15 Απρ 2013

Για τη Ζωή μετά το Θάνατο*

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΧΩ να πω σχετικά με το μετέπειτα, και για τη ζωή μετά το θάνατο, αποτελείται εξ ολοκλήρου από μνήμες, εικόνες τις οποίες έχω ζήσει, και σκέψεις που με έχουν προβληματίσει. Αυτές οι αναμνήσεις επίσης υπογραμμίζουν τα έργα μου· γιατί αυτά ουσιαστικά δεν είναι τίποτε παρά επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα της αλληλεπίδρασης μεταξύ το «εδώ» και του «ύστερα.» Ωστόσο δεν έχω ποτέ γράψει ρητά για μια ζωή μετά το θάνατο· γιατί τότε θα έπρεπε να τεκμηριώσω τις ιδέες μου, αλλά δεν έχω κανέναν τρόπο να το κάνω αυτό. Έχοντας αυτό υπόψη, θα ήθελα να εκθέσω τις ιδέες μου τώρα. 

Ακόμη και τώρα δεν μπορώ να κάνω κάτι περισσότερο από το να λέω ιστορίες, «μυθολογήματα.» Ίσως κάποιος πρέπει να βρεθεί κοντά στο θάνατο για να αποκτήσει την απαραίτητη ελευθερία να μιλήσει για αυτό. Δεν είναι ότι θα ευχόμουν να είχαμε μια ζωή μετά το θάνατο. Στην πραγματικότητα, θα προτιμούσα να μην ενθαρρύνω τέτοιες ιδέες. Εντούτοις, πρέπει να δηλώσω, για χάρη της πραγματικότητας, ότι ανεξάρτητα από τις ευχές μου και την προσωπική μου θέληση σκέψεις τέτοιου είδους τριγυρίζουν μέσα μου. Δεν μπορώ να πω αν αυτές οι σκέψεις είναι αληθείς ή ψευδείς, αλλά ξέρω ότι είναι εκεί, και μπορούν να εκφραστούν, αν δεν τις απωθήσω ως προκαταλήψεις. Η προκατάληψη έρπει και παραλύει ολόκληρο το φαινόμενο της ψυχικής ζωής. Και γνωρίζω πολύ λίγο σχετικά με την ψυχική ζωή για να νιώσω ότι μπορώ να τη δράξω χάρη σε μια ανώτερη γνώση. 

Ο κριτικός ορθολογισμός έχει προφανώς εξαλείψει, μαζί με τόσες άλλες μυθικές αντιλήψεις, την ιδέα της μετά θάνατο ζωής. Αυτό συμβαίνει βασικά επειδή στις μέρες μας οι περισσότεροι άνθρωποι ταυτίζονται σχεδόν αποκλειστικά με τη συνείδησή τους, και φαντάζονται ότι οι ίδιοι είναι μόνο αυτό που ξέρουν για τον εαυτό τους. Όμως οποιοσδήποτε με μια έστω ελλιπή γνώση της ψυχολογίας μπορεί να δει πόσο περιορισμένη είναι αυτή η γνώση. Ο ορθολογισμός και ο δογματισμός είναι οι αρρώστιες της εποχής μας· μας εμπόδισαν να έχουμε πλήρεις απαντήσεις. Αλλά πολλά ακόμη έχουν να ανακαλυφθούν, και τα οποία η παρούσα περιορισμένη γνώση μας τα έκρινε ως αδύνατα. 

Οι έννοιές μας σχετικά με το χώρο και το χρόνο έχουν μόνο προσεγγιστική ισχύ, και ως εκ τούτου υπάρχει ένα ευρύ πεδίο για μικρές και μεγάλες αποκλίσεις. Ενόψει όλων αυτών, προσπαθώ να αφουγκραστώ τους παράξενους μύθους της ψυχής, και να ρίξω μια προσεκτική ματιά στις ποικίλες εκδηλώσεις τους που μου παρουσιάζονται, ανεξάρτητα από το αν εναρμονίζονται ή όχι με τις προσωπικές μου υποθέσεις. 

Δυστυχώς, στη μυθική πλευρά του ανθρώπου δίνεται μικρή σημασία σήμερα. Δεν μπορεί ο άνθρωπος πλέον να δημιουργήσει μυθολογήματα. Ως αποτέλεσμα, πολλά πράγματα μας διαφεύγουν· γιατί είναι εξίσου σημαντικό και χρήσιμο να μιλάμε για τα ακατανόητα πράγματα. Τέτοιες συζητήσεις είναι σαν να λέμε μια καλή ιστορία φαντασμάτων, καθώς καθόμαστε στο τζάκι και καπνίζουμε την πίπα μας. 

Αυτό που οι μύθοι ή οι ιστορίες για μια ζωή μετά θάνατο σημαίνουν, ή τι είδους πραγματικότητα κρύβεται πίσω τους, σίγουρα δεν το γνωρίζουμε. Δεν μπορούμε να πούμε αν διαθέτουν κάποια εγκυρότητα πέρα από την αναμφισβήτητη αξία τους ως ανθρωπομορφικές προβολές. Αντίθετα, πρέπει να κρατήσουμε καθαρά κατά νου ότι δεν υπάρχει κανένας δυνατός τρόπος για να πετύχουμε τη βεβαιότητα σχετικά με πράγματα που ξεπερνούν την κατανόησή μας. 

Δεν μπορούμε να οραματιζόμαστε έναν άλλο κόσμο που κυβερνάται από αρκετά διαφορετικούς νόμους, επειδή ζούμε σε έναν συγκεκριμένο κόσμο ο οποίος έχει διαμορφώσει το μυαλό μας και τις βασικές ψυχικές μας συνθήκες. Είμαστε αυστηρά περιορισμένοι από την έμφυτη δομή μας, και ως εκ τούτου δεμένοι με ολόκληρη την ύπαρξη και σκέψη μας με αυτόν τον κόσμο. Ο μυθικός άνθρωπος απαιτεί οπωσδήποτε μια «υπέρβαση» την οποία ο επιστήμονας άνθρωπος δεν επιτρέπει. Για τη διάνοια όλα μου τα μυθολογήματα είναι άσκοπες εικασίες. Για τα συναισθήματα, ωστόσο, είναι μια θεραπευτική και έγκυρη δραστηριότητα· δίνει στην ύπαρξη μια γοητεία που δεν θα θέλαμε να κάνουμε χωρίς. Αλλά ούτε υπάρχει κάποιος λόγος να το κάνουμε. 

Η παραψυχολογία θεωρεί ως επιστημονικά έγκυρη απόδειξη της μετά θάνατο ζωής ότι οι νεκροί εμφανίζονται είτε ως φαντάσματα ή διαμέσου ενός μέντιουμ που αποκαθιστά την επικοινωνία. Αλλά παρότι υπάρχουν τέτοιες καλά τεκμηριωμένες περιπτώσεις, παραμένει το ερώτημα αν το φάντασμα ή η φωνή ταυτίζεται με το νεκρό πρόσωπο ή αν πρόκειται για μια ψυχική προβολή, και αν τα πράγματα που ειπώθηκαν προέρχονται πραγματικά από το θανόντα ή από κάποια γνώση που βρίσκεται στο ασυνείδητο. 

Αφήνοντας κατά μέρος τα λογικά επιχειρήματα ενάντια σε κάθε βεβαιότητα σχετικά με αυτά τα ζητήματα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τους περισσότερους από εμάς έχει μεγάλη σημασία να υποθέσουμε ότι η ζωή μας θα έχει μια άπειρη συνέχεια πέρα από την τωρινή μας ύπαρξη. Μας βοηθά να ζήσουμε με περισσότερο νόημα, νιώθουμε καλύτερα, και έχουμε μεγαλύτερη εσωτερική ηρεμία. Τι είναι λοιπόν μια ζωή μπροστά στην αιωνιότητα; 

Φυσικά, μια τέτοια δικαιολογία δεν ισχύει για όλους. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν λαχταρούν την αθανασία, και που ανατριχιάζουν στη σκέψη να κάθονται πάνω σε ένα σύννεφο παίζοντας άρπα για δέκα χιλιάδες χρόνια! Επίσης υπάρχουν αρκετοί που έχουν τόσο πληγωθεί από την ζωή, ή που αισθάνονται τέτοια αηδία για την ύπαρξή τους, ώστε να προτιμούν σαφώς την παύση της ζωής από τη μετά θάνατο συνέχισή της. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις το ερώτημα της αθανασίας είναι τόσο επείγον, τόσο άμεσο, και επίσης τόσο βαθιά ριζωμένο ώστε να χρειάζεται να καταβάλουμε κάποια προσπάθεια για να διαμορφώσουμε κάποια άποψη σχετικά με αυτό. Εντάξει, αλλά πώς; 

Η υπόθεσή μου είναι ότι μπορούμε να το πετύχουμε αυτό με τη βοήθεια νύξεων που στέλνονται σε μας από το ασυνείδητο στα όνειρα, για παράδειγμα. Συνήθως απορρίπτουμε αυτές τις ενδείξεις, διότι είμαστε πεπεισμένοι ότι πρόκειται για ένα ερώτημα χωρίς απάντηση. Σε απάντηση αυτού του εύλογου σκεπτικισμού, προτείνω τις ακόλουθες σκέψεις. Αν υπάρχει κάτι που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, πρέπει αναγκαστικά να το απορρίψουμε ως πνευματικό πρόβλημα. Για παράδειγμα, δεν γνωρίζω για ποιο λόγο το σύμπαν υπάρχει, και ποτέ δεν θα το μάθω. 

Επομένως πρέπει να απορρίψω αυτό το ερώτημα σαν επιστημονικό ή πνευματικό πρόβλημα. Αλλά αν μια ιδέα του προβλήματος μου παρουσιαστεί στα όνειρα ή στις μυθολογικές παραδόσεις οφείλω να την υπογραμμίσω. Οφείλω ακόμα να οικοδομήσω μια έννοια με βάση αυτές τις ενδείξεις, παρότι θα παραμείνει για πάντα μια υπόθεση η οποία δεν μπορεί να αποδειχθεί. 

Ένας άνθρωπος πρέπει να είναι σε θέση να πει ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να σχηματίσει μια αντίληψη της ζωής μετά θάνατο, ή για να δημιουργήσει κάποια εικόνα της- ακόμα κι αν πρέπει να ομολογήσει την αποτυχία του. Αν δεν το κάνει αυτό, είναι μια ζωτικής σημασίας απώλεια. Γιατί το ερώτημα που του τίθεται έχει να κάνει με την πανάρχαια κληρονομιά της ανθρωπότητας: ένα αρχέτυπο, πλούσιο σε μυστική ζωή, το οποίο επιδιώκει να προστεθεί στην προσωπική μας ζωή προκειμένου να την ολοκληρώσει. Η λογική μας θέτει πολύ στενά όρια, και μας κάνει να δεχτούμε μόνο ό,τι γνωρίζουμε και αυτό επίσης κάτω από περιορισμούς, και να ζούμε μέσα σε ένα οικείο πλαίσιο, σαν να ήμασταν σίγουροι για το πόσο μακριά η ζωή μπορεί να εκτείνεται στην πραγματικότητα. Όμως, κάθε μέρα ζούμε πολύ πέρα από τα όρια της συνείδησης μας· χωρίς την προσωπική μας γνώση, η ζωή του ασυνείδητου συνεχίζει να διαδραματίζεται μέσα μας. Όσο περισσότερο κυριαρχεί η κριτική σκέψη, τόσο πιο φτωχή η ζωή μας γίνεται· αλλά όσο μεγαλύτερο μέρος από το ασυνείδητο και από το μύθο είμαστε σε θέση να κάνουμε συνειδητό, τόσο περισσότερη ζωή ενσωματώνουμε. Ο υπερτιμημένος λόγος έχει αυτό το κοινό χαρακτηριστικό με τα απολυταρχικά καθεστώτα: το άτομο υποβαθμίζεται. 

Το ασυνείδητο μας βοηθά επικοινωνώντας μας πράγματα, ή προσφέροντας εικονιστικές νύξεις. Έχει και άλλους τρόπους, επίσης, να μας ενημερώνει για πράγματα που από λογική σκοπιά δεν θα μπορούσαμε να μάθουμε. Αναλογιστείτε τα συγχρονιστικά φαινόμενα, τα προαισθήματα, και τα όνειρα που γίνονται πραγματικότητα. 

Θυμάμαι μία φορά κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν επέστρεφα σπίτι από το Bollingen. Είχα ένα βιβλίο μαζί μου, το οποίο όμως δεν είχα καταφέρει να διαβάσω, γιατί τη στιγμή που το τρένο είχε αρχίσει να κινείται ήμουν κυριευμένος από την εικόνα κάποιου που πνιγόταν. Αυτή ήταν η ανάμνηση ενός ατυχήματος που είχε συμβεί ενώ έκανα τη στρατιωτική μου θητεία. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού δεν μπορούσα να απαλλαγώ από εκείνη την εικόνα. Μου φάνηκε παράξενο, και σκέφτηκα, «Τι συνέβη; Μήπως είχε συμβεί κάποιο ατύχημα;» 

Κατέβηκα στο Erlenbach και περπάτησα μέχρι το σπίτι, ακόμα προβληματισμένος από εκείνη την ανάμνηση. Τα παιδιά της δεύτερης κόρης μου βρίσκονταν στον κήπο. Η οικογένειά της ζούσε μαζί μας, έχοντας επιστρέψει στην Ελβετία από το Παρίσι, λόγω του πολέμου. Τα παιδιά κοιτούσαν μάλλον αναστατωμένα, και όταν ρώτησα, «Τι συμβαίνει;» μου είπαν ότι ο Adrian, το μικρότερο από τα παιδιά, είχε πέσει στο νερό της λίμνης. Είναι αρκετά βαθιά εκεί που έπεσε, και παραλίγο να πνιγεί. Ο μεγαλύτερος αδερφός του τον είχε σώσει. Αυτό είχε συμβεί ακριβώς την στιγμή που ήμουν κυριευμένος από εκείνη την ανάμνηση στο τρένο. Το ασυνείδητο μου είχε δώσει μια νύξη. Γιατί λοιπόν να μην μπορεί να με ενημερώσει και για άλλα πράγματα επίσης; 

Είχα μια κάπως παρόμοια εμπειρία πριν από ένα θάνατο στην οικογένεια της συζύγου μου. Ονειρεύτηκα ότι το κρεβάτι της συζύγου μου ήταν σε έναν βαθύ λάκκο με πέτρινους τοίχους. Ήταν ένας τάφος, και κατά κάποιον τρόπο έμοιαζε να είναι της κλασικής αρχαιότητας. Τότε άκουσα έναν βαθύ αναστεναγμό, σαν να προερχόταν από ένα φάντασμα. Μια φιγούρα που έμοιαζε με την γυναίκα μου ανασηκώθηκε στο λάκκο και αιωρήθηκε προς τα πάνω. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα στο οποίο περίεργα μαύρα σύμβολα ήταν υφασμένα. Ξύπνησα, σήκωσα τη γυναίκα μου, και κοίταξα την ώρα. Ήταν τρεις η ώρα το πρωί. Το όνειρο ήταν τόσο περίεργο που σκέφτηκα αμέσως ότι θα μπορούσε να σημαίνει κάποιον θάνατο. Στις επτά η ώρα το πρωί ήρθε η είδηση ότι είχε πεθάνει μια ξαδέλφη της συζύγου μου στις τρεις η ώρα το πρωί. 

Συχνά η προαίσθηση υπάρχει αλλά δεν αναγνωρίζεται. Έτσι κάποτε είχα ένα άλλο όνειρο στο οποίο βρισκόμουν σε ένα πάρτι. Είδα την αδελφή μου εκεί, και αυτό με εξέπληξε σε μεγάλο βαθμό, γιατί είχε πεθάνει μερικά χρόνια πριν. Ένας νεκρός φίλος μου ήταν επίσης παρών. Οι υπόλοιποι ήταν άνθρωποι ακόμα ζωντανοί. Είδα την αδελφή μου να συνοδεύεται από μια κυρία που γνώριζα πολύ καλά. Ακόμη και στο όνειρο είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κυρία επρόκειτο να πεθάνει. «Έχει ήδη καταχωρηθεί,» σκέφτηκα. Στο όνειρο ήξερα με βεβαιότητα ποια ήταν. Ήξερα επίσης ότι ζούσε στo Basel. Αλλά μόλις ξύπνησα δεν μπορούσα πλέον, όσο κι αν προσπάθησα, να θυμηθώ ποια ήταν, παρότι όλο το όνειρο ήταν ακόμα νωπό στο μυαλό μου. Μνημόνευσα όλους τους γνωστούς μου στο Basel μήπως και θυμηθώ. Τίποτα! 

Λίγες εβδομάδες αργότερα έλαβα τα νέα ότι ένας φίλος μου είχε ένα θανατηφόρο ατύχημα. Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν το πρόσωπο που είχα δει στο όνειρο, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Η ανάκλησή μου για εκείνη ήταν απόλυτα σαφής και πολύ λεπτομερής, δεδομένου ότι ήταν ασθενής μου για αρκετό καιρό, μέχρι έναν χρόνο πριν από το θάνατό της. Στην προσπάθειά μου να θυμηθώ το πρόσωπο στο όνειρό μου, ωστόσο, η μορφή της δεν συμπεριλαμβανόταν στα πρόσωπα που γνωρίζω από το Basel, παρότι κανονικά θα έπρεπε να εμφανιστεί από τα πρώτα. 

Όταν κάποιος έχει τέτοιες εμπειρίες, και σκοπεύω να αναφέρω και άλλες, αποκτά ένα κάποιο σεβασμό για τις δυνατότητες και τα τεχνάσματα του ασυνείδητου. Μόνο που θα πρέπει να παραμείνει κριτικός και να έχει υπόψη του ότι τέτοιες επικοινωνίες μπορεί να έχουν εξίσου μια υποκειμενική σημασία. Μπορεί να βρίσκονται σε συμφωνία με την πραγματικότητα, και πάλι να μην είναι. Έχω μάθει, ωστόσο, ότι οι απόψεις που είχα τη δυνατότητα να σχηματίσω με βάση τέτοιες ενδείξεις από το ασυνείδητο ήταν εξαιρετικά κερδοφόρες. Φυσικά, δεν πρόκειται να κάτσω να γράψω κάποιο βιβλίο αποκάλυψης σχετικά με αυτές, αλλά μπορώ να αναγνωρίσω ότι κατέχω έναν «μύθο» που με ενθαρρύνει να εξετάσω βαθύτερα ολόκληρη αυτήν τη σφαίρα. Οι μύθοι αποτελούν την παλαιότερη μορφή της επιστήμης. Όταν μιλάω για πράγματα μετά το θάνατο, μιλώ από εσωτερική παρόρμηση, και μπορώ να επεκταθώ πέρα από όνειρα και μύθους που σχετίζονται με αυτό το θέμα. 

Φυσικά, κάποιος μπορεί να θεωρήσει εξαρχής ότι οι μύθοι και τα όνειρα που έχουν να κάνουν με τη συνέχεια της ζωής μετά θάνατο είναι απλά εξισορροπητικές έμφυτες φαντασιώσεις. Η ζωή σε κάθε της εκδήλωση αναζητά την αιωνιότητα. Το μόνο επιχείρημα που μπορώ να προβάλλω για αυτό είναι ο μύθος ο ίδιος. 

Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι τουλάχιστον ένα μέρος της ψυχής δεν υπόκειται στους νόμους του χώρου και του χρόνου. Επιστημονική απόδειξη για αυτό έχει παρασχεθεί από τα γνωστά πειράματα του J. B. Rhine. Μαζί με πολυάριθμες περιπτώσεις αυθόρμητης πρόγνωσης, μη-χωρικής αντίληψης, και ούτω καθεξής, για τις οποίες έχω δώσει πολλά παραδείγματα από τη δική μου ζωή- αυτά τα πειράματα αποδεικνύουν ότι η ψυχή λειτουργεί μερικές φορές έξω από το χωρο-χρονικό νόμο της αιτιότητας. Αυτό δείχνει ότι οι αντιλήψεις μας για το χώρο και το χρόνο, και επομένως για την αιτιότητα, είναι ελλιπείς. Μια ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου θα απαιτούσε την προσθήκη μιας ακόμα διάστασης· μόνο τότε θα μπορούσε το σύνολο των φαινομένων να έχει μια ενιαία εξήγηση. 

Ως εκ τούτου είναι οι ορθολογιστές που μέχρι σήμερα επιμένουν ότι οι παραψυχολογικές εμπειρίες δεν υπάρχουν πραγματικά· γιατί η κοσμοθεωρία τους μένει εκτεθειμένη απέναντι σε αυτό το ερώτημα. Αν τέτοια φαινόμενα συμβαίνουν έστω και σπάνια, η ορθολογιστική εικόνα του σύμπαντος δεν είναι έγκυρη, επειδή γίνεται ελλιπής. Τότε η δυνατότητα μιας άλλης αξιολογίσιμης πραγματικότητας πίσω από τον φαινομενικό κόσμο καθίσταται ένα αναπόφευκτο πρόβλημα, και θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι ο κόσμος μας, με το χρόνο, το χώρο, και την αιτιότητά του σχετίζεται με μια άλλη τάξη πραγμάτων που βρίσκονται πίσω ή πέρα από αυτόν, και όπου ούτε το «εδώ και τώρα» ούτε το «πριν και μετά» έχουν νόημα. Είμαι πεπεισμένος ότι τουλάχιστον ένα μέρος της ψυχικής μας ύπαρξης χαρακτηρίζεται από μια σχετικότητα του χώρου και του χρόνου. Αυτή η σχετικότητα φαίνεται να επεκτείνεται, ανάλογα με την απόσταση από τη συνείδηση, σε μια απόλυτη συνθήκη άχωρη και άχρονη. 

