2 Απρ 2013

Μια νέα θεωρία για τη σχέση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη

DAVID BOHM 
Department of Theoretical Physics, Birkbeck College, University of London, Malet St, London WC1E 7HX, United Kingdom 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ: Η σχέση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη προσεγγίζεται με έναν νέο τρόπο σε αυτό το άρθρο. Αυτή η προσέγγιση στηρίζεται στην αιτιακή ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας, στην οποία ένα ηλεκτρόνιο, για παράδειγμα, θεωρείται ως μια αδιαχώριστη ένωση ενός σωματιδίου και ενός πεδίου. Αυτό το πεδίο έχει, ωστόσο, ορισμένες νέες ιδιότητες που μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι τα κύρια σημεία διαφοράς ανάμεσα στην κβαντική και στην κλασική θεωρία (Νευτώνεια θεωρία). Αυτές οι νέες ιδιότητες υποδηλώνουν ότι το πεδίο μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχει αντικειμενική και ενεργή πληροφορία, και ότι η δραστηριότητα αυτής της πληροφορίας είναι παρόμοια κατά ορισμένους βασικούς τρόπους με τη δραστηριότητα της πληροφορίας στην καθημερινή υποκειμενική εμπειρία μας. Έτσι, η αναλογία ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη είναι αρκετά στενή. Η αναλογία αυτή οδηγεί στην πρόταση των γενικών κατευθύνσεων μιας νέας θεωρίας για το πνεύμα, την ύλη και τη μεταξύ τους σχέση, σύμφωνα με την οποία η βασική έννοια είναι η συμμετοχή αντί για την αλληλεπίδραση. Αν και η θεωρία αυτή μπορεί να αναπτυχθεί μαθηματικά με περισσότερες λεπτομέρειες, η έμφαση εδώ είναι να δειχθεί ποιοτικά πώς παρέχει ένα τρόπο σκέψης που δεν χωρίζει το πνεύμα από την ύλη, και έτσι οδηγεί σε μια πιο συνεκτική κατανόηση τέτοιων ερωτημάτων από ό,τι είναι δυνατό με τις κοινές δυιστικές και αναγωγιστικές προσεγγίσεις. Αυτές οι ιδέες μπορεί να είναι σχετικές με τις συνδετικές θεωρίες (connectionism) και ίσως μπορεί να προτείνει νέες κατευθύνσεις για την ανάπτυξή τους.


1. Εισαγωγή 

Αυτό το άρθρο περιγράφει ορισμένες ιδέες που αποσκοπούν στο να φέρουν μαζί την πνευματική και την υλική πλευρά της πραγματικότητας. Ασχολείται κυρίως με το να δώσει τις γενικές κατευθύνσεις ενός νέου τρόπου σκέψης, συνεπή με την σύγχρονη φυσική, ο οποίος δεν διαχωρίζει το πνεύμα από την ύλη, τον παρατηρητή από αυτό που παρατηρεί, το υποκείμενο από το αντικείμενο. Αυτό που περιγράφεται εδώ είναι, ωστόσο, μόνο η αρχή ενός τέτοιου τρόπου σκέψης που μπορεί να αναπτυχθεί πολύ περισσότερο.

Το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στην πνευματική και στη φυσική πλευρά της πραγματικότητας είναι θεμελιώδες εδώ και πολύ καιρό, ειδικά στη Δυτική φιλοσοφία. Ο Καρτέσιος (Descartes) πρότεινε μια ιδιαίτερα σαφή διατύπωση των βασικών δυσκολιών όταν θεώρησε την ύλη σαν μια επεκταμένη ουσία (η οποία δηλαδή καταλαμβάνει χώρο) ενώ το πνεύμα σαν νοήμονη ουσία (η οποία σαφώς δεν καταλαμβάνει χώρο). Επισήμανε ότι στο μυαλό μπορούν να υπάρχουν σαφείς και διακριτές σκέψεις που αντιστοιχούν σε περιεχόμενο σε ξεχωριστά αντικείμενα, που βρίσκονται στο χώρο. Αλλά αυτές οι σκέψεις δεν βρίσκονται στην πραγματικότητα σε ξεχωριστές περιοχές του χώρου, ούτε μοιάζουν να είναι ξεχωριστά υλικά αντικείμενα με κανέναν τρόπο. Φαίνεται ότι οι φύσεις του πνεύματος και της ύλης είναι τόσο διαφορετικές έτσι ώστε να μην μπορεί κάποιος να βρει μια βάση για τη μεταξύ τους σχέση. Αυτή η  άποψη τέθηκε ξεκάθαρα από τον Καρτέσιο (βλ. Cottingham, 1986) όταν είπε ότι δεν υπάρχει τίποτα που να περιλαμβάνεται στην έννοια της ύλης που να ανήκει στο μυαλό, και τίποτα στην έννοια του πνεύματος που να ανήκει στην ύλη. Ωστόσο, η πείρα δείχνει ότι συνδέονται στενά μεταξύ τους.

Ο Καρτέσιος έλυσε το πρόβλημα υποθέτοντας ότι ο Θεός, ο οποίος δημιούργησε τόσο το πνεύμα όσο και την ύλη, μπορούσε να τα συνδέσει βάζοντας μέσα στα μυαλά των ανθρώπων τις καθαρές και διακριτές σκέψεις που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν την ύλη ως επεκταμένη ουσία. Βεβαίως υποτέθηκε ακόμα από τον Καρτέσιο ότι οι σκοποί που περιέχονται στις σκέψεις θα έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να εκφράζονται μέσα από την ύλη, παρόλο που υποστήριξε ότι το πνεύμα και η ύλη δεν διέθεταν κανένα πλαίσιο από κοινού. Φαίνεται έτσι (όπως πράγματι προτάθηκε εκείνη την περίοδο από τον Malebranche) ότι δεν έμενε τίποτε άλλο από την έκκληση στον Θεό για να διευθετηθεί η επιθυμητή δράση κατά κάποιον τρόπο. Ωστόσο, έκτοτε, μια τέτοια αναφορά στις ενέργειες του Θεού έχει γενικά παύσει να γίνεται δεκτή ως ένα έγκυρο φιλοσοφικό επιχείρημα. Αλλά αυτή η θεώρηση μας αφήνει χωρίς καμία εξήγηση για το πώς το πνεύμα και η ύλη σχετίζονται.

Αυτό το άρθρο αποβλέπει στην ανάπτυξη μιας διαφορετικής προσέγγισης πάνω σε αυτό το θέμα, η οποία επιτρέπει μια κατανοητή σχέση μεταξύ πνεύματος και ύλης χωρίς να ανάγει το ένα σε μια απλή λειτουργία ή χαρακτηριστικό του άλλου (ένας τέτοιος αναγωγισμός παίρνει συχνά τις διάφορες μορφές του υλισμού, ο οποίος ανάγει το πνεύμα, για παράδειγμα, σε ένα 'επιφαινόμενο' που δεν έχει καμία πραγματική επίδραση πάνω στην ύλη, ή του ιδεαλισμού, ο οποίος αντίθετα ανάγει την ύλη σε κάποιο είδος του πνεύματος, στο μυαλό του Θεού).

Η νέα προσέγγιση που περιγράφεται σε αυτό το άρθρο γίνεται εφικτή από την πλευρά της ύλης χάρη στην κβαντική θεωρία, η οποία είναι προς το παρόν η πιο βασική θεωρία  που διαθέτουμε σχετικά με τη σύσταση της ύλης. Ορισμένοι φιλόσοφοι της σκέψης (βλ., π.χ. τον Haugeland, 1981, κεφ. 1) θα επέκριναν την εισαγωγή της φυσικής στη μελέτη του πνεύματος με αυτόν τον τρόπο, επειδή θεωρούν το πνεύμα να είναι μιας τόσο διαφορετικής (και ίσως νέας) ποιότητας έτσι ώστε η φυσική να μην έχει σχέση με αυτό (παρότι θεωρούν επίσης ότι το πνεύμα έχει μια υλική βάση στον εγκέφαλο). Τέτοιου είδους κριτικές εμπνέονται, κατά μεγάλο μέρος, από την πεποίθηση ότι η φυσική περιορίζεται σε μια κλασική Νευτώνεια μορφή, η οποία ουσιαστικά ανάγει στο τέλος τα πάντα σε έναν κάποιου είδους μηχανισμό. Ωστόσο, όπως θα εξηγηθεί πιο αναλυτικά αργότερα, η κβαντική θεωρία, που θεωρείται πια θεμελιώδης, προϋποθέτει ότι τα σωματίδια της φυσικής έχουν ορισμένες πρωτόγονες 'πνευματοειδείς' ιδιότητες, οι οποίες δεν προβλέπονται από τις κλασσικές, Νευτώνιες έννοιες (αν και, φυσικά, αυτά τα σωματίδια δεν έχουν συνείδηση). Αυτό σημαίνει ότι στη βάση της σύγχρονης φυσικής ακόμη και η άψυχη ύλη δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή από την άποψη του Καρτέσιου ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ουσία που καταλαμβάνει χώρο και που αποτελείται από ξεχωριστά αντικείμενα. Αντίθετα, θα υποθέσουμε ότι το πνεύμα μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε πάντοτε μια φυσική πτυχή, παρότι αυτή η πτυχή μπορεί να είναι ανεπαίσθητη. Έτσι, οδηγούμαστε στη δυνατότητα μιας πραγματικής σχέσης ανάμεσα στην ύλη και στο πνεύμα, επειδή ποτέ δεν διέφεραν απόλυτα στις βασικές τους ιδιότητες, όπως υποτέθηκε από τον Καρτέσιο και από άλλους, όπως οι νεο-υλιστές.

