Οπτική Ψευδαίσθηση- Το Βάζο και τα Πρόσωπα
Κάθε φορά που κάνουμε μια λογική υπόθεση, έχουμε την αυθόρμητη απαίτηση της αιτιακής αντιστοιχίας. Αυτό σημαίνει όχι μόνο ότι θεωρούμε πως οι υποθέσεις είναι ένας έγκυρος και θεμελιώδης τρόπος στην εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά παραβλέπουμε συνάμα το γεγονός ότι το κάθε συμπέρασμα είναι αποτέλεσμα της αρχικής αντίστοιχης υπόθεσης. Ακόμη και οι δοκιμές ή δοκιμασίες (παρατηρήσεις και πειράματα) στις οποίες υποβάλλουμε κάποια θεωρία μας, είναι κανάλια που μας οδηγούνε σταδιακά στο συμπέρασμα κατά αναπόδραστο τρόπο. Σαν να εκπαιδεύουμε το νέο μας σκυλί υποβάλλοντάς το σε γυμνάσια, έχοντας όμως κάνει ήδη τη σιωπηλή παραδοχή πως ότι κι αν συμβεί, αν πετύχει ή αποτύχει, δεν πρόκειται να το εγκαταλείψουμε. Κατά τον ίδιο τρόπο, κι αν το πείραμα διαψεύσει την αρχική μας υπόθεση μπορούμε να βρούμε ένα νέο πείραμα ή και μια διαφορετική υπόθεση, χωρίς ωστόσο να αλλάξουμε τον τρόπο και το είδος της συλλογιστικής μας διαδικασίας. Σε τελική ανάλυση δεχόμαστε πως η υπόθεση είναι ένας έγκυρος τρόπος κατανόησης της αλήθειας, παρόλο βέβαια που κάθε υπόθεση διέπεται από έναν καθαρά αμφισβητήσιμο χαρακτήρα.
Έτσι λοιπόν ανάμεσα στην αλήθεια, όπως εμείς οι άνθρωποι την ερμηνεύουμε, και στις αρχικές μας παραδοχές θα υπάρχει μια σχέση σαφώς αιτιακή, αφού η παραδοχή αποτελεί το αίτιο και η ερμηνεία το αποτέλεσμα, καθώς και τοπικού χαρακτήρα, με το πείραμα να αποτελεί το ενδιάμεσο φυσικό δοκιμαστικό κανάλι, και στα πλαίσια αναζήτησης μιας αλήθειας η οποία μας ξαφνιάζει τόσο συχνά... Τι φταίει λοιπόν; Φταίει άραγε ο τρόπος που διαλέξαμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο και τα πράγματα ή μήπως η αλήθεια είναι κάτι που μεταβάλλεται διαρκώς, σαν να προσπαθεί να κρυφτεί από τις λογικές μας δοκιμές και υποθέσεις; Αν η Αλήθεια είναι δηλαδή μια Υπόθεση, ανάμεσα σε τόσες άλλες υποθέσεις; Υπάρχει άραγε κάτι στο σύμπαν διαχρονικό και αναλλοίωτο να βασιστούμε, πέρα από τον αέναο και φαύλο κύκλο των δικών μας υποθέσεων; Ή μήπως υπάρχει ένα εγγενές παράδοξο μέσα σε κάθε υπόθεση και σε κάθε ερμηνεία;
Θα χρειαστεί ίσως να κάνουμε μία ακόμα παραδοχή. Ο κόσμος ίσως μπορεί να υπάρξει και χωρίς εμάς, αλλά ο κόσμος όπως τον καταλαβαίνουμε είναι μία επαληθευμένη πειραματικά και στοχασμένη καθημερινά συνέπεια των λογικών μας υποθέσεων. Η φύση δεν έχει αιτιότητα. Είναι οι λογικοί ανθρώπινοι συλλογισμοί που αποδίδουν στα φαινόμενα αιτιακές συνδέσεις: Όλα τα πράγματα που πέφτουνε μαζί από το ίδιο ύψος, πέφτουν στο έδαφος ταυτόχρονα. Αυτό λέει το πείραμα και η παρατήρηση. Η αιτία, δηλαδή η βαρύτητα, είναι εύρημα της ανθρώπινης ερμηνείας. Και σ’ ό,τι αφορά το πείραμα, μοιάζει να επιβάλλει στη φύση τη δική του συνδεσμολογία. Πριν τη δοκιμή άλλωστε δεν υπάρχει τίποτε εκτός από το άγνωστο φαινόμενο. Καθώς βέβαια οι συνυφασμένες υποθέσεις.
