και φωτισμό των φιλμ με laser ίδιου μήκους κύματος με το αρχικό. Ωστόσο, η βασική αρχή στην οποία η ολογραφία στηρίζεται είναι εντυπωσιακά απλή: "Το όλο περιέχεται στα επιμέρους."

Το γεγονός ότι ο εγκέφαλος λειτουργεί ολογραφικά διαπιστώθηκε από τον Karl Pribram, ο οποίος διατύπωσε την ολονομική θεωρία του εγκεφάλου. Αυτός ο ερευνητής παρατήρησε ότι ποντίκια από τα οποία είχαν αφαιρεθεί τμήματα του εγκεφάλου τους δεν ξεχνούσαν να εκτελούν σύνθετες λειτουργίες, που θα απαιτούσαν τη συνεργασία διαφορετικών περιοχών του εγκεφάλου τους. Θεώρησε επίσης ότι ο αμφιβληστροειδής χιτώνας έχει τα χαρακτηριστικά μιας ολογραφικής επιφάνειας, στην οποία καταγράφονται οι πληροφορίες του περιβάλλοντος με τέτοιον τρόπο ώστε στη συνέχεια να ανασυντεθούν οι εικόνες των ξεχωριστών και ολόκληρων αντικειμένων από τον εγκέφαλο. Επίσης οι αντίστοιχοι μύες και τα οπτικά νεύρα ανταποκρίνονται με ανάλογες συσπάσεις στην όλη διαδικασία. 


Μια συνολική περιγραφή του φαινομένου διατυπώθηκε σε φυσικό επίπεδο από τον David Bohm, ο οποίος χρησιμοποίησε την έννοια του ολογράμματος ως μέσο για την περιγραφή μιας 'ελλοχεύουσας τάξης' (implicate order), που βρίσκεται σε ένα βαθύτερο επίπεδο της πραγματικότητας, και η οποία εκφράζεται, ή γίνεται 'εκπεφρασμένη' (explicate), κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, όπως, για παράδειγμα, είναι η πράξη της παρατήρησης. Στο βιβλίο του ‘Wholeness and the implicate order,’ ο Bohm εξηγεί, "Υπάρχει ο πυρήνας μιας νέας έννοιας τάξης εδώ. Αυτή η τάξη δεν μπορεί να γίνει κατανοητή σαν μια κανονική διευθέτηση των πραγμάτων ή των γεγονότων. Ανταυτού, μια πλήρης τάξη περιλαμβάνεται, με κάποια ελλοχεύουσα έννοια, σε κάθε περιοχή του χώρου και του χρόνου." Θέλησε επίσης να σκεφτούμε τη δυνατότητα ότι "οι φυσικοί νόμοι πρέπει πρώτιστα να αναφέρονται σε μια τάξη αδιαίρετης ολότητας σε ένα περιγραφικό πλαίσιο παρόμοιο με εκείνο ενός ολογράμματος, παρά σε μια τάξη ανάλυσης ενός τέτοιου περιεχομένου σε χωριστά μέρη." 

Ο προηγούμενος συλλογισμός μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητός με την παραπάνω εικόνα, η οποία είναι από το ίδιο βιβλίο του Bohm. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε μια δεξαμενή με νερό, και ότι μέσα σε αυτήν τη δεξαμενή κολυμπά ένα ψάρι. Τα τοιχώματά της είναι διάφανα, και δυο κάμερες είναι τοποθετημένες να παρακολουθούν το ψάρι στη δεξαμενή, από διαφορετικές γωνίες, και με τέτοιον τρόπο ώστε οι εικόνες τους να προβάλλονται σε δυο οθόνες τοποθετημένες σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο. Τώρα, ένας παρατηρητής τοποθετημένος σε εκείνο το ξεχωριστό δωμάτιο, κοιτώντας τις δύο οθόνες, θα θεωρήσει ότι υπάρχουν δύο ψάρια που κολυμπούν μέσα στη δεξαμενή. Μόνον αν έβλεπε τη δεξαμενή στο άλλο δωμάτιο θα συνειδητοποιούσε την πλάνη του. 

Είναι ο διαχωρισμός στο χώρο- χρόνο μια ψευδαίσθηση; Η συνείδηση είναι πράγματι υπεύθυνη για την αιτιακή διαίρεση των γεγονότων, θεωρώντας το ένα 'παρελθόν' και το άλλο 'μέλλον', ενώ παράλληλα δεν μπορεί να αντιληφθεί δυο γεγονότα ταυτόχρονα στο παρόν. Αν θα μπορούσε, τότε θα είχε την πλήρη συναίσθηση του επεκταμένου παρόντος, στο πλαίσιο του οποίου τα γεγονότα συνυπάρχουν ταυτόχρονα σε μια δυνητική, ελλοχεύουσα και ασυνείδητη κατάσταση υπέρθεσης. Μπορεί όμως έμμεσα να συνειδητοποιήσει τον ταυτοχρονισμό και την ολότητα των πραγμάτων, αναγνωρίζοντας τη συνολική εικόνα της πραγματικότητας μέσα από τη θεώρηση των τμημάτων που την αποτελούν.

Η γενίκευση αυτής της διαπίστωσης εκφράζεται σε φυσικό επίπεδο μέσα από την ολογραφική αρχή. Αυτή η αρχή αναπτύχθηκε μέσα από την κβαντική βαρύτητα σε μια προσπάθεια ερμηνείας του λεγόμενου παραδόξου της πληροφορίας σε μια μαύρη τρύπα. Καθώς η μαύρη τρύπα κυριολεκτικά καταπίνει κάθε είδους πληροφορία, είτε σε μορφή ύλης ή ενέργειας, θα αναμενόταν να παραβιάζεται η αρχή διατήρησης της πληροφορίας. Ωστόσο, ο Gerard ‘t Hooft αναλύοντας το παράδοξο βρήκε έναν τρόπο ώστε τα εισερχόμενα στον ορίζοντα συμβάντος της μαύρης τρύπας σωματίδια να αλληλεπιδρούν με τα εξερχόμενα σωματίδια. Με άλλα λόγια, το ισχυρό βαρυτικό πεδίο της μαύρης τρύπας θα μπορούσε να παραμορφώνει τον ορίζοντα συμβάντος με τέτοιον τρόπο ώστε αυτή η παραμόρφωση να εξηγείται με όρους ζευγών εισερχόμενων και εξερχόμενων, προς και από τον ορίζοντα συμβάντος, σωματίδια. Ο Leonard Susskind στη συνέχεια θεώρησε ότι οι ταλαντώσεις του ορίζοντα συμβάντος αντιστοιχούν σε μια πλήρη συμμετρική περιγραφή των ταλαντώσεων των εισερχόμενων και εξερχόμενων σωματιδίων, με τον ίδιο τρόπο που ανασυντίθεται η πληροφορία από μια ολογραφική επιφάνεια.

Μπορούμε τώρα να δώσουμε έναν περιεκτικό ορισμό της ολογραφικής αρχής: "Η ολική πληροφορία που περιέχεται σε ένα χώρο, αντιστοιχεί σε μια ίσης ποσότητας πληροφορία που περιέχεται στα σύνορα αυτού του χώρου." Για παράδειγμα, όλες οι πληροφορίες που βρίσκονται μέσα σε ένα δωμάτιο αντιστοιχούν σε πληροφορίες αποθηκευμένες στα τοιχώματα του δωματίου, στους τοίχους, στο πάτωμα και στο ταβάνι. Αυτή η εξάρτηση της πληροφορίας από την περιβάλλουσα επιφάνεια και όχι από τον όγκο είναι η ειδοποιός διαφορά. Όπως λέει ο Brian Greene, "Η ολογραφική αρχή δίνει την προοπτική πως όλες οι γνώσεις και οι εμπειρίες μας μπορούν να περιγραφούν ισοδύναμα από συμμετρικές διαδικασίες που συμβαίνουν εκατέρωθεν ενός λεπτού και απομακρυσμένου 'μανδύα.' Μας λέει πως αν κατανοήσουμε τους νόμους της φυσικής σε εκείνη την απομακρυσμένη επιφάνεια, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τα φαινόμενα εκεί συνδέονται με την εμπειρία μας εδώ, τότε θα έχουν συλλάβει όλα όσα έχουν να κάνουν με την πραγματικότητα." 

Πού άραγε μπορούμε να εντοπίσουμε μια τέτοια επιφάνεια; Στην πραγματικότητα, κάθε επιφάνεια που περατώνει έναν όγκο θα έχει αυτήν την ιδιότητα. Ο ορίζοντας συμβάντος του ίδιου του σύμπαντος αποτελεί μια επιφάνεια πάνω στην οποία θα είναι καταγεγραμμένη όλη η ιστορία του. Η συνείδηση έχει ολογραφικά χαρακτηριστικά, καθώς όλα τα γεγονότα του σύμπαντός της αναπαρίστανται στο 'εσωτερικό' της, πάνω στην επιφάνεια της μνήμης, συνειδητά ή ασυνείδητα. Φαίνεται σαν να ζούμε ταυτόχρονα 'μέσα' και 'έξω,' εκατέρωθεν ενός ορίζοντα συμβάντος που αποτελεί τα όρια μιας επεκταμένης μοναδικότητας. Και όπως το φως υπόκειται στον περιορισμό της ταχύτητας του φωτός, έτσι και η συνείδηση περιορίζεται από την επιλεκτική παρατήρηση. Οπότε η συνείδηση διαθέτει τον δικό της ορίζοντα συμβάντος, ο οποίος ταυτίζεται με τα όρια ενός ατέρμονου βρόγχου. Το επεκταμένο παρόν μοιάζει επίσης με έναν ατέρμονο βρόγχο, όπου ζεύγη χρονοειδών γεγονότων, 'εισέρχονται' και 'εξέρχονται' προς και από τον ορίζοντα συμβάντος του. Έτσι, το πραγματικό του μέγεθος δεν καθορίζεται ουσιαστικά από την χωροχρονική απόσταση, η οποία έχει να κάνει με δευτερογενείς αιτιακές θεωρήσεις της συνείδησης, αλλά από πρωτογενείς, χρονοειδείς συνθήκες, οι οποίες συμβαίνουν μη τοπικά, αυθόρμητα και ταυτόχρονα σε όλη την επικράτειά του και σε κάθε σημείο.

Το επεκταμένο παρόν

Είδαμε στην προηγούμενη συζήτηση ότι ο κόσμος δεν υπάρχει ανεξάρτητα σαν ένα εξωτερικό και ξένο αντικείμενο, αλλά διαμορφώνεται συνέχεια μέσω της συνειδητής παρέμβασης. Αυτό απαιτεί η συμμετοχική αρχή, έτσι ώστε οι ιδιότητες των πραγμάτων εξαρτώνται πάντοτε από την ελεύθερη βούληση του παρατηρητή, η οποία καθορίζει τι πρόκειται να μετρηθεί σε μια πειραματική διαδικασία. Η συνείδηση βεβαίως ξεκινάει από ένα πρώτο, ασυνείδητο και αυθόρμητο επίπεδο λειτουργίας, όπου τα διάφορα γεγονότα της υπάρχουν ταυτόχρονα και ισοδύναμα. Ωστόσο, σε ένα επόμενο στάδιο, η συνείδηση είναι αυτή που επιλέγει κάποιο γεγονός έναντι κάποιου άλλου, αποδίδοντας έτσι σε αυτό τον τοπικό και χρονικό χαρακτήρα του. Πριν από αυτήν τη συνειδητή πράξη χρονολογικού καθορισμού, κάθε γεγονός είναι δυνητικό. Ακόμα κι αν ένα γεγονός είναι 'ιστορικό,' η συνείδηση το θεωρεί πάντα στο παρόν, έτσι ώστε το γεγονός σταδιακά 'στρεβλώνεται' από άλλα σύγχρονα γεγονότα, όπως σκέψεις και συναισθήματα, ή κοινωνικές τάσεις και πολιτικές νέες απόψεις. Το επεκταμένο παρόν είναι ο φυσικός χώρος της συνείδησης, όπου όλες αυτές οι τάσεις και στάσεις λαμβάνουν χώρα, ενώ τα γεγονότα διαρκώς αναθεωρούνται και ξανατακτοποιούνται, σε σχέση με το χώρο και το χρόνο.  Ας το σκεφτούμε για λίγο: Ακόμα και το πιο αναμφισβήτητο γεγονός δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κοινώς αποδεκτή αλήθεια σχετικά με κάποιο περιστατικό που ποτέ δεν πρόκειται να ξαναγεννηθεί. Σε ό,τι αφορά το μέλλον, ο προηγούμενος συλλογισμός είναι εύκολο να υποστηριχθεί. Το μέλλον είναι δυνητικό έτσι κι αλλιώς, οπότε δεν έχει νόημα να μιλάμε για την όποια αναβίωσή του. Αλλά, στο πλαίσιο του επεκταμένου παρόντος, το μέλλον και το παρελθόν είναι εξίσου υποθετικά, και ο ατέρμονος βρόγχος που περικλείει και τα δύο γεγονότα είναι, λίγο- πολύ ταυτόχρονος. Οπότε και τα δυο γεγονότα σε ένα πρωταρχικό επίπεδο είναι ισοδύναμα και αμφίδρομα. Αυτό, προτού κάποιος 'ρίξει' το βέλος του χρόνου προς το ένα γεγονός ή το άλλο.

