6 Ιουν 2024

Το ανοίκειο

 

(1919)

Sigmund Freud

 

Ι

 

Σπάνια ένας ψυχαναλυτής αισθάνεται την ανάγκη να διερευνήσει το θέμα της αισθητικής, ακόμη και όταν η αισθητική νοείται ότι δεν σημαίνει απλώς τη θεωρία της ομορφιάς, αλλά τη θεωρία των ιδιοτήτων του συναισθήματος. Αυτός ο ψυχαναλυτής εργάζεται σε άλλα επίπεδα της ψυχικής ζωής, και έχει ελάχιστη σχέση με εκείνες τις παρασκηνιακές συναισθηματικές δραστηριότητες οι οποίες, ανασταλτικές στους στόχους τους και εξαρτώμενες από ένα πλήθος συντρεχόντων παραγόντων, συνήθως παρέχουν το υλικό για τη μελέτη της αισθητικής. Αλλά συμβαίνει περιστασιακά να πρέπει ο ψυχαναλυτής να ενδιαφερθεί για κάποιο συγκεκριμένο τομέα αυτού του θέματος. Και τότε συνήθως αποδεικνύεται ότι πρόκειται για έναν μάλλον απομακρυσμένο τομέα, ο οποίος έχει παραμεληθεί στις τυπικές εργασίες.

 

Το θέμα του «ανοίκειου» είναι ένας τομέας αυτού του είδους. Ανήκει αναμφίβολα σε όλα όσα είναι φοβερά- σε όλα όσα προκαλούν τρόμο και υφέρπουσα φρίκη. Είναι εξίσου βέβαιο, επίσης, ότι η λέξη δεν χρησιμοποιείται πάντα με μια σαφώς καθορισμένη έννοια, έτσι ώστε τείνει να συμπίπτει με ό,τι προκαλεί φόβο. Ωστόσο, μπορούμε να αναμένουμε ότι η λέξη συνεπάγεται κάποια εγγενή ποιότητα που δικαιολογεί τη χρήση ενός ειδικού ονόματος. Είναι επομένως ενδιαφέρον να μάθουμε ποια είναι αυτή η ιδιόμορφη ιδιότητα που μας επιτρέπει να διακρίνουμε ως «ανοίκεια» ορισμένα πράγματα μέσα στα όρια αυτού που είναι «φοβερό».

 

Τίποτα δεν μπορεί να βρεθεί πάνω σε αυτό το θέμα σε περίτεχνες πραγματείες για την αισθητική, οι οποίες γενικά προτιμούν να ασχολούνται με αυτό που είναι όμορφο, ελκυστικό, και μεγαλειώδες, δηλαδή με συναισθήματα θετικής φύσης, με τις περιστάσεις και τα αντικείμενα που τα προκαλούν, παρά με τα αντίθετα συναισθήματα της δυσαρέσκειας και της απώθησης. Γνωρίζω μόνο μία προσπάθεια στην ιατρική- ψυχολογική βιβλιογραφία, μια γόνιμη αλλά όχι εξαντλητική εργασία του E. Jentsch. Οφείλω όμως να ομολογήσω ότι δεν εξέτασα διεξοδικά τη βιβλιογραφία, ιδιαίτερα την ξένη βιβλιογραφία, σχετικά με την παρούσα ταπεινή συμβολή μου, έτσι ώστε η εργασία μου να παρουσιάζεται στον αναγνώστη χωρίς καμία διεκδίκηση προτεραιότητας.

 

Στη μελέτη του για το «ανοίκειο», ο Jentsch πολύ σωστά τονίζει το εμπόδιο που παρουσιάζεται από το γεγονός ότι οι άνθρωποι διαφέρουν πολύ στην ευαισθησία τους σχετικά με αυτή την ποιότητα του συναισθήματος. Πράγματι, εγώ ο ίδιος πρέπει να δηλώσω ένοχος για μια ιδιαίτερη βραδύνοια σχετικά με το θέμα, όπου μια μεγαλύτερη λεπτότητα της αντίληψης απαιτείται. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που είχα βιώσει ή ακούσει για κάτι που να μου είχε δώσει μια ανοίκεια εντύπωση, και είμαι υποχρεωμένος να μεταφέρω τον εαυτό μου σε αυτή την κατάσταση συναισθήματος, και να αφυπνίσω μέσα μου αυτήν τη δυνατότητα πριν ξεκινήσω. Ωστόσο, δυσκολίες αυτού του είδους γίνονται έντονα αισθητές σε πολλούς άλλους κλάδους της αισθητικής. Δεν χρειάζεται να απελπιζόμαστε ότι δεν θα βρούμε περιπτώσεις στις οποίες η εν λόγω ποιότητα αναγνωρίζεται χωρίς δισταγμό από τους περισσότερους ανθρώπους.

 

Δύο πορείες είναι ανοιχτές για εμάς στην αρχή. Είτε μπορούμε να μάθουμε ποιο νόημα έχει αποδοθεί στη λέξη «ανοίκειο» κατά τη διάρκεια της ιστορίας της λέξης. Ή μπορούμε να συλλέξουμε όλες εκείνες τις ιδιότητες προσώπων, πραγμάτων, αισθήσεων, εμπειριών, και καταστάσεων που διεγείρουν μέσα μας το αίσθημα του ανοίκειου, και στη συνέχεια να συμπεράνουμε την άγνωστη φύση του ανοίκειου από αυτό που όλα έχουν κοινό. Λέω ευθέως ότι και οι δύο πορείες οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα: το «ανοίκειο» ανήκει σε εκείνη την κατηγορία του φοβερού που οδηγεί πίσω σε κάτι γνωστό σε εμάς από καιρό, κάποτε πολύ οικείο. Πώς αυτό είναι δυνατό, υπό ποιες συνθήκες το οικείο μπορεί να γίνει παράξενο και τρομακτικό, θα δείξω στη συνέχεια. Επιτρέψτε μου επίσης να προσθέσω ότι η έρευνά μου ξεκίνησε στην πραγματικότητα συλλέγοντας ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις, και μόνο αργότερα είχα την επιβεβαίωση, αφού εξέτασα τι μπορούσε η γλώσσα να μας πει. Σε αυτή τη συζήτηση, ωστόσο, θα ακολουθήσω την αντίθετη πορεία.

 

Η γερμανική λέξη unheimlich είναι προφανώς το αντίθετο του heimlich, όπου το τελευταίο σημαίνει «οικείο», «ντόπιο», «αυτό που ανήκει στο σπίτι», μπαίνοντας έτσι στον πειρασμό να συμπεράνουμε ότι αυτό που είναι «ανοίκειο» είναι τρομακτικό ακριβώς επειδή δεν είναι γνωστό και οικείο. Φυσικά, όμως, δεν είναι τρομακτικό ό,τι είναι καινούργιο και άγνωστο· η σχέση δεν μπορεί να αντιστραφεί. Μπορούμε μόνο να πούμε ότι αυτό που είναι νέο μπορεί εύκολα να γίνει τρομακτικό και παράξενο. Μερικά νέα πράγματα είναι τρομακτικά, αλλά σε καμία περίπτωση όλα. Κάτι πρέπει να προστεθεί σε αυτό που είναι νέο και άγνωστο για να το κάνει ανοίκειο. Σε γενικές γραμμές, ο Jentsch δεν ξεπέρασε αυτή τη σχέση του ανοίκειου με το νέο και το άγνωστο. Αποδίδει τον ουσιαστικό παράγοντα για την παραγωγή του αισθήματος του ανοίκειου στη διανοητική αβεβαιότητα· έτσι ώστε το ανοίκειο να έχει πάντα να κάνει με το να μην ξέρει κάποιος πού βρίσκεται. Όσο καλύτερα προσανατολισμένο είναι ένα άτομο στο περιβάλλον του, τόσο πιο δύσκολα θα έχει την εντύπωση για κάτι ανοίκειο σχετικά με τα πράγματα και τα γεγονότα στο ίδιο περιβάλλον.

 

Δεν είναι δύσκολο να δούμε ότι αυτός ο ορισμός είναι ελλιπής, έτσι ώστε θα προσπαθήσουμε να προχωρήσουμε πέρα από την ταύτιση του unheimlich με το άγνωστο. Θα στραφούμε πρώτα σε άλλες γλώσσες. Αλλά τα ξένα λεξικά δεν μας λένε τίποτα καινούργιο, ίσως επειδή μιλάμε μια διαφορετική γλώσσα. Πράγματι, έχουμε την εντύπωση ότι πολλές γλώσσες δεν έχουν κάποια αντίστοιχη λέξη για αυτήν τη συγκεκριμένη απόχρωση του φοβερού.

 

[1]

 

Έτσι, το heimlich είναι μια λέξη η έννοια της οποίας αναπτύσσεται προς μια αμφισημία, μέχρι που τελικά συμπίπτει με το αντίθετό της, το unheimlich. Το unheimlich είναι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ένα υποείδος του heimlich. Ας διατηρήσουμε αυτή την ανακάλυψη, την οποία δεν κατανοούμε ακόμη σωστά, παράλληλα με τον ορισμό του Schelling για το «ανοίκειο».[2] Στη συνέχεια, όταν εξετάσουμε μεμονωμένες περιπτώσεις του ανοίκειου, αυτές οι ενδείξεις θα γίνουν κατανοητές σε εμάς.

 

ΙΙ

 

Προχωρώντας στην ανασκόπηση εκείνων των πραγμάτων, προσώπων, εντυπώσεων, γεγονότων, και καταστάσεων που μπορούν να μας προκαλέσουν το αίσθημα του ανοίκειου με μια πολύ βίαιη και καθορισμένη μορφή, η πρώτη απαίτηση είναι προφανώς να επιλέξουμε ένα κατάλληλο παράδειγμα για να ξεκινήσουμε. Ο Jentsch πήρε ως ένα πολύ καλό παράδειγμα την «αμφιβολία για το αν ένα φαινομενικά έμψυχο ον είναι πραγματικά ζωντανό· ή, αντιστρόφως, αν ένα άψυχο αντικείμενο μπορεί να μην είναι στην πραγματικότητα άψυχο». Αναφέρεται σχετικά στην εντύπωση που προκαλούν τα κέρινα ομοιώματα, οι τεχνητές κούκλες, και οι αυτόματες μηχανές. Προσθέτει σε αυτή την κατηγορία το ανοίκειο αποτέλεσμα που προκαλούν οι επιληπτικές κρίσεις και οι εκδηλώσεις παραφροσύνης, επειδή διεγείρουν στον θεατή την αίσθηση ότι σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν αυτόματες, μηχανικές διαδικασίες, κρυμμένες πίσω από τη συνηθισμένη λειτουργία των κινήσεων. Χωρίς να αποδεχόμαστε πλήρως την άποψη του συγκεκριμένου συγγραφέα, θα την εκλάβουμε ως αφετηρία για την έρευνά μας, διότι έχει επιτύχει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο στην έρευνα για τα ανοίκεια αποτελέσματα.

 

Λέει ο Jentsch: «Κατά την αφήγηση μιας ιστορίας, ένα από τα πιο επιτυχημένα τεχνάσματα για την εύκολη δημιουργία ανοίκειων αποτελεσμάτων είναι να αφεθεί ο αναγνώστης σε αβεβαιότητα για το αν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο στην ιστορία είναι άνθρωπος ή αυτόματο. Επιπλέον, αυτό πρέπει να επιτευχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε η προσοχή του αναγνώστη να μην εστιάζεται άμεσα στην αβεβαιότητά του, έτσι ώστε να μην μπορεί να διεισδύσει στο θέμα και να το ξεκαθαρίσει αμέσως, αφού κάτι τέτοιο, όπως είπαμε, θα διαλύσει γρήγορα το περίεργο συναισθηματικό αποτέλεσμα. Ο E. T. A. Hoffmann επανειλημμένα χρησιμοποίησε αυτό το ψυχολογικό τέχνασμα με επιτυχία στις φανταστικές αφηγήσεις του».

 

Αυτή η παρατήρηση, αναμφίβολα σωστή, αναφέρεται κυρίως στην ιστορία του «Ανθρώπου της άμμου» στο Die Nachtstücke του Hoffmann, το οποίο περιέχει το πρωτότυπο της Ολυμπίας, της κούκλας στην πρώτη πράξη της όπερας του Offenbach, Ιστορίες του Hoffmann. Αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ- και ελπίζω ότι οι περισσότεροι αναγνώστες της ιστορίας θα συμφωνήσουν μαζί μου- ότι το θέμα της κούκλας, της Ολυμπίας, η οποία είναι κατά τα φαινόμενα ένα ζωντανό ον, είναι με οποιονδήποτε τρόπο το μόνο στοιχείο που πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνο για την εντελώς απαράμιλλη ατμόσφαιρα ανοικειότητας που προκαλεί η ιστορία· ή, πράγματι, ότι είναι το πιο σημαντικό. Ούτε η επίδραση της ιστορίας ενισχύεται από το γεγονός ότι ο ίδιος ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το επεισόδιο της Ολυμπίας με μια αμυδρή πινελιά σάτιρας, και το χρησιμοποιεί για να κοροϊδέψει την εξιδανίκευση που κάνει ο νεαρός άντρας για την ερωμένη του. Το κύριο θέμα της ιστορίας είναι, αντίθετα, κάτι διαφορετικό, κάτι που δίνει το όνομά του στην ιστορία, και το οποίο πάντα επανεισάγεται την κρίσιμη στιγμή: είναι το θέμα του «Ανθρώπου της άμμου», ο οποίος βγάζει τα μάτια των παιδιών ρίχνοντάς τους άμμο.