Ο δρόμος επομένως ανοίγεται τώρα για να δούμε την πιθανή σχέση της φυσικής σε αυτό το πλαίσιο. Αυτό συμβαίνει επειδή η κβαντική θεωρία αρνείται το μηχανιστικό (Νευτώνειο) εννοιολογικό πλαίσιο που μέχρι πρότινος δικαιολογούσε σιωπηρά την άποψη ότι το πνεύμα είναι τέτοιας φύσης ώστε να μην έχει καμία απολύτως σχέση με τους νόμους της ύλης. Επιπλέον, παρότι οι νέες ιδιότητες της ύλης έχουν καθοριστεί στο θεμελιώδες επίπεδο της σωματιδιακής φυσικής, θα δείξουμε παρακάτω πώς είναι δυνατόν να λειτουργήσουν σε ανώτερα επίπεδα οργάνωσης, όπως εκείνα του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος.


2. Η ελλοχεύουσα τάξη και η κβαντική θεωρία 

Το θέμα της σχέσης ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη έχει ήδη εξεταστεί σε κάποιο βαθμό σε κάποια από τις προηγούμενες εργασίες μου πάνω στη φυσική (Bohm, 1980). Σε εκείνη την εργασία, η οποία είχε ως αρχικό σκοπό την κατανόηση της θεωρίας της σχετικότητας και της κβαντικής θεωρίας σε μια κοινή βάση, ανέπτυξα την ιδέα της αναδιπλωμένης ή ελλοχεύουσας τάξης (implicate order). Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της ιδέας είναι ότι ολόκληρο το σύμπαν είναι κατά κάποιο τρόπο αναδιπλωμένο σε όλα τα επιμέρους πράγματα και ότι κάθε επιμέρους πράγμα είναι αναδιπλωμένο στο σύνολο. Από αυτό προκύπτει ότι κατά κάποιο τρόπο και σε κάποιο βαθμό κάθε πράγμα αναδιπλώνεται ή ελλοχεύει μέσα σε κάθε άλλο πράγμα αλλά με τέτοιον τρόπο ώστε κάτω από τις κανονικές συνθήκες της συνηθισμένης εμπειρίας να υπάρχει ένας μεγάλος βαθμός σχετικής ανεξαρτησίας. Συνεπάγεται έτσι η βασική ιδέα ότι αυτή η ελλοχεύουσα σχέση δεν είναι απλά παθητική ή επιφανειακή. Αντίθετα, είναι ενεργή και θεμελιώδης για τη σύσταση κάθε πράγματος. Συνεπώς κάθε πράγμα είναι εσωτερικά συνδεδεμένο με το σύνολο και, επομένως, με οτιδήποτε άλλο. Οι εξωτερικές σχέσεις των πραγμάτων εκδηλώνονται στη συνέχεια στην 'ξεδιπλωμένη' ή εκπεφρασμένη τάξη (explicate order) στην οποία το κάθε πράγμα φαίνεται, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ως σχετικά ξεχωριστό και εκτεταμένο, και σαν να συνδέεται με τα άλλα πράγματα μόνο εξωτερικά. Η εκπεφρασμένη τάξη, η οποία δεσπόζει στην καθημερινή εμπειρία καθώς επίσης και στην κλασική (Νευτώνεια) φυσική, φαίνεται έτσι σαν να είναι αυτονόητη. Αλλά, στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να γίνει σωστά κατανοητή χωριστά από το κοινό της έδαφος με την πρωταρχική πραγματικότητα της ελλοχεύουσας τάξης.

Επειδή η ελλοχεύουσα τάξη δεν είναι στατική αλλά ουσιαστικά δυναμική στη φύση της, σε μια συνεχή διαδικασία αλλαγής και ανάπτυξης, ονόμασα την πιο γενική μορφή της ολοκίνητο (holomovement). Όλα τα πράγματα που βρίσκονται στην ξεδιπλωμένη, εκπεφρασμένη τάξη αναδύονται από το ολοκίνητο, στο οποίο και υπάρχουν αναδιπλωμένα ως δυνατότητες, και στο οποίο τελικά επιστρέφουν. Διαρκούν μόνο για κάποιο χρονικό διάστημα, και κατά αυτήν τη διάρκεια η ύπαρξή τους διατηρείται σε μια συνεχή διαδικασία αναδίπλωσης, 'τυλίγματος' και 'ξετυλίγματος,' η οποία παράγει τις σχετικά σταθερές και ανεξάρτητες μορφές τους κατά την εκπεφρασμένη τάξη.

Η παραπάνω περιγραφή στη συνέχεια δίνει, όπως έχω δείξει με περισσότερες λεπτομέρειες αλλού (Bohm, 1980), μια έγκυρη διαισθητικά περιγραφή της έννοιας των ιδιοτήτων της ύλης, όπως υπονοούνται από την κβαντική θεωρία. Χρειάζεται μόνο μια σκέψη για να δούμε ότι ένα παρόμοιο είδος περιγραφής θα ισχύει ακόμα πιο άμεσα και έκδηλα σε ό,τι αφορά το πνεύμα, με τη συνεχή ροή των ανεπαίσθητων σκέψεων, συναισθημάτων, επιθυμιών, και παρορμήσεων, γεγονότα που ρέουν το ένα από και προς το άλλο, και τα οποία, κατά κάποιο τρόπο, αναδιπλώνονται μεταξύ τους (όπως, για παράδειγμα, μπορούμε να πούμε ότι μια σκέψη υπονοεί μία άλλη, με την έννοια ότι η μία βρίσκεται 'αναδιπλωμένη' μέσα στην άλλη.) Ή για να το θέσουμε διαφορετικά, η γενική ελλοχεύουσα τάξη είναι κοινή τόσο για το πνεύμα όσο και για την ύλη. Αυτό σημαίνει ότι τελικά το πνεύμα και η ύλη είναι τουλάχιστον στενά συνδεδεμένα το ένα με το άλλο και όχι τόσο διαφορετικά όσο φαίνονται ύστερα από μια επιφανειακή εξέταση. Επομένως, φαίνεται λογικό να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπάνω και να προτείνουμε ότι η ελλοχεύουσα τάξη μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα μέσο για να εκφράσουμε με συνέπεια την πραγματική σχέση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη, χωρίς να εισάγουμε κάτι σαν την Καρτεσιανή δυαδικότητα μεταξύ τους.

Σε αυτό το στάδιο, ωστόσο, η ελλοχεύουσα τάξη αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ένα γενικό πλαίσιο σκέψης μέσα στο οποίο μπορεί ευλόγως να ελπίζουμε ότι θα αναπτύξουμε ένα πιο αναλυτικό περιεχόμενο που θα καταστήσει δυνατή την πρόοδο προς την κατάργηση του χάσματος που επικρατεί ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη. Έτσι, ακόμα και από τη φυσική πλευρά, στερείται ενός σαφώς καθορισμένου συνόλου γενικών αρχών που θα καθορίζουν πώς οι δυνητικότητες που βρίσκονται αναδιπλωμένες στην ελλοχεύουσα τάξη εκφράζονται στην πραγματικότητα ως σχετικά σταθερές και ανεξάρτητες μορφές της εκπεφρασμένης τάξης. Η απουσία ενός παρόμοιου συνόλου αρχών είναι, φυσικά, επίσης προφανής από την πνευματική πλευρά. Αλλά ακόμη πιο σημαντική είναι η έλλειψη μια σαφούς κατανόησης πώς η πνευματική και η υλική πλευρά σχετίζονται.

Προφανώς αυτό που χρειάζεται είναι μια επέκταση της ελλοχεύουσας τάξης, που να αναπτύσσει τη θεωρία προς την κατεύθυνση που προαναφέρθηκε. Σε αυτήν την εργασία, θα χρησιμοποιήσουμε μια άλλη προσέγγιση η οποία κατά τη γνώμη μου βρίσκεται προς τη σωστή κατεύθυνση πλήρωσης αυτής της απαίτησης. Βασίζεται σε αυτό που έχει ονομαστεί αιτιακή ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας (Bohm, 1952· Bohm & Hiley, 1975, 1987· Hiley & Peat, 1987). Για να δούμε γιατί αυτό συμβαίνει, θα  παραθέσω πρώτα μια σύντομη ανασκόπηση ορισμένων από τα κύρια χαρακτηριστικά της κβαντικής θεωρίας που απαιτούν μια νέα ερμηνεία πέρα από τις ήδη υπάρχουσες. (βλ. επίσης Bohm, 1984· Zukav, 1979).

