"Η αίσθηση του να σε κοιτάνε" είναι ένα άρθρο του Rupert Sheldrake, το οποίο μπορεί κάποιος να βρει και στην ιστοσελίδα του. Πρόκειται για μια αίσθηση (ή θα λέγαμε καλύτερα προαίσθημα) την οποία λίγο-πολύ οι περισσότεροι σε κάποια δεδομένη στιγμή έχουμε νιώσει, αν και το όλο πλαίσιο κάτω από το οποίο το φαινόμενο συμβαίνει είναι μάλλον ασαφές. Ο Sheldrake, παραδόξως κατά τη γνώμη μου, συνδέει το φαινόμενο με την όραση, παρότι όπως προείπα πρόκειται μάλλον για προαίσθημα ή διαίσθηση. Πάντως, έχουν ενδιαφέρον τα στοιχεία που ο ίδιος δίνει σχετικά με τις αντιλήψεις που έχουν κατά καιρούς διαμορφωθεί σχετικά με τη λειτουργία της όρασης.
Αυτές οι αντιλήψεις μπορούν να χωριστούν σε δυο κύριες κατηγορίες. Σε θεωρίες της "εξόρασης" (extramission) και σε εκείνες της "εσόρασης" (intromission) , όπως θα μπορούσαμε να τις βαπτίσουμε. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι πεποιθήσεις ότι η όραση δημιουργείται από τα μάτια, τα οποία υποτίθεται ότι εκπέμπουν κάποιο είδος ακτινοβολίας ή "ροής." Οπαδοί αυτής της θεωρίας ήταν αρχαίοι κυρίως φιλόσοφοι, όπως ο Πυθαγόρας και ο Πλάτωνας. Ο Sheldrake στο άρθρο του λέει χαρακτηριστικά:
"Στην αρχαία Ελλάδα, στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., μέλη της σχολής του Πυθαγόρα πρότειναν μια πρώιμη έκδοση της θεωρίας της εξόρασης, ότι δηλαδή ένα οπτικό ρεύμα προβαλλόταν προς τα έξω από τα μάτια. Επίσης, ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής (περ. 492-432 π.Χ.), πρότεινε ότι τα μάτια έστελναν τις δικές τους ακτίνες, σαν φανάρια με το δικό τους εσωτερικό φως. Η όραση κατευθυνόταν από τα μάτια προς το αντικείμενο που φαινόταν (Zajonc, 1993)."
Από την άλλη μεριά, υπήρξε μια πρώιμη εκδοχή των θεωριών της εσόρασης, ότι δηλαδή η όραση προκαλείται από κάποιο είδος ακτινοβολίας ή ροής το οποίο προσπίπτει στα μάτια. Ο Δημόκριτος ήταν ένας από τους πρώτους υποστηρικτές αυτής της άποψης:
"Στο μεταξύ, ο ατομικός φιλόσοφος Δημόκριτος (περ. 460-371 π.Χ.), πρότεινε μια πρώιμη εκδοχή της θεωρίας της εσόρασης. Ήταν ένας πρότυπος υλιστής ο οποίος υποστήριζε το δόγμα ότι η τελική πραγματικότητα αποτελείται από σωματίδια της ύλης σε κίνηση. Πρότεινε ότι τα υλικά σωματίδια ρέουν από την επιφάνεια των πραγμάτων προς όλες τις κατευθύνσεις˙ η όραση εξαρτιόταν από αυτά τα σωματίδια που εισέρχονταν στα μάτια. Για να εξηγήσει την ύπαρξη συνεκτικών εικόνων, υπέθεσε ότι τα σωματίδια ενώνονταν σε λεπτές ταινίες που ταξίδευαν στα μάτια."
