30 Σεπ 2013

Η καταγωγή της ανθρώπινης σκέψης

Αντί προλόγου

Όταν οικοδομούμε μια θεωρία για την πραγματικότητα, όταν πρόκειται για κάτι περισσότερο από μια ασαφή ιδέα για το τι μπορεί αυτή να είναι, η τυπική γλώσσα που χρησιμοποιούμε σε σχέση με τη δική μας μεθοδολογική διαδικασία είναι κάτι πολύ σημαντικό. Επιλέγουμε κάποια συγκεκριμένα αφηρημένα σύμβολα, και τα χρησιμοποιούμε συνεχώς και καθολικά ως πρότυπα ή ως λειτουργίες της όλης διαδικασίας. Για παράδειγμα, οι ποιητές γνωρίζουν ότι μόλις ξεκινούν να γράφουν, η ίδια η γραφή τούς καθοδηγεί σε αυτό που σκόπευαν να γράψουν.

Το ίδιο ισχύει και για τα μαθηματικά. Από την εποχή της κλασικής φυσικής, ένα ολόκληρο σύνολο κανόνων και συμβόλων έχει εφευρεθεί, προκειμένου να εκφραστούν νέες έννοιες που αντιστοιχούν σε νέες ανακαλύψεις σχετικά με τη φύση- οι οποίες, σύμφωνα με τους νέους κανόνες, συμπεριλαμβάνουν επίσης εμάς τους ίδιους. Αυτά τα σύμβολα εξακολουθούν να διατηρούν τον αλγεβρικό, αριθμητικό χαρακτήρα τους, αν και τώρα φαίνεται να «δρουν» ή να «προβάλλονται» σε άλλα σύμβολα, ενώ αυτό το είδος «αλληλεπίδρασης» υπακούει περισσότερο την άλγεβρα πινάκων παρά την κλασσική πρόσθεση ή τον πολλαπλασιασμό.

Είναι άραγε αυτό το είδος «νέο-ορθολογισμού» επαρκές για να περιγράψει τη φύση, ή χρειαζόμαστε μια πολύ πιο εξελιγμένη, «μη αντιμεταθετικού» ή «μη προσθετικού» χαρακτήρα, βασική δομή μιας διανοητικής γλώσσας, με σκοπό την καλύτερη και ανώτερη επικοινωνία με μια πιο πολύπλοκη πραγματικότητα; Μια συναρπαστική πτυχή, η οποία είναι επίσης πολύ παρήγορη, είναι ότι, σύμφωνα με την αρχή της αναλογίας, η φύση εξελίσσεται στο βαθμό που εξελισσόμαστε κι εμείς. Είναι όμως η φύση, όπως την γνωρίζουμε, όλα όσα η φύση μπορεί να είναι, οπουδήποτε και οποιαδήποτε στιγμή; Πιστεύω ότι η απάντηση είναι θετική, και ο λόγος είναι ότι αποτελούμε κομμάτι της φύσης, έστω κι αν όχι το πιο νοήμον που θα μπορούσε να έχει υπάρξει. Αλλά προοδεύουμε, και αυτή η πρόοδος είναι παράλληλη με την εξέλιξη του κόσμου. Τώρα, αν η νοημοσύνη μέσα στο σύμπαν αυξανόταν με έναν ταχύτερο (ή πιο αργό) ρυθμό απ’ ό,τι εμείς, αυτό θα ήταν αδιάφορο, επειδή ακόμα κι έτσι θα υπήρχε κάποιο άλλο είδος, το πιο προηγμένο, να μας έχει ξεπεράσει. Έτσι, το πραγματικό πρόβλημα δεν έχει να κάνει μόνο με τη δική μας σκέψη, αλλά και με το γεγονός της ευφυούς ζωής σε μια παγκόσμια κλίμακα και επίπεδο. Και, προσωπικά, πιστεύω ότι αυτή η σπουδαία προοπτική αξίζει να παραχωρηθεί σε όλα τα είδη.

Clarke και Spinoza

Θα αναφερθώ τώρα στον George Boole, και στο έργο του «The laws of thought.» Πρώτον, θα αναφερθούμε σ’ ένα λογικό δίλημμα για την ύπαρξη του Θεού, έχοντας κατά νου πόσο σημαντική η ηθική ή θεία πτυχή της λογικής φαίνεται ότι είναι. Δεύτερον, θα μπούμε βαθύτερα στον κόσμο της δικής μας σκέψης και θα ρίξουμε μια ματιά στις ιδιότητές της οι οποίες μπορούν να αποκαλύψουν ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό τάξης.