Πρώτον, η κβαντική θεωρία συνεπάγεται ότι όλα τα υλικά συστήματα έχουν την ιδιότητα αυτού που ονομάζεται κυματο-σωματιδιακός δυισμός. Έτσι, τα ηλεκτρόνια, που στη Νευτώνεια φυσική δρουν σαν σωματίδια, μπορούν, κάτω από κατάλληλες συνθήκες, να ενεργήσουν επίσης σαν κύματα (π.χ. τα ηλεκτρόνια μπορούν να εμφανίσουν στατιστικές ιδιότητες συμβολής όταν ένας μεγάλος αριθμός τους περνά μέσα από ένα σύστημα σχισμών). Αυτή η διττή φύση των υλικών συστημάτων είναι εντελώς ασυμβίβαστη με τη Νευτώνεια φυσική, στην οποία κάθε σύστημα διαθέτει τη δική του φύση, ανεξάρτητα από το πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται.  

Δεύτερον, κάθε δράση είναι με τη μορφή καθορισμένων και μετρήσιμων μονάδων ενέργειας, ορμής και άλλων ποσοτήτων, που ονομάζονται κβάντα και τα οποία δεν είναι περαιτέρω διαιρέσιμα. (Για παράδειγμα, ένα άτομο λέγεται ότι μεταβαίνει από μια κατάσταση σε μια άλλη χωρίς να περνά από τις ενδιάμεσες καταστάσεις, και καθώς το πράττει αυτό εκπέμπει ένα αδιαίρετο κβάντο φωτεινής ενέργειας.) Κατά την αλληλεπίδραση σωματιδίων, μοιάζει σαν να ήταν όλα συνδεδεμένα με αδιαίρετους κρίκους σε ένα ενιαίο σύνολο. Ωστόσο, στο όριο της μεγάλης κλίμακας, ο αριθμός των συνδέσεων είναι τόσο μεγάλος ώστε οι διεργασίες μπορούν να αντιμετωπιστούν με έναν καλό βαθμό προσέγγισης ως διαιρετέες (όπως μπορεί κάποιος να αντιμετωπίσει τη συλλογική κίνηση μιας μεγάλης μάζας κόκκων της άμμου σαν μια κατά προσέγγιση διαιρέσιμη ροή). Και αυτό εξηγεί την αέναη διαιρετότητα των διεργασιών που βιώνουμε στη μεγάλη κλίμακα ως μια οριακή περίπτωση.

Τρίτον, υπάρχει μια παράξενη νέα ιδιότητα της μη-τοπικότητας. Δηλαδή, κάτω από ορισμένες συνθήκες, σωματίδια τα οποία βρίσκονται σε αποστάσεις μακροσκοπικής τάξης φαίνεται να είναι σε θέση, κατά κάποια έννοια, να αλληλοεπηρεάζονται, ακόμα κι αν δεν υπάρχει κανένα γνωστό μέσο με το οποίο θα μπορούσαν να είναι συνδεδεμένα. Πράγματι αν θέλαμε να υποθέσουμε οποιοδήποτε είδος δύναμης (ίσως κάποιας ακόμα άγνωστης) για να εξηγήσουμε αυτήν τη σύνδεση, τότε το διάσημο θεώρημα του Bell δίνει ένα ακριβές και γενικό κριτήριο για να αποφασισθεί αν η σύνδεση είναι τοπική, η οποία δηλαδή να επιτυγχάνεται με δυνάμεις που δρουν όταν τα συστήματα δεν είναι σε επαφή (Bell, 1966). Μπορεί να δειχθεί ότι η κβαντική θεωρία παραβιάζει το κριτήριο του Bell, και αυτή η συνέπεια επιβεβαιώνεται από πραγματικά πειράματα. Συμπερασματικά, προκύπτει ότι αν υπάρχουν αυτές οι δυνάμεις, πρέπει να ενεργούν μη-τοπικά. Τέτοιες μη-τοπικές αλληλεπιδράσεις είναι ουσιαστικά ξένες προς το γενικό εννοιολογικό καθεστώς της κλασικής (Νευτώνειας) φυσικής, όπως αυτή μας είναι γνωστή τους τελευταίους αιώνες (η οποία δηλώνει ότι οι αλληλεπιδράσεις είναι είτε εξ επαφής ή μεταφέρονται από πεδία που δρουν τοπικά και τα οποία διαδίδονται συνεχώς μέσα στο χώρο).

Όλα αυτά μπορούν να συνοψιστούν με όρους μιας νέας έννοιας περί κβαντικής ολότητας, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι ο κόσμος δεν μπορεί να αναλυθεί σε τμήματα τα οποία υπάρχουν ανεξάρτητα και χωριστά μεταξύ τους. Μια τέτοιου είδους ανάλυση θα έχει ένα μόνο κατά προσέγγιση και περιορισμένο πεδίο εφαρμογής· δηλαδή σε έναν τομέα όπου η Νευτώνεια φυσική ισχύει κατά προσέγγιση. Αλλά ουσιαστικά, η κβαντική ολότητα είναι το πρωταρχικό στοιχείο.

Ειδικότερα, μια τέτοια ολότητα σημαίνει ότι σε μια παρατήρηση που πραγματοποιείται σε ένα κβαντικό επίπεδο θεωρητικής ακρίβειας, οι συσκευές παρατήρησης και το παρατηρούμενο σύστημα δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεχωριστά. Αντίθετα, το καθένα συμμετέχει με κάθε άλλο σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί με βεβαιότητα το παρατηρούμενο αποτελέσματα της αλληλεπίδρασής τους στο ένα μόνο σύστημα. Ως εκ τούτου, όπως δείχθηκε από τον Χάιζενμπεργκ (Heisenberg), υπάρχει ένα όριο στην ακρίβεια της πληροφορίας που μπορεί να αποκτηθεί σχετικά με ένα σύστημα έναντι του άλλου. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη Νευτώνεια φυσική, στην οποία είναι  κατά κανόνα εφικτό να βελτιώσουμε τις παρατηρήσεις σε έναν απεριόριστο βαθμό ακρίβειας.

Ο Μπορ (Bohr) (1934, 1958) έκανε μια πολύ λεπτή ανάλυση του όλου θέματος. Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που περιγράφονται παραπάνω, αντιμετωπίζει ολόκληρη τη διαδικασία της παρατήρησης ως ένα μοναδικό φαινόμενο, που αποτελεί ένα γεγονός το οποίο δεν μπορεί να αναλυθεί επιπλέον. Για τον Μπορ, αυτό σημαίνει ότι τα μαθηματικά της κβαντικής θεωρίας δεν είναι σε θέση να προσφέρουν μια σαφή (δηλ. ακριβώς καθορισμένη) περιγραφή μιας μοναδικής κβαντικής διαδικασίας αλλά, ανταυτού αποτελούν μόνο έναν αλγόριθμο, ο οποίος παράγει στατιστικές προβλέψεις σχετικά με τα πιθανά αποτελέσματα ενός συνόλου πειραμάτων. Ο Μπορ υποθέτει επιπλέον ότι δεν υπάρχουν νέες έννοιες που θα μπορούσαν να περιγράψουν επακριβώς την πραγματικότητα των ιδιαίτερων κβαντικών διαδικασιών. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κανένας διαισθητικός ή άλλος τρόπος να καταλάβουμε τι συμβαίνει σε τέτοιες διαδικασίες. Μόνο στο Νευτώνειο όριο μπορούμε να αποκτήσουμε μια προσεγγιστική εικόνα του τι συμβαίνει, και αυτό θα πρέπει να είναι σύμφωνα με τους όρους της Νευτώνειας φυσικής.

Η προσέγγιση του Μπορ έχει το πλεονέκτημα ότι δίνει μια συνεπή άποψη σχετικά με την έννοια της κβαντικής θεωρίας. Επιπλέον, επικεντρώνεται σε κάτι που είναι νέο στην φυσική, δηλαδή στην ολότητα του μέσου παρατήρησης και αυτού που παρατηρείται. Το ερώτημα είναι επίσης καίριας σημασίας στη συζήτηση για τη σχέση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη. Αλλά η επιμονή του Μπορ ότι αυτή η ολότητα δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με κανέναν τρόπο, όσο σύγχρονος αυτός ο τρόπος και αν είναι, συνεπάγεται ότι οποιαδήποτε περαιτέρω πρόοδος σε αυτόν τον τομέα θα εξαρτάται κυρίως από την ανάπτυξη νέων συνόλων μαθηματικών εξισώσεων χωρίς καμία πραγματική διαισθητική ή φυσική πρόσβαση στο τι ακριβώς τα μαθηματικά σημαίνουν πέρα από τα πειραματικά αποτελέσματα που θα μπορούσαν να προβλέψουν. Από την άλλη πλευρά, πάντα ένιωθα ότι τα μαθηματικά και η διαίσθηση θα πρέπει να συμβαδίζουν. Το να περιοριστούμε μόνο στο ένα από αυτά θα ήταν σαν να δέναμε το ένα χέρι πίσω από την πλάτη μας χρησιμοποιώντας το άλλο χέρι. Φυσικά, το να κάνουμε κάτι τέτοιο είναι ένας σημαντικός περιορισμός όχι μόνο για τη φυσική, αλλά προφανώς είναι ένας ακόμη πιο σημαντικός περιορισμός για τη μελέτη του πνεύματος, εκεί όπου μάλιστα η διαίσθηση και η διόραση πρέπει να αποτελούν τους πρωταρχικούς παράγοντες.

Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται πολύ σημαντικό να αμφισβητήσουμε την παραδοχή του Μπορ ότι καμία σύλληψη της ιδιαίτερης κβαντικής διαδικασίας δεν είναι δυνατή. Πράγματι, ψάχνοντας ακριβώς έναν τρόπο για να το καταφέρω, οδηγήθηκα στην ανάπτυξη της αιτιακής ερμηνείας της κβαντικής θεωρίας, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, η οποία είναι σε θέση, όπως θα φανεί σε αυτό το άρθρο, να αποτελέσει τη βάση για μια μη-δυιστική θεωρία της σχέσης ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη.


3. Η αιτιακή ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας 

Μια σύντομη ανασκόπηση της αιτιακής ερμηνείας της κβαντικής θεωρίας θα δοθεί τώρα (βλ. Bohm, 1952· Bohm & Hiley, 1987). Το πρώτο βήμα προς αυτήν την ερμηνεία είναι να υποθέσουμε ότι το ηλεκτρόνιο, για παράδειγμα, είναι στην πραγματικότητα ένα σωματίδιο, που ακολουθεί μια καλά-καθορισμένη τροχιά (όπως ένας πλανήτης γύρω από τον ήλιο). Αλλά συνοδεύεται πάντα από ένα νέο είδος κβαντικού πεδίου. Τώρα, ένα πεδίο είναι κάτι που βρίσκεται διασκορπισμένο στο χώρο. Γνωρίζουμε ήδη, για παράδειγμα, το μαγνητικό πεδίο, που το βλέπουμε να είναι απλωμένο στο χώρο χρησιμοποιώντας ρινίσματα σιδήρου γύρω από έναν μαγνήτη ή έναν ρευματοφόρο αγωγό. Τα ηλεκτρικά πεδία που δημιουργούνται από ένα φορτισμένο αντικείμενο είναι επίσης καλά-καθορισμένα. Αυτά τα πεδία συνδυάζονται για να δώσουν ηλεκτρομαγνητικά κύματα, που απλώνονται στο χώρο (π.χ. ραδιοκύματα).

Το κβαντικό πεδίο, ωστόσο, δεν είναι απλώς μια επιστροφή σε αυτές τις παλιότερες έννοιες αλλά έχει συγκεκριμένα νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία υποδηλώνουν μια ριζική απομάκρυνση από τη Νευτώνεια φυσική. Για να δούμε ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της αποχώρησης, ξεκινάμε σημειώνοντας ότι τα πεδία μπορούν γενικά να αναπαρασταθούν μαθηματικά με ορισμένες εκφράσεις που ονομάζονται δυναμικά. Στη φυσική, το δυναμικό περιγράφει ένα πεδίο με όρους της πιθανότητας ή δυνητικότητας να βρίσκεται σε κάθε σημείο του χώρου, οδηγώντας στη δράση πάνω σε ένα σωματίδιο που βρίσκεται σε κάποιο από αυτά τα σημεία. Αυτό που είναι σημαντικό στην κλασική (Νευτώνεια) φυσική είναι έτσι ότι το αποτέλεσμα αυτού του δυναμικού σε ένα σωματίδιο είναι πάντοτε ανάλογο με την ένταση του πεδίου. Κάποιος μπορεί να το φανταστεί αυτό θεωρώντας την επίδραση κυμάτων νερού σε ένα κομμάτι φελλού που ανεβοκατεβαίνει στον κυματισμό· η ταλάντωση  αυτή εξασθενεί καθώς τα κύματα απλώνονται όλο και περισσότερο. Όπως με τα ηλεκτρικά και τα μαγνητικά πεδία, το κβαντικό πεδίο μπορεί επίσης να αναπαρασταθεί με όρους ενός δυναμικού, το οποίο ονομάζω κβαντικό δυναμικό. Αλλά σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τα ηλεκτρικά και μαγνητικά δυναμικά, το κβαντικό δυναμικό εξαρτάται μόνο από τη μορφή, και όχι από την ένταση του κβαντικού πεδίου. Συνεπώς, ακόμη και ένα πολύ αδύναμο κβαντικό πεδίο μπορεί να επηρεάσει έντονα ένα σωματίδιο. Είναι σαν να είχαμε ένα κύμα νερού που θα μπορούσε να κάνει έναν φελλό να αναπηδήσει με πλήρη ενέργεια, ακόμα και μακριά από την πηγή του κύματος. Μια τέτοια έννοια είναι σαφώς θεμελιωδώς διαφορετική από τις προγενέστερες Νευτώνειες ιδέες. Γιατί προϋποθέτει ότι ακόμη και απόμακρα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος μπορούν να επηρεάσουν έντονα ένα σωματίδιο.



Σχ. 1. Το πείραμα συμβολής των δύο οπών

Ως παράδειγμα, μπορούμε να θεωρήσουμε το πείραμα των δύο οπών, που φαίνεται στο Σχ. 1. Στο πείραμα αυτό, μπορούμε να θεωρήσουμε κβαντικά κύματα που προσπίπτουν σε ένα φράγμα που έχει δύο οπές, ή σχισμές, A και B. Τα κύματα αυτά διέρχονται από τις δύο σχισμές, και στη συνέχεια απλώνονται προς τα έξω καθώς διαδίδονται. Εκεί όπου τα κύματα συναντώνται  συμβάλλουν, είτε ενισχυτικά αν οι ταλαντώσεις τους βρίσκονται σε φάση, ή καταστροφικά αν οι ταλαντώσεις τους βρίσκονται εκτός φάσης. Με τα κλασσικά πεδία, όπως το ηλεκτρομαγνητικό, αυτό προκαλεί το γνωστό σχέδιο συμβολής, που αποτελείται από φωτεινές και σκοτεινές λωρίδες, εναλλάξ.

Για να δούμε τι συμβαίνει με τα κβαντικά συστήματα, ας σκεφτούμε μια πολύ ασθενή δέσμη ηλεκτρονίων να περνά από το σύστημα των οπών χωριστά και ανεξάρτητα το ένα μετά το άλλο. Κάθε ηλεκτρόνιο ακολουθεί μια καλά ορισμένη διαδρομή, περνώντας από τη μία ή την άλλη σχισμή. Πράγματι, σύμφωνα με τις Νευτώνειες ιδέες, αφού ένα ηλεκτρόνιο θα έχει περάσει μέσα από τη μία από τις τρύπες, θα κινηθεί στον άδειο χώρο μπροστά του σε μια ευθεία γραμμή με σταθερή ταχύτητα. Αλλά από την κβαντική σκοπιά κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Για να δούμε τι που συμβαίνει εδώ, ας αναλογιστούμε το κβαντικό δυναμικό που φαίνεται στο Σχ. 2, το οποίο προκύπτει από τη συμβολή των κυμάτων που περιγράφονται στο Σχ. 1.


 Σχ. 2. Το κβαντικό δυναμικό του πειράματος των δύο οπών 

Το κβαντικό δυναμικό απλώνεται μπροστά από τις οπές. Αποτελείται από μια εναλλαγή 'κορυφών' και 'κοιλάδων.' Όταν ένα ηλεκτρόνιο περνά μέσα από μία από αυτές τις κοιλάδες, απότομα επιταχύνεται. Έτσι τα ηλεκτρόνια αλλάζουν τις τροχιές τους ακόμα και στον άδειο χώρο μπροστά από τις τρύπες εξαιτίας του κβαντικού δυναμικού, και αυτή η διασπορά τους μπορεί αν είναι έντονη ακόμα και μακριά από τις οπές. 

Τώρα, σε ένα τυπικό πείραμα αυτού του είδους, η πηγή των ηλεκτρονίων είναι ένα νήμα πυράκτωσης, πίσω από τις σχισμές, από το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ηλεκτρόνια βγαίνουν διεγερμένα με μια τυχαία στατιστική κατανομή αρχικών ταχυτήτων (δηλαδή βγαίνουν μέσα από την πηγή εδώ και εκεί τυχαία). Κάθε ηλεκτρόνιο ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδρομή, περνώντας μέσα από τη μία σχισμή ή την άλλη, και ύστερα φτάνει στο πέτασμα ανίχνευσης ως ένα ξεχωριστό σωματίδιο, παράγοντας, για παράδειγμα, μια μεμονωμένη κηλίδα σε μια φωτογραφική πλάκα που βρίσκεται τοποθετημένη στο πέτασμα. Κατά την κίνησή του το ηλεκτρόνιο επηρεάζεται από το κβαντικό δυναμικό, το οποίο, όπως είπαμε, περιγράφεται από το κύμα που γενικά προηγείται του σωματιδίου. Ωστόσο, αν θεωρήσουμε το σύνολο από τις τροχιές, το οποίο αντιπροσωπεύει μια αρχικά τυχαία κατανομή σωματιδίων, τότε, όπως φαίνεται στο Σχ. 3, αυτά ομαδοποιούνται συστηματικά σε ένα σχέδιο συμβολής (το οποίο γίνεται ξεκάθαρο αφού ένας μεγάλος αριθμός ηλεκτρονίων θα έχει περάσει τις σχισμές και θα έχει καταλήξει στο πέτασμα).