Όχι μόνο τα δικά μου όνειρα, αλλά περιστασιακά και τα όνειρα άλλων, βοήθησαν στη διαμόρφωση, αναθεώρηση, ή επιβεβαίωση των απόψεών μου για μια ζωή μετά θάνατο. Αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε ένα όνειρο που μια μαθήτριά μου, μια γυναίκα εξήντα χρονών, είδε περίπου δύο μήνες πριν από το θάνατό της. Είχε περάσει στο μετέπειτα. Βρισκόταν σε ένα μάθημα, και διάφορες εκλιπούσες φίλες της κάθονταν στα μπροστινά θρανία. Μια ατμόσφαιρα γενικής προσδοκίας επικρατούσε. Κοίταξε τριγύρω για να βρει έναν καθηγητή, αλλά δεν έβρισκε κανέναν. Τότε της έγινε σαφές ότι εκείνη η ίδια ήταν η καθηγήτρια, γιατί αμέσως μετά το θάνατο οι άνθρωποι πρέπει να δώσουν λογαριασμό για τη συνολική εμπειρία της ζωής τους. Οι νεκροί θεωρείται ότι δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εμπειρίες της ζωής που φέρνουν μαζί τους όσοι έχουν πρόσφατα πεθάνει, σαν οι πράξεις και οι εμπειρίες που λαμβάνουν χώρα στην επίγεια ζωή να είναι οι πιο σημαντικές. 

Σε κάθε περίπτωση, το όνειρο περιγράφει ένα πολύ ασυνήθιστο ακροατήριο, παρόμοιο του οποίου δεν θα μπορούσε να βρεθεί στη γη: άνθρωποι που επιθυμούσαν διακαώς να μάθουν την ύστατη ψυχολογική κατάσταση μιας ανθρώπινης ζωής, η οποία από καμία άποψη δεν ήταν ξεχωριστή, όχι τουλάχιστον από τα συμπεράσματα που ο τρόπος σκέψης μας θα μπορούσε να αντλήσει. Αν, ωστόσο, το «ακροατήριο» υπήρχε σε μια κατάσταση άχρονης σχετικότητας, όπου έννοιες όπως «τέλος,» «συμβάν» και «εξέλιξη» γίνονται ασαφείς, μπορεί να ενδιαφέρονταν ακριβώς για αυτό που τους έλλειπε στη δική τους κατάσταση. 

Κατά την περίοδο του ονείρου, η κυρία φοβόταν το θάνατο και έκανε ό,τι μπορούσε για να αποκρούσει οποιεσδήποτε σκέψεις για αυτό. Ωστόσο, ο θάνατος είναι ένα σημαντικό ζήτημα, ειδικά για ένα πρόσωπο ηλικιωμένο. Μια κατηγορηματική ερώτηση του τίθεται, στην οποία έχει την υποχρέωση να απαντήσει. Για αυτόν το σκοπό χρειάζεται να διαθέτει έναν μύθο για το θάνατο, γιατί η λογική δεν του δείχνει τίποτα, εκτός από το σκοτεινό βάραθρο στο οποίο κατεβαίνει. Ο μύθος, όμως, μπορεί να πλάσει άλλες, χρήσιμες και αποκαλυπτικές εικόνες για αυτόν από τη γη των νεκρών. Αν τους πιστεύει, ή τους αντιμετωπίζει με κάποιο βαθμό εγκυρότητας, τότε έχει εξίσου δίκιο ή άδικο με κάποιον που δεν πιστεύει. Αλλά ενώ ο απελπισμένος άνθρωπος βαδίζει προς την ανυπαρξία, εκείνος ο οποίος έχει στηρίξει την πίστη του στο αρχέτυπο ακολουθεί τα βήματα της ζωής και προχωρά κατευθείαν προς το θάνατό του. Και οι δύο, βεβαίως, παραμένουν σε αβεβαιότητα, αλλά ο ένας ζει ενάντια στα ένστικτά του, ενώ ο άλλος μαζί τους. 

Οι εικόνες από το ασυνείδητο παραμένουν επίσης ανενημέρωτες, και χρειάζονται τον άνθρωπο, ή την επαφή με τη συνείδηση, προκειμένου να αποκτηθεί η γνώση τους. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω με το ασυνείδητο, απασχολήθηκα πολύ με τις μορφές του Ηλία (Elijah) και της κόρης του Σαλώμης. Ύστερα ατόνισαν, αλλά μετά από περίπου δύο χρόνια επανήρθαν. Προς μεγάλη μου έκπληξη, παρέμειναν εντελώς αμετάβλητες· μιλούσαν και συμπεριφέρονταν σαν μην είχε συμβεί τίποτα στο μεταξύ. Στην πραγματικότητα τα πιο απίστευτα πράγματα είχαν συμβεί στη ζωή μου. Έπρεπε να ξεκινήσω από την αρχή να τους εξηγώ πράγματα. Εκείνη την στιγμή μου είχε προκαλέσει μεγάλη έκπληξη αυτή η κατάσταση. Μόνο αργότερα κατάλαβα τι είχε συμβεί: στο μεταξύ διάστημα είχαν και οι δύο μορφές βυθιστεί πίσω στο ασυνείδητο και στους εαυτούς τους. Θα μπορούσα εξίσου να πω, μέσα στην αχρονικότητα. Παρέμειναν εκτός επαφής με το εγώ και με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες του, και ως εκ τούτου είχαν άγνοια του τι είχε συμβεί στον κόσμο της συνείδησης. 

Από αρκετά νωρίς είχα μάθει ότι έπρεπε να καθοδηγώ τις μορφές του ασυνείδητου, ή την άλλη ομάδα εικόνων που συχνά μοιάζουν, τα «πνεύματα των νεκρών.» Την πρώτη φορά που το βίωσα αυτό ήταν σε ένα ταξίδι με ποδήλατο στην Ιταλία που έκανα με έναν φίλο το 1911. Στο δρόμο του γυρισμού, ποδηλατήσαμε από την Pavia στην Arona, στο κάτω μέρος της λίμνης Maggiore, και περάσαμε τη νύχτα εκεί. Σκοπεύαμε να συνεχίσουμε κατά μήκος της λίμνης και στη συνέχεια μέσω του Tessin μέχρι το Faido, απ’ όπου θα παίρναμε το τρένο για τη Ζυρίχη. Αλλά στην Arona είχα ένα όνειρο το οποίο αναστάτωσε τα σχέδιά μας. 

Στο όνειρο, βρισκόμουν σε μια συνάθροιση με διακεκριμένα πνεύματα των προηγούμενων αιώνων· το συναίσθημα ήταν παρόμοιο με εκείνο που είχα αργότερα για τους «επιφανείς προγόνους» στο μαύρο, πέτρινο ναό του οράματος που είχα το 1944. Η συνομιλία διεξήχθη στα Λατινικά. Ένας κύριος με μια μακριά, σγουρή περούκα απευθύνθηκε σε μένα προσωπικά και μου έκανε μια πολύ δύσκολη ερώτηση, της οποία δεν μπορούσα να θυμηθώ όταν ξύπνησα. Είχα καταλάβει την ερώτηση, αλλά δεν ήξερα αρκετά Λατινικά για να του απαντήσω. Ένιωσα τόσο βαθιά ταπεινωμένος από αυτό, που το συναίσθημα με ξύπνησε. 

Ακριβώς τη στιγμή που ξύπνησα θυμήθηκα ένα βιβλίο πάνω στο οποίο δούλευα τότε, το «Wandlungen und Symbole der Libido,» και είχα τόσο έντονα συναισθήματα κατωτερότητας σχετικά με την αναπάντητη ερώτηση που μου είχε τεθεί ώστε πήρα αμέσως το τρένο για το σπίτι για να συνεχίσω τη δουλειά μου. Θα μου ήταν αδύνατο να συνεχίσω τον ποδηλατικό γύρο και να χάσω άλλες τρεις μέρες. Έπρεπε να δουλέψω για να βρω την απάντηση. 

Μόνο αρκετά χρόνια αργότερα κατάλαβα το όνειρο και την αντίδρασή μου. Ο κύριος με την περούκα ήταν ένα είδος προγονικού πνεύματος, ή πνεύμα νεκρού, που μου είχε απευθυνθεί χωρίς απόκριση! Ήταν ακόμα πολύ νωρίς, δεν είχα ακόμα φθάσει στο τωρινό επίπεδο, αλλά είχα μια ασαφή αίσθηση ότι δουλεύοντας πάνω στο βιβλίο μου θα ήμουν σε θέση να απαντήσω στην ερώτηση που μου είχε τεθεί. Η ερώτηση είχε γίνει από τους πνευματικούς μου προγόνους, με την ελπίδα και την προσδοκία ότι θα μάθαιναν όσα δεν είχαν προλάβει όσο βρίσκονταν στη γη, δεδομένου ότι η απάντηση έπρεπε να δοθεί στα πλαίσια των αιώνων που ακολούθησαν. Αν η ερώτηση και η απάντηση ήδη υπήρχαν από την αιωνιότητα, καμία προσπάθεια από μέρους μου δεν θα ήταν απαραίτητη, αφού όλα θα είχαν απαντηθεί σε οποιαδήποτε εποχή. Φαίνεται να υπάρχει απεριόριστη γνώση στη φύση, είναι αλήθεια, αλλά μπορεί να γίνει κατανοητή από τη συνείδηση μόνο όταν η στιγμή είναι κατάλληλη για αυτό. Η διαδικασία αυτή είναι ίδια, προφανώς, με αυτό που συμβαίνει στην ατομική ψυχή: ένας άνθρωπος μπορεί να περάσει πολλά χρόνια με μια διαίσθηση, την οποία όμως συνειδητοποιεί μόνο σε μια συγκεκριμένη στιγμή. 

Αργότερα, όταν έγραψα το «Septem Sermones ad Mortuos,» ήταν και πάλι οι νεκροί που μου απηύθυναν κρίσιμα ερωτήματα. Είχαν έρθει, όπως είπαν, «πίσω από την Ιερουσαλήμ, όπου δεν είχαν βρει αυτό που αναζητούσαν.» Αυτό με είχε εκπλήξει σε μεγάλο βαθμό εκείνη τη στιγμή, γιατί σύμφωνα με τις παραδοσιακές απόψεις οι νεκροί είναι οι κάτοχοι μεγάλης γνώσης. Οι άνθρωποι έχουν την πεποίθηση ότι οι νεκροί γνωρίζουν πολύ περισσότερα από ό, τι εμείς, επειδή το Χριστιανικό δόγμα διδάσκει ότι στον άλλο κόσμο θα δούμε την αλήθεια «πρόσωπο με πρόσωπο.» Προφανώς, ωστόσο, οι ψυχές των νεκρών «γνωρίζουν» μόνο όσα γνώριζαν μέχρι τη στιγμή του θανάτου, και τίποτα πέρα από αυτό. Εξού και η προσπάθειά τους να διεισδύσουν στη ζωή για να μοιραστούν τις γνώσεις των ανθρώπων. Συχνά έχω την αίσθηση ότι βρίσκονται ακριβώς πίσω μας, περιμένοντας να ακούσουν τι απάντηση έχουμε να τους δώσουμε, και τι είναι το πεπρωμένο. Φαίνεται σαν να εξαρτώνται από τους ζωντανούς για να πάρουν απαντήσεις στις ερωτήσεις τους, δηλαδή, απ’ όσους επέζησαν και υπάρχουν στον κόσμο των μεταβολών: σαν η παντογνωσία, ή μπορούμε να πούμε, η παν-συνείδηση, να μην βρίσκεται στη διάθεσή τους, αλλά μπορεί να ρεύσει μόνο στην ψυχή των ζωντανών, σε μια ψυχή συνδεδεμένη με το σώμα. 

Το μυαλό των ζωντανών εμφανίζεται, ως εκ τούτου, να κατέχει ένα πλεονέκτημα έναντι των νεκρών σε τουλάχιστον ένα σημείο: στην ικανότητα της επίτευξης σαφών και αποφασιστικών γνώσεων. Κατά την άποψή μου, ο τρισδιάστατος κόσμος στο χώρο και στο χρόνο είναι σαν ένα σύστημα συντεταγμένων· Αυτό που βρίσκεται «εδώ» μπορεί να εμφανιστεί «εκεί,» στο άχωρο και άχρονο, ως μια αρχέγονη εικόνα με πολλές πτυχές, ίσως σαν ένα διάχυτο σύννεφο γνώσης γύρω από ένα αρχέτυπο. Ωστόσο ένα σύστημα συντεταγμένων είναι απαραίτητο για να είναι δυνατή οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα σε διαφορετικά περιεχόμενα. Οποιαδήποτε τέτοια λειτουργία μάς φαίνεται αδιανόητη σε μια κατάσταση διάχυτης παντογνωσίας, ή, ενδεχομένως, για μια συνείδηση άνευ αντικειμένου, με καμία χωρο-χρονική οριοθέτηση. Η γνώση, όπως και η δημιουργία, προϋποθέτει μια αντίθεση, ένα «εδώ» και ένα «εκεί,» ένα «πριν» και ένα «μετά.» 

Αν υπήρχε κάποια συνειδητή εμπειρία μετά το θάνατο, θα έπρεπε, όπως θεωρώ, να περάσει στο επίπεδο της συλλογικής συνείδησης, η οποία σε κάθε εποχή έχει κι ένα μεταβαλλόμενο όριο. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι κατά τη διάρκεια της ζωής τους και κατά τη στιγμή του θανάτου αφήνουν πίσω τις δυνατότητές τους, καθώς και την ακόμα πιο σημαντική γνώση, η οποία τους προσφέρθηκε από άλλους ανθρώπους. Για αυτό άλλωστε υπάρχει και η ανάγκη τους να αποκτήσουν στο θάνατο αυτό το μοίρασμα επίγνωσης που απέτυχαν να κερδίσουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους. 

Έχω καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα μέσα από την παρατήρηση των ονείρων για τους νεκρούς. Κάποτε, ονειρεύτηκα ότι έκανα μια επίσκεψη σε έναν φίλο που είχε πεθάνει περίπου δύο εβδομάδες πριν. Εν ζωή, αυτός ο φίλος δεν είχε ασπασθεί τίποτα, παρά μια συμβατική άποψη του κόσμου, και είχε παραμείνει προσκολλημένος σε αυτήν την απερίσκεπτη τοποθέτηση. Στο όνειρο, το σπίτι ήταν σε ένα λόφο που έμοιαζε με το Tullinger κοντά στο Basil. Οι τοίχοι ενός παλιού κάστρου περιέβαλαν μια πλατεία αποτελούμενη από ένα μικρό εκκλησάκι και μερικά μικρότερα κτίσματα. Αυτό μου θύμισε την πλατεία μπροστά από το κάστρο του Rapperswil. Ήταν φθινόπωρο. Τα φύλλα των μεγάλων δέντρων είχαν γίνει χρυσά, και το όλο σκηνικό είχε μεταμορφωθεί από το απαλό φως του ήλιου. Ο φίλος μου κάθισε σε ένα τραπέζι με την κόρη του, η οποία είχε σπουδάσει ψυχολογία στη Ζυρίχη. Ήξερα ότι του μιλούσε για ψυχολογία. Ήταν τόσο συνεπαρμένος από την αφήγησή της ώστε με χαιρέτησε μόνο με ένα βιαστικό νεύμα του χεριού, σαν να μου έλεγε: «Όχι τώρα.» Ο χαιρετισμός ήταν ταυτόχρονα υπαινιγμός. Το όνειρο μου είχε δείξει ότι εκείνη τη στιγμή, κατά τρόπο που φυσικά παραμένει ακατανόητος για μένα, ο φίλος μου ήταν υποχρεωμένος να κατανοήσει την πραγματικότητα της ψυχικής του ύπαρξης, κάτι που ποτέ δεν κατάφερε κατά τη διάρκεια της ζωής του. 

Είχα άλλη μια εμπειρία της εξέλιξης της ψυχής μετά θάνατο όταν περίπου ένα χρόνο μετά το θάνατο της γυναίκας μου ξύπνησα ξαφνικά ένα βράδυ και ήξερα ότι βρισκόμουν μαζί της στη Νότια Γαλλία, στην Προβηγκία, και ότι είχα περάσει μια ολόκληρη μέρα μαζί της. Εκεί ασχολιόταν με μελέτες σχετικά με το Άγιο Δισκοπότηρο. Αυτό μου φάνηκε σημαντικό, γιατί είχε πεθάνει πριν να ολοκληρώσει την εργασία της πάνω σε αυτό το θέμα. Η ερμηνεία με βάση το υποκειμενικό επίπεδο ότι η anima μου δεν είχε τελειώσει ακόμα το δικό της έργο δεν είχε να αποδώσει τίποτα ενδιαφέρον· Ξέρω πολύ καλά ότι ακόμα δεν έχω καταλήξει σχετικά με αυτό το όνειρο. Αλλά τη σκέψη ότι η γυναίκα μου συνέχιζε μετά θάνατο να εργάζεται για την περαιτέρω πνευματική της ανάπτυξη τη θεώρησα ιδιαίτερα σημαντική, και τη διατήρησα ως ένα μέτρο διαβεβαίωσης για μένα. 

Ιδέες αυτού του είδους είναι, φυσικά, ανακριβείς, και δίνουν μια λάθος εικόνα, σαν ένα σώμα που προβάλλεται σε ένα επίπεδο ή, αντίθετα, σαν την κατασκευή ενός τεσσάρων διαστάσεων μοντέλου με βάση ένα τρισδιάστατο σώμα. Οι νεκροί θα χρησιμοποιούν τους όρους ενός τρισδιάστατου κόσμου προκειμένου να επικοινωνήσουν με εμάς. Τα μαθηματικά δυσκολεύονται να δημιουργήσουν εκφράσεις για σχέσεις που ξεπερνούν την εμπειρική κατανόηση. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο είναι πολύ σημαντικό για μια πειθαρχημένη φαντασία να κατασκευάσει εικόνες των άυλων πραγμάτων χρησιμοποιώντας λογικές αρχές και βασισμένη σε εμπειρικά δεδομένα, δηλαδή, στις ενδείξεις των ονείρων. Η εφαρμοζόμενη μέθοδος είναι αυτό που έχω ονομάσει «η μέθοδος της αναγκαίας πρότασης.» Αντιπροσωπεύει την αρχή της ενίσχυσης στην ερμηνεία των ονείρων, αλλά πιο εύκολα μπορεί να αποδειχθεί από τις προτάσεις που συνάγονται από απλούς ακέραιους αριθμούς. 

Το Ένα, ως το πρώτο αριθμητικό ψηφίο, είναι η μονάδα. Αλλά είναι επίσης η «Ενότητα,» η «Μοναδικότητα,» η ατομικότητα και η μη διττότητα· όχι απλά ένα αριθμητικό αλλά μια φιλοσοφική έννοια, ένα αρχέτυπο και χαρακτηριστικό του Θεού, η Μονάδα. Είναι σαφώς ενδεδειγμένο η ανθρώπινη διάνοια να κάνει τέτοιες δηλώσεις· αλλά την ίδια στιγμή η διάνοια προσδιορίζεται και περιορίζεται από τη σύλληψη της ενότητας και τις συνέπειές της. Με άλλα λόγια, οι δηλώσεις αυτές δεν είναι αυθαίρετες. Διέπονται από τη φύση της ενότητας και ως εκ τούτου είναι αναγκαίες δηλώσεις. Θεωρητικά, η ίδια λογική λειτουργία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί για κάθε μία από τις συλλήψεις των διαδοχικών αριθμών, αλλά στην πράξη η διαδικασία σύντομα τερματίζεται εξαιτίας της γρήγορης αύξησης της πολυπλοκότητας, η οποία είναι δύσκολο να αριθμηθεί. 

Κάθε επόμενος αριθμός εισάγει νέες ιδιότητες και νέες τροποποιήσεις. Έτσι, είναι μια ιδιότητα του αριθμού τέσσερα ότι οι εξισώσεις τέταρτου βαθμού μπορούν να επιλυθούν, ενώ εξισώσεις πέμπτου βαθμού δεν μπορούν. Η αναγκαία δήλωση του αριθμού τέσσερα, ως εκ τούτου, είναι ότι, μεταξύ άλλων, πρόκειται για ένα όριο και ταυτόχρονα αποτελεί το τέλος μιας προηγούμενης αρίθμησης. Δεδομένου ότι με κάθε επιπλέον αριθμό εμφανίζονται μία ή περισσότερες νέες μαθηματικές ιδιότητες, οι προτάσεις αποκτούν τέτοια πολυπλοκότητα ώστε δεν μπορούν πλέον να εκφραστούν. 