Ο Boole κάνει μια αλγεβρική ανάλυση των επιχειρημάτων των Clarke και Spinoza, και στη συνέχεια προχωρά να αναρωτηθεί αν πράγματι υπάρχει κάποια πιθανότητα ο άνθρωπος να κατανοήσει το Θεό:

«Δεν είναι δυνατόν, νομίζω, να παρακινηθούμε από τα επιχειρήματα των Clarke και Σπινόζα χωρίς μια βαθιά επίγνωση για τη ματαιότητα όλων των προσπαθειών για να καθιερώσουμε, εξολοκλήρου a priori, την ύπαρξη ενός Άπειρου Όντος, των έργων Του, και της σχέσης Του με το σύμπαν. Η θεμελιώδης αρχή όλων αυτών των εικασιών, δηλαδή, πως ό,τι μπορούμε εύκολα να συλλάβουμε πρέπει να υπάρχει, δεν καταφέρνει να πετύχει το σκοπό της, ακόμα και όταν η αλήθεια τους θεωρείται δεδομένη. Γιατί πώς το πεπερασμένο θα μπορούσε να κατανοήσει το άπειρο; Ωστόσο, η δυνατότητα μιας τέτοιας σύλληψης πρέπει να παραχωρηθεί… ώστε να μπορέσει να υπάρξει κάποιο στέρεο έδαφος για τη γνώση πραγμάτων a priori απείρων κι αιωνίων… Γιατί πιστεύεται ότι υπάρχει η τάση στο ανθρώπινο πνεύμα να εξυψώνεται από το ιδιαίτερο προς το καθολικό, από το πεπερασμένο προς το άπειρο, από το εφήμερο προς το αιώνιο· και ότι αυτή η τάση μάς υποδεικνύει, με μεγάλη πιθανότητα, την ύπαρξη περισσότερων πραγμάτων απ’ ό,τι η αίσθηση αντιλαμβάνεται ή το πνεύμα κατανοεί...

Υπάρχει, ωστόσο, μια κατηγορία από εικασίες, ο χαρακτήρας των οποίων πρέπει να εξηγηθεί σε σχέση με άλλα αίτια,- η προτροπή μιας υποθετικής ή ελλιπούς γνώσης, η οποία τόσο συχνά είναι όλα όσα μπορούμε πραγματικά να καταφέρουμε· η επιθυμία για απόλυτη βεβαιότητα, της οποίας οι συνέπειες επαρκούν να μας υποδείξουν τη διαδρομή του καθήκοντος αλλά όχι να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της θεωρητικής διάνοιας· ίσως, επίσης, η δυσαρέσκεια για την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων. Με την αδικαιολόγητη υπεροχή αυτών των κινήτρων, οι πιο νηφάλιες διαδικασίες της αναλογίας και της πιθανολογικής επαγωγής πέφτουν σε αμέλεια. Ωστόσο, αυτές οι τελευταίες αποτελούν, πέρα από κάθε αμφιβολία, την πορεία την πιο ενδεδειγμένη για τη σημερινή μας πορεία των πραγμάτων. Το να συμπεράνουμε την ύπαρξη μιας νοήμονης αιτίας από τα συσσωρευόμενα στοιχεία ενός θεϊκού σχεδίου που μας περιβάλλει, το να οδηγηθούμε στην σύλληψη ενός ηθικού Κυβερνήτη του κόσμου από τη μελέτη της σύστασης και των ηθικών δομών της δικής μας φύσης·- αυτά, αν και μόνο αδύναμα βήματα μιας γνώσης περιορισμένης στις λειτουργίες και στις εμπειρίες, είναι περισσότερο χρήσιμα απ’ ό,τι μια φιλόδοξη προσπάθεια να φθάσουμε σε μια βεβαιότητα ανέφικτη από την άποψη της φυσικής θρησκείας. Και καθώς αυτά έχουν υπάρξει τα αρχαιότερα θεμέλια, παραμένουν και τα πιο στέρεα, σε ό,τι αφορά την πίστη ότι αυτός ο κόσμος δεν έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη και στην αδυσώπητη μοίρα.»