Εδώ πλέον θα συνοψίσουμε και θα θέσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που ονομάσαμε επεκταμένο παρόν:

  • Τα γεγονότα δεν είναι σημειακά 


Στη θεωρία χορδών, τα σωματίδια δεν είναι σημειακά αλλά εκτεταμένα αντικείμενα αποτελούμενα από χορδές. 

Στην κλασσική φυσική η έννοια της σημειακής μάζας είναι μια εξιδανίκευση χρήσιμη στην απλοποίηση των υπολογισμών. Έτσι το ίδιο το αντικείμενο αγνοείται, και ανταυτού η προσοχή στρέφεται στις αλληλεπιδράσεις του με άλλα τέτοια σημειακά αντικείμενα. Ωστόσο, αν τα αντικείμενα ήταν σημειακά, καμία αλληλεπίδραση δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα. Για παράδειγμα, η βαρύτητα, η οποία υπακούει έναν νόμο αντιστρόφου τετραγώνου, θα ήταν άπειρη στην περίπτωση σημειακών αντικειμένων σε επαφή. Επιπλέον, ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι οι ιδιότητες ενός σώματος μπορούν να συγκεντρωθούν σε ένα σημείο, στο λεγόμενο κέντρο μάζας του, η κίνησή του, όταν ο χώρος- χρόνος ληφθεί υπόψη, διαγράφει επιφάνειες και όγκους, έτσι ώστε τα αποτελέσματα πάνω στο χώρο- χρόνο καθώς και σε άλλα αντικείμενα είναι εκτεταμένα, πραγματικά  γεγονότα. 

Στην πράξη, τα αντικείμενα επηρεάζουν το χώρο- χρόνο. Τον παραμορφώνουν, με κάποια έννοια, και επιβεβαιώνουν την ύπαρξή του με την κίνησή τους ή ακόμα με την απλή φυσική τους παρουσία. Χωρίς 'πράγματα' ο χώρος- χρόνος θα ήταν ένα απόλυτο κενό, σχετικό με το τίποτε. Τα ίδια τα αντικείμενα είναι γεγονότα τα οποία περιέχουν χώρο- χρόνο. Επομένως έχουν διαστάσεις. Και όπως έχουν 'μπρος' και 'πίσω' ή 'πάνω' και 'κάτω,' έτσι έχουν επίσης 'πριν' και 'μετά,' σε σχέση με ένα άλλο γεγονός το οποίο κατέχει μια προνομιούχα θέση σε αυτό που αποκαλούμε 'παρόν.' Αλλά με τη σειρά του το παρόν είναι το ίδιο ένα αντικείμενο, οπότε δεν μπορεί να είναι αδιάστατο. Επίσης κατέχει και διαμορφώνει το χώρο- χρόνο. Αυτό είναι το νόημα του επεκταμένου παρόντος: Έχει διαστάσεις και όρια, οπότε περιέχει το 'παρελθόν' και το 'μέλλον' στο παρόν. 

Είναι άραγε το 'παρελθόν' και το 'μέλλον,' σύμφωνα με το περιεχόμενο του επεκταμένου παρόντος, διαφορετικά από ό,τι συνήθως αναφερόμαστε; Θεωρούμε το παρελθόν και το μέλλον ως γεγονότα διακριτά από το παρόν αλλά στην πράξη τα θεωρούμε πάντα στο παρόν. Πηγαίνουμε 'πίσω' και 'μπροστά' στο χρόνο από το παρόν προς το παρελθόν ή το μέλλον, για να ανακαλύψουμε ή να φανταστούμε γεγονότα που σχετίζονται με προσωπικές ή συλλογικές μνήμες και προσδοκίες. Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα γεγονότα είναι υποθετικά τόσο υποκειμενικά όσο και αντικειμενικά. Πρόκειται για μια 'εικόνα' που προτάσσεται στο παρόν, ενώ το 'πραγματικό' γεγονός συμβαίνει πάντοτε σε κάποιον 'άλλο' χρόνο. Ακόμα και το παρόν, αν θεωρηθεί σημειακό, γίνεται μια απατηλή 'κουκίδα' στη συνείδηση, που γρήγορα διαδέχεται από παρόμοιες, στιγμιαίες 'τωρινές στιγμές.' Αλλά η συνείδηση στην πράξη δεν χάνεται σε αυτήν την ατέλειωτη διαδοχή σημειακών παροντικών στιγμών. Αντίθετα,  φαίνεται ότι η συνείδηση έχει επίγνωση του πλήρους μήκους της αλυσίδας. Για αυτό η συνείδηση έχει τις ιδιότητες ενός ατέρμονου βρόγχου. Περιέχει την αέναη αλυσίδα των στιγμών της, και, κυριολεκτικά, την καμπυλώνει με τέτοιον τρόπο ώστε να σχηματίσει τον ατέρμονο βρόγχο  του επεκταμένου της παρόντος. Η συνείδηση μπορεί όχι μόνο να κυκλώνει το χώρο- χρόνο της ύπαρξής της, αλλά επίσης μπορεί εύκολα να αναγνωρίσει την επεκταμένη της ύπαρξη που απλώνεται σε όλη την κλίμακα του χρόνου. Με κάθε τρόπο, κάθε γεγονός που η συνείδηση θεωρεί γίνεται μια αναπαράσταση στο παρόν ενός άλλου χρόνου, έτσι ώστε στην πράξη δεν υπάρχει καμία συνεκτική έννοια του 'παρελθόντος' ή του 'μέλλοντος,' παρά μόνο η ζωντανή τους αναπαράσταση στη σκηνή του επεκταμένου παρόντος. Η συνείδηση δεν αποτελείται από μια χρονική αλυσίδα σημείων τωρινών στιγμών που φθίνουν το ένα μετά το άλλο. Αντίθετα, όλα τα σημεία μπορούν να θεωρηθούν σε κάποιον χρόνο, στο παρελθόν ή στο μέλλον, 'φωτεινότερα' ή 'αμυδρότερα,' αλλά πάντοτε στο παρόν. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά. 

  • Όλα τα γεγονότα θεωρούνται στο παρόν 



Γκαουσιανή 'κυματοσυνάρτηση' που αναπαριστά την έννοια του επεκταμένου παρόντος: Ένα γεγονός απλώνει στο χώρο- χρόνο, από την κορυφή της καμπύλης, στο παρόν, προς το άπειρο. Στα άκρα της κατανομής, το γεγονός θεωρείται είτε ως σαν- παρελθόν ή σαν- μέλλον. Η αντίληψη για το γεγονός μπορεί να εστιαστεί οπουδήποτε κατά μήκος της χωρο- χρονικής κατανομής, έτσι ώστε όταν η κυματοσυνάρτηση 'καταρρέει' στο παρόν, τα διάφορα 'στιγμιότυπα' του γεγονότος περιγράφουν διαδοχικές χρονικές στιγμές. Η ίδια κατανομή μπορεί επίσης να αναπαραστήσει ένα σύνολο γεγονότων, καθένα κατανεμημένο στο χώρο- χρόνο, μέσα στο πλαίσιο του επεκταμένου παρόντος. Σε αυτήν την περίπτωση, 'πρόσφατα' γεγονότα καταλαμβάνουν το χώρο κοντά στην κορυφή της κατανομής, ενώ τα 'απόμακρα' γεγονότα βρίσκονται στα όριά της. 

Όποιες κι αν είναι οι απόψεις σχετικά με την ιστορία ή σχετικά με την προσωπική μας ζωή, όλες οι θεωρήσεις και αναπολήσεις γίνονται στο παρόν. Ακόμα κι όταν έχουμε να κάνουμε με παρελθόντα ή μέλλοντα γεγονότα, τα αναπαράγουμε στην τωρινή κατάσταση της συνείδησής μας, σαν να συνέβαιναν 'εδώ και τώρα.' Αυτό είναι ένα απλό και αναπόδραστο συμπέρασμα σχετικά με το επεκταμένο παρόν μας. Το επεκταμένο παρόν δεν περιέχει 'πραγματικά' παρελθόντα ή μέλλοντα γεγονότα, αλλά γεγονότα που μπορούν να θεωρηθούν 'σαν-παρελθόντα' και 'σαν-μέλλοντα,' αντίστοιχα. Η ύπαρξη του 'παρελθόντος' ή του 'μέλλοντός' μας είναι μόνο μια υπόθεση που κάνουμε σχετικά με ένα γεγονός διαποτισμένο από την τωρινή μας κατάσταση. Δεν ταξιδεύουμε στα αλήθεια στο 'παρελθόν,' όταν αναπολούμε πράγματα, ούτε επισκεπτόμαστε φυσικά το 'μέλλον,' όταν το αναλογιζόμαστε. Αλλά υποθέτουμε πώς μπορεί να είναι το μέλλον ή θυμόμαστε περασμένα γεγονότα, από το παρόν. Έτσι το παρελθόν και το μέλλον βρίσκονται μέσα στα όρια του επεκταμένου παρόντος, στην κυριολεξία. Από την άλλη πλευρά, τα γεγονότα είναι εκτεταμένα αντικείμενα, 'γεμάτα' χώρο- χρόνο τον οποίο μπορούν να προσδιορίζουν και να αλλάζουν. Οπότε μπορούμε να πούμε ότι ένα γεγονός επιδεικνύει μια 'σαν- παρελθοντική' ή 'σαν- μελλοντική' συμπεριφορά μέσα στο πλαίσιο του επεκταμένου παρόντος. Αυτό το μεταβαλλόμενο χρονικό χαρακτηριστικό των γεγονότων μπορεί να υπόκειται σε παράλληλους συλλογισμούς στο παρόν, αλλά ταυτόχρονα το ίδιο γεγονός παραμένει χρονικά ανεμπόδιστο, εκτεινόμενο στο άπειρο.

Μια Γκαουσιανή συνάρτηση, σαν αυτή στην προηγούμενη εικόνα, μπορεί να περιγράψει με έναν γραφικό τρόπο το είδος της χωρικής και χρονικής επέκτασης που προαναφέραμε. Η κορυφή αντιστοιχεί στο παρόν, ένα γεγονός με τη μέγιστη 'ένταση.' Αυτό είναι επίσης το πιο πιθανό γεγονός, σε σχέση με το παρόν. Η πιθανότητα σταδιακά μειώνεται αλλά ποτέ δεν γίνεται μηδενική. Αυτό σημαίνει ότι τα σαν- παρελθοντικά ή σαν- μελλοντικά χαρακτηριστικά ενός γεγονότος απλώνονται στο άπειρο, ακόμα κι αν το γεγονός λαμβάνει χώρα στο παρόν. Αν ταυτίσουμε την πιθανότητα με την ένταση, τότε ένα γεγονός γίνεται σταδιακά αμυδρότερο, συμμετρικά ως προς την κορυφή, προς τα όρια της κατανομής. Όταν η συνείδηση αναλογίζεται γεγονότα, αυτά αποκτούν το μέγιστο βαθμό έντασης, στο παρόν, ενώ τα παρελθοντικά ή τα μελλοντικά είναι αχνά στην αντίληψη, σαν η συνείδηση να τα θεωρεί 'υπό γωνία.' Όσο αμυδρότερο ένα γεγονός εμφανίζεται στη συνείδηση, τόσο πιο απομακρυσμένο θεωρείται στο παρελθόν ή στο μέλλον. Αλλά όταν η συνείδηση επιλέγει ένα γεγονός από το παρελθόν ή από το μέλλον για να το αναθεωρήσει, τότε αυτό το γεγονός εκ νέου διαποτίζεται με το 'φως της συνείδησης.' Ωστόσο, ενώ το γεγονός εξετάζεται στο παρόν, δεν θεωρείται να ανήκει στο παρόν. Για αυτό λέμε ότι ανήκει στο 'σαν- παρελθόν' ή στο 'σαν- μέλλον.' 