 

Αυτή η φανταστική ιστορία ξεκινά με τις παιδικές αναμνήσεις του ήρωα Ναθαναήλ όταν ήταν μαθητής: παρά την τότε ευτυχία του, δεν μπορεί να διώξει τις αναμνήσεις που σχετίζονται με τον μυστηριώδη και τρομακτικό θάνατο του αγαπημένου του πατέρα. Κάποια βράδια, η μητέρα του συνήθιζε να στέλνει τα παιδιά στο κρεβάτι νωρίς, προειδοποιώντας τα ότι «ερχόταν ο Άνθρωπος της άμμου». Και σίγουρα ο Ναθαναήλ δεν θα παρέλειπε να ακούσει το βαρύ βηματισμό του επισκέπτη που είχε ο πατέρας του εκείνο το βράδυ. Όταν ρωτήθηκε για τον Άνθρωπο της άμμου, η μητέρα του, είναι αλήθεια, είπε πως ένα τέτοιο άτομο υπήρχε μόνο ως σχήμα λόγου. Αλλά η νοσοκόμα του μπορούσε να του δώσει πιο συγκεκριμένες πληροφορίες: «Είναι ένας κακός άνθρωπος που πηγαίνει στα παιδιά όταν αυτά δεν πηγαίνουν για ύπνο, και ρίχνει χούφτες άμμου στα μάτια τους, εωσότου τα μάτια τους βγούνε αιμορραγώντας. Στη συνέχεια, βάζει τα μάτια σε ένα σάκο, και τα μεταφέρει στο φεγγάρι για να ταΐσει τα παιδιά του. Κάθονται εκεί πάνω στη φωλιά τους, και τα ράμφη τους είναι γαμψά σαν ράμφη κουκουβάγιας, και τα χρησιμοποιούν για να τσιμπολογήσουν τα μάτια των άτακτων αγοριών και κοριτσιών».

 

Αν και ο μικρός Ναθαναήλ ήταν λογικός και αρκετά μεγάλος ώστε να μην πιστεύει σε τέτοιες φρικιαστικές ιδιότητες για τον Άνθρωπο της άμμου, εντούτοις ο τρόμος του για αυτόν φώλιασε στο στήθος του. Αποφάσισε να μάθει πώς έμοιαζε ο Άνθρωπος της άμμου. Και ένα βράδυ, όταν αναμενόταν και πάλι ο Άνθρωπος της άμμου, κρύφτηκε στο γραφείο του πατέρα του. Αναγνώρισε τον επισκέπτη ως τον δικηγόρο Coppelius, ένα αποκρουστικό άτομο το οποίο τα παιδιά φοβούνταν κάθε φορά που ερχόταν για γεύμα. Έτσι ταύτισε τον Coppelius με τον φοβερό Άνθρωπο της άμμου. Όσον αφορά την υπόλοιπη σκηνή, ο Hoffmann μας αφήνει σε αμφιβολία αν γινόμαστε μάρτυρες του πρώτου παραληρήματος του πανικόβλητου αγοριού, ή μιας διαδοχής γεγονότων που πρέπει να θεωρηθούν στην ιστορία ως αληθινά. Ο πατέρας του Ναθαναήλ και ο επισκέπτης αρχίζουν να συζητάνε δίπλα στο τζάκι, που είχε λαμπερές φλόγες. Ο Ναθαναήλ ακούει τον Coppelius να ξεστομίζει: «Ορίστε με τα μάτια σου!» και προδίδει τον εαυτό του ουρλιάζοντας δυνατά. Ο Coppelius αρπάζει τον Ναθαναήλ, και είναι έτοιμος να ρίξει καυτά κάρβουνα από το τζάκι στα μάτια του. Τότε ο πατέρας του Ναθαναήλ ικετεύει τον Coppelius να μην το κάνει, κι έτσι σώζει τα μάτια του παιδιού του. Μετά από αυτό, το αγόρι λιποθυμάει, και αρρωσταίνει από αυτήν την εμπειρία του.

 

Εκείνοι που κλίνουν προς μια ορθολογιστική ερμηνεία του Ανθρώπου της άμμου, δεν θα παραλείψουν να αναγνωρίσουν στη φαντασία του παιδιού τη συνεχιζόμενη επιρροή της ιστορίας της νοσοκόμας του. Οι κόκκοι άμμου που πρόκειται να πεταχτούν στα μάτια του παιδιού, μετατρέπονται σε καυτά κάρβουνα από το αναμμένο τζάκι, αλλά και στις δύο περιπτώσεις η πρόθεση είναι να βγάλουν τα μάτια του παιδιού. Κατά τη διάρκεια μιας άλλης επίσκεψης του Ανθρώπου της άμμου, ένα χρόνο αργότερα, ο πατέρας του σκοτώθηκε στο γραφείο του από μια έκρηξη. Ο δικηγόρος Coppelius εξαφανίστηκε από το μέρος χωρίς να αφήσει πίσω του ίχνη.

 

Ο Ναθαναήλ, τώρα φοιτητής, πιστεύει ότι έχει αναγνωρίσει το τρομαχτικό φάντασμα της παιδικής του ηλικίας σε έναν πλανόδιο οπτικό, έναν Ιταλό που ονομάζεται Giuseppe Coppola. Αυτός ο άνθρωπος προσπάθησε να πουλήσει στον Ναθαναήλ βαρόμετρα, και όταν ο Ναθαναήλ αρνήθηκε ο Coppola είπε: «Ε, όχι βαρόμετρα- έχω επίσης όμορφα μάτια προς πώληση». Ο τρόμος του Ναθαναήλ μετριάστηκε όταν διαπίστωσε ότι τα προσφερόμενα μάτια ήταν ακίνδυνα γυαλιά, και αγόρασε ένα τηλεσκόπιο τσέπης από τον Coppola. Με τη βοήθειά του κοιτάζει απέναντι στο σπίτι του καθηγητή Spalanzani, κατασκοπεύοντας την όμορφη, αλλά παράξενα σιωπηλή και ακίνητη, κόρη του, Ολυμπία. Σύντομα την ερωτεύεται τόσο σφοδρά ώστε ξεχνά την έξυπνη και μυαλωμένη αρραβωνιαστικιά του για χατίρι της Ολυμπίας. Αλλά η Ολυμπία ήταν ένα αυτόματο, του οποίου τις κινήσεις είχε ρυθμίσει ο Spalanzani, και του οποίου τα μάτια είχε φτιάξει ο Coppola, ο Άνθρωπος της άμμου. Ο Ναθαναήλ κάποια στιγμή βρίσκει τους δύο άνδρες να τσακώνονται για το δημιούργημά τους. Ο Coppola απομακρύνει την ξύλινη αόμματη κούκλα, ενώ ο Spalanzani παίρνει τα ματωμένα μάτια της Ολυμπίας από το έδαφος, και τα πετά στο στήθος του Ναθαναήλ, λέγοντας ότι ο Coppola τα είχε κλέψει από τον Ναθαναήλ. Ο Ναθαναήλ τότε υποκύπτει σε μια νέα κρίση παραφροσύνης, και στο παραλήρημά του η ανάμνηση του θανάτου του πατέρα του αναμειγνύεται με αυτή την εμπειρία. Φωνάζει: «Πιο γρήγορα- πιο γρήγορα- δαχτυλίδια φωτιάς- δαχτυλίδια φωτιάς! Στροβιλιστείτε, δαχτυλίδια φωτιάς- γύρω- γύρω! Ξύλινη κούκλα, ω! υπέροχη ξύλινη κούκλα, στροβιλίσου». Τότε ορμάει πάνω στον καθηγητή Spalanzani, τον υποτιθέμενο πατέρα της Ολυμπίας, και προσπαθεί να τον στραγγαλίσει.

 

Μετά από μια μακρά και σοβαρή ασθένεια, ο Ναθαναήλ φαίνεται επιτέλους να έχει αναρρώσει. Πρόκειται να παντρευτεί την αρραβωνιαστικιά του, Κλάρα, με την οποία έχει συμφιλιωθεί. Μια μέρα περπατούσε στην αγορά της πόλης, όπου ο ψηλός πύργος του Δημαρχείου έριχνε την μεγάλη σκιά του. Μετά από υπόδειξη της αρραβωνιαστικιάς του, ανέβηκαν στον πύργο, αφήνοντας πίσω τους τον αδελφό της, που περπατούσε μαζί τους. Πάνω στον πύργο, η προσοχή της Κλάρα έπεσε σε ένα περίεργο αντικείμενο που ερχόταν από τον δρόμο. Ο Ναθαναήλ κοίταξε αυτό το αντικείμενο μέσα από το τηλεσκόπιο του Coppola, το οποίο βρίσκει στην τσέπη του, και πέφτει σε μια νέα κρίση τρέλας. Φωνάζοντας, «Στροβιλίσου, ξύλινη κούκλα μου!» προσπαθεί να ρίξει την Κλάρα κάτω από τον πύργο. Ο αδελφός της, που άκουσε τις κραυγές της, ανεβαίνει στον πύργο, και την σώζει. Πάνω στον πύργο, ο Ναθαναήλ, ο οποίος παραληρούσε, στριφογύριζε και φώναζε, «Δαχτυλίδια φωτιάς, στροβιλιστείτε!»- λέξεις των οποίων την προέλευση γνωρίζουμε. Μεταξύ των ανθρώπων που αρχίζουν να συγκεντρώνονται κάτω από το πύργο, εμφανίζεται η φιγούρα του δικηγόρου Coppelius, ο οποίος επέστρεψε ξαφνικά. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτόν είδε ο Ναθαναήλ μέσα από το τηλεσκόπιο, και τρελάθηκε. Ο κόσμος θέλει να κατεβάσει τον τρελό Ναθαναήλ από τον πύργο, αλλά ο Coppelius γελάει και λέει: «Περιμένετε λίγο. Θα κατέβει από μόνος του». Ο Ναθαναήλ ξαφνικά στέκεται ακίνητος, κοιτάζει τον Coppelius, και με μια άγρια κραυγή «Ναι! Ωραία μάτια- όμορφα μάτια», πηδάει από το στηθαίο. Καθώς ο Ναθαναήλ κείται στο έδαφος με θρυμματισμένο το κρανίο του, ο Άνθρωπος της άμμου εξαφανίζεται μέσα στο πλήθος.

 

Αυτή η σύντομη περίληψη δεν αφήνει, νομίζω, καμία αμφιβολία ότι η αίσθηση για κάτι ανοίκειο συνδέεται άμεσα με τη φιγούρα του Ανθρώπου της άμμου, δηλαδή, με την ιδέα ότι κάποιος χάνει τα μάτια του· και ότι το επιχείρημα του Jentsch για μια διανοητική αβεβαιότητα δεν έχει καμία σχέση με αυτό το αποτέλεσμα. Η αβεβαιότητα για το αν ένα αντικείμενο είναι ζωντανό ή άψυχο, την οποία πρέπει να παραδεχτούμε σε σχέση με την κούκλα Ολυμπία, είναι εντελώς άσχετη σε σχέση με αυτή την άλλη, πιο εντυπωσιακή, περίπτωση ανοικειότητας. Είναι αλήθεια ότι ο Hoffmann δημιουργεί ένα είδος αβεβαιότητας μέσα μας στην αρχή, με το να μην μας αφήνει να γνωρίζουμε, σκόπιμα, αν μεταφερόμαστε στον πραγματικό κόσμο ή σε έναν καθαρά φανταστικό, δικό του, κόσμο. Διεκδικεί το δικαίωμα να κάνει οποιοδήποτε από τα δύο· και αν επιλέγει να σκηνοθετήσει τη δράση του σε έναν κόσμο γεμάτο πνεύματα, δαίμονες και φαντάσματα, όπως κάνει ο Σαίξπηρ στον Άμλετ, στον Μάκβεθ και, με μια διαφορετική έννοια, στην Τρικυμία και στο  Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, πρέπει να δεχτούμε την απόφασή του, και να αντιμετωπίσουμε το σκηνικό του σαν να ήταν πραγματικό για όσο παραδίδουμε τον εαυτό μας στα χέρια του. Αλλά αυτή η αβεβαιότητα εξαφανίζεται κατά τη διάρκεια της ιστορίας, και αντιλαμβανόμαστε ότι θέλει να μας κάνει να κοιτάξουμε και εμείς μέσα από τα γυαλιά του Coppola- ίσως επειδή ο ίδιος κάποτε κοίταξε μέσα από ένα τέτοιο όργανο. Γιατί το συμπέρασμα της ιστορίας καθιστά αρκετά σαφές ότι ο οπτικός Coppola είναι πραγματικά ο δικηγόρος Coppelius, και επομένως είναι ο Άνθρωπος της άμμου.