Εδώ θα συμφωνήσω με τον Boole. Αν ο Θεός είναι απλά το προϊόν μιας απόλυτης λογικής, τότε θα υπόκειται σε όλες τις πλάνες και σκοπιμότητες της ανθρώπινης ανάγκης. Αλλά αν, αντιθέτως, θεωρήσουμε ότι ο Θεός βρίσκεται πέρα ακόμα και από τις καθαρότερες σκέψεις μας, τότε παρακινούμε τους εαυτούς μας να προχωρήσουν σε μια διαδικασία πνευματικής και ηθικής προόδου. Έτσι, ακόμη και αν ο φυσικός κόσμος υπόκειται σε μια «δύναμη της αναγκαιότητας,» αυτή η δύναμη θα είναι ελεγχόμενη και καθοδηγούμενη από τις υψηλότερες απαιτήσεις μιας διανοητικής επίγνωσης. Πάντα θα νιώθουμε φόβο και πόνο, αλλά μέσα στις σκέψεις μας αυτός ο πόνος και ο φόβος δεν υπάρχουν, έστω με καμία υλική έννοια, οπότε μια ανώτερη ψυχική δύναμη μπορεί να μας υποδείξει τη διέξοδο. Αυτό που είναι πραγματικά αξιοσημείωτο δεν είναι ότι οι σκέψεις μάς λένε αν κάτι είναι σωστό ή λάθος, αλλά, ότι, θεωρώντας την ύπαρξη του καλού και του κακού ως δεδομένη, έχουμε την ελευθερία να επιλέξουμε, ακόμη και αν μια κακή επιλογή μας οδηγήσει προσωρινά σε λάθος δρόμο.

Από αυτήν την άποψη, ο Boole θεωρεί πως υπάρχει μια ηθική πτυχή στη λογική μας- σαν κάποιο είδος εσωτερικής αρμονίας και νομοτέλειας, το οποίο καθοδηγεί την ανθρώπινη σκέψη:

«Έτσι, πιστεύω ότι σωστά συμπεράναμε ότι υπάρχει μια ηθική τάξη στη φύση μας, όχι επειδή μπορούμε να κατανοήσουμε τα ειδικά μέσα με τα οποία λειτουργεί, όπως συνδέουμε ένα όργανο με τη λειτουργία της όρασης, ούτε γιατί οι άνθρωποι συμφωνούν στη θέσπιση παγκόσμιων κανόνων δεοντολογίας· αλλά επειδή καθώς, σε κάποια μορφή, το συναίσθημα της ηθικής αποδοχής ή απόρριψης εκδηλώνεται παντού, τείνει, οπουδήποτε υπάρχει ανθρώπινη πρόοδος, οπουδήποτε η κοινωνία δεν είναι στάσιμη ή παρακμάζουσα, να συνοδεύει ορισμένες κατηγορίες δράσης, ομόφωνα, και κατά τρόπο που δείχνει τόσο τη μονιμότητα όσο και τη νομιμότητα. Πάντα και παντού η εκδήλωση της τάξης αποτελεί τεκμήριο, πράγματι, μη μετρήσιμο, αλλά πραγματικό, σε ό,τι αφορά την εκπλήρωση ενός σκοπού ή την εύρεση ενός τέλους, και την ύπαρξη μιας βάσης για την αιτιότητα.»

Το θεώρημα της μη πληρότητας του Gödel

Η άποψη που εκφράστηκε προηγουμένως, ότι το σύστημα της σκέψης μπορεί να θεωρηθεί επαρκές ώστε να συμπεριλάβει τόσο την επαγωγή με τη μορφή της λογικής όσο και την αλήθεια με τη μορφή της ηθικής, μπορεί να επεκταθεί και να εκφραστεί πιο αυστηρά με το θεώρημα της μη πληρότητας του Gödel:

Ας υποθέσουμε ότι κατασκευάζουμε μια υπολογιστική μηχανή, στην οποία και δίνουμε την εξής εντολή: «Ποτέ δεν θα πεις αν αυτή η πρόταση είναι αλήθεια.» Αν η πρόταση είναι αλήθεια τότε η μηχανή θα πρέπει να πει ότι η πρόταση είναι ψευδής. Αν είναι ψευδής, η μηχανή δεν μπορεί να πει την αλήθεια ότι η πρόταση είναι ψευδής. Έτσι δεν θα μάθουμε ποτέ τη σωστή απάντηση. Αυτό είναι ένα πρόβλημα το οποίο εισήγαγε ο Gödel, δείχνοντας ότι λογική δεν είναι άτρωτη από αντιφάσεις. Η λογική δεν είναι μια τέλεια «μηχανή της αλήθειας.» Ο Gödel επιπλέον ποσοτικοποίησε τον προηγούμενο συλλογισμό, το οποίο, με λίγα λόγια, λέει πως για κάθε θεωρία Τ θα υπάρχει μια πρόταση G, η οποία λέει πως «η G δεν μπορεί να απαντηθεί από τη θεωρία Τ.» Αν η πρόταση G μπορούσε να αποδειχθεί από τα αξιώματα της θεωρίας Τ τότε η Τ θα είχε ένα θεώρημα G, γεγονός το οποίο αποτελεί αντίφαση, οπότε η Τ θα ήταν μη συνεπής. Αλλά αν η Τ είναι συνεπής τότε η G δεν μπορεί να αποδειχθεί από την T, οπότε η T είναι μη πλήρης.