Από πού όμως απορρέει η ‘ανθρώπινη’ λογική; Κατά πόσο μπορούμε να αποδώσουμε αντικειμενική υπόσταση, να θεωρήσουμε δηλαδή ότι πρόκειται για φυσικό φαινόμενο η σχέση- αλληλεπίδραση μεταξύ της ανθρώπινης υπόθεσης και της πιθανότητας, ή του πειράματος και της δυνητικής κατάστασης της φυσικής διεργασίας; Τα κύματα της θάλασσας θα ήταν ίδια αν δεν τα παρατηρούσαμε; Η θάλασσα θα υπήρχε αν δεν την υποθέταμε; Ουσιαστικά το ερώτημα είναι ρητορικό από τη φύση του. Αλλά αν δεν το θέταμε, τότε δεν θα ξέραμε ότι υπάρχει. Θέτοντάς το, ενεργοποιούμε όλες τις δυνατές διαδικασίες επίλυσης. Πέφτοντας στη θάλασσα το ξέρουμε ότι υπάρχει. Οι αρχικές μας παραδοχές για το ό,τι η θάλασσα υπάρχει, καθώς και οι γνώσεις μας για το τι είναι κύματα, θα μας σώσουν από βέβαιο πνιγμό. Ή έστω θα ξέρουμε από τι θα πνιγούμε. Η ερμηνεία στην οποία καταλήξαμε είναι σαφής: Η θάλασσα και τα κύματά της, είναι οι βασικές μας προϋποθέσεις.
Είμαστε αυτοί που υποθέτουμε, χωρίς να μπορούμε να είμαστε κάτι άλλο, και συνάμα είμαστε προϊόντα φυσικών δυνατοτήτων. Αλλιώς θα ήμασταν λόγου χάρη ψάρια. Αλλά δεν διαφέρουμε και πολύ από αυτά, παρά μόνον ιδιαίτερα. Ζούμε μέσα σε μια μεγάλη δεξαμενή αισθήσεων και σκέψεων, κι εμείς σαν ψάρια τριγυρνάμε πέρα- δώθε ερευνώντας και μαθαίνοντας νέες περιοχές. Έχουμε άραγε πρόσβαση σε όλες τις δυνατές περιοχές; Ή μήπως υπάρχουν κάποιες περιοχές απρόσιτες, απαγορευμένες περιοχές της ίδια μας της σκέψης; Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και η θεώρηση κάποιων απαγορευμένων περιοχών είναι προϊόν της υπόθεσής μας ότι υπάρχουν. Θα υποθέσουμε για τη δική μας διευκόλυνση ότι δεν υπάρχουν απαγορευμένες περιοχές, εκτός αυτών που θεωρήσαμε απαγορευμένες για να εισβάλλουμε σε αυτές με τρόπο πανηγυρικό. Θα υποθέσουμε πως υπάρχουν μόνο άγνωστες περιοχές. Και ανεξιχνίαστο μέσα από τον κόσμο παραμένει μόνο ό,τι ακόμη δεν το έχουμε υποθέσει. Ανέγγιχτο ό,τι δεν έχουμε πειραματιστεί επάνω του. Θα παραμείνει άραγε μετά τη δοκιμαστική μας επαφή το ίδιο; Και το πείραμα είναι πάντοτε η συναρμολόγηση κάποιας αλλαγής;
Βρισκόμαστε σε μία διαρκή και αναίτια συμβίωση με όλες τις εκδοχές του κόσμου, κύματα μιας απέραντης θάλασσας δυνατοτήτων, χωρίς να ξεχωρίζουν πλέον ή να έχουν υπόσταση οι σκέψεις πέρα από τη σημασία που θεωρήσαμε ή τα κορμιά μας έξω από τις πειραματικές δοκιμασίες. Κάθε φορά που συνδεόμαστε με μία νέα εκδοχή της φύσης, αλλάζουν οι συνθήκες, βρισκόμαστε μέσα σ’ έναν καταιγισμό νέων υποθέσεων, αποκαθιστούμε την επαφή με κάποιο πείραμα και αφήνουμε στον κόσμο μία νέα γέφυρα προς την πραγματικότητα. Η παραδοξότητά μας είναι όλες οι αλληλοδιαπλεκόμενες πιθανότητες. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν χρειάζεται να αποδώσουμε υπερφυσικές ιδιότητες στον κόσμο, άγνωστες διαστάσεις ή συμβολισμούς ακατανόητους. Γιατί στο τέλος η αλήθεια είναι πάντα η απλή και αιτιακή μας ερμηνεία.
Υ.Σ Στην εικόνα του άρθρου φαίνονται δύο πρόσωπα αντικριστά. Αν όμως κάποιος εστιάσει στο λευκό περιεχόμενο ανάμεσα, θα διακρίνει ένα κηροπήγιο. Αν δεν κάναμε την παρατήρηση, δεν θα υπήρχε καμία (λογική) σύνδεση μεταξύ των διαφορετικών και φαινομενικά ασύνδετων αντικειμένων. Αν δεν κάναμε την αρχική παραδοχή, οι διαφορετικές εικόνες- υπάρξεις δεν θα ξεχώριζαν. Η ερμηνεία δηλαδή που δίνουμε στην αλήθεια της εικόνας, εξαρτάται από την αρχική μας υπόθεση για το τι υπάρχει, και αποκαθίσταται μέσω του πειράματος (παρατήρησης).