Σίγκμουντ Φρόιντ
(1939)
1.
Περίληψη
Το επόμενο μέρος αυτού του
δοκιμίου δεν μπορεί να παραδοθεί στον κόσμο χωρίς κάποιες εξηγήσεις και απολογίες.
Γιατί δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πιστή, συχνά κυριολεκτική, επανάληψη του
πρώτου μέρους, εκτός από το ότι μερικές από τις κριτικές έρευνες έχουν
συμπυκνωθεί, και ότι υπάρχουν προσθήκες που αναφέρονται στο πρόβλημα του πώς
και γιατί ο χαρακτήρας του εβραϊκού λαού αναπτύχθηκε με τη μορφή που έχει.
Γνωρίζω ότι αυτός ο τρόπος παρουσίασης του θέματός μου είναι τόσο
αναποτελεσματικός όσο και άτεχνος. Εγώ ο ίδιος το αποδοκιμάζω αυτό ολόψυχα.
Γιατί δεν το απέφυγα; Η απάντηση είναι εύκολο για μένα να βρεθεί, αλλά μάλλον
δύσκολο να την παραδεχτώ. Δεν μπόρεσα να σβήσω τα ίχνη του ασυνήθιστου τρόπου
με τον οποίο γράφτηκε αυτό το βιβλίο.
Στην πραγματικότητα, έχει
γραφτεί δύο φορές. Η πρώτη φορά ήταν πριν από μερικά χρόνια στη Βιέννη, όταν
δεν πίστευα στη δυνατότητα δημοσίευσής του. Αποφάσισα να το αφήσω στην άκρη,
αλλά με στοίχειωνε σαν φάντασμα, και συμβιβάστηκα δημοσιεύοντας ανεξάρτητα δύο
μέρη του στο περιοδικό Imago. Ήταν τα ψυχαναλυτικά σημεία εκκίνησης ολόκληρου του βιβλίου: «Μωυσής ένας
Αιγύπτιος», και το ιστορικό δοκίμιο που βασίστηκε στο προηγούμενο, «Αν ο Μωυσής
ήταν Αιγύπτιος». Τα υπόλοιπα, που θα μπορούσαν να είναι προσβλητικά και ήταν
επικίνδυνα, δηλαδή η εφαρμογή της θεωρίας μου για τη γένεση του μονοθεϊσμού και
η ερμηνεία μου για τη θρησκεία- τα απέκρυψα, αν και όχι, όπως νόμιζα, για
πάντα.
Στη συνέχεια, τον Μάρτιο του
1938 ήρθε η απροσδόκητη γερμανική εισβολή. Με ανάγκασε να φύγω από το σπίτι
μου, αλλά με απελευθέρωσε επίσης από τον φόβο μήπως η έκδοση του βιβλίου μου
μπορούσε να προκαλέσει την απαγόρευση της ψυχανάλυσης σε μια χώρα όπου η
πρακτική της εξακολουθούσε να επιτρέπεται. Μόλις έφτασα στην Αγγλία, βρήκα
ακαταμάχητο τον πειρασμό να κάνω την κρυμμένη γνώση μου προσιτή στον κόσμο, και
έτσι άρχισα να ξαναγράφω το τρίτο μέρος του δοκιμίου μου, για να ακολουθήσει τα
δύο που είχαν ήδη δημοσιευτεί. Αυτό φυσικά απαιτούσε μια ανασύνταξη του υλικού,
έστω και μερική. Σε αυτή τη δευτερεύουσα επεξεργασία, ωστόσο, δεν κατάφερα να συμπεριλάβω
όλο το υλικό. Από την άλλη, δεν μπορούσα να παραιτηθώ εντελώς από τις δύο
προηγούμενες παρεμβάσεις, και έτσι προέκυψε ο συμβιβασμός της προσθήκης
αναλλοίωτου ενός ολόκληρου τμήματος της πρώτης έκδοσης στη δεύτερη, ένα
τέχνασμα που έχει το μειονέκτημα της εκτεταμένης επανάληψης.
Θα μπορούσα, είναι αλήθεια, να
βρω παρηγοριά στον προβληματισμό ότι το θέμα που αντιμετώπιζα ήταν τόσο νέο και
σημαντικό- ανεξάρτητα από το αν η παρουσίασή μου ήταν σωστή ή όχι- ώστε έπρεπε
να θεωρηθεί μόνο ως μια μικρή ταλαιπωρία αν οι άνθρωποι αναγκάζονταν να
διαβάσουν για το ίδιο θέμα δύο φορές. Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να ειπωθούν
περισσότερες από μία φορές, και αυτό μπορεί να μην φτάνει. Θα πρέπει, ωστόσο,
να αφεθεί στη βούληση του αναγνώστη αν επιθυμεί να παραμείνει σε ένα θέμα, ή να
φύγει από αυτό.
Ένα συμπέρασμα δεν πρέπει να
τονίζεται με το πονηρό τέχνασμα της τοποθέτησης του ίδιου θέματος δύο φορές στο
ίδιο βιβλίο. Με αυτόν τον τρόπο κάποιος αποδεικνύεται αδέξιος συγγραφέας, και
πρέπει να φέρει την ευθύνη γι’ αυτό. Ωστόσο, η δημιουργική δύναμη ενός
συγγραφέα δεν ακολουθεί, δυστυχώς, πάντα την καλή του θέληση. Ένα έργο βρίσκει
το δρόμο του, και μερικές φορές ο δημιουργός του το αντιμετωπίζει ως ένα ανεξάρτητο,
ακόμη και ξένο, δημιούργημα.
2. Ο
λαός του Ισραήλ
Αν είναι αρκετά σαφές στο
μυαλό μας ότι μια διαδικασία όπως η παρούσα- να πάρουμε από το παραδοσιακό
υλικό αυτό που φαίνεται χρήσιμο, και να απορρίψουμε αυτό που είναι ακατάλληλο,
και στη συνέχεια να συναρμολογήσουμε τα μεμονωμένα κομμάτια σύμφωνα με την
ψυχολογική τους πιθανότητα- δεν παρέχει καμία ασφάλεια για την εύρεση της
αλήθειας, τότε έχουμε απόλυτο δίκιο να ρωτήσουμε γιατί έγινε μια τέτοια
προσπάθεια. Για να απαντήσω σε αυτό, πρέπει να αναφέρω το αποτέλεσμα. Εάν περιορίσουμε
σημαντικά τις αυστηρές απαιτήσεις που συνήθως τίθενται σε μια ιστορική και
ψυχολογική έρευνα, τότε ίσως είναι δυνατό να ξεκαθαρίσουμε προβλήματα που πάντα
φαίνονταν άξια προσοχής, και τα οποία, ως συνέπεια των πρόσφατων γεγονότων,
επιβάλλονται και πάλι στην προσοχή μας.
Γνωρίζουμε ότι από όλους τους
λαούς που έζησαν στην αρχαιότητα στη λεκάνη της Μεσογείου, ο εβραϊκός λαός
είναι ίσως ο μόνος που εξακολουθεί να υπάρχει στο όνομα και, πιθανώς, στη φύση.
Με μια απαράμιλλη δύναμη αντίστασης, αψήφησε την κακοτυχία και την
κακομεταχείριση, ανέπτυξε ειδικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, και,
παρεμπιπτόντως, κέρδισε την εγκάρδια αντιπάθεια όλων των άλλων λαών. Από πού
προέρχεται αυτή η αντίσταση του Εβραίου, και πώς ο χαρακτήρας του συνδέεται με
τη μοίρα του, είναι θέματα που θα ήθελε κάποιος να καταλάβει καλύτερα.
Μπορούμε να ξεκινήσουμε από
ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των Εβραίων που διέπει τη σχέση τους με τους άλλους
ανθρώπους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουν πολύ καλή γνώμη για τον εαυτό τους,
θεωρούν τους εαυτούς τους ευγενέστερους, υψηλότερου επιπέδου, ανώτερους από
τους άλλους λαούς, από τους οποίους ξεχωρίζουν επίσης λόγω πολλών από τα έθιμά
τους. Έτσι εμψυχώνονται από μια ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στη ζωή, σαν χάρη στη
μυστική κατοχή ενός πολύτιμου δώρου. Οι θρησκευόμενοι άνθρωποι θα το
αποκαλούσαν αυτό εμπιστοσύνη στον Θεό.
Γνωρίζουμε τον λόγο αυτής της
στάσης τους, και ποιος είναι ο πολύτιμος θησαυρός τους. Πιστεύουν πραγματικά
ότι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού. Θεωρούν ότι είναι ιδιαίτερα κοντά Του, και
αυτό είναι που τους κάνει υπερήφανους και σίγουρους. Σύμφωνα με αξιόπιστες
μαρτυρίες, οι Εβραίοι συμπεριφέρονταν στους ελληνιστικούς χρόνους όπως
συμπεριφέρονται σήμερα. Ο εβραϊκός χαρακτήρας, επομένως, ακόμη και τότε ήταν
αυτό που είναι τώρα, και οι Έλληνες, μαζί με τους οποίους οι Εβραίοι ζούσαν,
αντιδρούσαν στα εβραϊκά χαρακτηριστικά με τον ίδιο τρόπο που αντιδρούν σήμερα
οι λαοί στις χώρες που τους φιλοξενούν. Αντιδρούσαν, θα μπορούσε να πει κανείς,
σαν να πίστευαν και εκείνοι στην ιδιαιτερότητα που διεκδικούσαν οι Ισραηλίτες
για τον εαυτό τους.
Όταν κάποιος είναι ο δηλωμένος
αγαπημένος του φοβερού πατέρα, δεν χρειάζεται να εκπλήσσεται που οι άλλοι
αδελφοί και αδελφές του ζηλεύουν. Το πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η ζήλια
φαίνεται έξοχα στον ιουδαϊκό μύθο για τον Ιωσήφ και τους αδελφούς του. Η
μετέπειτα πορεία της παγκόσμιας ιστορίας φάνηκε να δικαιολογεί αυτή την
ιουδαϊκή αλαζονεία, γιατί όταν αργότερα ο Θεός συγκατατέθηκε να στείλει στην
ανθρωπότητα έναν Μεσσία και Λυτρωτή, Τον επέλεξε και πάλι ανάμεσα στον Ιουδαϊκό
λαό. Οι άλλοι λαοί θα είχαν τότε λόγο να πουν: «Πράγματι, είχαν δίκιο· είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού». Αντί
αυτού, συνέβη ότι η σωτηρία μέσω του Ιησού Χριστού δεν έφερε στους Ιουδαίους
παρά ένα ισχυρότερο μίσος, ενώ οι ίδιοι οι Ιουδαίοι δεν αποκόμισαν κανένα
όφελος από αυτή τη δεύτερη απόδειξη ότι ευνοήθηκαν, επειδή δεν αναγνώρισαν τον
Λυτρωτή.
Με βάση τις προηγούμενες
παρατηρήσεις μας, μπορούμε να πούμε ότι ο Μωυσής ήταν ο άνθρωπος που σφράγισε
τον Ιουδαϊκό λαό με αυτό το χαρακτηριστικό, το οποίο έγινε τόσο σημαντικό γι’
αυτούς για πάντα. Ενίσχυσε την αυτοπεποίθησή τους, διαβεβαιώνοντάς τους ότι
ήταν ο εκλεκτός λαός του Θεού. Τους διακήρυξε άγιους, και τους έθεσε το καθήκον
να μένουν χωριστά από τους άλλους λαούς. Όχι ότι οι άλλοι άνθρωποι, από την
πλευρά τους, δεν είχαν αυτοπεποίθηση. Τότε, όπως και τώρα, κάθε έθνος θεωρούσε
τον εαυτό του ανώτερο από όλα τα άλλα. Η αυτοπεποίθηση των Ιουδαίων, ωστόσο, αγκυροβόλησε
μέσω του Μωυσή στη θρησκεία. Έγινε μέρος της θρησκευτικής τους πίστης. Με την
ιδιαίτερα στενή σχέση με τον Θεό τους, απέκτησαν ένα μέρος του μεγαλείου Του.
Και επειδή γνωρίζουμε ότι πίσω
από τον Θεό που διάλεξε τους Ιουδαίους και τους ελευθέρωσε από την Αίγυπτο, δήθεν
κατ’ εντολή του Θεού, βρισκόταν ο άνθρωπος Μωυσής, τολμούμε να πούμε το εξής:
ήταν ένας άνθρωπος, ο Μωυσής, που δημιούργησε τους Ιουδαίους. Σε αυτόν οφείλουν
την επιμονή τους στη ζωή. Σε αυτόν, ωστόσο, οφείλουν επίσης μεγάλο μέρος της
εχθρότητας που έχουν συναντήσει, και που εξακολουθούν να συναντούν.
3. Ο
μεγάλος άνθρωπος
Πώς είναι δυνατόν ένας μόνο
άνθρωπος να μπορέσει να αναπτύξει μια τέτοια εξαιρετική αποτελεσματικότητα,
ώστε να δημιουργήσει από τυχαία άτομα και οικογένειες έναν λαό, να σφραγίσει
αυτόν τον λαό με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του, και να καθορίσει τη μοίρα του
για τις επόμενες χιλιετίες; Δεν αποτελεί μια τέτοια υπόθεση μια αναδρομή στον
τρόπο σκέψης που παρήγαγε τους μύθους της δημιουργίας και τη λατρεία των ηρώων,
σε εποχές κατά τις οποίες η ιστορική γραφή εξαντλήθηκε στην αφήγηση ημερομηνιών
και ιστοριών της ζωής ορισμένων ατόμων- ηγεμόνων ή κατακτητών;
Η τάση της σύγχρονης εποχής
τείνει μάλλον να ανιχνεύει τα γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας σε πιο κρυφούς,
γενικούς και απρόσωπους παράγοντες- στη βίαιη επίδραση των οικονομικών
συνθηκών, στις αλλαγές στην προσφορά τροφίμων, στην πρόοδο στη χρήση υλικών και
εργαλείων, στις μεταναστεύσεις που προκαλούνται από την αύξηση του πληθυσμού
και την αλλαγή του κλίματος. Απέναντι σε αυτούς τους παράγοντες οι άνθρωποι
παίζουν τον απλό ρόλο των εκφραστών ή των εκπροσώπων των μαζικών τάσεων που εκδηλώνονται,
και οι οποίες τάσεις βρίσκουν την έκφρασή τους τυχαία στους ανθρώπους.
Αυτές είναι απολύτως θεμιτές
απόψεις, αλλά μας υπενθυμίζουν μια σημαντική ασυμφωνία μεταξύ της φύσης του
μηχανισμού σκέψης μας και της οργάνωσης του κόσμου που προσπαθούμε να
συλλάβουμε. Η επιτακτική ανάγκη μας για αιτία και αποτέλεσμα ικανοποιείται όταν
κάθε διαδικασία έχει μια αποδεδειγμένη αιτία. Στην πραγματικότητα, έξω από εμάς
αυτό δεν συμβαίνει. Κάθε γεγονός φαίνεται να είναι σαφώς καθορισμένο, και
αποδεικνύεται ότι είναι το αποτέλεσμα πολλών συγκλινουσών αιτιών. Φοβισμένη από
τις αμέτρητες επιπλοκές των γεγονότων, η έρευνα αντιμετωπίζει τη μια αλυσίδα
γεγονότων μετά την άλλη, ορίζει αντιθέσεις που δεν υπάρχουν, και οι οποίες
δημιουργούνται απλώς μέσω της διάσπασης πιο ολοκληρωμένων σχέσεων.