 

Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα «διανοητικής αβεβαιότητας». Γνωρίζουμε τώρα ότι δεν πρέπει να παίρνουμε στα σοβαρά τα προϊόντα της φαντασίας ενός τρελού, από τα οποία εμείς, με την ανωτερότητα του λογικού νου, είμαστε σε θέση να ανιχνεύσουμε τη νηφάλια αλήθεια. Και όμως, αυτή η γνώση δεν μειώνει την εντύπωση της ανοικειότητας στον ελάχιστο βαθμό. Η θεωρία της «διανοητικής αβεβαιότητας» είναι επομένως ανίκανη να εξηγήσει αυτή την εντύπωση.

 

Γνωρίζουμε από την ψυχαναλυτική εμπειρία ότι ο φόβος να βλάψει ή να χάσει κανείς τα μάτια του είναι ένας τρομερός φόβος κατά την παιδική ηλικία. Πολλοί ενήλικες εξακολουθούν να διατηρούν την ανησυχία τους γι’ αυτό, και κανένας σωματικός τραυματισμός δεν είναι τόσο επίφοβος όσο ένας τραυματισμός στα μάτια. Έχουμε συνηθίσει να λέμε, επίσης, ότι προσέχουμε κάτι «ως κόρη οφθαλμού». Μια μελέτη των ονείρων, των φαντασιώσεων και των μύθων μάς έχει διδάξει ότι ένα νοσηρό άγχος που συνδέεται με τα μάτια και με την τύφλωση είναι συχνά αρκετό για να υποκαταστήσει τον φόβο του ευνουχισμού. Τυφλώνοντας τον εαυτό του, ο Οιδίποδας, αυτός ο μυθικός παραβάτης του νόμου, απλώς εκτελούσε μια μετριασμένη μορφή τιμωρίας του ευνουχισμού- τη μόνη τιμωρία που σύμφωνα με το lex talionis (νόμος της ανταπόδοσης) ήταν κατάλληλη γι’ αυτόν.

 

Μπορούμε να προσπαθήσουμε να απορρίψουμε την προέλευση των φόβων για τα μάτια από το φόβο του ευνουχισμού για ορθολογιστικούς λόγους, και να πούμε ότι είναι πολύ φυσικό ένα τόσο πολύτιμο όργανο όπως το μάτι να προστατεύεται από έναν ανάλογο τρόμο. Πράγματι, θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε περισσότερο, και να πούμε ότι ο ίδιος ο φόβος του ευνουχισμού δεν περιέχει καμία άλλη σημασία και κανένα βαθύτερο μυστικό από έναν δικαιολογημένο φόβο αυτού του είδους. Αλλά αυτή η άποψη δεν εξηγεί επαρκώς την υποκατάστατη σχέση μεταξύ του ματιού και του ανδρικού μορίου, η οποία φαίνεται να υπάρχει στα όνειρα, στους μύθους και στις φαντασιώσεις. Ούτε μπορεί να μειωθεί η εντύπωση ότι είναι η απειλή του ευνουχισμού που διεγείρει ειδικά ένα ιδιαίτερα βίαιο και σκοτεινό συναίσθημα, και ότι αυτό το συναίσθημα δίνει στην ιδέα της απώλειας άλλων οργάνων τον έντονο χαρακτήρα της. Όλες οι επιπλέον αμφιβολίες απομακρύνονται όταν μαθαίνουμε τις λεπτομέρειες του «συμπλέγματος ευνουχισμού» από τις αναλύσεις νευρωτικών ασθενών, και συνειδητοποιούμε την τεράστια σημασία του στην ψυχική τους ζωή.

 

Επιπλέον, δεν θα συνιστούσα σε κανέναν αντίπαλο της ψυχαναλυτικής άποψης να επιλέξει την ιστορία του Ανθρώπου της άμμου για να υποστηρίξει την υπόθεσή του ότι το νοσηρό άγχος για τα μάτια δεν έχει καμία σχέση με το σύμπλεγμα ευνουχισμού. Γιατί τότε ο Hoffmann φέρνει το άγχος για τα μάτια σε τόσο στενή σχέση με το θάνατο του πατέρα; Και γιατί ο Άνθρωπος της άμμου εμφανίζεται κάθε φορά για να παρέμβει στην αγάπη; Χωρίζει τον άτυχο Ναθαναήλ από την Κλάρα και από τον αδελφό της, τον καλύτερό του φίλο· καταστρέφει το δεύτερο αντικείμενο του έρωτά του, την Ολυμπία, την υπέροχη κούκλα· και οδηγεί τον Ναθαναήλ στην αυτοκτονία τη στιγμή που έχει κερδίσει πίσω την Κλάρα, και πρόκειται να είναι ευτυχισμένος μαζί της. Πράγματα όπως αυτά και πολλά άλλα φαίνονται αυθαίρετα και χωρίς νόημα στην ιστορία αν αρνηθούμε κάθε σύνδεση μεταξύ των φόβων για τα μάτια και για τον ευνουχισμό· αλλά γίνονται κατανοητά μόλις αντικαταστήσουμε τον Άνθρωπο της άμμου από τον φοβερό πατέρα στα χέρια του οποίου αναμένεται ευνουχισμός.

 

Θα τολμήσουμε, λοιπόν, να παραπέμψουμε την ανοίκεια επίδραση του Ανθρώπου της άμμου στον τρόμο του παιδιού σε σχέση με το σύμπλεγμα ευνουχισμού. Αλλά χρησιμοποιώντας αυτόν τον παιδικό παράγοντα για να εξηγήσουμε τα συναισθήματα του ανοίκειου, είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε αν μπορούμε να εφαρμόσουμε τον ίδιο παράγοντα σε άλλες περιπτώσεις ανοίκειων πραγμάτων. Στην ιστορία του Ανθρώπου της άμμου βρίσκουμε το άλλο θέμα στο οποίο ο Jentsch δίνει βάρος, δηλαδή μιας κούκλας που φαίνεται να είναι ζωντανή. Ο Jentsch πιστεύει ότι μια ιδιαίτερα ευνοϊκή συνθήκη για την αφύπνιση ανοίκειων συναισθημάτων δημιουργείται όταν υπάρχει διανοητική αβεβαιότητα για το αν ένα αντικείμενο είναι ζωντανό ή όχι, ή όταν ένα άψυχο αντικείμενο μοιάζει πολύ με ένα έμψυχο. Τώρα, οι κούκλες είναι στενά συνδεδεμένες με την παιδική ζωή. Θυμόμαστε ότι στα παιχνίδια τους τα παιδιά δεν κάνουν ιδιαίτερη διάκριση ανάμεσα σε ζωντανά και άψυχα αντικείμενα, και ότι τους αρέσει να αντιμετωπίζουν τις κούκλες τους σαν ζωντανούς ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, άκουσα κατά καιρούς μια γυναίκα ασθενή μου να δηλώνει ότι ακόμη και στην ηλικία των οκτώ ετών ήταν πεπεισμένη ότι οι κούκλες της μπορούσαν να ζωντανέψουν αν τις κοίταζε με έναν συγκεκριμένο τρόπο, με όσο το δυνατόν πιο συγκεντρωμένο βλέμμα. Δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψουμε κι εδώ έναν παράγοντα από την παιδική ηλικία. Αλλά, περιέργως, ενώ η ιστορία του Ανθρώπου της άμμου ασχολείται με τη διέγερση ενός φόβου της πρώιμης παιδικής ηλικίας, η ιδέα μιας «ζωντανής κούκλας» δεν διεγείρει καθόλου φόβο· το παιδί δεν φοβάται να ζωντανέψει η κούκλα του, μπορεί ακόμη και να το επιθυμεί. Η πηγή του ανοίκειου συναισθήματος δεν είναι, επομένως, ένας παιδικός φόβος σε αυτή την περίπτωση, αλλά μάλλον μια παιδική επιθυμία, ή ακόμα και μια παιδική πεποίθηση. Φαίνεται να υπάρχει μια αντίφαση εδώ· αλλά ίσως είναι μόνο μια επιπλοκή, η οποία μπορεί να μας βοηθήσει αργότερα.

 

Ο Hoffmann είναι στη λογοτεχνία ο ασυναγώνιστος δεξιοτέχνης της επινόησης του ανοίκειου. Το δικό του Ελιξίριο του Διαβόλου (Elixire des Teufels) περιέχει μια πληθώρα θεμάτων στα οποία μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αποδώσει την ανοίκεια επίδραση της αφήγησης, αλλά είναι μια πολύ σκοτεινή και περίπλοκη ιστορία για να τολμήσει κάποιος να την συνοψίσει. Προς το τέλος του βιβλίου, ο αναγνώστης πληροφορείται τα γεγονότα που μέχρι τότε αποκρύβονταν, από τα οποία πηγάζει η δράση· με αποτέλεσμα, όχι ότι επιτέλους ο αναγνώστης φωτίστηκε, αλλά ότι, αντιθέτως, πέφτει σε κατάσταση πλήρους σύγχυσης. Ο συγγραφέας έχει συσσωρεύσει τόσα πολλά ανοίκεια στοιχεία ώστε χάνεται η κατανόηση του συνόλου, αν και όχι η εντύπωση που δημιουργείται.

 

Πρέπει να αρκεστούμε στην επιλογή εκείνων των θεμάτων της ανοικειότητας που είναι πιο εμφανή, και να δούμε αν μπορούμε να εντοπίσουμε και τις παιδικές πηγές. Όλα αυτά τα θέματα αφορούν την ιδέα του «διπλού» σε κάθε σχήμα και βαθμό· με πρόσωπα, δηλαδή, τα οποία πρέπει να θεωρούνται πανομοιότυπα λόγω της ομοιότητας. Ο Hoffmann τονίζει αυτή τη σχέση μεταφέροντας νοητικές διεργασίες από το ένα άτομο στο άλλο- αυτό που ονομάζουμε τηλεπάθεια- έτσι ώστε ένα άτομο να κατέχει γνώσεις, συναισθήματα και εμπειρίες από κοινού με ένα άλλο άτομο, να ταυτίζεται με ένα άλλο άτομο, ο εαυτός του να μπερδεύεται με έναν ξένο εαυτό- με άλλα λόγια,  διπλασιάζοντας, διαιρώντας και ανταλλάσσοντας τον εαυτό. Και τέλος, υπάρχει η συνεχής επανάληψη παρόμοιων καταστάσεων, του ίδιου προσώπου ή χαρακτήρα, ή γυρίσματος της τύχης, ή του ίδιου εγκλήματος, ή ακόμα και του ίδιου ονόματος που επαναλαμβάνεται σε διαδοχικές γενιές.

 

Το θέμα του «διπλού» έχει αντιμετωπιστεί πολύ διεξοδικά από τον Otto Rank. Ο ίδιος αναφέρεται στις συνδέσεις που έχει το «διπλό» με αντανακλάσεις σε καθρέφτες, σκιές, πνεύματα φύλακες, την πίστη στην ψυχή, τον φόβο του θανάτου. Αλλά αφήνει επίσης μια πλημμύρα φωτός στην εκπληκτική εξέλιξη αυτής της ιδέας. Γιατί το «διπλό» ήταν αρχικά μια ασφάλεια ενάντια στην καταστροφή του εγώ, μια «ενεργητική άρνηση της δύναμης του θανάτου», όπως λέει ο Rank· και μάλλον η «αθάνατη» ψυχή ήταν το πρώτο «διπλό» του σώματος. Αυτή η εφεύρεση του διπλασιασμού ως διατήρηση κατά της εξαφάνισης έχει το αντίστοιχό της στη γλώσσα των ονείρων, η οποία αρέσκεται να αντιπροσωπεύει τον ευνουχισμό με διπλασιασμό ή πολλαπλασιασμό του γεννητικού συμβόλου. Η ίδια επιθυμία ώθησε τους αρχαίους Αιγυπτίους στην τέχνη της δημιουργίας εικόνων των νεκρών σε κάποιο μόνιμο υλικό. Τέτοιες ιδέες, ωστόσο, έχουν ξεπηδήσει από το έδαφος της απεριόριστης φιλαυτίας, από τον πρωταρχικό ναρκισσισμό που κυριαρχεί στο μυαλό του παιδιού, όπως και στο μυαλό του πρωτόγονου ανθρώπου. Και όταν αυτό το στάδιο ξεπερνιέται, το διπλό παίρνει μια διαφορετική πτυχή. Από εγγύηση για την αθανασία, γίνεται ο φρικτός προάγγελος του θανάτου.

 

Η ιδέα του «διπλού» δεν εξαφανίζεται απαραίτητα με το πέρασμα του πρωταρχικού ναρκισσισμού, γιατί μπορεί να λάβει νέο νόημα από τα μεταγενέστερα στάδια ανάπτυξης του εγώ. Μια ειδική ικανότητα σχηματίζεται σιγά-σιγά εκεί, ικανή να αντιταχθεί στο υπόλοιπο εγώ, με τη λειτουργία της παρατήρησης και της κριτικής του εαυτού, και της άσκησης λογοκρισίας μέσα στο νου, κάτι που συνειδητοποιούμε ως «συνείδησή» μας. Στην παθολογική περίπτωση των ψευδαισθήσεων της παρακολούθησης, αυτή η ψυχική κατάσταση απομονώνεται, αποσυνδέεται από το εγώ, και γίνεται διακριτή στα μάτια του γιατρού. Το γεγονός ότι υπάρχει μια λειτουργία αυτού του είδους, η οποία είναι σε θέση να αντιμετωπίζει το υπόλοιπο εγώ σαν ένα αντικείμενο- το γεγονός, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος είναι ικανός για αυτοπαρατήρηση- καθιστά δυνατή την επένδυση της παλιάς ιδέας του «διπλού» με ένα νέο νόημα, και την απόδοση πολλών πραγμάτων σε αυτήν· πάνω απ’ όλα εκείνα τα πράγματα που φαίνονται στη νέα ικανότητα αυτοκριτικής να ανήκουν στον παλιό ξεπερασμένο ναρκισσισμό της πρώιμης περιόδου.