Υπήρξαν και θεωρίες που συνδύαζαν τις δύο ας πούμε "ακραίες" εκδοχές της εξόρασης και της εσόρασης:
"Σε κάθε περίπτωση, μερικοί ατομικοί φιλόσοφοι παραδέχθηκαν ότι οι επιρροές θα μπορούσαν να μετακινηθούν αμφίδρομα, όχι μόνο προς τα μάτια, αλλά και από τα μάτια προς τα έξω. Ένας λόγος για την αποδοχή της οπτικής ροής προς τα έξω (εξόραση) ήταν η πίστη στο κακό μάτι, σύμφωνα με την οποία ορισμένοι άνθρωποι μπορούσαν να βλάψουν άλλους κοιτάζοντάς τους με ζήλια ή άλλα αρνητικά συναισθήματα. Ο Δημόκριτος εξήγησε το κακό μάτι μέσω εικόνων που κινούνταν προς τα έξω από τα μάτια, φορτισμένες με εχθρικά πνευματικά περιεχόμενα, οι οποίες "παραμένουν επίμονα προσκολλημένες στο θύμα, και έτσι διαταράσσουν και τραυματίζουν τόσο το σώμα όσο και το πνεύμα." (Dundes, 1971)...
Ο Πλάτωνας (427-347 π.Χ.) υιοθέτησε την ιδέα μιας προς τα έξω ροής, αλλά πρότεινε ότι αυτή η ροή συνδυαζόταν με το φως για να σχηματιστεί «ένα ομογενές σώμα» που εκτεινόταν από τα μάτια μέχρι το ορατό αντικείμενο. Αυτό το εκτεταμένο μέσο ήταν το μέσο της οπτικής δύναμης που έβγαινε από τα μάτια. Μέσω αυτού, επιρροές από το ορατό αντικείμενο πέρναγαν στην ψυχή. Στην πραγματικότητα, ο Πλάτωνας συνδύασε τις θεωρίες της εσόρασης και της εξόρασης με την ιδέα ενός μέσου ανάμεσα στα μάτια και στο αντικείμενο (Lindberg, 1981).
Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) θα ακολουθήσει τον Πλάτωνα υπογραμμίζοντας τη σημασία του μέσου ανάμεσα στα μάτια και στο ορατό αντικείμενο, αλλά απέρριψε τις θεωρίες τόσο της εσόρασης όσο και της εξόρασης. Τίποτα το υλικό δεν περνούσε προς ή από τα μάτια κατά τη διάρκεια της όρασης. Ονόμασε αυτό το μέσο το "διαφανές." Θεωρούσε το φως όχι σαν μια υλική ουσία, αλλά ως μια "κατάσταση του διαφανούς," που προκύπτει από την παρουσία ενός φωτεινού σώματος. Το ορατό αντικείμενο ήταν η πηγή ή το αποτέλεσμα μιας αλλαγής στο διαφανές, μέσω της οποίας οι επιρροές μεταδίδονταν ακαριαία στην ψυχή του παρατηρητή (Lindberg, 1981)."
Ουσιαστικά αυτό που βλέπουμε μέχρις εδώ είναι μια σύνοψη από την αρχαιότητα κιόλας των απόψεων σχετικά με το τι η όραση θα μπορούσε να είναι. Σε ό,τι αφορά την πίστη στο "κακό μάτι," βλέπουμε ότι, είτε το φαινόμενο υπάρχει είτε όχι, κακώς έχει συνδεθεί το όλο φαινόμενο με την όραση, αφού πρόκειται περισσότερο για "κακές" (ή και καλές) σκέψεις, οι οποίες και υποτίθεται ότι μπορούν να μεταδοθούν από άνθρωπο σε άνθρωπο, έστω κι αν δεχτούμε ότι το σημείο του σώματος από όπου βγαίνει αυτή η "ενέργεια" είναι τα μάτια.
Εντούτοις, μια σημαντική τροπή στον τρόπο που κατανοούμε την όλη διαδικασία της όρασης προέρχεται από τον Ευκλείδη, ο οποίος έθεσε το φαινόμενο κάτω από μαθηματικούς όρους:
"Η προσέγγιση του Ευκλείδη ήταν αυστηρά μαθηματική και απέρριπτε σχεδόν όλες τις πτυχές της όρασης που δεν μπορούσαν να αναχθούν στη γεωμετρία. Ο ίδιος διατύπωσε μια θεωρία εξόρασης και υπογράμμισε ότι η όραση ήταν μια ενεργή διαδικασία, δίνοντας το παράδειγμα του να ψάχνουμε μια καρφίτσα, που στην αρχή δεν βλέπουμε αλλά μετά τη βρίσκουμε. Υπήρχε δηλαδή μια αλλαγή σε αυτό που γίνεται αντιληπτό ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας της ενεργής προσοχής, παρότι το φως που εισέρχεται στα μάτια παραμένει το ίδιο (Zajonc,) 1993.