Σχ. 3. Τροχιές των σωματιδίων για το πείραμα των δύο οπών 

Με αυτόν τον τρόπο εξηγείται πώς το ηλεκτρόνιο μπορεί να είναι σωματίδιο, και ταυτόχρονα να εμφανίζει στατιστικά ιδιότητες κύματος. Είναι απαραίτητο για αυτήν την ερμηνεία, ωστόσο, το κβαντικό δυναμικό να εξαρτάται μόνο από τη μορφή του κύματος, έτσι ώστε να μπορεί να είναι ισχυρό ακόμη και όταν η ένταση του κύματος είναι ασθενής. Ή για να το θέσουμε διαφορετικά, το νέο στοιχείο εδώ είναι αυτό που αποκαλέσαμε μη-τοπικότητα, δηλαδή η δυνατότητα απομακρυσμένα μέρη του περιβάλλοντος (όπως το σύστημα των οπών) να επηρεάζουν την κίνηση του σωματιδίου με ένα συγκεκριμένο τρόπο (σε αυτήν την περίπτωση με την επίδρασή τους πάνω στο κβαντικό πεδίο)

Θα ήθελα να προτείνω ότι μπορούμε να πετύχουμε μια επιπλέον κατανόηση αυτού του χαρακτηριστικού προτείνοντας μια νέα έννοια, αυτήν της ενεργής πληροφορίας, η οποία παίζει έναν σημαντικό ρόλο σε αυτό το πλαίσιο. Η λέξη πληροφορία (in-formation) λαμβάνεται εδώ κυριολεκτικά, δηλαδή σαν κάτι που εμπεριέχει μορφή (αντί για την τεχνική της έννοια στη θεωρία πληροφορίας ως αρνητική εντροπία (negentropy)). Κάποιος επομένως μπορεί να σκεφτεί το ηλεκτρόνιο σαν να κινείται χάρη στη δική του ενέργεια. Το κβαντικό δυναμικό τότε δρα ώστε να αποδώσει μορφή σε αυτήν την κίνηση, και αυτή η μορφή συνδέεται με εκείνη του κύματος από το οποίο το κβαντικό δυναμικό προέρχεται.

Υπάρχουν πολλές αναλογίες με την έννοια της ενεργής πληροφορίας στη γενική εμπειρία μας. Σκεφτείτε για παράδειγμα ένα πλοίο με αυτόματο πιλότο και το οποίο καθοδηγείται από ραδιοκύματα (ραντάρ). Το πλοίο δεν κινείται μηχανικά από αυτά τα κύματα. Μάλλον, η μορφή των κυμάτων παίζει ρόλο, και με τη βοήθεια ολόκληρου του συστήματος, δίνει το αντίστοιχο σχήμα και μορφή στην κίνηση του πλοίου, κάτω από τη δική της ισχύ. Παρόμοια, το είδος των ραδιοκυμάτων που εκπέμπονται από έναν ραδιοτηλεοπτικό σταθμό μπορεί να μεταφέρει τη μορφή μιας εικόνας, μουσικής ή ομιλίας. Η ενέργεια του ήχου που ακούμε προέρχεται από τη σχετικά άμορφη ενέργεια της πρίζας, αλλά η μορφή του προέρχεται από τη δραστηριότητα της μορφής του ραδιοκύματος· μια παρόμοια διαδικασία συμβαίνει με έναν υπολογιστή ο οποίος καθοδηγεί κάποια μηχανήματα. Η πληροφορία βρίσκεται στο πρόγραμμά του, αλλά η δραστηριότητά του δίνει σχήμα και μορφή στην κίνηση των μηχανημάτων. Ομοίως, σε ένα ζωντανό κύτταρο, η μορφή του μορίου του DNA δρα ώστε να αποδώσει σχήμα και μορφή για τη σύνθεση των πρωτεϊνών (καθώς μεταφέρεται σε μόρια RNA).

Η πρότασή μας είναι να επεκταθεί στη συνέχεια αυτή η έννοια της ενεργής πληροφορίας στην ύλη στο κβαντικό επίπεδο. Η πληροφορία στο κβαντικό επίπεδο είναι δυνητικά ενεργή παντού, αλλά πραγματικά ενεργή μόνο εκεί που βρίσκεται το σωματίδιο (όπως, για παράδειγμα, το ραδιοκύμα είναι ενεργό εκεί που βρίσκεται ο δέκτης). Μια τέτοια έννοια προτείνει, ωστόσο, ότι το ηλεκτρόνιο μπορεί να είναι πολύ πιο περίπλοκο από ό,τι πιστεύουμε (έχοντας μια δομή πολυπλοκότητας συγκρίσιμης ίσως, για παράδειγμα, με έναν απλό μηχανισμό καθοδήγησης, όπως ενός αυτόματου πιλότου). Αυτή η πρόταση έρχεται σε αντίθεση με ολόκληρη την παράδοση της φυσικής των τελευταίων αιώνων, η οποία έχει προσκολληθεί στην παραδοχή ότι καθώς αναλύουμε την ύλη σε ολοένα και μικρότερα τμήματα, η συμπεριφορά τους γίνεται όλο και απλούστερη. Ωστόσο, υποθέσεις αυτού του είδους δεν είναι απαραίτητα πάντα σωστές. Έτσι, για παράδειγμα, μεγάλα πλήθη ανθρώπων μπορούν συχνά να εμφανίζουν μια πολύ απλούστερη συμπεριφορά από εκείνη των μεμονωμένων ατόμων που τη συνθέτουν. 

Αφήνει άραγε η γνώση μας για τη φυσική χώρο για μια δομή του είδους που περιγράφεται παραπάνω; Στην πράξη, οι μικρότερες αποστάσεις που έχουν μέχρι τώρα ερευνηθεί στη φυσική είναι της τάξης των 10-16 cm. Από την άλλη μεριά, η μικρότερη απόσταση που θα είχε νόημα στην παρούσα φυσική είναι της τάξης των 10-33 cm, το λεγόμενο μήκος Planck, στο οποίο είναι γενικά αποδεκτό ότι οι παρούσες έννοιες του χώρου, του χρόνου και της ύλης πιθανότατα θα άλλαζαν δραματικά. Ανάμεσα στα 10-16 και 10-33 υπάρχει μια διαφορά της τάξης του 1017, η οποία είναι περίπου η ίδια με εκείνη ανάμεσα στο 10-16 και στις συνηθισμένες μακροσκοπικές αποστάσεις (της τάξης των 10 cm). Ανάμεσα στα 10 cm και στα 10-16 cm βρίσκεται μια πολύ μεγάλη πιθανότητα για την ύπαρξη δομής. Γιατί να μην υπάρχει μια παρόμοια πιθανότητα ανάμεσα στα 10-16 cm και 10-33 cm, και ίσως σε ακόμα μικρότερες αποστάσεις; (Είναι ενδιαφέρον σε αυτό το πλαίσιο να σημειώσουμε ότι ακόμα και οι τωρινές θεωρίες χορδών στη φυσική οδηγούν στην πιθανότητα πολύ πολύπλοκων δομών σε αποστάσεις τόσο μικρές όσο τα 10-33 cm.) 

Η έννοια της ενεργής πληροφορίας υποδηλώνει, όπως είδαμε, την πιθανότητα ενός είδους ολότητας του ηλεκτρονίου σε σχέση με απόμακρες ιδιότητες του περιβάλλοντός. Αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο παρόμοιο με την έννοια του Μπορ περί ολότητας, αλλά διαφέρει στο ότι μπορεί να γίνει κατανοητό από την άποψη της έννοιας ενός σωματιδίου του οποίου η κίνηση κατευθύνεται από την ενεργή πληροφορία. Από την άλλη πλευρά, στην προσέγγιση του Μπορ, δεν υπάρχει ένας αντίστοιχος τρόπος για να γίνει μια τέτοια έννοια περί ολότητας κατανοητή.

Η έννοια αυτής της ολότητας είναι, ωστόσο, πολύ πιο κατανοητή αν θεωρήσουμε όχι ένα μεμονωμένο ηλεκτρόνιο, όπως κάναμε μέχρι τώρα, αλλά μάλλον ένα σύστημα που να αποτελείται από πολλά τέτοια σωματίδια. Εδώ αρκετές νέες έννοιες εμφανίζονται.

Πρώτον, δύο ή περισσότερα σωματίδια μπορούν να επηρεάζονται αμοιβαία μέσω του κβαντικού δυναμικού ακόμα και αν χωρίζονται από μεγάλες αποστάσεις. Αυτό είναι παρόμοιο με ό,τι συμβαίνει στο πείραμα των δύο οπών αλλά είναι πιο γενικό. Τέτοια μη-τοπική δράση από απόσταση έχει επιβεβαιωθεί σε πειράματα που ως στόχο έχουν να ελέγξουν αν ικανοποιείται το κριτήριο του Bell, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως.