 

Αλλά δεν είναι μόνο ο ναρκισσισμός, προσβλητικός για τη λειτουργία που ασκεί κριτική στο εγώ, που μπορεί να ενσωματωθεί στην ιδέα του διπλού. Υπάρχουν επίσης όλες εκείνες οι ανεκπλήρωτες, αλλά πιθανές να συμβούν, μελλοντικές καταστάσεις στις οποίες εξακολουθούμε να προσκολλόμαστε με τη φαντασία, όλες εκείνες οι προσπάθειες του εγώ που οι αντίξοες εξωτερικές συνθήκες έχουν συντρίψει, και όλες οι καταπιεσμένες πράξεις βούλησής μας που τρέφουν μέσα μας την ψευδαίσθηση της ελεύθερης βούλησης.[3]

 

Αλλά, αφού εξετάσαμε έτσι το προφανές κίνητρο της μορφής του «διπλού», πρέπει να παραδεχτούμε ότι τίποτα από αυτά δεν μας βοηθά να κατανοήσουμε το εξαιρετικά ισχυρό συναίσθημα κάτι ανοίκειου που διαπερνά τη σύλληψη. Και η γνώση μας για τις παθολογικές διανοητικές διεργασίες μας επιτρέπει να προσθέσουμε ότι τίποτα δεν μπορεί να εξηγήσει την παρόρμηση προς αυτοπροστασία, που αναγκάζει το εγώ να προβάλλει ένα τέτοιο περιεχόμενο προς τα έξω ως κάτι ξένο προς τον εαυτό του. Η ποιότητα του ανοίκειου μπορεί να προέλθει μόνο από το γεγονός ότι το «διπλό» παράγεται σ’ ένα πολύ πρώιμο νοητικό στάδιο, όταν είχε μια πιο φιλική όψη, κι έχει από καιρό παραμεριστεί. Το «διπλό» έχει γίνει ένα όραμα τρόμου, όπως και, μετά την πτώση της θρησκείας τους, οι αρχαίοι θεοί πήραν δαιμονικά σχήματα.[4]

 

Δεν είναι δύσκολο να κρίνουμε, στις ίδιες γραμμές με το θέμα του «διπλού», τις άλλες μορφές διαταραχής του εγώ που χρησιμοποίησε ο Hoffmann. Είναι μια επιστροφή σε συγκεκριμένες φάσεις της εξέλιξης του εγωιστικού συναισθήματος, μια παλινδρόμηση σε μια εποχή που το εγώ δεν ήταν ακόμη έντονα διαφοροποιημένο από τον εξωτερικό κόσμο και από άλλα πρόσωπα. Πιστεύω ότι αυτοί οι παράγοντες είναι εν μέρει υπεύθυνοι για την εντύπωση του ανοίκειου, αν και δεν είναι εύκολο να απομονώσουμε και να προσδιορίσουμε ακριβώς το μερίδιό τους σε αυτό.

 

Ο παράγοντας ο οποίος βρίσκεται πίσω από την επανάληψη των ίδιων καταστάσεων, πραγμάτων και γεγονότων, ίσως να μην θεωρηθεί απ’ όλους ως πηγή ανοίκειων συναισθημάτων. Από ό, τι έχω παρατηρήσει, αυτό το φαινόμενο αναμφίβολα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και σε συνδυασμό με ορισμένες περιστάσεις, ξυπνά ένα ανοίκειο συναίσθημα, το οποίο θυμίζει την αίσθηση αδυναμίας που μερικές φορές βιώνεται στα όνειρα. Κάποτε, καθώς περπατούσα στους έρημους δρόμους μιας επαρχιακής πόλης της Ιταλίας που δεν ήξερα, ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα, βρέθηκα σε μια γειτονία ο χαρακτήρας της οποίας ήταν πολύ αμφίβολος. Μόνο ζωγραφισμένες γυναίκες φαίνονταν στα παράθυρα των μικρών σπιτιών, και έσπευσα να φύγω από το στενό δρόμο στην επόμενη στροφή. Αλλά αφού περιπλανήθηκα για λίγο χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω, βρέθηκα ξαφνικά πίσω στον ίδιο δρόμο, όπου η παρουσία μου είχε αρχίσει τώρα να διεγείρει την προσοχή. Έσπευσα να φύγω για άλλη μια φορά, αλλά για τρίτη φορά κατέληξα στο ίδιο μέρος. Τότε, όμως, με κατέλαβε ένα συναίσθημα που μπορώ να περιγράψω μόνο ως ανοίκειο, και ήμουν αρκετά ευτυχής να εγκαταλείψω τον εξερευνητικό μου περίπατο, και να επιστρέψω κατευθείαν στην πλατεία που βρισκόμουν πρωτύτερα.

 

Παρόμοιες περιπτώσεις, που έχουν κοινό χαρακτηριστικό την ακούσια επιστροφή στο ίδιο σημείο ή κατάσταση, αλλά διαφέρουν από την προηγούμενη περίπτωση από άλλες απόψεις, οδηγούν επίσης στο ίδιο αίσθημα αδυναμίας και ανοικειότητας. Όπως, για παράδειγμα, όταν κάποιος χάνεται σε ένα δάσος στο βουνό, παγιδευμένος από την ομίχλη του βουνού, και όταν κάθε φορά που προσπαθεί να βρει το μονοπάτι που έχει σημαδέψει, οδηγείται πίσω στο ίδιο σημείο ξανά και ξανά. Ή όταν κάποιος περιπλανιέται σε ένα σκοτεινό, παράξενο δωμάτιο, αναζητώντας την πόρτα ή τον διακόπτη του φωτός, και συγκρούεται για πολλοστή φορά με το ίδιο έπιπλο- μια κατάσταση που, πράγματι, έχει γίνει ακαταμάχητα κωμική από τον Mark Twain, μέσα από την άγρια υπερβολή της αφήγησής του.

 

Παίρνοντας μια άλλη κατηγορία πραγμάτων, θα δούμε ότι και εδώ είναι αυτός ο παράγοντας της ακούσιας επανάληψης που περιβάλλει με μια παράξενη ατμόσφαιρα αυτό που διαφορετικά θα ήταν αρκετά αθώο, και μας επιβάλλει την ιδέα για κάτι μοιραίο και αναπόφευκτο, ενώ διαφορετικά θα έπρεπε να μιλάμε μόνο για «τύχη». Για παράδειγμα, αν παραδώσουμε το παλτό στο βεστιάριο, και πάρουμε ένα εισιτήριο με τον αριθμό, ας πούμε, 62, και στη συνέχεια η καμπίνα μας στο πλοίο έχει τον ίδιο αριθμό, μπορεί να μην δώσουμε σημασία . Αλλά η εντύπωση αλλάζει αν δύο τέτοια γεγονότα, το καθένα από μόνο του αδιάφορο, συμβούν κοντά το ένα στο άλλο, αν συναντήσουμε τον αριθμό 62 αρκετές φορές μέσα σε μια μέρα, ή αν αρχίσουμε να παρατηρούμε ότι οτιδήποτε γύρω μας- διευθύνσεις, δωμάτια ξενοδοχείων και τρένων- έχει ή περιέχει τον ίδιο αριθμό.

 

Αισθανόμαστε ότι αυτό είναι «ανοίκειο», και θα μπούμε στον πειρασμό να αποδώσουμε ένα μυστικό νόημα σε αυτή την πεισματική επανάληψη ενός αριθμού, εκλαμβάνοντάς την, ίσως, ως ένδειξη για τη διάρκεια της ζωής μας. Ή πάρτε την περίπτωση ότι κάποιος ασχολείται εκείνη τη στιγμή με την ανάγνωση των έργων του Hering, του διάσημου φυσιολόγου, και στη συνέχεια λαμβάνει μέσα σε λίγες μέρες δύο επιστολές από δύο διαφορετικές χώρες, με την καθεμία επιστολή να έχει σταλεί από κάποιον που ονομάζεται Hering, ενώ ποτέ πριν ο παραλήπτης δεν είχε καμία σχέση με κάποιον με αυτό το όνομα. Πριν από λίγο καιρό ένας ευφυής επιστήμονας[5] προσπάθησε να ανάγει τις συμπτώσεις αυτού του είδους σε ορισμένους νόμους, και έτσι να τους αφαιρέσει την ανοίκεια επίδρασή τους. Δεν θα τολμήσω να αποφασίσω αν πέτυχε ή όχι.

 

Σχετικά με το πώς μπορούμε να εντοπίσουμε την ανοίκεια επίδραση τέτοιων επαναλαμβανόμενων ομοιοτήτων στην παιδική ψυχολογία, παραπέμπω τον αναγνώστη σε ένα άλλο κείμενο,[6] στο οποίο έχω αναφερθεί γι’ αυτό λεπτομερώς, αν και από διαφορετική σκοπιά. Μπορούμε να διατυπώσουμε την αρχή της επανάληψης- καταναγκασμού  στον ασυνείδητο νου, που βασίζεται στην ενστικτώδη δραστηριότητα, και πιθανώς αυτή η αρχή είναι εγγενής στην φύση των ενστίκτων- μια αρχή αρκετά ισχυρή ώστε να υπερισχύσει της αρχής της ευχαρίστησης, προσδίδοντας σε ορισμένες πτυχές του νου τον δαιμονικό χαρακτήρα τους, και η οποία είναι ιδιαίτερα εμφανής στις τάσεις των μικρών παιδιών· μια αρχή,  επίσης, η οποία είναι υπεύθυνη για ένα μέρος της πορείας που ακολουθείται από τις αναλύσεις των νευρωτικών ασθενών. Συνολικά, τα παραπάνω μας προετοιμάζουν για την ανακάλυψη ότι οτιδήποτε μας θυμίζει αυτή την εσωτερική επανάληψη - καταναγκασμό γίνεται αντιληπτό ως ανοίκειο.

 

Τώρα, ωστόσο, είναι καιρός να απομακρυνθούμε από αυτές τις πτυχές του ζητήματος, οι οποίες ούτως ή άλλως είναι δύσκολο να ξεκαθαριστούν, και να αναζητήσουμε αναμφισβήτητες περιπτώσεις του ανοίκειου, με την ελπίδα ότι η ανάλυσή τους θα καθορίσει εάν η υπόθεσή μας είναι έγκυρη.

 

Στην ιστορία του «Δαχτυλιδιού του Πολυκράτη», ο επισκέπτης απομακρύνεται από τον φίλο του με τρόμο γιατί βλέπει ότι κάθε επιθυμία του εκπληρώνεται μονομιάς, και κάθε ανησυχία του εξαφανίζεται αμέσως χάρη στην ευνοϊκή του μοίρα. Ο οικοδεσπότης του έχει γίνει «ανοίκειος» γι’ αυτόν. Η δική του εξήγηση, ότι ο τυχερός άνθρωπος πρέπει να φοβάται το φθόνο των θεών, εξακολουθεί να μας φαίνεται κάπως σκοτεινή. Το νόημά της καλύπτεται από τη μυθολογική γλώσσα. Επομένως, θα στραφούμε σε ένα άλλο παράδειγμα, σε ένα λιγότερο μεγαλοπρεπές περιβάλλον.

 

Στην περίπτωση ενός ιδεοληπτικού νευρωτικού, έχω περιγράψει πώς ο ασθενής κάποτε έμεινε σε ένα υδροπαθητικό ίδρυμα, και επωφελήθηκε πολύ από αυτό. Είχε την καλή λογική, ωστόσο, να αποδώσει τη βελτίωσή του όχι στις θεραπευτικές ιδιότητες του νερού, αλλά στην κατάσταση του δωματίου του, το οποίο βρισκόταν ακριβώς δίπλα σ’ εκείνο μιας πολύ συμπαθητικής νοσοκόμας. Έτσι, κατά τη δεύτερη επίσκεψή του στο ίδρυμα, ζήτησε το ίδιο δωμάτιο, αλλά του είπαν ότι ήταν ήδη κατειλημμένο από έναν ηλικιωμένο κύριο, οπότε ξεστόμισε θυμωμένος: «Λοιπόν, ελπίζω να πάθει εγκεφαλικό επεισόδιο και να πεθάνει». Ένα δεκαπενθήμερο αργότερα, ο ηλικιωμένος κύριος έπαθε πραγματικά εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο ασθενής μου σκέφτηκε ότι αυτή ήταν μια «ανοίκεια» εμπειρία. Και αυτή η εντύπωση της ανοικειότητας θα ήταν ακόμη ισχυρότερη αν είχε περάσει λιγότερος χρόνος μεταξύ της κατάρας του και του δυσάρεστου γεγονότος, ή αν ήταν σε θέση να παράγει αναρίθμητες παρόμοιες συμπτώσεις.

