Εκείνες τις μέρες το μοναδικό πράγμα που όλος ο κόσμος συζητούσε γύρω από τη Βαστίλη ήταν μια γιγάντια σφήκα που κατέβαινε τη λεωφόρο Richard-Lenoir το πρωί τραγουδώντας στην κορυφή των πνευμονιών της και ρωτώντας τα παιδιά γρίφους. Η μικρή σύγχρονη σφήκα είχε ήδη βρει μερικά θύματα όταν, καθώς έφευγα από το καφέ του οποίου η πρόσοψη κάποιοι σκέφτηκαν θα έδειχνε ωραία μ’ ένα κανόνι, αν και τη Φυλακή στη γειτονιά μπορεί σήμερα κάποιος να περάσει για ένα θρυλικό κτίριο, συνάντησα τη σφήκα με το στήθος μιας όμορφης γυναίκας και με ρώτησε το δρόμο.
«Θεέ και Κύριε, καλή μου, δεν εξαρτάται από μένα ν’ αφήσω ένα σημείο στο κραγιόν σου. Ο σχιστόλιθος τ’ ουρανού έχει μόλις καθαρίσει και ξέρεις ότι τα θαύματα πια δεν συμβαίνουν εκτός μεταξύ των εποχών. Γύρνα σπίτι. Ζεις στον τέταρτο όροφο ενός ωραίου κτιρίου και παρότι τα παράθυρα βλέπουν στο δικαστήριο, ίσως βρεις κάποιο τρόπο να μη μ’ ενοχλήσεις ξανά.»
Το έντομο βομβίζοντας, τόσο αναπάντεχα όσο μια πνευμονική συμφόρηση, εκείνη τη στιγμή έπνιξε το θόρυβο στις ράγες των οποίων το τραμ ήταν μια λιβελλούλα. Η σφήκα, αφού με κοίταξε για μεγάλο χρονικό διάστημα, δίχως αμφιβολία με σκοπό να εκδηλώσει προς εμένα την ειρωνική της έκπληξη, τώρα με πλησίασε και μου είπε στ’ αυτί: «Θα ξαναγυρίσω.» Όντως εξαφανίστηκε και ήμουν ήδη ευχαριστημένος που την είχα ξεφορτωθεί τόσο εύκολα όταν πρόσεξα ότι η Ιδιοφυία του μέρους, συνήθως σε μεγάλη επιφυλακή, έμοιαζε να έχει μια κρίση ιλίγγου και να είναι έτοιμη να πέσει πάνω στους περαστικούς. Αυτό θα μπορούσε μόνο να είναι μια δική μου παραίσθηση, εξαιτίας της μεγάλης ζέστης: ο ήλιος, επιπλέον, μ’ εμπόδισε να διαπιστώσω ότι υπήρχε επίσης μια ξαφνική μετάδοση φυσικών δυνάμεων, γιατί ήταν σαν ένα μακρύ φύλλο που τρέμει στον άνεμο, και χρειαζόταν μόνο να κλείσω τα μάτια για ν’ ακούσω τους κόκκους της άμμου να τραγουδάνε.
Η σφήκα, της οποίας το πλησίασμα μ’ έκανε να νιώσω πολύ άβολα (οι άνθρωποι γι’ αρκετές μέρες μιλούσαν για τα κατορθώματα μυστηριωδών κεντριών που δεν σέβονταν ούτε τη δροσιά του υπόγειου σιδηρόδρομου ούτε τη μοναξιά του δάσους), δεν είχε πει την τελευταία κουβέντα.
Όχι πολύ μακριά από δω, ο Σηκουάνας ανεξήγητα μετέφερε ένα αξιοθαύμαστο γυναικείο κορμί, αν και δεν είχε ούτε κεφάλι ούτε άκρα, και μερικοί αλήτες που το είχαν βρει όχι πολύ πριν ισχυρίζονταν ότι αυτό το κορμί ήταν ένα ανέπαφο σώμα, ένα σώμα όπως κανείς δεν είχε ξαναδεί, που ποτέ πριν δεν είχε χαϊδευτεί. Η αστυνομία, που ήταν εξουθενωμένη, ήταν βαθιά συγκινημένη, αλλά καθώς η βάρκα που είχε χρησιμοποιηθεί για να κυνηγήσει τη νέα Εύα δεν ξαναγύρισε, ματαίωσαν μια δεύτερη πιο ακριβή εκστρατεία, και υπήρξε μια ανεξακρίβωτη αναφορά ότι τα όμορφα παλλόμενα λευκά στήθια δεν ανήκαν ποτέ σε ζωντανό πλάσμα του είδους που ακόμη στοιχειώνει τις επιθυμίες μας. Ήταν πέρα από τις επιθυμίες μας, σαν φλόγες, και ήταν η πρώτη μέρα της γυναικείας εποχής της φωτιάς, απλά μια 21η Μαρτίου με χιόνι και πέρλες.