Αν, λοιπόν, η διερεύνηση μιας
συγκεκριμένης υπόθεσης καταδεικνύει την εξέχουσα επιρροή μιας μοναδικής
ανθρώπινης προσωπικότητας, η συνείδησή μας δεν χρειάζεται να μας κατηγορήσει
ότι με την αποδοχή αυτού του συμπεράσματος έχουμε καταφέρει ένα πλήγμα στο
δόγμα της σημασίας αυτών των γενικών απρόσωπων παραγόντων. Στην πραγματικότητα,
υπάρχει αναμφίβολα χώρος και για τα δύο. Στη γένεση του μονοθεϊσμού δεν
μπορούμε, είναι αλήθεια, να επισημάνουμε κανέναν άλλο εξωτερικό παράγοντα εκτός
από αυτούς που έχουμε ήδη αναφέρει- δηλαδή, ότι αυτή η εξέλιξη έχει να κάνει με
τη δημιουργία στενότερων δεσμών μεταξύ διαφορετικών εθνών και με την ύπαρξη
μιας μεγάλης αυτοκρατορίας.
Θα κρατήσουμε, επομένως, μια
θέση για τον «μεγάλο άνδρα» στην αλυσίδα, ή μάλλον στο δίκτυο, των καθοριστικών
παραγόντων. Ωστόσο, ίσως να μην είναι εντελώς άχρηστο να αναρωτηθούμε κάτω από
ποιες συνθήκες απονέμουμε αυτόν τον τίτλο τιμής. Μπορεί να εκπλαγούμε αν
διαπιστώσουμε ότι δεν είναι τόσο εύκολο να απαντήσουμε σε αυτήν την ερώτηση.
Μια πρώτη διατύπωση η οποία θα
όριζε ως σπουδαίο έναν άνθρωπο ειδικά προικισμένο με ιδιότητες που εκτιμούμε
ιδιαίτερα, είναι προφανώς από κάθε άποψη ακατάλληλη. Η ομορφιά, για παράδειγμα,
και η μυϊκή δύναμη- όσο κι αν τις ζηλεύουμε- δεν θεμελιώνουν αξίωση για
«μεγαλείο». Θα έπρεπε ίσως να υπάρχουν διανοητικές ιδιότητες, ψυχική και
διανοητική διάκριση. Για την τελευταία άποψη έχουμε επιφυλάξεις: ένας άνθρωπος
που έχει εξαιρετική γνώση σε έναν συγκεκριμένο τομέα, δεν θα μπορούσε να
ονομαστεί σπουδαίος άνθρωπος χωρίς επιπλέον λόγο.
Σίγουρα δεν πρέπει να
χρησιμοποιούμε τον όρο «μεγάλος άνδρας» για έναν δάσκαλο του σκακιού ή για έναν
βιρτουόζο σε ένα μουσικό όργανο, ούτε απαραίτητα για έναν διακεκριμένο
καλλιτέχνη ή για έναν άνθρωπο της επιστήμης. Σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει
να είμαστε ικανοποιημένοι να πούμε: είναι ένας μεγάλος συγγραφέας, ζωγράφος,
μαθηματικός ή φυσικός, πρωτοπόρος σε αυτόν ή στον άλλο τομέα, αλλά θα πρέπει να
σταματήσουμε πριν τον αποκαλέσουμε σπουδαίο άνθρωπο. Όταν δηλώνουμε, για
παράδειγμα, ότι ο Γκαίτε, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι ή ο Μπετόβεν είναι σπουδαίοι
άνδρες, τότε κάτι άλλο πρέπει να μας υποκινήσει να το κάνουμε πέρα από τον
θαυμασμό των μεγαλειωδών δημιουργημάτων τους.
Αν δεν υπήρχαν τέτοια
παραδείγματα, θα μπορούσε κανείς κάλλιστα να συλλάβει την ιδέα ότι ο τίτλος
«μεγάλος άνδρας» προορίζεται κατά προτίμηση για τους ανθρώπους της δράσης-
δηλαδή, τους κατακτητές, τους στρατηγούς και τους κυβερνήτες- και ότι
απονέμεται ως αναγνώριση του μεγαλείου των επιτευγμάτων τους και της δύναμης
της επιρροής που προήλθε από τα επιτεύγματα. Ωστόσο, ούτε και αυτό δεν είναι
ικανοποιητικό, και αντικρούεται πλήρως από την καταδίκη τόσων πολλών άχρηστων
ανθρώπων για τους οποίους δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι άσκησαν μεγάλη
επιρροή στη δική τους και σε μεταγενέστερες εποχές. Ούτε μπορεί κανείς να
επιλέξει την επιτυχία ως χαρακτηριστικό γνώρισμα του μεγαλείου- αν σκεφτεί
κανείς τον τεράστιο αριθμό μεγάλων ανδρών που, αντί να επιτύχουν, χάθηκαν αφού
ταλαιπωρήθηκαν από κακοτυχίες.
Θα πρέπει, επομένως,
διστακτικά, να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι δεν αξίζει τον κόπο να
αναζητήσουμε έναν σαφή ορισμό της έννοιας «μεγάλος άνδρας». Φαίνεται ότι είναι
ένας μάλλον χαλαρά χρησιμοποιούμενος όρος, που απονέμεται χωρίς τη δέουσα
προσοχή, και που αποδίδεται στην υπερφυσική ανάπτυξη ορισμένων ανθρώπινων
ιδιοτήτων: με αυτόν τον τρόπο παραμένουμε κοντά στην αρχική κυριολεκτική έννοια
της λέξης «μεγαλείο». Μπορούμε επίσης να θυμηθούμε ότι δεν είναι τόσο η φύση
του μεγάλου άνδρα που προκαλεί το ενδιαφέρον μας, όσο το ερώτημα ποιες είναι οι
ιδιότητες χάρη στις οποίες μπορεί να επηρεάσει τους σύγχρονούς του. Προτείνω,
ωστόσο, να συντομεύσουμε αυτήν την έρευνα, καθώς απειλεί να μας οδηγήσει μακριά
από τον στόχο μας.
Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, ότι ο
μεγάλος άνδρας επηρεάζει τους σύγχρονούς του με δύο τρόπους: μέσω της
προσωπικότητάς του, και μέσω της ιδέας που υποστηρίζει. Αυτή η ιδέα μπορεί να
δώσει έμφαση σε μια παλιά ομάδα επιθυμιών για τις μάζες, ή να δείξει ένα νέο
στόχο για τις επιθυμίες τους, ή πάλι να δελεάσει τις μάζες με άλλα μέσα.
Μερικές φορές- και αυτό είναι
σίγουρα το πιο πρωτόγονο αποτέλεσμα- μόνο η προσωπικότητα ασκεί την επιρροή
της, και η ιδέα παίζει έναν δευτερεύοντα ρόλο. Το γιατί ο μεγάλος άνδρας πρέπει
να αποκτήσει σημασία, δεν έχουμε καμία αμφιβολία. Γνωρίζουμε ότι η μεγάλη
πλειοψηφία των ανθρώπων έχει απόλυτη ανάγκη για εξουσία, την οποία μπορεί να
θαυμάσει, στην οποία μπορεί να υποταχθεί, και η οποία κυριαρχεί πάνω τους, και
μερικές φορές ακόμη και τους κακομεταχειρίζεται.
Έχουμε μάθει από την ψυχολογία
του ατόμου από πού προέρχεται αυτή η ανάγκη των μαζών. Είναι η λαχτάρα για τον
πατέρα, που ζει μέσα στον καθένα μας από τα παιδικά μας χρόνια, για τον ίδιο
πατέρα που ο ήρωας του θρύλου καυχιέται ότι έχει ξεπεράσει. Και τώρα αρχίζουμε
να συνειδητοποιούμε ότι όλα τα χαρακτηριστικά με τα οποία εφοδιάζουμε τον
μεγάλο άνδρα είναι γνωρίσματα του πατέρα, ότι σε αυτή την ομοιότητα βρίσκεται η
ουσία- που μέχρι τώρα μας είχε διαφύγει- του μεγάλου άνδρα.
Η αποφασιστικότητα της σκέψης,
η δύναμη της θέλησης, η δύναμη των πράξεών του, ανήκουν στην εικόνα του πατέρα.
Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι η αυτοδυναμία και η ανεξαρτησία του μεγάλου ανθρώπου:
η θεία πεποίθησή του ότι πράττει το σωστό, και η οποία μπορεί να γίνει
σκληρότητα. Μπορεί να τον θαυμάζουμε, να τον εμπιστευόμαστε, αλλά δεν μπορούμε
παρά να τον φοβόμαστε. Έπρεπε ήδη να έχουμε μια ένδειξη από τον ίδιο τον όρο.
Ποιος άλλος εκτός από τον πατέρα θα μπορούσε να είναι στην παιδική ηλικία ο «μεγάλος
άνδρας»;
Χωρίς αμφιβολία, πρέπει να
ήταν η εικόνα ενός μεγάλου πατέρα που εκφράστηκε στο πρόσωπο του Μωυσή για να
πει στους φτωχούς Ιουδαίους εργάτες ότι ήταν τα αγαπημένα του παιδιά. Και η
σύλληψη ενός μοναδικού, αιώνιου, παντοδύναμου Θεού δεν μπορούσε να είναι
λιγότερο ακατανίκητη γι’ αυτούς. Εκείνος που τους θεωρούσε άξιους να δεθούν
μαζί Του, υποσχέθηκε να τους φροντίζει μόνο αν παρέμεναν πιστοί στη λατρεία
Του. Πιθανώς δεν το βρήκαν εύκολο να διαχωρίσουν την εικόνα του ανθρώπου Μωυσή
από εκείνη του Θεού του, και το ένστικτό τους ήταν σωστό σε αυτό, αφού ο Μωυσής
μπορούσε κάλλιστα να έχει ενσωματώσει στο χαρακτήρα του Θεού του μερικά από τα
δικά του χαρακτηριστικά, όπως η ευερεθιστότητα και η αδιαλλαξία του. Και όταν
σκότωσαν αυτόν τον σπουδαίο άνδρα, επανέλαβαν μόνο μια κακή πράξη, η οποία
στους αρχέγονους χρόνους ήταν ένας νόμος που στρεφόταν εναντίον του θεϊκού
βασιλιά, και η οποία- όπως γνωρίζουμε- προέρχεται από ένα ακόμα παλαιότερο
πρωτότυπο.
Όταν, από τη μία πλευρά, η
μορφή του μεγάλου άνδρα έχει εξελιχθεί σε θεϊκή, είναι καιρός να θυμηθούμε, από
την άλλη πλευρά, ότι ο πατέρας ήταν επίσης κάποτε παιδί. Η μεγάλη θρησκευτική
ιδέα την οποία αντιπροσώπευε ο άνθρωπος Μωυσής δεν ήταν, όπως είπαμε, δική του.
Την είχε πάρει από τον βασιλιά του, Ακενατόν. Και ο τελευταίος- του οποίου το
μεγαλείο, ως θεμελιωτής θρησκείας, αποδεικνύεται χωρίς αμφιβολία- ακολούθησε
ίσως υπαινιγμούς που, μέσω της μητέρας του ή με άλλους τρόπους, είχαν φτάσει σε
αυτόν από την Εγγύς ή την Άπω Ανατολή.
Δεν μπορούμε να εντοπίσουμε
περαιτέρω αυτό το δίκτυο. Αν το παρόν επιχείρημα, ωστόσο, είναι σωστό μέχρι
στιγμής, η ιδέα του μονοθεϊσμού πρέπει να έχει επιστρέψει σαν μπούμερανγκ στη
χώρα προέλευσής του. Φαίνεται άκαρπο να προσπαθήσουμε να εξακριβώσουμε σε ποιο
βαθμό μια νέα ιδέα αποδίδεται σε ένα άτομο. Προφανώς, πολλοί συμμετείχαν στην
ανάπτυξή της, και συνέβαλαν σε αυτό.
Από την άλλη, θα ήταν λάθος να
σπάσουμε την αλυσίδα της αιτιώδους συνάφειας σχετικά με τον Μωυσή, και να
παραμελήσουμε αυτό που πέτυχαν οι διάδοχοί του, οι Ιουδαίοι προφήτες. Ο
μονοθεϊσμός δεν είχε ριζώσει στην Αίγυπτο. Η ίδια αποτυχία θα μπορούσε να έχει
συμβεί στο Ισραήλ, αν ο λαός είχε αποτινάξει την ενοχλητική και επιτηδευμένη
θρησκεία που του επιβλήθηκε. Από τη μάζα του εβραϊκού λαού, ωστόσο, αναδύθηκαν
ξανά και ξανά άνθρωποι που έδωσαν νέα πνοή στην ξεθωριασμένη παράδοση,
ανανέωσαν τις νουθεσίες και τις απαιτήσεις του Μωυσή, και δεν επαναπαύθηκαν
μέχρι να επανακτηθεί ο χαμένος σκοπός.
Στη συνεχή προσπάθεια αιώνων,
και μέσω δύο μεγάλων μεταρρυθμίσεων- η μία πριν, η άλλη μετά τη βαβυλωνιακή
εξορία- έλαβε χώρα η αλλαγή από τον δημοφιλή Θεό Γιαχβέ στον Θεό του οποίου τη
λατρεία ο Μωυσής είχε επιβάλει στους Ιουδαίους. Και είναι η απόδειξη μιας
ιδιαίτερης ψυχικής καταλληλότητας ότι η μάζα που είχε γίνει ο Ιουδαϊκός λαός
μπορούσε να φέρει στο προσκήνιο τόσα πολλά άτομα που ήταν έτοιμα να αναλάβουν
το βάρος της Μωσαϊκής θρησκείας, με ανταμοιβή την πίστη ότι ο λαός τους ήταν ο εκλεκτός,
και ίσως άλλα παρόμοια οφέλη.
4. Η
πρόοδος στην πνευματικότητα
Για να επιτευχθούν διαρκή
ψυχικά αποτελέσματα σε έναν λαό, προφανώς δεν αρκεί να τον διαβεβαιώσουμε ότι
επιλέχθηκε ειδικά από τον Θεό. Αυτή η διαβεβαίωση πρέπει να αποδειχθεί αν θέλουμε
να προσδώσουμε πίστη σε αυτήν, και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας από αυτή την
πεποίθηση. Στη θρησκεία του Μωυσή η έξοδος χρησίμευσε ως τέτοια απόδειξη. Ο
Θεός, ή αλλιώς ο Μωυσής στο όνομά του, δεν κουράστηκε να αναφέρει αυτή την
απόδειξη εύνοιας. Η γιορτή του Πάσχα καθιερώθηκε για να κρατήσει αυτό το
γεγονός κατά νου, ή μάλλον μια παλιά γιορτή ήταν εμποτισμένη με αυτή τη μνήμη.