Ένα ιδιαίτερο και εξίσου εκπληκτικό χαρακτηριστικό της κυματοσυνάρτησης είναι ότι 'καταρρέει' ταυτόχρονα και παντού. Αυτό σημαίνει ότι σε μια κατανομή γεγονότων η κυματοσυνάρτηση των γεγονότων καταρρέει με τέτοιον τρόπο ώστε τα γεγονότα να εμφανιστούν μη τοπικά κατανεμημένα στο χώρο- χρόνο.  Η συνείδηση θα σαρώσει αναδρομικά τα γεγονότα προκειμένου να τους αποδώσει κάποια τοπική ή χρονική ιδιότητα. Μπορεί άραγε η συνείδηση να κάνει την κυματοσυνάρτηση να καταρρεύσει; Κβαντομηχανικά, η απάντηση είναι ναι. Γενικότερα, εφόσον τα γεγονότα παρατηρούνται και θεωρούνται από τη συνείδηση στο παρόν, μπορούμε να πούμε ότι η συνείδηση αναγκάζει κατανομές γεγονότων να καταρρέουν συνέχεια. Οπότε αυτός φαίνεται ότι είναι ο συνήθης τρόπος λειτουργίας της συνείδησης. Αλλά καθώς δεν μπορούμε να θεωρήσουμε περισσότερα από ένα γεγονότα τη φορά, η συνείδηση πρέπει να επιλέξει ποιο γεγονός αντιστοιχεί στο παρόν, έτσι ώστε τα υπόλοιπα γεγονότα τη κατανομής θα διαμοιραστούν στο 'παρελθόν' ή στο 'μέλλον.'

Το ίδιο ισχύει για ένα μόνο γεγονός. Αν το θεωρήσουμε σαν την κατανομή ενός εκτεταμένου αντικειμένου, τότε, με το πού η συνείδηση προκαλέσει την κατάρρευση της κατανομής του γεγονότος, τα μέρη του θα διαμοιραστούν στο χώρο- χρόνο, σύμφωνα με έναν μηχανισμό αιτιακής επιλογής που η συνείδηση θα εφαρμόσει από το παρόν. Η ίδια η συνείδηση μπορεί να θεωρηθεί ως ένα επεκταμένο αντικείμενο που να απαρτίζεται από τοπικά και χρονικά κατανεμημένα γεγονότα. Ενώ η συνείδηση ανάγει ένα από αυτά τα γεγονότα στη θέση του παρόντος, αναβαθμίζει παράλληλα τα υπόλοιπα, 'θυμούμενη' το παρελθόν και 'φανταζόμενη' το μέλλον. Αυτή η περιγραφή δεν είναι αντίθετη ή άσχετη με την ιδέα που έχουμε για το χώρο- χρόνο, καθώς μπορούμε να θεωρήσουμε το επεκταμένο παρόν σαν μια συλλογή γεγονότων που καταρρέουν ταυτόχρονα τη στιγμή της συνειδητής παρατήρησης, οπότε κάθε γεγονός αποκτά έναν διαφορετικό βαθμό έντασης και σημασίας. Όσο λιγότερο έντονο θεωρείται ένα γεγονός από τη συνείδηση, τόσο περισσότερο απομακρύνεται στα όρια του χρόνου, ενώ το πιο έντονο από όλα γεγονός θα σταθεί στο παρόν. Η στιγμιαία και ταυτόχρονη κατάρρευση της κατανομής μάς εγγυάται ότι όλα συνέβησαν σε μια χρονική στιγμή η οποία δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από το παρόν. Αλλά όλα τα υπόλοιπα γεγονότα καταρρέουν την ίδια χρονική στιγμή επίσης. Οπότε δεν ανήκουν πραγματικά στο παρελθόν ή στο μέλλον αλλά στο επεκταμένο παρόν. 

  • Τα γεγονότα συμβαίνουν σε δυο φάσεις 


Αναπαράσταση του ταυτοχρονισμού με έναν μηχανισμό δυο φάσεων: Ο κύκλος αντιπροσωπεύει την πρώτη φάση της αυθόρμητης γέννησης ενός γεγονότος. Το βέλος αντιπροσωπεύει τη δεύτερη φάση της τοπικής διάδοσης της πληροφορίας σχετικά με το γεγονός. 

Όλα τα γεγονότα θεωρούνται στο παρόν, παρότι μπορεί να ανήκουν σε άλλους χρόνους. Η αναδιανομή των γεγονότων στο φυσικό χώρο- χρόνο είναι ανάλογη της έντασης που τους αποδίδει η συνειδητή προσοχή. Παρόλο που η συνείδηση μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα επεκταμένο γεγονός που καταρρέει ταυτόχρονα και παντού, η αναλυτική λογική απαιτεί χρόνο προκειμένου να διευθετήσει τα γεγονότα σύμφωνα με κάποια τοπολογική και χρονολογική ταξινόμηση. Αυτή η διαδικασία έχει να κάνει με την αιτιότητα και λαμβάνει χώρα αναδρομικά. Η αιτιότητα, ή ισοδύναμα η τοπικότητα, σχετίζεται με το όριο της ταχύτητας του φωτός.  Η πληροφορία δεν μπορεί να ταξιδέψει με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτήν του φωτός, έτσι ώστε ακόμα κι αν η κυματοσυνάρτηση καταρρέει μη τοπικά, δηλαδή ταυτόχρονα και παντού, θα περάσει χρόνος προτού οποιοδήποτε γεγονός επικοινωνηθεί αιτιακά. Εντούτοις η κατάρρευση έχει ήδη συμβεί, άρα η έννοια του ταυτοχρονισμού καθίσταται κυρίαρχη και θεμελιώδης σε ένα πρώτο επίπεδο.

Συνεπώς, μπορούμε να χωρίσουμε τις φυσικές διαδικασίες σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση είναι ελλοχεύουσα και ασυνείδητη, άχωρη και άχρονη, μη τοπική και μη αιτιακή. Καμία πληροφορία ή γνώση δεν μεταδίδεται ούτε επικοινωνείται. Οπότε τα γεγονότα στην πρώτη φάση είναι μη αιτιακά συσχετιζόμενα αλλά αυθόρμητα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Η δεύτερη φάση είναι εκπεφρασμένη και συνειδητή, πληρωμένη από χώρο- χρόνο. Η πληροφορία διαδίδεται τοπικά και τα γεγονότα αποκτούν μεταξύ τους αιτιακές σχέσεις, ενώ παράλληλα η συνείδηση αποδίδει τοπολογικό και χρονολογικό νόημα σε αυτά. 

Έτσι το επεκταμένο παρόν μπορεί να θεωρηθεί σαν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο η δυνητικότητα των γεγονότων βασίζεται, πριν αυτή να εκφραστεί και να υλοποιηθεί. Τη στιγμή της παρατήρησης τα γεγονότα αποκτούν μια διακριτή μορφή και ένα συγκεκριμένο νόημα, απέναντι σε ένα αδιαφοροποίητο και απαράλλακτο υπόβαθρο. Αποκτούν παρελθόν ή μέλλον σχετικό με τις αναμνήσεις και τις προσδοκίες μας, αντίστοιχα. Επιπλέον, τους αποδίδεται αιτία, σύμφωνα με τους δικούς μας σκοπούς και κατευθύνσεις. Ωστόσο, οι συνθήκες, ή 'υπερτιθέμενες καταστάσεις, των γεγονότων ήδη υπάρχουν μέσα στο υπόβαθρο, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως 'τυρβώδες,' παρά ακίνητο, καθώς παράγει διαρκώς βρόγχους χρονοειδών γεγονότων. Κάποιοι πιστεύουν ότι η πληροφορία περιέχει ένα εγγενές 'νόημα,' έτσι ώστε οι αυθόρμητες διαδικασίες να μπορούν κατευθείαν να ξεκινήσουν, χωρίς τη βοήθεια κάποιου είδους 'θείας πρόνοιας.' Αυτό ίσως ισχύει, αλλά η προοπτική μιας αυτοργανωτικής ιδιότητας της ύλης, ή της πληροφορίας γενικότερα, υπονοεί ένα είδος συμπεριλαμβάνουσας νοημοσύνης. Το όνομα αυτής της ιδιαίτερης ιδιότητας της πληροφορίας είναι η συνείδηση. Αλλά η συνείδηση δεν είναι μόνο ένα προϊόν, αλλά επίσης και ένας καταλύτης των φυσικών αυθόρμητων διαδικασιών. Είναι ικανή να διαλύσει τον ατέρμονο βρόγχο της δυνητικότητας και να κάνει την κατανομή να καταρρεύσει. Από αυτό το σημείο και έπειτα, η συνείδηση εμπλέκεται στη διαδικασία απόδοσης 'λογικής' μορφής και περιεχομένου, σε σχέση με το χώρο- χρόνο, σε πράγματα περισυλλεγμένα από τα συντρίμμια μιας στιγμιαίας έκρηξης η οποία συνέβηκε στο πρωτογενές και ασυνείδητο επίπεδο. Οπότε είναι η συνείδηση απέναντι στο υπόβαθρο. 

Τα βαθύτερα χαρακτηριστικά της συνείδησης μπορούν να αποκαλύψουν την καταγωγή του ίδιου του σύμπαντος. Πιστεύεται ότι το σύμπαν ξεκίνησε να υπάρχει ύστερα από μια 'Μεγάλη Έκρηξη.' Αυτή είναι μια ακριβής περιγραφή της γέννησης ενός ατέρμονου βρόγχου, ενός γιγάντιου σε αυτήν την περίπτωση. Αυτή ήταν επίσης η στιγμή που η κυματοσυνάρτηση του σύμπαντος κατέρρευσε, παραθέτοντας μια συγκεκριμένη διευθέτηση των κοσμικών γεγονότων. Το επεκταμένο παρόν του σύμπαντος γεννήθηκε τότε και συνεχίζει να επεκτείνεται έκτοτε. Αλλά στο επίπεδο της συνείδησης αυτή η επέκταση είναι δευτερεύουσα και τεχνητή, καλύπτοντας τα απομεινάρια του πρωταρχικού ατέρμονου βρόγχου, στο υπόβαθρο. "Είναι το σύμπαν που επεκτείνεται, ή πρόκειται για τη συνείδηση που απλώνεται στο επεκταμένο παρόν της;" μπορούμε να ρωτήσουμε. Και ποια η διαφορά; Σε ό,τι αφορά το σύμπαν, αυτό θεωρείται ομογενές σε κοσμολογική κλίμακα. Αλλά όταν εστιάσουμε την προσοχή μας σε συμπλέγματα γαλαξιών, αρχίζουμε να ξεχωρίζουμε μη ομογενείς περιοχές μεγάλης έντασης, απέναντι σε έναν παντού παρόντα, κενό χώρο. Σύμφωνα με τη διαφοροποίηση της έντασης, στη συνέχεια θεωρούμε ποιο συγκρότημα γαλαξιών είναι παλαιότερο από ένα άλλο, όπου η ηλικία των γαλαξιών θεωρείται ότι είναι ανάλογη της απόστασής τους από εμάς. Μια ανάλογη διαδικασία λαμβάνει χώρα στο μυαλό μας. Το δικό μας 'σύμπαν σκέψεων' είναι πλήρες γεγονότων που διαθέτουν έναν διαφορετικό βαθμό φωτεινότητας. Όσο πιο έντονο ένα γεγονός φαίνεται, τόσο πιο κοντά τοποθετείται από τη συνείδηση, σχετικά με το παρόν, στο 'χώρο- χρόνο' της φυσικής μας μνήμης. Και κάθε φορά επιλέγουμε ένα συγκεκριμένο γεγονός για να αντιπροσωπεύσει το παρόν. Αλλά αν θεωρήσουμε τα γεγονότα ως σαν- παρελθόντα ή σαν- μέλλοντα, και αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι οι γαλαξίες στο σύμπαν έχουν έναν διαφορετικό βαθμό φωτεινότητας, τότε μπορεί να αντιληφθούμε ότι όλα τα γεγονότα της συνείδησης, που ανήκουν είτε στο παρελθόν ή στο μέλλον, είναι τα 'αστέρια' της εστιασμένης προσοχής έναντι στο αδιαφοροποίητο κοσμικό υπόβαθρο του επεκταμένου παρόντος. Οπότε η απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση έχει να κάνει με μια ισοδυναμία κλίμακας. 

  • Τα γεγονότα δεν είναι αιτιακά καθαυτά 


Ένα πλαίσιο που επιδεικνύει την έννοια του ταυτοχρονισμού. Κάθε σημείο αντιπροσωπεύει ένα γεγονός. Όλα τα γεγονότα μπορούν να θεωρηθούν ταυτόχρονα, στην πρώτη φάση. Η πληροφορία ταξιδεύει από σημείο σε σημείο, αποκαθιστώντας μια αιτιακή σχέση μεταξύ των γεγονότων, στη δεύτερη φάση. 

Οι νόμοι της φύσης δεν θεωρούνται πλέον αιτιοκρατικοί. Αποδεικνύεται ότι δεν υπήρχαν στην αρχή του σύμπαντος αλλά διαμορφώθηκαν στα πρώιμα στάδιά του, και ίσως ακόμα να εξελίσσονται. Αυτός ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας των φυσικών διαδικασιών γίνεται πιο εμφανής στη μικροσκοπική κλίμακα. Τα σωματίδια δεν βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη θέση, αλλά ακολουθούν απρόβλεπτες τροχιές, κινούμενα μπρος και πίσω στο χώρο, και ίσως στο χρόνο. Η κυματοσυνάρτηση είναι μια κατανομή πιθανότητας, καλύπτοντας μια περιοχή στην οποία το σωματίδιο μπορεί να βρεθεί. Ωστόσο, σύμφωνα με την λεγόμενη αρχή της αβεβαιότητας, ή απροσδιοριστίας, όσο περισσότερο παρατηρούμε ένα σωματίδιο, τόσο περισσότερο το 'ενοχλούμε'. Αν κάνουμε μια μέτρηση της ορμής του, για παράδειγμα, αυξάνουμε την αβεβαιότητα της θέσης του, και αντιστρόφως. Συνεπώς, η προκαθορισμένη τροχιά ενός σωματιδίου της κλασσικής φυσικής έδωσε τη θέση της στην πιθανοκρατική κατανομή ενός επεκταμένου αντικειμένου στην κβαντική φυσική.