«Θεέ και Κύριε, καλή μου, δεν εξαρτάται από μένα ν’ αφήσω ένα σημείο στο κραγιόν σου. Ο σχιστόλιθος τ’ ουρανού έχει μόλις καθαρίσει και ξέρεις ότι τα θαύματα πια δεν συμβαίνουν εκτός μεταξύ των εποχών. Γύρνα σπίτι. Ζεις στον τέταρτο όροφο ενός ωραίου κτιρίου και παρότι τα παράθυρα βλέπουν στο δικαστήριο, ίσως βρεις κάποιο τρόπο να μη μ’ ενοχλήσεις ξανά.»
Το έντομο βομβίζοντας, τόσο αναπάντεχα όσο μια πνευμονική συμφόρηση, εκείνη τη στιγμή έπνιξε το θόρυβο στις ράγες των οποίων το τραμ ήταν μια λιβελλούλα. Η σφήκα, αφού με κοίταξε για μεγάλο χρονικό διάστημα, δίχως αμφιβολία με σκοπό να εκδηλώσει προς εμένα την ειρωνική της έκπληξη, τώρα με πλησίασε και μου είπε στ’ αυτί: «Θα ξαναγυρίσω.» Όντως εξαφανίστηκε και ήμουν ήδη ευχαριστημένος που την είχα ξεφορτωθεί τόσο εύκολα όταν πρόσεξα ότι η Ιδιοφυία του μέρους, συνήθως σε μεγάλη επιφυλακή, έμοιαζε να έχει μια κρίση ιλίγγου και να είναι έτοιμη να πέσει πάνω στους περαστικούς. Αυτό θα μπορούσε μόνο να είναι μια δική μου παραίσθηση, εξαιτίας της μεγάλης ζέστης: ο ήλιος, επιπλέον, μ’ εμπόδισε να διαπιστώσω ότι υπήρχε επίσης μια ξαφνική μετάδοση φυσικών δυνάμεων, γιατί ήταν σαν ένα μακρύ φύλλο που τρέμει στον άνεμο, και χρειαζόταν μόνο να κλείσω τα μάτια για ν’ ακούσω τους κόκκους της άμμου να τραγουδάνε.
Η σφήκα, της οποίας το πλησίασμα μ’ έκανε να νιώσω πολύ άβολα (οι άνθρωποι γι’ αρκετές μέρες μιλούσαν για τα κατορθώματα μυστηριωδών κεντριών που δεν σέβονταν ούτε τη δροσιά του υπόγειου σιδηρόδρομου ούτε τη μοναξιά του δάσους), δεν είχε πει την τελευταία κουβέντα.
Όχι πολύ μακριά από δω, ο Σηκουάνας ανεξήγητα μετέφερε ένα αξιοθαύμαστο γυναικείο κορμί, αν και δεν είχε ούτε κεφάλι ούτε άκρα, και μερικοί αλήτες που το είχαν βρει όχι πολύ πριν ισχυρίζονταν ότι αυτό το κορμί ήταν ένα ανέπαφο σώμα, ένα σώμα όπως κανείς δεν είχε ξαναδεί, που ποτέ πριν δεν είχε χαϊδευτεί. Η αστυνομία, που ήταν εξουθενωμένη, ήταν βαθιά συγκινημένη, αλλά καθώς η βάρκα που είχε χρησιμοποιηθεί για να κυνηγήσει τη νέα Εύα δεν ξαναγύρισε, ματαίωσαν μια δεύτερη πιο ακριβή εκστρατεία, και υπήρξε μια ανεξακρίβωτη αναφορά ότι τα όμορφα παλλόμενα λευκά στήθια δεν ανήκαν ποτέ σε ζωντανό πλάσμα του είδους που ακόμη στοιχειώνει τις επιθυμίες μας. Ήταν πέρα από τις επιθυμίες μας, σαν φλόγες, και ήταν η πρώτη μέρα της γυναικείας εποχής της φωτιάς, απλά μια 21η Μαρτίου με χιόνι και πέρλες.
Κείμενο: André Breton/ Manifeste du Surréalisme/ Poisson Soluble.
Πίνακας: Max Ernst/ The Blessed Virgin Chastising the Infant Jesus.
Πίνακας: Max Ernst/ The Blessed Virgin Chastising the Infant Jesus.