Ο Ευκλείδης αναγνώρισε ότι το φως παίζει έναν ρόλο στην όραση, αλλά είπε πολύ λίγα σχετικά με τον τρόπο που ήταν συνδεδεμένο με τις ακτίνες που έβγαιναν προς τα έξω από τα μάτια. Υπέθεσε ότι αυτές οι ακτίνες ταξίδευαν σε ευθείες γραμμές, και επεξεργάστηκε γεωμετρικά τον τρόπο πώς τα μάτια πρόβαλλαν τις εξωτερικές εικόνες που βλέπουμε. Επίσης διατύπωσε σαφώς τις αρχές της αντανάκλασης σε κάτοπτρα, αναγνωρίζοντας την ισότητα αυτών που σήμερα ονομάζουμε γωνίες πρόσπτωσης και αντανάκλασης, και εξήγησε τα είδωλα των εικόνων μέσω της κίνησης οπτικών ακτίνων από τα μάτια προς τα έξω. (Takahashi, 1992)."
Στα προηγούμενα σχεδιαγράμματα βλέπουμε τη διαδικασία της όρασης όπως λίγο- πολύ περιγράφτηκε από τον Ευκλείδη (παρότι εκείνος πίστευε ότι οι ακτίνες δημιουργούνται από τα μάτια) και η οποία διδάσκεται σε σύγχρονα εγχειρίδια οπτικής: "Ακτίνες από ένα σημείο στο αντικείμενο αντανακλώνται στον καθρέφτη και φαίνονται να προέρχονται από ένα σημείο πίσω από τον καθρέφτη, όπου το μάτι φαντάζεται ότι οι ακτίνες τέμνονται αν προεκταθούν." (Duncan και Kennett, 2001, σ. 8). Το δεύτερο από αυτά τα σχεδιαγράμματα είναι του Νεύτωνα, ο οποίος στο βιβλίο του περί οπτικής το περιγράφει ως εξής: οι ανακλώμενες στο μάτι του παρατηρητή ακτίνες "σχηματίζουν την ίδια εικόνα στο βυθό των ματιών σαν να προέρχονταν από το αντικείμενο που βρίσκεται πραγματικά στο σημείο α χωρίς την παρεμβολή του καθρέφτη• και όλη η διαδικασία της όρασης γίνεται σύμφωνα με τον τόπο και το σχήμα αυτής της εικόνας" (Βιβλίο I, αξίωμα VIII).
Χαρακτηριστικό είναι πάντως το γεγονός ότι σε σύγχρονες έρευνες που έχουν γίνει, η πεποίθηση ότι η όραση οφείλεται σε κάποιο είδος ακτινοβολίας επικρατεί σε ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων, μικρών και μεγάλων. Στο ίδιο άρθρο ο Sheldrake αναφέρει:
"Στη μελέτη του σχετικά με την πνευματική ανάπτυξη του παιδιού, ο Piaget (1973) διαπίστωσε ότι τα παιδιά ηλικίας κάτω των 10 ή 11 θεωρούσαν ότι η όραση είχε να κάνει με μια κίνηση από τα μάτια προς τα έξω. Ο Gerald Winer και οι συνάδελφοί του έχουν επιβεβαιώσει τη διαπίστωση του Piaget σε μια πρόσφατη σειρά ερευνών στο Οχάιο. 80% των παιδιών της 3ης τάξης του δημοτικού (ηλικίας 8-9) συμφώνησαν ότι στην όραση συμμετέχουν τόσο η προς τα μέσα όσο και η προς τα έξω κίνηση από «ακτίνες, ενέργεια ή κάτι άλλο» (Cottrell και Winer, 1994)...