Η έννοια ενός μη σημειακού, επεκταμένου αντικειμένου είναι στενά συνυφασμένη με την έννοια του ταυτοχρονισμού. Το ίδιο το επεκταμένο αντικείμενο μπορεί να θεωρηθεί σαν μια συλλογή επιμέρους γεγονότων, τα οποία περιγράφονται από μια γκαουσιανή κυματοσυνάρτηση, με όλα τα χαρακτηριστικά της μη τοπικότητας τα οποία εκφράζονται τη στιγμή που η κυματοσυνάρτηση καταρρέει, ταυτόχρονα και παντού. Αντίστροφα, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι στο σύμπαν υπάρχει ένα μόνο επεκταμένο και απείρων διαστάσεων αντικείμενο, ενώ όλα τα άλλα αντικείμενα είναι αντανακλάσεις του. Τα σωματίδια, για παράδειγμα, μπορούν να θεωρηθούν μέρη αντικειμένων επεκτεινόμενων σε επιπλέον διαστάσεις. Έτσι κι αλλιώς, είτε υπάρχει μια ενιαία πολυδιάστατη πραγματικότητα ή μια μικροσκοπική απειρότητα διαφορετικών 'κβαντικά συζευγμένων' γεγονότων, έχουμε πάντοτε να κάνουμε με μια ολότητα που λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα στο επεκταμένο παρόν. 

Το πλαίσιο της προηγούμενης εικόνας περιγράφει αυτήν την ιδέα. Οι ομοιογενώς κατανεμημένες τελείες αναπαριστούν γεγονότα στο χώρο- χρόνο. Φανταστείτε, για παράδειγμα, τι συμβαίνει κάθε φορά που ανάβουμε το φως. Ξέρουμε ότι το φως ταξιδεύει με πεπερασμένη ταχύτητα, ώστε να απαιτείται χρόνος για να καλύψει το δωμάτιο, ακόμα κι αν ταξιδεύει αρκετά γρήγορα για να μας δώσει την εντύπωση του ταυτοχρονισμού. Ας φανταστούμε όμως μια προϋπάρχουσα συνθήκη, λίγο πριν ανάψουμε το φως, η οποία να έχει προδιαγράψει τα μονοπάτια που το φως θα ακολουθήσει. Μια  τέτοιου είδους δυνητικότητα είναι το 'κβαντικό δυναμικό,' όπως ο David Bohm το ονόμασε. Ενός τέτοιου είδους δυναμικό έχει όλα τα χαρακτηριστικά της μη τοπικότητας, καθώς μπορεί να απλώνεται 'παντού και ταυτόχρονα,' και θα μπορούσαμε ακόμα να το ταυτίσουμε με το υπόβαθρο του επεκταμένου παρόντος.

Μια τέτοιου είδους ερμηνεία ανήκει στην κατηγορία των λεγόμενων θεωριών κρυφών μεταβλητών, επειδή περιέχουν μια επιπλέον παράμετρο, στην προηγούμενη περίπτωση το κβαντικό δυναμικό, για να ερμηνεύσουν μια ατέλεια σε κάποια υπάρχουσα θεωρία. Το χαρακτηριστικό του κβαντικού δυναμικού του Bohm είναι η μη τοπικότητα, ότι δηλαδή αυτό απλώνεται στο χώρο- χρόνο αυθόρμητα και στιγμιαία. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν δυο βασικές ερμηνείες του όλου προβλήματος του ταυτοχρονισμού. Η μία είναι να αποδεχθούμε την αρχή της αιτιότητας, έτσι ώστε να θεωρήσουμε, για παράδειγμα, ένα 'κρυφό' πεδίο που να διαδίδεται με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός. Η άλλη είναι να ξεχάσουμε όλη τη συζήτηση σχετικά με την αιτιοκρατία, και ανταυτής να μπούμε στα 'βαθιά νερά,' ψάχνοντας για μια νέα προσέγγιση στο όλο πρόβλημα. Στη δεύτερη περίπτωση, η μη τοπική προσέγγιση αποδέχεται γενικά 'παράλληλους' συλλογισμούς ώστε να αποφύγει κάθε πιθανή σύγκρουση με την αιτιότητα. Μια τέτοια προσέγγιση είναι και η θεωρία του πολυσύμπαντος (multiverse theory), σύμφωνα με την οποία η μη τοπικότητα μπορεί να εξηγηθεί με τη βοήθεια 'παράλληλων κόσμων.' Κατά την κβαντική σύζευξη, για παράδειγμα, τα συζευγμένα σωματίδια θα μπορούσαν να μεταβαίνουν σε παράλληλους κόσμους και να επιστρέφουν πίσω, κατάλληλα διαμορφωμένα, σε διαφορετικά μέρη ταυτόχρονα.  Δεν ξέρω αν η θεωρία των παράλληλων κόσμων απλουστεύει το πρόβλημα του ταυτοχρονισμού περισσότερο από μια θεωρία κρυφών μεταβλητών. Από τη μία πλευρά, οι θεωρίες κρυφών μεταβλητών οδηγούνται σε θεωρήσεις πεδίων που διαδίδονται με ταχύτητας μεγαλύτερη του φωτός. Από την άλλη μεριά, οι θεωρίες 'παράλληλων κόσμων,' χάνονται σε ένα σύμπαν πολλών διαστάσεων, οι οποίες είναι δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να περιγραφούν και να οπτικοποιηθούν. Από τη σκοπιά όμως του επεκταμένου παρόντος, οι δυνητικές καταστάσεις των γεγονότων κατοχυρώνουν την όποια μελλοντική αιτιακή τους εξέλιξη χωρίς να την προδιαγράφουν, επομένως τα ίδια τα γεγονότα δεν έχουν να κάνουν με κάποια κρυφή μεταβλητή ούτε με παράλληλους κόσμους.

Ακόμη κι αν με κάποιον τρόπο συλλάβουμε την έννοια τη μη τοπικότητας σε σχέση με το χώρο, η έννοια της μη αιτιότητας σε σχέση με το χρόνο είναι ακόμα δυσκολότερο να γίνει κατανοητή. Το να κινούμαστε 'μπρος' και 'πίσω' στο χώρο είναι κάτι αυτονόητο, σε αντίθεση με μια αντίστοιχη κίνηση στο χρόνο. Δεν είμαστε ελεύθεροι να κινούμαστε με τη φυσική μας υπόσταση μέσα στο χρόνο, καθώς το βέλος του χρόνου κινείται πάντα προς τα 'μπροστά.' Δεν μπορούμε να γίνουμε νεότεροι,  ακόμα κι αν 'επισκεφτούμε' το παρελθόν μας. Ωστόσο, αυτή η θερμοδυναμική ιδιότητα των πραγμάτων να φθείρονται δεν αποκαλύπτει απαραίτητα τη φύση του χρόνου καθαυτού. Ο χρόνος δεν φθείρεται. Απλώς συνεχίζει να κυλά. Και σε ένα βαθύτερο επίπεδο της πραγματικότητας ο χρόνος μπορεί ούτε καν να υφίσταται.  

Το μυστήριο του ταυτοχρονισμού στη φύση αντανακλάται στις αυθόρμητες διεργασίες που συμβαίνουν στη σκέψη μας, σε ένα βαθύτερο επίπεδο της συνείδησης. Το ασυνείδητο περιέχει μια αυτοματοποιημένη μορφοποιητική λειτουργία. Η συνείδηση ανακατασκευάζει στη συνέχεια τις 'πρωταρχικές μορφές,' χρησιμοποιώντας 'ερμηνευτικά κανάλια' λογικής. Ωστόσο, όχι μόνο μπορεί αυθόρμητα να δεχτούμε ακατέργαστα και λογικά αμεταποίητα υλικά από το ασυνείδητο, αλλά επίσης να υποκύψουμε στην ισχύ του. Σε γενικές γραμμές, όσο πιο έντονο ή οικείο είναι ένα γεγονός, τόσο πιο εύκολα αυτό το γεγονός παρακάμπτει τα λογικά κανάλια, για να καταχωρηθεί άκριτο στη μνήμη. Η σκέψη μας είναι γεμάτη από προκαταλήψεις τις οποίες ποτέ δεν έχουμε αξιολογήσει. Έχουμε συνηθίσει να αποδίδουμε αιτιακές σχέσεις στα πράγματα οι οποίες μπορεί να μην υφίστανται. Από την άλλη μεριά, αυτές οι προκατεστημένες μας αντιλήψεις μπορεί παράλληλα να εκφράζουν το περιεχόμενο ενός ασυνείδητου κόσμου που μόλις μας είναι ορατός. Κατά συνέπεια μπορούμε να προτείνουμε ότι αυτό που κάθε φορά αλλάζει είναι το εννοιολογικό πλαίσιο, όχι η ουσία των πραγμάτων. Και αυτή η 'ουσία' είναι ο αυθόρμητος χαρακτήρας των φυσικών διαδικασιών σε ένα βαθύτερο επίπεδο της συνείδησης. Είμαστε άραγε ασυνείδητα εξοικειωμένοι με την έννοια του ταυτοχρονισμού; Είναι αλήθεια ότι αν σκεφθούμε τι είναι ο χρόνος ουσιαστικά, σύντομα θα αναγνωρίσουμε ότι πρόκειται για μια ιδιότητα βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση. Σίγουρα έχει να κάνει με τις αναμνήσεις, οι οποίες είναι πληροφορίες με ένα συγκεκριμένο και μοναδικό περιεχόμενο που προσδιορίζει εμάς τους ίδιους. Τα αντικείμενα μπορεί να έχουν την ίδια 'μάζα' ή το ίδιο 'φορτίο,' αλλά δεν περιέχουν ίση ποσότητα πληροφορίας σχετικά με τα 'πήγαινε- έλα' τους, διαφορετικά θα υπήρχαν πράγματα πανομοιότυπα μέσα στο σύμπαν. Έτσι βλέπουμε ότι ο χρόνος είναι, με κάποια έννοια, μια ιδιότητα που καθορίζει τις σχετικές θέσεις των διάφορων πραγμάτων. Ακόμα περισσότερο, αν ταυτίσουμε το χρόνο με την έννοια της κίνησης, αυτή η κίνηση δεν συμβαίνει στο χρόνο, αλλά στο χώρο. Μπορούμε να πούμε ότι ο χρόνος είναι μια ιδιότητα που τακτοποιεί τα πράγματα στο φυσικό χώρο και παράλληλα στη σκέψη μας 'μετακινώντας' τα εδώ κι εκεί με έναν τακτικό τρόπο.

Έτσι η έννοια του επεκταμένου παρόντος προκύπτει αβίαστα, ως ένα αντικείμενο το οποίο καταλαμβάνει χώρο και εμπεριέχει την ιδιότητα μιας κανονικής διευθέτησης των πραγμάτων, δηλαδή  χρόνο. Μέσα από το επεκταμένο παρόν η συνείδηση ανασύρει γεγονότα, τα θεωρεί, και τους αποδίδει χρόνο, ιεραρχώντας τα στο χώρο. Αλλά υπόκειται η συνείδηση στο χώρο- χρόνο; Αντίθετα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συνείδηση απλώνεται στο επεκταμένο μας παρόν και ότι ακόμα μπορεί να επιλέξει την τοπολογία και τη χρονολογία των γεγονότων. Έτσι η συνείδηση είναι κι αυτή ένα επεκταμένο αντικείμενο που αποδίδει χώρο- χρόνο στον εαυτό της, σχετίζοντας γεγονότα αιτιακά μεταξύ τους. Κατά μία έννοια, η συνείδηση είναι ο χώρος- χρόνος. Αλλά αυτή η διαπίστωση δεν πρέπει να θεωρηθεί εκπληκτική ή αυθαίρετη. Το σύμπαν δεν 'σκέφτεται' το χώρο- χρόνο, εμείς το κάνουμε. Έτσι ζούμε μέσα στα πλαίσια της συνείδησης μας και του επεκταμένου παρόντος της, σε αρμονία με το επεκταμένο παρόν του σύμπαντος. Χρησιμοποιούμε την εστίαση της προσοχής και  μεθόδους παρατήρησης για να επιλέξουμε πράγματα μέσα από ένα αμετάβλητο και 'αδιάφορο'  κοσμικό υπόβαθρο, που έχουν ένα συγκεκριμένο νόημα για εμάς. Επισημαίνουμε εδώ κι εκεί αιτιακές σχέσεις μεταξύ γεγονότων μέσα στο σύμπαν, ενώ το ίδιο το σύμπαν είναι ένα γεγονός το οποίο προέκυψε αυθόρμητα και από το τίποτε. Συμπερασματικά, η αιτιότητα δεν είναι μια θεμελιώδης  ιδιότητα των πραγμάτων, αλλά μια δευτερεύουσα διαδικασία της συνείδησης, η οποία προσφέρει στον κόσμο χώρο, χρόνο και νόημα. 