Όπως ο Soloman Feferman σημειώνει: «Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο θεωρήματα της μη πληρότητας, και όταν μιλάμε για το θεώρημα του Gödel, αναφερόμαστε συνήθως στο πρώτο. Όπως και η αρχή της αβεβαιότητας του Heisenberg, έχει αιχμαλωτίσει τη φαντασία του κοινού με την ιδέα ότι υπάρχουν απόλυτα όρια στο τι μπορεί να γίνει γνωστό. Πιο συγκεκριμένα, το θεώρημα του Gödel μας λέει ότι υπάρχουν μαθηματικές αλήθειες που ποτέ δεν μπορούν να αποδειχθούν. Ανάμεσα στους μεταμοντερνιστές χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει το σκεπτικισμό σχετικά με την αντικειμενική αλήθεια· τίποτα δεν μπορεί να είναι γνωστό με απόλυτη βεβαιότητα.

Και στην βιβλιογραφία του χριστιανισμού και των μαθηματικών, υποστηρίζεται ότι «οι θεολόγοι μπορούν να παρηγορηθούν για την αποτυχία τους να συστηματοποιήσουν την εξ αποκαλύψεως αλήθεια, γιατί ούτε οι μαθηματικοί μπορούν να συλλάβουν όλες τις μαθηματικές αλήθειες στα δικά τους συστήματα.» Όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον το θεώρημα της μη πληρότητας έχει χρησιμοποιηθεί ως τεκμήριο για την ύπαρξη του Θεού, καθώς μόνο Εκείνος μπορεί να αποφασίσει για όλες τις αλήθειες.»

Σε κάθε περίπτωση πάντως, το θεώρημα της μη πληρότητας του Gödel δεν αποδεικνύει την ύπαρξη (ή τη μη ύπαρξη) του Θεού. Απλώς δείχνει ότι κάποια πράγματα είναι αλήθειες πέρα από τη σφαίρα της λογικής. Πιο θεμελιώδες για το θεώρημα του Gödel είναι η ιδιότητα της αυταναφοράς, δηλαδή το γεγονός ότι η αλήθεια μιας πρότασης τεκμηριώνεται από την ύπαρξη της ίδιας της πρότασης και μόνο. Αυτό είναι ακριβώς το τι θα συμβεί στην περίπτωση του υπολογιστή στον οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω- θα αντιμετωπίσει ένα πρόγραμμα το οποίο θα περιέχει έναν ατέρμονο βρόγχο. Αλλά πώς μπορούμε να δεχτούμε κάτι ως αληθές αν δεν μπορούμε να το αποδείξουμε; Στην πραγματικότητα, τα πιο θεμελιώδη ερωτήματα για εμάς τους ίδιους, όπως η ύπαρξη του Θεού, η ζωή μετά θάνατο, οι ηθικοί κανόνες, αποτελούν κοινές καθημερινές αλήθειες, τις οποίες δεχόμαστε ακόμη και αν δεν μπορούν να αποδειχθούν από τα ίδια τα γεγονότα που συμβαίνουν στον κόσμο καθαυτόν.

Απίθανα αντικείμενα και παράξενοι βρόγχοι


Οι σκάλες του Penrose είναι μια δισδιάστατη αναπαράσταση, όπου τα σκαλοπάτια πραγματοποιούν στροφές 90ο, καθώς ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν. Ωστόσο, σχηματίζουν έναν συνεχόμενο βρόχο, έτσι ώστε κάποιος τα ανεβαίνει συνέχεια, χωρίς να πηγαίνει ποτέ ψηλότερα.