Ωστόσο, ήταν μόνο μια ανάμνηση. Η ίδια η έξοδος ανήκε σε ένα αμυδρό παρελθόν.
Εκείνον τον καιρό τα σημάδια της εύνοιας του Θεού ήταν αρκετά πενιχρά. Η μοίρα
του λαού του Ισραήλ θα έδειχνε μάλλον τη δυσμένεια του Θεού.
Οι πρωτόγονοι λαοί συνήθιζαν
να καθαιρούν, ή ακόμα και να τιμωρούν, τους θεούς τους αν δεν εκπλήρωναν το
καθήκον τους να τους χαρίσουν νίκη, τύχη και άνεση. Οι βασιλιάδες έχουν συχνά
αντιμετωπιστεί παρόμοια με τους θεούς σε κάθε εποχή. Η αρχαία ταυτότητα του
βασιλιά και του θεού, δηλαδή η κοινή καταγωγή τους, γίνεται έτσι φανερή. Οι
σύγχρονοι λαοί έχουν επίσης τη συνήθεια να ξεφορτώνονται τους βασιλιάδες τους,
αν το μεγαλείο της βασιλείας τους αμβλυνθεί από ήττες που συνοδεύονται από την
απώλεια γης και χρημάτων. Γιατί όμως ο λαός του Ισραήλ προσκολλήθηκε στον Θεό
του με όλο και μεγαλύτερη αφοσίωση, όσο χειρότερα του συμπεριφερόταν- αυτό
είναι ένα ερώτημα που πρέπει να αφήσουμε ανοιχτό προς το παρόν.
Μπορεί να είναι ενδιαφέρον να
ερευνήσουμε αν η θρησκεία του Μωυσή έδωσε βασικά στους ανθρώπους μια αύξηση της
αυτοπεποίθησης μέσω της συνείδησης ότι ήταν «εκλεκτοί». Το επόμενο στοιχείο
βρίσκεται πράγματι εύκολα. Η θρησκεία έδωσε επίσης στους Εβραίους μια πιο
μεγαλειώδη ιδέα για τον Θεό τους, ή- για να το εκφράσουμε διαφορετικά- την ιδέα
ενός πιο σεβαστού Θεού. Όποιος πίστευε σ’ αυτόν τον Θεό, έπαιρνε μέρος στο
μεγαλείο του, και μπορούσε να νιώσει εξυψωμένος.
Αυτό μπορεί να μην είναι
αρκετά προφανές στους άπιστους, αλλά μπορεί να απεικονιστεί με την αναλογία της
μεγάλης αυτοπεποίθησης που θα ένιωθε ένας Βρετανός σε μια ξένη χώρα, σε κάποια
περίοδο εξέγερσης, αυτοπεποίθηση την οποία ο υπήκοος ενός μικρού κράτους δεν θα
ένιωθε καθόλου. Ο Βρετανός υπολογίζει στην κυβέρνησή του να στείλει πολεμικό
πλοίο αν κάποιος αγγίξει μια τρίχα του κεφαλιού του, και ξέρει επίσης ότι οι
εχθροί του το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό, ενώ ένα μικρό κράτος δεν διαθέτει καν
πολεμικό πλοίο. Η υπερηφάνεια για το μεγαλείο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας έχει
επομένως μία από τις ρίζες της στη συνείδηση της μεγαλύτερης ασφάλειας και
προστασίας που απολαμβάνει ένας Βρετανός υπήκοος. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και
για την ιδέα του μεγάλου Θεού, και, εφόσον δύσκολα θα τολμούσε κανείς να
βοηθήσει τον Θεό στη συμπεριφορά του προς τον κόσμο, η υπερηφάνεια για το
μεγαλείο του Θεού συμβαδίζει με την υπερηφάνεια του να είναι κάποιος «εκλεκτός».
Μεταξύ των διδαγμάτων της
μωσαϊκής θρησκείας υπάρχει κάποιο που έχει μεγαλύτερη σημασία από ό,τι είναι
αρχικά προφανές. Είναι η απαγόρευση της δημιουργίας μιας εικόνας του Θεού, που
σημαίνει τον καταναγκασμό να λατρεύουμε έναν αόρατο Θεό. Υποθέτω ότι σε αυτό το
σημείο ο Μωυσής είχε ξεπεράσει τη θρησκεία του Ακενατόν σε αυστηρότητα. Ίσως
ήθελε να είναι συνεπής. Ο Θεός του δεν έπρεπε να έχει ούτε όνομα ούτε όψη. Η
απαγόρευση ήταν ίσως μια νέα προφύλαξη κατά της μαγικής πρακτικής. Ωστόσο, αν
γινόταν δεκτή αυτή η απαγόρευση, ήταν βέβαιο ότι θα ασκούσε βαθιά επιρροή. Γιατί
σήμαινε την υποταγή της αντίληψης των αισθήσεων σε μια αφηρημένη ιδέα. Ήταν
ένας θρίαμβος της πνευματικότητας επί των αισθήσεων. Πιο συγκεκριμένα, ήταν μια
ενστικτώδης παραίτηση, συνοδευόμενη από τις ψυχολογικά αναγκαίες συνέπειές της.
Για να κάνουμε πιο αξιόπιστο
αυτό που με την πρώτη ματιά δεν φαίνεται πειστικό, πρέπει να θυμηθούμε άλλες
διαδικασίες παρόμοιου χαρακτήρα στην ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού. Τις
πρώτες από αυτές- και ίσως τις πιο σημαντικές- μπορούμε να διακρίνουμε μόνο με
αμυδρό περίγραμμα στην αφάνεια των αρχέγονων χρόνων. Τα εκπληκτικά τους αποτελέσματα
καθιστούν απαραίτητο να συμπεράνουμε ότι αυτές συνέβησαν. Στα παιδιά, στους
νευρωτικούς ενήλικες, καθώς και στους πρωτόγονους ανθρώπους, βρίσκουμε το
νοητικό φαινόμενο που έχουμε ονομάσει πίστη στην «παντοδυναμία των σκέψεων».
Κρίνουμε ότι είναι μια υπερεκτίμηση της επιρροής που οι διανοητικές μας
ικανότητες μπορούν να ασκήσουν στον εξωτερικό κόσμο αλλάζοντας τον.
Όλη η μαγεία, η προκάτοχος της
επιστήμης, βασίζεται σε αυτές τις προϋποθέσεις. Η μαγεία των λέξεων ανήκει εδώ,
όπως και η πεποίθηση της δύναμης που συνδέεται με τη γνώση και την προφορά ενός
ονόματος. Υποθέτουμε ότι η «παντοδυναμία των σκέψεων» ήταν η έκφραση της
υπερηφάνειας που ένιωθε η ανθρωπότητα για την ανάπτυξη της γλώσσας, η οποία
είχε φέρει στο προσκήνιο μια τέτοια εξαιρετική αύξηση των διανοητικών
ικανοτήτων. Έτσι εγκαθιδρύθηκε τότε το νέο βασίλειο της πνευματικότητας, όπου
οι αντιλήψεις, οι μνήμες και τα συμπεράσματα έγιναν αποφασιστικής σημασίας, σε
αντίθεση με την κατώτερη ψυχική δραστηριότητα, που ασχολιόταν με τις άμεσες
αντιλήψεις των αισθητηρίων οργάνων. Ήταν σίγουρα ένα από τα πιο σημαντικά
στάδια στο δρόμο για να γίνουμε άνθρωποι.
Μια άλλη διαδικασία σε
μεταγενέστερο χρόνο μας φέρνει αντιμέτωπους με μια πολύ πιο απτή κατάσταση. Κάτω
από την επίδραση εξωτερικών συνθηκών- τις οποίες δεν χρειάζεται να αναλύσουμε
εδώ, και οι οποίες δεν είναι πλήρως κατανοητές- η μητριαρχική δομή της
κοινωνίας αντικαταστάθηκε από την πατριαρχική δομή. Αυτό φυσικά έφερε μια
επανάσταση στην υπάρχουσα κατάσταση δικαίου. Μια ηχώ αυτής της επανάστασης
μπορεί ακόμα να ακουστεί, νομίζω, στην Ορέστεια του Αισχύλου. Αυτή η στροφή από
τη μητέρα στον πατέρα, ωστόσο, σημαίνει πάνω απ’ όλα μια νίκη της
πνευματικότητας επί των αισθήσεων, δηλαδή ένα βήμα προς τα εμπρός για τον
πολιτισμό, αφού η μητρότητα επιβεβαιώνεται από τις αισθήσεις, ενώ η πατρότητα
είναι μια υπόθεση που βασίζεται σε προϋποθέσεις και συλλογισμούς. Αυτή η διακήρυξη
υπέρ της διαδικασίας της σκέψης, που ανύψωσε τη σκέψη πάνω από την αντίληψη των
αισθήσεων, αποδείχθηκε ότι ήταν φορτισμένη με σοβαρές συνέπειες.
Κάποια στιγμή, μεταξύ των δύο
περιπτώσεων που ανέφερα, έλαβε χώρα ένα άλλο γεγονός που δείχνει μια στενότερη
σχέση με όσα έχουμε ερευνήσει στην ιστορία της θρησκείας. Ο άνθρωπος διαπίστωσε
ότι βρισκόταν αντιμέτωπος με την αποδοχή των «πνευματικών» δυνάμεων, δηλαδή
εκείνων των δυνάμεων που δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τις αισθήσεις,
ιδιαίτερα όχι από την όραση, και όμως έχουν αναμφισβήτητα, ακόμη και εξαιρετικά
ισχυρά, αποτελέσματα.
Αν μπορούμε να εμπιστευτούμε
τη γλώσσα, ήταν η κίνηση του αέρα που παρείχε την εικόνα της πνευματικότητας,
αφού το πνεύμα δανείζεται το όνομά του από την πνοή του ανέμου (animus, spiritus, εβραϊκά: ruach= καπνός). Η ιδέα της ψυχής γεννήθηκε έτσι ως
πνευματική αρχή στο άτομο. Η παρατήρηση βρήκε ξανά την πνοή του αέρα στην
ανθρώπινη αναπνοή που σταματά με το θάνατο. Ακόμα και σήμερα μιλάμε για έναν
ετοιμοθάνατο που αφήνει την τελευταία του πνοή.
Έτσι το βασίλειο των πνευμάτων
είχε ανοίξει για τον άνθρωπο, ο οποίος ήταν έτοιμος να προικίσει τα πάντα στη
φύση με την ψυχή που είχε ανακαλύψει στον εαυτό του. Ολόκληρος ο κόσμος
ζωντάνεψε, και η επιστήμη, που ήρθε πολύ αργότερα, είχε αρκετά να κάνει για να
αποκαταστήσει την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων, και δεν έχει ακόμη
ολοκληρώσει αυτό το έργο.
Μέσω της Μωσαϊκής απαγόρευσης
ο Θεός ανυψώθηκε σε ένα υψηλότερο επίπεδο πνευματικότητας. Η πόρτα άνοιξε για
περαιτέρω αλλαγές στην ιδέα του Θεού, για τις οποίες θα μιλήσουμε αργότερα. Επί
του παρόντος ένα άλλο από τα αποτελέσματά της θα μας απασχολήσει. Όλη αυτή η
πρόοδος στην πνευματικότητα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της αυτοπεποίθησης,
στο να κάνει τους ανθρώπους υπερήφανους, ώστε να αισθάνονται ανώτεροι από
εκείνους που έχουν παραμείνει στα δεσμά των αισθήσεων.
Γνωρίζουμε ότι ο Μωυσής είχε
δώσει στους Ιουδαίους την υπερήφανη αίσθηση ότι ήταν ο εκλεκτός λαός του Θεού.
Με την αποϋλοποίηση του Θεού έγινε μια νέα, πολύτιμη συνεισφορά στον μυστικό
θησαυρό του λαού. Οι Ιουδαίοι διατήρησαν την κλίση τους προς τα πνευματικά
ενδιαφέροντα. Η πολιτική δυστυχία του έθνους τους δίδαξε να εκτιμούν το μόνο
αγαθό που είχαν διατηρήσει, τα γραπτά τους αρχεία, με την πραγματική τους αξία.
Αμέσως μετά την καταστροφή του Ναού στην Ιερουσαλήμ από τον Τίτο, ο ραβίνος Yohanan ben Zakkai ζήτησε άδεια να ανοίξει στην Γιαβνέ
το πρώτο σχολείο για τη μελέτη της Τορά. Από τότε και στο εξής το Ιερό Βιβλίο
και η μελέτη του κράτησε τους διασκορπισμένους Ιουδαίους ενωμένους.
Αυτά είναι γενικά γνωστά και
αποδεκτά. Ήθελα μόνο να προσθέσω ότι όλη αυτή η εξέλιξη, τόσο χαρακτηριστική
των Ιουδαίων, είχε ξεκινήσει από την απαγόρευση του Μωυσή να λατρεύεται ο Θεός με
ορατή μορφή.
Η προτίμηση που επί δύο
χιλιάδες χρόνια έδιναν οι Ιουδαίοι στην πνευματική προσπάθεια είχε, φυσικά, το
αποτέλεσμά της. Βοήθησε να χτιστεί ένα ανάχωμα ενάντια στη βαρβαρότητα και στην
κλίση προς τη βία, που συνήθως βρίσκονται εκεί όπου η αθλητική ανάπτυξη γίνεται
το ιδανικό ενός λαού. Η αρμονική ανάπτυξη της πνευματικής και σωματικής
δραστηριότητας, όπως επιτεύχθηκε από τους Έλληνες, δεν υπήρξε στους Εβραίους.
Σε αυτή τη σύγκρουση η απόφασή τους ήταν τουλάχιστον υπέρ αυτού που είναι
πολιτιστικά το πιο σημαντικό.
5.
Παραίτηση έναντι ικανοποίησης
Δεν είναι καθόλου προφανές
γιατί η πρόοδος στην πνευματικότητα και η υποταγή των αισθήσεων πρέπει να
αυξήσει την αυτοπεποίθηση ενός ατόμου ή ενός έθνους. Αυτό φαίνεται να
προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο πρότυπο αξίας, και ένα άλλο άτομο ή θεσμό που το
χρησιμοποιεί. Για μια εξήγηση στρεφόμαστε σε μια ανάλογη περίπτωση στην
ψυχολογία του ατόμου, που έχουμε μάθει να κατανοούμε.
Όταν η Ταυτότητα θέτει μια
ενστικτώδη απαίτηση ερωτικής ή επιθετικής φύσης σε έναν άνθρωπο, η πιο απλή και
φυσική αντίδραση για το Εγώ, το οποίο διέπει τον μηχανισμό σκέψης και μυϊκής αντίδρασης,
είναι να το ικανοποιήσει αυτό με μια πράξη. Αυτή η ικανοποίηση του ενστίκτου
γίνεται αισθητή ως ευχαρίστηση από το Εγώ, ακριβώς όπως η μη ικανοποίηση αυτού
του ενστίκτου θα γινόταν αναμφίβολα πηγή δυσφορίας.