Η άπειρη σειρά των φυσικών αριθμών αντιστοιχεί στον άπειρο αριθμό των μεμονωμένων πλασμάτων. Η σειρά τους αντιστοίχως περιλαμβάνει άτομα, και οι ιδιότητες ακόμα και των πρώτων δέκα αριθμών της αντιπροσωπεύουν ενδεχομένως οτιδήποτε, μια αφηρημένη κοσμογονία προερχόμενη από τη μονάδα. Οι ιδιότητες των αριθμών είναι, ωστόσο, ταυτόχρονα ιδιότητες της ύλης, και για αυτόν το λόγο ορισμένες εξισώσεις μπορούν να παρακολουθήσουν τη συμπεριφορά της. 

Ως εκ τούτου μπορώ να πω ότι διαφορετικές από τις μαθηματικές δηλώσεις (δηλαδή, δηλώσεις έμμεσες στη φύση) είναι προφανώς κατάλληλες να υποδείξουν τις μη αναπαριστώμενες πραγματικότητες, όπως, για παράδειγμα, τα προϊόντα της φαντασίας που απολαμβάνουν την καθολική αποδοχή ή διακρίνονται ανάλογα με τη συχνότητα εμφάνισης τους, ή όπως το σύνολο των αρχετυπικών μοτίβων. Ακριβώς όπως στην περίπτωση ορισμένων παραγόντων στις μαθηματικές εξισώσεις όπου δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε ποιες φυσικές πραγματικότητες αντιστοιχούν, έτσι και στην περίπτωση κάποιων μυθολογικών προϊόντων δεν γνωρίζουμε εξαρχής σε ποιες ψυχικές πραγματικότητες παραπέμπουν. Εξισώσεις που διέπουν την τυρβώδη κίνηση των θερμών αερίων υπήρχαν πολύ πριν τα προβλήματα των αερίων αυτών διερευνηθούν με σαφήνεια. Παρομοίως, εδώ και καιρό έχουμε στην κατοχή μας μυθολογήματα τα οποία εκφράζουν τη δυναμική ορισμένων υποσυνείδητων διαδικασιών, αν και αυτές οι διαδικασίες απέκτησαν ονόματα πολύ προσφάτως. 

Η μέγιστη ευαισθητοποίηση που μπορεί με κάθε τρόπο να αποκτηθεί σχηματίζει, θεωρώ, το ανώτατο όριο της γνώσης που μπορούν να πετύχουν οι νεκροί. Για αυτό πιθανώς η επίγεια ζωή καθώς και όσα φέρνει μαζί του ένας άνθρωπος τη στιγμή του θανάτου έχουν τόσο μεγάλη σημασία. Μόνο εδώ, στην επίγεια ζωή, όπου τα αντίθετα συγκρούονται μεταξύ τους, μπορεί το γενικό επίπεδο της συνείδησης να αυξηθεί. Αυτό φαίνεται να είναι το μεταφυσικό έργο του ανθρώπου, το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη «μυθοποίηση.» Ο μύθος είναι το φυσικό και αναπόφευκτο ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της ασυνείδητης και της συνειδητής γνώσης. 

Πράγματι, το ασυνείδητο γνωρίζει περισσότερα από ό, τι η συνείδηση· αλλά πρόκειται για μια ιδιαίτερη γνώση, ένα είδος γνώσης για την αιωνιότητα, συνήθως χωρίς αναφορά στο εδώ και τώρα, που δεν μπορεί να διατυπωθεί με τη γλώσσα της διάνοιας. Μόνο όταν αφήνουμε τις δηλώσεις του ασυνείδητου να ενισχυθούν, όπως υποδείχθηκε παραπάνω με το παράδειγμα των αριθμών, μπαίνει αυτό στα πλαίσια της κατανόησής μας· μόνο τότε μια νέα προοπτική μας γίνεται αντιληπτή. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται με συνέπεια σε κάθε επιτυχημένη ανάλυση ονείρων. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να μην έχουμε οποιεσδήποτε προκατεστημένες, δογματικές απόψεις σχετικά με τις δηλώσεις των ονείρων. Μόλις μια «μονοτονία ερμηνείας» λαμβάνει χώρα, ξέρουμε ότι η προσέγγισή μας έχει γίνει δογματική και ως εκ τούτου στείρα. 

Παρότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος να βρούμε έγκυρες αποδείξεις για τη συνέχεια της ψυχής μετά θάνατο, υπάρχουν εμπειρίες που μας κάνουν να προβληματιστούμε. Τις δέχομαι ως ενδείξεις, χωρίς να τους αποδίδω τη σημασία των προαισθήσεων. 

Ένα βράδυ είχα μείνει ξάγρυπνος σκεφτόμενος τον ξαφνικό θάνατο ενός φίλου, του οποίου η κηδεία είχε πραγματοποιηθεί την προηγουμένη μέρα. Είχα μια βαθιά ανησυχία. Ξαφνικά αισθάνθηκα ότι εκείνος βρισκόταν στο δωμάτιο. Μου φάνηκε ότι βρισκόταν στην άκρη του κρεβατιού μου και ζητούσε να πάω μαζί του. Δεν είχα την αίσθηση ότι επρόκειτο για μια οπτασία· μάλλον, ήταν μια εσωτερική οπτική εικόνα του, την οποία εξήγησα ως φαντασίωση. Αλλά με κάθε ειλικρίνεια έπρεπε να ρωτήσω τον εαυτό μου, «Έχω κάποια απόδειξη ότι πρόκειται για φαντασίωση; Αν δεν είναι φαντασίωση, και ο φίλος μου βρίσκεται πραγματικά εδώ, δεν θα ήταν τραγικό να υποθέσω ότι είναι φαντασίωση;» Παρόλα αυτά, είχα εξίσου ασθενείς αποδείξεις ότι βρισκόταν απέναντί μου ως μια οπτασία. Τότε είπα στον εαυτό μου, «Δεν υπάρχει απόδειξη ούτε ότι είναι εδώ ούτε ότι δεν είναι! Αντί να τον απορρίψω ως μια φαντασίωση, θα μπορούσα κάλλιστα να του δώσω το πλεονέκτημα της αμφιβολίας και για χάρη του πειράματος να του αποδώσω πραγματικότητα.» Τη στιγμή που είχα αυτή τη σκέψη, πήγε προς στην πόρτα και μου έγνεψε να τον ακολουθήσω. Έτσι έπρεπε να πάω με τα νερά του! Αυτό ήταν κάτι που δεν είχα ζητήσει. Θα έπρεπε να επαναλάβω το επιχείρημά μου στον εαυτό μου μία ακόμη φορά. Μόνο τότε τον ακολούθησα με τη φαντασία μου. 

Με οδήγησε έξω από το σπίτι, στον κήπο, έξω στο δρόμο, και τελικά στο σπίτι του (στην πραγματικότητα βρισκόταν αρκετές εκατοντάδες μέτρα μακριά από το δικό μου). Μπήκαμε μέσα, και με οδήγησε σε κάτι που μελετούσε. Ανέβηκε σε ένα σκαμνί και μου έδειξε το δεύτερο από πέντε βιβλία με κόκκινο δέσιμο που βρισκόταν στο δεύτερο ράφι από την κορυφή. Τότε το όραμα διακόπηκε. Δεν ήμουν εξοικειωμένος με την βιβλιοθήκη του και δεν ήξερα ποια ήταν τα βιβλία του. Σίγουρα δεν θα μπορούσα να διακρίνω τους τίτλους των βιβλίων που μου είχε υποδείξει στο δεύτερο ράφι από την κορυφή. 

Αυτή η εμπειρία μου φάνηκε τόσο παράξενη που το επόμενο πρωί πήγα στη χήρα του και της ζήτησα να ρίξω μια ματιά στη βιβλιοθήκη του. Όντως, υπήρχε ένα σκαμνί κάτω από τη βιβλιοθήκη σαν και εκείνο στο όραμά μου, και πριν καλά- καλά πλησιάζω μπόρεσα να διακρίνω τα πέντε βιβλία με κόκκινο δέσιμο. Ανέβηκα στο σκαμνί έτσι ώστε να είμαι σε θέση να διαβάσω τους τίτλους. Ήταν μεταφράσεις από τα μυθιστορήματα του Emile Zola. Ο τίτλος του δεύτερου τόμου ήταν: «Η κληρονομιά των νεκρών.» Τα περιεχόμενά του μου φάνηκαν χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μόνο ο τίτλος ήταν εξαιρετικά σημαντικός σε σχέση με αυτή την εμπειρία. 

Εξίσου σημαντικές για μένα ήταν οι εμπειρίες ονείρων που είχα πριν από το θάνατο της μητέρας μου. Η είδηση του θανάτου της με βρήκε όταν έμενα στο Tessin. Αναστατώθηκα βαθύτατα, γιατί ήταν ένα περιστατικό απροσδόκητα αναπάντεχο. Τη νύχτα πριν από το θάνατό της είχα ένα τρομακτικό όνειρο. Βρισκόμουν μέσα σε ένα πυκνό, ζοφερό δάσος· φανταστικοί, γιγαντιαίοι ογκόλιθοι βρίσκονταν ανάμεσα σε τεράστια δέντρα. Ήταν ένα αρχέγονο τοπίο. Ξαφνικά άκουσα ένα διαπεραστικό σφύριγμα που έμοιαζε να αντηχεί μέσα σε ολόκληρο το σύμπαν. Τα γόνατά μου κόπηκαν. Τότε ακούστηκαν ήχοι στα χαμόκλαδα, και ένας γιγαντιαίος λύκος με ένα φοβερό, ανοικτό στόμα όρμησε. Στη θέα του, το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου. Πέρασε δίπλα μου, και τότε κατάλαβα: Ο Κυνηγός είχε προστάξει το ζώο να μεταφέρει μια ανθρώπινη ψυχή. Ξύπνησα κατατρομαγμένος, και το επόμενο πρωινό έμαθα τα νέα για το θάνατο της μητέρας μου. 

Σπάνια με έχει τόσο ταράξει ένα όνειρο, γιατί με μια επιφανειακή εξέταση έμοιαζε να εννοεί ότι ο διάβολος την είχε πάρει. Αλλά για την ακρίβεια ήταν ο Κυνηγός, ο «Grunhutl» ή «Αυτός που φοράει το Πράσινο Καπέλο,» ο οποίος κυνηγούσε μαζί με τους λύκους του εκείνο το βράδυ· ήταν η εποχή των καταιγίδων τον Ιανουάριο. Ήταν ο Βόταν, ο Θεός των Γερμανών προγόνων μου, που είχε περισυλλέξει τη μητέρα μου. Οι Χριστιανικοί ιεραπόστολοι ήταν εκείνοι που μετέτρεψαν τον Βόταν σε διάβολο. Καθαυτός είναι ένας σημαντικός θεός- σαν τον Ερμή των Ρωμαίων, ένα πνεύμα της φύσης που επέστρεψε στη ζωή και πάλι στο θρύλο του Merlin με το Δισκοπότηρο, και έγινε, όπως το Πνεύμα του Ερμή, το περιζήτητο Arcanum των αλχημιστών. Έτσι το όνειρο λέει ότι η ψυχή της μητέρας μου πήγε στην ευρύτερη περιοχή του Εαυτού που βρίσκεται πέρα από τα πλαίσια της Χριστιανικής ηθικής· στην ολότητα της φύσης και του πνεύματος όπου όλες οι αντιθέσεις αίρονται. 

Πήγα στο σπίτι αμέσως, και ενώ βρισκόμουν στο νυχτερινό τρένο είχα ένα αίσθημα μεγάλης θλίψης, αλλά βαθιά μέσα μου δεν μπορούσα να πενθώ, και αυτό για έναν περίεργο λόγο: καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής συνεχώς άκουγα χορευτική μουσική, γέλια και ευθυμία, σαν να γιορταζόταν κάποιος γάμος. Αυτό ερχόταν σε έντονη αντίθεση με την άσχημη εντύπωση που το όνειρο μου είχε προκαλέσει. Εδώ υπήρχε εύθυμη χορευτική μουσική και γέλιο, και ήταν αδύνατο να ενδώσω εξ ολοκλήρου στη θλίψη μου. Βρισκόμουν ξανά και ξανά στο όριο να πέσω στη θλίψη, αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή έβρισκα τον εαυτό μου περικυκλωμένο από χαρούμενες μελωδίες. Η μια πλευρά μου είχε μια αίσθηση ζεστασιάς και χαράς, και η άλλη πλευρά είχε μια αίσθηση τρόμου και θλίψης· Βρισκόμουν να αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα σε αυτά τα δυο αντικρουόμενα συναισθήματα. 

Αυτό το παράδοξο μπορεί να ερμηνευτεί αν υποθέσουμε ότι τη μια στιγμή ο θάνατος αναπαρίστατο από τη σκοπιά του Εγώ, ενώ την άλλη στιγμή από τη σκοπιά της ψυχής. Στην πρώτη περίπτωση φαινόταν σαν καταστροφή· έτσι μας φαίνεται συνήθως, σαν σκοτεινές και ανηλεείς δυνάμεις να έχουν θέσει τέλος στην ανθρώπινη ζωή. 

Ο θάνατος είναι πράγματι μια φοβερή εκδήλωση βαρβαρότητας· δεν έχει νόημα να προσποιούμαστε για το αντίθετο. Είναι βάναυσος όχι μόνο ως ένα φυσικό γεγονός, αλλά ακόμη περισσότερο ως ψυχικό γεγονός: ένα ανθρώπινο ον αποχωρίζεται από εμάς, και αυτό που απομένει είναι η παγερή ακινησία του θανάτου. Δεν απομένει καμία ελπίδα για επαφή, καθώς όλες οι γέφυρες γκρεμίζονται μονομιάς. Κάποιοι που θα άξιζαν μια μακρόχρονη ζωή χάνονται στην ακμή της ζωής τους, και άλλοι που δεν θα το άξιζαν ζουν μέχρι τα βαθιά γεράματα. Αυτή είναι μια σκληρή πραγματικότητα που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Η πραγματική εμπειρία από τη σκληρότητα και τη μεροληψία του θανάτου μπορεί τόσο να μας πικράνει ώστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει φιλεύσπλαχνος Θεός, καμία δικαιοσύνη, ούτε και καλοσύνη στον κόσμο. 

Από μια άλλη άποψη, ωστόσο, ο θάνατος εμφανίζεται ως ένα χαρούμενο γεγονός. Υπό το φως της αιωνιότητας, είναι ένας γάμος, ένα «mysterium conjunctionis.» Η ψυχή ξαναβρίσκει το χαμένο της άλλο μισό, επιτυγχάνοντας την ολότητα. Στις Ελληνικές σαρκοφάγους το χαρωπό στοιχείο αναπαραστάθηκε με κορίτσια που χόρευαν, στους τάφους των Ετρούσκων με γλέντια. Όταν ο Καββαλιστής Ραβίνος Simon ben Jochai ήταν να πεθάνει, οι φίλοι του είπαν ότι εκείνος γιόρταζε το γάμο του. Μέχρι τις μέρες μας είναι έθιμο σε πολλές περιοχές να γίνεται ένα πικνίκ στους τάφους την ημέρα των ψυχών. Τέτοια έθιμα εκφράζουν την αίσθηση ότι ο θάνατος είναι πραγματικά μια εορταστική περίσταση. 

Αρκετούς μήνες πριν από το θάνατο της μητέρας μου, το Σεπτέμβριο του 1922, είχα ένα προφητικό όνειρο. Αφορούσε τον πατέρα μου, και μου έκανε βαθιά εντύπωση. Δεν είχα ονειρευτεί τον πατέρα μου από το θάνατό του το 1896. Τώρα επανεμφανίστηκε σε ένα όνειρο, σαν να είχε επιστρέψει από ένα μακρινό ταξίδι. Έμοιαζε αναζωογονημένος, και είχε απολέσει το ύφος της πατρικής βλοσυρότητας. Πήγα στη βιβλιοθήκη μου μαζί του, και ήμουν πολύ χαρούμενος να δω τι ήθελε. Είχα την επιθυμία να του γνωρίζω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, να δει το σπίτι μου, και να του πω όσα μου είχαν συμβεί στο μεταξύ. Θα ήθελα επίσης να του πω για το βιβλίο μου πάνω στους ψυχολογικούς τύπους, το οποίο είχε πρόσφατα δημοσιευθεί. Αλλά γρήγορα είδα ότι όλα αυτά θα ήταν άκαιρα, γιατί ο πατέρας μου έμοιαζε απορροφημένος. Προφανώς ήθελε κάτι από μένα. Το ένιωσα αυτό ξεκάθαρα, και έτσι απέφυγα να μιλήσω για τις δικές μου ανησυχίες. 

Τότε μου είπε ότι εφόσον ήμουν ψυχολόγος θα ήθελε να με συμβουλευτεί πάνω στην ψυχολογία του γάμου. Ήμουν έτοιμος να του δώσω μια εκτενή διάλεξη σχετικά με τις περιπλοκές του γάμου, αλλά σε εκείνο το σημείο ξύπνησα. Δεν μπορούσα να κατανοήσω επαρκώς το όνειρο, γιατί δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι θα μπορούσε να αναφέρεται στο θάνατο της μητέρας μου. Το συνειδητοποίησα αυτό μόνο όταν εκείνη πέθανε ξαφνικά τον Ιανουάριο του 1923. 

Ο γάμος των γονιών μου δεν ήταν ευτυχής αλλά γεμάτος δυσκολίες και δοκιμασίες υπομονής. Και οι δύο έκαναν λάθη τυπικά για πολλά ζευγάρια. Το όνειρό μου ήταν μια πρόβλεψη του θανάτου της μητέρας μου, γιατί εδώ βρισκόταν ο πατέρας μου, που, μετά από απουσία είκοσι έξι χρόνων, ήθελε να ρωτήσει έναν ψυχολόγο για τις νεότερες ιδέες και πληροφορίες σχετικά με τα συζυγικά προβλήματα, δεδομένου ότι θα έπρεπε σύντομα να επανορθώσει αυτήν τη σχέση. Προφανώς δεν είχε αποκτήσει καλύτερη κατανόηση στην άχρονη κατάσταση που βρισκόταν και επομένως έπρεπε να απευθυνθεί σε κάποιον ανάμεσα στους ζωντανούς, ο οποίος, απολαμβάνοντας τα οφέλη της αλλαγής, θα μπορούσε να έχει μια νέα προσέγγιση για το όλο θέμα. 

Αυτό ήταν το μήνυμα του ονείρου. Αναμφίβολα, θα μπορούσα να είχα βρει πολλά περισσότερα εντρυφώντας στο υποκειμενικό του περιεχόμενο· αλλά γιατί είδα το όνειρο λίγο πριν το θάνατο της μητέρας μου, τον οποίο δεν είχα προβλέψει; Σαφώς το όνειρο αναφερόταν στον πατέρα μου, για τον οποίο ένιωθα μια εκτίμηση η οποία βάθαινε με τα χρόνια. 

Καθώς το ασυνείδητο, ως αποτέλεσμα της χωρο-χρονικής του σχετικότητας, κατέχει καλύτερες πηγές πληροφορίας από το συνειδητό νου, ο οποίος διαθέτει μόνο τις αισθητηριακές αντιλήψεις, εξαρτιόμαστε, σχετικά με το μύθο της μετά θάνατο ζωής, από τις πενιχρές υποδείξεις των ονείρων και από παρόμοιες αυθόρμητες αποκαλύψεις από το ασυνείδητο. Όπως έχω ήδη πει, δεν μπορούμε να αποδώσουμε σε αυτές τις αναφορές την αξία της γνώσης, πόσο μάλλον της απόδειξης. Μπορούν, ωστόσο, να αποτελέσουν μια κατάλληλη βάση για μυθικές αναφορές· δίνουν στην διερευνητική διάνοια την πρώτη ύλη που είναι απαραίτητη για τη ζωτικότητά της. Αν αποκόψουμε τον ενδιάμεσο κόσμο της μυθικής φαντασίας, η σκέψη πέφτει θύμα δογματικών αντιλήψεων. Από την άλλη πλευρά, μια υπερβολική ποσότητα μυθολογημάτων είναι επικίνδυνη για τα αδύναμα και ευεπηρέαστα μυαλά, τα οποία μπορούν να εκλάβουν ασαφείς υπαινιγμούς για ουσιαστική γνώση, και να δώσουν πραγματική υπόσταση σε απλές φαντασιώσεις. 

Ένας διαδεδομένος μύθος για το μετέπειτα διαμορφώνεται από τις ιδέες και τις εικόνες οι οποίες επικεντρώνονται στη μετενσάρκωση. Στη Ινδία, μια χώρα της οποίας ο διανοητικός πολιτισμός είναι εξαιρετικά πολύπλοκος και πολύ παλιός, η ιδέα της μετενσάρκωσης θεωρείται δεδομένη κατά τον ίδιο τρόπο που εμείς θεωρούμε την ιδέα ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο. Οι καλλιεργημένοι Ινδουιστές γνωρίζουν ότι δεν συμμεριζόμαστε τις ιδέες τους, αλλά αυτό δεν τους απασχολεί. Σύμφωνα με το Ανατολίτικο πνεύμα, η διαδοχή της γέννησης και του θανάτου αντιμετωπίζεται ως μια ατέρμονη διαδικασία, σαν ένας αιώνιος τροχός που γυρνά για πάντα χωρίς σκοπό· ο άνθρωπος ζει και επιτυγχάνει τη γνώση· πεθαίνει και αρχίζει και πάλι από την αρχή. Μόνο με τον Βούδα αναδύεται η ιδέα ενός σκοπού, δηλαδή, η υπέρβαση της γήινης ύπαρξης. 