 

Στην πραγματικότητα, αυτός ο ασθενής δεν είχε καμία δυσκολία να παράγει συμπτώσεις αυτού του είδους, αλλά τότε όχι μόνο αυτός, αλλά όλοι οι ιδεοληπτικοί νευρωτικοί που έχω παρατηρήσει είναι σε θέση να αφηγηθούν ανάλογες εμπειρίες. Δεν εκπλήσσονται ποτέ όταν δούνε μπροστά τους το άτομο που μόλις πριν λίγο είχαν σκεφτεί, ενώ είχαν να δουν το ίδιο άτομο πολλούς μήνες. Αν πουν μια μέρα «δεν έχω νέα από τον τάδε εδώ και πολύ καιρό», είναι σίγουροι ότι θα λάβουν ένα γράμμα από αυτόν το επόμενο πρωί. Και ένα ατύχημα ή ένας θάνατος σπάνια θα συμβεί χωρίς να επισκιάσει τη σκέψη τους. Έχουν τη συνήθεια να αναφέρουν αυτή την κατάσταση με τον πιο μετριοπαθή τρόπο, λέγοντας ότι έχουν «προαισθήματα» τα οποία «συνήθως» γίνονται πραγματικότητα.

 

Μία από τις πιο παράξενες και διαδεδομένες μορφές δεισιδαιμονίας είναι ο φόβος του κακού ματιού. Δεν φαίνεται να υπήρξε ποτέ αμφιβολία για την πηγή αυτού του φόβου. Όποιος κατέχει κάτι πολύτιμο και εύθραυστο φοβάται το φθόνο των άλλων, καθώς προβάλλει πάνω τους το φθόνο που θα ένιωθε στη θέση τους. Ένα τέτοιο συναίσθημα προδίδεται σε ένα βλέμμα, παρόλο που δεν εκφράζεται με λόγια. Και όταν ένας άνθρωπος προσελκύει την προσοχή των άλλων έχοντας κάποια αξιοσημείωτα, και ιδιαίτερα μη ελκυστικά, χαρακτηριστικά, οι άλλοι είναι έτοιμοι να πιστέψουν ότι ο φθόνος του είναι ιδιαίτερα έντονος, και ότι αυτή η ένταση θα μπορούσε να μετατραπεί σε αποτελεσματική δράση. Αυτό που φοβόμαστε είναι επομένως μια μυστική πρόθεση κάποιου που μπορεί μας βλάψει, και ορισμένα σημάδια θεωρούνται ότι σημαίνουν ότι μια τέτοια πρόθεση είναι ικανή να γίνει πράξη.

 

Αυτά τα τελευταία παραδείγματα του ανοίκειου πρέπει να ενταχθούν σε εκείνη την αρχή του νου που έχω ονομάσει «παντοδυναμία των σκέψεων», παίρνοντας το όνομα από μια έκφραση που χρησιμοποίησε ένας από τους ασθενείς μου. Και τώρα βρισκόμαστε σε γνωστό έδαφος. Η ανάλυσή μας για τις περιπτώσεις του ανοίκειου μας οδήγησε πίσω στην παλιά, ανιμιστική αντίληψη του σύμπαντος, η οποία χαρακτηρίζεται από την ιδέα ότι ο κόσμος κατοικείται από τα πνεύματα των ανθρώπων, από τη ναρκισσιστική υπερεκτίμηση των υποκειμενικών νοητικών διαδικασιών (όπως η πίστη στην παντοδυναμία των σκέψεων, οι μαγικές πρακτικές που βασίζονται σε αυτή την πεποίθηση,  ή η προσεκτικά αναλογική κατανομή των μαγικών δυνάμεων ή «μάνα» μεταξύ διαφόρων εξωτερικών προσώπων και πραγμάτων), καθώς και από όλα εκείνα τα άλλα αποκυήματα της φαντασίας με τα οποία ο άνθρωπος, στον απεριόριστο ναρκισσισμό του πρωτόγονου σταδίου ανάπτυξης, προσπάθησε να ανταπεξέλθει απέναντι στους αδυσώπητους νόμους της πραγματικότητας.

 

Φαίνεται ότι ο καθένας μας έχει περάσει από μια φάση ατομικής ανάπτυξης που αντιστοιχεί στο ανιμιστικό στάδιο των πρωτόγονων ανθρώπων, ότι κανένας από εμάς δεν το έχει ξεπεράσει χωρίς να διατηρήσει ορισμένα ίχνη του που μπορούν να επανενεργοποιηθούν, και ότι όλα όσα μας φαίνονται τώρα «ανοίκεια» πληρούν την προϋπόθεση να αποτελούν τα απομεινάρια της ανιμιστικής νοητικής δραστηριότητας μέσα μας, τα οποία έχουμε εκφράσει.[7]

 

Εδώ είναι τώρα το κατάλληλο σημείο για να διατυπώσουμε δύο σκέψεις οι οποίες, νομίζω, περιέχουν την ουσία αυτής της σύντομης μελέτης. Πρώτον, αν η ψυχαναλυτική θεωρία είναι σωστή όταν υποστηρίζει ότι κάθε συναισθηματικό αποτέλεσμα, ανεξάρτητα από την ποιότητά του, μετατρέπεται από την καταπίεση σε νοσηρό άγχος, τότε μεταξύ αυτών των περιπτώσεων άγχους πρέπει να υπάρχει μια κατηγορία στην οποία το άγχος μπορεί να αποδειχθεί ότι προέρχεται από κάτι απωθημένο που επαναλαμβάνεται. Αυτή η κατηγορία νοσηρού άγχους δεν θα ήταν τότε άλλη από ό,τι είναι ανοίκειο, ανεξάρτητα από το αν αρχικά προκάλεσε φόβο ή αν είχε κάποια άλλη επίδραση.

 

Δεύτερον, αν αυτή είναι πράγματι η μυστική φύση του ανοίκειου, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η χρήση του λόγου έχει επεκτείνει το das Heimliche στο αντίθετό του das Unheimliche· γιατί αυτό το ανοίκειο δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα νέο ή ξένο, αλλά κάτι οικείο και παλιό, εδραιωμένο στο μυαλό αλλά αποξενωμένο μόνο από τη διαδικασία της απώθησης. Αυτή η αναφορά στον παράγοντα της καταστολής μας επιτρέπει, επιπλέον, να κατανοήσουμε τον ορισμό του Schelling για το ανοίκειο ως κάτι που θα έπρεπε να έχει κρατηθεί κρυφό, αλλά το οποίο παρόλα αυτά έχει έρθει στο φως.

 

Μένει μόνο να δοκιμάσουμε τη νέα μας υπόθεση με ένα ή δύο ακόμη παραδείγματα για το ανοίκειο.

 

Πολλοί άνθρωποι βιώνουν το αίσθημα του ανοίκειου στον μέγιστο βαθμό σε σχέση με το θάνατο, τα πτώματα, τα πνεύματα και τα φαντάσματα, και την επιστροφή των νεκρών. Όπως είδαμε, πολλές γλώσσες που χρησιμοποιούνται σήμερα μπορούν να αποδώσουν τη γερμανική έκφραση «ένα unheimliches σπίτι» μόνο με τη φράση «ένα στοιχειωμένο σπίτι». Θα μπορούσαμε πράγματι να είχαμε ξεκινήσει την έρευνά μας με αυτό το παράδειγμα, ίσως το πιο εντυπωσιακό από όλα, για κάτι ανοίκειο, αλλά αποφύγαμε να το κάνουμε, επειδή το ανοίκειο αναμειγνύεται συχνά με ό,τι είναι μακάβριο. Δεν υπάρχει, ωστόσο, κανένα άλλο ζήτημα για το οποίο οι σκέψεις και τα συναισθήματά μας έχουν αλλάξει τόσο λίγο, και για το οποίο οι απωθημένες μορφές έχουν διατηρηθεί τόσο ολοκληρωτικά κάτω από μια λεπτή μεταμφίεση, όπως αυτή της σχέσης μας με το θάνατο.

 

Δύο πράγματα εξηγούν τον συντηρητισμό μας: η δύναμη της αρχικής συναισθηματικής μας αντίδρασης απέναντι στον θάνατο, και η ανεπάρκεια των επιστημονικών μας γνώσεων σχετικά με αυτόν. Η βιολογία δεν έχει ακόμη μπορέσει να αποφασίσει αν ο θάνατος είναι η αναπόφευκτη μοίρα κάθε ζωντανού όντος, ή αν είναι μόνο ένα τακτικό, αλλά ίσως αναπόφευκτο, γεγονός της ζωής. Είναι αλήθεια ότι η πρόταση «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί» παρελαύνει στα εγχειρίδια της λογικής ως παράδειγμα γενίκευσης, αλλά κανένας άνθρωπος δεν την κατανοεί πραγματικά, και το ασυνείδητό μας δεν έχει καμία ιδέα για την δική του θνητότητα.

 

Οι θρησκείες εξακολουθούν να αμφισβητούν το αναπόδραστο γεγονός του θανάτου, και αξιώνουν μια ζωή μετά θάνατον. Οι πολιτικές κυβερνήσεις εξακολουθούν να πιστεύουν ότι δεν μπορούν να διατηρήσουν την ηθική τάξη μεταξύ των ζωντανών αν δεν υποστηρίξουν αυτή την προοπτική μιας καλύτερης ζωής μετά το θάνατο ως ανταμοιβή για τη γήινη ύπαρξη. Στις μεγάλες πόλεις μας, υπάρχουν αγγελίες για διαλέξεις σχετικά με το πώς θα έρθουμε σε επαφή με τις ψυχές των νεκρών. Και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι πολλά από τα πιο ικανά και διεισδυτικά μυαλά μεταξύ των επιστημόνων μας έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα, ειδικά προς το τέλος της ζωής τους, ότι μια επαφή αυτού του είδους δεν είναι εντελώς αδύνατη.

 

Δεδομένου ότι σχεδόν όλοι μας εξακολουθούμε να σκεφτόμαστε για αυτό το θέμα όπως οι πρωτόγονοι άνθρωποι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο πρωτόγονος φόβος για τους νεκρούς είναι ακόμα ισχυρός μέσα μας, και είναι πάντα έτοιμος να έρθει στην επιφάνεια με κάθε ευκαιρία. Πιθανότατα ο φόβος μας εξακολουθεί να περιέχει την παλιά πεποίθηση ότι οι νεκροί γίνονται εχθροί των ζωντανών, και ότι θέλουν να μας πάρουν μαζί τους για να αποκτήσουν νέα ζωή.

 

Λαμβάνοντας υπόψη την αμετάβλητη στάση μας απέναντι στο θάνατο, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε τι έχει απογίνει η απώθηση, αυτή η απαραίτητη συνθήκη για να επιτρέψουμε σε ένα πρωτόγονο συναίσθημα να επαναληφθεί με τη μορφή ενός ανοίκειου αποτελέσματος. Αλλά η απώθηση βρίσκεται εκεί. Όλοι οι λεγόμενοι μορφωμένοι άνθρωποι έχουν πάψει να πιστεύουν, επίσημα τουλάχιστον, ότι οι νεκροί μπορούν να γίνουν αντιληπτοί ως πνεύματα, και έχουν συνδέσει τέτοιες εμφανίσεις με απίθανες και σπάνιες περιπτώσεις. Επιπλέον, η συναισθηματική στάση απέναντι στους νεκρούς έχει μετριαστεί για τους πιο πνευματικούς ανθρώπους σε ένα απλό συναίσθημα ευλάβειας.

 

Τώρα έχουμε μόνο μερικές ακόμη παρατηρήσεις να προσθέσουμε, γιατί ο ανιμισμός και η μαγεία, η παντοδυναμία των σκέψεων, η στάση του ανθρώπου απέναντι στο θάνατο, η ακούσια επανάληψη, και το σύμπλεγμα του ευνουχισμού αποτελούν σχεδόν όλους τους παράγοντες που μετατρέπουν κάτι τρομακτικό σε ανοίκειο.

 

Αποκαλούμε επίσης ένα ζωντανό άτομο ανοίκειο, συνήθως όταν του αποδίδουμε κακά κίνητρα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Δεν πρέπει μόνο να του πιστώσουμε κακές προθέσεις, αλλά πρέπει να αποδώσουμε σε αυτές τις προθέσεις την ικανότητα να επιτύχουν τον στόχο τους δυνάμει ορισμένων ειδικών εξουσιών. Ένα καλό παράδειγμα αυτού του είδους είναι ο «Gettatore», αυτή η αλλόκοτη φιγούρα της ρωμαϊκής δεισιδαιμονίας, που ο Schaeffer στο Josef Montfort, με διαισθητικό ποιητικό συναίσθημα και βαθιά ψυχαναλυτική γνώση, μεταμόρφωσε σε μια συμπαθητική φιγούρα. Αλλά το ζήτημα αυτών των μυστικών δυνάμεων μας φέρνει πίσω στη σφαίρα του ανιμισμού. Είναι η διαίσθησή της ότι κατέχει μυστική δύναμη αυτού του είδους που κάνει τον Μεφιστοφελή τόσο παράξενο για την ευσεβή Gretchen. «Μαντεύει ότι είμαι σίγουρα πνεύμα, ακόμη και ο ίδιος ο διάβολος».

