Ο σάπιος γάιδαρος (The rotting donkey), Σαλβαντόρ Νταλί, 1928
Το ίδιο το γεγονός της παράνοιας, και, ιδίως, η εξέταση του μηχανισμού της ως δύναμη, μας οδηγεί στο ενδεχόμενο μιας πνευματικής κρίσης, ίσως του ίδιου χαρακτήρα, αλλά σε κάθε περίπτωση στο αντίθετο άκρο από την κρίση την οποία επίσης παθαίνουμε από το γεγονός της παραίσθησης.
Πιστεύω ότι η στιγμή πλησιάζει όταν, από μια διαδικασία σκέψης ενός παρανοϊκού και ενεργού χαρακτήρα, θα ήταν δυνατόν (ταυτόχρονα με τον αυτοματισμό και άλλες παθητικές καταστάσεις) να συστηματοποιήσουμε τη σύγχυση και με τον τρόπο αυτό να συμβάλουμε σε μια συνολική αποποίηση του κόσμου της πραγματικότητας.
Τα νέα φαινόμενα τα οποία η παρανοϊκή σκέψη μπορεί ξαφνικά να απελευθερώσει δεν θα έχουν την καταγωγή τους μόνο στο ασυνείδητο, αλλά, επιπλέον, η δύναμη της παρανοϊκής δύναμης θα είναι η ίδια στην υπηρεσία του ασυνείδητου.
Αυτά τα νέα και απειλητικά φαινόμενα θα ενεργήσουν επιδέξια και διαβρωτικά με την καθαρότητα των φυσικών και καθημερινών εμφανίσεων- μια καθαρότητα που, με την ιδιαίτερη ποιότητα της αυτό-επιφύλαξης και της μετριοφροσύνης, θα μας κάνει να ονειρευτούμε τον παλιό μεταφυσικό μηχανισμό, ο οποίος περιέχει κάτι που μπορεί εύκολα να ταυτιστεί με την ίδια την ουσία της φύσης, η οποία, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, αρέσκεται στο να κρύβει τον εαυτό της.
Βρισκόμενη εξ ολοκλήρου μακριά από την επιρροή των αισθητηριακών παραστάσεων με τις οποίες η παραίσθηση συνδέεται λίγο- πολύ, η παρανοϊκή δραστηριότητα κάνει πάντα χρήση υλικών τα οποία είναι ελεγχόμενα και αναγνωρίσιμα. Αρκεί ότι το ντελίριο της ερμηνείας θα μπορούσε να συνδέσει την αίσθηση από ετερογενείς εικόνες έτσι ώστε η πραγματική ύπαρξη αυτής της σχέσης να είναι πλέον αναμφισβήτητη. Η παράνοια χρησιμοποιεί τον εξωτερικό κόσμο, προκειμένου να απεμπολήσει την έμμονη ιδέα του, με το ενοχλητικό χαρακτηριστικό να εξακριβώνει την πραγματικότητα αυτής της ιδέας για τους άλλους. Η πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου χρησιμεύει ως απεικόνιση και απόδειξη, και τίθεται έτσι στην υπηρεσία της πραγματικότητας του νου μας.
Όλοι οι γιατροί αναγνωρίζουν τη σπιρτάδα και λεπτή αίσθηση που διακρίνει συνήθως τους παρανοϊκούς, οι οποίοι, αξιοποιώντας σχέσεις και γεγονότα τόσο εξεζητημένα ώστε να διαφεύγουν από τον κοινό νου, καταλήγουν σε συμπεράσματα που συχνά δεν μπορούν να διαψευσθούν ή να απορριφθούν, και που σε κάθε περίπτωση σχεδόν πάντα αψηφούν την ψυχολογική ανάλυση.
Είναι χάρη σε μια ξεχωριστή παρανοϊκή διαδικασία που καθίσταται δυνατό να παραχθεί μια διπλή εικόνα: με άλλα λόγια, η αναπαράσταση ενός αντικειμένου το οποίο είναι επίσης, χωρίς την παραμικρή γραφική ή ανατομική τροποποίηση, η εκπροσώπηση ενός άλλου εντελώς διαφορετικού αντικειμένου, το οποίο με τη σειρά του επίσης δεν έχει υποστεί οποιαδήποτε παραμόρφωση ή μετατροπή.
Η επίτευξη μιας τέτοιας διπλής εικόνας έχει καταστεί δυνατή χάρη στη βία της παρανοϊκής σκέψης, η οποία κάνει χρήση, με δεινότητα και επιδεξιότητα, την απαιτούμενη ποσότητα προϊδεασμένων, συμπτώσεων, και ούτω καθεξής, κάνοντας χρήση αυτών ώστε να αποκαλύψει τη δεύτερη εικόνα, που, στην περίπτωση αυτή, υπερβαίνει την έμμονη ιδέα.