Το θεώρημα της μη πληρότητας του Gödel είναι ένα πρόβλημα της τυπικής λογικής. Ωστόσο, μπορεί να επεκταθεί σε κάθε τομέα της επιστήμης ή της καθημερινής ζωής. Πολλές φορές, η σκέψη μάς οδηγεί σε παράδοξα και άτοπα χωρίς καμία προφανή λογική αιτία. Δεχόμαστε κάποια γεγονότα ως προσωπικές ή καθολικές αλήθειες, οι οποίες είναι αυτονόητες ώστε να μην χρειάζεται να επαληθευτούν ή να απορριφθούν. Επιπλέον, η σύγχρονη φυσική αναζητά τη λεγόμενη θεωρία των πάντων, ένα σύνολο κανόνων με τους οποίους οποιοδήποτε φυσικό φαινόμενο θα μπορούσε να εξηγηθεί. Αλλά αν το θεώρημα του Gödel είναι αλήθεια τότε οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

Η έννοια ενός άπειρου βρόχου παρουσιάζεται μ’ έναν γλαφυρό τρόπο από τον Douglas Hofstadter στο βιβλίο του «I am a strange loop

«Και όταν λέω ‘παράξενος βρόχος,’ έχω κάτι άλλο στο μυαλό- μια περισσότερο απατηλή έννοια. Αυτό που εννοώ δεν είναι ένα φυσικό κύκλωμα αλλά ένας αφηρημένος βρόχος, κατά τη διάρκεια του οποίου υπάρχει μια μετατόπιση από το ένα επίπεδο δομής στο επόμενο, κάτι που μοιάζει με μια ανοδική κίνηση σε μια ιεραρχία, και παρόλα αυτά οι διαδοχικές ‘ανοδικές’ μετατοπίσεις σχηματίζουν τελικά έναν κλειστό κύκλο. Δηλαδή, παρότι κάποιος νομίζει ότι απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από την αρχή, καταλήγει, έκπληκτος, εκεί ακριβώς απ’ όπου είχε ξεκινήσει…»

Έτσι, το μεγαλύτερο παράδοξο της σκέψης είναι ότι φαίνεται να γεννιέται αυθόρμητα, σαν ένας παράξενος βρόγχος, και στη συνέχεια, καθώς προσπαθούμε να συνειδητοποιήσουμε πώς αυτή η σκέψη δημιουργήθηκε, η εγκυρότητα ενός τέτοιου συλλογισμού εμφανίζεται σαν μια αυταναφορική και αυταπόδεικτη αλήθεια. Υποθέτω ότι αυτό υποδεικνύει κάτι περισσότερο από ένα θεώρημα μη πληρότητας. Πρόκειται βασικά για ένα θεώρημα ή αξίωμα αυτό-συνέπειας.

Μιλήσαμε πριν σχετικά με την ηθική πτυχή της λογικής μας. Αλλά εδώ η ηθική αποκτά μια πιο γενική έννοια. Δεν πρόκειται μόνο για την ιστορία του σωστού και του λάθους αλλά είναι περισσότερο κάτι σαν μια διόραση για την στιγμή της δημιουργίας των νοητικών μας διεργασιών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα παράδοξα συμπεράσματα ή τα αδύνατα αντικείμενα δεν είναι απλά λάθη της λογικής ή ψευδαισθήσεις της αντίληψης, αντίστοιχα. Κρύβουν μια βαθύτερη, πρωταρχική πτυχή της φύσης της διάνοιας, ένα είδος αυθόρμητης δράσης, η οποία βασίζεται σε «παράξενους βρόχους» και αποκαλύπτεται καθώς ξετυλίγεται μέσα από τη διαδικασία της αναλυτικής σκέψης.

Η αλήθεια του ασυνείδητου


Η ψευδαίσθηση του πλαισίου του Hermann: πρόκειται για μια οπτική ψευδαίσθηση, η οποία χαρακτηρίζεται από γκρι βούλες, οι οποίοι εμφανίζονται στους κόμβους μεταξύ των λευκών γραμμών και των μαύρων τετραγώνων. Οι βούλες εξαφανίζονται όταν κοιτάμε κατευθείαν στους κόμβους.