Για τον Winer και τους συναδέλφους του ήταν «έκπληξη- πραγματικό σοκ» αυτά τα ευρήματα (Winer και Cottrell, 1996, σ. 138). Ήταν ιδιαίτερα έκπληκτοι να βρουν ότι η πεποίθηση στην ικανότητα του να νιώθουμε τους άλλους να μας κοιτάνε αυξανόταν με την ηλικία, με το 92% των μεγαλύτερων παιδιών και ενηλίκων να απαντά «ναι» στην ερώτηση «Έχεις νιώσει ποτέ να σε κοιτάνε χωρίς στην πραγματικότητα να βλέπεις αυτούς που σε κοιτούν;» Cottrell κ.ά., 1996). Σχολίασαν, «η πεποίθηση στην ικανότητα του να νιώθουμε να μας κοιτάνε, που παρουσιάζεται σε υψηλό επίπεδο μεταξύ των παιδιών, αλλά και των ενηλίκων, φαίνεται, αν μη τι άλλο, να ενισχύεται με την ηλικία, σαν να αυξανόταν η έλλειψη ορθολογισμού παρά να μειώνεται από την παιδική στην ενήλικη ζωή. (Winer και Cottrell, 1996, σ. 139)."
Αυτά τα ευρήματα ίσως να προκαλούν εντύπωση αλλά προφανώς δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι η αίσθηση του να σε κοιτάνε είναι ένα πραγματικό φαινόμενο που οφείλεται σε κάποιο είδος ακτινοβολίας που εκπέμπεται από τα ανθρώπινα μάτια, γιατί υπάρχουν ακόμη και πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν πως ο ήλιος περιστρέφεται γύρω από τη γη, χωρίς βεβαίως αυτό να ισχύει. Από την άλλη μεριά, δεν θα ήταν σωστό και να αποκλείσουμε το φαινόμενο χωρίς να εξετάσουμε τα διαθέσιμα στοιχεία.
Ο Sheldrake σε κάθε περίπτωση θα χρησιμοποιήσει την έννοια του ολογράμματος για να προτείνει τη δική του θεωρία σχετικά με την όραση:
"Η δική μου υπόθεση είναι ότι η προβολή πραγματοποιείται μέσω αντιληπτικών πεδίων, που εκτείνονται πέρα από τον εγκέφαλο, συνδέοντας τον παρατηρητή με το παρατηρούμενο. Η όραση έχει τις ρίζες της στη δραστηριότητα του εγκεφάλου, αλλά δεν περιορίζεται στο εσωτερικό του κεφαλιού (Sheldrake, 1994• 2003). Όπως ο Velmans, προτείνω ότι ο σχηματισμός αυτών των πεδίων εξαρτάται από τις αλλαγές που συμβαίνουν σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου καθώς η όραση πραγματοποιείται, και επηρεάζεται από προσδοκίες, προθέσεις και αναμνήσεις. Ο Velmans προτείνει ότι η προβολή αυτή πραγματοποιείται με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι ανάλογη με ένα φαινόμενο πεδίου, όπως σε ένα ολόγραμμα. Προτείνω ότι η αντιληπτική προβολή δεν είναι απλώς ανάλογη, αλλά στην πραγματικότητα είναι ταυτόσημη με ένα φαινόμενο πεδίου...
Τα αντιληπτικά πεδία σχετίζονται με μια ευρύτερη κλάση βιολογικών πεδίων που συμμετέχουν στην οργάνωση της ανάπτυξης των οργανισμών και στη δραστηριότητα του νευρικού συστήματος.
Η ιδέα των βιολογικών πεδίων υπήρξε μια σημαντική πτυχή της αναπτυξιακής βιολογίας από τη δεκαετία του 1920, όταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η υπόθεση των μορφογενετικών πεδίων (Gurwitsch,) 1922. Τα πεδία αυτά αποτελούν το υπόβαθρο των διεργασιών της βιολογικής μορφογένεσης...