Οι μυθολογικές ανάγκες της Δύσης αναζητούν μια εξελικτική κοσμογονία με μια αρχή και έναν τελικό σκοπό. Η Δύση επαναστατεί ενάντια σε μια κοσμογονία με μια αρχή και ένα απλό τέλος, όπως δεν μπορεί να αποδεχθεί την ιδέα ενός στατικού, αυτόνομου, αιώνιου κύκλου επαναλαμβανόμενων γεγονότων. Η Ανατολή, από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα αυτή. Προφανώς δεν υπάρχει καμία ομόφωνη αίσθηση σχετικά με τη φύση του κόσμου, στον ίδιο βαθμό που δεν υπάρχει γενική συμφωνία μεταξύ των σύγχρονων αστρονόμων επί του θέματος. Για το Δυτικό άνθρωπο, η ανοησία ενός στατικού σύμπαντος είναι αφόρητη. Πρέπει να θεωρήσει ότι το σύμπαν έχει κάποιον σκοπό. Η Ανατολή δεν χρειάζεται να κάνει αυτήν την παραδοχή, γιατί την ενσωματώνει. Ενώ η Δύση αισθάνεται την ανάγκη να ολοκληρώσει την έννοια του κόσμου, η Ανατολή αναζητά την ολοκλήρωση του νοήματος στον άνθρωπο, απογυμνώνοντάς τον από την ύπαρξη και από τον εαυτό του (Βούδας). 

Θα έλεγα ότι και οι δύο απόψεις είναι σωστές. Ο Δυτικός άνθρωπος φαίνεται κυρίως εξωστρεφής, ενώ ο Ανατολικός άνθρωπος κυρίως εσωστρεφής. Ο πρώτος προβάλλει το νόημα πάνω στα αντικείμενα· ο δεύτερος νιώθει το νόημα μέσα του. Αλλά το νόημα βρίσκεται τόσο μέσα όσο και έξω.  

Η ιδέα της αναγέννησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδέα του Κάρμα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον το Κάρμα ενός ανθρώπου είναι προσωπικό ή όχι. Αν είναι, τότε το πεπρωμένο, με το οποίο ένας άνθρωπος εισέρχεται στη ζωή, αντιπροσωπεύει ένα επίτευγμα από τις προηγούμενες ζωές, οπότε και υπάρχει μια προσωπική συνέχεια. Αν, ωστόσο, αυτό δεν ισχύει, και ένα απρόσωπο Κάρμα επιφορτίζεται τη στιγμή της γέννησης, τότε αυτό το Κάρμα είναι που ενσαρκώνεται επανειλημμένα χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε προσωπική συνέχεια. 

Ο Βούδας ρωτήθηκε δύο φορές από τους μαθητές του, αν το Κάρμα του ανθρώπου είναι προσωπικό ή όχι. Και τις δυο φορές απέφυγε την απάντηση, και δεν προχώρησε στο θέμα• η γνώση για αυτό, είπε, δεν θα συνέβαλε στην απελευθέρωση του ατόμου από την ψευδαίσθηση της ύπαρξης. Ο Βούδας θεώρησε πολύ πιο χρήσιμο για τους μαθητές του να διαλογιστούν πάνω στην αλυσίδα Nidana, δηλαδή, στη διαδικασία της γέννησης, της ζωής, του γήρατος και του θανάτου, καθώς και σχετικά με την αιτία και το αποτέλεσμα του πόνου. 

Δεν γνωρίζω καμία απάντηση στο ερώτημα του κατά πόσο το Κάρμα που ζω είναι το αποτέλεσμα από τις προηγούμενες ζωές μου, ή αν έχει περισσότερο να κάνει με τα επιτεύγματα των προγόνων μου, των οποίων η κληρονομιά περνά σε μένα. Είμαι άραγε ένας συνδυασμός των ζωών των προγόνων, και ενσαρκώνω αυτές τις ζωές; Ή μήπως έχω ζήσει ξανά στο παρελθόν ως συγκεκριμένο άτομο, και έχω προοδεύσει αρκετά στην τωρινή μου ζωή ώστε να είμαι σε θέση να αναζητήσω μια λύση; Δεν ξέρω. Ο Βούδας άφησε το ζήτημα ανοιχτό, και θα προτιμούσα να υποθέσω ότι ούτε ο ίδιος γνώριζε με βεβαιότητα. 

Μπορώ πράγματι να φανταστώ ότι έχω ξαναζήσει σε προηγούμενους αιώνες και αντιμετώπισα εκεί ερωτήσεις που δεν ήμουν ακόμη σε θέση να απαντήσω· ότι έπρεπε να ξαναγεννηθώ επειδή δεν είχα εκπληρώσει το καθήκον που μου ανατέθηκε. Όταν πεθάνω, οι πράξεις μου θα με ακολουθήσουν, έτσι μπορώ να το φανταστώ. Θα κουβαλώ μαζί μου όσα έχω κάνει. Στο μεταξύ είναι σημαντικό να διασφαλίσω ότι δεν θα βρεθώ στο τέλος με άδεια χέρια. Ο Βούδας, επίσης, φαίνεται να είχε αυτή τη σκέψη όταν προσπάθησε να κρατήσει τους μαθητές του μακριά από το να χάνουν τον καιρό τους με άσκοπες εικασίες. 

Το νόημα της ύπαρξής μου είναι ότι η ζωή μού έχει απευθύνει μια ερώτηση. Ή, αντιστρόφως, εγώ ο ίδιος είμαι μια ερώτηση που απευθύνεται στον κόσμο, και θα πρέπει να κοινωνήσω την απάντησή μου, ειδάλλως θα εξαρτώμαι από την απάντηση του κόσμου. Αυτό είναι το συλλογικό μου καθήκον, το οποίο θα πετύχω δύσκολα και μόνο με προσπάθεια. Ίσως είναι ένα ερώτημα που απασχόλησε τους προγόνους μου, και οι οποίοι δεν θα ήταν σε θέση να απαντήσουν. Μήπως για αυτό είμαι τόσο εντυπωσιασμένος που το συμπέρασμα του Φάουστ δεν περιέχει καμία λύση; Ή με το πρόβλημα που ο Νίτσε έθεσε: τη Διονυσιακή πλευρά της ζωής, προς την οποία ο Χριστιανός φαίνεται να έχει χάσει το δρόμο· Ή μήπως είναι ο ανήσυχος Βόταν-Ερμής των Γερμανών και Φράγκων προγόνων μου, ο οποίος θέτει προκλητικούς γρίφους; 

Αυτό που νιώθω να είναι το αποτέλεσμα των ζωών των προγόνων μου, ή ένα Κάρμα που αποκτήθηκε σε μια προηγούμενη προσωπική ζωή, μπορεί εξίσου πιθανά να είναι ένα απρόσωπο αρχέτυπο που σήμερα ασκεί έντονες πιέσεις σε όλους, και που επίσης ασκεί μια ιδιαίτερη επιρροή πάνω μου· ένα αρχέτυπο όπως, για παράδειγμα, η ανάπτυξη ανά τους αιώνες της Αγίας Τριάδας και της αντιπαράθεσής της με τη Θηλυκή Αρχή· ή η ακόμα εκκρεμούσα απάντηση στο ερώτημα των Γνωστικών σχετικά με την προέλευση του κακού, ή, για να το θέσω διαφορετικά, ο ελλιπής χαρακτήρας της Χριστιανικής εικόνας του Θεού. 

Επίσης σκέφτομαι τη δυνατότητα ότι μέσω κάποιου επιτεύγματος ενός ανθρώπου μια ερώτηση εισέρχεται στον κόσμο, στην οποία πρέπει να παράσχουμε κάποιο είδος απάντησης. Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο θέτω το ερώτημα και την απάντησή του μπορεί να μην είναι ικανοποιητικός. Έτσι, κάποιος που έχει το Κάρμα μου ή εγώ ο ίδιος θα πρέπει να ξαναγεννηθώ προκειμένου να δώσω μια πληρέστερη απάντηση. Μπορεί επίσης να μην ξαναγεννηθώ αν ο κόσμος δεν χρειάζεται κάποια σχετική απάντηση, οπότε θα δικαιούμαι αρκετές εκατοντάδες χρόνια γαλήνης εωσότου κάποιος θα χρειαστεί εκ νέου να αντιμετωπίσει το ζήτημα. Φαντάζομαι ότι μια περίοδος ανάπαυσης θα μπορούσε να υπάρξει, εωσότου το έργο της ζωής μου να χρειαστεί να επανατεθεί. 

Το θέμα του Κάρμα μού είναι ασαφές, όπως επίσης το πρόβλημα της προσωπικής αναγέννησης ή της μετεμψύχωσης. Με ένα ελεύθερο και ανοικτό μυαλό ακούω προσεκτικά το Ινδικό δόγμα της αναγέννησης, και παρατηρώ τριγύρω τον κόσμο της δικής μου εμπειρίας για να βρω κάπου και με κάποιο τρόπο ένα αυθεντικό σημάδι για τη μετενσάρκωση. Φυσικά, δεν λαμβάνω υπόψη τις αμέτρητες μαρτυρίες εδώ στη Δύση σχετικά με την πίστη στη μετενσάρκωση. Μια πεποίθηση αποδεικνύει για μένα μόνο το φαινόμενο της πίστης, όχι το περιεχόμενό της. Αυτό το τελευταίο πρέπει να το δω να αποκαλύπτεται εμπειρικά για να το αποδεχθώ. 

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν μπορούσα να βρω τίποτε πειστικό, παρότι κοίταζα προσεκτικά για οποιαδήποτε σχετικά σημάδια. Πρόσφατα, ωστόσο, παρατήρησα στον εαυτό μου μια σειρά από όνειρα που φαίνεται να περιγράφουν τη διαδικασία της μετενσάρκωσης, σχετικά με ένα γνωστό μου πρόσωπο που πέθανε. Αλλά δεν έχω ποτέ ξανασυναντήσει τέτοια όνειρα σε άλλα πρόσωπα, και ως εκ τούτου δεν έχω καμία βάση για σύγκριση. Δεδομένου ότι αυτή η παρατήρηση είναι υποκειμενική και μοναδική, προτιμώ μόνο να μνημονεύσω την ύπαρξή της και να μην επεκταθώ περαιτέρω. Ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω ότι μετά από αυτήν την εμπειρία βλέπω το πρόβλημα της μετενσάρκωσης με κάπως διαφορετικά μάτια, χωρίς όμως να είμαι σε θέση να διεκδικήσω μια οριστική άποψη. 

Αν υποθέσουμε ότι η ζωή συνεχίζεται «εκεί,» δεν μπορούμε να σκεφτούμε οποιαδήποτε άλλη μορφή της ύπαρξης εκτός από μια ψυχική· γιατί η ζωή της ψυχής δεν απαιτεί κανένα χώρο ή χρόνο. Η ψυχική ύπαρξη, και προ πάντων οι εσωτερικές εικόνες, οι οποίες μας ενδιαφέρουν εδώ, προμηθεύουν το υλικό για όλες τις μυθολογικές εικασίες σχετικά με μια μετέπειτα ζωή, και θεωρώ μια τέτοια ζωή ως μια συνέχιση στον κόσμο των εικόνων. Έτσι η ψυχή μπορεί να αντιπροσωπεύει την ύπαρξη ενός κόσμου στον οποίο το μετέπειτα και η γη των νεκρών βρίσκονται. 

Από ψυχολογική άποψη, η μετέπειτα ζωή θα μπορούσε να είναι μια λογική συνέχεια της ψυχικής ζωής σε μεγάλη ηλικία. Καθώς ο άνθρωπος γερνάει, η περισυλλογή και ο διαλογισμός πάνω στις εσωτερικές εικόνες παίζουν φυσιολογικά έναν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή του ανθρώπου. «Οι γέροι βλέπουν όνειρα.» Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει ότι οι ψυχές των ηλικιωμένων ανθρώπων δεν έχουν απογίνει ξύλινες, ή απολιθωμένες («sero medicina paratur cum mala per longas convaluere moras»). Σε μεγάλη ηλικία κάποιος αφήνει τις αναμνήσεις να ξεδιπλωθούν στο μυαλό, και ονειροπολώντας, αναγνωρίζει τον εαυτό του στις εσωτερικές και στις εξωτερικές εικόνες του παρελθόντος. Αυτό μοιάζει με την προετοιμασία για μια μετέπειτα ύπαρξη, ακριβώς όπως, κατά την άποψη του Πλάτωνα, η φιλοσοφία είναι μια προετοιμασία για το θάνατο. 

Οι εσωτερικές εικόνες μας βοηθάνε να μην χαθούμε στην προσωπική αναδρομή. Πολλοί ηλικιωμένοι άνθρωποι απασχολούνται πολύ στην ανασυγκρότηση του παρελθόντος. Παραμένουν φυλακισμένοι σε αυτές τις αναμνήσεις. Αλλά η αναδρομή, αν γίνεται με περισυλλογή και μεταφράζεται σε εικόνες, μπορεί να αποτελέσει ένα μελλοντικό άλμα. Προσπαθώ να διακρίνω τη γραμμή που οδηγεί μέσα από τη ζωή μου στον κόσμο, και από τον κόσμο ξανά έξω από αυτόν. 

Σε γενικές γραμμές, η αντίληψη των ανθρώπων για τη μετέπειτα ζωή αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από ευσεβείς πόθους και προκαταλήψεις. Έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις το μετέπειτα απεικονίζεται ως ένα ευχάριστο μέρος. Αυτό δεν μου φαίνεται τόσο προφανές. Μου είναι δύσκολο να φανταστώ ότι μετά το θάνατο θα είμαστε πνεύματα σε ένα όμορφο ανθισμένο λιβάδι. Αν τα πάντα ήταν τόσο ευχάριστα στην άλλη ζωή, σίγουρα θα υπήρχε κάποια φιλική επικοινωνία ανάμεσα σε εμάς και στα πνεύματα, και ένα ανάβλυσμα καλοσύνης και ομορφιάς από την προγενέθλια κατάσταση. Αλλά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Γιατί άραγε υπάρχει αυτό το ανυπέρβλητο εμπόδιο ανάμεσα στους μακαρίτες και στους ζωντανούς; Τουλάχιστον οι μισές από τις αναφορές για επαφή με τους νεκρούς αφηγούνται τρομακτικές εμπειρίες με σκοτεινά πνεύματα· και είναι ο κανόνας ότι η γη των νεκρών χαρακτηρίζεται από παγερή σιωπή, αδιατάραχτη από τη θλίψη των πεθαμένων. 

Για να ακολουθήσω τη σκέψη που μου έρχεται αυθόρμητα: ο κόσμος, πιστεύω, είναι υπερβολικά μοναδικός για να υπάρχει μια άλλη ζωή στην οποία ο κανόνας των αντιθέτων να απουσιάζει εντελώς. Και εκεί θα υπερισχύει η φύση, η οποία και πάλι θα ανήκει στο Θεό. Ο κόσμος στον οποίο μπαίνουμε μετά θάνατο θα είναι μεγάλος και τρομερός, όπως ο Θεός και ολόκληρη η φύση όπως τη γνωρίζουμε. Ούτε μπορώ να συλλάβω ότι η ανθρώπινη ταλαιπωρία μπορεί εξολοκλήρου να σταματήσει. Δεδομένων αυτών που έζησα στα οράματα του 1944, η απελευθέρωση από τα βάρη του σώματος και η συνειδητοποίηση του νοήματος μου έδωσαν τη βαθύτερη ευδαιμονία. Ωστόσο, υπήρχε επίσης πολύ σκοτάδι και μια παράξενη διακοπή της ανθρώπινης ζεστασιάς. Θυμηθείτε το μαύρο βράχο, στον οποίο βρέθηκα! Αποτελούταν από τον πιο σκληρό γρανίτη. Τι σημαίνει αυτό; Αν δεν υπήρχαν ατέλειες, κανένα αρχέγονο ελάττωμα στο έδαφος της δημιουργίας, γιατί να υπάρχει η οποιαδήποτε ώθηση για δημιουργία, η λαχτάρα για ό,τι ακόμη πρέπει να εκπληρωθεί; Γιατί οι θεοί δείχνουν τόση αδιαφορία για τον άνθρωπο και για τη δημιουργία; Γιατί δεν σταματάν την ατέρμονη αλυσίδα της Nidana; Σε τελική ανάλυση, ο Βούδας αντιτίθεται στην επώδυνη ψευδαίσθηση της ύπαρξης, και οι Χριστιανοί ελπίζουν στη συντέλεια, το συντομότερο δυνατό, αυτού του κόσμου. 

Μου φαίνεται πιθανό ότι και στη μετέπειτα ζωή υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί, αλλά ότι οι ψυχές των νεκρών βρίσκουν μόνο σταδιακά τα όρια της απελευθερωμένης κατάστασης. Κάπου «εκεί έξω» πρέπει να υπάρχει ένας καθοριστικός παράγοντας, μια αναγκαία συνθήκη του κόσμου, η οποία επιδιώκει να θέσει τέρμα στη μεταθανάτια κατάσταση. Αυτός ο δημιουργικός παράγοντας, όπως το φαντάζομαι, θα πρέπει να καθορίζει ποιες ψυχές θα βυθίσει εκ νέου στη διαδικασία της γέννησης. Ορισμένες ψυχές, ίσως, να θεωρούν την κατάσταση της τρισδιάστατης ύπαρξης πιο ευχάριστη από εκείνη της αιωνιότητας. Αλλά αυτό μπορεί να εξαρτάται από το πόσο πολύ ολοκληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ύπαρξής τους. 

Είναι πιθανό ότι κάθε περαιτέρω προσκόλληση στην τρισδιάστατη ζωή δεν έχει κανένα νόημα άπαξ η ψυχή θα έχει φτάσει ένα συγκεκριμένο στάδιο συνειδητοποίησης· δεν θα χρειάζεται πλέον να επιστρέψει. Τότε η ψυχή θα εξαφανιστεί από τον τρισδιάστατο κόσμο και θα πετύχει αυτό που οι Βουδιστές ονομάζουν Νιρβάνα. Αλλά αν ένα Κάρμα παραμένει να εκπληρωθεί, τότε η ψυχή ενσκήπτει και πάλι σε επιθυμίες και επιστρέφει πίσω στη ζωή, ίσως επειδή η ίδια συνειδητοποιεί ότι κάτι απομένει να εκπληρώσει. 

Στη δική μου περίπτωση πρέπει να ήταν κατά κύριο λόγο μια έντονη επιθυμία για γνώση που με έφερε στη ζωή. Γιατί αυτό είναι το ισχυρότερο στοιχείο στη φύση μου. Αυτή η ακόρεστη επιθυμία μου για γνώση δημιούργησε την ευαισθησία να ξέρω τι υπάρχει και τι συμβαίνει, και να συγκεντρώνω τις μυθικές αντιλήψεις από τις ανεπαίσθητες ενδείξεις του αγνώστου. 

Μας λείπουν οι απτές αποδείξεις πως οτιδήποτε από εμάς διατηρείται στην αιωνιότητα. Το πολύ μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάποια πιθανότητα ότι κάτι από την ψυχή μας συνεχίζει πέρα από το φυσικό θάνατο. Το αν αυτό που εξακολουθεί να υπάρχει έχει συνείδηση του εαυτού του, δεν το γνωρίζουμε. Αν αισθανόμαστε την ανάγκη να σχηματίσουμε κάποια άποψη πάνω σε αυτήν την ερώτηση, μπορούμε ενδεχομένως να εξετάσουμε αυτό που έχει γίνει γνωστό από τα φαινόμενα του ψυχικού διχασμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις όπου ένα αποκομμένο σύμπλεγμα εκδηλώνεται, αυτό γίνεται με τη μορφή μιας προσωπικότητας, σαν το σύμπλεγμα να είχε συνείδηση του εαυτού του. Έτσι οι φωνές που ακούνε οι παράφρονες προσωποποιούνται. Ασχολήθηκα πριν από καιρό με αυτό το φαινόμενο των προσωποποιημένων συμπλεγμάτων στη διδακτορική μου διατριβή. 

Μπορούμε αν θέλουμε να επικαλεστούμε αυτά τα συμπλέγματα ως αποδεικτικά στοιχεία για μια συνέχεια της συνείδησης. Παρομοίως, υπέρ αυτής της υπόθεσης, υπάρχουν ορισμένες εκπληκτικές παρατηρήσεις σε περιπτώσεις απώλειας συνείδησης ύστερα από οξείς τραυματισμούς στον εγκέφαλο και σε σοβαρές περιπτώσεις νευρικού κλονισμού. Και στις δύο περιπτώσεις, η συνολική απώλεια της συνείδησης μπορεί να συνοδεύεται από αντιλήψεις του έξω κόσμου και ζωντανές ονειρικές εμπειρίες. Δεδομένου ότι ο εγκεφαλικός φλοιός, η έδρα της συνείδησης, δεν λειτουργεί σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν υπάρχει ακόμη κάποια εξήγηση για αυτά τα φαινόμενα. Μπορεί να αποτελούν στοιχεία για τουλάχιστον μια υποκειμενική εμμονή της ικανότητας για συνείδηση ακόμη και σε κατάσταση εμφανούς ασυνειδητότητας. 