Είδαμε ότι οι αλήθειες είναι λογικά «αδύνατα αντικείμενα» ή απατηλοί στόχοι της νοημοσύνης, η οποία φαίνεται να εκπλήσσεται από τον ανεξήγητο χαρακτήρα της ίδιας της λειτουργίας της. Οι σκέψεις μας φαίνεται ότι παρασύρονται από διαδικασίες που βρίσκονται πέρα από τις νοητικές μας δυνάμεις. Βρίσκεται άραγε η μοίρα μας ήδη καταγεγραμμένη κάπου μέσα στα γονίδια και στο μυαλό μας, και εκφράζεται μέσω των ενστίκτων και των προδιαθέσεών μας; Φαίνεται ότι πολλές εγκεφαλικές λειτουργίες βρίσκονται στο ασυνείδητο, έτσι ώστε να περνάν απαρατήρητες από τη λογική ανάλυση και να μην επηρεάζονται από την ελεύθερη βούληση.

Ο Hermann von Helmholtz, ο οποίος συχνά πιστώνεται με την πρώτη μελέτη για την οπτική αντίληψη στη σύγχρονη εποχή, εξετάζοντας το ανθρώπινο μάτι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από άποψη οπτικής η ποιότητά του είναι μάλλον κακή. Η κακής ποιότητας πληροφορία που συγκεντρώνεται από τον ανθρώπινο οφθαλμό, θεώρησε ότι καθιστά την όραση αδύνατη. Συμπέρανε, συνεπώς, ότι η όραση δεν θα μπορούσε παρά να είναι το αποτέλεσμα κάποιας μορφής ασυνείδητης επαγωγής: η δημιουργία δηλαδή υποθέσεων και η παραγωγή συμπερασμάτων από ελλιπή δεδομένα, με βάση προηγούμενες εμπειρίες.

Η επαγωγή απαιτεί προηγούμενη εμπειρία του κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι ο εγκέφαλός μας είναι γεμάτος από προκατεστημένες υποθέσεις σχετικά με τις ιδιότητες των γεγονότων τα οποία είτε έχουμε βιώσει ή μάθαμε από άλλους. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι είμαστε πάντα «προκατειλημμένοι» απέναντι στα πράγματα και στους άλλους ανθρώπους, καθώς τους επιβάλλουμε τις προαποκτημένες μας απόψεις σχετικά με το τι αυτοί είναι ή τι θα έπρεπε να είναι. Συνήθως αυτή η διαδικασία γίνεται ακαριαία και ακούσια. Ακόμα και αν έρθουμε αντιμέτωποι με ένα νέο γεγονός ή αν μας λείπουν τμήματα ενός αντικειμένου ώστε να είναι εν μέρει κατανοητό, οι αισθήσεις μας τείνουν να ανασυγκροτούν το αντικείμενο ή να το συγκρίνουν με άλλα όμοιά του με τρόπο αυτόματο.

Ο Herman von Helmholtz συνειδητοποίησε ότι ένα μεγάλο μέρος της κατανόησης του κόσμου πραγματοποιείται ασυνείδητα. Αλλά πίστευε ότι οι δύο κόσμοι, ο κόσμος των εσωτερικών αναπαραστάσεων, και ο εξωτερικός, φυσικός κόσμος, είναι μεταξύ τους ανεξάρτητοι. Επιπλέον, θεωρούσε το χώρο-χρόνο σαν ένα προϊόν της υποκειμενικής πραγματικότητας. Αυτό, όμως, απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Τα αντικείμενα βεβαίως και επηρεάζουν το χώρο-χρόνο. Τον παραμορφώνουν με τον όγκο τους και ασκούν φυσικές δυνάμεις, καθώς επίσης υπονοούν την ύπαρξή του με τις κινήσεις τους ή ακόμη και με την απλή φυσική παρουσία τους. Χωρίς «πράγματα» ο χώρο-χρόνος θα ήταν το απόλυτο κενό, σε σχέση με το τίποτα. Τα αντικείμενα είναι από μόνα τους γεγονότα που καταλαμβάνουν χώρο-χρόνο. Επομένως έχουν διαστάσεις. Και καθώς έχουν «μπρος» και «πίσω» ή «πάνω» και «κάτω» στο χώρο, έτσι έχουν «παρελθόν» και «μέλλον» στο χρόνο, σε σχέση με ένα άλλο γεγονός, το οποίο κατέχει μια ιδιαίτερη θέση σε αυτό που αποκαλούμε «παρόν.»

Ο κόσμος όπου ζούμε δεν υπάρχει ανεξάρτητα σαν ένα ξεχωριστό εξωτερικό αντικείμενο, αλλά συνεχώς μεταβάλλεται εξαιτίας της συνειδητής παρέμβασης. Αυτό ακριβώς απαιτεί η συμμετοχική αρχή, έτσι ώστε οι ιδιότητες των πραγμάτων πάντα εξαρτώνται από την ελεύθερη βούληση, η οποία με τη σειρά της καθορίζει τι πρόκειται να παρατηρηθεί. Κατά συνέπεια, όταν η συνείδηση επιλέγει κάποιο γεγονός αντί για κάποιο άλλο, ταυτόχρονα αποδίδει το χωρικό και χρονικό χαρακτήρα αυτού του γεγονότος. Πριν από αυτή τη συνειδητή πράξη χρονολογικού καθορισμού, το γεγονός καθαυτό ήταν δυνητικό. Ακόμη και αν ένα γεγονός θεωρηθεί ως «δεδομένο,» πάντοτε θεωρείται από το παρόν, έτσι ώστε σταδιακά παραμορφώνονται από άλλα σύγχρονα γεγονότα, όπως σκέψεις και συναισθήματα, ή κοινωνικές και πολιτικές νέες τάσεις.

Τα αρχέτυπα ως προεπιλογές της εγκεφαλικής λειτουργίας

Τώρα θα ακολουθήσουμε τη διαδρομή σκέψης του Carl Jung, από το βιβλίο του «Archetypes and the collective unconscious

«Εκτός από το καθαρά προσωπικό ασυνείδητο που υπέθεσε ο Freud, ένα βαθύτερο ασυνείδητο επίπεδο πιστεύεται ότι υπάρχει. Αυτό το βαθύτερο επίπεδο εκδηλώνεται σε παγκόσμιες αρχαϊκές εικόνες που εκφράζονται στα όνειρα, στις θρησκευτικές πεποιθήσεις, στους μύθους και στα παραμύθια. Τα αρχέτυπα, ως αφιλτράριστη ψυχική εμπειρία, εμφανίζονται μερικές φορές στις πιο πρωτόγονες και αφελείς μορφές (στα όνειρα), και άλλες φορές σε μια πιο σύνθετη μορφή, εξαιτίας της λειτουργίας της συνειδητής επεξεργασίας (στους μύθους).»

Οι αρχετυπικές εικόνες που εκφράζονται συγκεκριμένα στο θρησκευτικό δόγμα επεξεργάζονται λεπτομερώς σε τυποποιημένες δομές οι οποίες, παρότι εκφράζουν το ασυνείδητο με πλάγιο τρόπο, εμποδίζουν την άμεση σύγκρουση με αυτό… Η αναζήτηση στο ασυνείδητο συμπεριλαμβάνει της αντιμετώπιση της σκιάς, της κρυφής φύσης του ανθρώπου· το ζεύγος άνιμα/άνιμους, ένα κρυφό αντίθετο φύλο σε κάθε άτομο· και παραπέρα, το αρχέτυπο του νοήματος. Αυτά είναι αρχέτυπα που επιδέχονται την προσωποποίηση· τα αρχέτυπα της μεταμόρφωσης, που εκφράζουν τη διαδικασία της ατομικότητας, εκδηλώνονται σε διάφορες περιστάσεις… Τα αρχέτυπα μοιάζουν με ενστικτώδη πρότυπα συμπεριφοράς. Παραδείγματα ιδεών, όπως εκείνη της αναγέννησης, οι οποίες λαμβάνουν χώρα ανεξάρτητα σε διαφορετικές εποχές και πολιτισμούς, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη του συλλογικού ασυνείδητου. Θεωρείται ότι υπάρχουν τόσα αρχέτυπα όσες είναι και οι επαναλαμβανόμενες καταστάσεις στη ζωή, και πως όταν μια κατάσταση η οποία αντιστοιχεί σ’ ένα συγκεκριμένο αρχέτυπο συμβαίνει, το αρχέτυπο πιέζει για την πλήρωσή του όπως μια ενστικτώδης παρόρμηση...

Όσον αφορά το συλλογικό ασυνείδητο, ο Jung, στο βιβλίο του «Συγχρονικότητα: μια μη αιτιακή συνδετική αρχή,» τηλεγραφικά αναφέρει ότι:

«Εδώ θα ήθελα μόνο να επισημάνω ότι είναι οι αποφασιστικής σημασίας παράγοντες στη συνειδητή ψυχή, τα αρχέτυπα, που αποτελούν τη δομή του συλλογικού ασυνείδητου. Αυτό αντιπροσωπεύει μια ψυχή η οποία είναι κοινή σε όλους τους ανθρώπους. Δεν μπορεί να γίνει άμεσα αντιληπτή ή «αναπαριστώμενη,» σε αντίθεση με τα αισθητά ψυχικά φαινόμενα, και εξαιτίας αυτής τη «μη- αναπαριστώμενης» φύσης της, έχει αποκαλεστεί «ψυχοειδές.»