Δεύτερον, σε ένα σύστημα πολλών σωματιδίων, η αλληλεπίδραση των σωματιδίων μπορεί να θεωρηθεί ότι εξαρτάται από μια δεξαμενή πληροφορίας που ανήκει στο σύνολό τους, με τρόπο που να μην είναι αναλύσιμη με όρους προκατεστημένων σχέσεων ανάμεσα στα επιμέρους σωματίδια. Αυτό μπορεί να γίνει σαφέστερο λαμβάνοντας υπόψη το φαινόμενο της υπεραγωγιμότητας. Τώρα, σε κανονικές θερμοκρασίες, ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται στο εσωτερικό ενός μεταλλικού αγωγού διασκορπίζονται με τυχαίο τρόπο από διάφορα εμπόδια και ανωμαλίες μέσα στο μέταλλο. Ως συνέπεια, υπάρχει κάποια αντίσταση στη ροή του ηλεκτρικού ρεύματος. Σε χαμηλές θερμοκρασίες, όμως, τα ηλεκτρόνια κινούνται μαζί με οργανωμένο τρόπο, και επομένως μπορούν να παρακάμψουν τα εμπόδια και τις ανωμαλίες για να ανασυγκροτήσουν το σχέδιο της από κοινού κίνησής τους. (βλ. Σχ. 4). Έτσι, δεν είναι διασκορπισμένα, και επομένως  το ρεύμα μπορεί να διαδοθεί επ' αόριστον χωρίς αντίσταση.


Σχ. 4. Υπεραγώγιμο ρεύμα που διαδίδεται γύρω από ένα εμπόδιο 

Μια λεπτομερέστερη ανάλυση δείχνει ότι το κβαντικό δυναμικό για ολόκληρο το σύστημα αποτελεί τότε μια μη-τοπική σύνδεση που προκαλεί το προαναφερθέν σχέδιο οργάνωσης των ηλεκτρονίων που κινούνται όλα μαζί χωρίς σκέδαση. Εδώ μπορούμε να κάνουμε τον παραλληλισμό με ένα μπαλέτο, στο οποίο οι χορευτές, καθοδηγούμενοι από μια κοινή δεξαμενή πληροφορίας, μπορούν να χορεύουν όλοι μαζί με έναν παρόμοιο και οργανωμένο τρόπο, να παρακάμπτουν ένα εμπόδιο και να ανασυντάσσουν το σχέδιο της κίνησής τους. 

Αν η βασική συμπεριφορά της ύλης περιλαμβάνει τέτοια χαρακτηριστικά, όπως η ολότητα, η μη-τοπικότητα και η οργάνωση της κίνησης μέσω κοινών δεξαμενών πληροφορίας, πώς τότε εξηγούμε την καθημερινή μεγάλης κλίμακας εμπειρία, στην οποία δεν βρίσκουμε τέτοια χαρακτηριστικά; Μπορεί να αποδειχθεί (Bohm & Hiley, 1987) ότι σε υψηλότερες θερμοκρασίες, το κβαντικό δυναμικό τείνει να πάρει τη μορφή ανεξάρτητων τμημάτων, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι τα σωματίδια θα κινούνται με μια αντίστοιχη ανεξαρτησία. Είναι σαν, αντίθετα με ένα μπαλέτο, οι άνθρωποι να κινούνται ανεξάρτητα, ο καθένας με τη δική του δεξαμενή πληροφορίας. Θα συνιστούσαν τότε έναν όχλο, στον οποίο η οργανωμένη κίνηση του μπαλέτου θα είχε διασπασθεί.

4. Συνέπειες για το πνεύμα 

Προκύπτει από τα παραπάνω ότι οι δυνατότητες για ολότητα στην κβαντική θεωρία έχουν μια αντικειμενική υπόσταση. Αυτό το γεγονός έρχεται σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην κλασική φυσική, στην οποία ένα σύνολο πρέπει να μεταχειριστεί ως ένας απλά βολικός τρόπος σκέψης σχετικά με αυτό που στην πράξη θεωρείται να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια συλλογή ανεξάρτητων τμημάτων σε ένα μηχανικό είδος αλληλεπίδρασης. Από την άλλη πλευρά, στην κβαντική θεωρία, η 'συμπεριφορά μπαλέτου' στην υπεραγωγιμότητα, για παράδειγμα, ταιριάζει σαφώς περισσότερο με εκείνην ενός οργανισμού παρά ενός μηχανισμού. Πράγματι, επεκτείνοντας το συλλογισμό, η γενική έννοια της ενεργής πληροφορίας προτείνει μια στοιχειώδη νοήμονη συμπεριφορά της ύλης, γιατί ένα  απαραίτητο χαρακτηριστικό του πνεύματος βρίσκεται ακριβώς στη δραστηριότητα της μορφής, και όχι της ύλης. Έτσι, για παράδειγμα, όταν διαβάζουμε ένα κείμενο, δεν αφομοιώνουμε την ουσία του χαρτιού αλλά μόνο τη μορφή μέσω των γραμμάτων, και είναι αυτές οι μορφές που δίνουν το περιεχόμενο μιας πληροφορίας στον αναγνώστη, την οποία και εκδηλώνει ενεργά στις μετέπειτα δραστηριότητές του. Μια παρόμοια 'πνευματοειδής' ή νοήμονη ιδιότητα της ύλης αποκαλύπτεται έντονα στο κβαντικό επίπεδο, με την έννοια ότι η μορφή της κυματοσυνάρτησης εκδηλώνεται στις κινήσεις των σωματιδίων. Αυτή η ιδιότητα, ωστόσο, δεν φαίνεται σε σημαντικό βαθμό στο προσεγγιστικό όριο της κλασσικής φυσικής.

Ας προσεγγίσουμε τώρα το θέμα από την πλευρά του πνεύματος. Μπορούμε να αρχίσουμε εξετάζοντας σύντομα ορισμένες πτυχές του χαρακτήρα της σκέψης. Τώρα, ένα μεγάλο μέρος της σύστασης της σκέψης έχει να κάνει ακριβώς με τη δραστηριότητα την οποία μια δεδομένη δομή πληροφορίας μπορεί να προκαλέσει. Μπορούμε να το επαληθεύσουμε αυτό εύκολα από την υποκειμενική μας εμπειρία. Για παράδειγμα, φανταστείτε ότι μια σκοτεινή νύχτα βλέπετε κάποιες σκιές. Αν έχουμε πληροφορίες ότι μπορεί να υπάρχουν λωποδύτες στη γειτονιά, μπορεί αμέσως να δημιουργηθεί μια αίσθηση κινδύνου, με ένα ευρύ φάσμα πιθανών αντιδράσεων (μάχης, φυγής, κλπ.). Αυτό δεν είναι απλά μια διανοητική διεργασία, αλλά περιλαμβάνει μια ακούσια και ουσιαστικά ασυνείδητη διαδικασία που έχει να κάνει με ορμόνες, παλμούς της καρδιάς, νευροδιαβιβαστές, καθώς επίσης και άλλες σωματικές αντιδράσεις. Ωστόσο, αν τελικά συνειδητοποιήσουμε πως ήταν απλά μια σκιά, αυτή η σκέψη έχει μια κατευναστική επίδραση, και όλη η προαναφερθείσα δραστηριότητα παύει. Μια τέτοια απόκριση σε κάποια πληροφορία είναι εξαιρετικά κοινή (π.χ. η πληροφορία ότι ο Χ είναι φίλος ή εχθρός, καλός ή κακός, κλπ.). Γενικότερα, σε ό,τι αφορά το πνεύμα, η πληροφορία φαίνεται να είναι ενεργή με όλους αυτούς τους τρόπους, φυσικά, χημικά, ηλεκτρικά, κλπ.

Τέτοια δραστηριότητα είναι εμφανώς παρόμοια με εκείνη που περιγράφηκε προηγουμένως σε σχέση με τις αναλογίες του αυτόματου πιλότου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, των υπολογιστών, των μορίων του DNA, και των κβαντικών διεργασιών στοιχειωδών σωματιδίων όπως τα ηλεκτρόνια. Εκ πρώτης όψεως, ωστόσο, μπορεί να εξακολουθεί να φαίνεται ότι υπάρχει κάποια σημαντική διαφορά ανάμεσα στις  δύο αυτές περιπτώσεις. Έτσι, στην υποκειμενική μας εμπειρία η δράση μπορεί, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, να διαμεσολαβηθεί με τον ειρμό της συνειδητής σκέψης, ενώ στα διάφορα παραδείγματα δραστηριότητας αντικειμενικής πληροφορίας που δόθηκαν εδώ, αυτή η δράση είναι άμεση. Αλλά, στην πραγματικότητα, ακόμη και αν αυτό συμβαίνει, η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη όσο μπορεί να φαίνεται. Γιατί η διαδικασία της σκέψης ακολουθεί την αναστολή της φυσικής δράσης. Αυτό οδηγεί σε έναν ειρμό σκέψης. Ωστόσο, τόσο η αναστολή της φυσικής δράσης όσο και ο επακόλουθος ειρμός σκέψης έρχονται αμέσως μετά από ένα είδος ενεργής πληροφορίας, η οποία υπαγορεύει την όλη διαδικασία.