Το ακανθώδες πρόβλημα της σχέσης του αιώνιου ανθρώπου, του Εαυτού και του γήινου ανθρώπου στο χώρο και στο χρόνο διαφωτίστηκε από δύο όνειρα μου. Σε ένα όνειρο που είχα τον Οκτώβριο του 1958, είδα από το σπίτι μου δυο δίσκους σχήματος φακού, και μεταλλικού χρώματος, οι οποίοι διέγραφαν ένα τόξο πάνω από το σπίτι και μέχρι κάτω στη λίμνη. Ήταν δύο ΑΤΙΑ (Αγνώστου Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα). Τότε ένα άλλο αντικείμενο ήρθε κατευθείαν προς εμένα. Ήταν ένας τελείως κυκλικός φακός, όπως αυτός ενός τηλεσκοπίου. Σε μια απόσταση τεσσάρων ή πέντε γιαρδών έμεινε ακίνητο για μια στιγμή, και στη συνέχεια πέταξε μακριά. Αμέσως μετά, ένα άλλο αντικείμενο ήρθε πετώντας γρήγορα στον αέρα: ένας φακός με μια μεταλλική προέκταση, σαν το κουτί ενός μαγικού φαναριού. Σε απόσταση εξήντα ή εβδομήντα γιαρδών παρέμενε ακίνητο στον αέρα, δείχνοντας κατευθείαν σε μένα. Ξύπνησα με ένα αίσθημα έκπληξης. Ακόμα εμποτισμένος από το όνειρο, πέρασε από το μυαλό μου η εξής σκέψη: «Πάντα σκεφτόμαστε ότι τα ΑΤΙΑ αποτελούν προβολές μας. Τώρα αποδεικνύεται ότι εμείς είμαστε οι προβολές τους. Προβάλλομαι από το μαγικό φανάρι ως C. G. Jung. Αλλά ποιος χειρίζεται τη συσκευή;» 

Είχα ονειρευτεί άλλη μια φορά το πρόβλημα του Εαυτού και του Εγώ. Σε εκείνο το προγενέστερο όνειρο, βρισκόμουν σε ένα ταξίδι ωτοστόπ. Περπατούσα κατά μήκος ενός μικρού δρόμου μέσα από ένα λοφώδες τοπίο· ο ήλιος έλαμπε και είχα ένα ευρύ οπτικό πεδίο προς όλες τις κατευθύνσεις. Τότε βρέθηκα σε ένα μικρό εκκλησάκι δίπλα στο δρόμο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, και πήγα. Προς μεγάλη μου έκπληξη δεν υπήρχε καμία εικόνα της Παναγίας στο βωμό, ούτε και Σταυρός, αλλά μόνο μια υπέροχη διαρρύθμιση με άνθη. Αλλά στη συνέχεια είδα ότι στο πάτωμα μπροστά από το βωμό, απέναντι μου, καθόταν ένας γιόγκι σε στάση λωτού, σε βαθύ διαλογισμό. Όταν τον κοίταξα από πιο κοντά, συνειδητοποίησα ότι είχε το πρόσωπό μου. Τον κοιτούσα με τρόμο, και ξύπνησα με τη σκέψη: «Α, ώστε αυτός είναι που με διαλογίζεται. Έχει ένα όνειρο, το οποίο είμαι εγώ.» Καταλάβαινα ότι όταν εκείνος ξυπνούσε, εγώ πλέον δεν θα υπήρχα. 

Είχα αυτό το όνειρο μετά από την ασθένειά μου το 1944. Είναι μια παραβολή: Εγώ ο ίδιος αποσύρομαι σε διαλογισμό και στοχάζομαι την επίγεια μορφή μου. Για να το θέσω διαφορετικά: Αποκτώ ανθρώπινη μορφή προκειμένου να μπω στην τρισδιάστατη ύπαρξη, όπως κάποιος φορά τη στολή του δύτη για να βουτήξει στη θάλασσα. Όταν ο Εαυτός αποποιείται την ύπαρξή του στην άλλη ζωή, υιοθετεί μια θρησκευτική στάση, όπως το παρεκκλήσι δείχνει στο όνειρο. Με τη γήινη μορφή μπορεί να περάσει από τις εμπειρίες του τρισδιάστατου κόσμου, και μέσα από την μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση να κάνει ένα επιπλέον βήμα προς την πραγμάτωση. 

Η μορφή του γιόγκι, τότε, θα αντιπροσωπεύει, λιγότερο ή περισσότερο, την ασυνείδητη προγενέθλια ολότητά μου, και η Άπω Ανατολή, όπως συμβαίνει συχνά στα όνειρα, μια ψυχική κατάσταση ξένη και αντίθετη με τη δική μας. Όπως με το μαγικό φανάρι, ο διαλογισμός του γιόγκι «προβάλλει» την εμπειρική μου πραγματικότητα. Κατά κανόνα βλέπουμε αυτήν την αιτιακή σχέση αντίστροφα: στα προϊόντα του ασυνείδητου ανακαλύπτουμε σύμβολα μαντάλα (mandala), δηλαδή, κυκλικές και τετραδικές μορφές που εκφράζουν την ολότητα, και κάθε φορά που θέλουμε να εκφράσουμε την ολότητα εφαρμόζουμε ακριβώς τέτοιες μορφές. Η βάση μας είναι το Εγώ-συνείδηση, ο κόσμος μας το πεδίο του φωτός που επικεντρώνεται στο σημείο εστίασης του Εγώ. Από εκείνο το σημείο βλέπουμε προς τα έξω έναν αινιγματικό κόσμο ομίχλης, χωρίς ποτέ να ξέρουμε σε ποιο βαθμό οι σκιώδεις μορφές που βλέπουμε προκαλούνται από την συνείδησή μας ή αν διαθέτουν τη δική τους πραγματικότητα. Ο επιφανειακός παρατηρητής είναι ικανοποιημένος με την πρώτη υπόθεση. Αλλά μια πιο προσεκτική μελέτη δείχνει ότι κατά κανόνα οι εικόνες του ασυνείδητου δεν παράγονται από τη συνείδηση αλλά έχουν μια πραγματικότητα και έναν αυθορμητισμό από μόνες τους, παρότι τις θεωρούμε ως απλά, οριακά φαινόμενα. 

Ο σκοπός και των δυο αυτών ονείρων είναι να προκαλέσουν μια αντιστροφή της σχέσης ανάμεσα στο Εγώ-συνείδηση και στο ασυνείδητο, και να αντιπροσωπεύσουν το ασυνείδητο ως την πηγή της εμπειρικής προσωπικότητας. Αυτή η αντιστροφή υποδηλώνει ότι από τη σκοπιά της «άλλης πλευράς,» η ασυνείδητη ύπαρξή μας είναι η πραγματική ενώ ο συνειδητός κόσμος ένα είδος της ψευδαίσθησης, μια φαινομενική πραγματικότητα που κατασκευάστηκε για έναν συγκεκριμένο σκοπό, σαν ένα όνειρο που φαίνεται σαν πραγματικότητα όσο το ζούμε. Είναι σαφές ότι αυτή η κατάσταση μοιάζει πολύ με την Ανατολική έννοια του Μάγια (ψευδαίσθηση). 

Η ασυνείδητη πληρότητα επομένως μου φαίνεται το «οδηγό πνεύμα» (spiritus rector) των βιολογικών και ψυχικών γεγονότων. Εδώ αποτελεί μια αρχή η οποία επιδιώκει την καθολική ολοκλήρωση, και η οποία στην περίπτωση του ανθρώπου σημαίνει την επίτευξη της συνολικής συνείδησης. Η επίτευξη της συνείδησης είναι ο πολιτισμός με την ευρύτερη έννοια, και η αυτογνωσία είναι, ως εκ τούτου, η καρδιά και η ουσία αυτής της διαδικασίας. Η Ανατολή αποδίδει αναμφισβήτητα θεία προέλευση στον Εαυτό, και σύμφωνα με την αρχαία Χριστιανική άποψη η αυτογνωσία είναι ο δρόμος προς τη γνώση του Θεού. 

Το αποφασιστικό ερώτημα για τον άνθρωπο είναι: Σχετίζεται αυτός με κάτι άπειρο ή όχι; Αυτό είναι το εύστοχο ερώτημα της ζωής του. Μόνο αν γνωρίζουμε ότι αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι το άπειρο, μπορούμε να αποφύγουμε την εστίαση του ενδιαφέροντος μας σε πρόσκαιρα πράγματα και σε κάθε είδος στόχων οι οποίοι δεν έχουν πραγματική σημασία. Έτσι απαιτούμε ότι ο κόσμος θα μας δώσει την αναγνώριση για ιδιότητες που θεωρούμε ως προσωπικά στοιχεία: το ταλέντο μας ή την ομορφιά μας. Όσο περισσότερο ένας άνθρωπος δίνει έμφαση σε ευτελή στοιχεία, και όσο λιγότερη ευαισθησία έχει για όσα είναι απαραίτητα, τόσο λιγότερο ικανοποιητική είναι η ζωή του. Αισθάνεται περιορισμένος, επειδή έχει περιορισμένους σκοπούς, και το αποτέλεσμα είναι ο φθόνος και η ζήλια. Αν συνειδητοποιήσουμε και νιώσουμε ότι εδώ σε αυτή τη ζωή έχουμε ήδη μια σύνδεση με το άπειρο, οι επιθυμίες και οι νοοτροπίες αλλάζουν. Σε τελική ανάλυση, υπολογίζουμε κάτι μόνο με βάση το ουσιώδες που έχουμε ενσωματώσει και χωρίς το οποίο η ζωή μας είναι χαμένη. Στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους επίσης, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ένα στοιχείο του απείρου εκφράζεται σε αυτήν τη σχέση. 

Το συναίσθημα για το άπειρο, ωστόσο, μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν οριοθετούμαστε στο έπακρο. Ο μεγαλύτερος περιορισμός για τον άνθρωπο είναι ο «Εαυτός·» εκδηλώνεται στην εμπειρία: «Είμαι μόνο αυτό!» Μόνο η συνειδητοποίηση της στενής προσκόλλησής μας στον Εαυτό αποτελεί τη σύνδεση με το απεριόριστο του ασυνείδητου. Χάρη σε αυτήν την επίγνωση, βιώνουμε τους εαυτούς μας ταυτόχρονα ως πεπερασμένους και απεριόριστους. Γνωρίζοντας τον εαυτό μας ως μοναδικό στον προσωπικό μας συνδυασμό, διαθέτουμε επίσης την ικανότητα να αποκτήσουμε συνείδηση του απείρου. Αλλά μόνο τότε! 

Σε μια εποχή που έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά στην επέκταση του ζωτικού χώρου και την αύξηση της ορθολογικής γνώσης με κάθε κόστος, πρόκειται για μια υπέρτατη πρόκληση να ζητήσουμε από τον άνθρωπο να αποκτήσει συνείδηση της μοναδικότητας και των περιορισμών του. Μοναδικότητα και περιορισμός είναι συνώνυμα. Χωρίς αυτά, καμία αντίληψη του απεριόριστου δεν είναι δυνατή- και, κατά συνέπεια, καμία επίτευξη επίγνωσης- παρά μόνο μια απατηλή ταύτιση με τους μεγάλους αριθμούς και μια απληστία για πολιτική εξουσία. 

Η εποχή μας έχει μετατοπίσει όλη την έμφαση στο «εδώ και τώρα,» και έτσι επέφερε μια δαιμονοποίηση του ανθρώπου και του κόσμου. Το φαινόμενο των δικτατοριών και όλης της δυστυχίας που έφεραν προέρχεται από το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει απογυμνωθεί από την υπερβατικότητα εξαιτίας των κοντόφθαλμων διανοούμενων. Μαζί τους, έπεσε θύμα της ασυνειδητότητας. Αλλά το καθήκον του ανθρώπου είναι ακριβώς το αντίθετο: να γίνει συνειδητός για τα περιεχόμενα τα οποία προωθούνται από το ασυνείδητο. Ούτε πρέπει να επιμείνει στην ασυνειδητότητα, ούτε πρέπει να παραμείνει ταυτισμένος με τα ασυνείδητα στοιχεία της ύπαρξής του, αποφεύγοντας έτσι το πεπρωμένο του, το οποίο είναι να δημιουργήσει ολοένα και περισσότερη συνείδηση. Όσο μπορούμε να διακρίνουμε, ο αποκλειστικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης είναι να ανάψει ένα φως στο σκοτάδι του απλού είναι. Μπορεί ακόμη να υποτεθεί ότι ακριβώς όπως το ασυνείδητο μας επηρεάζει, έτσι η αύξηση της συνειδητότητάς μας επηρεάζει το ασυνείδητο. 

*Από το βιβλίο «Memories, Dreams, Reflections» του Carl Jung



2 Απρ 2013

Μια νέα θεωρία για τη σχέση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη

DAVID BOHM 
Department of Theoretical Physics, Birkbeck College, University of London, Malet St, London WC1E 7HX, United Kingdom 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ: Η σχέση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη προσεγγίζεται με έναν νέο τρόπο σε αυτό το άρθρο. Αυτή η προσέγγιση στηρίζεται στην αιτιακή ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας, στην οποία ένα ηλεκτρόνιο, για παράδειγμα, θεωρείται ως μια αδιαχώριστη ένωση ενός σωματιδίου και ενός πεδίου. Αυτό το πεδίο έχει, ωστόσο, ορισμένες νέες ιδιότητες που μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι τα κύρια σημεία διαφοράς ανάμεσα στην κβαντική και στην κλασική θεωρία (Νευτώνεια θεωρία). Αυτές οι νέες ιδιότητες υποδηλώνουν ότι το πεδίο μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει αντικειμενική και ενεργή πληροφορία, και ότι η δραστηριότητα αυτής της πληροφορίας είναι παρόμοια κατά ορισμένους βασικούς τρόπους με τη δραστηριότητα της πληροφορίας στην καθημερινή υποκειμενική εμπειρία μας. Έτσι, η αναλογία ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη είναι αρκετά στενή. Η αναλογία αυτή οδηγεί στην πρόταση των γενικών κατευθύνσεων μιας νέας θεωρίας για το πνεύμα, την ύλη και τη μεταξύ τους σχέση, σύμφωνα με την οποία η βασική έννοια είναι η συμμετοχή αντί για την αλληλεπίδραση. Αν και η θεωρία αυτή μπορεί να αναπτυχθεί μαθηματικά με περισσότερες λεπτομέρειες, η έμφαση εδώ είναι να δειχθεί ποιοτικά πώς παρέχει ένα τρόπο σκέψης που δεν χωρίζει το πνεύμα από την ύλη, και έτσι οδηγεί σε μια πιο συνεκτική κατανόηση τέτοιων ερωτημάτων από ό,τι είναι δυνατό με τις κοινές δυιστικές και αναγωγιστικές προσεγγίσεις. Αυτές οι ιδέες μπορεί να είναι σχετικές με τις συνδετικές θεωρίες (connectionism) και ίσως μπορεί να προτείνει νέες κατευθύνσεις για την ανάπτυξή τους.


1. Εισαγωγή 

Αυτό το άρθρο περιγράφει ορισμένες ιδέες που αποσκοπούν στο να φέρουν μαζί την πνευματική και την υλική πλευρά της πραγματικότητας. Ασχολείται κυρίως με το να δώσει τις γενικές κατευθύνσεις ενός νέου τρόπου σκέψης, συνεπή με την σύγχρονη φυσική, ο οποίος δεν διαχωρίζει το πνεύμα από την ύλη, τον παρατηρητή από αυτό που παρατηρεί, το υποκείμενο από το αντικείμενο. Αυτό που περιγράφεται εδώ είναι, ωστόσο, μόνο η αρχή ενός τέτοιου τρόπου σκέψης που μπορεί να αναπτυχθεί πολύ περισσότερο.

Το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στην πνευματική και στη φυσική πλευρά της πραγματικότητας είναι θεμελιώδες εδώ και πολύ καιρό, ειδικά στη Δυτική φιλοσοφία. Ο Καρτέσιος (Descartes) πρότεινε μια ιδιαίτερα σαφή διατύπωση των βασικών δυσκολιών όταν θεώρησε την ύλη σαν μια επεκταμένη ουσία (η οποία δηλαδή καταλαμβάνει χώρο) ενώ το πνεύμα σαν νοήμονη ουσία (η οποία σαφώς δεν καταλαμβάνει χώρο). Επισήμανε ότι στο μυαλό μπορούν να υπάρχουν σαφείς και διακριτές σκέψεις που αντιστοιχούν σε περιεχόμενο σε ξεχωριστά αντικείμενα, που βρίσκονται στο χώρο. Αλλά αυτές οι σκέψεις δεν βρίσκονται στην πραγματικότητα σε ξεχωριστές περιοχές του χώρου, ούτε μοιάζουν να είναι ξεχωριστά υλικά αντικείμενα με κανέναν τρόπο. Φαίνεται ότι οι φύσεις του πνεύματος και της ύλης είναι τόσο διαφορετικές έτσι ώστε να μην μπορεί κάποιος να βρει μια βάση για τη μεταξύ τους σχέση. Αυτή η  άποψη τέθηκε ξεκάθαρα από τον Καρτέσιο (βλ. Cottingham, 1986) όταν είπε ότι δεν υπάρχει τίποτα που να περιλαμβάνεται στην έννοια της ύλης που να ανήκει στο μυαλό, και τίποτα στην έννοια του πνεύματος που να ανήκει στην ύλη. Ωστόσο, η πείρα δείχνει ότι συνδέονται στενά μεταξύ τους.

Ο Καρτέσιος έλυσε το πρόβλημα υποθέτοντας ότι ο Θεός, ο οποίος δημιούργησε τόσο το πνεύμα όσο και την ύλη, μπορούσε να τα συνδέσει βάζοντας μέσα στα μυαλά των ανθρώπων τις καθαρές και διακριτές σκέψεις που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν την ύλη ως επεκταμένη ουσία. Βεβαίως υποτέθηκε ακόμα από τον Καρτέσιο ότι οι σκοποί που περιέχονται στις σκέψεις θα έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να εκφράζονται μέσα από την ύλη, παρόλο που υποστήριξε ότι το πνεύμα και η ύλη δεν διέθεταν κανένα πλαίσιο από κοινού. Φαίνεται έτσι (όπως πράγματι προτάθηκε εκείνη την περίοδο από τον Malebranche) ότι δεν έμενε τίποτε άλλο από την έκκληση στον Θεό για να διευθετηθεί η επιθυμητή δράση κατά κάποιον τρόπο. Ωστόσο, έκτοτε, μια τέτοια αναφορά στις ενέργειες του Θεού έχει γενικά παύσει να γίνεται δεκτή ως ένα έγκυρο φιλοσοφικό επιχείρημα. Αλλά αυτή η θεώρηση μας αφήνει χωρίς καμία εξήγηση για το πώς το πνεύμα και η ύλη σχετίζονται.

Αυτό το άρθρο αποβλέπει στην ανάπτυξη μιας διαφορετικής προσέγγισης πάνω σε αυτό το θέμα, η οποία επιτρέπει μια κατανοητή σχέση μεταξύ πνεύματος και ύλης χωρίς να ανάγει το ένα σε μια απλή λειτουργία ή χαρακτηριστικό του άλλου (ένας τέτοιος αναγωγισμός παίρνει συχνά τις διάφορες μορφές του υλισμού, ο οποίος ανάγει το πνεύμα, για παράδειγμα, σε ένα 'επιφαινόμενο' που δεν έχει καμία πραγματική επίδραση πάνω στην ύλη, ή του ιδεαλισμού, ο οποίος αντίθετα ανάγει την ύλη σε κάποιο είδος του πνεύματος, στο μυαλό του Θεού).