Τώρα, μπορεί να συμβεί το Εγώ να
αποφεύγει την ικανοποίηση του ενστίκτου λόγω εξωτερικών εμποδίων, δηλαδή, όταν
συνειδητοποιεί ότι η εν λόγω ενέργεια θα έφερνε στην πορεία της σοβαρό κίνδυνο
για το Εγώ. Μια τέτοια αποχή από ικανοποίηση, μια «ενστικτώδης παραίτηση»
εξαιτίας εξωτερικών εμποδίων- όπως λέμε, μια υποταγή στην αρχή της
πραγματικότητας- δεν είναι ποτέ ευχάριστη. Η ενστικτώδης παραίτηση θα
προκαλούσε μια διαρκή οδυνηρή ένταση αν δεν καταφέρναμε να μειώσουμε τη δύναμη
της ίδιας της ενστικτώδους παρόρμησης μέσω μιας μετατόπισης της ενέργειας.
Αυτή η ενστικτώδης παραίτηση
μπορεί επίσης να μας επιβληθεί, ωστόσο, από άλλα κίνητρα, τα οποία δικαίως
ονομάζουμε εσωτερικά. Κατά τη διάρκεια της ατομικής ανάπτυξης, ένα μέρος των
ανασταλτικών δυνάμεων στον εξωτερικό κόσμο εσωτερικεύεται. Δημιουργείται τότε ένα
πρότυπο στο Εγώ που αντιτίθεται στις άλλες ικανότητες μέσω της παρατήρησης, της
κριτικής και της απαγόρευσης. Ονομάζουμε αυτό το νέο πρότυπο Υπερεγώ. Από τώρα
και στο εξής το Εγώ, πριν αναλάβει να ικανοποιήσει τα ένστικτα, πρέπει να
εξετάσει όχι μόνο τους κινδύνους του εξωτερικού κόσμου, αλλά και τις
αντιρρήσεις του Υπερεγώ, και επομένως έχει περισσότερες ευκαιρίες να αποφύγει
να ικανοποιήσει το ένστικτο.
Ενώ, ωστόσο, η ενστικτώδης
παραίτηση για εξωτερικούς λόγους είναι μόνο οδυνηρή, η παραίτηση για
εσωτερικούς λόγους, υπακούοντας στις απαιτήσεις του Υπερεγώ, έχει ένα άλλο πρακτικό
αποτέλεσμα. Φέρνει, εκτός από τον αναπόφευκτο πόνο, ένα κέρδος ευχαρίστησης στο
Εγώ- σαν να λέγαμε, μια υποκατάστατη ικανοποίηση. Το Εγώ αισθάνεται ανυψωμένο.
Είναι υπερήφανο για την παραίτηση ως πολύτιμο επίτευγμα.
Μπορούμε να ακολουθήσουμε τον
μηχανισμό αυτού του κέρδους στην ευχαρίστηση. Το Υπερεγώ είναι ο διάδοχος και
εκπρόσωπος των γονέων (και των εκπαιδευτικών), οι οποίοι επέβλεπαν τις
ενέργειες του ατόμου στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Διαιωνίζει τις λειτουργίες
τους σχεδόν χωρίς αλλαγή. Κρατά το Εγώ σε διαρκή εξάρτηση, και ασκεί μια
σταθερή πίεση. Το Εγώ ενδιαφέρεται, όπως και στην παιδική ηλικία, να διατηρήσει
την αγάπη του κυρίου του, και αισθάνεται την εκτίμησή του ως ανακούφιση και
ικανοποίηση, αλλά τις μομφές του ως δήγματα της συνείδησης. Όταν το Εγώ έχει αποκηρύξει,
για χάρη του Υπερεγώ, μια ενστικτώδη ικανοποίηση, αναμένει να ανταμειφθεί με το
να αγαπηθεί όλο και περισσότερο. Η συνείδηση ότι αξίζουμε αυτή την αγάπη
γίνεται αισθητή ως υπερηφάνεια.
Σε μια εποχή που η εξουσία δεν
είχε ακόμη εσωτερικευτεί ως Υπερεγώ, η σχέση μεταξύ της επαπειλούμενης απώλειας
της αγάπης και της ενστικτώδους απαίτησης θα ήταν η ίδια. Ένα αίσθημα ασφάλειας
και ικανοποίησης προκύπτει αν από αγάπη προς τους γονείς κάποιος επιτύχει μια
ενστικτώδη απάρνηση. Αυτό το ευχάριστο συναίσθημα θα μπορούσε να αποκτήσει τον
ιδιόμορφο ναρκισσιστικό χαρακτήρα της υπερηφάνειας μόνο αφού η ίδια η εξουσία
είχε γίνει μέρος του Εγώ.
Πώς αυτή η εξήγηση της
απόκτησης ικανοποίησης μέσω της ενστικτώδους απάρνησης μας βοηθά να
κατανοήσουμε τις διαδικασίες που επιθυμούμε να μελετήσουμε, δηλαδή, την αύξηση
της αυτοπεποίθησης που συνοδεύει την πρόοδο στην πνευματικότητα; Προφανώς βοηθάει
ελάχιστα, επειδή οι συνθήκες εδώ είναι πολύ διαφορετικές. Δεν υπάρχει
ενστικτώδης παραίτηση, και δεν υπάρχει δεύτερο πρόσωπο ή υψηλότερο πρότυπο προς
όφελος του οποίου γίνεται η θυσία. Η δεύτερη δήλωση θα φανεί σύντομα αμφίβολη.
Θα μπορούσε κανείς να πει: ο μεγάλος άνθρωπος είναι η εξουσία για χάρη της
οποίας γίνεται η προσπάθεια, και αφού ο μεγάλος άνθρωπος το επιτυγχάνει αυτό
επειδή είναι υποκατάστατο του πατέρα, δεν χρειάζεται να εκπλαγούμε αν του
ανατεθεί ο ρόλος του Υπερεγώ στη μαζική ψυχολογία.
Αυτό, επομένως, θα ίσχυε για
τον άνθρωπο Μωυσή στη σχέση του με τον Ιουδαϊκό λαό. Σε άλλα σημεία, ωστόσο,
δεν φαίνεται να υπάρχει σωστή αναλογία. Η πρόοδος στην πνευματικότητα
συνίσταται στην απόφαση ενάντια στην άμεση αντίληψη των αισθήσεων υπέρ των λεγόμενων
ανώτερων διανοητικών διαδικασιών, δηλαδή υπέρ των αναμνήσεων, του στοχασμού και
της αφαίρεσης. Ένα παράδειγμα αυτού θα ήταν η απόφαση ότι η πατρότητα είναι πιο
σημαντική από τη μητρότητα, αν και η πρώτη δεν μπορεί να αποδειχθεί από τις
αισθήσεις όπως μπορεί να αποδειχθεί η δεύτερη. Αυτός είναι ο λόγος για τον
οποίο το παιδί πρέπει να έχει το όνομα του πατέρα, και μπορεί να τον κληρονομήσει.
Αυτό θα ήταν ένα άλλο
παράδειγμα: ο Θεός μας είναι ο μεγαλύτερος και ισχυρότερος, αν και είναι
αόρατος όπως η καταιγίδα και η ψυχή. Η απόρριψη μιας σεξουαλικής ή επιθετικής
ενστικτώδους απαίτησης φαίνεται να είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό. Σε
πολλά παραδείγματα προόδου στην πνευματικότητα- για παράδειγμα, στον θρίαμβο
του πατρικού δικαιώματος- δεν μπορούμε να επισημάνουμε την εξουσία που παρέχει
το μέτρο για αυτό που πρέπει να εκτιμηθεί περισσότερο. Σε αυτή την περίπτωση
δεν μπορεί να είναι ο ίδιος ο πατέρας, αφού μόνο αυτή η πρόοδος τον ανεβάζει στο
βαθμό μιας αυθεντίας.
Είμαστε, λοιπόν, αντιμέτωποι
με το φαινόμενο ότι κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του ανθρώπου ο κόσμος των
αισθήσεων κατακτάται σταδιακά από την πνευματικότητα, και ότι ο άνθρωπος
αισθάνεται υπερήφανος και ανυψωμένος από κάθε τέτοιο βήμα προόδου. Δεν
γνωρίζουμε, ωστόσο, γιατί συμβαίνει αυτό. Ακόμα αργότερα συμβαίνει ότι η ίδια η
πνευματικότητα εξουδετερώνεται από το εντελώς μυστηριώδες συναισθηματικό
φαινόμενο της πίστης. Αυτό είναι το περίφημο credo quia absurdum,[1]
και όποιος το έχει καταλάβει αυτό, το θεωρεί ως το μεγαλύτερο επίτευγμα.
Ίσως αυτό που είναι κοινό σε
όλες αυτές τις ψυχολογικές καταστάσεις είναι κάτι άλλο. Ίσως ο άνθρωπος δηλώνει
απλώς ότι το υψηλότερο επίτευγμα είναι αυτό που είναι πιο δύσκολο να
επιτευχθεί, και η υπερηφάνεια του γι’ αυτό είναι μόνο ναρκισσισμός, που
αυξάνεται από τη επίγνωσή του ότι έχει ξεπεράσει τις δυσκολίες.
Αυτές οι σκέψεις σίγουρα δεν
είναι πολύ καρποφόρες, και θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι δεν έχουν καμία
σχέση με την έρευνά μας για το τι καθόρισε τον χαρακτήρα του εβραϊκού λαού.
Αυτό θα ήταν μόνο προς όφελός μας, αλλά το ότι αυτός ο τρόπος σκέψης έχει και
πάλι να κάνει με το πρόβλημά μας φαίνεται από ένα γεγονός που θα μας
απασχολήσει αργότερα εκτενέστερα. Η θρησκεία που ξεκίνησε με την απαγόρευση της
δημιουργίας μιας εικόνας του Θεού της, εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια των αιώνων
όλο και περισσότερο σε μια θρησκεία ενστικτώδους απάρνησης. Όχι ότι απαιτεί
σεξουαλική αποχή. Αρκείται σε έναν σημαντικό περιορισμό της γενετήσιας
ελευθερίας. Ο Θεός, ωστόσο, αποσύρεται εντελώς από τη σεξουαλικότητα, και
ανυψώνεται σε ένα ιδανικό ηθικής τελειότητας. Ηθική, ωστόσο, σημαίνει
περιορισμό της ενστικτώδους ικανοποίησης.
Οι Προφήτες δεν κουράστηκαν να
υποστηρίζουν ότι ο Θεός δεν απαιτεί τίποτε άλλο από τον λαό του παρά μια δίκαιη
και ενάρετη ζωή: δηλαδή, αποχή από την ικανοποίηση όλων των παρορμήσεων που-
σύμφωνα με τα σημερινά ηθικά μας πρότυπα- πρέπει να καταδικαστούν ως φαύλες. Ακόμη
και η προτροπή να πιστεύουμε στον Θεό φαίνεται να υποχωρεί σε σύγκριση με τη
σοβαρότητα αυτών των ηθικών απαιτήσεων. Έτσι, η ενστικτώδης παραίτηση φαίνεται
να παίζει εξέχοντα ρόλο στη θρησκεία, αν και δεν ήταν παρούσα σε αυτήν από την
αρχή.
Εδώ πρέπει να κάνουμε μια
δήλωση για να αποφύγουμε μια παρεξήγηση. Αν και μπορεί να φαίνεται ότι η
ενστικτώδης παραίτηση και η ηθική που βασίζεται σε αυτήν δεν ανήκουν στην ουσία
της θρησκείας, εξακολουθούν να είναι γενετικά στενά συνδεδεμένες με τη
θρησκεία. Ο τοτεμισμός, η πρώτη μορφή θρησκείας για την οποία γνωρίζουμε,
περιέχει ως αναπόσπαστο μέρος του συστήματός της έναν αριθμό νόμων και
απαγορεύσεων που σαφώς δεν σημαίνουν τίποτα άλλο παρά ενστικτώδη απάρνηση.
Υπάρχει η λατρεία του Τοτέμ, η οποία περιέχει την απαγόρευση της θανάτωσης ή
της βλάβης του· υπάρχει
η εξωγαμία, δηλαδή η παραίτηση από τις παθιασμένα επιθυμητές μητέρες και
αδελφές της ορδής· υπάρχει
επίσης η παροχή ίσων δικαιωμάτων για όλα τα μέλη της αδελφικής ορδής, δηλαδή ο
περιορισμός της παρόρμησης να διευθετήσουν την αντιπαλότητά τους με ωμή βία. Σε
αυτούς τους κανόνες πρέπει να διακρίνουμε τις πρώτες απαρχές μιας ηθικής και
κοινωνικής τάξης.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μας
ότι εδώ υπεισέρχονται δύο διαφορετικά κίνητρα. Οι δύο πρώτες απαγορεύσεις
λειτουργούν προς την κατεύθυνση αυτού που θα επιθυμούσε ο δολοφονημένος
πατέρας. Αυτοί, τρόπον τινά, διαιωνίζουν τη θέλησή Του. Ο τρίτος νόμος, αυτός
που δίνει ίσα δικαιώματα στους αδελφούς, αγνοεί τις επιθυμίες του πατέρα. Το
νόημά της έγκειται στην ανάγκη να διατηρηθεί μόνιμα η νέα τάξη που
εγκαθιδρύθηκε μετά το θάνατο του πατέρα. Διαφορετικά, η επιστροφή στην
προηγούμενη κατάσταση θα ήταν αναπόφευκτη. Εδώ διαχωρίστηκαν οι κοινωνικοί
νόμοι από τους άλλους, οι οποίοι- όπως θα μπορούσαμε να πούμε- προέρχονταν
άμεσα από ένα θρησκευτικό πλαίσιο.
Στη πρώιμη ανάπτυξη του
ανθρώπου επαναλαμβάνονται τα πιο σημαντικά γεγονότα αυτής της διαδικασίας. Εδώ
επίσης είναι η εξουσία των γονέων- ουσιαστικά αυτή του παντοδύναμου πατέρα που
ασκεί τη δύναμη της τιμωρίας- που απαιτεί ενστικτώδη παραίτηση από την πλευρά
του παιδιού, και καθορίζει τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται. Αυτό που το
παιδί ονομάζει «καλό» ή «άτακτο», γίνεται αργότερα- όταν η κοινωνία και το Υπερεγώ
παίρνουν τη θέση των γονέων- «καλό», με την έννοια του ηθικού ή του ανήθικου, του ενάρετου ή του
φαύλου. Αλλά εξακολουθεί να είναι το ίδιο πράγμα: ενστικτώδης παραίτηση μέσω
της παρουσίας της εξουσίας που αντικατέστησε και συνέχισε εκείνη του πατέρα.
Η ενόραση μας σε αυτά τα
προβλήματα βαθαίνει περαιτέρω όταν ερευνούμε την παράξενη αντίληψη της
αγιότητας. Τι είναι πραγματικά αυτό που φαίνεται «ιερό», σε σύγκριση με άλλα
πράγματα που σεβόμαστε πολύ, και παραδεχόμαστε ότι είναι σημαντικά και ουσιώδη;
Από τη μία πλευρά, η σύνδεση μεταξύ του ιερού και του θρησκευτικού είναι
αδιαμφισβήτητη. Είναι τόσο τονισμένη ώστε να είναι προφανής. Όλα όσα συνδέονται
με τη θρησκεία είναι ιερά. Είναι ο ίδιος ο πυρήνας της αγιότητας. Από την άλλη,
η κρίση μας διαταράσσεται από τις πολυάριθμες προσπάθειες να διεκδικήσουμε τον
χαρακτήρα της αγιότητας από τόσα άλλα πράγματα, ανθρώπους, θεσμούς και
διαδικασίες που έχουν ελάχιστη σχέση με τη θρησκεία. Αυτές οι προσπάθειες είναι
συχνά ξεκάθαρα μεροληπτικές.