  • Το επεκταμένο παρόν είναι ένας ατέρμονος βρόγχος 


Ένας ανάδρομος βρόγχος δύο γεγονότων A και B. Το γεγονός B προϋποθέτει το γεγονός A, έτσι ώστε το Α να αποτελέσει την αιτία του B. Η αιτιότητα φαίνεται να παραβιάζεται στιγμιαία, αλλά στην πράξη και τα δύο γεγονότα συμβαίνουν, με κάποια έννοια, ταυτόχρονα, έτσι ώστε δεν υπάρχει καμία αιτιακή σχέση μεταξύ τους. Είναι ο ίδιος ο βρόγχος που συνδέει τα γεγονότα. 

Η ανάδρομη αιτιότητα θεωρείται ότι οδηγεί σε παράδοξα, τα οποία μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: τα αυταναφορικά παράδοξα (bootstrap paradoxes), που περιλαμβάνουν έναν αιτιακό βρόχο, και τα παράδοξα συνέπειας (consistency paradoxes). Τα αυταναφορικά παράδοξα προκύπτουν σε περιπτώσεις όπου σχηματίζεται μια αιτιακή αλυσίδα γεγονότων, όπου το Α γεγονός προκαλεί το Β, το Β προκαλεί το Γ, και το Γ προκαλεί το Α. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι το γεγονός Α προϋποθέτει την ύπαρξη του Γ, πριν αυτό υπάρξει. Για αυτό κάποιοι πιστεύουν ότι η έννοια ενός αιτιακού βρόγχου είναι αδύνατη. Από την άλλη μεριά, τα παράδοξα συνέπειας προκύπτουν όταν, για παράδειγμα, κάποιος προσπαθήσει να σκοτώσει το νεότερο εαυτό του με μια ανάδρομη αιτιακή διαδικασία, η οποία ωστόσο θα πρέπει να αποτύχει. Το παράδοξο υφίσταται γιατί περιέχει την παραδοχή ότι κάποιος πρέπει πάντα να αποτυγχάνει σε αυτήν την περίπτωση, η οποία παραδοχή περιλαμβάνεται σε αυτό που έχει ονομαστεί εικασία χρονολογικής προστασίας (chronology protection conjecture). Αυτή η εικασία δημιουργεί συγκεκριμένους περιορισμούς οι οποίοι μπορεί να είναι καθαρά τοπικοί ή να αναχθούν στο επίπεδο των νόμων του σύμπαντος.

Σχετικά με τα αυταναφορικά παράδοξα, η εξήγηση είναι εύκολη: το γεγονός A παράγει το B, το Β παράγει το Γ, το οποίο όμως παράγει ένα νέο γεγονός, ας το ονομάσουμε Α', το οποίο δεν είναι το αρχικό γεγονός Α. Αυτό ισχύει γιατί κατά την αιτιακή αυτή η διαδικασία ο χώρος- χρόνος κυλάει, έτσι ώστε τα γεγονότα Α και Α' δεν ταυτίζονται ούτε στο χώρο ούτε στο χρόνο. Το παράδοξο δημιουργείται επειδή συνηθίζουμε να θεωρούμε τα γεγονότα ως σημειακά, οπότε αναπόφευκτα κινούμαστε από σημείο σε σημείο στο χώρο- χρόνο, όπου το κάθε επόμενο σημείο θα είναι αποτέλεσμα του κάθε προηγούμενου. Αλλά αν αναλογιστούμε την όλη διαδικασία από την άποψη του επεκταμένου παρόντος, τα ίδια γεγονότα συμβαίνουν κάπου μέσα σε ένα διευρυμένο χωρο- χρονικό πλαίσιο, χωρίς να έχουν κάποιο προκαθορισμένο χρονολογικό χαρακτηριστικό. Αν θεωρήσουμε το γεγονός Α ένα παρελθοντικό γεγονός και το γεγονός Α' ένα μελλοντικό γεγονός, τότε τα γεγονότα Β και Γ θα αποτελούν διαδοχικές παροντικές στιγμές. Αλλά αυτό θα ήταν απλά μια επιλογή. Διαφορετικά, αν θεωρήσουμε ότι τα γεγονότα Α και Α' συμπίπτουν στο χρόνο, τότε προφανώς δεν είναι αιτιακά συσχετισμένα.

Σχετικά με τα παράδοξα συνέπειας, ας υποθέσουμε ότι πηγαίναμε πίσω στο χρόνο στην παιδική μας ηλικία, όταν ήταν ακόμα ζωντανός ο παππούς μας. Αυτό που κάνουμε, είναι να δημιουργηθεί ένας βρόχος στο χώρο- χρόνο, τον οποίο χρησιμοποιούμε για να ταξιδέψουμε πίσω στα σαν- παρελθόν όριά του ως νέοι, προκειμένου να συναντήσουμε κάποιον λίγο- πολύ συνομήλικό μας (σε αυτήν την περίπτωση το νεαρό παππού μας). Αν αυτό το ταξίδι θεωρηθεί ότι λαμβάνει χώρα έξω από το πλαίσιο αναφοράς του παρόντος μας, τότε δεν υπάρχει κανένας τρόπος να ταξιδέψουμε στο παρελθόν, οπότε δεν υπάρχει κανένας τρόπος να σκοτώσουμε τον παππού μας. Όμως, αν θεωρήσουμε ότι τα παρελθόντα γεγονότα συμπεριλαμβάνονται στο πλαίσιο του επεκταμένου παρόντος, ο παππούς μας είναι ακόμη ζωντανός, κατά κάποια έννοια, οπότε θα μπορούσαμε να πάμε 'πίσω στο χρόνο' και να τον σκοτώσουμε. Αλλά τι θα συμβεί τώρα; Μπορεί να υπάρξει κάποια είδηση σχετικά με δύο νέους που τσακώθηκαν, και ο ένας από αυτούς σκότωσε τον άλλο, ενώ ο φονιάς πέθανε λίγο αργότερα από άγνωστα αίτια. Η έννοια του επεκταμένου παρόντος επιτρέπει τέτοιες ενέργειες 'αναδρομικού' θανάτου, χωρίς ωστόσο να εγείρει παράδοξα, επειδή όλα τα γεγονότα συμβαίνουν μέσα στον ίδιο χωρο- χρονικό βρόχο, ο οποίος συνάμα μπορεί να θεωρηθεί ως το φράγμα χρονολογικής προστασίας, έτσι ώστε σκοτώνοντας τον παππού μας σκοτώνουμε επίσης και τον εαυτό μας. 

Στην πραγματικότητα, όπως το προηγούμενο σχήμα δείχνει, η ανάδρομη αιτιότητα αποτελεί τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι η κανονική, ή 'ευθεία' αιτιότητα. Συνήθως, όταν παρατηρούμε τη φύση ανακαλύπτουμε τα αποτελέσματα και όχι τις αιτίες. Τότε χρησιμοποιούμε την ανάδρομη αιτιότητα προκειμένου να φανταστούμε ποια θα μπορούσαν να είναι τα αίτια, εκ των υστέρων. Από την άλλη μεριά, όταν πειραματιζόμαστε χρησιμοποιούμε την ευθεία αιτιότητα προκειμένου να προκαλέσουμε αποτελέσματα, ώστε να επαληθεύσουμε τις υποθετικές αιτίες της ανάδρομης αιτιότητας. Επιπλέον, ένα φαινόμενο θεωρείται έγκυρο όταν μπορεί να επαληθευτεί πειραματικά επανειλημμένα. Οπότε, ενώ η ανάδρομη αιτιότητα μας πηγαίνει πίσω σε αναμφισβήτητες, παντοτινές 'αλήθειες,' η ευθεία αιτιότητα μας δίνει κοινώς αποδεκτά αποτελέσματα. Ωστόσο, η αναγκαιότητα της επανάληψης ενός πειράματος υποδεικνύει τη σημασία του ατέρμονου βρόγχου ο οποίος σχηματίζεται από το ζευγάρι της ανάδρομης και ευθείας αιτιότητας.

Αυτό υποδεικνύει η προηγούμενη εικόνα. Τα γεγονότα A και B κινούνται σε 'αντίθετες' κατευθύνσεις, τόσο στο χώρο όσο και στο χρόνο, σχηματίζοντας έναν ατέρμονο βρόγχο. Ισοδύναμα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο βρόγχος παράγει αυθόρμητα τα δύο γεγονότα. Το γεγονός B φαίνεται να κινείται 'πίσω' στο χρόνο ώστε να παράγει την αιτία του, δηλαδή το γεγονός Α. Αλλά αυτό είναι περισσότερο μια 'ψευδαίσθηση:' τα δύο γεγονότα είναι λίγο- πολύ ταυτόχρονα, ενώ η διαφορά δημιουργείται στο στάδιο που αποδίδουμε αιτία στα γεγονότα, είτε με ανάδρομη ή με ευθεία αιτιότητα. Οπότε, κάθε είδος 'χωροχρονικής διαφοράς' είναι αναδρομική, καθώς και τα δύο γεγονότα στο πρώτο στάδιο είναι δυνητικά. Ακόμη κι αν αυτός ο ταυτοχρονισμός, ή 'ισοδυναμία,' είναι δύσκολο να κατανοηθεί, η ύπαρξή της μπορεί εύκολα να αποδειχθεί από το γεγονός ότι είμαστε πάντοτε προδιατεθειμένοι να αποδίδουμε κάποιες αιτίες στα γεγονότα , που σημαίνει ότι αυτές οι αιτίες δεν προϋπήρχαν, αλλά υπήρχαν τα γεγονότα. Σε ό,τι δε αφορά τον όρο 'λίγο- πολύ ταυτόχρονα,' εκφράζει ακριβώς το 'σπάσιμο' ανάμεσα στις δύο καταστάσεις, εκ των οποίων η μία είναι θεμελιωδώς άχωρη και άχρονη, ενώ η άλλη είναι 'γεμάτη' με χώρο και χρόνο. Οπότε αυτού του είδους η διαίρεση δεν έχει να κάνει με το χρόνο αλλά με τη συμμετρία.

Ως εδώ ίσως να αναγνωρίσαμε την απατηλότητα της αιτιακής διαίρεσης, όταν 'αναγκαζόμαστε' από τη φύση να διαλέξουμε ένα μέρος έναντι του άλλου. Αυτή η επιλογή μπορεί να μοιάζει παράλογη αλλά φυσικά είναι δικαιολογημένη: Φέρνει τις συνθήκες στην ύπαρξη. Αλλά η αναγκαία αυτή διαίρεση που προκαλείται από τη σύγκρουση ανάμεσα στην ευθεία και στην ανάδρομη αιτιότητα, μας κάνει να βλέπουμε τα δέντρα και όχι το δάσος. Στην περίπτωσή μας, το 'δάσος' είναι ο ατέρμονος βρόγχος, ενώ τα 'δέντρα' είναι γεγονότα, που 'ρίχνουν τη σκιά των δυνητικών τους ζευγαριών.' Για παράδειγμα, τα προαναφερθέντα γεγονότα Α και Β μπορούν να αναπαριστούν ζεύγη σωματιδίων- αντισωματιδίων, ζεύγη 'καθυστερημένων' και 'προχωρημένων' κυμάτων σαν αυτά που είδαμε στη θεωρία των Wheeler- Feynman, ή οποιοδήποτε άλλο ζευγάρι 'συμπληρωματικών' οντοτήτων. Φαίνεται σαν το γεγονός Β να 'προδιαθέτει' το γεγονός Α έτσι ώστε το Β να εγκαθιδρυθεί ως το εικονικό κομμάτι μιας φανταστικής διαδικασίας, αλλά είναι προτιμότερο να θεωρήσουμε τα δυο γεγονότα ισοδύναμα, για τους λόγους που προαναφέραμε. Τα δύο γεγονότα αντιπροσωπεύουν εκδηλώσεις του ίδιου ατέρμονου βρόγχου, οπότε ποιο από τα δυο θα έρχεται πρώτο είναι θέμα επιλογής.  Αν αυτή η περιγραφή ταυτιστεί με την κατάσταση που επικρατεί στο πρώτο στάδιο, τότε μια αιτιακή 'αλυσιδωτή αντίδραση' μπορεί να ξεκινήσει μεταξύ των δυο γεγονότων στο δεύτερο στάδιο, έτσι ώστε το ένα γεγονός να επιλεγεί ως αιτία του άλλου, αναδρομικά και αυθαίρετα. Συνεπώς, αυτή η επιλογή ανάγεται στην τυχαιότητα. Σε ό,τι αφορά το βρόγχο, αυτός μπορεί να θεωρηθεί σαν μια 'φούσκα' στο χρόνο, που χωρίζεται σε δυο γεγονότα που εκδηλώνονται συμμετρικά το ένα προς το άλλο. Κατά τη διάρκεια αυτού του 'σπασίματος' της συμμετρίας, μπορούμε να πούμε ότι ο χρόνος δεν 'ρέει,' αλλά 'εκτείνεται.' Είναι μια συνθήκη που εξελίσσεται, όχι μια υλική διαδικασία. Για αυτό λέμε ότι δεν διαδίδεται πληροφορία σε αυτό το στάδιο. Ωστόσο, και τα δύο γεγονότα είναι μη τοπικά συνδεδεμένα με τον ατέρμονο βρόγχο.