Φαίνεται σαφές από τα παραπάνω ότι τουλάχιστον στο πλαίσιο των διαδικασιών της σκέψης υπάρχει ένα είδος ενεργής πληροφορίας που είναι ταυτόχρονα φυσική και πνευματική στη σύσταση. Η ενεργή πληροφορία μπορεί έτσι να χρησιμεύσει ως ένα είδος σύνδεσης ή 'γέφυρας' ανάμεσα σε αυτές τις δυο όψεις της πραγματικότητας συνολικά. Αυτές οι δύο πλευρές είναι αδιαχώριστες, με την έννοια ότι η πληροφορία που περιέχεται στην σκέψη, και η οποία θεωρούμε πως βρίσκεται στην 'πνευματική' μεριά, είναι ταυτόχρονα μια σχετιζόμενη νευροφυσιολογική, χημική και φυσική δραστηριότητα (την οποία αντιλαμβανόμαστε σαν την 'υλική' μεριά αυτής της σκέψης).

Έχουμε, ωστόσο, θεωρήσει μέχρι τώρα μόνο ένα μικρό μέρος της ουσίας του πνεύματος. Έτσι, οι σκέψεις μας μπορούν να συμπεριλάβουν ένα μεγάλο φάσμα πληροφοριακών περιεχομένων διαφόρων ειδών. Αυτά τα περιεχόμενα μπορούν με τη σειρά τους να εποπτευτούν από ένα υψηλότερο επίπεδο πνευματικής δραστηριότητας, σαν να επρόκειτο για κάποια υλικά αντικείμενα, τα οποία κάποιος θα 'κοίταζε.' Μέσα από αυτήν τη διαδικασία μπορεί να προκύψει ένα ακόμα πιο λεπτό επίπεδο πληροφορίας, του οποίου το νόημα έχει να κάνει με μια δραστηριότητα η οποία είναι σε θέση να οργανώσει το αρχικό σύνολο πληροφορίας σε ένα ευρύτερο σύνολο. Αλλά ακόμα πιο ανεπαίσθητη πληροφορία αυτού του είδους μπορεί, με τη σειρά της, να διερευνηθεί από ένα ακόμη πιο εξευγενισμένο επίπεδο πνευματικής δραστηριότητας, και εξορισμού αυτό μπορεί να συνεχιστεί επ' άπειρο. Καθένα από αυτά τα επίπεδα μπορεί στη συνέχεια να ιδωθεί από την υλική πλευρά. Από την πνευματική πλευρά, πρόκειται για ένα δυνητικά ενεργό περιεχόμενο πληροφορίας. Αλλά από την υλική πλευρά, είναι μια πραγματική δραστηριότητα που λειτουργεί για να οργανωθούν τα χαμηλότερα επίπεδα, τα οποία και χρησιμεύουν ως η 'πρώτη ύλη' για την πραγματοποίηση της διαδικασίας. Έτσι, σε κάθε δεδομένο επίπεδο, η πληροφορία αποτελεί τη σύνδεση ή γέφυρα ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Αυτό που έπεται είναι ότι μια παρόμοια σχέση ισχύει σε απείρως υψηλότερα επίπεδα υφής. Προτείνω ότι αυτή η δυνατότητα να μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από κάθε δεδομένο επίπεδο λεπτής υφής είναι το ουσιαστικό χαρακτηριστικό στο οποίο βασίζεται η δυνατότητα της νοημοσύνης.

Αξίζει εν προκειμένω να εξετάσουμε την έννοια του λεπτού σε ό,τι αφορά τα επίπεδα τάξης, που σύμφωνα με το λεξικό ετυμολογείται ως κάτι το 'ιδιαίτερο, εκλεπτυσμένο, λεπτεπίλεπτο, απατηλό, απροσδιόριστο.' Αλλά είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον να θεωρήσουμε τη λατινική ρίζα, sub-texere, που σημαίνει 'λεπτή υφή.' Αυτό υποδηλώνει μια μεταφορά για τη σκέψη, σαν να αποτελείται από μια σειρά από ολοένα και πιο λεπτής υφής συνδεδεμένα δίκτυα. Το καθένα από αυτά είναι κατάλληλο να 'συλλάβει' το αντίστοιχο συγκεκριμένο περιεχόμενο. Τα λεπτότερα δίκτυα μπορούν όχι μόνο να εμφανίσουν τις λεπτομέρειες της μορφής και της δομής αυτού που 'συλλαμβάνεται' στα πιο τραχιά δίκτυα· μπορούν επίσης να εμπεριέχουν ένα επιπλέον περιεχόμενο που υπονοείται στα τραχιά δίκτυα. Έτσι, φτάνουμε σε μια επέκταση της έννοιας της ελλοχεύουσας τάξης, σύμφωνα με την οποία  έχουμε μια σειρά από αλληλένδετα επίπεδα, όπου τα λεπτότερα δίκτυα- δηλαδή αυτά της λεπτότερης υφής, η οποία συμπεριλαμβάνει τη σκέψη, τα συναισθήματα και τις σωματικές αντιδράσεις- αναδιπλώνονται μέσα στα τραχύτερα (δηλαδή στα πιο 'παχιά' υφασμένα). Σε αυτήν τη σειρά, η πνευματική πλευρά αντιστοιχεί, βέβαια, στο λεπτότερο, ενώ η φυσική πλευρά αντιστοιχεί στο τραχύτερο. Και κάθε πνευματική πλευρά με τη σειρά της παίρνει μια φυσική όψη καθώς κινούμαστε προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης λεπτότητας.

5. Μια επέκταση τη κβαντικής θεωρίας 

Ας επανέλθουμε τώρα στην εξέταση της κβαντικής θεωρίας. Ποια είναι η σχέση της με τη  συνύφανση του πνευματικού και του φυσικού που συζητήσαμε προηγουμένως; Καταρχάς, ας θυμηθούμε ότι επειδή το κβαντικό δυναμικό μπορεί να θεωρηθεί ως πληροφορία της οποίας η δραστηριότητα είναι να καθοδηγεί το 'χορό' των ηλεκτρονίων, υπάρχει μια βασική ομοιότητα άνάμεσα στην κβαντική συμπεριφορά ενός συστήματος ηλεκτρονίων και στη συμπεριφορά του πνεύματος. Αλλά αν θέλουμε να σχετίσουμε τις διανοητικές διεργασίες με την κβαντική θεωρία, η ομοιότητα αυτή θα πρέπει να επεκταθεί. Ο απλούστερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να επεκταθεί η αναλογία ανάμεσα στις πνευματικές και στις κβαντικές διεργασίες, θεωρώντας ότι οι τελευταίες θα μπορούσαν επίσης να επεκταθούν σε απεριόριστα μεγαλύτερης λεπτότητας επίπεδα.

Για αυτόν το σκοπό, μπορούμε να ξεκινήσουμε υποθέτοντας, για παράδειγμα, ότι το κβαντικό δυναμικό συνιστά ενεργή πληροφορία που μπορεί να δώσει μορφή στην κίνηση των σωματιδίων, έτσι ώστε θα υπάρχει ένα υπερ- κβαντικό δυναμικό που να μπορεί να δώσει μορφή στο ξεδίπλωμα και στην ανάπτυξη του κβαντικού δυναμικού πρώτης τάξης. Αυτό το τελευταίο δεν θα ικανοποιεί πλέον τους νόμους της τρέχουσας κβαντικής θεωρίας, η οποία τότε θα αποτελεί μια προσέγγιση, που θα ισχύει μόνο όταν η δράση του υπερ- κβαντικού δυναμικού αγνοηθεί. 

Φυσικά, δεν υπάρχει λόγος να σταματήσουμε εδώ. Μπορούμε να προχωρήσουμε και να υποθέσουμε μια σειρά από τάξεις υπερ-κβαντικών δυναμικών, με την κάθε τάξη να συνιστά πληροφορία που δίνει μορφή στην δραστηριότητα της επόμενης κατώτερης τάξης (η οποία είναι λιγότερο λεπτή). Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε μια διαδικασία όμοια με εκείνη στην οποία καταλήξαμε θεωρώντας τη σχέση των διαφόρων επιπέδων λεπτής υφής στη σκέψη. 