Ας ξεκινήσουμε από το
χαρακτηριστικό της απαγόρευσης, το οποίο είναι τόσο στενά προσκολλημένο στη
θρησκεία. Το ιερό είναι προφανώς κάτι που δεν πρέπει να αγγιχτεί. Μια ιερή
απαγόρευση έχει μια πολύ ισχυρή συναισθηματική νότα, αλλά στην πραγματικότητα
δεν έχει κανένα λογικό κίνητρο. Γιατί θα πρέπει να είναι ένα τόσο ιδιαίτερα
ειδεχθές έγκλημα η διάπραξη αιμομιξίας με μια κόρη ή αδελφή, τόσο πολύ
περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη σεξουαλική σχέση; Όταν ζητήσουμε εξηγήσεις,
σίγουρα θα μας πουν ότι όλα τα συναισθήματά μας είναι ενάντια σε ένα τέτοιο
έγκλημα. Ωστόσο, το μόνο που σημαίνει αυτό είναι ότι η απαγόρευση θεωρείται
αυτονόητη, ότι δεν ξέρουμε πώς να την εξηγήσουμε.
Το ότι μια τέτοια εξήγηση
είναι απατηλή μπορεί εύκολα να αποδειχθεί. Αυτό που φημίζεται ότι προσβάλλει τα
συναισθήματά μας ήταν ένα γενικό έθιμο, θα μπορούσε κανείς να πει μια ιερή
παράδοση, στις κυρίαρχες οικογένειες των αρχαίων Αιγυπτίων και άλλων λαών. Ήταν
αυτονόητο ότι κάθε Φαραώ έβρισκε την πρώτη και κύρια σύζυγό του στην αδελφή
του, και οι διάδοχοι των Φαραώ, οι Έλληνες Πτολεμαίοι, δεν δίστασαν να
ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα. Μέχρι στιγμής φαίνεται να διακρίνουμε ότι η
αιμομιξία- σε αυτή την περίπτωση μεταξύ αδελφού και αδελφής- ήταν ένα προνόμιο
απαγορευμένο στους κοινούς θνητούς, και προοριζόταν για βασιλιάδες που
αντιπροσώπευαν τους θεούς στη γη.
Ο κόσμος των ελληνικών και
γερμανικών μύθων επίσης δεν αποτέλεσε εξαίρεση σε αυτές τις αιμομικτικές
σχέσεις. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το ανήσυχο ενδιαφέρον για την «οικογένεια»
στην ανώτερη αριστοκρατία είναι ένα κατάλοιπο αυτού του παλιού προνομίου, και
παρατηρούμε ότι, ως συνέπεια της ενδογαμίας που συνεχίστηκε για πολλές γενιές
στους υψηλότερους κοινωνικούς κύκλους, οι εστεμμένοι αρχηγοί της Ευρώπης σήμερα
αποτελούν στην πραγματικότητα μια οικογένεια.
Η επισήμανση της αιμομιξίας
των θεών, των βασιλιάδων και των ηρώων βοηθά να αποβάλουμε μια άλλη προσπάθεια
εξήγησης, δηλαδή εκείνη που θα εξηγούσε τη φρίκη της αιμομιξίας βιολογικά, και
θα την περιόριζε σε μια ενστικτώδη γνώση της βλαπτικότητας της ενδογαμίας.
Ωστόσο, δεν είναι καν βέβαιο ότι υπάρχει κίνδυνος στην ενδογαμία· παρότι οι
πρωτόγονες φυλές αναγνώρισαν και προφυλάσσονταν από αυτόν τον κίνδυνο. Η
αβεβαιότητα στον καθορισμό των επιτρεπόμενων και απαγορευμένων σχέσεων είναι
ένα άλλο επιχείρημα κατά της υπόθεσης ενός «φυσικού συναισθήματος» ως
πρωτότυπου κινήτρου για τη φρίκη της αιμομιξίας.
Η ανακατασκευή της προϊστορίας
μας επιβάλλει μια άλλη εξήγηση. Ο νόμος της εξωγαμίας, η αρνητική έκφραση του
οποίου είναι ο φόβος της αιμομιξίας, ήταν η θέληση του πατέρα, την οποία
επέβαλε μετά τη δολοφονία του. Εξού και η δύναμη της αποτελεσματικότητας αυτής
της θέλησης, και η αδυναμία ενός ορθολογικού κινήτρου: εν ολίγοις, η ιερότητά της.
Θα περίμενα με βεβαιότητα ότι η διερεύνηση όλων των άλλων περιπτώσεων ιερών
απαγορεύσεων θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα με εκείνο της φρίκης της
αιμομιξίας, δηλαδή ότι αυτό που είναι ιερό δεν ήταν αρχικά παρά η διαιωνισμένη
βούληση του αρχέγονου πατέρα.
Αυτό θα αποσαφήνιζε επίσης την
αμφισημία της λέξης- μέχρι τώρα ανεξήγητης- που εκφράζει την αντίληψη της
ιερότητας. Είναι η αμφισημία που διέπει τη σχέση με τον πατέρα. «Sacer» δεν σημαίνει μόνο «ιερό», ή «ευλογημένο»,
αλλά και κάτι που μπορούμε να μεταφράσουμε μόνο ως «καταραμένο», «άξιο αποστροφής».
Το θέλημα του πατέρα, όμως, δεν ήταν μόνο κάτι που δεν έπρεπε να αγγίξει
κανείς, το οποίο ήταν μεγάλη τιμή να έχει κάποιος, αλλά και κάτι που προκαλούσε
ρίγος επειδή απαιτούσε μια οδυνηρή ενστικτώδη απάρνηση.
Όταν ακούμε ότι ο Μωυσής
«αγίασε» τον λαό του εισάγοντας το έθιμο της περιτομής, καταλαβαίνουμε τώρα το
βαθύ νόημα αυτής της αξίωσης. Η περιτομή είναι το συμβολικό υποκατάστατο του
ευνουχισμού, μια τιμωρία που ο αρχέγονος πατέρας επέβαλε στους γιους του λόγω
της πληρότητας της δύναμής του. Και όποιος δεχόταν αυτό το σύμβολο έδειχνε με
αυτόν τον τρόπο ότι ήταν έτοιμος να υποταχθεί στο θέλημα του Πατέρα, αν και
αυτό έγινε με τίμημα μια οδυνηρή θυσία.
Για να επιστρέψουμε στην
ηθική: μπορούμε να πούμε εν κατακλείδι ότι ένα μέρος των αρχών της εξηγείται
ορθολογικά από την ανάγκη να οριοθετηθούν τα δικαιώματα της κοινότητας προς το
άτομο, εκείνα του ατόμου προς την κοινότητα, και εκείνα των ατόμων μεταξύ τους.
Αυτό όμως που φαίνεται μυστηριώδες, μεγαλειώδες και μυστικιστικά αυτονόητο
οφείλει τον χαρακτήρα του στη σύνδεσή του με τη θρησκεία, στην προέλευσή του
από τη θέληση του πατέρα.
6. Η
αλήθεια στη θρησκεία
Πόσο πολύ εμείς που έχουμε
λίγη πίστη ζηλεύουμε εκείνους που είναι πεπεισμένοι για την ύπαρξη μιας
Υπέρτατης Δύναμης, για την οποία ο κόσμος δεν έχει κανένα πρόβλημα, επειδή ο ίδιος
ο Θεός έχει δημιουργήσει όλους τους νόμους του! Πόσο περιεκτικά, εξαντλητικά
και εντελεχή είναι τα δόγματα των πιστών σε σύγκριση με τις κοπιαστικές, φτωχές
και αποσπασματικές προσπάθειες εξήγησης που είναι οι καλύτερες που μπορούμε να
παράγουμε. Το Θείο Πνεύμα, το οποίο από μόνο του είναι το ιδανικό της ηθικής
τελειότητας, έχει εμφυτέψει μέσα στην ψυχή των ανθρώπων τη γνώση αυτού του
ιδανικού, και ταυτόχρονα την παρόρμηση να αγωνιστούμε γι’ αυτό. Αισθανόμαστε
αμέσως τι είναι ανώτερο και ευγενές, και τι είναι κακό και χαμερπές. Η
συναισθηματική μας ζωή μετριέται από την απόσταση από το ιδανικό μας. Αυτό μας
προσφέρει μεγάλη ικανοποίηση όταν- στο περιήλιο, ας πούμε- ερχόμαστε πιο κοντά
σε αυτό. Και τιμωρούμαστε με σοβαρή αγωνία όταν- στο αφήλιο- έχουμε
απομακρυνθεί από αυτό.
Όλα αυτά είναι τόσο απλά και
ακλόνητα καθιερωμένα. Μπορούμε μόνο να το μετανιώσουμε αν ορισμένες εμπειρίες
της ζωής και παρατηρήσεις της φύσης έχουν καταστήσει αδύνατη την αποδοχή της
υπόθεσης ενός τέτοιου Υπέρτατου Όντος. Σαν να μην είχε αρκετά προβλήματα ο
κόσμος, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το καθήκον να ανακαλύψουμε πώς εκείνοι που
έχουν πίστη σε ένα Θεϊκό Ον θα μπορούσαν να την έχουν αποκτήσει, και από πού
αυτή η πίστη αντλεί την τεράστια δύναμη που της επιτρέπει να συντρίψει τη
Λογική και την Επιστήμη.
Ας επιστρέψουμε στο πιο
μετριοπαθές πρόβλημα που μας απασχόλησε μέχρι τώρα. Ξεκινήσαμε να εξηγήσουμε
από πού προέρχεται ο ιδιόμορφος χαρακτήρας του εβραϊκού λαού, ο οποίος κατά
πάσα πιθανότητα είναι αυτό που επέτρεψε σε αυτόν τον λαό να επιβιώσει μέχρι
σήμερα. Διαπιστώσαμε ότι ο άνθρωπος Μωυσής δημιούργησε τον χαρακτήρα των
Εβραίων, δίνοντάς τους μια θρησκεία που αύξησε την αυτοπεποίθησή τους σε τέτοιο
βαθμό ώστε να πιστεύουν ότι είναι ανώτεροι από όλους τους άλλους λαούς.
Επέζησαν κρατώντας απόσταση από τους άλλους. Η ανάμιξη αίματος δεν είχε μεγάλη
διαφορά, αφού αυτό που τους κράτησε μαζί ήταν κάτι ιδανικό- η κατοχή ορισμένων
πνευματικών και συναισθηματικών αξιών που είχαν από κοινού.
Η μωσαϊκή θρησκεία είχε αυτό
το αποτέλεσμα επειδή (1) επέτρεψε στους ανθρώπους να συμμετάσχουν στο μεγαλείο
της νέας αντίληψής της για τον Θεό· (2) επειδή υποστήριζε ότι ο λαός είχε «επιλεγεί» από αυτόν τον μεγάλο Θεό,
και προοριζόταν να απολαύσει τις αποδείξεις της ιδιαίτερης εύνοιάς του· και (3) επειδή επέβαλε στους ανθρώπους
μια πρόοδο στην πνευματικότητα, η οποία, αρκετά σημαντική από μόνη της, άνοιξε
περαιτέρω το δρόμο για το σεβασμό της πνευματικής εργασίας, και για επιπλέον
παραιτήσεις από τα ένστικτα.
Αυτό είναι λοιπόν το
συμπέρασμα στο οποίο καταλήξαμε, αλλά, αν και δεν θέλω να ανακαλέσω τίποτα από
όσα είπα προηγουμένως, δεν μπορώ παρά να αισθανθώ ότι δεν είναι εντελώς
ικανοποιητικό. Η αιτία δεν συμφωνεί, τρόπον τινά, με το αποτέλεσμα. Το γεγονός
που προσπαθούμε να εξηγήσουμε φαίνεται να είναι δυσανάλογο με όλα όσα
προσκομίζουμε ως εξήγηση. Είναι μήπως δυνατόν οι έρευνές μας να έχουν μέχρι
στιγμής ανακαλύψει όχι το ίδιο το κίνητρο, αλλά μόνο ένα επιφανειακό στρώμα,
και ότι πίσω από αυτό κρύβεται ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο; Λαμβάνοντας
υπόψη πόσο εξαιρετικά περίπλοκη είναι κάθε αιτιώδης συνάφεια στη ζωή και την
ιστορία, θα έπρεπε να είμαστε προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο.
Ο δρόμος προς αυτό το βαθύτερο
κίνητρο ξεκινά από ένα συγκεκριμένο απόσπασμα της προηγούμενης συζήτησης. Η
θρησκεία του Μωυσή δεν πέτυχε τα αποτελέσματά της αμέσως, αλλά με έναν παράξενα
έμμεσο τρόπο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν παρήγαγε η ίδια το αποτέλεσμα.
Χρειάστηκε πολύς χρόνος, πολλοί αιώνες, για να γίνει αυτό· αυτό είναι αυτονόητο
όσον αφορά την ανάπτυξη του χαρακτήρα ενός λαού.
Η τροποποίησή μας, ωστόσο,
αναφέρεται σε ένα γεγονός που έχουμε πάρει από την ιστορία της εβραϊκής
θρησκείας, ή, ίσως, που έχουμε εισαγάγει σε αυτήν. Είπαμε ότι ο εβραϊκός λαός
αποτίναξε τη θρησκεία του Μωυσή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Δεν μπορούμε
να πούμε αν την αποκήρυξαν εντελώς, ή αν διατήρησαν κάποιες από τις αρχές της.
Αποδεχόμενοι την υπόθεση ότι κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου του αγώνα για
τη Χαναάν, και των αγώνων με τους λαούς που εγκαταστάθηκαν εκεί, η θρησκεία του
Γιαχβέ δεν διέφερε ουσιαστικά από τη λατρεία των άλλων τοπικών θεοτήτων, βρισκόμαστε
σε ιστορικό έδαφος, παρόλες τις μεταγενέστερες προσπάθειες να συσκοτιστεί αυτή
η ντροπιαστική κατάσταση των πραγμάτων.
Η θρησκεία του Μωυσή, όμως,
δεν είχε χαθεί. Ένα είδος ανάμνησης είχε επιβιώσει, συσκοτιστεί και
παραμορφωθεί, αλλά ίσως υποστηρίχθηκε από μεμονωμένα μέλη της κάστας των Ιερέων,
μέσω των αρχαίων γραφών. Ήταν αυτή η παράδοση ενός μεγάλου παρελθόντος που
συνέχισε να ασκεί την επίδρασή της από το παρασκήνιο. Σιγά- σιγά απέκτησε όλο
και περισσότερη εξουσία στο μυαλό των ανθρώπων, και τελικά κατάφερε να αλλάξει
τον θεό Γιαχβέ στο Θεό του Μωυσή, και να φέρει ξανά στη ζωή την
εγκαταλελειμμένη θρησκεία που είχε καθιερώσει ο Μωυσής πριν από αιώνες.