Οι περισσότεροι βιολόγοι ελπίζουν ότι τα μορφογενετικά πεδία τελικά θα εξηγηθούν με όρους των γνωστών πεδίων της φυσικής, ή σαν πρότυπα διάχυσης χημικών προϊόντων, ή με κάποιου άλλου είδους φυσικο- χημικό μηχανισμό... Μοντέλα αυτών των πεδίων με όρους χημικών δυναμικών πράγματι μπορούν να βοηθήσουν να εξηγηθεί ένα πρώιμο στάδιο της μορφογένεσης... Αλλά η μορφογένεση καθαυτή, ο σχηματισμός δομών όπως τα άκρα του σώματος, τα μάτια και τα λουλούδια, συνεπάγεται περισσότερα από το σχηματισμό των σωστών πρωτεϊνών στα σωστά κύτταρα την κατάλληλη στιγμή. Τα κύτταρα, οι ιστοί και τα όργανα συγκροτούν συγκεκριμένες δομές με έναν τρόπο που ακόμη είναι ελάχιστα κατανοητός, και είναι εδώ που τα μορφογενετικά πεδία θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο διαμόρφωσης και καθοδήγησης των αναπτυξιακών διαδικασιών. Η πρότασή μου είναι ότι τα μορφογενετικά πεδία δεν είναι απλώς ένας τρόπος του λέγειν σχετικά με γνωστά φαινόμενα όπως τα χημικά δυναμικά, αλλά είναι ένα νέο είδος πεδίου (Sheldrake, 1981)."
Στη συνέχεια ο Sheldrake εξηγεί πώς θα μπορούσαν αυτά τα "αντιληπτικά πεδία" να συνδέονται με την αίσθηση του να σε κοιτάνε:
"Τα μορφογενετικά πεδία αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης κατηγορίας πεδίων που ονομάζονται μορφικά πεδία, τα οποία περιλαμβάνουν πεδία συμπεριφοράς, κοινωνικά και αντιληπτικά. Αυτά τα πεδία μπορούν να μοντελοποιηθούν μαθηματικά με ελκυστές μέσα σε διανυσματικά πεδία...
Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, είναι στη φύση των μορφικών πεδίων να συνδέουν και να συντονίζουν πρότυπα δραστηριότητας σε ένα μεγαλύτερο σύνολο. Τα μορφικά πεδία καθοδηγούν συστήματα σε ελκυστές, και τα σταθεροποιούν χρονικά μέσω συντονισμού. Επηρεάζονται επίσης μέσω ενός συντονισμού στο χώρο και στο χρόνο από προηγούμενα παρόμοια συστήματα, με μια διαδικασία που ονομάζεται μορφικός συντονισμός. Έτσι περιέχουν μια εγγενή μνήμη, τόσο του παρελθόντος του συστήματος, όσο και ένα είδος συλλογικής ή ομαδοποιημένης μνήμης από προηγούμενα παρόμοια συστήματα αλλού. Μέσω της επανάληψης ένα μορφικό πεδίο σταδιακά εγκαθιδρύεται...
Για να κατανοήσουμε την αίσθηση του να σε κοιτάνε, χρειαζόμαστε μια επιπλέον υπόθεση, δηλαδή ότι αυτά τα αντιληπτικά πεδία αλληλεπιδρούν με τα πεδία του ανθρώπου ή του ζώου όπου η προσοχή στρέφεται. Εξορισμού, όλοι οι άνθρωποι και τα ζώα έχουν τα δικά τους μορφικά πεδία, έτσι ώστε αυτή η αλληλεπίδραση θα μπορούσε να γίνεται ισοδύναμα, θα ήταν μια αλληλεπίδραση πεδίου με πεδίο (Sheldrake, 2003)."
Σύμφωνα δηλαδή με τον Sheldrake η ανθρώπινη σκέψη παράγει κάποιου είδους πεδία, που ονομάζει αντιληπτικά, και τα οποία, ως ένα είδος μορφικών πεδίων, αλληλεπιδρούν με τα άλλα μορφικά πεδία της φύσης, όπως είναι και τα αντιληπτικά πεδία άλλων ανθρώπων, μέσω ενός είδους συντονισμού, που ο ίδιος ονομάζει μορφικό συντονισμό.