Κάποιος στη συνέχεια μπορεί να σκεφτεί ποια είναι η σχέση των δύο αυτών διαδικασιών. Η απάντηση που θα ήθελα να προτείνω εδώ είναι ότι δεν υπάρχουν δύο διαδικασίες. Μάλλον, θα έλεγα ότι και οι δύο είναι ουσιαστικά οι ίδιες. Δηλαδή, αυτό που συνειδητοποιούμε ως πνεύμα, κατά την κίνησή του μέσα από τα διάφορα επίπεδα λεπτής υφής, θα θέσει τελικά σε κίνηση το υλικό σώμα με φυσικό τρόπο, φθάνοντας στο επίπεδο του κβαντικού δυναμικού και του 'χορού' των σωματιδίων. Δεν υπάρχει κανένα αγεφύρωτο χάσμα ή φράγμα ανάμεσα σε αυτά τα δύο επίπεδα. Αντίθετα, σε κάθε στάδιο κάποιο είδος πληροφορίας είναι η γέφυρα. Αυτό σημαίνει, ότι το κβαντικό δυναμικό, καθώς δρα, για παράδειγμα, στα ατομικά σωματίδια, αντιπροσωπεύει μόνο ένα στάδιο της όλης διαδικασίας.

Το περιεχόμενο της ατομικής μας συνείδησης είναι τότε κάποιο μέρος από αυτήν τη διαδικασία. Συνάγεται έτσι ότι κατά κάποια έννοια μια στοιχειώδης 'πνευματοειδής' ή νοήμονη ιδιότητα βρίσκεται παρούσα ακόμη και στο επίπεδο της σωματιδιακής φυσικής, και ότι, καθώς προχωράμε σε επίπεδα λεπτότερης υφής, αυτή η νοήμονη ιδιότητα γίνεται ισχυρότερη και πιο αναπτυγμένη. Κάθε είδος και επίπεδο του πνεύματος μπορεί να διαθέτει μια σχετική αυτονομία και σταθερότητα. Έτσι μπορούμε να περιγράψουμε την απαραίτητη λειτουργία της σχέσης όλων αυτών ως συμμετοχή , υπενθυμίζοντας ότι η λέξη αυτή έχει δύο βασικές σημασίες (participation στα αγγλικά), να αποτελεί κάτι μέρος ενός συνόλου (to partake of), και να συμμετέχει σε κάτι (to take part in) . Μέσω της αναδίπλωσης, κάθε σχετικά αυτόνομο είδος και επίπεδο του πνεύματος σε κάποιο βαθμό αποτελεί μέρος του συνόλου και ταυτόχρονα συμμετέχει σε αυτό. Μέσω αυτής της συμμετοχής, αποτελεί μέρος όλων των υπόλοιπων συνόλων κατά τη συλλογή πληροφορίας.  Και μέσω της δραστηριότητας αυτής της πληροφορίας, παρομοίως συμμετέχει στο σύνολο και σε κάθε τμήμα. Μέσα από αυτό το είδος δραστηριότητας, το περιεχόμενο των πιο λεπτών και ελλοχευόντων επιπέδων ξεδιπλώνεται (π.χ. όπως η κίνηση ενός σωματιδίου ξετυλίγει το νόημα της πληροφορίας που βρίσκεται ελλοχεύουσα στο κβαντικό πεδίο, και όπως η κινήσεις του σώματος ξεδιπλώνει αυτό που βρίσκεται στα λεπτότερα επίπεδα της σκέψης, των συναισθημάτων, κλπ).

Για τον άνθρωπο, όλη αυτή η θεώρηση συνεπάγεται μια εκ θεμελίων ολότητα, στην οποία οι διανοητικές και φυσικές πλευρές συμμετέχουν πολύ στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Ομοίως, το πνεύμα, το συναίσθημα, και η όλη φυσική κατάσταση του σώματος βρίσκονται σε μια παρόμοια ροή καθολικής συμμετοχής. Επομένως, δεν υπάρχει καμία πραγματική διαίρεση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη, ή ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα. Ο κοινότυπος όρος 'ψυχοσωματικό' με αυτήν την έννοια αντιμετωπίζεται ως παραπλανητικός, καθώς υπονοεί την Καρτεσιανή άποψη δυο ξεχωριστών ουσιών οι οποίες βρίσκονται σε κάποιο είδος αλληλεπίδρασης (αν όχι με τη διαμεσολάβηση του Θεού, τότε ίσως με κάποιον άλλον τρόπο).

Επεκτείνοντας αυτήν την άποψη, βλέπουμε ότι κάθε ανθρώπινο ον συμμετέχει παρομοίως με έναν αδιαχώριστο τρόπο στην κοινωνία του και στις διαδικασίες του πλανήτη στο σύνολό του. Αυτό που μπορούμε να προτείνουμε ακόμη, είναι ότι μια τέτοια συμμετοχή μπορεί να επεκταθεί στο ευρύτερο συλλογικό πνεύμα, και ίσως τελικά σε κάποιον μεγαλύτερο συμπαντικό νου, ο οποίος εξορισμού να εκτείνεται απεριόριστα πέρα από το σύνολο της πνευματικής κατάστασης του ανθρώπου. (Αυτό μπορεί να συγκριθεί με ορισμένες απόψεις του Jung (1981)).


Σχ. 5. Οι μαγνητικοί πόλοι σαν μια αφαίρεση από την ολότητα ενός μαγνητικού πεδίου 

Τέλος, μπορεί να αναρωτηθούμε πώς μπορούμε να κατανοήσουμε αυτήν τη θεωρία αν τα επίπεδα λεπτής υφής επεκτείνονται στο άπειρο. Μήπως η κατανόησή μας αναδράμει διαρκώς καθώς προσπαθούμε να το πετύχουμε αυτό; Προτείνω ότι η εμφάνιση μιας τέτοιας αναδρομής είναι στην ουσία ένα χαρακτηριστικό της γλώσσας μας, η οποία τείνει να δίνει υπερβολική έμφαση στην αναλυτική πλευρά των διεργασιών της σκέψης μας.

Για να εξηγήσουμε αυτό που εννοούμε εδώ, μπορούμε να θεωρήσουμε την αναλογία των πόλων του μαγνήτη, καθώς πρόκειται επίσης για ένα χαρακτηριστικό της γλωσσικής και διανοητικής ανάλυσης, χωρίς αυτοί οι πόλοι να έχουν κάποια ανεξάρτητη ύπαρξη έξω από αυτήν την ανάλυση. Όπως φαίνεται στο Σχ.5, σε κάθε μέρος του μαγνήτη υπάρχει ένα δυνητικό αλληλεπικαλυπτόμενο ζεύγος βόρειου και νότιου πόλου. Αλλά αυτοί οι μαγνητικοί πόλοι είναι στην πράξη αφαιρέσεις, οι οποίες έχουν εισαχθεί για την ευκολία της σκέψης σχετικά με τη διαδικασία, ενώ η όλη αυτή διαδικασία αποτελεί μια βαθύτερη πραγματικότητα- ένα αδιαίρετο μαγνητικό πεδίο το οποίο απλώνεται σε ολόκληρον το χώρο.

Παρόμοια, χάρη της συζήτησης, μπορούμε να ανασύρουμε ένα οποιοδήποτε επίπεδο λεπτής υφής μέσα από την αδιαίρετη ολότητα της πραγματικότητας και να εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτό. Σε κάθε τέτοιο επίπεδο, θα υπάρχουν ένας 'πνευματικός πόλος' και ένας 'φυσικός πόλος.' Έτσι, όπως έχουμε προτείνει, ακόμα και ένα ηλεκτρόνιο έχει έναν υποτυπώδη πνευματικό πόλο, ο οποίος αναπαρίσταται μαθηματικά από το κβαντικό δυναμικό. Αντιστρόφως, όπως είδαμε, ακόμα και οι λεπτές διανοητικές διεργασίες έχουν έναν φυσικό πόλο. Αλλά η βαθύτερη πραγματικότητα είναι κάτι που βρίσκεται πέρα από την ύλη και από το πνεύμα, που από κοινού αποτελούν μόνο εκφράσεις οι οποίες χρησιμεύουν ως όροι στην ανάλυση. Μπορούν, βέβαια, να συμβάλουν στην κατανόησή μας σχετικά με το τι συμβαίνει, αλλά με καμία έννοια δεν αποτελούν ξεχωριστές ουσίες σε αλληλεπίδραση. Ούτε πρέπει να ανάγουμε τον έναν πόλο σε απλή λειτουργία ή χαρακτηριστικό του άλλου (π.χ. όπως γίνεται στον υλισμό και στον ιδεαλισμό). Ωστόσο, το βασικό σημείο είναι ότι πριν από την έλευση της κβαντικής θεωρίας, η γνώση μας για την ύλη, όπως αυτή η γνώση  αποκτήθηκε από τη μελέτη της φυσικής, θα μας οδηγούσε στο να αρνηθούμε ότι θα μπορούσε να έχει έναν πνευματικό πόλο, γεγονός το οποίο θα μας εμπόδιζε να συμμετάσχουμε με τη σκέψη μας στη σχέση που περιγράφτηκε εδώ. Μπορούμε τώρα να πούμε ότι αυτή η γνώση της ύλης (καθώς επίσης και του πνεύματος) έχει αλλάξει με τέτοιον τρόπο ώστε να υποστηρίζει την προσέγγιση που αναπτύχθηκε εδώ. Το να ακολουθήσουμε περαιτέρω αυτήν την προσέγγιση, ίσως να μας επιτρέψει να επεκτείνουμε τη γνώση μας και για τους δύο πόλους σε νέες περιοχές.