Η διπλή εικόνα (ένα παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η εικόνα ενός αλόγου που είναι ταυτόχρονα και η εικόνα μιας γυναίκας) μπορεί να επεκταθεί, συνεχίζοντας την παρανοϊκή διαδικασία, με την ύπαρξη μιας άλλης έμμονης ιδέας η οποία να επαρκεί για την ανάδυση μιας τρίτης εικόνας (η εικόνα ενός λιονταριού, για παράδειγμα), και ούτω καθεξής μέχρι τη συνεύρεση ενός αριθμού εικόνων που θα περιορίζεται μόνο από το εύρος της παρανοϊκής ικανότητας του νου.
Υποβάλλω σε υλιστική ανάλυση το είδος της πνευματικής κρίσης που μπορεί να προκληθεί από μια τέτοια εικόνα· υποβάλλω σε αυτήν το πολύ πιο περίπλοκο πρόβλημα του καθορισμού ποια από αυτές τις εικόνες έχει την υψηλότερη πιθανότητα ύπαρξης, με το πού η παρέμβαση της επιθυμίας γίνει αποδεκτή· και ακόμα το πιο σοβαρό και γενικό ερώτημα αν μια σειρά τέτοιων αναπαραστάσεων επιδέχεται ένα όριο, ή, αν, όπως έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε, ένα τέτοιο όριο δεν υπάρχει, ή υπάρχει απλώς ως συνάρτηση της παρανοϊκής δυνατότητας του κάθε ατόμου.
Όλα αυτά (αν υποθέσουμε ότι δεν παρεμβαίνουν άλλες γενικές αιτίες) μου επιτρέπουν, τουλάχιστον, να πω ότι οι εικόνες της πραγματικότητας εξαρτώνται από το βαθμό της παρανοϊκής μας δυνατότητας, και ακόμη ότι, θεωρητικά, ένα άτομο προικισμένο με τέτοια δυνατότητα μπορεί να δει κατά βούληση τις διαδοχικές αλλαγές της μορφής ενός αντικειμένου όπως αυτό γίνεται αντιληπτό στην πραγματικότητα, όπως ακριβώς στην περίπτωση της εκούσιας παραίσθησης• αυτό, ωστόσο, με το ακόμα πιο συντριπτικά σημαντικό χαρακτηριστικό ότι οι διάφορες μορφές που παίρνει το εν λόγω αντικείμενο θα είναι ελέγξιμες και αναγνωρίσιμες από όλους, μόλις ο παρανοϊκός τις υποδείξει.
Ο παρανοϊκός μηχανισμός που δημιουργεί την εικόνα με τις πολλαπλές μορφές προσφέρει στην κατανόησή μας το κλειδί για την προέλευση και την ουσία των παραστάσεων, των οποίων ο σάλος κυριαρχεί πάνω από τις πτυχές όπου βρίσκονται κρυμμένες οι πολλαπλές εμφανίσεις του απτού. Είναι ακριβώς η βία και η τραυματική ουσία των παραστάσεων όσον αφορά την πραγματικότητα, και η απουσία της παραμικρής όσμωσης ανάμεσα στην πραγματικότητα και στα φαινόμενα, που μας οδηγούν να συμπεράνουμε την (ποιητική) αδυναμία οποιουδήποτε είδους σύγκρισης. Δεν θα υπήρχε καμία δυνατότητα σύγκρισης δύο πραγμάτων αν δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν χωρίς καμία απολύτως, συνειδητή ή ασυνείδητη, σχέση μεταξύ τους. Αν μια τέτοια σύγκριση γινόταν απτή θα χρησίμευε σαφώς σαν μια εικόνα της αντίληψής μας για το άσκοπο.
Είναι εξαιτίας της έλλειψης επαφής με την πραγματικότητα, και αυτού που μπορεί να θεωρηθεί ως αλόγιστο στην ύπαρξή τους, που οι παραστάσεις τόσο εύκολα παίρνουν τη μορφή της πραγματικότητας, ενώ αυτή η τελευταία, με τη σειρά της, προσαρμόζεται στη βία των παραστάσεων, τις οποίες η υλιστική σκέψη βλακωδώς μπερδεύει με τη βία της πραγματικότητας.
Τίποτα δεν μπορεί να με εμποδίσει να αναγνωρίσω την πολυσχιδή παρουσία των παραστάσεων στο παράδειγμα των πολλαπλών εικόνων, ακόμη και αν μία από τις καταστάσεις της παίρνει τη μορφή ενός σάπιου γάιδαρου, ακόμη και αν ένας τέτοιος γάιδαρος βρίσκεται πράγματι σε κατάσταση αποσύνθεσης, καλυμμένος από χιλιάδες μύγες και μυρμήγκια• και, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή δεν μπορούμε να συμπεράνουμε την έννοια αυτών των ξεχωριστών καταστάσεων της εικόνας πέρα από την αντίληψη του χρόνου, τίποτα δεν μπορεί να με πείσει ότι αυτή η ανελέητη σήψη του γαιδάρου είναι οτιδήποτε άλλο από τη σκληρή και εκτυφλωτική λάμψη νεόκοπων πολύτιμων πετρών.