 

Το ανοίκειο αποτέλεσμα της επιληψίας και της τρέλας έχει την ίδια προέλευση. Ο συνηθισμένος άνθρωπος βλέπει σ’ αυτές τις παθήσεις τη λειτουργία δυνάμεων που μέχρι τότε δεν πίστευε ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν σ’ έναν άλλον άνθρωπο, αλλά για τις οποίες παθήσεις, την ίδια στιγμή, έχει κάποια αμυδρή γνώση στο πίσω μέρος του μυαλού του. Ο Μεσαίωνας απέδωσε με συνέπεια όλες αυτές τις ασθένειες σε δαιμονικές επιρροές, άποψη η οποία δεν διαφέρει και πολύ από τη σύγχρονη ψυχολογία. Πράγματι, δεν θα εκπλαγώ αν ακούσω ότι η ψυχανάλυση, η οποία ασχολείται με την αποκάλυψη αυτών των κρυμμένων δυνάμεων, έχει γίνει η ίδια ανοίκεια για πολλούς ανθρώπους για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Σε μια περίπτωση, αφού είχα καταφέρει να πραγματοποιήσω μια θεραπεία που είχε διαρκέσει πολλά χρόνια σε ένα κορίτσι που ήταν ανάπηρο, η ίδια η μητέρα της ασθενούς ομολόγησε αυτή την άποψη πολύ καιρό μετά την ανάρρωση του κοριτσιού.

 

Διαμελισμένα άκρα, ένα κομμένο κεφάλι, ένα χέρι κομμένο στον καρπό, πόδια που χορεύουν μόνα τους- όλα αυτά έχουν κάτι το ανοίκειο, ειδικά όταν, όπως στην τελευταία περίπτωση, αποδεικνύονται ικανά να κινηθούν από μόνα τους. Όπως ήδη γνωρίζουμε, αυτό το είδος ανοικειότητας πηγάζει από τη σύνδεσή του με το σύμπλεγμα του ευνουχισμού. Για πολλούς ανθρώπους η ιδέα να θαφτεί κάποιος ζωντανός ενώ μοιάζει με νεκρό, είναι το πιο ανοίκειο πράγμα από όλα. Κι όμως, η ψυχανάλυση μας έχει διδάξει ότι αυτή η τρομακτική φαντασίωση είναι μόνο η μεταμόρφωση μιας άλλης φαντασίωσης που αρχικά δεν είχε τίποτα τρομακτικό σε αυτήν, αλλά ήταν γεμάτη με μια λάγνα ευχαρίστηση- τη φαντασίωση, εννοώ, της ενδομήτριας ύπαρξης.

 

*****

 

Υπάρχει ένα ακόμη σημείο γενικής εφαρμογής που θα ήθελα να προσθέσω- αν και, αυστηρά μιλώντας, έχει συμπεριληφθεί στις δηλώσεις μου σχετικά με τον ανιμισμό και τους μηχανισμούς του μυαλού- γιατί νομίζω ότι αξίζει ιδιαίτερης μνείας. Ένα ανοίκειο αποτέλεσμα παράγεται συχνά και εύκολα εξαλείφοντας τη διάκριση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, όπως όταν κάτι που μέχρι τώρα θεωρούσαμε φανταστικό εμφανίζεται μπροστά μας στην πραγματικότητα, ή όταν ένα σύμβολο αναλαμβάνει όλες τις λειτουργίες και τη σημασία του πράγματος που συμβολίζει, και ούτω καθεξής. Αυτό το στοιχείο είναι που συμβάλλει στο ανοίκειο αποτέλεσμα που συνδέεται με τις μαγικές πρακτικές. Το παιδικό στοιχείο σε αυτό, το οποίο κυριαρχεί επίσης στο μυαλό των νευρωτικών, είναι ο υπερτονισμός της ψυχικής πραγματικότητας σε σύγκριση με τη φυσική πραγματικότητα- ένα χαρακτηριστικό στενά συνδεδεμένο με την πίστη στην παντοδυναμία των σκέψεων.

 

Κατά τη διάρκεια της απομόνωσης λόγω του πολέμου,[8] ένα τεύχος του αγγλικού περιοδικού Strand έπεσε στα χέρια μου, και, μεταξύ άλλων, διάβασα μια ιστορία για ένα νεαρό παντρεμένο ζευγάρι, που μετακόμισε σ’ ένα επιπλωμένο διαμέρισμα, στο οποίο υπήρχε ένα περίεργα διαμορφωμένο τραπέζι, με γλυπτά κροκοδείλων πάνω του. Προς το βράδυ, το ζευγάρι άρχισε να μυρίζει μια ανυπόφορη και πολύ χαρακτηριστική οσμή που διαπερνούσε ολόκληρο το διαμέρισμα. Τα διάφορα πράγματα έμπαιναν στο δρόμο τους, και άρχισαν να σκοντάφτουν στο σκοτάδι. Τους φάνηκε ότι είδαν μια αόριστη μορφή να γλιστράει στις σκάλες- εν ολίγοις, μας δίνεται να καταλάβουμε ότι η παρουσία του τραπεζιού έκανε τους κροκόδειλους φαντάσματα που στοίχειωσαν τον τόπο, ή ότι τα ξύλινα τέρατα ζωντάνεψαν στο σκοτάδι, ή κάτι τέτοιο. Ήταν μια εντελώς ανόητη ιστορία, αλλά το ανοίκειο συναίσθημα που παρήγαγε ήταν αρκετά αξιοσημείωτο.

 

Για να ολοκληρώσω αυτή τη συλλογή παραδειγμάτων, η οποία σίγουρα δεν είναι πλήρης, θα αναφέρω ένα παράδειγμα παρμένο από την ψυχαναλυτική εμπειρία· αν δεν στηρίζεται σε απλή σύμπτωση, παρέχει μια όμορφη επιβεβαίωση της θεωρίας μας για το ανοίκειο. Συχνά συμβαίνει οι άνδρες ασθενείς να νιώθουν ότι υπάρχει κάτι ανοίκειο με τα γυναικεία γεννητικά όργανα. Αυτό το unheimlich (ανοίκειο) μέρος, ωστόσο, είναι η είσοδος στο πρώην heim (σπίτι) όλων των ανθρώπων, στον τόπο όπου όλοι κάποτε κατοικούσαμε. Υπάρχει ένα χιουμοριστικό ρητό: «Η αγάπη είναι νοσταλγία για το σπίτι». Και κάθε φορά που ένας άνθρωπος ονειρεύεται ένα μέρος ή μια χώρα, και λέει στον εαυτό του, ενώ ονειρεύεται, «αυτό το μέρος μού είναι οικείο, έχω ξαναπάει εκεί», μπορούμε να ερμηνεύσουμε το συγκεκριμένο μέρος ως τα γεννητικά όργανα της μητέρας του, ή το σώμα της. Και σε αυτή την περίπτωση, το ανοίκειο είναι αυτό που κάποτε ήταν οικείο, όπου το πρόθεμα «αν» αντιπροσωπεύει την απώθηση.

 

ΙΙΙ

 

Έχοντας παρακολουθήσει τη συζήτηση ως εδώ, ο αναγνώστης θα έχει αισθανθεί ορισμένες αμφιβολίες να αναδύονται στο μυαλό του για πολλά από όσα έχουν ειπωθεί. Και πρέπει τώρα να έχει την ευκαιρία να τα συλλέξει και να τα προωθήσει.

 

Μπορεί να είναι αλήθεια ότι το ανοίκειο δεν είναι τίποτα άλλο από ένα κρυφό, οικείο πράγμα που έχει απωθηθεί, και στη συνέχεια αναδύθηκε. Οτιδήποτε είναι ανοίκειο πληροί αυτή την προϋπόθεση. Αλλά αυτοί οι παράγοντες δεν λύνουν το πρόβλημα του ανοίκειου. Διότι η πρότασή μας σαφώς δεν είναι μετατρέψιμη. Δεν είναι οτιδήποτε πληροί αυτή την προϋπόθεση- να συνδέεται με καταπιεσμένες επιθυμίες και αρχαϊκές μορφές σκέψης- ανοίκειο.

 

Επιπλέον, δεν θα αποκρύπταμε το γεγονός ότι σχεδόν για κάθε παράδειγμα που προβάλλεται προς στήριξη της υπόθεσής μας, μπορεί να βρεθεί κάποιο άλλο ανάλογο που να την αντικρούει. Η ιστορία του κομμένου χεριού στο παραμύθι του Hauff έχει σίγουρα ένα ανοίκειο αποτέλεσμα, και έχουμε αποδώσει αυτό το αποτέλεσμα στο σύμπλεγμα του ευνουχισμού. Αλλά στην ιστορία του Ηροδότου με τον θησαυρό του Ραμψίνιτου, όπου ο κλέφτης δίνει στην πριγκίπισσα, που προσπαθεί να τον κρατήσει, το κομμένο χέρι του αδελφού του, οι περισσότεροι αναγνώστες θα συμφωνήσουν μαζί μου ότι το επεισόδιο δεν έχει ίχνος ανοικειότητας. Και πάλι, η άμεση εκπλήρωση των επιθυμιών του βασιλιά στην ιστορία με το Δαχτυλίδι του Πολυκράτη αναμφίβολα μας επηρεάζει με τον ίδιο ανοίκειο τρόπο όπως επηρεάστηκε και ο βασιλιάς της Αιγύπτου στην προηγούμενη ιστορία. Ωστόσο, τα παραμύθια μας είναι γεμάτα με στιγμιαίους ευσεβείς πόθους που δεν παράγουν κανένα ανοίκειο αποτέλεσμα. Στην ιστορία με τις «Τρεις Ευχές», η γυναίκα μπαίνει στον πειρασμό από την μυρωδιά ενός λουκάνικου να ευχηθεί να έχει κι εκείνη ένα, και αμέσως το λουκάνικο βρίσκεται σε ένα πιάτο μπροστά της. Ενοχλημένος από την επινοητικότητά της, ο σύζυγός της εύχεται το λουκάνικο να κρέμεται από τη μύτη της. Και αμέσως, το λουκάνικο  βρέθηκε κρεμασμένο στη μύτη της.

 

Όλα αυτά τα παραδείγματα, είναι πολύ ζωντανά, αλλά καθόλου ανοίκεια. Τα παραμύθια υιοθετούν ειλικρινά την ανιμιστική άποψη της παντοδυναμίας των σκέψεων και των επιθυμιών, και όμως δεν μπορώ να σκεφτώ κανένα γνήσιο παραμύθι που να έχει κάτι το ανοίκειο. Έχουμε ακούσει ότι είναι στον μέγιστο βαθμό ανοίκειο όταν άψυχα αντικείμενα- μια εικόνα, ή μια κούκλα- ζωντανεύουν. Ωστόσο, στις ιστορίες του Hans Andersen τα οικιακά σκεύη, τα έπιπλα και τα στρατιωτάκια είναι ζωντανά, αλλά τίποτα δεν μοιάζει να είναι ανοίκειο. Ούτε μπορούμε να πούμε ότι είναι ανοίκειο όταν ζωντανεύει το άγαλμα που σμίλεψε ο Πυγμαλίωνας.

 

Η καταληψία και η ανάσταση των νεκρών έχουν παρουσιαστεί ως τα πιο ανοίκεια θέματα. Αλλά καταστάσεις αυτού του είδους είναι και πάλι πολύ συνηθισμένες στα παραμύθια. Ποιος θα ήταν τόσο τολμηρός ώστε να το ονομάσει μια ανοίκεια στιγμή, για παράδειγμα, όταν η Χιονάτη ανοίγει τα μάτια της για άλλη μια φορά; Επίσης, η ανάσταση των νεκρών ως θαύμα, όπως παρουσιάζεται στην Καινή Διαθήκη, προκαλεί συναισθήματα εντελώς άσχετα με το ανοίκειο. Έπειτα, το θέμα που επιτυγχάνει ένα εξαιρετικά ανοίκειο αποτέλεσμα, η ακούσια επανάληψη του ίδιου πράγματος, εξυπηρετεί άλλους και εντελώς διαφορετικούς σκοπούς σε μια άλλη κατηγορία περιπτώσεων.

 

Μια άλλη σκέψη είναι η εξής: από πού προέρχονται οι παράξενες επιρροές της σιωπής, του σκότους και της μοναξιάς; Δεν δείχνουν αυτοί οι παράγοντες το ρόλο που διαδραματίζει ο κίνδυνος στην αιτιολογία αυτού που είναι ανοίκειο, πέρα του ότι είναι επίσης η πιο συχνοί συνοδοί της έκφρασης του φόβου στη βρεφική ηλικία; Και δεν είμαστε πράγματι δικαιολογημένοι να αγνοήσουμε τη διανοητική αβεβαιότητα ως παράγοντα, δεδομένου ότι έχουμε παραδεχτεί τη σημασία της σε σχέση με το θάνατο;

 

Είναι προφανές ότι υπάρχουν και άλλα στοιχεία, εκτός από αυτά που αναφέρονται εδώ, τα οποία καθορίζουν την παραγωγή ανοίκειων αισθημάτων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτά τα προκαταρκτικά αποτελέσματα ικανοποιούν το ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον για το πρόβλημα του ανοίκειου, και ότι αυτό που απομένει απαιτεί πιθανώς μια αισθητική αποτίμηση. Αλλά αυτό θα άνοιγε την πόρτα σε αμφιβολίες σχετικά με την ακριβή αξία του γενικού ισχυρισμού μας ότι το ανοίκειο προέρχεται από κάτι οικείο που έχει απωθηθεί.