Μπορούμε να θεωρήσουμε τους ατέρμονους βρόγχους σαν βραχυπρόθεσμα και μικροσκοπικά αντικείμενα, αλλά θα μπορούσαν να είναι και διαχρονικά, μακροσκοπικά αντικείμενα. Το ίδιο το σύμπαν θα μπορούσε να είναι ένας τέτοιος βρόχος. Γεννήθηκε από το τίποτε, έτσι ώστε ακόμη και αν θεωρήσουμε το 'Θεό' ή το 'πολυσύμπαν' της θεωρίας των παράλληλων κόσμων ως την πρωταρχική  αιτία, αυτό που μένει τελικά είναι ο ατέρμονος βρόγχος: μπορούμε να δώσουμε τέλος στην αέναη αναδρομή μόνο με μια στιγμιαία και αυθόρμητη πράξη 'αναλαμπής της ευφυίας.' To σύμπαν όχι μόνο δημιουργήθηκε αυθόρμητα, αλλά επίσης εξέφρασε τις συνθήκες που το αφορούσαν ως τις μελλοντικές του ιδιότητες. Αυτό το γεγονός αποτελεί παραβίαση της αιτιότητας με όλα τα μέσα και με κάθε έννοια. Εντούτοις, αυτό το συμπέρασμα μοιάζει να εξακολουθεί να είναι αποτέλεσμα της τυπικής λογικής η οποία προσπαθεί να μιμηθεί την αυθόρμητη γέννηση. Πάντως αυτό το είδος 'ρήξης της αιτιότητας' σε σχέση με ένα στιγμιαίο ζευγάρι που παράχθηκε αυθόρμητα από έναν ατέρμονο βρόγχο μπορεί να θεωρηθεί σαν πράξη της συνείδησης.  Μια προοδευτική αλυσιδωτή αντίδραση μέσα σε ένα σύνολο γεγονότων η οποία διαρρηγνύει τη συμμετρία και συσχετίζει αιτιακά τα γεγονότα, αποτελεί μια άπειρη αιτιακή αλυσίδα του είδους που συναντήσαμε πρωτύτερα. Ο χώρος- χρόνος όπως τον ξέρουμε είναι το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα αυτή η αλυσίδα γεγονότων ιεραρχικά διευθετημένων. Μια τέτοια άποψη μπορεί να οδηγήσει σε μια περιορισμένη προοπτική επικοινωνίας μεταξύ απομακρυσμένων χωρικά ή χρονικά γεγονότων. Όμως, αυτή η επικοινωνία αποκαθίσταται από τη συνείδηση  Ο χώρος- χρόνος ζει στη σκέψη μας με τέτοιον τρόπο ώστε η επικοινωνία σε ασυνείδητο επίπεδο να μεταφράζεται συνειδητά ως ταυτοχρονισμός. Το επεκταμένο παρόν είναι βασικά ο 'χώρος- χρόνος' ασυνείδητων, ελλοχευουσών διαδικασιών, που κατοικούν στον κόσμο του 'δυνητικού.' Ο φυσικός χώρος- χρόνος είναι η αιτιακή αναπαραγωγή αυτού του ασυνείδητου και αρχέγονου χάρτη, στον οποίο η συνείδηση διαιρεί 'χώρες,' αναγνωρίζει 'ιστορικά γεγονότα' και ιδιοποιείται 'εμπειρίες.' Συμπερασματικά, οι ατέρμονοι βρόγχοι δεν είναι απαραίτητα μικροσκοπικά και βραχύβια αντικείμενα. Αντίθετα, μπορεί να είναι γιγαντιαία και αιώνια αντικείμενα στο μέγεθος ενός σύμπαντος. Ακόμα μπορεί να είναι, σε μια διαφορετική κλίμακα, μοναδιαία και διαχρονικά αντικείμενα- αλήθειες του μεγέθους της συνείδησης.

Ένα είδος ατέρμονου βρόγχου είναι και οι λεγόμενες κλειστές χρονοειδείς καμπύλες. Πιστεύεται ότι τέτοιες καμπύλες δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, αφού αποτελούν λογικά παράδοξα, ή, αλλιώς, αδύνατα αντικείμενα. Ωστόσο, έχουν ήδη θεωρηθεί και περιγραφεί. Η παλιότερη περίπτωση είναι η λύση του Van Stockum το 1937 των εξισώσεων της γενικής σχετικότητας του Einstein, οι οποίες λύσεις αντιπροσωπεύουν έναν κύλινδρο με άπειρο μήκος, κατασκευασμένο από πυκνή και ταχέως περιστρεφόμενη ύλη, προκαλώντας έτσι μια κλειστή χρονοειδή καμπύλη γύρω του. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η λύση του Gödel των ίδιων εξισώσεων, που περιγράφει ένα περιστρεφόμενο   σύμπαν ικανό να δημιουργήσει κλειστές χρονοειδείς καμπύλες. Και οι δύο λύσεις έχουν απορριφθεί, η πρώτη επειδή περιλαμβάνει μια απείρως μακριά πηγή, και η δεύτερη επειδή δεν έχει ποτέ παρατηρηθεί μια ανάλογη περιστροφή του σύμπαντος. Ο προαναφερθείς δε μηχανισμός 'χρονολογικής προστασίας,' απαγορεύει τη δημιουργία τέτοιων βρόγχων στη φύση. Ένας τέτοιος μηχανισμός θα μπορούσε να παρέχεται, για παράδειγμα, από ένα ορίζοντα συμβάντος που θα δημιουργόταν γύρω από μια κλειστή χρονοειδή καμπύλη, ώστε κάποιος που θα ταξίδευε πίσω στο παρελθόν θα παραβίαζε αυτό το χρονολογικό εμπόδιο και, κατά συνέπεια,  δεν θα ήταν ποτέ σε θέση να επιστρέψει και να μας πει την ιστορία του.

Ανεξάρτητα με το τι μορφή θα έχει μια κλειστή χρονοειδής καμπύλη, λόγου χάρη ένας περιστρεφόμενος κύλινδρος, μια 'σκουληκότρυπα,' ο ορίζοντας συμβάντος μιας μαύρης τρύπας, ή κάτι άλλο, δεν χρειάζεται να έχει απαραίτητα τη μορφή ενός 'κύκλου.' Ανταυτού, μπορούμε να θεωρήσουμε  ένα  μαθηματικό αντικείμενο 'πεπερασμένο αλλά άπειρο.' Το αντικείμενο αυτό μπορεί να οπτικοποιηθεί γεωμετρικά ως μια κλειστή χρονοειδής καμπύλη που θα συνδέει ακαριαία δύο σημεία του σύμπαντος στα άκρα της, όσο και δυο 'σημεία' ενός αυταναφορικού επιχειρήματος. Στην πραγματικότητα, η συνείδηση έχει τις ιδιότητες μιας τέτοιας καμπύλης, καθώς συνεχώς 'ταξιδεύει' στο παρελθόν ή στο μέλλον και επιστρέφει στο παρόν χωρίς κανένα τοπικό περιορισμό. Βέβαια, αυτό το ταξίδι της συνείδησης είναι φανταστικό. Όταν 'γυρίζουμε' στο παρελθόν, δεν γινόμαστε νεότεροι. Ούτε κινδυνεύουμε πηγαίνοντας πίσω στην εποχή των δεινοσαύρων να φαγωθούμε από έναν από αυτούς.  Ωστόσο, σε ό,τι αφορά ένα 'φυσικό' ταξίδι στο χρόνο, θεωρείται ότι μια χρονομηχανή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο από τη στιγμή κατασκευής της και έπειτα. Κατά συνέπεια ένα ταξίδι στο χρόνο δεν σημαίνει επιστροφή στο 'παρελθόν.' Περισσότερο έχει να κάνει με τη δημιουργία ενός κλειστού χρονοειδούς βρόγχου, αποτελούμενου από ένα ζεύγος γεγονότων, ένα στο σαν- παρελθόν και ένα στο σαν- μέλλον, έτσι ώστε κάποιος θα μπορούσε να ταξιδέψει από το ένα γεγονός στο άλλο 'ανάδρομα,' μέσα στα πλαίσια του επεκταμένου παρόντος του βρόγχου. Αν κάποια στιγμή ανακαλύψουμε μια φυσική χρονομηχανή, για παράδειγμα μια σκουληκότρυπα, που να υπάρχει από την αρχή του σύμπαντος, θα μπορούσαμε ίσως να τη χρησιμοποιήσουμε, με κάποιο τρόπο, για να μάθουμε ολόκληρη την ιστορία του σύμπαντος. Αλλά αυτό το σαν- παρελθοντικό ή σαν- μελλοντικό ταξίδι στο χρόνο θα γίνεται πάντα από το παρόν, με την επεκταμένη του έννοια ωστόσο.

Με ανάλογο τρόπο, το επεκταμένο παρόν μπορεί να θεωρηθεί μια κλειστή χρονοειδής καμπύλη. Μπορούμε να μετακινηθούμε προς τα πίσω και προς τα εμπρός, σε σχέση με ένα σημείο αναφοράς που βρίσκεται στο παρόν, για να θεωρήσουμε γεγονότα σαν- παρελθόντα και σαν- μέλλοντα, πάντοτε αναβιωμένα στο παρόν. Έτσι δεν έχει νόημα να αναφερόμαστε στο παρελθόν ή στο μέλλον σαν γεγονότα αποκομμένα από το παρόν. Αντίθετα, το παρόν πρέπει να θεωρηθεί ως ένα επεκταμένο γεγονός που απλώνεται μέσα στο παρελθόν και στο μέλλον. Η συνείδηση επίσης μπορεί να παράγει  παρόμοιους βρόχους χρονοειδών γεγονότων, σε μια αυθόρμητη αντίδραση διατήρησης της ισορροπίας της στο παρόν. Η συνείδηση ζει στο παρόν, απ' όπου αναλογίζεται το παρελθόν και το μέλλον. Ούτε γινόμαστε νεότεροι όταν σκεφτόμαστε τα παιδικά μας χρόνια, ούτε γερνάμε επειδή σκεφτόμαστε το αύριο. Επομένως, ο χρόνος είναι βασικά ένας εξισορροπητικός μηχανισμός, μια κατάσταση ιεραρχικά διευθετημένων πραγμάτων, ένα σενάριο που ξεδιπλώνεται από ένα 'κεντρικό' σημείο αναφοράς στο επεκταμένο παρόν.

  • Η συμμετρική μορφή του επεκταμένου παρόντος


Αναπαράσταση μιας επιπλέον διάστασης: Το επίπεδο αποτελείται από το τετραδιάστατο χώρο -χρόνο όπως τον ξέρουμε. Η ευθεία l αναπαριστά μια επιπλέον διάσταση. Ένα υπερδιάστατο αντικείμενο που θα ταξιδεύει στην ευθεία l, θα αφήσει ένα τετραδιάστατο χνάρι στο επίπεδο, καθώς θα το διαπερνάει. Αυτό το ίχνος θα γίνει αντιληπτό από εμάς σαν ένα σύνολο γεγονότων που θα συμβούν ταυτόχρονα στον τετραδιάστατο χώρο- χρόνο μας. 