Η νέα προσέγγιση που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο γίνεται εφικτή από την πλευρά της ύλης χάρη στην κβαντική θεωρία, η οποία είναι προς το παρόν η πιο βασική θεωρία  που διαθέτουμε σχετικά με τη σύσταση της ύλης. Ορισμένοι φιλόσοφοι της σκέψης (βλ., π.χ. τον Haugeland, 1981, κεφ. 1) θα επέκριναν την εισαγωγή της φυσικής στη μελέτη του πνεύματος με αυτόν τον τρόπο, επειδή θεωρούν το πνεύμα να είναι μιας τόσο διαφορετικής (και ίσως νέας) ποιότητας έτσι ώστε η φυσική να μην έχει σχέση με αυτό (παρότι θεωρούν επίσης ότι το πνεύμα έχει μια υλική βάση στον εγκέφαλο). Τέτοιου είδους κριτικές εμπνέονται, κατά μεγάλο μέρος, από την πεποίθηση ότι η φυσική περιορίζεται σε μια κλασική Νευτώνεια μορφή, η οποία ουσιαστικά ανάγει στο τέλος τα πάντα σε έναν κάποιου είδους μηχανισμό. Ωστόσο, όπως θα εξηγηθεί πιο αναλυτικά αργότερα, η κβαντική θεωρία, που θεωρείται πια θεμελιώδης, προϋποθέτει ότι τα σωματίδια της φυσικής έχουν ορισμένες πρωτόγονες 'πνευματοειδείς' ιδιότητες, οι οποίες δεν προβλέπονται από τις κλασσικές, Νευτώνιες έννοιες (αν και, φυσικά, αυτά τα σωματίδια δεν έχουν συνείδηση). Αυτό σημαίνει ότι στη βάση της σύγχρονης φυσικής ακόμη και η άψυχη ύλη δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή από την άποψη του Καρτέσιου ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ουσία που καταλαμβάνει χώρο και που αποτελείται από ξεχωριστά αντικείμενα. Αντίθετα, θα υποθέσουμε ότι το πνεύμα μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε πάντοτε μια φυσική πτυχή, παρότι αυτή η πτυχή μπορεί να είναι ανεπαίσθητη. Έτσι, οδηγούμαστε στη δυνατότητα μιας πραγματικής σχέσης ανάμεσα στην ύλη και στο πνεύμα, επειδή ποτέ δεν διέφεραν απόλυτα στις βασικές τους ιδιότητες, όπως υποτέθηκε από τον Καρτέσιο και από άλλους, όπως οι νεο-υλιστές.

Ο δρόμος επομένως ανοίγεται τώρα για να δούμε την πιθανή σχέση της φυσικής σε αυτό το πλαίσιο. Αυτό συμβαίνει επειδή η κβαντική θεωρία αρνείται το μηχανιστικό (Νευτώνειο) εννοιολογικό πλαίσιο που μέχρι πρότινος δικαιολογούσε σιωπηρά την άποψη ότι το πνεύμα είναι τέτοιας φύσης ώστε να μην έχει καμία απολύτως σχέση με τους νόμους της ύλης. Επιπλέον, παρότι οι νέες ιδιότητες της ύλης έχουν καθοριστεί στο θεμελιώδες επίπεδο της σωματιδιακής φυσικής, θα δείξουμε παρακάτω πώς είναι δυνατόν να λειτουργήσουν σε ανώτερα επίπεδα οργάνωσης, όπως εκείνα του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος.


2. Η ελλοχεύουσα τάξη και η κβαντική θεωρία 

Το θέμα της σχέσης ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη έχει ήδη εξεταστεί σε κάποιο βαθμό σε κάποια από τις προηγούμενες εργασίες μου πάνω στη φυσική (Bohm, 1980). Σε εκείνη την εργασία, η οποία είχε ως αρχικό σκοπό την κατανόηση της θεωρίας της σχετικότητας και της κβαντικής θεωρίας σε μια κοινή βάση, ανέπτυξα την ιδέα της αναδιπλωμένης ή ελλοχεύουσας τάξης (implicate order). Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της ιδέας είναι ότι ολόκληρο το σύμπαν είναι κατά κάποιο τρόπο αναδιπλωμένο σε όλα τα επιμέρους πράγματα και ότι κάθε επιμέρους πράγμα είναι αναδιπλωμένο στο σύνολο. Από αυτό προκύπτει ότι κατά κάποιο τρόπο και σε κάποιο βαθμό κάθε πράγμα αναδιπλώνεται ή ελλοχεύει μέσα σε κάθε άλλο πράγμα αλλά με τέτοιον τρόπο ώστε κάτω από τις κανονικές συνθήκες της συνηθισμένης εμπειρίας να υπάρχει ένας μεγάλος βαθμός σχετικής ανεξαρτησίας. Συνεπάγεται έτσι η βασική ιδέα ότι αυτή η ελλοχεύουσα σχέση δεν είναι απλά παθητική ή επιφανειακή. Αντίθετα, είναι ενεργή και θεμελιώδης για τη σύσταση κάθε πράγματος. Συνεπώς κάθε πράγμα είναι εσωτερικά συνδεδεμένο με το σύνολο και, επομένως, με οτιδήποτε άλλο. Οι εξωτερικές σχέσεις των πραγμάτων εκδηλώνονται στη συνέχεια στην 'ξεδιπλωμένη' ή εκπεφρασμένη τάξη (explicate order) στην οποία το κάθε πράγμα φαίνεται, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ως σχετικά ξεχωριστό και εκτεταμένο, και σαν να συνδέεται με τα άλλα πράγματα μόνο εξωτερικά. Η εκπεφρασμένη τάξη, η οποία δεσπόζει στην καθημερινή εμπειρία καθώς επίσης και στην κλασική (Νευτώνεια) φυσική, φαίνεται έτσι σαν να είναι αυτονόητη. Αλλά, στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να γίνει σωστά κατανοητή χωριστά από το κοινό της έδαφος με την πρωταρχική πραγματικότητα της ελλοχεύουσας τάξης.

Επειδή η ελλοχεύουσα τάξη δεν είναι στατική αλλά ουσιαστικά δυναμική στη φύση της, σε μια συνεχή διαδικασία αλλαγής και ανάπτυξης, ονόμασα την πιο γενική μορφή της ολοκίνητο (holomovement). Όλα τα πράγματα που βρίσκονται στην ξεδιπλωμένη, εκπεφρασμένη τάξη αναδύονται από το ολοκίνητο, στο οποίο και υπάρχουν αναδιπλωμένα ως δυνατότητες, και στο οποίο τελικά επιστρέφουν. Διαρκούν μόνο για κάποιο χρονικό διάστημα, και κατά αυτήν τη διάρκεια η ύπαρξή τους διατηρείται σε μια συνεχή διαδικασία αναδίπλωσης, 'τυλίγματος' και 'ξετυλίγματος,' η οποία παράγει τις σχετικά σταθερές και ανεξάρτητες μορφές τους κατά την εκπεφρασμένη τάξη.

Η παραπάνω περιγραφή στη συνέχεια δίνει, όπως έχω δείξει με περισσότερες λεπτομέρειες αλλού (Bohm, 1980), μια έγκυρη διαισθητικά περιγραφή της έννοιας των ιδιοτήτων της ύλης, όπως υπονοούνται από την κβαντική θεωρία. Χρειάζεται μόνο μια σκέψη για να δούμε ότι ένα παρόμοιο είδος περιγραφής θα ισχύει ακόμα πιο άμεσα και έκδηλα σε ό,τι αφορά το πνεύμα, με τη συνεχή ροή των ανεπαίσθητων σκέψεων, συναισθημάτων, επιθυμιών, και παρορμήσεων, γεγονότα που ρέουν το ένα από και προς το άλλο, και τα οποία, κατά κάποιο τρόπο, αναδιπλώνονται μεταξύ τους (όπως, για παράδειγμα, μπορούμε να πούμε ότι μια σκέψη υπονοεί μία άλλη, με την έννοια ότι η μία βρίσκεται 'αναδιπλωμένη' μέσα στην άλλη.) Ή για να το θέσουμε διαφορετικά, η γενική ελλοχεύουσα τάξη είναι κοινή τόσο για το πνεύμα όσο και για την ύλη. Αυτό σημαίνει ότι τελικά το πνεύμα και η ύλη είναι τουλάχιστον στενά συνδεδεμένα το ένα με το άλλο και όχι τόσο διαφορετικά όσο φαίνονται ύστερα από μια επιφανειακή εξέταση. Επομένως, φαίνεται λογικό να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπάνω και να προτείνουμε ότι η ελλοχεύουσα τάξη μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα μέσο για να εκφράσουμε με συνέπεια την πραγματική σχέση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη, χωρίς να εισάγουμε κάτι σαν την Καρτεσιανή δυαδικότητα μεταξύ τους.

Σε αυτό το στάδιο, ωστόσο, η ελλοχεύουσα τάξη αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ένα γενικό πλαίσιο σκέψης μέσα στο οποίο μπορεί ευλόγως να ελπίζουμε ότι θα αναπτύξουμε ένα πιο αναλυτικό περιεχόμενο που θα καταστήσει δυνατή την πρόοδο προς την κατάργηση του χάσματος που επικρατεί ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη. Έτσι, ακόμα και από τη φυσική πλευρά, στερείται ενός σαφώς καθορισμένου συνόλου γενικών αρχών που θα καθορίζουν πώς οι δυνητικότητες που βρίσκονται αναδιπλωμένες στην ελλοχεύουσα τάξη εκφράζονται στην πραγματικότητα ως σχετικά σταθερές και ανεξάρτητες μορφές της εκπεφρασμένης τάξης. Η απουσία ενός παρόμοιου συνόλου αρχών είναι, φυσικά, επίσης προφανής από την πνευματική πλευρά. Αλλά ακόμη πιο σημαντική είναι η έλλειψη μια σαφούς κατανόησης πώς η πνευματική και η υλική πλευρά σχετίζονται.

Προφανώς αυτό που χρειάζεται είναι μια επέκταση της ελλοχεύουσας τάξης, που να αναπτύσσει τη θεωρία προς την κατεύθυνση που προαναφέρθηκε. Σε αυτήν την εργασία, θα χρησιμοποιήσουμε μια άλλη προσέγγιση η οποία κατά τη γνώμη μου βρίσκεται προς τη σωστή κατεύθυνση πλήρωσης αυτής της απαίτησης. Βασίζεται σε αυτό που έχει ονομαστεί αιτιακή ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας (Bohm, 1952· Bohm & Hiley, 1975, 1987· Hiley & Peat, 1987). Για να δούμε γιατί αυτό συμβαίνει, θα  παραθέσω πρώτα μια σύντομη ανασκόπηση ορισμένων από τα κύρια χαρακτηριστικά της κβαντικής θεωρίας που απαιτούν μια νέα ερμηνεία πέρα από τις ήδη υπάρχουσες. (βλ. επίσης Bohm, 1984· Zukav, 1979).

Πρώτον, η κβαντική θεωρία συνεπάγεται ότι όλα τα υλικά συστήματα έχουν την ιδιότητα αυτού που ονομάζεται κυματο-σωματιδιακός δυισμός. Έτσι, τα ηλεκτρόνια, που στη Νευτώνεια φυσική δρουν σαν σωματίδια, μπορούν, κάτω από κατάλληλες συνθήκες, να ενεργήσουν επίσης σαν κύματα (π.χ. τα ηλεκτρόνια μπορούν να εμφανίσουν στατιστικές ιδιότητες συμβολής όταν ένας μεγάλος αριθμός τους περνά μέσα από ένα σύστημα σχισμών). Αυτή η διττή φύση των υλικών συστημάτων είναι εντελώς ασυμβίβαστη με τη Νευτώνεια φυσική, στην οποία κάθε σύστημα διαθέτει τη δική του φύση, ανεξάρτητα από το πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται.  

Δεύτερον, κάθε δράση είναι με τη μορφή καθορισμένων και μετρήσιμων μονάδων ενέργειας, ορμής και άλλων ποσοτήτων, που ονομάζονται κβάντα και τα οποία δεν είναι περαιτέρω διαιρέσιμα. (Για παράδειγμα, ένα άτομο λέγεται ότι μεταβαίνει από μια κατάσταση σε μια άλλη χωρίς να περνά από τις ενδιάμεσες καταστάσεις, και καθώς το πράττει αυτό εκπέμπει ένα αδιαίρετο κβάντο φωτεινής ενέργειας.) Κατά την αλληλεπίδραση σωματιδίων, μοιάζει σαν να ήταν όλα συνδεδεμένα με αδιαίρετους κρίκους σε ένα ενιαίο σύνολο. Ωστόσο, στο όριο της μεγάλης κλίμακας, ο αριθμός των συνδέσεων είναι τόσο μεγάλος ώστε οι διεργασίες μπορούν να αντιμετωπιστούν με έναν καλό βαθμό προσέγγισης ως διαιρετέες (όπως μπορεί κάποιος να αντιμετωπίσει τη συλλογική κίνηση μιας μεγάλης μάζας κόκκων της άμμου σαν μια κατά προσέγγιση διαιρέσιμη ροή). Και αυτό εξηγεί την αέναη διαιρετότητα των διεργασιών που βιώνουμε στη μεγάλη κλίμακα ως μια οριακή περίπτωση.

Τρίτον, υπάρχει μια παράξενη νέα ιδιότητα της μη-τοπικότητας. Δηλαδή, κάτω από ορισμένες συνθήκες, σωματίδια τα οποία βρίσκονται σε αποστάσεις μακροσκοπικής τάξης φαίνεται να είναι σε θέση, κατά κάποια έννοια, να αλληλοεπηρεάζονται, ακόμα κι αν δεν υπάρχει κανένα γνωστό μέσο με το οποίο θα μπορούσαν να είναι συνδεδεμένα. Πράγματι αν θέλαμε να υποθέσουμε οποιοδήποτε είδος δύναμης (ίσως κάποιας ακόμα άγνωστης) για να εξηγήσουμε αυτήν τη σύνδεση, τότε το διάσημο θεώρημα του Bell δίνει ένα ακριβές και γενικό κριτήριο για να αποφασισθεί αν η σύνδεση είναι τοπική, η οποία δηλαδή να επιτυγχάνεται με δυνάμεις που δρουν όταν τα συστήματα δεν είναι σε επαφή (Bell, 1966). Μπορεί να δειχθεί ότι η κβαντική θεωρία παραβιάζει το κριτήριο του Bell, και αυτή η συνέπεια επιβεβαιώνεται από πραγματικά πειράματα. Συμπερασματικά, προκύπτει ότι αν υπάρχουν αυτές οι δυνάμεις, πρέπει να ενεργούν μη-τοπικά. Τέτοιες μη-τοπικές αλληλεπιδράσεις είναι ουσιαστικά ξένες προς το γενικό εννοιολογικό καθεστώς της κλασικής (Νευτώνειας) φυσικής, όπως αυτή μας είναι γνωστή τους τελευταίους αιώνες (η οποία δηλώνει ότι οι αλληλεπιδράσεις είναι είτε εξ επαφής ή μεταφέρονται από πεδία που δρουν τοπικά και τα οποία διαδίδονται συνεχώς μέσα στο χώρο).

Όλα αυτά μπορούν να συνοψιστούν με όρους μιας νέας έννοιας περί κβαντικής ολότητας, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι ο κόσμος δεν μπορεί να αναλυθεί σε τμήματα τα οποία υπάρχουν ανεξάρτητα και χωριστά μεταξύ τους. Μια τέτοιου είδους ανάλυση θα έχει ένα μόνο κατά προσέγγιση και περιορισμένο πεδίο εφαρμογής· δηλαδή σε έναν τομέα όπου η Νευτώνεια φυσική ισχύει κατά προσέγγιση. Αλλά ουσιαστικά, η κβαντική ολότητα είναι το πρωταρχικό στοιχείο.

Ειδικότερα, μια τέτοια ολότητα σημαίνει ότι σε μια παρατήρηση που πραγματοποιείται σε ένα κβαντικό επίπεδο θεωρητικής ακρίβειας, οι συσκευές παρατήρησης και το παρατηρούμενο σύστημα δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεχωριστά. Αντίθετα, το καθένα συμμετέχει με κάθε άλλο σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί με βεβαιότητα το παρατηρούμενο αποτελέσματα της αλληλεπίδρασής τους στο ένα μόνο σύστημα. Ως εκ τούτου, όπως δείχθηκε από τον Χάιζενμπεργκ (Heisenberg), υπάρχει ένα όριο στην ακρίβεια της πληροφορίας που μπορεί να αποκτηθεί σχετικά με ένα σύστημα έναντι του άλλου. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη Νευτώνεια φυσική, στην οποία είναι  κατά κανόνα εφικτό να βελτιώσουμε τις παρατηρήσεις σε έναν απεριόριστο βαθμό ακρίβειας.

Ο Μπορ (Bohr) (1934, 1958) έκανε μια πολύ λεπτή ανάλυση του όλου θέματος. Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που περιγράφονται παραπάνω, αντιμετωπίζει ολόκληρη τη διαδικασία της παρατήρησης ως ένα μοναδικό φαινόμενο, που αποτελεί ένα γεγονός το οποίο δεν μπορεί να αναλυθεί επιπλέον. Για τον Μπορ, αυτό σημαίνει ότι τα μαθηματικά της κβαντικής θεωρίας δεν είναι σε θέση να προσφέρουν μια σαφή (δηλ. ακριβώς καθορισμένη) περιγραφή μιας μοναδικής κβαντικής διαδικασίας αλλά, ανταυτού αποτελούν μόνο έναν αλγόριθμο, ο οποίος παράγει στατιστικές προβλέψεις σχετικά με τα πιθανά αποτελέσματα ενός συνόλου πειραμάτων. Ο Μπορ υποθέτει επιπλέον ότι δεν υπάρχουν νέες έννοιες που θα μπορούσαν να περιγράψουν επακριβώς την πραγματικότητα των ιδιαίτερων κβαντικών διαδικασιών. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κανένας διαισθητικός ή άλλος τρόπος να καταλάβουμε τι συμβαίνει σε τέτοιες διαδικασίες. Μόνο στο Νευτώνειο όριο μπορούμε να αποκτήσουμε μια προσεγγιστική εικόνα του τι συμβαίνει, και αυτό θα πρέπει να είναι σύμφωνα με τους όρους της Νευτώνειας φυσικής.

Η προσέγγιση του Μπορ έχει το πλεονέκτημα ότι δίνει μια συνεπή άποψη σχετικά με την έννοια της κβαντικής θεωρίας. Επιπλέον, επικεντρώνεται σε κάτι που είναι νέο στην φυσική, δηλαδή στην ολότητα του μέσου παρατήρησης και αυτού που παρατηρείται. Το ερώτημα είναι επίσης καίριας σημασίας στη συζήτηση για τη σχέση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη. Αλλά η επιμονή του Μπορ ότι αυτή η ολότητα δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με κανέναν τρόπο, όσο σύγχρονος αυτός ο τρόπος και αν είναι, συνεπάγεται ότι οποιαδήποτε περαιτέρω πρόοδος σε αυτόν τον τομέα θα εξαρτάται κυρίως από την ανάπτυξη νέων συνόλων μαθηματικών εξισώσεων χωρίς καμία πραγματική διαισθητική ή φυσική πρόσβαση στο τι ακριβώς τα μαθηματικά σημαίνουν πέρα από τα πειραματικά αποτελέσματα που θα μπορούσαν να προβλέψουν. Από την άλλη πλευρά, πάντα ένιωθα ότι τα μαθηματικά και η διαίσθηση θα πρέπει να συμβαδίζουν. Το να περιοριστούμε μόνο στο ένα από αυτά θα ήταν σαν να δέναμε το ένα χέρι πίσω από την πλάτη μας χρησιμοποιώντας το άλλο χέρι. Φυσικά, το να κάνουμε κάτι τέτοιο είναι ένας σημαντικός περιορισμός όχι μόνο για τη φυσική, αλλά προφανώς είναι ένας ακόμη πιο σημαντικός περιορισμός για τη μελέτη του πνεύματος, εκεί όπου μάλιστα η διαίσθηση και η διόραση πρέπει να αποτελούν τους πρωταρχικούς παράγοντες.

Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται πολύ σημαντικό να αμφισβητήσουμε την παραδοχή του Μπορ ότι καμία σύλληψη της ιδιαίτερης κβαντικής διαδικασίας δεν είναι δυνατή. Πράγματι, ψάχνοντας ακριβώς έναν τρόπο για να το καταφέρω, οδηγήθηκα στην ανάπτυξη της αιτιακής ερμηνείας της κβαντικής θεωρίας, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, η οποία είναι σε θέση, όπως θα φανεί σε αυτό το άρθρο, να αποτελέσει τη βάση για μια μη-δυιστική θεωρία της σχέσης ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη.


3. Η αιτιακή ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας 

Μια σύντομη ανασκόπηση της αιτιακής ερμηνείας της κβαντικής θεωρίας θα δοθεί τώρα (βλ. Bohm, 1952· Bohm & Hiley, 1987). Το πρώτο βήμα προς αυτήν την ερμηνεία είναι να υποθέσουμε ότι το ηλεκτρόνιο, για παράδειγμα, είναι στην πραγματικότητα ένα σωματίδιο, που ακολουθεί μια καλά-καθορισμένη τροχιά (όπως ένας πλανήτης γύρω από τον ήλιο). Αλλά συνοδεύεται πάντα από ένα νέο είδος κβαντικού πεδίου. Τώρα, ένα πεδίο είναι κάτι που βρίσκεται διασκορπισμένο στο χώρο. Γνωρίζουμε ήδη, για παράδειγμα, το μαγνητικό πεδίο, που το βλέπουμε να είναι απλωμένο στο χώρο χρησιμοποιώντας ρινίσματα σιδήρου γύρω από έναν μαγνήτη ή έναν ρευματοφόρο αγωγό. Τα ηλεκτρικά πεδία που δημιουργούνται από ένα φορτισμένο αντικείμενο είναι επίσης καλά-καθορισμένα. Αυτά τα πεδία συνδυάζονται για να δώσουν ηλεκτρομαγνητικά κύματα, που απλώνονται στο χώρο (π.χ. ραδιοκύματα).