 

Υπάρχει ένα πράγμα που μπορεί να μας βοηθήσει να επιλύσουμε αυτές τις αβεβαιότητες: σχεδόν όλες οι περιπτώσεις που έρχονται σε αντίθεση με την υπόθεσή μας προέρχονται από τη σφαίρα της μυθοπλασίας και των λογοτεχνικών έργων. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει μια πιθανή διαφοροποίηση μεταξύ του ανοίκειου που βιώνεται πραγματικά, και του ανοίκειου όπως απλώς το φανταζόμαστε ή διαβάζουμε γι’ αυτό.

 

Κάτι ανοίκειο στην πραγματική εμπειρία προσδιορίζεται ευκολότερα, αλλά περιορίζεται σε λιγότερες περιπτώσεις. Θα διαπιστώσουμε, νομίζω, ότι εξηγείται με την προτεινόμενη λύση μας, καθώς μπορεί να αναχθεί σε κάτι γνωστό που έχει απωθηθεί. Αλλά και εδώ, επίσης, πρέπει να κάνουμε μια σημαντική και ψυχολογικά σημαντική διαφοροποίηση στο υλικό μας, που απεικονίζεται καλύτερα με κατάλληλα παραδείγματα.

 

Ας δούμε το ανοίκειο σε σχέση με την παντοδυναμία των σκέψεων, τις στιγμιαίες εκπληρώσεις επιθυμιών, τη μυστική δύναμη να κάνουμε κακό, ή την επιστροφή των νεκρών. Η κατάσταση στην οποία εμφανίζεται εδώ το αίσθημα του ανοίκειου είναι ολοφάνερη. Εμείς- ή οι πρωτόγονοι πρόγονοί μας- κάποτε πιστεύαμε στην ύπαρξη αυτών των πραγμάτων, και ήμασταν πεπεισμένοι ότι πραγματικά συνέβαιναν. Σήμερα δεν πιστεύουμε πλέον σε αυτά τα πράγματα, έχουμε ξεπεράσει έναν τέτοιο τρόπο σκέψης, αλλά δεν αισθανόμαστε αρκετά σίγουροι για το νέο σύνολο των πεποιθήσεών μας, καθώς οι παλιές πεποιθήσεις εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα μας ζητώντας επιβεβαίωση. Μόλις συμβεί κάτι πραγματικά στη ζωή μας που φαίνεται να υποστηρίζει τις παλιές, απορριφθείσες πεποιθήσεις, έχουμε μια αίσθηση του ανοίκειου. Και είναι σαν να καταλήγουμε στην εξής κρίση: «Είναι αλήθεια, τελικά, ότι κάποιος μπορεί να σκοτώσει έναν άνθρωπο απλώς επιθυμώντας το θάνατό του!» ή, «Όντως οι νεκροί συνεχίζουν να ζουν, και μπορούν να εμφανιστούν μπροστά στα μάτια μας!», και ούτω καθεξής.

 

Και αντιστρόφως, όποιος έχει διαλύσει εντελώς τις ανιμιστικές πεποιθήσεις του, θα είναι ανεπηρέαστος σε αυτόν τον τύπο του ανοίκειου. Οι πιο αξιοσημείωτες συμπτώσεις επιθυμίας και εκπλήρωσης, η πιο μυστηριώδης επανάληψη παρόμοιων εμπειριών σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, τα πιο απατηλά θεάματα και ύποπτοι θόρυβοι- τίποτε από αυτά δεν θα τον παρασύρει ή θα εγείρει το είδος φόβου που μπορεί να περιγραφεί ως «φόβος για κάτι ανοίκειο». Γιατί πρόκειται για ένα ζήτημα «δοκιμής της πραγματικότητας», καθαρά και απλά, ένα θέμα της υλικής πραγματικότητας των φαινομένων.[9]

 

Η κατάσταση των πραγμάτων είναι κάπως διαφορετική όταν το ανοίκειο προέρχεται από καταπιεσμένα παιδικά συμπλέγματα, από το σύμπλεγμα του ευνουχισμού, τις ενδομήτριες φαντασιώσεις, κ.λπ.· αλλά οι εμπειρίες που διεγείρουν αυτό το είδος παράξενου συναισθήματος δεν εμφανίζονται πολύ συχνά στην πραγματική ζωή. Οι πραγματικές εμφανίσεις του ανοίκειου ανήκουν ως επί το πλείστον στην πρώτη κατηγορία. Ωστόσο, η διάκριση μεταξύ των δύο κατηγοριών είναι θεωρητικά πολύ σημαντική. Όπου το ανοίκειο προέρχεται από παιδικά συμπλέγματα, το ζήτημα της εξωτερικής πραγματικότητας είναι εντελώς άσχετο. Τη θέση του παίρνει η ψυχική πραγματικότητα. Αυτό που συμβαίνει είναι η πραγματική καταστολή κάποιου συγκεκριμένου υλικού, και η επιστροφή αυτού του καταπιεσμένου υλικού, όχι η απόρριψη της πίστης στην αντικειμενική του πραγματικότητα.

 

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη μία περίπτωση αυτό που απωθείται είναι ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό περιεχόμενο, ενώ στην άλλη περίπτωση είναι η πίστη στη φυσική του ύπαρξη. Αλλά αυτός ο τελευταίος τρόπος διατύπωσης αναμφίβολα αμβλύνει τον όρο «καταστολή» πέρα από την κανονική σημασία του. Θα ήταν πιο σωστό να λάβουμε υπόψη μια αισθητή ψυχολογική διαφορά εδώ, και να πούμε ότι οι ανιμιστικές πεποιθήσεις των πολιτισμένων ανθρώπων έχουν λίγο- πολύ ξεπεραστεί. Το συμπέρασμά μας θα μπορούσε τότε να διατυπωθεί ως εξής: Μια ανοίκεια εμπειρία συμβαίνει είτε όταν τα καταπιεσμένα παιδικά συμπλέγματα έχουν αναζωογονηθεί από κάποια εντύπωση, είτε όταν οι πρωτόγονες πεποιθήσεις που έχουμε ξεπεράσει φαίνεται να επιβεβαιώνονται για άλλη μια φορά.

 

Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι αυτές οι δύο κατηγορίες ανοίκειας εμπειρίας δεν είναι πάντα έντονα διακριτές. Αν αναλογιστούμε ότι οι πρωτόγονες πεποιθήσεις συνδέονται στενά με τα παιδικά συμπλέγματα και, στην πραγματικότητα, βασίζονται σε αυτά, δεν θα εκπλαγούμε αν βρούμε τη διάκριση μάλλον θολή.

 

Το ανοίκειο, όπως απεικονίζεται στη λογοτεχνία, στις ιστορίες, και στις ευφάνταστες δημιουργίες, αξίζει στην πραγματικότητα μια ξεχωριστή συζήτηση. Αρχικά, πρόκειται για ένα πολύ πιο γόνιμο έδαφος για το ανοίκειο απ’ ό,τι η πραγματική ζωή, επειδή περιέχει το σύνολο της τελευταίας, και κάτι περισσότερο· κάτι που δεν μπορεί να βρεθεί στην πραγματική ζωή. Η διάκριση ανάμεσα σε αυτό που έχει απωθηθεί και σε αυτό που έχει ξεπεραστεί δεν μπορεί να μεταφερθεί στο ανοίκειο της μυθοπλασίας χωρίς βαθιά τροποποίηση. Γιατί η σφαίρα της φαντασίας εξαρτάται για την ίδια την ύπαρξή της από το γεγονός ότι το περιεχόμενό της δεν υποβάλλεται στον έλεγχο της πραγματικότητας. Το κάπως παράδοξο αποτέλεσμα είναι ότι, πρώτον, πολλά που δεν είναι ανοίκεια στη μυθοπλασία θα ήταν τέτοια αν συνέβαιναν στην πραγματική ζωή· και δεύτερον, ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα μέσα για τη δημιουργία ανοίκειων αποτελεσμάτων στη μυθοπλασία από όσα υπάρχουν στην πραγματική ζωή.

 

Ο αφηγητής έχει αυτή την ποιητική άδεια, ότι μπορεί να επιλέξει τον κόσμο της αναπαράστασής του έτσι ώστε είτε να συμπίπτει με τις πραγματικότητες που γνωρίζουμε, είτε να απομακρυνθεί από αυτές με όποιον τρόπο εκείνος επιθυμεί. Αποδεχόμαστε την απόφασή του σε κάθε περίπτωση. Στα παραμύθια, για παράδειγμα, ο κόσμος της πραγματικότητας χάνεται από την αρχή, και το ανιμιστικό σύστημα πεποιθήσεων υιοθετείται. Η εκπλήρωση επιθυμιών, οι μυστικές δυνάμεις, η παντοδυναμία των σκέψεων, η εμψύχωση των άψυχων αντικειμένων, όλα τα στοιχεία που είναι τόσο κοινά στα παραμύθια, δεν μπορούν να ασκήσουν καμία ανοίκεια επιρροή εδώ. Διότι, όπως μάθαμε, το αίσθημα του ανοίκειου δεν μπορεί να προκύψει αν δεν υπάρχει σύγκρουση της κρίσης για το αν πράγματα που έχουν «ξεπεραστεί» και θεωρούνται απίστευτα, είναι, τελικά, δυνατά. Και αυτό το πρόβλημα αποκλείεται από την αρχή από το σκηνικό της ιστορίας. Και έτσι βλέπουμε ότι τέτοιες ιστορίες που μας έχουν εφοδιάσει με τις περισσότερες αντιφάσεις στην υπόθεσή μας για το ανοίκειο επιβεβαιώνουν το πρώτο μέρος της πρότασής μας- ότι στη σφαίρα της φαντασίας πολλά πράγματα δεν είναι ανοίκεια, κάτι που δεν ισχύει αν συνέβαιναν στην πραγματική ζωή. Στην περίπτωση των παραμυθιών υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν, τους οποίους θα θίξουμε εν συντομία αργότερα.

 

Ο αφηγητής μπορεί επίσης να επιλέξει ένα σκηνικό το οποίο, αν και λιγότερο φανταστικό από τον κόσμο των παραμυθιών, διαφέρει από τον πραγματικό κόσμο, περιλαμβάνοντας ανώτερες πνευματικές οντότητες, όπως δαιμονικές επιρροές ή πνεύματα των νεκρών. Όσο αυτές οι οντότητες παραμένουν μέσα στο πλαίσιο της ποιητικής πραγματικότητας, το συνηθισμένο χαρακτηριστικό της παραδοξότητας δεν μπορεί να αποδοθεί σε τέτοια όντα. Οι ψυχές στην Κόλαση του Δάντη, ή οι φανταστικές εμφανίσεις στον Άμλετ, στον Μάκβεθ, ή στον Ιούλιο Καίσαρα του Σαίξπηρ, μπορεί να είναι αρκετά ζοφερές και τρομερές, αλλά δεν είναι πιο παράξενες από τον χαρούμενο κόσμο των θεών του Ομήρου. Διατάσσουμε την κρίση μας στη φανταστική πραγματικότητα που μας επιβάλλει ο συγγραφέας, και αντιμετωπίζουμε τις ψυχές, τα πνεύματα και τα φαντάσματα σαν η ύπαρξή τους να είχε την ίδια ισχύ στον κόσμο τους με τη δική μας στον εξωτερικό κόσμο. Έτσι, και σε αυτή την περίπτωση, γλιτώνουμε κάθε ίχνος του ανοίκειου.

 

Η κατάσταση αλλάζει μόλις ο συγγραφέας προσποιηθεί ότι κινείται στον κόσμο της κοινής πραγματικότητας. Σε αυτή την περίπτωση, αποδέχεται όλες τις συνθήκες που λειτουργούν για να παράγουν ανοίκεια αισθήματα στην πραγματική ζωή. Και όλα όσα θα είχαν ένα ανοίκειο αποτέλεσμα στην πραγματικότητα, το αποκτούν στην ιστορία του. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να αυξήσει την επίδραση του ανοίκειου, και να την πολλαπλασιάσει πολύ πέρα από αυτό που θα μπορούσε να συμβεί στην πραγματικότητα, δημιουργώντας γεγονότα που ποτέ ή πολύ σπάνια συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Εκμεταλλεύεται ο συγγραφέας, τρόπον τινά, την υποτιθέμενη δεισιδαιμονία μας. Μας εξαπατά όταν νομίζουμε ότι μας προσφέρει τη νηφάλια αλήθεια, και τελικά υπερβαίνει τα όρια του δυνατού. Αντιδρούμε στα δημιουργήματά του όπως θα αντιδρούσαμε σε πραγματικές εμπειρίες. Όταν αντιλαμβανόμαστε το τέχνασμά του είναι ήδη πολύ αργά, και ο συγγραφέας έχει επιτύχει το στόχο του. Αλλά πρέπει να προστεθεί ότι η επιτυχία του δεν είναι αμιγής. Διατηρούμε ένα αίσθημα δυσαρέσκειας, ένα είδος μνησικακίας ενάντια στην απόπειρα εξαπάτησης.