Η συμμετρική φύση ενός ατέρμονου βρόγχου αντικατοπτρίζεται στην αιτιακή διαίρεση στο στάδιο της συνειδητοποίησης. Η μη τοπική σύνδεση μεταξύ των χωρισμένων μερών υπενθυμίζει ένα ολιστικό αντικείμενο που υπάρχει πέρα από τη σφαίρα του τετραδιάστατου χώρου-χρόνου μας. Οι συνέπειες όμως αυτής της ρήξης της συμμετρίας είναι παρούσες σε όλο το φυσικό κόσμο με την μορφή προαισθημάτων ή διαισθήσεων που βρίσκονται εντυπωμένες στη συλλογική μας μνήμη. Κατά συνέπεια έχουμε κατά κάποιο τρόπο μια 'εγγενή εμπειρία' του κόσμου σε ένα βαθύτερο και ασυνείδητο  επίπεδο της ύπαρξης. Αυτή η σχέση αναλογίας ανάμεσα στην εγγενή πραγματικότητα και στην αντίληψη της εκπεφρασμένης πραγματικότητας είναι απαραίτητη ώστε να παραμένουμε 'συντονισμένοι' με το σύμπαν. Αυτή η σχέση συντονισμού εκφράζεται σε φυσικό επίπεδο μέσα από τις σταθερές της φύσης, και ταυτίζεται με την ίδια τη νοήμονη ζωή. Έτσι οι αξιωματικές 'αλήθειες' του συστήματος της λογικής μας είναι αυθύπαρκτες και αντανακλώνται στις φυσικές σταθερές που καθορίζουν τη διαχρονική ισχύ των φυσικών νόμων. Ένα άλλο όνομα για αυτήν την αρχή της αναλογίας ανάμεσα σε εμάς και στον κόσμο είναι η ανθρωπική αρχή. Δηλώνει απλά ότι το σύμπαν ήταν 'προγραμματισμένο' από την αρχή να περιέχει τις κατάλληλες συνθήκες έτσι ώστε η ευφυής ζωή να μπορέσει να εξελιχθεί σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο. Μια απλή απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι ότι ξέρουμε. Φυσικά η ανθρωπική αρχή είναι αυταναφορική γιατί, από την άλλη πλευρά, αν το σύμπαν δεν ήταν σε θέση να παράγει ευφυή ζωή, τότε δεν θα το ξέραμε. 

Η αυτανοφορική φύση της συνείδησης σε σχέση με την ίδια της την ύπαρξη μοιάζει αναπόδραστη. Αυτού του είδους ο ατέρμονος βρόγχος μοιάζει με μια αυταπόδεικτη αλήθεια, η οποία ως εκ τούτου θα βρίσκεται πέρα από κάθε αιτιακή διαδικασία. Θα μπορούσαμε εκ των υστέρων να πούμε ότι η αιτιότητα οδηγεί από μόνη της σε αυτό το παράδοξο της μη ύπαρξης, αποκαλύπτοντας ένα βαθύτερο επίπεδο αυθόρμητης γέννησης. Έτσι φαίνεται ότι τα γεγονότα θα ήταν προτιμότερο να θεωρούνται  ως προδιαμορφωμένες συνθήκες, τη στιγμή που η έλλογη σκέψη μας τις 'πιάνει.' Αυτή η αυθόρμητα συμμετρική διαδικασία που λαμβάνει χώρα στο επίπεδο του ασυνείδητου φαίνεται να λειτουργεί με τον εξής τρόπο: Δημιουργεί στο παρόν μια 'μετα- συνθήκη' για το μέλλον σε σχέση με μια 'προ- συνθήκη για το παρελθόν. Τόσο η 'μετα- συνθήκη' όσο και η 'προ- συνθήκη' είναι αναγκαίες για το σχηματισμό του ατέρμονου βρόγχου και παράγονται ταυτόχρονα. Το βέλος του χρόνου  ενεργοποιείται στη συνέχεια, και αρχίζει να ταξιδεύει από το παρελθόν προς στο μέλλον. Αταίριαστες μετα- συνθήκες συνεχίζουν να υπάρχουν σαν φαντάσματα που έρχονται από το μέλλον, μέχρι να ταιριάξουν με μια προ- συνθήκη, έτσι ώστε από κοινού να εξουδετερωθούν. Ανεπιβεβαίωτες προ- συνθήκες, από την άλλη πλευρά, πέφτουν σταδιακά σε μια κατάσταση 'αιώνιου παρελθόντος,' και γίνονται μύθοι. 

Αυτή η διαδικασία μοιάζει πολύ με την αυθόρμητη δημιουργία εικονικών σωματιδίων στο κενό, σύμφωνα με την κβαντομηχανική. Αυτά τα σωματίδια παράγονται από την ενέργεια του κενού, μια  υποτιθέμενη ενέργεια υποβάθρου που απλώνεται μέσα στο σύμπαν. Εικονικά σωματίδια  δημιουργούνται από τις διακυμάνσεις του κενού σε ζεύγη σωματιδίων- αντισωματιδίων, τα οποία σύντομα μετά αλληλοεξουδετερώνονται και εξαφανίζονται. Ωστόσο, ορισμένα από αυτά τα σωματίδια δεν καταστρέφονται και μεταπηδούν στην πραγματικότητα. Η ενέργεια του κενού μαζί με τα εικονικά του σωματίδια έχουν ορισμένες συνέπειες. Για παράδειγμα, οι φυσικοί Hendrik Casimir και Dirk Polder προέβλεψαν την ύπαρξη μιας μικροσκοπικής απωστικής δύναμης ανάμεσα σε μεταλλικές πλάκες τοποθετημένες η μία πολύ κοντά στην άλλη, εξαιτίας διακυμάνσεων της ενέργειας του κενού στο χώρο μεταξύ τους. Αυτό είναι γνωστό ως φαινόμενο Casimir και έκτοτε έχει κατ' επανάληψη επαληθευτεί σε πειράματα. Ως εκ τούτου, η ενέργεια του κενού θεωρείται πραγματική, με την ίδια έννοια που θεωρούνται 'πραγματικά' πιο οικεία ιδεατά αντικείμενα, όπως τα ηλεκτρόνια, το μαγνητικό πεδίο, κ.λπ. Άλλες προβλέψεις είναι δυσκολότερο να επαληθευτούν. Η δημιουργία των εικονικών σωματιδίων κοντά στον ορίζοντα συμβάντος μιας μαύρης τρύπας έχει υποτεθεί από το φυσικό  Stephen Hawking ως ένας μηχανισμός για την ενδεχόμενη 'εξάτμισή' τους. Αν από το ζεύγος των εικονικών σωματιδίων το ένα απορροφηθεί από τη μαύρη τρύπα, τότε το άλλο μπορεί να ελευθερωθεί και να περάσει στην πραγματικότητα, με τη μορφή ύλης ή ενέργειας που θα ακτινοβοληθεί στο σύμπαν.

Αυτή είναι ακριβώς η ποσοτικοποιημένη έκδοση στη σύγχρονη φυσική ενός αυθόρμητου ατέρμονου  βρόγχου. Το μέρος του ζεύγους των εικονικών σωματιδίων που περνά στην ύπαρξη γίνεται μια 'επιβεβαιωμένη μετα- συνθήκη,' ενώ το άλλο μέρος που βυθίζεται πίσω στο κενό ή σ' έναν ορίζοντα συμβάντος είναι η αντίστοιχη 'προ- συνθήκη.' Η αλληλεπίδραση μεταξύ των ατέρμονων βρόγχων  εκφράζει την πιθανότητα να συμβεί μια αλυσιδωτή αντίδραση στο κενό, χάρη στην οποία  δημιουργούνται νέα σωματίδια. Έτσι μετα- συνθήκες και προ- συνθήκες δημιουργούνται αυθόρμητα και ταυτόχρονα όλη την ώρα.

Ενώ η αυθόρμητη γέννηση είναι μια βασικά συμμετρική διαδικασία, ο φυσικός διαχωρισμός του εικονικού ζευγαριού ώστε το ένα μέρος να περάσει στην πραγματικότητα περιγράφεται από μια διαδικασία που ονομάζεται αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας. Αυτή λαμβάνει χώρα όταν οι διακυμάνσεις σε ένα σύστημα γίνουν τόσο έντονες ώστε το σύστημα να βρεθεί μη αντιστρεπτά έξω από την κατάσταση ισορροπίας του. Ποιο από τα μέρη θα γίνει πραγματικό, για τον εξωτερικό παρατηρητή, είναι θέμα τύχης. Η ρήξη της συμμετρίας θεωρείται ότι διαδραματίζει ιδιαίτερα σημαντικό μορφοποιητικό ρόλο, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των κρυστάλλων, των μαγνητών και των υπεραγωγών. Θα μπορούσε επίσης να περιγράψει τον περίφημο μηχανισμό του Higgs με τον οποίο τα σωματίδια αποκτούν μάζα. Ακόμα και το ίδιο το σύμπαν θα μπορούσε να έχει προέλθει με μια διαδικασία αυθόρμητης ρήξης της συμμετρίας. Είναι άραγε το σύμπαν μας το πραγματοποιημένο μέρος από ένα εικονικό ζευγάρι συμπάντων, μέσα στο πολυσύμπαν; Αλλά το σύμπαν μοιάζει με μια γιγάντια χρονομηχανή που παράχθηκε από έναν μη αιτιακό ατέρμονο βρόγχο, τη ρήξη του οποίου ονομάζουμε 'Μεγάλη Έκρηξη,' μέσω μιας διαδικασίας αυθόρμητης ρήξης της συμμετρίας. Οπότε, στο πλαίσιο του επεκταμένου παρόντος, η προηγούμενη υπόθεση μπορεί να ευσταθεί.

Ένα παρόμοιο γεγονός αυθόρμητης ρήξης της συμμετρίας είναι και το γεγονός του 'μετασταθούς κενού' (vaccum metastability event). Αυτό συμβαίνει όταν ένα σύστημα περνάει από μια μακρόβια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας σε μια κατάσταση ελάχιστης ενέργειας. Η κβαντομηχανική κάνει μάλιστα λόγο και για το 'ψευδές' και το 'αληθές' κενό, αντίστοιχα. (Βλέπουμε δηλαδή ότι το κενό, σύμφωνα με τη σύγχρονη φυσική, όχι μόνο υπάρχει αλλά μπορεί να είναι και αληθινό ή ψεύτικο!) Σε κάθε περίπτωση, ένα τέτοιο γεγονός μετασταθούς κενού σε μια περιοχή του σύμπαντος θα μπορούσε να προκαλέσει μια τρομακτική αλυσιδωτή αντίδραση που θα διερρήγνυε  και θα 'κατάπινε' το χώρο- χρόνο όπως τον ξέρουμε. Όμως, σε ό,τι αφορά την συζήτησή μας το κενό είναι η πηγή αυθόρμητης δημιουργίας, ενώ η ρήξη της συμμετρίας δίνει την ευκαιρία στα  γεγονότα να υπάρξουν, πέρα από τις πρωτογενείς τους συνθήκες. Ακόμη και η καθημερινή μας συμπεριφορά μπορεί κάποιες φορές να δείξει έναν 'μετασταθή' χαρακτήρα. Για παράδειγμα, πολυκαιρισμένες απόψεις μπορεί να βρεθούν ότι ήταν λάθος. Τότε, οι απόψεις αυτές μπορούν να υποβληθούν σε μια διαδικασία αλλαγής και να περάσουν από μια κατάσταση 'ψευδότητας' σε μια κατάσταση 'αλήθειας.'

Η προοπτική ότι η συνείδηση θα μπορούσε να προκαλέσει την αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας, είναι συναρπαστική. Στην περίπτωση αυτή, η ενέργεια κενού θα μπορούσε να ταυτιστεί με το υπόβαθρο του ασυνείδητου, το οποίο θα παρήγαγε διαρκώς ζεύγη σαν- παρελθοντικών και σαν- μελλοντικών γεγονότων. Η εξατομίκευση των γεγονότων αυτών, έτσι ώστε η συνείδηση να μπορέσει να τα αναγνωρίσει ως τμήματα του δικού της παρελθόντος ή μέλλοντος, θα έχει να κάνει με την αιτιακή επιλογή. Σε ό,τι αφορά τα μετασταθή γεγονότα, στην πράξη θα πρέπει να συμβαίνουν όλη την ώρα, καθώς η συνείδηση θα περνά από τις διεγερμένες καταστάσεις της αιτιακής επιλογής στη θεμελιώδη κατάσταση της ασυνείδητης 'ευσταθούς' ισορροπίας, λίγο πριν την αυθόρμητη ρήξη της συμμετρίας. Στην περίπτωση αυτή, η συνείδηση θα μπορούσε να ανακαλύψει αντίστοιχα όλον τον ενθουσιασμό της αυθόρμητης δημιουργικότητας, καθώς επίσης και τη γαλήνη της απερίσπαστης συγκέντρωσης και ισορροπίας στο βαθύτερο επίπεδο, αντί για μια ασταθή κατάσταση γεγονότων που θα έφερνε το τέλος του κόσμου. 

Επεκτάσεις και συνέπειες 


Το επεκταμένο παρόν ως ένας ατέρμονος βρόγχος. Τα ταυτόχρονα γεγονότα Α και Β παράγονται συμμετρικά. Η οριζόντια γραμμή σχηματίζει την επιφάνεια ενός ορίζοντα συμβάντος. Πάνω σε αυτήν την επιφάνεια όλα τα γεγονότα μπορούν να αναπαρασταθούν ολογραφικά. 