Το κβαντικό πεδίο, ωστόσο, δεν είναι απλώς μια επιστροφή σε αυτές τις παλιότερες έννοιες αλλά έχει συγκεκριμένα νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία υποδηλώνουν μια ριζική απομάκρυνση από τη Νευτώνεια φυσική. Για να δούμε ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της αποχώρησης, ξεκινάμε σημειώνοντας ότι τα πεδία μπορούν γενικά να αναπαρασταθούν μαθηματικά με ορισμένες εκφράσεις που ονομάζονται δυναμικά. Στη φυσική, το δυναμικό περιγράφει ένα πεδίο με όρους της πιθανότητας ή δυνητικότητας να βρίσκεται σε κάθε σημείο του χώρου, οδηγώντας στη δράση πάνω σε ένα σωματίδιο που βρίσκεται σε κάποιο από αυτά τα σημεία. Αυτό που είναι σημαντικό στην κλασική (Νευτώνεια) φυσική είναι έτσι ότι το αποτέλεσμα αυτού του δυναμικού σε ένα σωματίδιο είναι πάντοτε ανάλογο με την ένταση του πεδίου. Κάποιος μπορεί να το φανταστεί αυτό θεωρώντας την επίδραση κυμάτων νερού σε ένα κομμάτι φελλού που ανεβοκατεβαίνει στον κυματισμό· η ταλάντωση  αυτή εξασθενεί καθώς τα κύματα απλώνονται όλο και περισσότερο. Όπως με τα ηλεκτρικά και τα μαγνητικά πεδία, το κβαντικό πεδίο μπορεί επίσης να αναπαρασταθεί με όρους ενός δυναμικού, το οποίο ονομάζω κβαντικό δυναμικό. Αλλά σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τα ηλεκτρικά και μαγνητικά δυναμικά, το κβαντικό δυναμικό εξαρτάται μόνο από τη μορφή, και όχι από την ένταση του κβαντικού πεδίου. Συνεπώς, ακόμη και ένα πολύ αδύναμο κβαντικό πεδίο μπορεί να επηρεάσει έντονα ένα σωματίδιο. Είναι σαν να είχαμε ένα κύμα νερού που θα μπορούσε να κάνει έναν φελλό να αναπηδήσει με πλήρη ενέργεια, ακόμα και μακριά από την πηγή του κύματος. Μια τέτοια έννοια είναι σαφώς θεμελιωδώς διαφορετική από τις προγενέστερες Νευτώνειες ιδέες. Γιατί προϋποθέτει ότι ακόμη και απόμακρα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος μπορούν να επηρεάσουν έντονα ένα σωματίδιο.



Σχ. 1. Το πείραμα συμβολής των δύο οπών

Ως παράδειγμα, μπορούμε να θεωρήσουμε το πείραμα των δύο οπών, που φαίνεται στο Σχ. 1. Στο πείραμα αυτό, μπορούμε να θεωρήσουμε κβαντικά κύματα που προσπίπτουν σε ένα φράγμα που έχει δύο οπές, ή σχισμές, A και B. Τα κύματα αυτά διέρχονται από τις δύο σχισμές, και στη συνέχεια απλώνονται προς τα έξω καθώς διαδίδονται. Εκεί όπου τα κύματα συναντώνται  συμβάλλουν, είτε ενισχυτικά αν οι ταλαντώσεις τους βρίσκονται σε φάση, ή καταστροφικά αν οι ταλαντώσεις τους βρίσκονται εκτός φάσης. Με τα κλασσικά πεδία, όπως το ηλεκτρομαγνητικό, αυτό προκαλεί το γνωστό σχέδιο συμβολής, που αποτελείται από φωτεινές και σκοτεινές λωρίδες, εναλλάξ.

Για να δούμε τι συμβαίνει με τα κβαντικά συστήματα, ας σκεφτούμε μια πολύ ασθενή δέσμη ηλεκτρονίων να περνά από το σύστημα των οπών χωριστά και ανεξάρτητα το ένα μετά το άλλο. Κάθε ηλεκτρόνιο ακολουθεί μια καλά ορισμένη διαδρομή, περνώντας από τη μία ή την άλλη σχισμή. Πράγματι, σύμφωνα με τις Νευτώνειες ιδέες, αφού ένα ηλεκτρόνιο θα έχει περάσει μέσα από τη μία από τις τρύπες, θα κινηθεί στον άδειο χώρο μπροστά του σε μια ευθεία γραμμή με σταθερή ταχύτητα. Αλλά από την κβαντική σκοπιά κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Για να δούμε τι που συμβαίνει εδώ, ας αναλογιστούμε το κβαντικό δυναμικό που φαίνεται στο Σχ. 2, το οποίο προκύπτει από τη συμβολή των κυμάτων που περιγράφονται στο Σχ. 1.


 Σχ. 2. Το κβαντικό δυναμικό του πειράματος των δύο οπών 

Το κβαντικό δυναμικό απλώνεται μπροστά από τις οπές. Αποτελείται από μια εναλλαγή 'κορυφών' και 'κοιλάδων.' Όταν ένα ηλεκτρόνιο περνά μέσα από μία από αυτές τις κοιλάδες, απότομα επιταχύνεται. Έτσι τα ηλεκτρόνια αλλάζουν τις τροχιές τους ακόμα και στον άδειο χώρο μπροστά από τις τρύπες εξαιτίας του κβαντικού δυναμικού, και αυτή η διασπορά τους μπορεί αν είναι έντονη ακόμα και μακριά από τις οπές. 

Τώρα, σε ένα τυπικό πείραμα αυτού του είδους, η πηγή των ηλεκτρονίων είναι ένα νήμα πυράκτωσης, πίσω από τις σχισμές, από το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ηλεκτρόνια βγαίνουν διεγερμένα με μια τυχαία στατιστική κατανομή αρχικών ταχυτήτων (δηλαδή βγαίνουν μέσα από την πηγή εδώ και εκεί τυχαία). Κάθε ηλεκτρόνιο ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδρομή, περνώντας μέσα από τη μία σχισμή ή την άλλη, και ύστερα φτάνει στο πέτασμα ανίχνευσης ως ένα ξεχωριστό σωματίδιο, παράγοντας, για παράδειγμα, μια μεμονωμένη κηλίδα σε μια φωτογραφική πλάκα που βρίσκεται τοποθετημένη στο πέτασμα. Κατά την κίνησή του το ηλεκτρόνιο επηρεάζεται από το κβαντικό δυναμικό, το οποίο, όπως είπαμε, περιγράφεται από το κύμα που γενικά προηγείται του σωματιδίου. Ωστόσο, αν θεωρήσουμε το σύνολο από τις τροχιές, το οποίο αντιπροσωπεύει μια αρχικά τυχαία κατανομή σωματιδίων, τότε, όπως φαίνεται στο Σχ. 3, αυτά ομαδοποιούνται συστηματικά σε ένα σχέδιο συμβολής (το οποίο γίνεται ξεκάθαρο αφού ένας μεγάλος αριθμός ηλεκτρονίων θα έχει περάσει τις σχισμές και θα έχει καταλήξει στο πέτασμα).


Σχ. 3. Τροχιές των σωματιδίων για το πείραμα των δύο οπών 

Με αυτόν τον τρόπο εξηγείται πώς το ηλεκτρόνιο μπορεί να είναι σωματίδιο, και ταυτόχρονα να εμφανίζει στατιστικά ιδιότητες κύματος. Είναι απαραίτητο για αυτήν την ερμηνεία, ωστόσο, το κβαντικό δυναμικό να εξαρτάται μόνο από τη μορφή του κύματος, έτσι ώστε να μπορεί να είναι ισχυρό ακόμη και όταν η ένταση του κύματος είναι ασθενής. Ή για να το θέσουμε διαφορετικά, το νέο στοιχείο εδώ είναι αυτό που αποκαλέσαμε μη-τοπικότητα, δηλαδή η δυνατότητα απομακρυσμένα μέρη του περιβάλλοντος (όπως το σύστημα των οπών) να επηρεάζουν την κίνηση του σωματιδίου με ένα συγκεκριμένο τρόπο (σε αυτήν την περίπτωση με την επίδρασή τους πάνω στο κβαντικό πεδίο)

Θα ήθελα να προτείνω ότι μπορούμε να πετύχουμε μια επιπλέον κατανόηση αυτού του χαρακτηριστικού προτείνοντας μια νέα έννοια, αυτήν της ενεργής πληροφορίας, η οποία παίζει έναν σημαντικό ρόλο σε αυτό το πλαίσιο. Η λέξη πληροφορία (in-formation) λαμβάνεται εδώ κυριολεκτικά, δηλαδή σαν κάτι που εμπεριέχει μορφή (αντί για την τεχνική της έννοια στη θεωρία πληροφορίας ως αρνητική εντροπία (negentropy)). Κάποιος επομένως μπορεί να σκεφτεί το ηλεκτρόνιο σαν να κινείται χάρη στη δική του ενέργεια. Το κβαντικό δυναμικό τότε δρα ώστε να αποδώσει μορφή σε αυτήν την κίνηση, και αυτή η μορφή συνδέεται με εκείνη του κύματος από το οποίο το κβαντικό δυναμικό προέρχεται.

Υπάρχουν πολλές αναλογίες με την έννοια της ενεργής πληροφορίας στη γενική εμπειρία μας. Σκεφτείτε για παράδειγμα ένα πλοίο με αυτόματο πιλότο και το οποίο καθοδηγείται από ραδιοκύματα (ραντάρ). Το πλοίο δεν κινείται μηχανικά από αυτά τα κύματα. Μάλλον, η μορφή των κυμάτων παίζει ρόλο, και με τη βοήθεια ολόκληρου του συστήματος, δίνει το αντίστοιχο σχήμα και μορφή στην κίνηση του πλοίου, κάτω από τη δική της ισχύ. Παρόμοια, το είδος των ραδιοκυμάτων που εκπέμπονται από έναν ραδιοτηλεοπτικό σταθμό μπορεί να μεταφέρει τη μορφή μιας εικόνας, μουσικής ή ομιλίας. Η ενέργεια του ήχου που ακούμε προέρχεται από τη σχετικά άμορφη ενέργεια της πρίζας, αλλά η μορφή του προέρχεται από τη δραστηριότητα της μορφής του ραδιοκύματος· μια παρόμοια διαδικασία συμβαίνει με έναν υπολογιστή ο οποίος καθοδηγεί κάποια μηχανήματα. Η πληροφορία βρίσκεται στο πρόγραμμά του, αλλά η δραστηριότητά του δίνει σχήμα και μορφή στην κίνηση των μηχανημάτων. Ομοίως, σε ένα ζωντανό κύτταρο, η μορφή του μορίου του DNA δρα ώστε να αποδώσει σχήμα και μορφή για τη σύνθεση των πρωτεϊνών (καθώς μεταφέρεται σε μόρια RNA).

Η πρότασή μας είναι να επεκταθεί στη συνέχεια αυτή η έννοια της ενεργής πληροφορίας στην ύλη στο κβαντικό επίπεδο. Η πληροφορία στο κβαντικό επίπεδο είναι δυνητικά ενεργή παντού, αλλά πραγματικά ενεργή μόνο εκεί που βρίσκεται το σωματίδιο (όπως, για παράδειγμα, το ραδιοκύμα είναι ενεργό εκεί που βρίσκεται ο δέκτης). Μια τέτοια έννοια προτείνει, ωστόσο, ότι το ηλεκτρόνιο μπορεί να είναι πολύ πιο περίπλοκο από ό,τι πιστεύουμε (έχοντας μια δομή πολυπλοκότητας συγκρίσιμης ίσως, για παράδειγμα, με έναν απλό μηχανισμό καθοδήγησης, όπως ενός αυτόματου πιλότου). Αυτή η πρόταση έρχεται σε αντίθεση με ολόκληρη την παράδοση της φυσικής των τελευταίων αιώνων, η οποία έχει προσκολληθεί στην παραδοχή ότι καθώς αναλύουμε την ύλη σε ολοένα και μικρότερα τμήματα, η συμπεριφορά τους γίνεται όλο και απλούστερη. Ωστόσο, υποθέσεις αυτού του είδους δεν είναι απαραίτητα πάντα σωστές. Έτσι, για παράδειγμα, μεγάλα πλήθη ανθρώπων μπορούν συχνά να εμφανίζουν μια πολύ απλούστερη συμπεριφορά από εκείνη των μεμονωμένων ατόμων που τη συνθέτουν. 

Αφήνει άραγε η γνώση μας για τη φυσική χώρο για μια δομή του είδους που περιγράφεται παραπάνω; Στην πράξη, οι μικρότερες αποστάσεις που έχουν μέχρι τώρα ερευνηθεί στη φυσική είναι της τάξης των 10-16 cm. Από την άλλη μεριά, η μικρότερη απόσταση που θα είχε νόημα στην παρούσα φυσική είναι της τάξης των 10-33 cm, το λεγόμενο μήκος Planck, στο οποίο είναι γενικά αποδεκτό ότι οι παρούσες έννοιες του χώρου, του χρόνου και της ύλης πιθανότατα θα άλλαζαν δραματικά. Ανάμεσα στα 10-16 και 10-33 υπάρχει μια διαφορά της τάξης του 1017, η οποία είναι περίπου η ίδια με εκείνη ανάμεσα στο 10-16 και στις συνηθισμένες μακροσκοπικές αποστάσεις (της τάξης των 10 cm). Ανάμεσα στα 10 cm και στα 10-16 cm βρίσκεται μια πολύ μεγάλη πιθανότητα για την ύπαρξη δομής. Γιατί να μην υπάρχει μια παρόμοια πιθανότητα ανάμεσα στα 10-16 cm και 10-33 cm, και ίσως σε ακόμα μικρότερες αποστάσεις; (Είναι ενδιαφέρον σε αυτό το πλαίσιο να σημειώσουμε ότι ακόμα και οι τωρινές θεωρίες χορδών στη φυσική οδηγούν στην πιθανότητα πολύ πολύπλοκων δομών σε αποστάσεις τόσο μικρές όσο τα 10-33 cm.) 

Η έννοια της ενεργής πληροφορίας υποδηλώνει, όπως είδαμε, την πιθανότητα ενός είδους ολότητας του ηλεκτρονίου σε σχέση με απόμακρες ιδιότητες του περιβάλλοντός. Αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο παρόμοιο με την έννοια του Μπορ περί ολότητας, αλλά διαφέρει στο ότι μπορεί να γίνει κατανοητό από την άποψη της έννοιας ενός σωματιδίου του οποίου η κίνηση κατευθύνεται από την ενεργή πληροφορία. Από την άλλη πλευρά, στην προσέγγιση του Μπορ, δεν υπάρχει ένας αντίστοιχος τρόπος για να γίνει μια τέτοια έννοια περί ολότητας κατανοητή.

Η έννοια αυτής της ολότητας είναι, ωστόσο, πολύ πιο κατανοητή αν θεωρήσουμε όχι ένα μεμονωμένο ηλεκτρόνιο, όπως κάναμε μέχρι τώρα, αλλά μάλλον ένα σύστημα που να αποτελείται από πολλά τέτοια σωματίδια. Εδώ αρκετές νέες έννοιες εμφανίζονται.

Πρώτον, δύο ή περισσότερα σωματίδια μπορούν να επηρεάζονται αμοιβαία μέσω του κβαντικού δυναμικού ακόμα και αν χωρίζονται από μεγάλες αποστάσεις. Αυτό είναι παρόμοιο με ό,τι συμβαίνει στο πείραμα των δύο οπών αλλά είναι πιο γενικό. Τέτοια μη-τοπική δράση από απόσταση έχει επιβεβαιωθεί σε πειράματα που ως στόχο έχουν να ελέγξουν αν ικανοποιείται το κριτήριο του Bell, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως.

Δεύτερον, σε ένα σύστημα πολλών σωματιδίων, η αλληλεπίδραση των σωματιδίων μπορεί να θεωρηθεί ότι εξαρτάται από μια δεξαμενή πληροφορίας που ανήκει στο σύνολό τους, με τρόπο που να μην είναι αναλύσιμη με όρους προκατεστημένων σχέσεων ανάμεσα στα επιμέρους σωματίδια. Αυτό μπορεί να γίνει σαφέστερο λαμβάνοντας υπόψη το φαινόμενο της υπεραγωγιμότητας. Τώρα, σε κανονικές θερμοκρασίες, ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται στο εσωτερικό ενός μεταλλικού αγωγού διασκορπίζονται με τυχαίο τρόπο από διάφορα εμπόδια και ανωμαλίες μέσα στο μέταλλο. Ως συνέπεια, υπάρχει κάποια αντίσταση στη ροή του ηλεκτρικού ρεύματος. Σε χαμηλές θερμοκρασίες, όμως, τα ηλεκτρόνια κινούνται μαζί με οργανωμένο τρόπο, και επομένως μπορούν να παρακάμψουν τα εμπόδια και τις ανωμαλίες για να ανασυγκροτήσουν το σχέδιο της από κοινού κίνησής τους. (βλ. Σχ. 4). Έτσι, δεν είναι διασκορπισμένα, και επομένως  το ρεύμα μπορεί να διαδοθεί επ' αόριστον χωρίς αντίσταση.


Σχ. 4. Υπεραγώγιμο ρεύμα που διαδίδεται γύρω από ένα εμπόδιο 

Μια λεπτομερέστερη ανάλυση δείχνει ότι το κβαντικό δυναμικό για ολόκληρο το σύστημα αποτελεί τότε μια μη-τοπική σύνδεση που προκαλεί το προαναφερθέν σχέδιο οργάνωσης των ηλεκτρονίων που κινούνται όλα μαζί χωρίς σκέδαση. Εδώ μπορούμε να κάνουμε τον παραλληλισμό με ένα μπαλέτο, στο οποίο οι χορευτές, καθοδηγούμενοι από μια κοινή δεξαμενή πληροφορίας, μπορούν να χορεύουν όλοι μαζί με έναν παρόμοιο και οργανωμένο τρόπο, να παρακάμπτουν ένα εμπόδιο και να ανασυντάσσουν το σχέδιο της κίνησής τους. 

Αν η βασική συμπεριφορά της ύλης περιλαμβάνει τέτοια χαρακτηριστικά, όπως η ολότητα, η μη-τοπικότητα και η οργάνωση της κίνησης μέσω κοινών δεξαμενών πληροφορίας, πώς τότε εξηγούμε την καθημερινή μεγάλης κλίμακας εμπειρία, στην οποία δεν βρίσκουμε τέτοια χαρακτηριστικά; Μπορεί να αποδειχθεί (Bohm & Hiley, 1987) ότι σε υψηλότερες θερμοκρασίες, το κβαντικό δυναμικό τείνει να πάρει τη μορφή ανεξάρτητων τμημάτων, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι τα σωματίδια θα κινούνται με μια αντίστοιχη ανεξαρτησία. Είναι σαν, αντίθετα με ένα μπαλέτο, οι άνθρωποι να κινούνται ανεξάρτητα, ο καθένας με τη δική του δεξαμενή πληροφορίας. Θα συνιστούσαν τότε έναν όχλο, στον οποίο η οργανωμένη κίνηση του μπαλέτου θα είχε διασπασθεί.

4. Συνέπειες για το πνεύμα 

Προκύπτει από τα παραπάνω ότι οι δυνατότητες για ολότητα στην κβαντική θεωρία έχουν μια αντικειμενική υπόσταση. Αυτό το γεγονός έρχεται σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην κλασική φυσική, στην οποία ένα σύνολο πρέπει να μεταχειριστεί ως ένας απλά βολικός τρόπος σκέψης σχετικά με αυτό που στην πράξη θεωρείται να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια συλλογή ανεξάρτητων τμημάτων σε ένα μηχανικό είδος αλληλεπίδρασης. Από την άλλη πλευρά, στην κβαντική θεωρία, η 'συμπεριφορά μπαλέτου' στην υπεραγωγιμότητα, για παράδειγμα, ταιριάζει σαφώς περισσότερο με εκείνην ενός οργανισμού παρά ενός μηχανισμού. Πράγματι, επεκτείνοντας το συλλογισμό, η γενική έννοια της ενεργής πληροφορίας προτείνει μια στοιχειώδη νοήμονη συμπεριφορά της ύλης, γιατί ένα  απαραίτητο χαρακτηριστικό του πνεύματος βρίσκεται ακριβώς στη δραστηριότητα της μορφής, και όχι της ύλης. Έτσι, για παράδειγμα, όταν διαβάζουμε ένα κείμενο, δεν αφομοιώνουμε την ουσία του χαρτιού αλλά μόνο τη μορφή μέσω των γραμμάτων, και είναι αυτές οι μορφές που δίνουν το περιεχόμενο μιας πληροφορίας στον αναγνώστη, την οποία και εκδηλώνει ενεργά στις μετέπειτα δραστηριότητές του. Μια παρόμοια 'πνευματοειδής' ή νοήμονη ιδιότητα της ύλης αποκαλύπτεται έντονα στο κβαντικό επίπεδο, με την έννοια ότι η μορφή της κυματοσυνάρτησης εκδηλώνεται στις κινήσεις των σωματιδίων. Αυτή η ιδιότητα, ωστόσο, δεν φαίνεται σε σημαντικό βαθμό στο προσεγγιστικό όριο της κλασσικής φυσικής.