Σε ένα προηγούμενο κεφάλαιο
αυτού του βιβλίου συζητήσαμε την υπόθεση που φαίνεται να είναι αναπόφευκτη αν
θέλουμε να βρούμε κατανοητό ένα τέτοιο επίτευγμα από την πλευρά της παράδοσης.
7. Η
επιστροφή των καταπιεσμένων
Υπάρχει ένας αριθμός παρόμοιων
διαδικασιών που η αναλυτική διερεύνηση της ψυχικής ζωής μας έχει γνωστοποιήσει.
Μερικές από αυτές ονομάζονται παθολογικές. Άλλες κατατάσσονται μεταξύ των αποκλίσεων
του κανονικού. Ωστόσο, αυτό έχει μικρή σημασία, διότι τα όρια μεταξύ των δύο περιπτώσεων
δεν είναι αυστηρά καθορισμένα, και οι μηχανισμοί είναι σε κάποιο βαθμό οι
ίδιοι. Είναι πολύ πιο σημαντικό αν οι εν λόγω αλλαγές λαμβάνουν χώρα στο ίδιο
το Εγώ, ή αν το αντιμετωπίζουν ως ξένο. Στην τελευταία περίπτωση ονομάζονται
συμπτώματα. Από την πληρότητα του υλικού που έχω στη διάθεσή μου θα επιλέξω
περιπτώσεις που αφορούν τη διαμόρφωση του χαρακτήρα.
Ένα νεαρό κορίτσι είχε
εξελιχθεί στην πιο αποφασιστική αντίθεση με τη μητέρα της· είχε καλλιεργήσει
όλες τις ιδιότητες που της έλειπαν από τη μητέρα της, και απέφευγε όλες εκείνες
που της θύμιζαν τη μητέρα της. Μπορούμε να προσθέσουμε ότι τα προηγούμενα
χρόνια είχε ταυτιστεί με τη μητέρα της- όπως κάθε άλλο μικρό κορίτσι- και τώρα
είχε έρθει η ώρα να αντιταχθεί ενεργά σε αυτή την ταύτιση. Όταν αυτό το κορίτσι
παντρεύτηκε, ωστόσο, και έγινε σύζυγος και μητέρα με τη σειρά της, με έκπληξη
διαπιστώνουμε ότι έμοιαζε όλο και περισσότερο με τη μητέρα της, απέναντι στην
οποία ένιωθε τόσο εχθρική, μέχρι που τελικά η μητρική ταύτιση επικράτησε για
άλλη μια φορά.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα
αγόρια. Ακόμη και ο μεγάλος Γκαίτε, ο οποίος επηρεασμένος από το κίνημα Sturm und Drang[2] σίγουρα δεν σεβόταν πολύ τον σχολαστικό
και άκαμπτο πατέρα του, ανέπτυξε σε μεγάλη ηλικία χαρακτηριστικά που ανήκαν
στον χαρακτήρα του πατέρα του. Αυτό το αποτέλεσμα ξεχωρίζει εντυπωσιακά όπου η
αντίθεση μεταξύ των δύο προσώπων είναι πιο έντονη. Ένας νεαρός άνδρας, του
οποίου η μοίρα καθορίστηκε από το γεγονός ότι έπρεπε να μεγαλώσει με έναν
πατέρα που δεν ήταν καλός, εξελίχθηκε αρχικά- αντίθετα με τον πατέρα- σε έναν
ικανό, αξιόπιστο και έντιμο άνθρωπο. Στην ακμή της ζωής του ο χαρακτήρας του
άλλαξε, και από τότε και στο εξής συμπεριφερόταν σαν να είχε πάρει τον ίδιο τον
πατέρα του ως παράδειγμά του.
Για να μην χάσουμε τη σύνδεση
με το θέμα μας, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι στην αρχή μιας τέτοιας
διαδικασίας υπάρχει πάντα μια ταύτιση με τον πατέρα, από τις πρώτες μέρες της
παιδικής ηλικίας. Αυτή η ταύτιση στη συνέχεια απορρίπτεται, ακόμη και
υπεραντισταθμίζεται, αλλά στο τέλος επανεμφανίζεται.
Έχει γίνει από καιρό κοινή
γνώση ότι η εμπειρία των πρώτων πέντε ετών της παιδικής ηλικίας ασκεί
αποφασιστική επίδραση στη ζωή μας, όσο κι αν αντιτίθενται τα γεγονότα αργότερα.
Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για το πώς αυτές οι πρώιμες εμπειρίες
αντιστέκονται σε όλες τις προσπάθειες των πιο ώριμων ετών να τις τροποποιήσουν,
αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος.
Μπορεί να μην είναι τόσο
γνωστό, ωστόσο, ότι η ισχυρότερη εμμονική επιρροή προέρχεται από εκείνες τις
εμπειρίες που υφίσταται το παιδί σε μια εποχή που έχουμε λόγους να πιστεύουμε
ότι ο ψυχικός του μηχανισμός είναι ατελώς κατάλληλος για να τις αποδεχτεί. Το
ίδιο το γεγονός δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αλλά φαίνεται τόσο παράξενο που θα
μπορούσαμε να προσπαθήσουμε να το κάνουμε πιο κατανοητό με μια παρομοίωση. Η
διαδικασία μπορεί να συγκριθεί με μια φωτογραφία, η οποία μπορεί να αναπτυχθεί
και να γίνει εικόνα μετά από ένα σύντομο ή μεγάλο χρονικό διάστημα.
Εδώ μπορώ να επισημάνω,
ωστόσο, ότι ένας ευφάνταστος συγγραφέας, με την τόλμη που επιτρέπεται σε
τέτοιους συγγραφείς, έκανε αυτή την ανησυχητική ανακάλυψη. Ο Ε. Τ. Α. Χόφμαν συνήθιζε
να εξηγεί τον πλούτο των ευφάνταστων μορφών που του προσφέρθηκαν για τις
ιστορίες του από τις γρήγορα μεταβαλλόμενες εικόνες και εντυπώσεις που είχε
λάβει κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με άμαξα, που διήρκεσε αρκετές εβδομάδες,
ενώ ήταν ακόμα μωρό στο στήθος της μητέρας του.
Αυτό που ένα παιδί έχει βιώσει
και δεν έχει καταλάβει μέχρι την ηλικία των δύο ετών, μπορεί να μην το θυμηθεί
ποτέ ξανά, εκτός διαμέσου των ονείρων του. Μόνο μέσω της ψυχαναλυτικής
θεραπείας θα συνειδητοποιήσει αυτά τα γεγονότα. Οποιαδήποτε στιγμή στα
μεταγενέστερα χρόνια του, ωστόσο, μπορεί να εισβάλουν στη ζωή του τα
συγκεκριμένα βιώματα με εμμονική παρορμητικότητα, να κατευθύνουν τις πράξεις
του, να τον αναγκάσουν να συμπαθεί ή να αντιπαθεί τους ανθρώπους, και συχνά να καθορίσουν
την επιλογή του ερωτικού του αντικειμένου, σύμφωνα με μια προτίμηση που συχνά
δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.
Τα δύο καίρια σημεία που χαρακτηρίζουν
το πρόβλημά μας είναι αδιαμφισβήτητα: Πρώτον, είναι η απόσταση του χρόνου, που
θεωρείται εδώ ως ο πραγματικά καθοριστικός παράγοντας, όπως, για παράδειγμα,
στην ειδική περίπτωση της μνήμης, την οποία, σε αυτές τις παιδικές εμπειρίες, θεωρούμε
ως «ασυνείδητη». Σε αυτό το χαρακτηριστικό περιμένουμε να βρούμε μια αναλογία
με την κατάσταση του νου που αποδίδουμε στην παράδοση, όταν είναι ενεργή στην
ψυχική συναισθηματική ζωή ενός λαού. Δεν ήταν εύκολο, είναι αλήθεια, να
εισαχθεί η αντίληψη του ασυνείδητου στη μαζική ψυχολογία.
Οι συνεισφορές στα φαινόμενα
που αναζητούμε γίνονται τακτικά από τους μηχανισμούς που οδηγούν σε νεύρωση.
Και εδώ οι αποφασιστικές εμπειρίες στην πρώιμη παιδική ηλικία ασκούν διαρκή
επιρροή, αλλά σε αυτή την περίπτωση η έμφαση δεν δίνεται στο χρόνο, αλλά στη
διαδικασία που αντιτίθεται σε αυτό το γεγονός, στην αντίδραση εναντίον του.
Σχηματικά εκφρασμένο είναι έτσι. Ως συνέπεια μιας συγκεκριμένης εμπειρίας
προκύπτει μια ενστικτώδης απαίτηση που διεκδικεί ικανοποίηση. Το Εγώ
παραιτείται από αυτή την ικανοποίηση, είτε επειδή έχει παραλύσει από την
υπερβολή της απαίτησης, είτε επειδή αναγνωρίζει σε αυτήν την ικανοποίηση έναν
κίνδυνο. Ο πρώτος από αυτούς τους λόγους είναι ο αρχικός. Και οι δύο λόγοι
καταλήγουν στην αποφυγή μιας επικίνδυνης κατάστασης. Το Εγώ προφυλάσσει από
αυτόν τον κίνδυνο με την απώθηση. Η διέγερση αναστέλλεται με τον ένα ή τον άλλο
τρόπο. Η υποκίνηση, με τις παρατηρήσεις και τις αντιλήψεις που της ανήκουν,
ξεχνιέται.
Αυτό, ωστόσο, δεν τερματίζει
τη διαδικασία· είτε το ένστικτο έχει διατηρήσει τη δύναμή του, είτε θα την
ανακτήσει, είτε θα ενεργοποιηθεί ξανά από μια νέα κατάσταση. Ανανεώνει την ισχύ
του, και, δεδομένου ότι ο δρόμος προς την κανονική ικανοποίηση είναι φραγμένος
από αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε ουλώδη ιστό της καταπίεσης, κερδίζει σε
κάποιο αδύναμο σημείο την πρόσβαση σε μια υποκατάστατη ικανοποίηση, που
εμφανίζεται τώρα ως σύμπτωμα, χωρίς τη συναίνεση ή την κατανόηση του Εγώ.
Όλα τα φαινόμενα σχηματισμού
συμπτωμάτων μπορούν δίκαια να περιγραφούν ως «επιστροφή των απωθημένων». Ο
ιδιαίτερος χαρακτήρας τους, ωστόσο, έγκειται στην εκτεταμένη παραμόρφωση που
έχουν υποστεί τα στοιχεία που επιστρέφουν, σε σύγκριση με την αρχική τους
μορφή. Ίσως θα προβληθεί εδώ η αντίρρηση ότι σε αυτή την τελευταία ομάδα
γεγονότων έχουμε παρεκκλίνει πολύ από την παραδοσιακή ερμηνεία. Δεν θα
μετανιώσουμε, ωστόσο, αν αυτό μας φέρνει πιο κοντά στα προβλήματα της
ενστικτώδους απάρνησης.
8. Η
ιστορική αλήθεια
Έχουμε κάνει όλες αυτές τις
ψυχολογικές παρεκβάσεις για να καταστήσουμε πιο αξιόπιστο ότι η θρησκεία του
Μωυσή άσκησε επιρροή στον εβραϊκό λαό μόνο όταν είχε γίνει παράδοση. Μόλις και
μετά βίας πέτυχαμε μια εικασία. Ωστόσο, ας υποθέσουμε ότι καταφέραμε να το
αποδείξουμε αυτό οριστικά· θα εξακολουθούσε να υπάρχει η εντύπωση ότι
ικανοποιήσαμε μόνο τον ποιοτικό παράγοντα της αποστολής μας, όχι και τον
ποσοτικό. Σε όλα τα θέματα που αφορούν τη δημιουργία μιας θρησκείας- και
σίγουρα εκείνα που αφορούν την εβραϊκή θρησκεία- αναφέρεται κάτι μεγαλοπρεπές,
το οποίο δεν έχει καλυφθεί μέχρι στιγμής από τις εξηγήσεις μας. Κάποιο άλλο
στοιχείο θα πρέπει να έχει ένα ρόλο σε αυτό: ένα στοιχείο μοναδικό, ανάλογο με ό,τι
έχει αναπτυχθεί από αυτήν τη θρησκεία, κάτι σαν την ίδια τη θρησκεία.
Ας δούμε αν μπορούμε να
προσεγγίσουμε το θέμα μας από την αντίθετη πλευρά. Καταλαβαίνουμε ότι ο
πρωτόγονος άνθρωπος χρειάστηκε έναν Θεό ως δημιουργό του κόσμου, ως επικεφαλής
της φυλής του, και ως κάποιον που τον φρόντιζε. Αυτός ο Θεός πήρε τη θέση του
πίσω από τους νεκρούς πατέρες, για τους οποίους η παράδοση είχε ακόμα κάτι να
αναφέρει. Ο άνθρωπος σε μεταγενέστερους καιρούς- στην εποχή μας, για
παράδειγμα- συμπεριφέρεται παρόμοια. Παραμένει επίσης παιδιάστικος, και
χρειάζεται προστασία, ακόμη και όταν έχει ενηλικιωθεί. Νιώθει ότι δεν μπορεί να
παραιτηθεί από την υποστήριξη του Θεού του. Όλα αυτά είναι αναμφισβήτητα, αλλά
δεν είναι τόσο εύκολο να καταλάβουμε γιατί πρέπει να υπάρχει μόνο ένας Θεός,
γιατί η πρόοδος από τον Ενοθεϊσμό στον Μονοθεϊσμό αποκτά τόσο καθοριστική
σημασία. Είναι αλήθεια, όπως προαναφέραμε, ότι ο πιστός συμμετέχει στο μεγαλείο
του Θεού του, και όσο πιο ισχυρός είναι ο Θεός, τόσο πιο σίγουρη είναι η
προστασία που μπορεί να προσφέρει.
Η δύναμη ενός Θεού, ωστόσο,
δεν προϋποθέτει ότι είναι ο μόνος Θεός: πολλοί λαοί δόξαζαν τον κύριο θεό τους
μόνο αν κυβερνούσε ένα πλήθος κατώτερων θεών. Δεν ήταν λιγότερο σπουδαίος
επειδή υπήρχαν άλλοι θεοί εκτός από Εκείνον. Σήμαινε επίσης ότι χρειαζόταν να
θυσιαστεί μέρος της στενής σχέσης μεταξύ ανθρώπου και Θεού, αν ο Θεός γινόταν
παγκόσμιος, και νοιαζόταν εξίσου για όλες τις χώρες και τους λαούς. Κάποιος
έπρεπε, τρόπον τινά, να μοιραστεί τον Θεό του με ξένους λαούς, και έπρεπε να
αντισταθμίσει τον εαυτό του γι’ αυτό πιστεύοντας ότι ευνοούταν από τον Θεό. Μπορούμε
να τονίσουμε ότι η σύλληψη ενός Μοναδικού Θεού σημαίνει ένα βήμα προς τα εμπρός
στην πνευματικότητα. Αυτό το σημείο, ωστόσο, δεν πρέπει να υπερτονιστεί.