Μια θεμελιώδης υπόθεση μπορεί να διατυπωθεί εδώ: Γιατί η φύση κάποιες φορές είναι τόσο απατηλή; Ή μήπως πιθανότερα είμαστε συνηθισμένοι να εξαπατάμε τον εαυτό μας; Φαίνεται  επομένως να υπάρχει μια εγγενής αντίφαση, ή 'διγλωσσία,' τόσο στην φύση όσο και στον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα και πράττουμε. Αυτή η θεμελιωδώς δυιστική ιδιότητα του κόσμου, να βρίσκεται ταυτόχρονα 'έξω' και 'μέσα,' αντικατοπτρίζεται στις διαδικασίες αυθόρμητης ρήξης της συμμετρίας που λαμβάνουν χώρα σε ένα θεμελιώδες επίπεδο. Εικονικά ζεύγη σωματιδίων παράγονται από το πουθενά, αντιπροσωπεύοντας ατέρμονους βρόγχους που σχηματίζονται στο κενό. Το ίδιο το σύμπαν θα μπορούσε να είναι ένας τέτοιος βρόγχος, ο οποίος να υπάρχει σε έναν άπειρο αριθμό διαστάσεων. Και, τότε, ξαφνικά, μια εξίσου αυθόρμητη διαδικασία διαρρηγνύει τη συμμετρία ώστε να διαιρέσει το βρόγχο του εικονικού ζεύγους σε ένα μέρος 'πραγματικό' και σε ένα 'φανταστικό.' Αλλά ακόμη και αν η διαδικασία αυτή φαίνεται μαγική, δεν είναι ανοίκεια σε σχέση με τον τρόπο που λειτουργεί η συνείδησή μας. Η δημιουργικότητα, η εφευρετικότητα και η έμπνευση, για παράδειγμα, είναι ορισμένες από τις κοινές της ιδιότητες, οι οποίες έχουν όλα τα βασικά χαρακτηριστικά της αυθόρμητης γέννησης. 

Αυτή η διαδικασία της αυθόρμητης ρήξης της συμμετρίας απεικονίζεται στο προηγούμενο διάγραμμα. Ένας ατέρμονος βρόγχος δημιουργείται στο υπόστρωμα. Το γεγονός A έρχεται στην πραγματικότητα, ενώ το γεγονός B αντανακλάται πίσω στο κενό. Μπορούμε να ταυτίσουμε αυτή τη διαδικασία με ένα εικονικό ζεύγος σωματιδίων ή γενικότερα με δύο γεγονότα A και B, τα οποία αποκτούν ένα σαν- μελλοντικό και ένα σαν- παρελθοντικό χαρακτηριστικό, αντίστοιχα. Η γραμμή ή  επιφάνεια που χωρίζει οριζόντια το βρόγχο στα δύο αντιπροσωπεύει έναν ορίζοντα συμβάντος. Με αυτήν την ευρύτερη έννοια, το όλο γεγονός συνιστά μια μοναδικότητα. 

Το περιεχόμενο της προηγούμενης συζήτησης είναι ένα καλό παράδειγμα της ολογραφικής αρχής.  Στην περίπτωση αυτή, ο ορίζοντας συμβάντος προσδιορίζει την ολογραφική επιφάνεια, η οποία περιέχει όλες τις πληροφορίες σχετικά με το γεγονός. Αυτό που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον στην προηγούμενη περιγραφή είναι ότι η ολογραφική επιφάνεια του ορίζοντα συμβάντος θα μπορούσε να είναι το μοναδικό πράγμα που υπάρχει. Τα γεγονότα Α και Β τότε θα αποτελούν απλά αντανακλάσεις ή ολογραφικές προβολές ενός 'πραγματικού' και ενός 'φανταστικού' αντικειμένου, παραχθέντων συμμετρικά ως προς την επιφάνεια. Στην πράξη, η ολογραφική αρχή είναι μια λειτουργία προβολής από έναν όγκο σε μια επιφάνεια. Αλλά αν κάναμε ένα βήμα παραπέρα, θεωρώντας μια προβολή από ένα σημείο στο άπειρο, ή το αντίστροφο; Σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν μια αντιστοιχία ένα- προς- άπειρο. Θα μπορούσαμε να οπτικοποιήσουμε αυτήν τη διαδικασία με έναν κώνο φωτός, σαν εκείνον που συναντήσαμε πρωτύτερα. Αν κατά κάποιον τρόπο αντιστρέφαμε την όλη διαδικασία, θα μπορούσαμε να έχουμε μια αναδρομική προβολή του κώνου σε ένα μόνο σημείο του, στην κορυφή. Μια τέτοια ιδέα δεν είναι καθόλου αδικαιολόγητη: κάθε σημείο σε μια ολογραφική επιφάνεια περιέχει την πληροφορία ολόκληρης της εικόνας. Κάθε κύτταρό μας μπορεί να περιέχει την πληροφορία για το σύνολο του σώματος. Κάθε κόκκος άμμου ίσως περιέχει την πληροφορία που αφορά το σύνολο του σύμπαντος. 

Συζητήσαμε πρωτύτερα την ολιστική προοπτική του κόσμου. Τώρα θα θεωρήσουμε ένα διαφορετικό είδος σύνδεσης των πραγμάτων. Τα γεγονότα όχι μόνο δρουν πάνω σε άλλα αντικείμενα, αλλά έχουν επίσης και μια ψυχολογική επίδραση πάνω στα ζωντανά πλάσματα. Από την άλλη πλευρά, η συνείδηση συμμετέχει στις φυσικές διεργασίες με ένα τρόπο συσχετιστικό και συμπληρωματικό. Η ιδέα ότι τα φυσικά γεγονότα μπορεί να συνδέονται με 'ψυχικές' καταστάσεις του ατόμου προτάθηκε από τον ψυχίατρο  Carl Jung. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό το είδος σύνδεσης είναι μη αιτιακό, και έχει να κάνει με αρχέγονες μορφές, που ονομάζονται αρχέτυπα, και οι οποίες κατοικούν στο συλλογικό ασυνείδητο, την προαιώνια μνήμη ολόκληρης της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, που λέγεται συγχρονικότητα, κάτω από ορισμένες συνθήκες, φυσικά και ψυχικά γεγονότα μπορούν να λάβουν χώρα ως 'νοήμονες συμπτώσεις.' Αυτό το είδος σύνδεσης συμβαίνει αυθόρμητα, ενώ τα γεγονότα μπορεί να συμβούν είτε ταυτόχρονα είτε σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Στη δεύτερη περίπτωση, μια τωρινή ψυχική κατάσταση μπορεί να συνδέεται με ένα μελλοντικό φυσικό γεγονός το οποίο θα πραγματοποιηθεί κάποια στιγμή μετά. 


Σε μια συνεργασία του Jung με το φυσικό Wolfgang Pauli, η έννοια της συγχρονικότητας απεικονίζεται σε αντιπαράθεση με την αιτιότητα, όπως φαίνεται στο προηγούμενο σχήμα. Όπως ο Jung το περιγράφει με δικά του λόγια: 'Εδώ η συγχρονικότητα είναι για τις τρεις άλλες αρχές ότι είναι η μία διάσταση του χρόνου για τις τρεις διαστάσεις του χώρου, ή σαν το ασύλληπτο 'Τέταρτο' στον Τιμαίο, όπου λέει ο Πλάτωνας ότι μπορεί να προστεθεί μόνο 'δια της βίας' στις άλλες τρεις. Ακριβώς όπως η εισαγωγή του χρόνου ως η τέταρτη διάσταση στη σύγχρονη φυσική επιβάλλει ένα μη αναπαριστώμενο χωρο- χρονικό συνεχές, έτσι η ιδέα της συγχρονικότητας με την εγγενή ιδιότητα του νοήματος παράγει μια εικόνα του κόσμου τόσο μη αναπαριστώμενη ώστε να είναι τελείως εξωφρενική. Το πλεονέκτημα, ωστόσο, της προσθήκης αυτής της έννοιας είναι ότι καθιστά δυνατή μια οπτική η οποία περιλαμβάνει τον ψυχοειδή παράγοντα στην περιγραφή μας και στη γνώση μας για τη φύση- δηλαδή, ένα προϋπάρχον νόημα ή 'ισοδυναμία.'


Σε σχέση με αυτήν την ισοδυναμία ή συμμετρία, θα μπορούσαμε να αναπαραστήσουμε τη συγχρονικότητα, η οποία, σε ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, έχει το χαρακτηριστικό του ταυτοχρονισμού, με ένα άχωρο και άχρονο διάγραμμα, με τη συγχρονικότητα στον κάθετο άξονα και την αιτιότητα στον οριζόντιο. Σε αυτήν την περίπτωση, η αιτιότητα θα μπορούσε να ορίζει έναν ορίζοντα συμβάντος ο οποίος τακτικά θα 'παραβιαζόταν' από τη συγχρονικότητα. Επιπλέον, στο συγκεκριμένο διάγραμμα, η συγχρονικότητα θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον ίδιο το χρόνο, ως ένας παράγοντας τάξης σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Αυτό το πλαίσιο μπορεί να παρασχεθεί σε σχέση με την έννοια του επεκταμένου παρόντος. Αν το παρόν θεωρηθεί σαν ένα σημείο, τότε η σύμπτωση ενός τωρινού γεγονότος με ένα μελλοντικό γεγονός φαίνεται παράλογη και είναι ακατανόητη. Αλλά στο πλαίσιο του επεκταμένου παρόντος και τα δύο γεγονότα συμβαίνουν εδώ και τώρα, ενώ το μελλοντικό γεγονός αναστέλλεται μέχρι να εκπληρωθεί. Αυτή η άποψη μπορεί επίσης να αντιπροσωπεύσει μια επεκταμένη έννοια του ταυτοχρονισμού επειδή γεγονότα που συμβαίνουν μαζί μπορούν να εκτείνονται σε διαφορετικούς χρόνους. Αλλά αν αυτά είναι συνδεμένα με έναν ατέρμονο βρόγχο, τότε η πιθανότητα είναι ότι αυτή η αυθόρμητη σύνδεση θα εκφραστεί αιτιακά σε εύθετο χρόνο. 

Ίσως αυτό μπορεί να ακούγεται σαν ένα είδος 'μοίρας,' ή σαν μια νέα μορφή αδυσώπητης αιτιοκρατίας. Αλλά στην πραγματικότητα, αυτή η άποψη δεν είναι περισσότερο άκαμπτη από τις αυθόρμητες διαδικασίες καθαυτές: Ένα αυθόρμητο γεγονός θα παραχθεί αργά ή γρήγορα, παρότι δεν ξέρουμε ακριβώς πότε και πού. Επίσης δεν γνωρίζουμε γιατί θα συμβεί. Ωστόσο, είδαμε σε αυτήν τη συζήτηση ότι το γεγονός θα πραγματοποιηθεί μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του επεκταμένου παρόντος. Επίσης μάθαμε κάτι σχετικά με τον τρόπο που αυτό συμβαίνει: μέσω ενός ατέρμονου βρόγχου. Επιπλέον, μπορούμε να μάθουμε γιατί αυτό συνέβη σε εύθετο χρόνο, όταν το αυθόρμητο γεγονός αποκαλύψει τη φύση του, μέσω της διαδικασίας του αιτιακού συσχετισμού. Οπότε μπορούμε επίσης να αποδώσουμε στα γεγονότα ένα νόημα. Και ενώ εμείς οι ίδιοι είμαστε στην πράξη γεγονότα που κατοικούν μέσα στο επεκταμένο παρόν, η συνείδησή μας είναι και αυτή ένα γεγονός, συνδεδεμένη με όλα τα άλλα γεγονότα, 'επιβεβαιώνοντας' ή απορρίπτοντάς' τα. Έτσι έχουμε τη δύναμη και τα μέσα όχι μόνο να διαμορφώνουμε το χώρο- χρόνο, αλλά και να προσδιορίζουμε την αιτία των πραγμάτων. Όχι μόνο είμαστε 'παράξενες στροφές,' εμφανίζοντας το ίδιο ταλέντο του αυθορμητισμού και ταυτοχρονισμού που διαθέτει και η φύση, αλλά επιπλέον είμαστε 'χρονομηχανές,' βάζοντας τα πράγματα σε τάξη σε σχέση με το χώρο και το χρόνο, καθορίζοντας έτσι και τις χρονικές τους ιδιότητες. Είμαστε πλάσματα που αναλογιζόμαστε το παρελθόν μας ενώ θεωρούμε το μέλλον. Διαρκώς αναθεωρούμε προκατεστημένες αντιλήψεις και υποθέσεις, ενώ παράλληλα αναμένουμε τις σαν- μελλοντικές συνθήκες να επιβεβαιωθούν ή όχι. Έτσι ώστε, στα πλαίσια του επεκταμένου παρόντος, οι μελλοντικές μας πράξεις δικαιολογούν το παρελθόν μας.
========================================================================

Στον παρακάτω σύνδεσμο θα βρείτε όλο το κείμενό μου στα αγγλικά, με κάποιες επιπλέον ενημερώσεις και σημειώσεις, καθώς επίσης και με τις σχετικές παραπομπές: