ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΧΩ να πω σχετικά με το μετέπειτα, και για τη ζωή μετά το θάνατο, αποτελείται εξ ολοκλήρου από μνήμες, εικόνες τις οποίες έχω ζήσει, και σκέψεις που με έχουν προβληματίσει. Αυτές οι αναμνήσεις επίσης υπογραμμίζουν τα έργα μου· γιατί αυτά ουσιαστικά δεν είναι τίποτε παρά επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα της αλληλεπίδρασης μεταξύ το «εδώ» και του «ύστερα.» Ωστόσο δεν έχω ποτέ γράψει ρητά για μια ζωή μετά το θάνατο· γιατί τότε θα έπρεπε να τεκμηριώσω τις ιδέες μου, αλλά δεν έχω κανέναν τρόπο να το κάνω αυτό. Έχοντας αυτό υπόψη, θα ήθελα να εκθέσω τις ιδέες μου τώρα.
Ακόμη και τώρα δεν μπορώ να κάνω κάτι περισσότερο από το να λέω ιστορίες, «μυθολογήματα.» Ίσως κάποιος πρέπει να βρεθεί κοντά στο θάνατο για να αποκτήσει την απαραίτητη ελευθερία να μιλήσει για αυτό. Δεν είναι ότι θα ευχόμουν να είχαμε μια ζωή μετά το θάνατο. Στην πραγματικότητα, θα προτιμούσα να μην ενθαρρύνω τέτοιες ιδέες. Εντούτοις, πρέπει να δηλώσω, για χάρη της πραγματικότητας, ότι ανεξάρτητα από τις ευχές μου και την προσωπική μου θέληση σκέψεις τέτοιου είδους τριγυρίζουν μέσα μου. Δεν μπορώ να πω αν αυτές οι σκέψεις είναι αληθείς ή ψευδείς, αλλά ξέρω ότι είναι εκεί, και μπορούν να εκφραστούν, αν δεν τις απωθήσω ως προκαταλήψεις. Η προκατάληψη έρπει και παραλύει ολόκληρο το φαινόμενο της ψυχικής ζωής. Και γνωρίζω πολύ λίγο σχετικά με την ψυχική ζωή για να νιώσω ότι μπορώ να τη δράξω χάρη σε μια ανώτερη γνώση.
Ο κριτικός ορθολογισμός έχει προφανώς εξαλείψει, μαζί με τόσες άλλες μυθικές αντιλήψεις, την ιδέα της μετά θάνατο ζωής. Αυτό συμβαίνει βασικά επειδή στις μέρες μας οι περισσότεροι άνθρωποι ταυτίζονται σχεδόν αποκλειστικά με τη συνείδησή τους, και φαντάζονται ότι οι ίδιοι είναι μόνο αυτό που ξέρουν για τον εαυτό τους. Όμως οποιοσδήποτε με μια έστω ελλιπή γνώση της ψυχολογίας μπορεί να δει πόσο περιορισμένη είναι αυτή η γνώση. Ο ορθολογισμός και ο δογματισμός είναι οι αρρώστιες της εποχής μας· μας εμπόδισαν να έχουμε πλήρεις απαντήσεις. Αλλά πολλά ακόμη έχουν να ανακαλυφθούν, και τα οποία η παρούσα περιορισμένη γνώση μας τα έκρινε ως αδύνατα.
Οι έννοιές μας σχετικά με το χώρο και το χρόνο έχουν μόνο προσεγγιστική ισχύ, και ως εκ τούτου υπάρχει ένα ευρύ πεδίο για μικρές και μεγάλες αποκλίσεις. Ενόψει όλων αυτών, προσπαθώ να αφουγκραστώ τους παράξενους μύθους της ψυχής, και να ρίξω μια προσεκτική ματιά στις ποικίλες εκδηλώσεις τους που μου παρουσιάζονται, ανεξάρτητα από το αν εναρμονίζονται ή όχι με τις προσωπικές μου υποθέσεις.
Δυστυχώς, στη μυθική πλευρά του ανθρώπου δίνεται μικρή σημασία σήμερα. Δεν μπορεί ο άνθρωπος πλέον να δημιουργήσει μυθολογήματα. Ως αποτέλεσμα, πολλά πράγματα μας διαφεύγουν· γιατί είναι εξίσου σημαντικό και χρήσιμο να μιλάμε για τα ακατανόητα πράγματα. Τέτοιες συζητήσεις είναι σαν να λέμε μια καλή ιστορία φαντασμάτων, καθώς καθόμαστε στο τζάκι και καπνίζουμε την πίπα μας.
Αυτό που οι μύθοι ή οι ιστορίες για μια ζωή μετά θάνατο σημαίνουν, ή τι είδους πραγματικότητα κρύβεται πίσω τους, σίγουρα δεν το γνωρίζουμε. Δεν μπορούμε να πούμε αν διαθέτουν κάποια εγκυρότητα πέρα από την αναμφισβήτητη αξία τους ως ανθρωπομορφικές προβολές. Αντίθετα, πρέπει να κρατήσουμε καθαρά κατά νου ότι δεν υπάρχει κανένας δυνατός τρόπος για να πετύχουμε τη βεβαιότητα σχετικά με πράγματα που ξεπερνούν την κατανόησή μας.
Δεν μπορούμε να οραματιζόμαστε έναν άλλο κόσμο που κυβερνάται από αρκετά διαφορετικούς νόμους, επειδή ζούμε σε έναν συγκεκριμένο κόσμο ο οποίος έχει διαμορφώσει το μυαλό μας και τις βασικές ψυχικές μας συνθήκες. Είμαστε αυστηρά περιορισμένοι από την έμφυτη δομή μας, και ως εκ τούτου δεμένοι με ολόκληρη την ύπαρξη και σκέψη μας με αυτόν τον κόσμο. Ο μυθικός άνθρωπος απαιτεί οπωσδήποτε μια «υπέρβαση» την οποία ο επιστήμονας άνθρωπος δεν επιτρέπει. Για τη διάνοια όλα μου τα μυθολογήματα είναι άσκοπες εικασίες. Για τα συναισθήματα, ωστόσο, είναι μια θεραπευτική και έγκυρη δραστηριότητα· δίνει στην ύπαρξη μια γοητεία που δεν θα θέλαμε να κάνουμε χωρίς. Αλλά ούτε υπάρχει κάποιος λόγος να το κάνουμε.
Η παραψυχολογία θεωρεί ως επιστημονικά έγκυρη απόδειξη της μετά θάνατο ζωής ότι οι νεκροί εμφανίζονται είτε ως φαντάσματα ή διαμέσου ενός μέντιουμ που αποκαθιστά την επικοινωνία. Αλλά παρότι υπάρχουν τέτοιες καλά τεκμηριωμένες περιπτώσεις, παραμένει το ερώτημα αν το φάντασμα ή η φωνή ταυτίζεται με το νεκρό πρόσωπο ή αν πρόκειται για μια ψυχική προβολή, και αν τα πράγματα που ειπώθηκαν προέρχονται πραγματικά από το θανόντα ή από κάποια γνώση που βρίσκεται στο ασυνείδητο.
Αφήνοντας κατά μέρος τα λογικά επιχειρήματα ενάντια σε κάθε βεβαιότητα σχετικά με αυτά τα ζητήματα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τους περισσότερους από εμάς έχει μεγάλη σημασία να υποθέσουμε ότι η ζωή μας θα έχει μια άπειρη συνέχεια πέρα από την τωρινή μας ύπαρξη. Μας βοηθά να ζήσουμε με περισσότερο νόημα, νιώθουμε καλύτερα, και έχουμε μεγαλύτερη εσωτερική ηρεμία. Τι είναι λοιπόν μια ζωή μπροστά στην αιωνιότητα;
Φυσικά, μια τέτοια δικαιολογία δεν ισχύει για όλους. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν λαχταρούν την αθανασία, και που ανατριχιάζουν στη σκέψη να κάθονται πάνω σε ένα σύννεφο παίζοντας άρπα για δέκα χιλιάδες χρόνια! Επίσης υπάρχουν αρκετοί που έχουν τόσο πληγωθεί από την ζωή, ή που αισθάνονται τέτοια αηδία για την ύπαρξή τους, ώστε να προτιμούν σαφώς την παύση της ζωής από τη μετά θάνατο συνέχισή της. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις το ερώτημα της αθανασίας είναι τόσο επείγον, τόσο άμεσο, και επίσης τόσο βαθιά ριζωμένο ώστε να χρειάζεται να καταβάλουμε κάποια προσπάθεια για να διαμορφώσουμε κάποια άποψη σχετικά με αυτό. Εντάξει, αλλά πώς;
Η υπόθεσή μου είναι ότι μπορούμε να το πετύχουμε αυτό με τη βοήθεια νύξεων που στέλνονται σε μας από το ασυνείδητο στα όνειρα, για παράδειγμα. Συνήθως απορρίπτουμε αυτές τις ενδείξεις, διότι είμαστε πεπεισμένοι ότι πρόκειται για ένα ερώτημα χωρίς απάντηση. Σε απάντηση αυτού του εύλογου σκεπτικισμού, προτείνω τις ακόλουθες σκέψεις. Αν υπάρχει κάτι που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, πρέπει αναγκαστικά να το απορρίψουμε ως πνευματικό πρόβλημα. Για παράδειγμα, δεν γνωρίζω για ποιο λόγο το σύμπαν υπάρχει, και ποτέ δεν θα το μάθω.
Επομένως πρέπει να απορρίψω αυτό το ερώτημα σαν επιστημονικό ή πνευματικό πρόβλημα. Αλλά αν μια ιδέα του προβλήματος μου παρουσιαστεί στα όνειρα ή στις μυθολογικές παραδόσεις οφείλω να την υπογραμμίσω. Οφείλω ακόμα να οικοδομήσω μια έννοια με βάση αυτές τις ενδείξεις, παρότι θα παραμείνει για πάντα μια υπόθεση η οποία δεν μπορεί να αποδειχθεί.
Ένας άνθρωπος πρέπει να είναι σε θέση να πει ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να σχηματίσει μια αντίληψη της ζωής μετά θάνατο, ή για να δημιουργήσει κάποια εικόνα της- ακόμα κι αν πρέπει να ομολογήσει την αποτυχία του. Αν δεν το κάνει αυτό, είναι μια ζωτικής σημασίας απώλεια. Γιατί το ερώτημα που του τίθεται έχει να κάνει με την πανάρχαια κληρονομιά της ανθρωπότητας: ένα αρχέτυπο, πλούσιο σε μυστική ζωή, το οποίο επιδιώκει να προστεθεί στην προσωπική μας ζωή προκειμένου να την ολοκληρώσει. Η λογική μας θέτει πολύ στενά όρια, και μας κάνει να δεχτούμε μόνο ό,τι γνωρίζουμε και αυτό επίσης κάτω από περιορισμούς, και να ζούμε μέσα σε ένα οικείο πλαίσιο, σαν να ήμασταν σίγουροι για το πόσο μακριά η ζωή μπορεί να εκτείνεται στην πραγματικότητα. Όμως, κάθε μέρα ζούμε πολύ πέρα από τα όρια της συνείδησης μας· χωρίς την προσωπική μας γνώση, η ζωή του ασυνείδητου συνεχίζει να διαδραματίζεται μέσα μας. Όσο περισσότερο κυριαρχεί η κριτική σκέψη, τόσο πιο φτωχή η ζωή μας γίνεται· αλλά όσο μεγαλύτερο μέρος από το ασυνείδητο και από το μύθο είμαστε σε θέση να κάνουμε συνειδητό, τόσο περισσότερη ζωή ενσωματώνουμε. Ο υπερτιμημένος λόγος έχει αυτό το κοινό χαρακτηριστικό με τα απολυταρχικά καθεστώτα: το άτομο υποβαθμίζεται.
Το ασυνείδητο μας βοηθά επικοινωνώντας μας πράγματα, ή προσφέροντας εικονιστικές νύξεις. Έχει και άλλους τρόπους, επίσης, να μας ενημερώνει για πράγματα που από λογική σκοπιά δεν θα μπορούσαμε να μάθουμε. Αναλογιστείτε τα συγχρονιστικά φαινόμενα, τα προαισθήματα, και τα όνειρα που γίνονται πραγματικότητα.
Θυμάμαι μία φορά κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν επέστρεφα σπίτι από το Bollingen. Είχα ένα βιβλίο μαζί μου, το οποίο όμως δεν είχα καταφέρει να διαβάσω, γιατί τη στιγμή που το τρένο είχε αρχίσει να κινείται ήμουν κυριευμένος από την εικόνα κάποιου που πνιγόταν. Αυτή ήταν η ανάμνηση ενός ατυχήματος που είχε συμβεί ενώ έκανα τη στρατιωτική μου θητεία. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού δεν μπορούσα να απαλλαγώ από εκείνη την εικόνα. Μου φάνηκε παράξενο, και σκέφτηκα, «Τι συνέβη; Μήπως είχε συμβεί κάποιο ατύχημα;»
Κατέβηκα στο Erlenbach και περπάτησα μέχρι το σπίτι, ακόμα προβληματισμένος από εκείνη την ανάμνηση. Τα παιδιά της δεύτερης κόρης μου βρίσκονταν στον κήπο. Η οικογένειά της ζούσε μαζί μας, έχοντας επιστρέψει στην Ελβετία από το Παρίσι, λόγω του πολέμου. Τα παιδιά κοιτούσαν μάλλον αναστατωμένα, και όταν ρώτησα, «Τι συμβαίνει;» μου είπαν ότι ο Adrian, το μικρότερο από τα παιδιά, είχε πέσει στο νερό της λίμνης. Είναι αρκετά βαθιά εκεί που έπεσε, και παραλίγο να πνιγεί. Ο μεγαλύτερος αδερφός του τον είχε σώσει. Αυτό είχε συμβεί ακριβώς την στιγμή που ήμουν κυριευμένος από εκείνη την ανάμνηση στο τρένο. Το ασυνείδητο μου είχε δώσει μια νύξη. Γιατί λοιπόν να μην μπορεί να με ενημερώσει και για άλλα πράγματα επίσης;
Είχα μια κάπως παρόμοια εμπειρία πριν από ένα θάνατο στην οικογένεια της συζύγου μου. Ονειρεύτηκα ότι το κρεβάτι της συζύγου μου ήταν σε έναν βαθύ λάκκο με πέτρινους τοίχους. Ήταν ένας τάφος, και κατά κάποιον τρόπο έμοιαζε να είναι της κλασικής αρχαιότητας. Τότε άκουσα έναν βαθύ αναστεναγμό, σαν να προερχόταν από ένα φάντασμα. Μια φιγούρα που έμοιαζε με την γυναίκα μου ανασηκώθηκε στο λάκκο και αιωρήθηκε προς τα πάνω. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα στο οποίο περίεργα μαύρα σύμβολα ήταν υφασμένα. Ξύπνησα, σήκωσα τη γυναίκα μου, και κοίταξα την ώρα. Ήταν τρεις η ώρα το πρωί. Το όνειρο ήταν τόσο περίεργο που σκέφτηκα αμέσως ότι θα μπορούσε να σημαίνει κάποιον θάνατο. Στις επτά η ώρα το πρωί ήρθε η είδηση ότι είχε πεθάνει μια ξαδέλφη της συζύγου μου στις τρεις η ώρα το πρωί.
Συχνά η προαίσθηση υπάρχει αλλά δεν αναγνωρίζεται. Έτσι κάποτε είχα ένα άλλο όνειρο στο οποίο βρισκόμουν σε ένα πάρτι. Είδα την αδελφή μου εκεί, και αυτό με εξέπληξε σε μεγάλο βαθμό, γιατί είχε πεθάνει μερικά χρόνια πριν. Ένας νεκρός φίλος μου ήταν επίσης παρών. Οι υπόλοιποι ήταν άνθρωποι ακόμα ζωντανοί. Είδα την αδελφή μου να συνοδεύεται από μια κυρία που γνώριζα πολύ καλά. Ακόμη και στο όνειρο είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κυρία επρόκειτο να πεθάνει. «Έχει ήδη καταχωρηθεί,» σκέφτηκα. Στο όνειρο ήξερα με βεβαιότητα ποια ήταν. Ήξερα επίσης ότι ζούσε στo Basel. Αλλά μόλις ξύπνησα δεν μπορούσα πλέον, όσο κι αν προσπάθησα, να θυμηθώ ποια ήταν, παρότι όλο το όνειρο ήταν ακόμα νωπό στο μυαλό μου. Μνημόνευσα όλους τους γνωστούς μου στο Basel μήπως και θυμηθώ. Τίποτα!
Λίγες εβδομάδες αργότερα έλαβα τα νέα ότι ένας φίλος μου είχε ένα θανατηφόρο ατύχημα. Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν το πρόσωπο που είχα δει στο όνειρο, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Η ανάκλησή μου για εκείνη ήταν απόλυτα σαφής και πολύ λεπτομερής, δεδομένου ότι ήταν ασθενής μου για αρκετό καιρό, μέχρι έναν χρόνο πριν από το θάνατό της. Στην προσπάθειά μου να θυμηθώ το πρόσωπο στο όνειρό μου, ωστόσο, η μορφή της δεν συμπεριλαμβανόταν στα πρόσωπα που γνωρίζω από το Basel, παρότι κανονικά θα έπρεπε να εμφανιστεί από τα πρώτα.
Όταν κάποιος έχει τέτοιες εμπειρίες, και σκοπεύω να αναφέρω και άλλες, αποκτά ένα κάποιο σεβασμό για τις δυνατότητες και τα τεχνάσματα του ασυνείδητου. Μόνο που θα πρέπει να παραμείνει κριτικός και να έχει υπόψη του ότι τέτοιες επικοινωνίες μπορεί να έχουν εξίσου μια υποκειμενική σημασία. Μπορεί να βρίσκονται σε συμφωνία με την πραγματικότητα, και πάλι να μην είναι. Έχω μάθει, ωστόσο, ότι οι απόψεις που είχα τη δυνατότητα να σχηματίσω με βάση τέτοιες ενδείξεις από το ασυνείδητο ήταν εξαιρετικά κερδοφόρες. Φυσικά, δεν πρόκειται να κάτσω να γράψω κάποιο βιβλίο αποκάλυψης σχετικά με αυτές, αλλά μπορώ να αναγνωρίσω ότι κατέχω έναν «μύθο» που με ενθαρρύνει να εξετάσω βαθύτερα ολόκληρη αυτήν τη σφαίρα. Οι μύθοι αποτελούν την παλαιότερη μορφή της επιστήμης. Όταν μιλάω για πράγματα μετά το θάνατο, μιλώ από εσωτερική παρόρμηση, και μπορώ να επεκταθώ πέρα από όνειρα και μύθους που σχετίζονται με αυτό το θέμα.
Φυσικά, κάποιος μπορεί να θεωρήσει εξαρχής ότι οι μύθοι και τα όνειρα που έχουν να κάνουν με τη συνέχεια της ζωής μετά θάνατο είναι απλά εξισορροπητικές έμφυτες φαντασιώσεις. Η ζωή σε κάθε της εκδήλωση αναζητά την αιωνιότητα. Το μόνο επιχείρημα που μπορώ να προβάλλω για αυτό είναι ο μύθος ο ίδιος.
Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι τουλάχιστον ένα μέρος της ψυχής δεν υπόκειται στους νόμους του χώρου και του χρόνου. Επιστημονική απόδειξη για αυτό έχει παρασχεθεί από τα γνωστά πειράματα του J. B. Rhine. Μαζί με πολυάριθμες περιπτώσεις αυθόρμητης πρόγνωσης, μη-χωρικής αντίληψης, και ούτω καθεξής, για τις οποίες έχω δώσει πολλά παραδείγματα από τη δική μου ζωή- αυτά τα πειράματα αποδεικνύουν ότι η ψυχή λειτουργεί μερικές φορές έξω από το χωρο-χρονικό νόμο της αιτιότητας. Αυτό δείχνει ότι οι αντιλήψεις μας για το χώρο και το χρόνο, και επομένως για την αιτιότητα, είναι ελλιπείς. Μια ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου θα απαιτούσε την προσθήκη μιας ακόμα διάστασης· μόνο τότε θα μπορούσε το σύνολο των φαινομένων να έχει μια ενιαία εξήγηση.
Ως εκ τούτου είναι οι ορθολογιστές που μέχρι σήμερα επιμένουν ότι οι παραψυχολογικές εμπειρίες δεν υπάρχουν πραγματικά· γιατί η κοσμοθεωρία τους μένει εκτεθειμένη απέναντι σε αυτό το ερώτημα. Αν τέτοια φαινόμενα συμβαίνουν έστω και σπάνια, η ορθολογιστική εικόνα του σύμπαντος δεν είναι έγκυρη, επειδή γίνεται ελλιπής. Τότε η δυνατότητα μιας άλλης αξιολογίσιμης πραγματικότητας πίσω από τον φαινομενικό κόσμο καθίσταται ένα αναπόφευκτο πρόβλημα, και θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι ο κόσμος μας, με το χρόνο, το χώρο, και την αιτιότητά του σχετίζεται με μια άλλη τάξη πραγμάτων που βρίσκονται πίσω ή πέρα από αυτόν, και όπου ούτε το «εδώ και τώρα» ούτε το «πριν και μετά» έχουν νόημα. Είμαι πεπεισμένος ότι τουλάχιστον ένα μέρος της ψυχικής μας ύπαρξης χαρακτηρίζεται από μια σχετικότητα του χώρου και του χρόνου. Αυτή η σχετικότητα φαίνεται να επεκτείνεται, ανάλογα με την απόσταση από τη συνείδηση, σε μια απόλυτη συνθήκη άχωρη και άχρονη.
Όχι μόνο τα δικά μου όνειρα, αλλά περιστασιακά και τα όνειρα άλλων, βοήθησαν στη διαμόρφωση, αναθεώρηση, ή επιβεβαίωση των απόψεών μου για μια ζωή μετά θάνατο. Αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε ένα όνειρο που μια μαθήτριά μου, μια γυναίκα εξήντα χρονών, είδε περίπου δύο μήνες πριν από το θάνατό της. Είχε περάσει στο μετέπειτα. Βρισκόταν σε ένα μάθημα, και διάφορες εκλιπούσες φίλες της κάθονταν στα μπροστινά θρανία. Μια ατμόσφαιρα γενικής προσδοκίας επικρατούσε. Κοίταξε τριγύρω για να βρει έναν καθηγητή, αλλά δεν έβρισκε κανέναν. Τότε της έγινε σαφές ότι εκείνη η ίδια ήταν η καθηγήτρια, γιατί αμέσως μετά το θάνατο οι άνθρωποι πρέπει να δώσουν λογαριασμό για τη συνολική εμπειρία της ζωής τους. Οι νεκροί θεωρείται ότι δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εμπειρίες της ζωής που φέρνουν μαζί τους όσοι έχουν πρόσφατα πεθάνει, σαν οι πράξεις και οι εμπειρίες που λαμβάνουν χώρα στην επίγεια ζωή να είναι οι πιο σημαντικές.
Σε κάθε περίπτωση, το όνειρο περιγράφει ένα πολύ ασυνήθιστο ακροατήριο, παρόμοιο του οποίου δεν θα μπορούσε να βρεθεί στη γη: άνθρωποι που επιθυμούσαν διακαώς να μάθουν την ύστατη ψυχολογική κατάσταση μιας ανθρώπινης ζωής, η οποία από καμία άποψη δεν ήταν ξεχωριστή, όχι τουλάχιστον από τα συμπεράσματα που ο τρόπος σκέψης μας θα μπορούσε να αντλήσει. Αν, ωστόσο, το «ακροατήριο» υπήρχε σε μια κατάσταση άχρονης σχετικότητας, όπου έννοιες όπως «τέλος,» «συμβάν» και «εξέλιξη» γίνονται ασαφείς, μπορεί να ενδιαφέρονταν ακριβώς για αυτό που τους έλλειπε στη δική τους κατάσταση.
Κατά την περίοδο του ονείρου, η κυρία φοβόταν το θάνατο και έκανε ό,τι μπορούσε για να αποκρούσει οποιεσδήποτε σκέψεις για αυτό. Ωστόσο, ο θάνατος είναι ένα σημαντικό ζήτημα, ειδικά για ένα πρόσωπο ηλικιωμένο. Μια κατηγορηματική ερώτηση του τίθεται, στην οποία έχει την υποχρέωση να απαντήσει. Για αυτόν το σκοπό χρειάζεται να διαθέτει έναν μύθο για το θάνατο, γιατί η λογική δεν του δείχνει τίποτα, εκτός από το σκοτεινό βάραθρο στο οποίο κατεβαίνει. Ο μύθος, όμως, μπορεί να πλάσει άλλες, χρήσιμες και αποκαλυπτικές εικόνες για αυτόν από τη γη των νεκρών. Αν τους πιστεύει, ή τους αντιμετωπίζει με κάποιο βαθμό εγκυρότητας, τότε έχει εξίσου δίκιο ή άδικο με κάποιον που δεν πιστεύει. Αλλά ενώ ο απελπισμένος άνθρωπος βαδίζει προς την ανυπαρξία, εκείνος ο οποίος έχει στηρίξει την πίστη του στο αρχέτυπο ακολουθεί τα βήματα της ζωής και προχωρά κατευθείαν προς το θάνατό του. Και οι δύο, βεβαίως, παραμένουν σε αβεβαιότητα, αλλά ο ένας ζει ενάντια στα ένστικτά του, ενώ ο άλλος μαζί τους.
Οι εικόνες από το ασυνείδητο παραμένουν επίσης ανενημέρωτες, και χρειάζονται τον άνθρωπο, ή την επαφή με τη συνείδηση, προκειμένου να αποκτηθεί η γνώση τους. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω με το ασυνείδητο, απασχολήθηκα πολύ με τις μορφές του Ηλία (Elijah) και της κόρης του Σαλώμης. Ύστερα ατόνισαν, αλλά μετά από περίπου δύο χρόνια επανήρθαν. Προς μεγάλη μου έκπληξη, παρέμειναν εντελώς αμετάβλητες· μιλούσαν και συμπεριφέρονταν σαν μην είχε συμβεί τίποτα στο μεταξύ. Στην πραγματικότητα τα πιο απίστευτα πράγματα είχαν συμβεί στη ζωή μου. Έπρεπε να ξεκινήσω από την αρχή να τους εξηγώ πράγματα. Εκείνη την στιγμή μου είχε προκαλέσει μεγάλη έκπληξη αυτή η κατάσταση. Μόνο αργότερα κατάλαβα τι είχε συμβεί: στο μεταξύ διάστημα είχαν και οι δύο μορφές βυθιστεί πίσω στο ασυνείδητο και στους εαυτούς τους. Θα μπορούσα εξίσου να πω, μέσα στην αχρονικότητα. Παρέμειναν εκτός επαφής με το εγώ και με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες του, και ως εκ τούτου είχαν άγνοια του τι είχε συμβεί στον κόσμο της συνείδησης.
Από αρκετά νωρίς είχα μάθει ότι έπρεπε να καθοδηγώ τις μορφές του ασυνείδητου, ή την άλλη ομάδα εικόνων που συχνά μοιάζουν, τα «πνεύματα των νεκρών.» Την πρώτη φορά που το βίωσα αυτό ήταν σε ένα ταξίδι με ποδήλατο στην Ιταλία που έκανα με έναν φίλο το 1911. Στο δρόμο του γυρισμού, ποδηλατήσαμε από την Pavia στην Arona, στο κάτω μέρος της λίμνης Maggiore, και περάσαμε τη νύχτα εκεί. Σκοπεύαμε να συνεχίσουμε κατά μήκος της λίμνης και στη συνέχεια μέσω του Tessin μέχρι το Faido, απ’ όπου θα παίρναμε το τρένο για τη Ζυρίχη. Αλλά στην Arona είχα ένα όνειρο το οποίο αναστάτωσε τα σχέδιά μας.
Στο όνειρο, βρισκόμουν σε μια συνάθροιση με διακεκριμένα πνεύματα των προηγούμενων αιώνων· το συναίσθημα ήταν παρόμοιο με εκείνο που είχα αργότερα για τους «επιφανείς προγόνους» στο μαύρο, πέτρινο ναό του οράματος που είχα το 1944. Η συνομιλία διεξήχθη στα Λατινικά. Ένας κύριος με μια μακριά, σγουρή περούκα απευθύνθηκε σε μένα προσωπικά και μου έκανε μια πολύ δύσκολη ερώτηση, της οποία δεν μπορούσα να θυμηθώ όταν ξύπνησα. Είχα καταλάβει την ερώτηση, αλλά δεν ήξερα αρκετά Λατινικά για να του απαντήσω. Ένιωσα τόσο βαθιά ταπεινωμένος από αυτό, που το συναίσθημα με ξύπνησε.
Ακριβώς τη στιγμή που ξύπνησα θυμήθηκα ένα βιβλίο πάνω στο οποίο δούλευα τότε, το «Wandlungen und Symbole der Libido,» και είχα τόσο έντονα συναισθήματα κατωτερότητας σχετικά με την αναπάντητη ερώτηση που μου είχε τεθεί ώστε πήρα αμέσως το τρένο για το σπίτι για να συνεχίσω τη δουλειά μου. Θα μου ήταν αδύνατο να συνεχίσω τον ποδηλατικό γύρο και να χάσω άλλες τρεις μέρες. Έπρεπε να δουλέψω για να βρω την απάντηση.
Μόνο αρκετά χρόνια αργότερα κατάλαβα το όνειρο και την αντίδρασή μου. Ο κύριος με την περούκα ήταν ένα είδος προγονικού πνεύματος, ή πνεύμα νεκρού, που μου είχε απευθυνθεί χωρίς απόκριση! Ήταν ακόμα πολύ νωρίς, δεν είχα ακόμα φθάσει στο τωρινό επίπεδο, αλλά είχα μια ασαφή αίσθηση ότι δουλεύοντας πάνω στο βιβλίο μου θα ήμουν σε θέση να απαντήσω στην ερώτηση που μου είχε τεθεί. Η ερώτηση είχε γίνει από τους πνευματικούς μου προγόνους, με την ελπίδα και την προσδοκία ότι θα μάθαιναν όσα δεν είχαν προλάβει όσο βρίσκονταν στη γη, δεδομένου ότι η απάντηση έπρεπε να δοθεί στα πλαίσια των αιώνων που ακολούθησαν. Αν η ερώτηση και η απάντηση ήδη υπήρχαν από την αιωνιότητα, καμία προσπάθεια από μέρους μου δεν θα ήταν απαραίτητη, αφού όλα θα είχαν απαντηθεί σε οποιαδήποτε εποχή. Φαίνεται να υπάρχει απεριόριστη γνώση στη φύση, είναι αλήθεια, αλλά μπορεί να γίνει κατανοητή από τη συνείδηση μόνο όταν η στιγμή είναι κατάλληλη για αυτό. Η διαδικασία αυτή είναι ίδια, προφανώς, με αυτό που συμβαίνει στην ατομική ψυχή: ένας άνθρωπος μπορεί να περάσει πολλά χρόνια με μια διαίσθηση, την οποία όμως συνειδητοποιεί μόνο σε μια συγκεκριμένη στιγμή.
Αργότερα, όταν έγραψα το «Septem Sermones ad Mortuos,» ήταν και πάλι οι νεκροί που μου απηύθυναν κρίσιμα ερωτήματα. Είχαν έρθει, όπως είπαν, «πίσω από την Ιερουσαλήμ, όπου δεν είχαν βρει αυτό που αναζητούσαν.» Αυτό με είχε εκπλήξει σε μεγάλο βαθμό εκείνη τη στιγμή, γιατί σύμφωνα με τις παραδοσιακές απόψεις οι νεκροί είναι οι κάτοχοι μεγάλης γνώσης. Οι άνθρωποι έχουν την πεποίθηση ότι οι νεκροί γνωρίζουν πολύ περισσότερα από ό, τι εμείς, επειδή το Χριστιανικό δόγμα διδάσκει ότι στον άλλο κόσμο θα δούμε την αλήθεια «πρόσωπο με πρόσωπο.» Προφανώς, ωστόσο, οι ψυχές των νεκρών «γνωρίζουν» μόνο όσα γνώριζαν μέχρι τη στιγμή του θανάτου, και τίποτα πέρα από αυτό. Εξού και η προσπάθειά τους να διεισδύσουν στη ζωή για να μοιραστούν τις γνώσεις των ανθρώπων. Συχνά έχω την αίσθηση ότι βρίσκονται ακριβώς πίσω μας, περιμένοντας να ακούσουν τι απάντηση έχουμε να τους δώσουμε, και τι είναι το πεπρωμένο. Φαίνεται σαν να εξαρτώνται από τους ζωντανούς για να πάρουν απαντήσεις στις ερωτήσεις τους, δηλαδή, απ’ όσους επέζησαν και υπάρχουν στον κόσμο των μεταβολών: σαν η παντογνωσία, ή μπορούμε να πούμε, η παν-συνείδηση, να μην βρίσκεται στη διάθεσή τους, αλλά μπορεί να ρεύσει μόνο στην ψυχή των ζωντανών, σε μια ψυχή συνδεδεμένη με το σώμα.
Το μυαλό των ζωντανών εμφανίζεται, ως εκ τούτου, να κατέχει ένα πλεονέκτημα έναντι των νεκρών σε τουλάχιστον ένα σημείο: στην ικανότητα της επίτευξης σαφών και αποφασιστικών γνώσεων. Κατά την άποψή μου, ο τρισδιάστατος κόσμος στο χώρο και στο χρόνο είναι σαν ένα σύστημα συντεταγμένων· Αυτό που βρίσκεται «εδώ» μπορεί να εμφανιστεί «εκεί,» στο άχωρο και άχρονο, ως μια αρχέγονη εικόνα με πολλές πτυχές, ίσως σαν ένα διάχυτο σύννεφο γνώσης γύρω από ένα αρχέτυπο. Ωστόσο ένα σύστημα συντεταγμένων είναι απαραίτητο για να είναι δυνατή οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα σε διαφορετικά περιεχόμενα. Οποιαδήποτε τέτοια λειτουργία μάς φαίνεται αδιανόητη σε μια κατάσταση διάχυτης παντογνωσίας, ή, ενδεχομένως, για μια συνείδηση άνευ αντικειμένου, με καμία χωρο-χρονική οριοθέτηση. Η γνώση, όπως και η δημιουργία, προϋποθέτει μια αντίθεση, ένα «εδώ» και ένα «εκεί,» ένα «πριν» και ένα «μετά.»
Αν υπήρχε κάποια συνειδητή εμπειρία μετά το θάνατο, θα έπρεπε, όπως θεωρώ, να περάσει στο επίπεδο της συλλογικής συνείδησης, η οποία σε κάθε εποχή έχει κι ένα μεταβαλλόμενο όριο. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι κατά τη διάρκεια της ζωής τους και κατά τη στιγμή του θανάτου αφήνουν πίσω τις δυνατότητές τους, καθώς και την ακόμα πιο σημαντική γνώση, η οποία τους προσφέρθηκε από άλλους ανθρώπους. Για αυτό άλλωστε υπάρχει και η ανάγκη τους να αποκτήσουν στο θάνατο αυτό το μοίρασμα επίγνωσης που απέτυχαν να κερδίσουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
Έχω καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα μέσα από την παρατήρηση των ονείρων για τους νεκρούς. Κάποτε, ονειρεύτηκα ότι έκανα μια επίσκεψη σε έναν φίλο που είχε πεθάνει περίπου δύο εβδομάδες πριν. Εν ζωή, αυτός ο φίλος δεν είχε ασπασθεί τίποτα, παρά μια συμβατική άποψη του κόσμου, και είχε παραμείνει προσκολλημένος σε αυτήν την απερίσκεπτη τοποθέτηση. Στο όνειρο, το σπίτι ήταν σε ένα λόφο που έμοιαζε με το Tullinger κοντά στο Basil. Οι τοίχοι ενός παλιού κάστρου περιέβαλαν μια πλατεία αποτελούμενη από ένα μικρό εκκλησάκι και μερικά μικρότερα κτίσματα. Αυτό μου θύμισε την πλατεία μπροστά από το κάστρο του Rapperswil. Ήταν φθινόπωρο. Τα φύλλα των μεγάλων δέντρων είχαν γίνει χρυσά, και το όλο σκηνικό είχε μεταμορφωθεί από το απαλό φως του ήλιου. Ο φίλος μου κάθισε σε ένα τραπέζι με την κόρη του, η οποία είχε σπουδάσει ψυχολογία στη Ζυρίχη. Ήξερα ότι του μιλούσε για ψυχολογία. Ήταν τόσο συνεπαρμένος από την αφήγησή της ώστε με χαιρέτησε μόνο με ένα βιαστικό νεύμα του χεριού, σαν να μου έλεγε: «Όχι τώρα.» Ο χαιρετισμός ήταν ταυτόχρονα υπαινιγμός. Το όνειρο μου είχε δείξει ότι εκείνη τη στιγμή, κατά τρόπο που φυσικά παραμένει ακατανόητος για μένα, ο φίλος μου ήταν υποχρεωμένος να κατανοήσει την πραγματικότητα της ψυχικής του ύπαρξης, κάτι που ποτέ δεν κατάφερε κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Είχα άλλη μια εμπειρία της εξέλιξης της ψυχής μετά θάνατο όταν περίπου ένα χρόνο μετά το θάνατο της γυναίκας μου ξύπνησα ξαφνικά ένα βράδυ και ήξερα ότι βρισκόμουν μαζί της στη Νότια Γαλλία, στην Προβηγκία, και ότι είχα περάσει μια ολόκληρη μέρα μαζί της. Εκεί ασχολιόταν με μελέτες σχετικά με το Άγιο Δισκοπότηρο. Αυτό μου φάνηκε σημαντικό, γιατί είχε πεθάνει πριν να ολοκληρώσει την εργασία της πάνω σε αυτό το θέμα. Η ερμηνεία με βάση το υποκειμενικό επίπεδο ότι η anima μου δεν είχε τελειώσει ακόμα το δικό της έργο δεν είχε να αποδώσει τίποτα ενδιαφέρον· Ξέρω πολύ καλά ότι ακόμα δεν έχω καταλήξει σχετικά με αυτό το όνειρο. Αλλά τη σκέψη ότι η γυναίκα μου συνέχιζε μετά θάνατο να εργάζεται για την περαιτέρω πνευματική της ανάπτυξη τη θεώρησα ιδιαίτερα σημαντική, και τη διατήρησα ως ένα μέτρο διαβεβαίωσης για μένα.
Ιδέες αυτού του είδους είναι, φυσικά, ανακριβείς, και δίνουν μια λάθος εικόνα, σαν ένα σώμα που προβάλλεται σε ένα επίπεδο ή, αντίθετα, σαν την κατασκευή ενός τεσσάρων διαστάσεων μοντέλου με βάση ένα τρισδιάστατο σώμα. Οι νεκροί θα χρησιμοποιούν τους όρους ενός τρισδιάστατου κόσμου προκειμένου να επικοινωνήσουν με εμάς. Τα μαθηματικά δυσκολεύονται να δημιουργήσουν εκφράσεις για σχέσεις που ξεπερνούν την εμπειρική κατανόηση. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο είναι πολύ σημαντικό για μια πειθαρχημένη φαντασία να κατασκευάσει εικόνες των άυλων πραγμάτων χρησιμοποιώντας λογικές αρχές και βασισμένη σε εμπειρικά δεδομένα, δηλαδή, στις ενδείξεις των ονείρων. Η εφαρμοζόμενη μέθοδος είναι αυτό που έχω ονομάσει «η μέθοδος της αναγκαίας πρότασης.» Αντιπροσωπεύει την αρχή της ενίσχυσης στην ερμηνεία των ονείρων, αλλά πιο εύκολα μπορεί να αποδειχθεί από τις προτάσεις που συνάγονται από απλούς ακέραιους αριθμούς.
Το Ένα, ως το πρώτο αριθμητικό ψηφίο, είναι η μονάδα. Αλλά είναι επίσης η «Ενότητα,» η «Μοναδικότητα,» η ατομικότητα και η μη διττότητα· όχι απλά ένα αριθμητικό αλλά μια φιλοσοφική έννοια, ένα αρχέτυπο και χαρακτηριστικό του Θεού, η Μονάδα. Είναι σαφώς ενδεδειγμένο η ανθρώπινη διάνοια να κάνει τέτοιες δηλώσεις· αλλά την ίδια στιγμή η διάνοια προσδιορίζεται και περιορίζεται από τη σύλληψη της ενότητας και τις συνέπειές της. Με άλλα λόγια, οι δηλώσεις αυτές δεν είναι αυθαίρετες. Διέπονται από τη φύση της ενότητας και ως εκ τούτου είναι αναγκαίες δηλώσεις. Θεωρητικά, η ίδια λογική λειτουργία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί για κάθε μία από τις συλλήψεις των διαδοχικών αριθμών, αλλά στην πράξη η διαδικασία σύντομα τερματίζεται εξαιτίας της γρήγορης αύξησης της πολυπλοκότητας, η οποία είναι δύσκολο να αριθμηθεί.
Κάθε επόμενος αριθμός εισάγει νέες ιδιότητες και νέες τροποποιήσεις. Έτσι, είναι μια ιδιότητα του αριθμού τέσσερα ότι οι εξισώσεις τέταρτου βαθμού μπορούν να επιλυθούν, ενώ εξισώσεις πέμπτου βαθμού δεν μπορούν. Η αναγκαία δήλωση του αριθμού τέσσερα, ως εκ τούτου, είναι ότι, μεταξύ άλλων, πρόκειται για ένα όριο και ταυτόχρονα αποτελεί το τέλος μιας προηγούμενης αρίθμησης. Δεδομένου ότι με κάθε επιπλέον αριθμό εμφανίζονται μία ή περισσότερες νέες μαθηματικές ιδιότητες, οι προτάσεις αποκτούν τέτοια πολυπλοκότητα ώστε δεν μπορούν πλέον να εκφραστούν.
Η άπειρη σειρά των φυσικών αριθμών αντιστοιχεί στον άπειρο αριθμό των μεμονωμένων πλασμάτων. Η σειρά τους αντιστοίχως περιλαμβάνει άτομα, και οι ιδιότητες ακόμα και των πρώτων δέκα αριθμών της αντιπροσωπεύουν ενδεχομένως οτιδήποτε, μια αφηρημένη κοσμογονία προερχόμενη από τη μονάδα. Οι ιδιότητες των αριθμών είναι, ωστόσο, ταυτόχρονα ιδιότητες της ύλης, και για αυτόν το λόγο ορισμένες εξισώσεις μπορούν να παρακολουθήσουν τη συμπεριφορά της.
Ως εκ τούτου μπορώ να πω ότι διαφορετικές από τις μαθηματικές δηλώσεις (δηλαδή, δηλώσεις έμμεσες στη φύση) είναι προφανώς κατάλληλες να υποδείξουν τις μη αναπαριστώμενες πραγματικότητες, όπως, για παράδειγμα, τα προϊόντα της φαντασίας που απολαμβάνουν την καθολική αποδοχή ή διακρίνονται ανάλογα με τη συχνότητα εμφάνισης τους, ή όπως το σύνολο των αρχετυπικών μοτίβων. Ακριβώς όπως στην περίπτωση ορισμένων παραγόντων στις μαθηματικές εξισώσεις όπου δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε ποιες φυσικές πραγματικότητες αντιστοιχούν, έτσι και στην περίπτωση κάποιων μυθολογικών προϊόντων δεν γνωρίζουμε εξαρχής σε ποιες ψυχικές πραγματικότητες παραπέμπουν. Εξισώσεις που διέπουν την τυρβώδη κίνηση των θερμών αερίων υπήρχαν πολύ πριν τα προβλήματα των αερίων αυτών διερευνηθούν με σαφήνεια. Παρομοίως, εδώ και καιρό έχουμε στην κατοχή μας μυθολογήματα τα οποία εκφράζουν τη δυναμική ορισμένων υποσυνείδητων διαδικασιών, αν και αυτές οι διαδικασίες απέκτησαν ονόματα πολύ προσφάτως.
Η μέγιστη ευαισθητοποίηση που μπορεί με κάθε τρόπο να αποκτηθεί σχηματίζει, θεωρώ, το ανώτατο όριο της γνώσης που μπορούν να πετύχουν οι νεκροί. Για αυτό πιθανώς η επίγεια ζωή καθώς και όσα φέρνει μαζί του ένας άνθρωπος τη στιγμή του θανάτου έχουν τόσο μεγάλη σημασία. Μόνο εδώ, στην επίγεια ζωή, όπου τα αντίθετα συγκρούονται μεταξύ τους, μπορεί το γενικό επίπεδο της συνείδησης να αυξηθεί. Αυτό φαίνεται να είναι το μεταφυσικό έργο του ανθρώπου, το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη «μυθοποίηση.» Ο μύθος είναι το φυσικό και αναπόφευκτο ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της ασυνείδητης και της συνειδητής γνώσης.
Πράγματι, το ασυνείδητο γνωρίζει περισσότερα από ό, τι η συνείδηση· αλλά πρόκειται για μια ιδιαίτερη γνώση, ένα είδος γνώσης για την αιωνιότητα, συνήθως χωρίς αναφορά στο εδώ και τώρα, που δεν μπορεί να διατυπωθεί με τη γλώσσα της διάνοιας. Μόνο όταν αφήνουμε τις δηλώσεις του ασυνείδητου να ενισχυθούν, όπως υποδείχθηκε παραπάνω με το παράδειγμα των αριθμών, μπαίνει αυτό στα πλαίσια της κατανόησής μας· μόνο τότε μια νέα προοπτική μας γίνεται αντιληπτή. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται με συνέπεια σε κάθε επιτυχημένη ανάλυση ονείρων. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να μην έχουμε οποιεσδήποτε προκατεστημένες, δογματικές απόψεις σχετικά με τις δηλώσεις των ονείρων. Μόλις μια «μονοτονία ερμηνείας» λαμβάνει χώρα, ξέρουμε ότι η προσέγγισή μας έχει γίνει δογματική και ως εκ τούτου στείρα.
Παρότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος να βρούμε έγκυρες αποδείξεις για τη συνέχεια της ψυχής μετά θάνατο, υπάρχουν εμπειρίες που μας κάνουν να προβληματιστούμε. Τις δέχομαι ως ενδείξεις, χωρίς να τους αποδίδω τη σημασία των προαισθήσεων.
Ένα βράδυ είχα μείνει ξάγρυπνος σκεφτόμενος τον ξαφνικό θάνατο ενός φίλου, του οποίου η κηδεία είχε πραγματοποιηθεί την προηγουμένη μέρα. Είχα μια βαθιά ανησυχία. Ξαφνικά αισθάνθηκα ότι εκείνος βρισκόταν στο δωμάτιο. Μου φάνηκε ότι βρισκόταν στην άκρη του κρεβατιού μου και ζητούσε να πάω μαζί του. Δεν είχα την αίσθηση ότι επρόκειτο για μια οπτασία· μάλλον, ήταν μια εσωτερική οπτική εικόνα του, την οποία εξήγησα ως φαντασίωση. Αλλά με κάθε ειλικρίνεια έπρεπε να ρωτήσω τον εαυτό μου, «Έχω κάποια απόδειξη ότι πρόκειται για φαντασίωση; Αν δεν είναι φαντασίωση, και ο φίλος μου βρίσκεται πραγματικά εδώ, δεν θα ήταν τραγικό να υποθέσω ότι είναι φαντασίωση;» Παρόλα αυτά, είχα εξίσου ασθενείς αποδείξεις ότι βρισκόταν απέναντί μου ως μια οπτασία. Τότε είπα στον εαυτό μου, «Δεν υπάρχει απόδειξη ούτε ότι είναι εδώ ούτε ότι δεν είναι! Αντί να τον απορρίψω ως μια φαντασίωση, θα μπορούσα κάλλιστα να του δώσω το πλεονέκτημα της αμφιβολίας και για χάρη του πειράματος να του αποδώσω πραγματικότητα.» Τη στιγμή που είχα αυτή τη σκέψη, πήγε προς στην πόρτα και μου έγνεψε να τον ακολουθήσω. Έτσι έπρεπε να πάω με τα νερά του! Αυτό ήταν κάτι που δεν είχα ζητήσει. Θα έπρεπε να επαναλάβω το επιχείρημά μου στον εαυτό μου μία ακόμη φορά. Μόνο τότε τον ακολούθησα με τη φαντασία μου.
Με οδήγησε έξω από το σπίτι, στον κήπο, έξω στο δρόμο, και τελικά στο σπίτι του (στην πραγματικότητα βρισκόταν αρκετές εκατοντάδες μέτρα μακριά από το δικό μου). Μπήκαμε μέσα, και με οδήγησε σε κάτι που μελετούσε. Ανέβηκε σε ένα σκαμνί και μου έδειξε το δεύτερο από πέντε βιβλία με κόκκινο δέσιμο που βρισκόταν στο δεύτερο ράφι από την κορυφή. Τότε το όραμα διακόπηκε. Δεν ήμουν εξοικειωμένος με την βιβλιοθήκη του και δεν ήξερα ποια ήταν τα βιβλία του. Σίγουρα δεν θα μπορούσα να διακρίνω τους τίτλους των βιβλίων που μου είχε υποδείξει στο δεύτερο ράφι από την κορυφή.
Αυτή η εμπειρία μου φάνηκε τόσο παράξενη που το επόμενο πρωί πήγα στη χήρα του και της ζήτησα να ρίξω μια ματιά στη βιβλιοθήκη του. Όντως, υπήρχε ένα σκαμνί κάτω από τη βιβλιοθήκη σαν και εκείνο στο όραμά μου, και πριν καλά- καλά πλησιάζω μπόρεσα να διακρίνω τα πέντε βιβλία με κόκκινο δέσιμο. Ανέβηκα στο σκαμνί έτσι ώστε να είμαι σε θέση να διαβάσω τους τίτλους. Ήταν μεταφράσεις από τα μυθιστορήματα του Emile Zola. Ο τίτλος του δεύτερου τόμου ήταν: «Η κληρονομιά των νεκρών.» Τα περιεχόμενά του μου φάνηκαν χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μόνο ο τίτλος ήταν εξαιρετικά σημαντικός σε σχέση με αυτή την εμπειρία.
Εξίσου σημαντικές για μένα ήταν οι εμπειρίες ονείρων που είχα πριν από το θάνατο της μητέρας μου. Η είδηση του θανάτου της με βρήκε όταν έμενα στο Tessin. Αναστατώθηκα βαθύτατα, γιατί ήταν ένα περιστατικό απροσδόκητα αναπάντεχο. Τη νύχτα πριν από το θάνατό της είχα ένα τρομακτικό όνειρο. Βρισκόμουν μέσα σε ένα πυκνό, ζοφερό δάσος· φανταστικοί, γιγαντιαίοι ογκόλιθοι βρίσκονταν ανάμεσα σε τεράστια δέντρα. Ήταν ένα αρχέγονο τοπίο. Ξαφνικά άκουσα ένα διαπεραστικό σφύριγμα που έμοιαζε να αντηχεί μέσα σε ολόκληρο το σύμπαν. Τα γόνατά μου κόπηκαν. Τότε ακούστηκαν ήχοι στα χαμόκλαδα, και ένας γιγαντιαίος λύκος με ένα φοβερό, ανοικτό στόμα όρμησε. Στη θέα του, το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου. Πέρασε δίπλα μου, και τότε κατάλαβα: Ο Κυνηγός είχε προστάξει το ζώο να μεταφέρει μια ανθρώπινη ψυχή. Ξύπνησα κατατρομαγμένος, και το επόμενο πρωινό έμαθα τα νέα για το θάνατο της μητέρας μου.
Σπάνια με έχει τόσο ταράξει ένα όνειρο, γιατί με μια επιφανειακή εξέταση έμοιαζε να εννοεί ότι ο διάβολος την είχε πάρει. Αλλά για την ακρίβεια ήταν ο Κυνηγός, ο «Grunhutl» ή «Αυτός που φοράει το Πράσινο Καπέλο,» ο οποίος κυνηγούσε μαζί με τους λύκους του εκείνο το βράδυ· ήταν η εποχή των καταιγίδων τον Ιανουάριο. Ήταν ο Βόταν, ο Θεός των Γερμανών προγόνων μου, που είχε περισυλλέξει τη μητέρα μου. Οι Χριστιανικοί ιεραπόστολοι ήταν εκείνοι που μετέτρεψαν τον Βόταν σε διάβολο. Καθαυτός είναι ένας σημαντικός θεός- σαν τον Ερμή των Ρωμαίων, ένα πνεύμα της φύσης που επέστρεψε στη ζωή και πάλι στο θρύλο του Merlin με το Δισκοπότηρο, και έγινε, όπως το Πνεύμα του Ερμή, το περιζήτητο Arcanum των αλχημιστών. Έτσι το όνειρο λέει ότι η ψυχή της μητέρας μου πήγε στην ευρύτερη περιοχή του Εαυτού που βρίσκεται πέρα από τα πλαίσια της Χριστιανικής ηθικής· στην ολότητα της φύσης και του πνεύματος όπου όλες οι αντιθέσεις αίρονται.
Πήγα στο σπίτι αμέσως, και ενώ βρισκόμουν στο νυχτερινό τρένο είχα ένα αίσθημα μεγάλης θλίψης, αλλά βαθιά μέσα μου δεν μπορούσα να πενθώ, και αυτό για έναν περίεργο λόγο: καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής συνεχώς άκουγα χορευτική μουσική, γέλια και ευθυμία, σαν να γιορταζόταν κάποιος γάμος. Αυτό ερχόταν σε έντονη αντίθεση με την άσχημη εντύπωση που το όνειρο μου είχε προκαλέσει. Εδώ υπήρχε εύθυμη χορευτική μουσική και γέλιο, και ήταν αδύνατο να ενδώσω εξ ολοκλήρου στη θλίψη μου. Βρισκόμουν ξανά και ξανά στο όριο να πέσω στη θλίψη, αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή έβρισκα τον εαυτό μου περικυκλωμένο από χαρούμενες μελωδίες. Η μια πλευρά μου είχε μια αίσθηση ζεστασιάς και χαράς, και η άλλη πλευρά είχε μια αίσθηση τρόμου και θλίψης· Βρισκόμουν να αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα σε αυτά τα δυο αντικρουόμενα συναισθήματα.
Αυτό το παράδοξο μπορεί να ερμηνευτεί αν υποθέσουμε ότι τη μια στιγμή ο θάνατος αναπαρίστατο από τη σκοπιά του Εγώ, ενώ την άλλη στιγμή από τη σκοπιά της ψυχής. Στην πρώτη περίπτωση φαινόταν σαν καταστροφή· έτσι μας φαίνεται συνήθως, σαν σκοτεινές και ανηλεείς δυνάμεις να έχουν θέσει τέλος στην ανθρώπινη ζωή.
Ο θάνατος είναι πράγματι μια φοβερή εκδήλωση βαρβαρότητας· δεν έχει νόημα να προσποιούμαστε για το αντίθετο. Είναι βάναυσος όχι μόνο ως ένα φυσικό γεγονός, αλλά ακόμη περισσότερο ως ψυχικό γεγονός: ένα ανθρώπινο ον αποχωρίζεται από εμάς, και αυτό που απομένει είναι η παγερή ακινησία του θανάτου. Δεν απομένει καμία ελπίδα για επαφή, καθώς όλες οι γέφυρες γκρεμίζονται μονομιάς. Κάποιοι που θα άξιζαν μια μακρόχρονη ζωή χάνονται στην ακμή της ζωής τους, και άλλοι που δεν θα το άξιζαν ζουν μέχρι τα βαθιά γεράματα. Αυτή είναι μια σκληρή πραγματικότητα που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Η πραγματική εμπειρία από τη σκληρότητα και τη μεροληψία του θανάτου μπορεί τόσο να μας πικράνει ώστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει φιλεύσπλαχνος Θεός, καμία δικαιοσύνη, ούτε και καλοσύνη στον κόσμο.
Από μια άλλη άποψη, ωστόσο, ο θάνατος εμφανίζεται ως ένα χαρούμενο γεγονός. Υπό το φως της αιωνιότητας, είναι ένας γάμος, ένα «mysterium conjunctionis.» Η ψυχή ξαναβρίσκει το χαμένο της άλλο μισό, επιτυγχάνοντας την ολότητα. Στις Ελληνικές σαρκοφάγους το χαρωπό στοιχείο αναπαραστάθηκε με κορίτσια που χόρευαν, στους τάφους των Ετρούσκων με γλέντια. Όταν ο Καββαλιστής Ραβίνος Simon ben Jochai ήταν να πεθάνει, οι φίλοι του είπαν ότι εκείνος γιόρταζε το γάμο του. Μέχρι τις μέρες μας είναι έθιμο σε πολλές περιοχές να γίνεται ένα πικνίκ στους τάφους την ημέρα των ψυχών. Τέτοια έθιμα εκφράζουν την αίσθηση ότι ο θάνατος είναι πραγματικά μια εορταστική περίσταση.
Αρκετούς μήνες πριν από το θάνατο της μητέρας μου, το Σεπτέμβριο του 1922, είχα ένα προφητικό όνειρο. Αφορούσε τον πατέρα μου, και μου έκανε βαθιά εντύπωση. Δεν είχα ονειρευτεί τον πατέρα μου από το θάνατό του το 1896. Τώρα επανεμφανίστηκε σε ένα όνειρο, σαν να είχε επιστρέψει από ένα μακρινό ταξίδι. Έμοιαζε αναζωογονημένος, και είχε απολέσει το ύφος της πατρικής βλοσυρότητας. Πήγα στη βιβλιοθήκη μου μαζί του, και ήμουν πολύ χαρούμενος να δω τι ήθελε. Είχα την επιθυμία να του γνωρίζω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, να δει το σπίτι μου, και να του πω όσα μου είχαν συμβεί στο μεταξύ. Θα ήθελα επίσης να του πω για το βιβλίο μου πάνω στους ψυχολογικούς τύπους, το οποίο είχε πρόσφατα δημοσιευθεί. Αλλά γρήγορα είδα ότι όλα αυτά θα ήταν άκαιρα, γιατί ο πατέρας μου έμοιαζε απορροφημένος. Προφανώς ήθελε κάτι από μένα. Το ένιωσα αυτό ξεκάθαρα, και έτσι απέφυγα να μιλήσω για τις δικές μου ανησυχίες.
Τότε μου είπε ότι εφόσον ήμουν ψυχολόγος θα ήθελε να με συμβουλευτεί πάνω στην ψυχολογία του γάμου. Ήμουν έτοιμος να του δώσω μια εκτενή διάλεξη σχετικά με τις περιπλοκές του γάμου, αλλά σε εκείνο το σημείο ξύπνησα. Δεν μπορούσα να κατανοήσω επαρκώς το όνειρο, γιατί δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι θα μπορούσε να αναφέρεται στο θάνατο της μητέρας μου. Το συνειδητοποίησα αυτό μόνο όταν εκείνη πέθανε ξαφνικά τον Ιανουάριο του 1923.
Ο γάμος των γονιών μου δεν ήταν ευτυχής αλλά γεμάτος δυσκολίες και δοκιμασίες υπομονής. Και οι δύο έκαναν λάθη τυπικά για πολλά ζευγάρια. Το όνειρό μου ήταν μια πρόβλεψη του θανάτου της μητέρας μου, γιατί εδώ βρισκόταν ο πατέρας μου, που, μετά από απουσία είκοσι έξι χρόνων, ήθελε να ρωτήσει έναν ψυχολόγο για τις νεότερες ιδέες και πληροφορίες σχετικά με τα συζυγικά προβλήματα, δεδομένου ότι θα έπρεπε σύντομα να επανορθώσει αυτήν τη σχέση. Προφανώς δεν είχε αποκτήσει καλύτερη κατανόηση στην άχρονη κατάσταση που βρισκόταν και επομένως έπρεπε να απευθυνθεί σε κάποιον ανάμεσα στους ζωντανούς, ο οποίος, απολαμβάνοντας τα οφέλη της αλλαγής, θα μπορούσε να έχει μια νέα προσέγγιση για το όλο θέμα.
Αυτό ήταν το μήνυμα του ονείρου. Αναμφίβολα, θα μπορούσα να είχα βρει πολλά περισσότερα εντρυφώντας στο υποκειμενικό του περιεχόμενο· αλλά γιατί είδα το όνειρο λίγο πριν το θάνατο της μητέρας μου, τον οποίο δεν είχα προβλέψει; Σαφώς το όνειρο αναφερόταν στον πατέρα μου, για τον οποίο ένιωθα μια εκτίμηση η οποία βάθαινε με τα χρόνια.
Καθώς το ασυνείδητο, ως αποτέλεσμα της χωρο-χρονικής του σχετικότητας, κατέχει καλύτερες πηγές πληροφορίας από το συνειδητό νου, ο οποίος διαθέτει μόνο τις αισθητηριακές αντιλήψεις, εξαρτιόμαστε, σχετικά με το μύθο της μετά θάνατο ζωής, από τις πενιχρές υποδείξεις των ονείρων και από παρόμοιες αυθόρμητες αποκαλύψεις από το ασυνείδητο. Όπως έχω ήδη πει, δεν μπορούμε να αποδώσουμε σε αυτές τις αναφορές την αξία της γνώσης, πόσο μάλλον της απόδειξης. Μπορούν, ωστόσο, να αποτελέσουν μια κατάλληλη βάση για μυθικές αναφορές· δίνουν στην διερευνητική διάνοια την πρώτη ύλη που είναι απαραίτητη για τη ζωτικότητά της. Αν αποκόψουμε τον ενδιάμεσο κόσμο της μυθικής φαντασίας, η σκέψη πέφτει θύμα δογματικών αντιλήψεων. Από την άλλη πλευρά, μια υπερβολική ποσότητα μυθολογημάτων είναι επικίνδυνη για τα αδύναμα και ευεπηρέαστα μυαλά, τα οποία μπορούν να εκλάβουν ασαφείς υπαινιγμούς για ουσιαστική γνώση, και να δώσουν πραγματική υπόσταση σε απλές φαντασιώσεις.
Ένας διαδεδομένος μύθος για το μετέπειτα διαμορφώνεται από τις ιδέες και τις εικόνες οι οποίες επικεντρώνονται στη μετενσάρκωση. Στη Ινδία, μια χώρα της οποίας ο διανοητικός πολιτισμός είναι εξαιρετικά πολύπλοκος και πολύ παλιός, η ιδέα της μετενσάρκωσης θεωρείται δεδομένη κατά τον ίδιο τρόπο που εμείς θεωρούμε την ιδέα ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο. Οι καλλιεργημένοι Ινδουιστές γνωρίζουν ότι δεν συμμεριζόμαστε τις ιδέες τους, αλλά αυτό δεν τους απασχολεί. Σύμφωνα με το Ανατολίτικο πνεύμα, η διαδοχή της γέννησης και του θανάτου αντιμετωπίζεται ως μια ατέρμονη διαδικασία, σαν ένας αιώνιος τροχός που γυρνά για πάντα χωρίς σκοπό· ο άνθρωπος ζει και επιτυγχάνει τη γνώση· πεθαίνει και αρχίζει και πάλι από την αρχή. Μόνο με τον Βούδα αναδύεται η ιδέα ενός σκοπού, δηλαδή, η υπέρβαση της γήινης ύπαρξης.
Οι μυθολογικές ανάγκες της Δύσης αναζητούν μια εξελικτική κοσμογονία με μια αρχή και έναν τελικό σκοπό. Η Δύση επαναστατεί ενάντια σε μια κοσμογονία με μια αρχή και ένα απλό τέλος, όπως δεν μπορεί να αποδεχθεί την ιδέα ενός στατικού, αυτόνομου, αιώνιου κύκλου επαναλαμβανόμενων γεγονότων. Η Ανατολή, από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα αυτή. Προφανώς δεν υπάρχει καμία ομόφωνη αίσθηση σχετικά με τη φύση του κόσμου, στον ίδιο βαθμό που δεν υπάρχει γενική συμφωνία μεταξύ των σύγχρονων αστρονόμων επί του θέματος. Για το Δυτικό άνθρωπο, η ανοησία ενός στατικού σύμπαντος είναι αφόρητη. Πρέπει να θεωρήσει ότι το σύμπαν έχει κάποιον σκοπό. Η Ανατολή δεν χρειάζεται να κάνει αυτήν την παραδοχή, γιατί την ενσωματώνει. Ενώ η Δύση αισθάνεται την ανάγκη να ολοκληρώσει την έννοια του κόσμου, η Ανατολή αναζητά την ολοκλήρωση του νοήματος στον άνθρωπο, απογυμνώνοντάς τον από την ύπαρξη και από τον εαυτό του (Βούδας).
Θα έλεγα ότι και οι δύο απόψεις είναι σωστές. Ο Δυτικός άνθρωπος φαίνεται κυρίως εξωστρεφής, ενώ ο Ανατολικός άνθρωπος κυρίως εσωστρεφής. Ο πρώτος προβάλλει το νόημα πάνω στα αντικείμενα· ο δεύτερος νιώθει το νόημα μέσα του. Αλλά το νόημα βρίσκεται τόσο μέσα όσο και έξω.
Η ιδέα της αναγέννησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδέα του Κάρμα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον το Κάρμα ενός ανθρώπου είναι προσωπικό ή όχι. Αν είναι, τότε το πεπρωμένο, με το οποίο ένας άνθρωπος εισέρχεται στη ζωή, αντιπροσωπεύει ένα επίτευγμα από τις προηγούμενες ζωές, οπότε και υπάρχει μια προσωπική συνέχεια. Αν, ωστόσο, αυτό δεν ισχύει, και ένα απρόσωπο Κάρμα επιφορτίζεται τη στιγμή της γέννησης, τότε αυτό το Κάρμα είναι που ενσαρκώνεται επανειλημμένα χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε προσωπική συνέχεια.
Ο Βούδας ρωτήθηκε δύο φορές από τους μαθητές του, αν το Κάρμα του ανθρώπου είναι προσωπικό ή όχι. Και τις δυο φορές απέφυγε την απάντηση, και δεν προχώρησε στο θέμα• η γνώση για αυτό, είπε, δεν θα συνέβαλε στην απελευθέρωση του ατόμου από την ψευδαίσθηση της ύπαρξης. Ο Βούδας θεώρησε πολύ πιο χρήσιμο για τους μαθητές του να διαλογιστούν πάνω στην αλυσίδα Nidana, δηλαδή, στη διαδικασία της γέννησης, της ζωής, του γήρατος και του θανάτου, καθώς και σχετικά με την αιτία και το αποτέλεσμα του πόνου.
Δεν γνωρίζω καμία απάντηση στο ερώτημα του κατά πόσο το Κάρμα που ζω είναι το αποτέλεσμα από τις προηγούμενες ζωές μου, ή αν έχει περισσότερο να κάνει με τα επιτεύγματα των προγόνων μου, των οποίων η κληρονομιά περνά σε μένα. Είμαι άραγε ένας συνδυασμός των ζωών των προγόνων, και ενσαρκώνω αυτές τις ζωές; Ή μήπως έχω ζήσει ξανά στο παρελθόν ως συγκεκριμένο άτομο, και έχω προοδεύσει αρκετά στην τωρινή μου ζωή ώστε να είμαι σε θέση να αναζητήσω μια λύση; Δεν ξέρω. Ο Βούδας άφησε το ζήτημα ανοιχτό, και θα προτιμούσα να υποθέσω ότι ούτε ο ίδιος γνώριζε με βεβαιότητα.
Μπορώ πράγματι να φανταστώ ότι έχω ξαναζήσει σε προηγούμενους αιώνες και αντιμετώπισα εκεί ερωτήσεις που δεν ήμουν ακόμη σε θέση να απαντήσω· ότι έπρεπε να ξαναγεννηθώ επειδή δεν είχα εκπληρώσει το καθήκον που μου ανατέθηκε. Όταν πεθάνω, οι πράξεις μου θα με ακολουθήσουν, έτσι μπορώ να το φανταστώ. Θα κουβαλώ μαζί μου όσα έχω κάνει. Στο μεταξύ είναι σημαντικό να διασφαλίσω ότι δεν θα βρεθώ στο τέλος με άδεια χέρια. Ο Βούδας, επίσης, φαίνεται να είχε αυτή τη σκέψη όταν προσπάθησε να κρατήσει τους μαθητές του μακριά από το να χάνουν τον καιρό τους με άσκοπες εικασίες.
Το νόημα της ύπαρξής μου είναι ότι η ζωή μού έχει απευθύνει μια ερώτηση. Ή, αντιστρόφως, εγώ ο ίδιος είμαι μια ερώτηση που απευθύνεται στον κόσμο, και θα πρέπει να κοινωνήσω την απάντησή μου, ειδάλλως θα εξαρτώμαι από την απάντηση του κόσμου. Αυτό είναι το συλλογικό μου καθήκον, το οποίο θα πετύχω δύσκολα και μόνο με προσπάθεια. Ίσως είναι ένα ερώτημα που απασχόλησε τους προγόνους μου, και οι οποίοι δεν θα ήταν σε θέση να απαντήσουν. Μήπως για αυτό είμαι τόσο εντυπωσιασμένος που το συμπέρασμα του Φάουστ δεν περιέχει καμία λύση; Ή με το πρόβλημα που ο Νίτσε έθεσε: τη Διονυσιακή πλευρά της ζωής, προς την οποία ο Χριστιανός φαίνεται να έχει χάσει το δρόμο· Ή μήπως είναι ο ανήσυχος Βόταν-Ερμής των Γερμανών και Φράγκων προγόνων μου, ο οποίος θέτει προκλητικούς γρίφους;
Αυτό που νιώθω να είναι το αποτέλεσμα των ζωών των προγόνων μου, ή ένα Κάρμα που αποκτήθηκε σε μια προηγούμενη προσωπική ζωή, μπορεί εξίσου πιθανά να είναι ένα απρόσωπο αρχέτυπο που σήμερα ασκεί έντονες πιέσεις σε όλους, και που επίσης ασκεί μια ιδιαίτερη επιρροή πάνω μου· ένα αρχέτυπο όπως, για παράδειγμα, η ανάπτυξη ανά τους αιώνες της Αγίας Τριάδας και της αντιπαράθεσής της με τη Θηλυκή Αρχή· ή η ακόμα εκκρεμούσα απάντηση στο ερώτημα των Γνωστικών σχετικά με την προέλευση του κακού, ή, για να το θέσω διαφορετικά, ο ελλιπής χαρακτήρας της Χριστιανικής εικόνας του Θεού.
Επίσης σκέφτομαι τη δυνατότητα ότι μέσω κάποιου επιτεύγματος ενός ανθρώπου μια ερώτηση εισέρχεται στον κόσμο, στην οποία πρέπει να παράσχουμε κάποιο είδος απάντησης. Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο θέτω το ερώτημα και την απάντησή του μπορεί να μην είναι ικανοποιητικός. Έτσι, κάποιος που έχει το Κάρμα μου ή εγώ ο ίδιος θα πρέπει να ξαναγεννηθώ προκειμένου να δώσω μια πληρέστερη απάντηση. Μπορεί επίσης να μην ξαναγεννηθώ αν ο κόσμος δεν χρειάζεται κάποια σχετική απάντηση, οπότε θα δικαιούμαι αρκετές εκατοντάδες χρόνια γαλήνης εωσότου κάποιος θα χρειαστεί εκ νέου να αντιμετωπίσει το ζήτημα. Φαντάζομαι ότι μια περίοδος ανάπαυσης θα μπορούσε να υπάρξει, εωσότου το έργο της ζωής μου να χρειαστεί να επανατεθεί.
Το θέμα του Κάρμα μού είναι ασαφές, όπως επίσης το πρόβλημα της προσωπικής αναγέννησης ή της μετεμψύχωσης. Με ένα ελεύθερο και ανοικτό μυαλό ακούω προσεκτικά το Ινδικό δόγμα της αναγέννησης, και παρατηρώ τριγύρω τον κόσμο της δικής μου εμπειρίας για να βρω κάπου και με κάποιο τρόπο ένα αυθεντικό σημάδι για τη μετενσάρκωση. Φυσικά, δεν λαμβάνω υπόψη τις αμέτρητες μαρτυρίες εδώ στη Δύση σχετικά με την πίστη στη μετενσάρκωση. Μια πεποίθηση αποδεικνύει για μένα μόνο το φαινόμενο της πίστης, όχι το περιεχόμενό της. Αυτό το τελευταίο πρέπει να το δω να αποκαλύπτεται εμπειρικά για να το αποδεχθώ.
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν μπορούσα να βρω τίποτε πειστικό, παρότι κοίταζα προσεκτικά για οποιαδήποτε σχετικά σημάδια. Πρόσφατα, ωστόσο, παρατήρησα στον εαυτό μου μια σειρά από όνειρα που φαίνεται να περιγράφουν τη διαδικασία της μετενσάρκωσης, σχετικά με ένα γνωστό μου πρόσωπο που πέθανε. Αλλά δεν έχω ποτέ ξανασυναντήσει τέτοια όνειρα σε άλλα πρόσωπα, και ως εκ τούτου δεν έχω καμία βάση για σύγκριση. Δεδομένου ότι αυτή η παρατήρηση είναι υποκειμενική και μοναδική, προτιμώ μόνο να μνημονεύσω την ύπαρξή της και να μην επεκταθώ περαιτέρω. Ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω ότι μετά από αυτήν την εμπειρία βλέπω το πρόβλημα της μετενσάρκωσης με κάπως διαφορετικά μάτια, χωρίς όμως να είμαι σε θέση να διεκδικήσω μια οριστική άποψη.
Αν υποθέσουμε ότι η ζωή συνεχίζεται «εκεί,» δεν μπορούμε να σκεφτούμε οποιαδήποτε άλλη μορφή της ύπαρξης εκτός από μια ψυχική· γιατί η ζωή της ψυχής δεν απαιτεί κανένα χώρο ή χρόνο. Η ψυχική ύπαρξη, και προ πάντων οι εσωτερικές εικόνες, οι οποίες μας ενδιαφέρουν εδώ, προμηθεύουν το υλικό για όλες τις μυθολογικές εικασίες σχετικά με μια μετέπειτα ζωή, και θεωρώ μια τέτοια ζωή ως μια συνέχιση στον κόσμο των εικόνων. Έτσι η ψυχή μπορεί να αντιπροσωπεύει την ύπαρξη ενός κόσμου στον οποίο το μετέπειτα και η γη των νεκρών βρίσκονται.
Από ψυχολογική άποψη, η μετέπειτα ζωή θα μπορούσε να είναι μια λογική συνέχεια της ψυχικής ζωής σε μεγάλη ηλικία. Καθώς ο άνθρωπος γερνάει, η περισυλλογή και ο διαλογισμός πάνω στις εσωτερικές εικόνες παίζουν φυσιολογικά έναν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή του ανθρώπου. «Οι γέροι βλέπουν όνειρα.» Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει ότι οι ψυχές των ηλικιωμένων ανθρώπων δεν έχουν απογίνει ξύλινες, ή απολιθωμένες («sero medicina paratur cum mala per longas convaluere moras»). Σε μεγάλη ηλικία κάποιος αφήνει τις αναμνήσεις να ξεδιπλωθούν στο μυαλό, και ονειροπολώντας, αναγνωρίζει τον εαυτό του στις εσωτερικές και στις εξωτερικές εικόνες του παρελθόντος. Αυτό μοιάζει με την προετοιμασία για μια μετέπειτα ύπαρξη, ακριβώς όπως, κατά την άποψη του Πλάτωνα, η φιλοσοφία είναι μια προετοιμασία για το θάνατο.
Οι εσωτερικές εικόνες μας βοηθάνε να μην χαθούμε στην προσωπική αναδρομή. Πολλοί ηλικιωμένοι άνθρωποι απασχολούνται πολύ στην ανασυγκρότηση του παρελθόντος. Παραμένουν φυλακισμένοι σε αυτές τις αναμνήσεις. Αλλά η αναδρομή, αν γίνεται με περισυλλογή και μεταφράζεται σε εικόνες, μπορεί να αποτελέσει ένα μελλοντικό άλμα. Προσπαθώ να διακρίνω τη γραμμή που οδηγεί μέσα από τη ζωή μου στον κόσμο, και από τον κόσμο ξανά έξω από αυτόν.
Σε γενικές γραμμές, η αντίληψη των ανθρώπων για τη μετέπειτα ζωή αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από ευσεβείς πόθους και προκαταλήψεις. Έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις το μετέπειτα απεικονίζεται ως ένα ευχάριστο μέρος. Αυτό δεν μου φαίνεται τόσο προφανές. Μου είναι δύσκολο να φανταστώ ότι μετά το θάνατο θα είμαστε πνεύματα σε ένα όμορφο ανθισμένο λιβάδι. Αν τα πάντα ήταν τόσο ευχάριστα στην άλλη ζωή, σίγουρα θα υπήρχε κάποια φιλική επικοινωνία ανάμεσα σε εμάς και στα πνεύματα, και ένα ανάβλυσμα καλοσύνης και ομορφιάς από την προγενέθλια κατάσταση. Αλλά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Γιατί άραγε υπάρχει αυτό το ανυπέρβλητο εμπόδιο ανάμεσα στους μακαρίτες και στους ζωντανούς; Τουλάχιστον οι μισές από τις αναφορές για επαφή με τους νεκρούς αφηγούνται τρομακτικές εμπειρίες με σκοτεινά πνεύματα· και είναι ο κανόνας ότι η γη των νεκρών χαρακτηρίζεται από παγερή σιωπή, αδιατάραχτη από τη θλίψη των πεθαμένων.
Για να ακολουθήσω τη σκέψη που μου έρχεται αυθόρμητα: ο κόσμος, πιστεύω, είναι υπερβολικά μοναδικός για να υπάρχει μια άλλη ζωή στην οποία ο κανόνας των αντιθέτων να απουσιάζει εντελώς. Και εκεί θα υπερισχύει η φύση, η οποία και πάλι θα ανήκει στο Θεό. Ο κόσμος στον οποίο μπαίνουμε μετά θάνατο θα είναι μεγάλος και τρομερός, όπως ο Θεός και ολόκληρη η φύση όπως τη γνωρίζουμε. Ούτε μπορώ να συλλάβω ότι η ανθρώπινη ταλαιπωρία μπορεί εξολοκλήρου να σταματήσει. Δεδομένων αυτών που έζησα στα οράματα του 1944, η απελευθέρωση από τα βάρη του σώματος και η συνειδητοποίηση του νοήματος μου έδωσαν τη βαθύτερη ευδαιμονία. Ωστόσο, υπήρχε επίσης πολύ σκοτάδι και μια παράξενη διακοπή της ανθρώπινης ζεστασιάς. Θυμηθείτε το μαύρο βράχο, στον οποίο βρέθηκα! Αποτελούταν από τον πιο σκληρό γρανίτη. Τι σημαίνει αυτό; Αν δεν υπήρχαν ατέλειες, κανένα αρχέγονο ελάττωμα στο έδαφος της δημιουργίας, γιατί να υπάρχει η οποιαδήποτε ώθηση για δημιουργία, η λαχτάρα για ό,τι ακόμη πρέπει να εκπληρωθεί; Γιατί οι θεοί δείχνουν τόση αδιαφορία για τον άνθρωπο και για τη δημιουργία; Γιατί δεν σταματάν την ατέρμονη αλυσίδα της Nidana; Σε τελική ανάλυση, ο Βούδας αντιτίθεται στην επώδυνη ψευδαίσθηση της ύπαρξης, και οι Χριστιανοί ελπίζουν στη συντέλεια, το συντομότερο δυνατό, αυτού του κόσμου.
Μου φαίνεται πιθανό ότι και στη μετέπειτα ζωή υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί, αλλά ότι οι ψυχές των νεκρών βρίσκουν μόνο σταδιακά τα όρια της απελευθερωμένης κατάστασης. Κάπου «εκεί έξω» πρέπει να υπάρχει ένας καθοριστικός παράγοντας, μια αναγκαία συνθήκη του κόσμου, η οποία επιδιώκει να θέσει τέρμα στη μεταθανάτια κατάσταση. Αυτός ο δημιουργικός παράγοντας, όπως το φαντάζομαι, θα πρέπει να καθορίζει ποιες ψυχές θα βυθίσει εκ νέου στη διαδικασία της γέννησης. Ορισμένες ψυχές, ίσως, να θεωρούν την κατάσταση της τρισδιάστατης ύπαρξης πιο ευχάριστη από εκείνη της αιωνιότητας. Αλλά αυτό μπορεί να εξαρτάται από το πόσο πολύ ολοκληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ύπαρξής τους.
Είναι πιθανό ότι κάθε περαιτέρω προσκόλληση στην τρισδιάστατη ζωή δεν έχει κανένα νόημα άπαξ η ψυχή θα έχει φτάσει ένα συγκεκριμένο στάδιο συνειδητοποίησης· δεν θα χρειάζεται πλέον να επιστρέψει. Τότε η ψυχή θα εξαφανιστεί από τον τρισδιάστατο κόσμο και θα πετύχει αυτό που οι Βουδιστές ονομάζουν Νιρβάνα. Αλλά αν ένα Κάρμα παραμένει να εκπληρωθεί, τότε η ψυχή ενσκήπτει και πάλι σε επιθυμίες και επιστρέφει πίσω στη ζωή, ίσως επειδή η ίδια συνειδητοποιεί ότι κάτι απομένει να εκπληρώσει.
Στη δική μου περίπτωση πρέπει να ήταν κατά κύριο λόγο μια έντονη επιθυμία για γνώση που με έφερε στη ζωή. Γιατί αυτό είναι το ισχυρότερο στοιχείο στη φύση μου. Αυτή η ακόρεστη επιθυμία μου για γνώση δημιούργησε την ευαισθησία να ξέρω τι υπάρχει και τι συμβαίνει, και να συγκεντρώνω τις μυθικές αντιλήψεις από τις ανεπαίσθητες ενδείξεις του αγνώστου.
Μας λείπουν οι απτές αποδείξεις πως οτιδήποτε από εμάς διατηρείται στην αιωνιότητα. Το πολύ μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάποια πιθανότητα ότι κάτι από την ψυχή μας συνεχίζει πέρα από το φυσικό θάνατο. Το αν αυτό που εξακολουθεί να υπάρχει έχει συνείδηση του εαυτού του, δεν το γνωρίζουμε. Αν αισθανόμαστε την ανάγκη να σχηματίσουμε κάποια άποψη πάνω σε αυτήν την ερώτηση, μπορούμε ενδεχομένως να εξετάσουμε αυτό που έχει γίνει γνωστό από τα φαινόμενα του ψυχικού διχασμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις όπου ένα αποκομμένο σύμπλεγμα εκδηλώνεται, αυτό γίνεται με τη μορφή μιας προσωπικότητας, σαν το σύμπλεγμα να είχε συνείδηση του εαυτού του. Έτσι οι φωνές που ακούνε οι παράφρονες προσωποποιούνται. Ασχολήθηκα πριν από καιρό με αυτό το φαινόμενο των προσωποποιημένων συμπλεγμάτων στη διδακτορική μου διατριβή.
Μπορούμε αν θέλουμε να επικαλεστούμε αυτά τα συμπλέγματα ως αποδεικτικά στοιχεία για μια συνέχεια της συνείδησης. Παρομοίως, υπέρ αυτής της υπόθεσης, υπάρχουν ορισμένες εκπληκτικές παρατηρήσεις σε περιπτώσεις απώλειας συνείδησης ύστερα από οξείς τραυματισμούς στον εγκέφαλο και σε σοβαρές περιπτώσεις νευρικού κλονισμού. Και στις δύο περιπτώσεις, η συνολική απώλεια της συνείδησης μπορεί να συνοδεύεται από αντιλήψεις του έξω κόσμου και ζωντανές ονειρικές εμπειρίες. Δεδομένου ότι ο εγκεφαλικός φλοιός, η έδρα της συνείδησης, δεν λειτουργεί σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν υπάρχει ακόμη κάποια εξήγηση για αυτά τα φαινόμενα. Μπορεί να αποτελούν στοιχεία για τουλάχιστον μια υποκειμενική εμμονή της ικανότητας για συνείδηση ακόμη και σε κατάσταση εμφανούς ασυνειδητότητας.
Το ακανθώδες πρόβλημα της σχέσης του αιώνιου ανθρώπου, του Εαυτού και του γήινου ανθρώπου στο χώρο και στο χρόνο διαφωτίστηκε από δύο όνειρα μου. Σε ένα όνειρο που είχα τον Οκτώβριο του 1958, είδα από το σπίτι μου δυο δίσκους σχήματος φακού, και μεταλλικού χρώματος, οι οποίοι διέγραφαν ένα τόξο πάνω από το σπίτι και μέχρι κάτω στη λίμνη. Ήταν δύο ΑΤΙΑ (Αγνώστου Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα). Τότε ένα άλλο αντικείμενο ήρθε κατευθείαν προς εμένα. Ήταν ένας τελείως κυκλικός φακός, όπως αυτός ενός τηλεσκοπίου. Σε μια απόσταση τεσσάρων ή πέντε γιαρδών έμεινε ακίνητο για μια στιγμή, και στη συνέχεια πέταξε μακριά. Αμέσως μετά, ένα άλλο αντικείμενο ήρθε πετώντας γρήγορα στον αέρα: ένας φακός με μια μεταλλική προέκταση, σαν το κουτί ενός μαγικού φαναριού. Σε απόσταση εξήντα ή εβδομήντα γιαρδών παρέμενε ακίνητο στον αέρα, δείχνοντας κατευθείαν σε μένα. Ξύπνησα με ένα αίσθημα έκπληξης. Ακόμα εμποτισμένος από το όνειρο, πέρασε από το μυαλό μου η εξής σκέψη: «Πάντα σκεφτόμαστε ότι τα ΑΤΙΑ αποτελούν προβολές μας. Τώρα αποδεικνύεται ότι εμείς είμαστε οι προβολές τους. Προβάλλομαι από το μαγικό φανάρι ως C. G. Jung. Αλλά ποιος χειρίζεται τη συσκευή;»
Είχα ονειρευτεί άλλη μια φορά το πρόβλημα του Εαυτού και του Εγώ. Σε εκείνο το προγενέστερο όνειρο, βρισκόμουν σε ένα ταξίδι ωτοστόπ. Περπατούσα κατά μήκος ενός μικρού δρόμου μέσα από ένα λοφώδες τοπίο· ο ήλιος έλαμπε και είχα ένα ευρύ οπτικό πεδίο προς όλες τις κατευθύνσεις. Τότε βρέθηκα σε ένα μικρό εκκλησάκι δίπλα στο δρόμο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, και πήγα. Προς μεγάλη μου έκπληξη δεν υπήρχε καμία εικόνα της Παναγίας στο βωμό, ούτε και Σταυρός, αλλά μόνο μια υπέροχη διαρρύθμιση με άνθη. Αλλά στη συνέχεια είδα ότι στο πάτωμα μπροστά από το βωμό, απέναντι μου, καθόταν ένας γιόγκι σε στάση λωτού, σε βαθύ διαλογισμό. Όταν τον κοίταξα από πιο κοντά, συνειδητοποίησα ότι είχε το πρόσωπό μου. Τον κοιτούσα με τρόμο, και ξύπνησα με τη σκέψη: «Α, ώστε αυτός είναι που με διαλογίζεται. Έχει ένα όνειρο, το οποίο είμαι εγώ.» Καταλάβαινα ότι όταν εκείνος ξυπνούσε, εγώ πλέον δεν θα υπήρχα.
Είχα αυτό το όνειρο μετά από την ασθένειά μου το 1944. Είναι μια παραβολή: Εγώ ο ίδιος αποσύρομαι σε διαλογισμό και στοχάζομαι την επίγεια μορφή μου. Για να το θέσω διαφορετικά: Αποκτώ ανθρώπινη μορφή προκειμένου να μπω στην τρισδιάστατη ύπαρξη, όπως κάποιος φορά τη στολή του δύτη για να βουτήξει στη θάλασσα. Όταν ο Εαυτός αποποιείται την ύπαρξή του στην άλλη ζωή, υιοθετεί μια θρησκευτική στάση, όπως το παρεκκλήσι δείχνει στο όνειρο. Με τη γήινη μορφή μπορεί να περάσει από τις εμπειρίες του τρισδιάστατου κόσμου, και μέσα από την μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση να κάνει ένα επιπλέον βήμα προς την πραγμάτωση.
Η μορφή του γιόγκι, τότε, θα αντιπροσωπεύει, λιγότερο ή περισσότερο, την ασυνείδητη προγενέθλια ολότητά μου, και η Άπω Ανατολή, όπως συμβαίνει συχνά στα όνειρα, μια ψυχική κατάσταση ξένη και αντίθετη με τη δική μας. Όπως με το μαγικό φανάρι, ο διαλογισμός του γιόγκι «προβάλλει» την εμπειρική μου πραγματικότητα. Κατά κανόνα βλέπουμε αυτήν την αιτιακή σχέση αντίστροφα: στα προϊόντα του ασυνείδητου ανακαλύπτουμε σύμβολα μαντάλα (mandala), δηλαδή, κυκλικές και τετραδικές μορφές που εκφράζουν την ολότητα, και κάθε φορά που θέλουμε να εκφράσουμε την ολότητα εφαρμόζουμε ακριβώς τέτοιες μορφές. Η βάση μας είναι το Εγώ-συνείδηση, ο κόσμος μας το πεδίο του φωτός που επικεντρώνεται στο σημείο εστίασης του Εγώ. Από εκείνο το σημείο βλέπουμε προς τα έξω έναν αινιγματικό κόσμο ομίχλης, χωρίς ποτέ να ξέρουμε σε ποιο βαθμό οι σκιώδεις μορφές που βλέπουμε προκαλούνται από την συνείδησή μας ή αν διαθέτουν τη δική τους πραγματικότητα. Ο επιφανειακός παρατηρητής είναι ικανοποιημένος με την πρώτη υπόθεση. Αλλά μια πιο προσεκτική μελέτη δείχνει ότι κατά κανόνα οι εικόνες του ασυνείδητου δεν παράγονται από τη συνείδηση αλλά έχουν μια πραγματικότητα και έναν αυθορμητισμό από μόνες τους, παρότι τις θεωρούμε ως απλά, οριακά φαινόμενα.
Ο σκοπός και των δυο αυτών ονείρων είναι να προκαλέσουν μια αντιστροφή της σχέσης ανάμεσα στο Εγώ-συνείδηση και στο ασυνείδητο, και να αντιπροσωπεύσουν το ασυνείδητο ως την πηγή της εμπειρικής προσωπικότητας. Αυτή η αντιστροφή υποδηλώνει ότι από τη σκοπιά της «άλλης πλευράς,» η ασυνείδητη ύπαρξή μας είναι η πραγματική ενώ ο συνειδητός κόσμος ένα είδος της ψευδαίσθησης, μια φαινομενική πραγματικότητα που κατασκευάστηκε για έναν συγκεκριμένο σκοπό, σαν ένα όνειρο που φαίνεται σαν πραγματικότητα όσο το ζούμε. Είναι σαφές ότι αυτή η κατάσταση μοιάζει πολύ με την Ανατολική έννοια του Μάγια (ψευδαίσθηση).
Η ασυνείδητη πληρότητα επομένως μου φαίνεται το «οδηγό πνεύμα» (spiritus rector) των βιολογικών και ψυχικών γεγονότων. Εδώ αποτελεί μια αρχή η οποία επιδιώκει την καθολική ολοκλήρωση, και η οποία στην περίπτωση του ανθρώπου σημαίνει την επίτευξη της συνολικής συνείδησης. Η επίτευξη της συνείδησης είναι ο πολιτισμός με την ευρύτερη έννοια, και η αυτογνωσία είναι, ως εκ τούτου, η καρδιά και η ουσία αυτής της διαδικασίας. Η Ανατολή αποδίδει αναμφισβήτητα θεία προέλευση στον Εαυτό, και σύμφωνα με την αρχαία Χριστιανική άποψη η αυτογνωσία είναι ο δρόμος προς τη γνώση του Θεού.
Το αποφασιστικό ερώτημα για τον άνθρωπο είναι: Σχετίζεται αυτός με κάτι άπειρο ή όχι; Αυτό είναι το εύστοχο ερώτημα της ζωής του. Μόνο αν γνωρίζουμε ότι αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι το άπειρο, μπορούμε να αποφύγουμε την εστίαση του ενδιαφέροντος μας σε πρόσκαιρα πράγματα και σε κάθε είδος στόχων οι οποίοι δεν έχουν πραγματική σημασία. Έτσι απαιτούμε ότι ο κόσμος θα μας δώσει την αναγνώριση για ιδιότητες που θεωρούμε ως προσωπικά στοιχεία: το ταλέντο μας ή την ομορφιά μας. Όσο περισσότερο ένας άνθρωπος δίνει έμφαση σε ευτελή στοιχεία, και όσο λιγότερη ευαισθησία έχει για όσα είναι απαραίτητα, τόσο λιγότερο ικανοποιητική είναι η ζωή του. Αισθάνεται περιορισμένος, επειδή έχει περιορισμένους σκοπούς, και το αποτέλεσμα είναι ο φθόνος και η ζήλια. Αν συνειδητοποιήσουμε και νιώσουμε ότι εδώ σε αυτή τη ζωή έχουμε ήδη μια σύνδεση με το άπειρο, οι επιθυμίες και οι νοοτροπίες αλλάζουν. Σε τελική ανάλυση, υπολογίζουμε κάτι μόνο με βάση το ουσιώδες που έχουμε ενσωματώσει και χωρίς το οποίο η ζωή μας είναι χαμένη. Στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους επίσης, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ένα στοιχείο του απείρου εκφράζεται σε αυτήν τη σχέση.
Το συναίσθημα για το άπειρο, ωστόσο, μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν οριοθετούμαστε στο έπακρο. Ο μεγαλύτερος περιορισμός για τον άνθρωπο είναι ο «Εαυτός·» εκδηλώνεται στην εμπειρία: «Είμαι μόνο αυτό!» Μόνο η συνειδητοποίηση της στενής προσκόλλησής μας στον Εαυτό αποτελεί τη σύνδεση με το απεριόριστο του ασυνείδητου. Χάρη σε αυτήν την επίγνωση, βιώνουμε τους εαυτούς μας ταυτόχρονα ως πεπερασμένους και απεριόριστους. Γνωρίζοντας τον εαυτό μας ως μοναδικό στον προσωπικό μας συνδυασμό, διαθέτουμε επίσης την ικανότητα να αποκτήσουμε συνείδηση του απείρου. Αλλά μόνο τότε!
Σε μια εποχή που έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά στην επέκταση του ζωτικού χώρου και την αύξηση της ορθολογικής γνώσης με κάθε κόστος, πρόκειται για μια υπέρτατη πρόκληση να ζητήσουμε από τον άνθρωπο να αποκτήσει συνείδηση της μοναδικότητας και των περιορισμών του. Μοναδικότητα και περιορισμός είναι συνώνυμα. Χωρίς αυτά, καμία αντίληψη του απεριόριστου δεν είναι δυνατή- και, κατά συνέπεια, καμία επίτευξη επίγνωσης- παρά μόνο μια απατηλή ταύτιση με τους μεγάλους αριθμούς και μια απληστία για πολιτική εξουσία.
Η εποχή μας έχει μετατοπίσει όλη την έμφαση στο «εδώ και τώρα,» και έτσι επέφερε μια δαιμονοποίηση του ανθρώπου και του κόσμου. Το φαινόμενο των δικτατοριών και όλης της δυστυχίας που έφεραν προέρχεται από το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει απογυμνωθεί από την υπερβατικότητα εξαιτίας των κοντόφθαλμων διανοούμενων. Μαζί τους, έπεσε θύμα της ασυνειδητότητας. Αλλά το καθήκον του ανθρώπου είναι ακριβώς το αντίθετο: να γίνει συνειδητός για τα περιεχόμενα τα οποία προωθούνται από το ασυνείδητο. Ούτε πρέπει να επιμείνει στην ασυνειδητότητα, ούτε πρέπει να παραμείνει ταυτισμένος με τα ασυνείδητα στοιχεία της ύπαρξής του, αποφεύγοντας έτσι το πεπρωμένο του, το οποίο είναι να δημιουργήσει ολοένα και περισσότερη συνείδηση. Όσο μπορούμε να διακρίνουμε, ο αποκλειστικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης είναι να ανάψει ένα φως στο σκοτάδι του απλού είναι. Μπορεί ακόμη να υποτεθεί ότι ακριβώς όπως το ασυνείδητο μας επηρεάζει, έτσι η αύξηση της συνειδητότητάς μας επηρεάζει το ασυνείδητο.
*Από το βιβλίο «Memories, Dreams, Reflections» του Carl Jung