 

Το παρατήρησα αυτό ιδιαίτερα μετά την ανάγνωση του Die Weissagung του Schnitzler, καθώς και παρόμοιων ιστοριών που αναφέρονται στο υπερφυσικό. Ο συγγραφέας σε αυτήν την περίπτωση έχει ένα ακόμη μέσο που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να αποφύγει την αυξανόμενη ενόχλησή μας, και ταυτόχρονα για να βελτιώσει τις πιθανότητες επιτυχίας του. Μας κρατάει στο σκοτάδι για μεγάλο χρονικό διάστημα σχετικά με την ακριβή φύση των συνθηκών που έχει επιλέξει για τον κόσμο που περιγράφει, και, με τρόπο πονηρό, αποφεύγει οποιαδήποτε συγκεκριμένη πληροφορία σχετικά με το θέμα σε όλο το βιβλίο. Εδώ, ωστόσο, βρίσκουμε μια επιβεβαίωση του δεύτερου μέρους της πρότασής μας- ότι η μυθοπλασία παρουσιάζει περισσότερες ευκαιρίες για τη δημιουργία ανοίκειων αισθημάτων από ό, τι είναι δυνατό στην πραγματική ζωή.

 

Αυστηρά μιλώντας, όλες αυτές οι περιπλοκές σχετίζονται μόνο με εκείνη την κατηγορία του ανοίκειου που προέρχεται από μορφές σκέψης που έχουν ξεπεραστεί. Η κατηγορία που προέρχεται από καταπιεσμένα συμπλέγματα είναι πιο συνεκτική, και παραμένει ισχυρή τόσο στη μυθοπλασία όσο και στην πραγματική εμπειρία, εκτός από ένα σημείο. Το ανοίκειο που ανήκει στην πρώτη κατηγορία- αυτό που προέρχεται από μορφές σκέψης που έχουν ξεπεραστεί- διατηρεί αυτή την ποιότητα στη μυθοπλασία όπως και στην εμπειρία, όσο το σκηνικό αναφέρεται στη φυσική πραγματικότητα. Αλλά μόλις του δοθεί ένα αυθαίρετο και μη ρεαλιστικό σκηνικό στη μυθοπλασία, τείνει να χάσει την ποιότητα του ανοίκειου.

 

Είναι σαφές ότι δεν έχουμε εξαντλήσει τις δυνατότητες της ποιητικής άδειας και τα προνόμια που απολαμβάνουν οι συγγραφείς για να προκαλέσουν ή να αποκλείσουν ένα ανοίκειο συναίσθημα. Κατά κύριο λόγο υιοθετούμε μια αμετάβλητη παθητική στάση απέναντι στην εμπειρία, και επηρεαζόμαστε από το φυσικό μας περιβάλλον. Αλλά ο αφηγητής έχει μια ιδιότυπη κατευθυντήρια επιρροή πάνω μας. Μέσω των καταστάσεων του νου στις οποίες μπορεί να μας υποβάλει, και μέσω των προσδοκιών που μπορεί να ξυπνήσει μέσα μας, είναι σε θέση να καθοδηγήσει τη ροή των συναισθημάτων μας, να τα προσανατολίσει στη μία ή στην άλλη κατεύθυνση, και συχνά είναι σε θέση να πετύχει μια μεγάλη ποικιλία αποτελεσμάτων βασισμένος στο ίδιο υλικό. Όλα αυτά δεν είναι κάτι καινούργιο, και αναμφίβολα έχουν προ πολλού εξεταστεί πλήρως από τους καθηγητές αισθητικής. Έχουμε παρασυρθεί σε αυτό το πεδίο έρευνας ημισυνειδητά, έχοντας υποκύψει στον πειρασμό να εξηγήσουμε ορισμένες περιπτώσεις που έρχονται σε αντίθεση με τη θεωρία μας για τις αιτίες του ανοίκειου. Κατά συνέπεια, θα επανέλθουμε τώρα στην εξέταση μερικών περιπτώσεων.

 

Έχουμε ήδη αναρωτηθεί γιατί το κομμένο χέρι στην ιστορία του θησαυρού του Ραμψίνιτου δεν έχει ανοίκεια επίδραση με τον τρόπο που έχει η ιστορία του Hauff για το κομμένο χέρι. Το ζήτημα φαίνεται να έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία τώρα που έχουμε αναγνωρίσει ότι αυτή η κατηγορία του ανοίκειου που προέρχεται από απωθημένα συμπλέγματα είναι η πιο ανθεκτική από τις δύο. Η απάντηση είναι εύκολη. Στην ιστορία του Ηροδότου για τον Ραμψίνιτο οι σκέψεις μας επικεντρώνονται πολύ περισσότερο στην ανώτερη πονηριά του κλέφτη παρά στα συναισθήματα της πριγκίπισσας. Η πριγκίπισσα μπορεί κάλλιστα να είχε ένα ανοίκειο συναίσθημα· πολύ πιθανόν να έπαθε υστερία. Αλλά εμείς δεν έχουμε την αίσθηση του ανοίκειου, γιατί βάζουμε τον εαυτό μας στη θέση του κλέφτη, όχι στη δική της.

 

Στη σάτιρα του Nestroy, Der Zerrissene, ένα άλλο μέσο χρησιμοποιείται για να αποφευχθεί οποιαδήποτε εντύπωση του ανοίκειου στη σκηνή στην οποία ο φυγάς, πεπεισμένος ότι είναι δολοφόνος, ανοίγει τη μία καταπακτή μετά την άλλη, και κάθε φορά βλέπει το φάντασμα του θύματός του να βγαίνει από αυτήν. Φωνάζει απελπισμένος: «Μα σκότωσα μόνο έναν άνθρωπο. Γιατί αυτός ο φρικτός πολλαπλασιασμός;» Γνωρίζουμε την αλήθεια, και δεν συμμεριζόμαστε το λάθος του Zerrissener, οπότε αυτό που πρέπει να είναι ανοίκειο γι’ αυτόν έχει μια ακαταμάχητα κωμική επίδραση πάνω μας.

 

Ακόμη και ένα «πραγματικό» φάντασμα, όπως στο Canterville Ghost του Oscar Wilde, χάνει κάθε δύναμη να ξυπνήσει μια ανοίκεια φρίκη μέσα μας μόλις ο συγγραφέας αρχίζει να αντιμετωπίζει το φάντασμα κωμικά και με οικειότητα. Έτσι βλέπουμε πόσο διαφορετικές συναισθηματικές επιδράσεις μπορούν να υπάρξουν στη μυθοπλασία από ό,τι στον πραγματικό κόσμο. Στα παραμύθια, τα συναισθήματα του φόβου- συμπεριλαμβανομένων των ανοίκειων αισθημάτων- αποκλείονται εντελώς. Το κατανοούμε αυτό, και γι’ αυτό αγνοούμε τις ευκαιρίες για οποιαδήποτε ανάπτυξη ενός τέτοιου συναισθήματος.

 

Όσον αφορά τους παράγοντες της σιωπής, της μοναξιάς, και του σκότους, μπορούμε μόνο να πούμε ότι είναι στην πραγματικότητα στοιχεία στην παραγωγή αυτού του παιδικού νοσηρού άγχους από το οποίο η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν έχει απελευθερωθεί ποτέ. Αυτό το πρόβλημα έχει συζητηθεί από ψυχαναλυτική άποψη αλλού.

 

==========

 

The «Uncanny», Sigmund Freud

[https://web.mit.edu/allanmc/www/freud1.pdf]

Μετάφραση για τα Ελληνικά, 2024, Χρήστος Κ. Τσελέντης.

 

 

 

 



[1] Σ.τ.μ. Παραλείπω εδώ ένα μέρος του κειμένου, όπου ο Φρόιντ δίνει μια μεγάλη λίστα με παραδείγματα της λέξης «ανοίκειο». Παραπέμπω όποιον θέλει να διαβάσει τη λίστα στο σύνδεσμο στο τέλος του κειμένου (το κείμενο του Φρόιντ στα Αγγλικά).

[2] Σ.τ.μ. Σύμφωνα με τον ορισμό του Schelling, που δίνει ο Φρόιντ στη λίστα του, «ανοίκειο» είναι το όνομα για οτιδήποτε θα έπρεπε να παραμείνει κρυφό και μυστικό, αλλά έγινε φανερό.

[3] Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι όταν οι ποιητές παραπονιούνται ότι δύο ψυχές κατοικούν μέσα στο ανθρώπινο στήθος, και όταν οι δημοφιλείς ψυχολόγοι μιλούν για τη διάσπαση του εγώ σε ένα άτομο, έχουν κάποια αντίληψη αυτής της διαίρεσης (που σχετίζεται με τη σφαίρα της ψυχολογίας του εγώ) μεταξύ της κριτικής ικανότητας και του υπόλοιπου εγώ, και όχι της αντίθεσης που ανακαλύπτεται από την ψυχανάλυση μεταξύ του εγώ και αυτού που είναι ασυνείδητο και καταπιεσμένο. Είναι αλήθεια ότι η διάκριση εξαλείφεται σε κάποιο βαθμό από το γεγονός ότι τα παράγωγα αυτού που καταπιέζεται είναι πρωτίστως μεταξύ των πραγμάτων που κατακρίνονται από τη λειτουργία που επικρίνει το εγώ.

[4] Στο Der Student von Prag του Ewers, το οποίο παρέχει το σημείο εκκίνησης της μελέτης του Rank για το «διπλό», ο ήρωας έχει υποσχεθεί στην αγαπημένη του να μην σκοτώσει τον ανταγωνιστή του σε μονομαχία. Αλλά στο δρόμο του προς το πεδίο της μονομαχίας συναντά τον «σωσία» του, ο οποίος έχει ήδη σκοτώσει τον αντίπαλό του.

[5] Σ.τ.μ. Ο Freud εδώ αναφέρεται στον P. Kammerer, και στο «νόμο των σειρών» του.

[6] Σ.τ.μ. Το εν λόγω κείμενο είναι το Beyond the pleasure principle.

[7] Φαίνεται ότι επενδύουμε με ένα αίσθημα αδιαφορίας εκείνες τις εντυπώσεις που υποστηρίζουν την πίστη στην παντοδυναμία των σκέψεων και στην ανιμιστική στάση του νου, σε μια εποχή που η κρίση μας έχει ήδη απορρίψει αυτές τις ίδιες πεποιθήσεις.

[8] Σ.τ.μ. Ο Freud επηρεάστηκε βαθιά από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την περίοδο πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. H καταστροφή της Ευρώπης την περίοδο 1914-1918, άλλαξε την κατεύθυνση της ανάπτυξης της ψυχαναλυτικής σκέψης του. Η εμπειρία έγινε πολύ πιο προσωπική στη δεκαετία του 1930, όταν οι ναζί έκαψαν τα βιβλία του.

[https://www.psychologytoday.com/intl/blog/psychiatry-history/202202/freud-and-the-world-wars#:~:text=Sigmund%20Freud%20was%20profoundly%20affected,Nazi%20supporters%20burned%20his%20books.]

[9] Δεδομένου ότι το ανοίκειο αποτέλεσμα του «διπλού» ανήκει επίσης σε αυτή την κατηγορία, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ποιο είναι το αποτέλεσμα όταν κάποιος έρθει ξαφνικά αντιμέτωπος με την ίδια του την εικόνα. Ο E. Mach περιλαμβάνει δύο τέτοιες παρατηρήσεις στο έργο του Analyse der Em findungen (1900). Την πρώτη φορά αντέδρασε βίαια μόλις συνειδητοποίησε ότι το πρόσωπο απέναντί του ήταν ο δικός του εαυτός. Τη δεύτερη φορά σχημάτισε μια πολύ δυσμενή γνώμη για τον υποτιθέμενο ξένο που μπήκε στην άμαξα, και σκέφτηκε: «Τι άθλιος είναι ο δάσκαλος που μπαίνει μέσα».- Μπορώ να προσφέρω μια παρόμοια εμπειρία. Καθόμουν μόνος μου στην κουκέτα μου στο τρένο, όταν ένα βίαιο τράνταγμα του τρένου άνοιξε την πόρτα της αίθουσας πλυντηρίου, και μπήκε μέσα ένας ηλικιωμένος κύριος με ρόμπα και ταξιδιωτικό καπέλο. Υπέθεσα ότι ήταν έτοιμος να φύγει από το πλυντήριο που χωρίζει τις δύο κουκέτες, και είχε πάρει λάθος κατεύθυνση, και μπήκε στην κουκέτα μου κατά λάθος. Καθώς σηκώθηκα με την πρόθεση να τον βοηθήσω, συνειδητοποίησα ότι ο εισβολέας δεν ήταν παρά η δική μου αντανάκλαση στον καθρέφτη της ανοιχτής πόρτας. Μπορώ ακόμα να θυμηθώ ότι δεν μου άρεσε καθόλου η εμφάνισή μου. Αντί λοιπόν να τρομοκρατηθούμε από τους σωσίες μας, τόσο ο Mach όσο και εγώ έπρεπε απλά να τους αναγνωρίσουμε ως τέτοιους. Δεν είναι πιθανό, όμως, η αντιπάθειά μας για τους σωσίες να κρύβει το παλιό προαίσθημα ότι το «διπλό» είναι κάτι ανοίκειο;