[Andre Breton και Philippe Soupault, 1920 (απόσπασμα)]
Οι διάδρομοι των μεγάλων ξενοδοχείων είναι άδειοι και ο καπνός των πούρων κρυμμένος. Ένας άνδρας κατεβαίνει τη σκάλα και προσέχει ότι βρέχει. Τα παράθυρα είναι λευκά. Είναι αισθητή κοντά του η παρουσία ενός σκυλιού. Όλα τα πιθανά εμπόδια είναι παρόντα. Υπάρχει ένα ροζ κύπελλο. Δίνεται μια εντολή και οι υπηρέτες σπεύδουν χωρίς καθυστέρηση. Οι μεγάλες κουρτίνες του ουρανού ανοίγουν. Ένα κουδούνισμα διαμαρτύρεται για αυτήν τη βιαστική αναχώρηση. Ποιος μπορεί να φύγει τόσο απαλά; Τα ονόματα χάνουν τα πρόσωπά τους. Ο δρόμος γίνεται μια έρημη πορεία.
Γύρω στις τέσσερις η ώρα την ίδια μέρα ένας πολύ ψηλός άνδρας περνούσε τη γέφυρα που ενώνει τα χωριστά νησιά. Τα κουδούνια, ή ίσως ήταν τα δέντρα, σήμαναν την ώρα. Νόμιζε ότι άκουσε τις φωνές των φίλων του: «Το γραφείο των ανέμελων ταξιδιών βρίσκεται στα δεξιά,» του είπαν, «και το Σάββατο ο ζωγράφος θα σου γράψει.» Οι γείτονες της μοναξιάς έγειραν μπροστά και μέσα στη νύχτα ακούστηκε το σφύριγμα από τις λάμπες του δρόμου. Το πολυτελές σπίτι αιμορραγεί. Όλοι αγαπούν μια πυρκαγιά. Όταν το χρώμα του ουρανού αλλάζει τότε κάποιος πεθαίνει. Τι καλύτερο θα μπορούσαμε να περιμένουμε; Ένας άλλος άνδρας που στεκόταν μπροστά από ένα αρωματοπωλείο άκουγε τους χτύπους ενός απόμακρου τυμπάνου. Η νύχτα που γλιστρούσε πάνω από το κεφάλι του έπεσε στους ώμους του. Ανεμιστήρες ήταν προς πώληση. Δεν έκαναν πια φρούτα. Άνθρωποι έτρεχαν χωρίς να ξέρουν γιατί προς την κατεύθυνση των εκβολών στη θάλασσα. Ρολόγια, σε απόγνωση, μετρούσαν το κομποσκοίνι τους. Οι κλίκες των ενάρετων σχηματίζονταν. Κανένας δεν πήγαινε προς τις μεγάλες λεωφόρους που αποτελούν την καρδιά της πόλης. Μια καταιγίδα ήταν αρκετή. Από απόσταση ή από κοντά η υγρή ομορφιά των φυλακών δεν αναγνωριζόταν. Τα καλύτερα καταφύγια είναι οι σταθμοί γιατί οι ταξιδιώτες ποτέ δεν ξέρουν προς τα πού να πάνε. Μπορούσε κάποιος να διαβάσει στις γραμμές του χεριού ότι οι πιο ευωδιαστοί όρκοι αφοσίωσης δεν έχουν μέλλον. Τι μπορούμε να κάνουμε με τα φουσκωμένα μύες παιδιά; Το ζεστό αίμα των μελισσών διατηρείται σε μπουκάλια μεταλλικού νερού. Δεν έχουμε δει ποτέ την ειλικρίνεια να φανερώνεται. Διάσημοι άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους στην ξεγνοιασιά αυτών των όμορφων σπιτιών που κάνουν την καρδιά να φτερουγίζει. Πόσο μικρά φαίνονται αυτά τα απομεινάρια της παλίρροιας! Η γήινη ευτυχία τρέχει στις πλημμύρες. Κάθε αντικείμενο είναι Παράδεισος.
Μια μεγάλη χάλκινη λεωφόρος είναι ο συντομότερος δρόμος. Οι μαγικές πλατείες δεν αποτελούν κατάλληλα μέρη για να ξαποστάσει κάποιος. Περπατήστε αργά και προσεκτικά. Μετά από μερικές ώρες μπορείτε να δείτε τον όμορφο θάμνο που αιμορραγεί από τη μύτη. Το πανόραμα των φυματικών φεγγοβολεί. Μπορεί να ακουστεί κάθε βήμα των υπογείων ταξιδιωτών. Και πάλι η πιο κοινή μοναξιά βασιλεύει στα σοκάκια. Ένας ταξιδιώτης σταματά, αλλάζοντας έκφραση. Αναρωτώμενος, πλησιάζει το χρωματιστό θάμνο. Χωρίς αμφιβολία θέλει να τον σηκώσει αλλά το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δώσει το χέρι σε έναν άλλο ταξιδιώτη που είναι καλυμμένος με κλεμμένα κοσμήματα. Τα μάτια τους ανταλλάσσουν ήχους από θειάφι σαν το μουρμουρητό ενός στεγνού φεγγαριού, αλλά μια ματιά διαλύει τις πιο υπέροχες συναντήσεις. Κανείς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τους ταξιδιώτες με τα χλωμά πρόσωπα…