Ας προσεγγίσουμε τώρα το θέμα από την πλευρά του πνεύματος. Μπορούμε να αρχίσουμε εξετάζοντας σύντομα ορισμένες πτυχές του χαρακτήρα της σκέψης. Τώρα, ένα μεγάλο μέρος της σύστασης της σκέψης έχει να κάνει ακριβώς με τη δραστηριότητα την οποία μια δεδομένη δομή πληροφορίας μπορεί να προκαλέσει. Μπορούμε να το επαληθεύσουμε αυτό εύκολα από την υποκειμενική μας εμπειρία. Για παράδειγμα, φανταστείτε ότι μια σκοτεινή νύχτα βλέπετε κάποιες σκιές. Αν έχουμε πληροφορίες ότι μπορεί να υπάρχουν λωποδύτες στη γειτονιά, μπορεί αμέσως να δημιουργηθεί μια αίσθηση κινδύνου, με ένα ευρύ φάσμα πιθανών αντιδράσεων (μάχης, φυγής, κλπ.). Αυτό δεν είναι απλά μια διανοητική διεργασία, αλλά περιλαμβάνει μια ακούσια και ουσιαστικά ασυνείδητη διαδικασία που έχει να κάνει με ορμόνες, παλμούς της καρδιάς, νευροδιαβιβαστές, καθώς επίσης και άλλες σωματικές αντιδράσεις. Ωστόσο, αν τελικά συνειδητοποιήσουμε πως ήταν απλά μια σκιά, αυτή η σκέψη έχει μια κατευναστική επίδραση, και όλη η προαναφερθείσα δραστηριότητα παύει. Μια τέτοια απόκριση σε κάποια πληροφορία είναι εξαιρετικά κοινή (π.χ. η πληροφορία ότι ο Χ είναι φίλος ή εχθρός, καλός ή κακός, κλπ.). Γενικότερα, σε ό,τι αφορά το πνεύμα, η πληροφορία φαίνεται να είναι ενεργή με όλους αυτούς τους τρόπους, φυσικά, χημικά, ηλεκτρικά, κλπ.

Τέτοια δραστηριότητα είναι εμφανώς παρόμοια με εκείνη που περιγράφηκε προηγουμένως σε σχέση με τις αναλογίες του αυτόματου πιλότου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, των υπολογιστών, των μορίων του DNA, και των κβαντικών διεργασιών στοιχειωδών σωματιδίων όπως τα ηλεκτρόνια. Εκ πρώτης όψεως, ωστόσο, μπορεί να εξακολουθεί να φαίνεται ότι υπάρχει κάποια σημαντική διαφορά ανάμεσα στις  δύο αυτές περιπτώσεις. Έτσι, στην υποκειμενική μας εμπειρία η δράση μπορεί, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, να διαμεσολαβηθεί με τον ειρμό της συνειδητής σκέψης, ενώ στα διάφορα παραδείγματα δραστηριότητας αντικειμενικής πληροφορίας που δόθηκαν εδώ, αυτή η δράση είναι άμεση. Αλλά, στην πραγματικότητα, ακόμη και αν αυτό συμβαίνει, η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη όσο μπορεί να φαίνεται. Γιατί η διαδικασία της σκέψης ακολουθεί την αναστολή της φυσικής δράσης. Αυτό οδηγεί σε έναν ειρμό σκέψης. Ωστόσο, τόσο η αναστολή της φυσικής δράσης όσο και ο επακόλουθος ειρμός σκέψης έρχονται αμέσως μετά από ένα είδος ενεργής πληροφορίας, η οποία υπαγορεύει την όλη διαδικασία.

Φαίνεται σαφές από τα παραπάνω ότι τουλάχιστον στο πλαίσιο των διαδικασιών της σκέψης υπάρχει ένα είδος ενεργής πληροφορίας που είναι ταυτόχρονα φυσική και πνευματική στη σύσταση. Η ενεργή πληροφορία μπορεί έτσι να χρησιμεύσει ως ένα είδος σύνδεσης ή 'γέφυρας' ανάμεσα σε αυτές τις δυο όψεις της πραγματικότητας συνολικά. Αυτές οι δύο πλευρές είναι αδιαχώριστες, με την έννοια ότι η πληροφορία που περιέχεται στην σκέψη, και η οποία θεωρούμε πως βρίσκεται στην 'πνευματική' μεριά, είναι ταυτόχρονα μια σχετιζόμενη νευροφυσιολογική, χημική και φυσική δραστηριότητα (την οποία αντιλαμβανόμαστε σαν την 'υλική' μεριά αυτής της σκέψης).

Έχουμε, ωστόσο, θεωρήσει μέχρι τώρα μόνο ένα μικρό μέρος της ουσίας του πνεύματος. Έτσι, οι σκέψεις μας μπορούν να συμπεριλάβουν ένα μεγάλο φάσμα πληροφοριακών περιεχομένων διαφόρων ειδών. Αυτά τα περιεχόμενα μπορούν με τη σειρά τους να εποπτευτούν από ένα υψηλότερο επίπεδο πνευματικής δραστηριότητας, σαν να επρόκειτο για κάποια υλικά αντικείμενα, τα οποία κάποιος θα 'κοίταζε.' Μέσα από αυτήν τη διαδικασία μπορεί να προκύψει ένα ακόμα πιο λεπτό επίπεδο πληροφορίας, του οποίου το νόημα έχει να κάνει με μια δραστηριότητα η οποία είναι σε θέση να οργανώσει το αρχικό σύνολο πληροφορίας σε ένα ευρύτερο σύνολο. Αλλά ακόμα πιο ανεπαίσθητη πληροφορία αυτού του είδους μπορεί, με τη σειρά της, να διερευνηθεί από ένα ακόμη πιο εξευγενισμένο επίπεδο πνευματικής δραστηριότητας, και εξορισμού αυτό μπορεί να συνεχιστεί επ' άπειρο. Καθένα από αυτά τα επίπεδα μπορεί στη συνέχεια να ιδωθεί από την υλική πλευρά. Από την πνευματική πλευρά, πρόκειται για ένα δυνητικά ενεργό περιεχόμενο πληροφορίας. Αλλά από την υλική πλευρά, είναι μια πραγματική δραστηριότητα που λειτουργεί για να οργανωθούν τα χαμηλότερα επίπεδα, τα οποία και χρησιμεύουν ως η 'πρώτη ύλη' για την πραγματοποίηση της διαδικασίας. Έτσι, σε κάθε δεδομένο επίπεδο, η πληροφορία αποτελεί τη σύνδεση ή γέφυρα ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Αυτό που έπεται είναι ότι μια παρόμοια σχέση ισχύει σε απείρως υψηλότερα επίπεδα υφής. Προτείνω ότι αυτή η δυνατότητα να μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από κάθε δεδομένο επίπεδο λεπτής υφής είναι το ουσιαστικό χαρακτηριστικό στο οποίο βασίζεται η δυνατότητα της νοημοσύνης.

Αξίζει εν προκειμένω να εξετάσουμε την έννοια του λεπτού σε ό,τι αφορά τα επίπεδα τάξης, που σύμφωνα με το λεξικό ετυμολογείται ως κάτι το 'ιδιαίτερο, εκλεπτυσμένο, λεπτεπίλεπτο, απατηλό, απροσδιόριστο.' Αλλά είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον να θεωρήσουμε τη λατινική ρίζα, sub-texere, που σημαίνει 'λεπτή υφή.' Αυτό υποδηλώνει μια μεταφορά για τη σκέψη, σαν να αποτελείται από μια σειρά από ολοένα και πιο λεπτής υφής συνδεδεμένα δίκτυα. Το καθένα από αυτά είναι κατάλληλο να 'συλλάβει' το αντίστοιχο συγκεκριμένο περιεχόμενο. Τα λεπτότερα δίκτυα μπορούν όχι μόνο να εμφανίσουν τις λεπτομέρειες της μορφής και της δομής αυτού που 'συλλαμβάνεται' στα πιο τραχιά δίκτυα· μπορούν επίσης να εμπεριέχουν ένα επιπλέον περιεχόμενο που υπονοείται στα τραχιά δίκτυα. Έτσι, φτάνουμε σε μια επέκταση της έννοιας της ελλοχεύουσας τάξης, σύμφωνα με την οποία  έχουμε μια σειρά από αλληλένδετα επίπεδα, όπου τα λεπτότερα δίκτυα- δηλαδή αυτά της λεπτότερης υφής, η οποία συμπεριλαμβάνει τη σκέψη, τα συναισθήματα και τις σωματικές αντιδράσεις- αναδιπλώνονται μέσα στα τραχύτερα (δηλαδή στα πιο 'παχιά' υφασμένα). Σε αυτήν τη σειρά, η πνευματική πλευρά αντιστοιχεί, βέβαια, στο λεπτότερο, ενώ η φυσική πλευρά αντιστοιχεί στο τραχύτερο. Και κάθε πνευματική πλευρά με τη σειρά της παίρνει μια φυσική όψη καθώς κινούμαστε προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης λεπτότητας.

5. Μια επέκταση τη κβαντικής θεωρίας 

Ας επανέλθουμε τώρα στην εξέταση της κβαντικής θεωρίας. Ποια είναι η σχέση της με τη  συνύφανση του πνευματικού και του φυσικού που συζητήσαμε προηγουμένως; Καταρχάς, ας θυμηθούμε ότι επειδή το κβαντικό δυναμικό μπορεί να θεωρηθεί ως πληροφορία της οποίας η δραστηριότητα είναι να καθοδηγεί το 'χορό' των ηλεκτρονίων, υπάρχει μια βασική ομοιότητα άνάμεσα στην κβαντική συμπεριφορά ενός συστήματος ηλεκτρονίων και στη συμπεριφορά του πνεύματος. Αλλά αν θέλουμε να σχετίσουμε τις διανοητικές διεργασίες με την κβαντική θεωρία, η ομοιότητα αυτή θα πρέπει να επεκταθεί. Ο απλούστερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να επεκταθεί η αναλογία ανάμεσα στις πνευματικές και στις κβαντικές διεργασίες, θεωρώντας ότι οι τελευταίες θα μπορούσαν επίσης να επεκταθούν σε απεριόριστα μεγαλύτερης λεπτότητας επίπεδα.

Για αυτόν το σκοπό, μπορούμε να ξεκινήσουμε υποθέτοντας, για παράδειγμα, ότι το κβαντικό δυναμικό συνιστά ενεργή πληροφορία που μπορεί να δώσει μορφή στην κίνηση των σωματιδίων, έτσι ώστε θα υπάρχει ένα υπερ- κβαντικό δυναμικό που να μπορεί να δώσει μορφή στο ξεδίπλωμα και στην ανάπτυξη του κβαντικού δυναμικού πρώτης τάξης. Αυτό το τελευταίο δεν θα ικανοποιεί πλέον τους νόμους της τρέχουσας κβαντικής θεωρίας, η οποία τότε θα αποτελεί μια προσέγγιση, που θα ισχύει μόνο όταν η δράση του υπερ- κβαντικού δυναμικού αγνοηθεί. 

Φυσικά, δεν υπάρχει λόγος να σταματήσουμε εδώ. Μπορούμε να προχωρήσουμε και να υποθέσουμε μια σειρά από τάξεις υπερ-κβαντικών δυναμικών, με την κάθε τάξη να συνιστά πληροφορία που δίνει μορφή στην δραστηριότητα της επόμενης κατώτερης τάξης (η οποία είναι λιγότερο λεπτή). Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε μια διαδικασία όμοια με εκείνη στην οποία καταλήξαμε θεωρώντας τη σχέση των διαφόρων επιπέδων λεπτής υφής στη σκέψη. 

Κάποιος στη συνέχεια μπορεί να σκεφτεί ποια είναι η σχέση των δύο αυτών διαδικασιών. Η απάντηση που θα ήθελα να προτείνω εδώ είναι ότι δεν υπάρχουν δύο διαδικασίες. Μάλλον, θα έλεγα ότι και οι δύο είναι ουσιαστικά οι ίδιες. Δηλαδή, αυτό που συνειδητοποιούμε ως πνεύμα, κατά την κίνησή του μέσα από τα διάφορα επίπεδα λεπτής υφής, θα θέσει τελικά σε κίνηση το υλικό σώμα με φυσικό τρόπο, φθάνοντας στο επίπεδο του κβαντικού δυναμικού και του 'χορού' των σωματιδίων. Δεν υπάρχει κανένα αγεφύρωτο χάσμα ή φράγμα ανάμεσα σε αυτά τα δύο επίπεδα. Αντίθετα, σε κάθε στάδιο κάποιο είδος πληροφορίας είναι η γέφυρα. Αυτό σημαίνει, ότι το κβαντικό δυναμικό, καθώς δρα, για παράδειγμα, στα ατομικά σωματίδια, αντιπροσωπεύει μόνο ένα στάδιο της όλης διαδικασίας.

Το περιεχόμενο της ατομικής μας συνείδησης είναι τότε κάποιο μέρος από αυτήν τη διαδικασία. Συνάγεται έτσι ότι κατά κάποια έννοια μια στοιχειώδης 'πνευματοειδής' ή νοήμονη ιδιότητα βρίσκεται παρούσα ακόμη και στο επίπεδο της σωματιδιακής φυσικής, και ότι, καθώς προχωράμε σε επίπεδα λεπτότερης υφής, αυτή η νοήμονη ιδιότητα γίνεται ισχυρότερη και πιο αναπτυγμένη. Κάθε είδος και επίπεδο του πνεύματος μπορεί να διαθέτει μια σχετική αυτονομία και σταθερότητα. Έτσι μπορούμε να περιγράψουμε την απαραίτητη λειτουργία της σχέσης όλων αυτών ως συμμετοχή , υπενθυμίζοντας ότι η λέξη αυτή έχει δύο βασικές σημασίες (participation στα αγγλικά), να αποτελεί κάτι μέρος ενός συνόλου (to partake of), και να συμμετέχει σε κάτι (to take part in) . Μέσω της αναδίπλωσης, κάθε σχετικά αυτόνομο είδος και επίπεδο του πνεύματος σε κάποιο βαθμό αποτελεί μέρος του συνόλου και ταυτόχρονα συμμετέχει σε αυτό. Μέσω αυτής της συμμετοχής, αποτελεί μέρος όλων των υπόλοιπων συνόλων κατά τη συλλογή πληροφορίας.  Και μέσω της δραστηριότητας αυτής της πληροφορίας, παρομοίως συμμετέχει στο σύνολο και σε κάθε τμήμα. Μέσα από αυτό το είδος δραστηριότητας, το περιεχόμενο των πιο λεπτών και ελλοχευόντων επιπέδων ξεδιπλώνεται (π.χ. όπως η κίνηση ενός σωματιδίου ξετυλίγει το νόημα της πληροφορίας που βρίσκεται ελλοχεύουσα στο κβαντικό πεδίο, και όπως η κινήσεις του σώματος ξεδιπλώνει αυτό που βρίσκεται στα λεπτότερα επίπεδα της σκέψης, των συναισθημάτων, κλπ).

Για τον άνθρωπο, όλη αυτή η θεώρηση συνεπάγεται μια εκ θεμελίων ολότητα, στην οποία οι διανοητικές και φυσικές πλευρές συμμετέχουν πολύ στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Ομοίως, το πνεύμα, το συναίσθημα, και η όλη φυσική κατάσταση του σώματος βρίσκονται σε μια παρόμοια ροή καθολικής συμμετοχής. Επομένως, δεν υπάρχει καμία πραγματική διαίρεση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη, ή ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα. Ο κοινότυπος όρος 'ψυχοσωματικό' με αυτήν την έννοια αντιμετωπίζεται ως παραπλανητικός, καθώς υπονοεί την Καρτεσιανή άποψη δυο ξεχωριστών ουσιών οι οποίες βρίσκονται σε κάποιο είδος αλληλεπίδρασης (αν όχι με τη διαμεσολάβηση του Θεού, τότε ίσως με κάποιον άλλον τρόπο).

Επεκτείνοντας αυτήν την άποψη, βλέπουμε ότι κάθε ανθρώπινο ον συμμετέχει παρομοίως με έναν αδιαχώριστο τρόπο στην κοινωνία του και στις διαδικασίες του πλανήτη στο σύνολό του. Αυτό που μπορούμε να προτείνουμε ακόμη, είναι ότι μια τέτοια συμμετοχή μπορεί να επεκταθεί στο ευρύτερο συλλογικό πνεύμα, και ίσως τελικά σε κάποιον μεγαλύτερο συμπαντικό νου, ο οποίος εξορισμού να εκτείνεται απεριόριστα πέρα από το σύνολο της πνευματικής κατάστασης του ανθρώπου. (Αυτό μπορεί να συγκριθεί με ορισμένες απόψεις του Jung (1981)).


Σχ. 5. Οι μαγνητικοί πόλοι σαν μια αφαίρεση από την ολότητα ενός μαγνητικού πεδίου 

Τέλος, μπορεί να αναρωτηθούμε πώς μπορούμε να κατανοήσουμε αυτήν τη θεωρία αν τα επίπεδα λεπτής υφής επεκτείνονται στο άπειρο. Μήπως η κατανόησή μας αναδράμει διαρκώς καθώς προσπαθούμε να το πετύχουμε αυτό; Προτείνω ότι η εμφάνιση μιας τέτοιας αναδρομής είναι στην ουσία ένα χαρακτηριστικό της γλώσσας μας, η οποία τείνει να δίνει υπερβολική έμφαση στην αναλυτική πλευρά των διεργασιών της σκέψης μας.

Για να εξηγήσουμε αυτό που εννοούμε εδώ, μπορούμε να θεωρήσουμε την αναλογία των πόλων του μαγνήτη, καθώς πρόκειται επίσης για ένα χαρακτηριστικό της γλωσσικής και διανοητικής ανάλυσης, χωρίς αυτοί οι πόλοι να έχουν κάποια ανεξάρτητη ύπαρξη έξω από αυτήν την ανάλυση. Όπως φαίνεται στο Σχ.5, σε κάθε μέρος του μαγνήτη υπάρχει ένα δυνητικό αλληλεπικαλυπτόμενο ζεύγος βόρειου και νότιου πόλου. Αλλά αυτοί οι μαγνητικοί πόλοι είναι στην πράξη αφαιρέσεις, οι οποίες έχουν εισαχθεί για την ευκολία της σκέψης σχετικά με τη διαδικασία, ενώ η όλη αυτή διαδικασία αποτελεί μια βαθύτερη πραγματικότητα- ένα αδιαίρετο μαγνητικό πεδίο το οποίο απλώνεται σε ολόκληρον το χώρο.

Παρόμοια, χάρη της συζήτησης, μπορούμε να ανασύρουμε ένα οποιοδήποτε επίπεδο λεπτής υφής μέσα από την αδιαίρετη ολότητα της πραγματικότητας και να εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτό. Σε κάθε τέτοιο επίπεδο, θα υπάρχουν ένας 'πνευματικός πόλος' και ένας 'φυσικός πόλος.' Έτσι, όπως έχουμε προτείνει, ακόμα και ένα ηλεκτρόνιο έχει έναν υποτυπώδη πνευματικό πόλο, ο οποίος αναπαρίσταται μαθηματικά από το κβαντικό δυναμικό. Αντιστρόφως, όπως είδαμε, ακόμα και οι λεπτές διανοητικές διεργασίες έχουν έναν φυσικό πόλο. Αλλά η βαθύτερη πραγματικότητα είναι κάτι που βρίσκεται πέρα από την ύλη και από το πνεύμα, που από κοινού αποτελούν μόνο εκφράσεις οι οποίες χρησιμεύουν ως όροι στην ανάλυση. Μπορούν, βέβαια, να συμβάλουν στην κατανόησή μας σχετικά με το τι συμβαίνει, αλλά με καμία έννοια δεν αποτελούν ξεχωριστές ουσίες σε αλληλεπίδραση. Ούτε πρέπει να ανάγουμε τον έναν πόλο σε απλή λειτουργία ή χαρακτηριστικό του άλλου (π.χ. όπως γίνεται στον υλισμό και στον ιδεαλισμό). Ωστόσο, το βασικό σημείο είναι ότι πριν από την έλευση της κβαντικής θεωρίας, η γνώση μας για την ύλη, όπως αυτή η γνώση  αποκτήθηκε από τη μελέτη της φυσικής, θα μας οδηγούσε στο να αρνηθούμε ότι θα μπορούσε να έχει έναν πνευματικό πόλο, γεγονός το οποίο θα μας εμπόδιζε να συμμετάσχουμε με τη σκέψη μας στη σχέση που περιγράφτηκε εδώ. Μπορούμε τώρα να πούμε ότι αυτή η γνώση της ύλης (καθώς επίσης και του πνεύματος) έχει αλλάξει με τέτοιον τρόπο ώστε να υποστηρίζει την προσέγγιση που αναπτύχθηκε εδώ. Το να ακολουθήσουμε περαιτέρω αυτήν την προσέγγιση, ίσως να μας επιτρέψει να επεκτείνουμε τη γνώση μας και για τους δύο πόλους σε νέες περιοχές.