Αυτό που προκαλεί αίσθηση με τη θεωρία του Sheldrake είναι ότι χρησιμοποιεί μια έννοια από το χώρο τηε φυσικής με συγκεκριμένη σημασία για να περιγράψει την ανθρώπινη σκέψη, η οποία προφανώς δεν έχει χαρακτήρα πεδίου. Ακόμα δηλαδή και αν ο άνθρωπος ή ένας ζωντανός οργανισμός εκπέμπει κάποιου είδους πεδία όταν σκέφτεται ή γενικότερα όταν δραστηριοποιείται, δεν υπάρχει λόγος να πρόκειται για ένα είδος νέων πεδίων αντί για ηχητικά κύματα, οπτικά σήματα, παλμοί, ή έστω κάποια κύματα ηλεκτρομαγνητικής φύσης. Άλλωστε η ίδια η έννοια του πεδίου είναι μια υπόθεση για να εξηγήσει την αλληλεπίδραση μέσω διάδοσης πληροφορίας. Αν τα μορφογενετικά πεδία ήταν πεδία με αυτήν την αυστηρή έννοια, τότε δεν θα μπορούσαν να "διαδοθούν" αυθαίρετα και ακαριαία, όπως η περίπτωση της αίσθησης του να σε κοιτάνε υπονοεί.
Ίσως ο Αριστοτέλης είχε δίκιο όταν έλεγε πως σημασία έχει το μέσο και όχι ο πομπός ή ο δέκτης, αφού αυτός ο "μορφικός συντονισμός," ανάμεσα σε ζωντανές υπάρξεις τονίζει τη σημασία της ύπαρξης "σύνδεσης" και όχι τόσο αν ο συσχετισμός μεταξύ πομπού και δέκτη είναι "ενεργητικός" ή "παθητικός." Αυτό επίσης το χαρακτηριστικό της μη τοπικότητας, δηλαδή της ταυτόχρονης σύνδεσης μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου, υπονοεί μια σύνδεση χωρίς διάδοση πληροφορίας, και επομένως η έννοια του πεδίου εδώ είναι άτοπη. Αντίθετα παραπέμπει στην σύγχρονη κβαντική φυσική και το φαινόμενο της λεγόμενης κβαντικής σύζευξης.
Ο Sheldrake επαυτού λέει:
"Ο Christopher Clarke ισχυρίζεται ότι η κβαντική σύζευξη μπορεί όχι μόνο να παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην όραση, αλλά επίσης ότι αποτελεί μια θεμελιώδη πτυχή της συνείδησης (Clarke, 2004). Η ίδια η συνείδηση κατά κάποιον τρόπο προκύπτει από συζευγμένα συστήματα: «Αν η ποιοτική πτυχή της αντίληψης παράγεται από την κβαντική σύζευξη των καταστάσεων του εγκεφάλου και των καταστάσεων των αντιληπτών αντικειμένων, τότε το έρεισμα της συνείδησης δεν είναι μόνο ο εγκέφαλος, αλλά το σύνολο του πιθανού χώρου... Ο Clarke προτείνει επιπλέον ότι η κβαντική σύζευξη των ζωντανών οργανισμών μπορεί να βοηθήσει στην εξήγηση των ολιστικών τους ιδιοτήτων: «Αν αναλογιστούμε μια ζωντανή, επομένως συνεκτική, οντότητα, τότε η σύζευξη θα καταλάβει τις καταστάσεις των επιμέρους τμημάτων, που θα είναι πλέον ακαθόριστα, και θα τα αντικαταστήσει με την κβαντική κατάσταση του συζευγμένου όλου."
Προτείνει δε έναν τρόπο σύνδεσης ανάμεσα στην κβαντική φυσική και στην εξελικτική βιολογία με αυτό που ονομάζεται κβαντικός Δαρβινισμός:
"Μια ομάδα φυσικών στο Los Alamos πρότεινε πρόσφατα μια μορφή επιλεκτικής αντίληψης των κβαντικών καταστάσεων που γίνεται καθιερωμένη, κατά τρόπο παρόμοιο με τη δραστηριότητα των αντιληπτικών πεδίων, που συζητήθηκαν παραπάνω. (Ollivier κ.ά., 2004).
Ένα δελτίο ειδήσεων του Nature το 2004, εξηγεί πώς αυτή η νέα υπόθεση προέκυψε από την ερώτηση, "Αν, όπως λέει η κβαντική μηχανική, η παρατήρηση του κόσμου τείνει να τον αλλάξει, πώς μπορούμε να συμφωνούμε σε κάτι; Γιατί το κάθε άτομο δεν αφήνει μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή του κόσμου για το επόμενο άτομο να βρει;" Η απάντηση ονομάζεται κβαντικός Δαρβινισμός:
Ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις ενός συστήματος προωθούνται έναντι των άλλων με μια κβαντική μορφή φυσικής επιλογής... Η πληροφορία σχετικά με αυτές τις καταστάσεις επικρατεί και αποτυπώνεται στο περιβάλλον. Έτσι οι παρατηρητές που εξετάζουν το περιβάλλον για να σχηματίσουν μια εικόνα του κόσμου τείνουν να βλέπουν τις ίδιες "προτιμούμενες" καταστάσεις...
Αντί η αποσύνδεση να αποτελεί πρόβλημα για αυτήν την άποψη, είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό. Όπως ο Zurek, συνεργάτης του Ollivier, το θέτει, "Η αποσύνδεση επιλέγει από τον κβαντικό "πουρέ" τις καταστάσεις που είναι σταθερές." Αυτές οι σταθερές καταστάσεις ονομάζονται "διανυσματικές" καταστάσεις (pointer states). Μέσω μιας Δαρβινιστικού τύπου διαδικασία επιλογής οι καταστάσεις αυτές πολλαπλασιάζονται καθώς πολλοί παρατηρητές βλέπουν το ίδιο πράγμα. Με τα λόγια του Zurek, "Κάποιος μπορεί να πει ότι οι διανυσματικές καταστάσεις είναι οι πιο "κατάλληλες." Επιβιώνουν της παρατήρησης μέσα στο περιβάλλον αφήνοντας "απόγονους" που κληρονομούν τις ιδιότητές τους." (Ball, 2004).
Αν μια διανυσματική κατάσταση συνδέσει έναν παρατηρητή με κάποιον τον οποίο κοιτάζει, τέτοιες προτιμώμενες καταστάσεις κβαντικής αποσύνδεσης ίσως αποτελούν τα θεμέλια της αίσθησης του να σε κοιτάνε. Πράγματι μια προτιμώμενη κβαντική κατάσταση μπορεί να είναι ένας άλλος τρόπος να μιλάμε για ένα αντιληπτικό πεδίο."
Σε ό,τι αφορά την έννοια της αποσύνδεσης (decoherence) στην κβαντομηχανική, πρόκειται για τη στιγμή που η κυματοσυνάρτηση καταρρέει λόγω, φερειπείν, της παρατήρησης και αποκρυσταλλώνεται μια συγκεκριμένη κατάσταση του συστήματος υπό παρατήρηση, από όλες τις άλλες συνυπάρχουσες ή σε "υπέρθεση" καταστάσεις που ήταν διαθέσιμες (πιθανές) εκείνη τη στιγμή να συμβούν.
Σε ό,τι αφορά την αίσθηση του να σε κοιτάνε, η θεωρία των αντιληπτικών πεδίων ειδικά και των μορφογενετικών ή μορφικών πεδίων γενικά, είναι μια προσπάθεια ερμηνείας μιας κατάστασης η οποία ουσιαστικά ούτε με "όραση" έχει να κάνει ούτε με αντιληπτικά "πεδία" ανάμεσα στα μυαλά των ανθρώπων. Προφανώς έχει να κάνει με μια αφηρημένη και ασυνείδητη σε μεγάλο βαθμό αντίληψη ενός γεγονότος το οποίο δεν διαδίδεται ως πληροφορία και επομένως δεν έχει το χαρακτήρα πεδίου. Πιθανότερα έχει να κάνει με μια στιγμιαία αντίληψη κάποιου γεγονότος το οποίο ερμηνεύεται από τον εγκέφαλο με συγκεκριμένο τρόπο. Το πώς ακριβώς λαμβάνει χώρα το φαινόμενο και κατά πόσο είναι αυθεντικό και όχι κατά κύριο λόγο μια εκ των υστέρων "ανάδρομη επιβεβαίωση" της αντίληψής μας για κάποιο στιγμιαίο συμβάν, αυτό είναι ένα θέμα για περαιτέρω συζήτηση.