Ούτε και ξέρουμε αν τα τρία μεγάλα φαινόμενα, τα περιττώματα, το αίμα και η σήψη, δεν επισκιάζουν ρητά την πολυπόθητη «γη του θησαυρού.»
Ως γνώστες των εικόνων, έχουμε εδώ και καιρό μάθει να αναγνωρίζουμε την εικόνα της επιθυμίας κρυμμένη πίσω από τις αναπαραστάσεις του τρόμου, ακόμη και το ξύπνημα της «Χρυσής Εποχής» στα ποταπά σκατολογικά φαινόμενα.
Η αποδοχή των παραστάσεων, των οποίων τις εμφανίσεις η πραγματικότητα αγωνίζεται με μεγάλη δυσκολία να μιμηθεί, μας οδηγεί στην επιθυμία πραγματικών πραγμάτων.
Ίσως καμία παράσταση δεν δημιούργησε σύνολα στα οποία το ιδανικό του κόσμου να ταιριάζει τόσο καλά όσο το μεγάλο φαινόμενο που απετέλεσε την εντυπωσιακή αρχιτεκτονική διακοσμητική Art Nouveau. Καμία συλλογική προσπάθεια δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα ονειρικό κόσμο τόσο καθαρά και τόσο ανησυχητικά όσο τα κτίρια της Art Nouveau, τα οποία, βρισκόμενα στο περιθώριό της αρχιτεκτονικής, αποτελούν από μόνα τους μια πραγματική έκφραση υλοποιημένων επιθυμιών, και όπου ο πιο βίαιος και σκληρός αυτοματισμός τρομερά προδίδει ένα μίσος για την πραγματικότητα, και την ανάγκη να βρεθεί καταφύγιο για έναν ιδανικό κόσμο, κατά τρόπο ανάλογο με τον τρόπο που αυτό συμβαίνει σε μια παιδαριώδη νεύρωση.
Εδώ βρίσκεται αυτό που μπορεί ακόμα να μας αρέσει, η επιβλητική μάζα ξέφρενων και ψυχρών κτιρίων διασκορπισμένων σε όλη την Ευρώπη, περιφρονημένων και αγνοημένων από ανθολογίες και εκπαιδευτικής φύσης έρευνες. Αυτό είναι αρκετό για να τεθούμε εναντίον των γουρουνίσιων σύγχρονων αισθητικών, υπερασπιστών της απεχθούς «μοντέρνας τέχνης,» και είναι αρκετό να τεθούμε ακόμη ενάντια σε ολόκληρη την ιστορία της τέχνης.
Θα ήταν σκόπιμο να πούμε, μια φορά και για πάντα, σε όλους τους κριτικούς της τέχνης, στους καλλιτέχνες, και ούτω καθεξής, ότι δεν είναι ανάγκη να περιμένουμε από τις νέες Σουρεαλιστικές εικόνες οτιδήποτε άλλο εκτός από μια απογοήτευση, μια απαίσια αίσθηση και ένα συναίσθημα απώθησης. Καθώς βρίσκονται σχετικά στο όριο των πλαστικών ερευνών και άλλων ειδών «κουταμάρες,» οι νέες εικόνες του Σουρεαλισμού θα παίρνουν όλο και περισσότερο τις μορφές και τα χρώματα της αποθάρρυνσης και της σύγχυσης. Η ημέρα δεν αργεί όταν μια εικόνα θα πετύχει την αξία και μόνο αυτή μιας απλής ηθικής πράξης, η οποία θα είναι ακόμη μια απλή αδικαιολόγητη πράξη.
Οι νέες εικόνες, ως μια λειτουργική μορφή της σκέψης, θα υιοθετήσουν την ελεύθερη διάθεση της βιαίως καταπιεσμένης επιθυμίας. Η θανατηφόρος δραστηριότητα αυτών των νέων εικόνων, ταυτόχρονα με άλλες Σουρεαλιστικές δραστηριότητες, μπορεί επίσης να συμβάλει στην κατάρρευση της πραγματικότητας, προς όφελος όλων όσων, διαμέσου και πέρα από τα βασικά και αποκρουστικά ιδανικά κάθε είδους, αισθητικά, ανθρωπιστικά, φιλοσοφικά, και σύντομα, μας φέρνει γρήγορα πίσω στις καθαρές πηγές του αυνανισμού, της επιδειξιομανίας, του εγκλήματος και της αγάπης.
Οι Σουρεαλιστές είναι Ιδεαλιστές που δεν ασπάζονται κανένα ιδανικό. Οι ιδανικές εικόνες του Σουρεαλισμού βρίσκονται στην υπηρεσία μιας επικείμενης κρίσης της συνείδησης, στην υπηρεσία της Επανάστασης.
*Ο σάπιος γάιδαρος, κείμενο του Σαλβαντόρ Νταλί, 1930