Ο αληθινός πιστός γνωρίζει
έναν τρόπο να καλύψει επαρκώς αυτό το προφανές κενό στα κίνητρα. Λέει ότι η
ιδέα ενός Μοναδικού Θεού είχε αυτή τη συντριπτική επίδραση στην ανθρωπότητα
επειδή είναι μέρος της αιώνιας αλήθειας, η οποία, κρυμμένη για τόσο πολύ καιρό,
έχει επιτέλους έρθει στο φως, και έχει σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά της. Πρέπει
να παραδεχτούμε ότι επιτέλους έχουμε ένα στοιχείο τάξης ανάλογο με το μεγαλείο
του θέματος, καθώς και με την επιτυχία της επιρροής του.
Θα ήθελα επίσης να αποδεχθώ
αυτήν τη λύση. Ωστόσο, διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Το θρησκευτικό επιχείρημα
βασίζεται σε μια αισιόδοξη και ιδεαλιστική προϋπόθεση. Η ανθρώπινη διάνοια δεν
έχει δείξει σε άλλους τομείς ότι είναι προικισμένη με μια πολύ καλή αίσθηση για
την αλήθεια, ούτε ο ανθρώπινος νους έχει επιδείξει κάποια ιδιαίτερη προθυμία να
δεχτεί την αλήθεια. Αντίθετα, είναι η γενική εμπειρία ότι η ανθρώπινη διάνοια
σφάλλει πολύ εύκολα χωρίς να το υποψιαζόμαστε καθόλου, και ότι τίποτα δεν
γίνεται πιο εύκολα πιστευτό από εκείνο που- ανεξάρτητα από την αλήθεια-
ικανοποιεί τις επιθυμίες και τις ψευδαισθήσεις μας στα μισά του δρόμου.
Αυτός είναι ο λόγος για τον
οποίο η συμφωνία μας πρέπει να τροποποιηθεί. Πρέπει κι εγώ να παραδεχτώ ότι η
λύση του πιστού κατέχει την αλήθεια. Δεν είναι, ωστόσο, η υλική αλήθεια, αλλά
μια ιστορική αλήθεια. Θα διεκδικούσα το δικαίωμα να διορθώσω μια ορισμένη
διαστρέβλωση που υπέστη αυτή η αλήθεια κατά την επανεμφάνισή της. Δηλαδή: Δεν
πιστεύω ότι ένας υπέρτατος μεγάλος Θεός «υπάρχει» σήμερα, αλλά πιστεύω ότι
στους αρχέγονους χρόνους υπήρχε ένα πρόσωπο που πρέπει να φαινόταν γιγαντιαίο,
και το οποίο, ανυψωμένο σε θεότητα, επέστρεψε στη μνήμη των ανθρώπων.
Η υπόθεσή μας είναι ότι η
θρησκεία του Μωυσή απορρίφθηκε και εν μέρει ξεχάστηκε, και ότι αργότερα υπέπεσε
στην προσοχή του λαού ως παράδοση. Υποθέτω ότι αυτή η διαδικασία ήταν η
επανάληψη μιας προηγούμενης. Όταν ο Μωυσής έδωσε στο λαό του την αντίληψη ενός
Μοναδικού Θεού, δεν ήταν μια εντελώς νέα ιδέα, γιατί σήμαινε την αναζωογόνηση
της αρχέγονης ανθρώπινης εμπειρίας, η οποία είχε προ πολλού ξεθωριάσει από τη
συνειδητή μνήμη της ανθρωπότητας. Ωστόσο, αυτή η εμπειρία ήταν πολύ σημαντική,
και προκάλεσε, ή τουλάχιστον προετοίμασε, τόσο εκτεταμένες αλλαγές στη ζωή των
ανθρώπων, ώστε, υποθέτω, πρέπει να άφησε κάποιο μόνιμο ίχνος στην ανθρώπινη
ψυχή- κάτι συγκρίσιμο με μια παράδοση.
Η ψυχανάλυση μας έχει διδάξει
ότι οι πρώτες εντυπώσεις των ανθρώπων, που ελήφθησαν σε μια περίοδο που ήμασταν
σχεδόν ανίκανοι να μιλήσουμε, εκδηλώνονται αργότερα με εμμονικό τρόπο, αν και
αυτές τις ίδιες εντυπώσεις δεν θυμούμαστε συνειδητά. Πιστεύουμε ότι το ίδιο
πρέπει να ισχύει και για τις πρώτες εμπειρίες της ανθρωπότητας. Ένα αποτέλεσμα αυτού είναι η εμφάνιση της
σύλληψης ενός μεγάλου Θεού. Πρέπει να αναγνωριστεί ως μνήμη, παραμορφωμένη,
είναι αλήθεια, αλλά, παρόλα αυτά, μια μνήμη. Έχει μια εμμονική ποιότητα. Απλά
πρέπει να το πιστέψουμε. Όσον αφορά τη στρέβλωσή της, μπορεί να ονομαστεί
αυταπάτη. Στο βαθμό που φέρνει στο φως κάτι από το παρελθόν, πρέπει να
ονομάζεται αλήθεια. Η αυταπάτη περιέχει επίσης ένα στοιχείο αλήθειας. Η
πεποίθηση του ασθενούς προκύπτει από αυτό, και επεκτείνεται σε όλη την
παραληρηματική κατασκευή που το περιβάλλει.
Οι επόμενες σελίδες περιέχουν
μια ελάχιστα τροποποιημένη επανάληψη των όσων είπα στο πρώτο μέρος. Το 1912
προσπάθησα στο βιβλίο μου Τοτέμ και Ταμπού να ανακατασκευάσω την αρχέγονη
κατάσταση από την οποία προήλθαν όλα αυτά τα αποτελέσματα. Σε αυτό το βιβλίο
χρησιμοποίησα ορισμένες θεωρητικές σκέψεις του Κάρολου Δαρβίνου, του Έντουαρντ Άτκινσον,
και ιδιαίτερα του Ρόμπερτσον Σμιθ, και τις συνδύασα με ευρήματα και προτάσεις
από την ψυχαναλυτική πρακτική. Από τον Δαρβίνο δανείστηκα την υπόθεση ότι οι
άνθρωποι ζούσαν αρχικά σε μικρές ορδές. Κάθε μία από τις ορδές βρισκόταν υπό
την κυριαρχία ενός γηραιότερου άντρα, ο οποίος κυβερνούσε με ωμή βία,
ιδιοποιούταν όλες τις γυναίκες, και υποδούλωνε ή σκότωνε όλα τα νεαρά αρσενικά
μέλη της ορδής, συμπεριλαμβανομένων των δικών του γιων. Από τον Άτκινσον πήρα
την πρόταση ότι αυτό το πατριαρχικό σύστημα έφτασε στο τέλος του μέσω μιας
εξέγερσης των γιων, οι οποίοι ενώθηκαν εναντίον του πατέρα, τον εξουδετέρωσαν,
και έφαγαν το σώμα του. Ακολουθώντας την τοτεμική θεωρία του Σμιθ, πρότεινα ότι
αυτή η ορδή, που προηγουμένως κυβερνιόταν από τον πατέρα, ακολουθήθηκε από μια
τοτεμιστική φατρία αδελφών. Για να μπορέσουν να ζήσουν ειρηνικά μεταξύ τους, οι
νικητές αδελφοί απαρνήθηκαν τις γυναίκες για χάρη των οποίων είχαν σκοτώσει τον
πατέρα, και συμφώνησαν να ασκήσουν εξωγαμία. Η εξουσία του πατέρα καταργήθηκε,
και οι οικογένειες ρυθμίστηκαν από τη μητριαρχία.
Η αμφιθυμία των γιων προς τον
πατέρα παρέμεινε σε ισχύ καθόλη τη διάρκεια της περαιτέρω ανάπτυξης του
ανθρώπου. Αντί για τον πατέρα, ένα συγκεκριμένο ζώο ανακηρύχθηκε τοτέμ.
Αντιπροσώπευε τον πρόγονό τους και το προστατευτικό τους πνεύμα, και κανείς δεν
επιτρεπόταν να το βλάψει ή να το σκοτώσει. Μια φορά το χρόνο, ωστόσο, ολόκληρη
η φυλή συγκεντρωνόταν για μια γιορτή στην οποία το κατά τα άλλα σεβαστό τοτέμ σχιζόταν
σε κομμάτια και φαγωνόταν. Κανείς δεν επιτρεπόταν να απέχει από αυτή τη γιορτή.
Ήταν η επίσημη επανάληψη της δολοφονίας του πατέρα, στην οποία η κοινωνική
τάξη, οι ηθικοί νόμοι και η θρησκεία είχαν τις απαρχές τους. Η αντιστοιχία της
γιορτής του τοτέμ (σύμφωνα με την περιγραφή του Σμιθ) με τη χριστιανική
Κοινωνία έχει εντυπωσιάσει πολλούς συγγραφείς πριν από μένα.
Εξακολουθώ να επιμένω σε αυτή
την ακολουθία σκέψης. Έχω συχνά κατηγορηθεί έντονα ότι δεν άλλαξα τις απόψεις
μου σε μεταγενέστερες εκδόσεις του βιβλίου μου, δεδομένου ότι οι πιο πρόσφατοι
εθνολόγοι έχουν χωρίς εξαίρεση απορρίψει τις θεωρίες του Σμιθ, τις οποίες έχουν
εν μέρει αντικαταστήσει με άλλες που διαφέρουν πολύ. Θα απαντούσα ότι αυτές οι
υποτιθέμενες πρόοδοι στην επιστήμη μου είναι γνωστές. Ωστόσο, δεν έχω πειστεί ούτε
για την ορθότητά τους ούτε για τα λάθη του Σμιθ. Η αντίφαση δεν είναι πάντα
διάψευση. Μια νέα θεωρία δεν υποδηλώνει απαραίτητα πρόοδο. Πάνω απ’ όλα, όμως,
δεν είμαι εθνολόγος, αλλά ψυχαναλυτής. Ήταν δικαίωμά μου να επιλέξω από τα
εθνολογικά δεδομένα ό,τι με εξυπηρετούσε για το αναλυτικό μου έργο. Τα γραπτά
του εξαιρετικά προικισμένου Ρόμπερτσον Σμιθ μου έδωσαν πολύτιμα σημεία επαφής
με το ψυχολογικό υλικό της ανάλυσης, και προτάσεις για τη χρήση του. Δεν μπορώ
να πω το ίδιο για το έργο των αντιπάλων του.
9. Η
ιστορική εξέλιξη
Δεν μπορώ να αναπαράγω εδώ το
περιεχόμενο του Τοτέμ και Ταμπού, αλλά πρέπει να προσπαθήσω να εξηγήσω
το μεγάλο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των γεγονότων που υποθέσαμε ότι
συνέβησαν στους αρχέγονους χρόνους και της νίκης του μονοθεϊσμού στους
ιστορικούς χρόνους. Μετά την εγκαθίδρυση της αδελφικής φατρίας, της
μητριαρχίας, της εξωγαμίας και του τοτεμισμού, ακολούθησε μια εξέλιξη που
μπορεί να περιγραφεί ως μια αργή «επιστροφή των καταπιεσμένων».
Ο όρος «καταπιεσμένοι»
χρησιμοποιείται όχι με την τεχνική του έννοια. Εδώ εννοώ κάτι παρελθοντικό,
εξαφανισμένο και ξεπερασμένο στη ζωή ενός λαού, το οποίο τολμώ να αντιμετωπίσω
ως ισοδύναμο με το καταπιεσμένο υλικό στην ψυχική ζωή του ατόμου. Σε ποια
ψυχολογική μορφή υπήρχε το παρελθόν κατά τη διάρκεια της σκοτεινής περιόδου
του, δεν μπορούμε να πούμε. Δεν είναι εύκολο να μεταφράσουμε τις έννοιες της
ατομικής ψυχολογίας στη μαζική ψυχολογία, και δεν νομίζω ότι μπορούμε να
κερδίσουμε πολλά εισάγοντας την έννοια του «συλλογικού» ασυνείδητου- το
περιεχόμενο του ασυνείδητου είναι συλλογικό ούτως ή άλλως, ένα γενικό απόκτημα.
Στο μεταξύ, λοιπόν, η χρήση αναλογιών μπορεί να μας βοηθήσει.
Οι διαδικασίες που μελετάμε
εδώ στη ζωή ενός λαού είναι πολύ παρόμοιες με εκείνες που γνωρίζουμε από την
ψυχοπαθολογία, αλλά δεν είναι οι ίδιες. Πρέπει να συμπεράνουμε ότι το ψυχικό
υπόλειμμα εκείνων των αρχέγονων χρόνων έχει γίνει μια κληρονομιά που, με κάθε
νέα γενιά, χρειάζεται μόνο να αφυπνιστεί, όχι να ξαναποκτηθεί. Μπορούμε να
σκεφτούμε εδώ το παράδειγμα του συμβολισμού του λόγου, το οποίο σίγουρα
φαίνεται να είναι έμφυτο. Προέρχεται από την εποχή της ανάπτυξης του λόγου, και
είναι οικείο σε όλα τα παιδιά χωρίς να έχουν λάβει ειδικές οδηγίες. Είναι το
ίδιο για όλους τους ανθρώπους, παρά τις διαφορές στη γλώσσα.
Αυτό που μπορεί να μην είναι ακόμα
βέβαιο, μπορούμε να το αποκτήσουμε από άλλα αποτελέσματα των ψυχαναλυτικών
ερευνών. Μαθαίνουμε ότι τα παιδιά μας σε μια σειρά σημαντικών σχέσεων δεν
αντιδρούν όπως οι δικές τους εμπειρίες θα μας οδηγούσαν να περιμένουμε, αλλά
ενστικτωδώς, σαν ζώα. Αυτό εξηγείται μόνο από τη φυλογενετική κληρονομιά.
Η επιστροφή των καταπιεσμένων
προχωρά αργά. Σίγουρα δεν συμβαίνει αυθόρμητα, αλλά υπό την επίδραση όλων των
αλλαγών στις συνθήκες ζωής που επικρατούν σε όλη την ιστορία του πολιτισμού.
Δεν μπορώ να δώσω εδώ μια επισκόπηση των συνθηκών από τις οποίες η επιστροφή εξαρτάται,
ούτε κάτι περισσότερο από μια απλή απαρίθμηση των σταδίων της επιστροφής. Ο
πατέρας έγινε και πάλι η κεφαλή της οικογένειας, αλλά δεν είναι πλέον
παντοδύναμος όπως ήταν ο πατέρας της αρχέγονης ορδής.
Σε σαφώς αναγνωρίσιμα
μεταβατικά στάδια, το ζώο τοτέμ εκδιώχθηκε από τον θεό. Ο θεός, με ανθρώπινη
μορφή, έφερε ακόμα στην αρχή το κεφάλι ενός ζώου. Αργότερα συνήθιζε να φορά το
προσωπείο του ίδιου του ζώου. Ακόμα αργότερα το ζώο έγινε ιερό γι’ αυτόν και
τον αγαπημένο του σύντροφο, ή αλλιώς φημολογήθηκε ότι σκότωσε το ζώο, όταν
πρόσθεσε το όνομά του στο δικό του. Μεταξύ του ζώου τοτέμ και του θεού έκανε
την εμφάνισή του ο ήρωας. Αυτό ήταν συχνά ένα πρώιμο στάδιο θεοποίησης.
Η ιδέα ενός Ανώτερου Όντος
φαίνεται να εμφανίστηκε νωρίς. Στην αρχή ήταν σκιώδης, και στερούνταν
οποιασδήποτε σύνδεσης με τα καθημερινά συμφέροντα της ανθρωπότητας. Καθώς οι
φυλές και οι λαοί ενώθηκαν σε μεγαλύτερες ενότητες, οι θεοί οργανώθηκαν επίσης
σε οικογένειες και ιεραρχίες. Συχνά ένας από αυτούς ανυψωνόταν σε άρχοντα θεών
και ανθρώπων. Το επόμενο βήμα, η λατρεία ενός Θεού, έγινε διστακτικά, και
τελικά πάρθηκε η απόφαση να παραχωρηθεί όλη η εξουσία σε έναν μόνο Θεό, και να
μην είναι ανεκτοί άλλοι θεοί εκτός από αυτόν. Μόνο τότε αποκαταστάθηκε το
μεγαλείο του αρχέγονου πατέρα. Τα συναισθήματα που του ανήκαν μπορούσαν τώρα να
επαναληφθούν.
Το πρώτο αποτέλεσμα της
επανένωσης με αυτό που οι άνθρωποι είχαν από καιρό χάσει και λαχταρούσαν ήταν
συντριπτικό, ακριβώς όπως το απεικονίζει η παράδοση της νομοθεσίας στο όρος
Σινά. Υπήρχε θαυμασμός, δέος και ευγνωμοσύνη που ο λαός είχε βρει εύνοια στα
μάτια Του: η θρησκεία του Μωυσή γνωρίζει μόνο αυτά τα θετικά συναισθήματα προς
τον Πατέρα- Θεό. Η πεποίθηση ότι η δύναμή Του ήταν ακαταμάχητη, η υποταγή στο
θέλημά Του, δεν θα μπορούσε να είναι πιο απόλυτη. Πράγματι, γίνεται πλήρως
κατανοητή με τη μεταμόρφωσή της στο πρωτόγονο και παιδιάστικο περιβάλλον.
Τα παιδικά συναισθήματα είναι πολύ πιο έντονα και ανεξάντλητα βαθιά από εκείνα
των ενηλίκων. Μόνο η θρησκευτική έκσταση μπορεί να επαναφέρει αυτή την ένταση.
Έτσι, η μεταφορά της αφοσίωσης στον Θεό είναι η πρώτη απάντηση στην επιστροφή
του Μεγάλου Πατέρα.
Η κατεύθυνση αυτής της
πατρικής θρησκείας καθορίστηκε έτσι για πάντα, αλλά η ανάπτυξή της δεν
ολοκληρώθηκε με αυτόν τον τρόπο. Η αμφιθυμία ανήκει στην ουσία της σχέσης
πατέρα- γιου. Χρειαζόταν με την πάροδο του χρόνου να υποδαυλιστεί η εχθρότητα
που στην αρχαιότητα είχε ωθήσει τους γιους να σκοτώσουν τον θαυμαστό και φοβερό
πατέρα τους. Στην ίδια τη θρησκεία του Μωυσή δεν υπήρχε χώρος για την άμεση
έκφραση του δολοφονικού μίσους για τον πατέρα. Μόνο μια ισχυρή αντίδραση σε
αυτό θα μπορούσε να κάνει την εμφάνισή της: η συνείδηση της ενοχής εξαιτίας
αυτής της εχθρότητας, η κακή συνείδηση επειδή κάποιος είχε αμαρτήσει εναντίον
του Θεού, και συνέχιζε να αμαρτάνει.
Αυτό το αίσθημα ενοχής, το
οποίο οι Προφήτες κρατούσαν συνεχώς ζωντανό, και το οποίο σύντομα έγινε
αναπόσπαστο μέρος του ίδιου του θρησκευτικού συστήματος, είχε ένα άλλο επιφανειακό
κίνητρο, το οποίο έκρυβε έξυπνα την πραγματική προέλευση του συναισθήματος. Ο λαός
αντιμετώπισε δύσκολες στιγμές. Οι ελπίδες που βασίζονταν στην εύνοια του Θεού
άργησαν να εκπληρωθούν. Δεν ήταν εύκολο να προσκολληθούν στην ψευδαίσθηση, την
οποία αγαπούσαν πάνω απ’ όλα, ότι ήταν ο εκλεκτός λαός του Θεού. Αν ήθελαν να
διατηρήσουν την ευτυχία, τότε η συνείδηση της ενοχής- επειδή οι ίδιοι ήταν τόσο
αμαρτωλοί- πρόσφερε μια ευπρόσδεκτη δικαιολογία για την αυστηρότητα του Θεού.
Δεν άξιζαν τίποτα καλύτερο από το να τιμωρηθούν από Εκείνον, επειδή δεν
τηρούσαν τους νόμους. Η ανάγκη να ικανοποιήσουν αυτό το αίσθημα ενοχής, το
οποίο- προερχόμενο από μια πολύ βαθύτερη πηγή- ήταν ακόρεστο, τους έκανε να
καθιστούν τις θρησκευτικές τους επιταγές όλο και πιο αυστηρές, πιο απαιτητικές,
αλλά και πιο μηδαμινές.
Σε μια νέα μεταφορά ηθικού
ασκητισμού, οι Εβραίοι επέβαλαν στον εαυτό τους μια συνεχώς αυξανόμενη
ενστικτώδη παραίτηση, και έτσι έφτασαν- τουλάχιστον στο δόγμα και στις αρχές-
σε ηθικά ύψη που είχαν παραμείνει απρόσιτα για τους άλλους λαούς της
αρχαιότητας. Πολλοί Εβραίοι θεωρούν αυτές τις φιλοδοξίες ως το δεύτερο κύριο
χαρακτηριστικό και επίτευγμα της θρησκείας τους. Η έρευνά μας έχει σκοπό να
δείξει πώς αυτό το χαρακτηριστικό συνδέεται με το πρωτεύον, τη σύλληψη του ενός
και μοναδικού Θεού. Η προέλευση, ωστόσο, αυτής της ηθικής στα αισθήματα ενοχής,
λόγω της καταπιεσμένης εχθρότητας προς τον Θεό, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Φέρει το χαρακτηριστικό ότι δεν ολοκληρώνεται ποτέ, και δεν μπορεί ποτέ να
ολοκληρωθεί, κάτι το οποίο γνωρίζουμε στους σχηματισμούς αντίδρασης της
ιδεοληπτικής νεύρωσης.
Η περαιτέρω εξέλιξη υπερβαίνει
τον Ιουδαϊσμό. Άλλα στοιχεία που αναδύθηκαν εκ νέου από το δράμα που
διαδραματίστηκε γύρω από το πρόσωπο του αρχέγονου πατέρα δεν μπορούσαν σε καμία
περίπτωση να συμβιβαστούν με τη μωσαϊκή θρησκεία. Η συνείδηση της ενοχής εκείνη
την εποχή δεν περιοριζόταν πλέον στους Εβραίους. Είχε καταλάβει όλους τους
λαούς της Μεσογείου ως μια αόριστη δυσφορία, ένα προαίσθημα δυστυχίας, χωρίς να
γνωρίζει κανείς την αιτία. Η σύγχρονη ιστορία μιλά για τη γήρανση της αρχαίας
κουλτούρας. Υποθέτω ότι έχουμε συλλάβει μόνο μερικές από τις περιστασιακές και
επικουρικές αιτίες για την κατηφή διάθεση που επικρατούσε τότε μεταξύ των λαών.
Η ελάφρυνση αυτής της καταπίεσης προήλθε από τους Ιουδαίους. Αν και η αιτία είχε
δοθεί με πολλούς υπαινιγμούς από διάφορες πλευρές, ήταν δια στόματος ενός
Ιουδαίου, του Σαούλ από την Ταρσό, ο οποίος ως Ρωμαίος πολίτης ονομαζόταν
Παύλος, που γεννήθηκε η αντίληψη: «επειδή σκοτώσαμε τον Θεό Πατέρα είμαστε τόσο
δυστυχισμένοι».
Μας είναι τώρα αρκετά σαφές γιατί
δεν μπορούσαμε να συλλάβουμε αυτή την αλήθεια με καμία άλλη μορφή παρά μόνο με
το παραληρηματικό πρόσχημα της χαρμόσυνης είδησης: «έχουμε ελευθερωθεί από κάθε
ενοχή από τότε που ένας από εμάς έδωσε τη ζωή του για να μας εξιλεώσει από την
ενοχή μας». Σε αυτή τη διατύπωση ο φόνος του Θεού, φυσικά, δεν αναφερόταν, αλλά
ένα έγκλημα που θα μπορούσε να εξιλεωθεί με θυσιαστικό θάνατο είναι μόνο ο φόνος.
Επιπλέον, η σύνδεση μεταξύ της πλάνης και της ιστορικής αλήθειας καθιερώθηκε με
τη βεβαιότητα ότι το θύμα της θυσίας ήταν ο Υιός του Θεού. Η δύναμη που αυτή η
νέα πίστη αντλούσε από την πηγή της στην ιστορική αλήθεια της επέτρεψε να
ξεπεράσει όλα τα εμπόδια. Στη θέση του συναρπαστικού αισθήματος ότι κάποιος
είναι ο εκλεκτός λαός, ήρθε τώρα η απελευθέρωση μέσω της σωτηρίας.
Το γεγονός της πατροκτονίας,
όμως, έπρεπε με την επιστροφή του στη μνήμη της ανθρωπότητας να ξεπεράσει
μεγαλύτερα εμπόδια από εκείνο που αποτελούσε την ουσία του μονοθεϊσμού. Έπρεπε
να υποστεί μια πιο εκτεταμένη στρέβλωση. Το ανείπωτο έγκλημα αντικαταστάθηκε
από το δόγμα της κάπως σκιώδους αντίληψης του προπατορικού αμαρτήματος.
Το προπατορικό αμάρτημα και η
σωτηρία μέσω του θυσιαστικού θανάτου έγιναν η βάση της νέας θρησκείας που
ίδρυσε ο Παύλος. Το ερώτημα αν υπήρξε ηγέτης και ηθικός αυτουργός της
δολοφονίας ανάμεσα στις ορδές των αδελφών που επαναστάτησαν εναντίον του
αρχέγονου πατέρα, ή αν αυτή η μορφή δημιουργήθηκε αργότερα από ποιητές που
ταυτίστηκαν με τον ήρωα και στη συνέχεια ενσωματώθηκε στην παράδοση, πρέπει να
παραμείνει αναπάντητο. Αφού το χριστιανικό δόγμα ξεπέρασε τα όρια του
Ιουδαϊσμού, απορρόφησε συστατικά από πολλές άλλες πηγές, αποκήρυξε πολλά
χαρακτηριστικά του καθαρού μονοθεϊσμού, και υιοθέτησε σε πολλές λεπτομέρειες το
τελετουργικό των άλλων μεσογειακών λαών. Ήταν σαν η Αίγυπτος να είχε επιστρέψει
για να εκδικηθεί τους κληρονόμους του Ακενατόν.
Ο τρόπος με τον οποίο η νέα
θρησκεία συμβιβάστηκε με την αρχαία αμφιθυμία στη σχέση πατέρα-γιου είναι
αξιοσημείωτος. Το κύριο δόγμα της, βεβαίως, ήταν η συμφιλίωση με τον Θεό
Πατέρα, η εξιλέωση του εγκλήματος που διαπράχθηκε εναντίον Του. Αλλά η άλλη πλευρά
της σχέσης εκδηλώθηκε στον Υιό- ο οποίος, παίρνοντας το βάρος της ενοχής στους
ώμους του, έγινε ο ίδιος Θεός δίπλα στον Πατέρα, και στην πραγματικότητα πήρε τη
θέση του Πατέρα. Αρχικά μια θρησκεία του Πατέρα, ο Χριστιανισμός έγινε θρησκεία
του Υιού, καθώς δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη μοίρα της να εκτοπίσει τον
Πατέρα.
Μόνο ένα μέρος του εβραϊκού
λαού αποδέχτηκε το νέο δόγμα. Εκείνοι που αρνήθηκαν να το αποδεχθούν,
εξακολουθούν να ονομάζονται Εβραίοι. Μέσω αυτής της απόφασης οι Εβραίοι είναι
πιο έντονα διαχωρισμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο από ό, τι πριν. Έπρεπε να
υποστούν τη μομφή από τη νέα θρησκευτική κοινότητα- η οποία, εκτός από τους
Εβραίους, περιελάμβανε τους Αιγύπτιους, τους Έλληνες, τους Σύριους, τους Ρωμαίους,
και τέλος τους Τεύτονες- ότι είχαν δολοφονήσει τον Θεό. Στην πλήρη μορφή της,
αυτή η μομφή θα είχε ως εξής: «δεν θα παραδεχτούν ότι σκότωσαν τον Θεό, ενώ
εμείς το κάνουμε, και καθαριζόμαστε από την ενοχή». Έτσι είναι εύκολο να
καταλάβουμε ποια αλήθεια κρύβεται πίσω από αυτή τη μομφή. Το γιατί οι Ιουδαίοι
δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν στην πρόοδο που μαρτυρούσε αυτή η ομολογία του
φόνου του Θεού (παρόλη τη διαστρέβλωσή της) θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει
αντικείμενο ειδικής έρευνας. Εξαιτίας αυτού, όμως, έχουν αναγκαστεί να
υποφέρουν σοβαρά.
Η έρευνά μας έχει ίσως ρίξει
λίγο φως στο ερώτημα πώς ο εβραϊκός λαός απέκτησε τις ιδιότητες που τον
χαρακτηρίζουν. Το πρόβλημα του πώς κατάφεραν να επιβιώσουν μέχρι σήμερα ως
οντότητα δεν έχει αποδειχθεί τόσο εύκολο να λυθεί. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς
εύλογα να απαιτήσει ή να περιμένει εξαντλητικές απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα.
Το μόνο που μπορώ να προσφέρω είναι μια απλή συμβολή, η οποία πρέπει να
αξιολογηθεί λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τους κρίσιμους περιορισμούς που έχω ήδη
αναφέρει.
Απόσπασμα
από το βιβλίο Moses
and Monotheism, Sigmund Freud
[https://ia800508.us.archive.org/0/items/mosesandmonothei032233mbp/mosesandmonothei032233mbp.pdf]
Μετάφραση για τα Ελληνικά, 2015,
Χρήστος Κ. Τσελέντης
[1] Σ.τ.μ. «Πιστεύω γιατί είναι παράλογο».
[2] Σ.τ.μ. Το «Sturm und Drang» («Θύελλα
και Ορμή») ήταν ένα λογοτεχνικό κίνημα αμφισβήτησης στη Γερμανία κατά το
δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.
[https://en.wikipedia.org/wiki/Sturm_und_Drang]