Ο Jung ερμηνεύει την εμφάνιση αυτών των συγχρονιστικών φαινομένων σε σχέση με μια θεμελιώδη γνώση, η οποία δεν εξηγείται αιτιακά, και η οποία βασίζεται σε μία τάξη πραγμάτων τόσο του μικρόκοσμου όσο και του μακρόκοσμου, ανεξάρτητη από εμάς. Σε μια τέτοια κλίμακα, τα αρχέτυπα παίζουν το ρόλο ρυθμιστικών παραγόντων. Η νοήμονη σύμπτωση ενός εσωτερικού περιεχόμενου (π.χ. συναίσθημα, προαίσθηση, κλπ.) με ένα εξωτερικό συμβάν, η οποία χαρακτηρίζει τα συγχρονιστικά φαινόμενα, αποκαλύπτει τον πνευματικό και σωματικό χαρακτήρα των αρχετύπων. Τα αρχέτυπα, επίσης, με το υψηλό ενεργειακό τους περιεχόμενο (ή τη «θεϊκή» τους επίδραση) προκαλούν στο άτομο που βιώνει το συγχρονιστικό φαινόμενο μια έντονη συναισθηματική κατάσταση ή μια προσωρινή έκπτωση του διανοητικού επιπέδου («abaissement du niveau mental»), κάτι αναγκαίο ώστε τα συγχρονιστικά φαινόμενα να μπορέσουν να εκδηλωθούν.

Ο Jung φτάνει στο σημείο να προτείνει ότι τα αρχέτυπα αντιπροσωπεύουν τις αιώνιες μορφές μιας προϋπάρχουσας ψυχικής τάξης. Αλλά τι πραγματικά είναι αυτά τα αρχέτυπα, και από πού προέρχονται; Αν θυμηθούμε τα λόγια του George Boole, ή ακόμη και το θεώρημα της μη πληρότητας του Gödel, μπορεί να γίνουμε κάπως καχύποπτοι σχετικά με την όλη ιδέα, δεδομένου ότι οι περισσότερες, αν όχι όλες, από τις πνευματικές μας πτυχές φαίνεται να έχουν παραχθεί και να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια των πνευματικών μας λειτουργιών και δυνατοτήτων. Ακόμη και η έννοια της «νοήμονης σύμπτωσης» χάνει κάθε είδους προσδιορισμό έξω από τη σφαίρα των βασικών ψυχικών λειτουργιών και της λογικής, δεδομένου ότι η έννοια του «νοήματος» είναι στενά συνδεδεμένη με την αιτιακή ερμηνεία των πραγμάτων και των διαδικασιών. Επομένως, τι μπορεί να σημαίνουν οι έννοιες του «νοήματος» ή της «σύμπτωσης» έξω από τα πλαίσια των βασικών λογικών δομών στις οποίες οφείλουν τον ίδιο τον προσδιορισμό τους;

Η ψυχολογία της προσοχής

Καθώς σκεφτόμουν τι θα μπορούσε να είναι η προσοχή, συνειδητοποίησα ότι δεν μπορεί να είναι μια μονόδρομη διαδικασία, αλλά μια, ας πούμε, πολυδιάστατη. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν έχουμε επικεντρώσει την προσοχή μας σε ένα μόνο αντικείμενο, φαίνεται ότι πρέπει, επίσης, να έχουμε αντίληψη του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο το αντικείμενο βρίσκεται, και ως προς το οποίο αντιπαραβάλλεται. Αυτό σημαίνει ότι ουσιαστικά δεν μπορούμε να καταλάβουμε το επιμέρους αν, συγχρόνως, δεν έχουμε μια εντύπωση του όλου.

Η θεωρία του Kahneman για την προσοχή και την προσπάθεια

Ο Kahneman (1973) πρότεινε μια θεωρία σύμφωνα με την οποία η προσοχή χαρακτηρίζεται με ένα περιορισμένο πεδίο, το οποίο μπορεί ωστόσο να μετατίθεται με ευελιξία, καθώς ο άνθρωπος αλλάζει την εστίαση από στιγμή σε στιγμή. Η προσοχή μπορεί να επικεντρωθεί σε μια ιδιαίτερη δραστηριότητα, ή μπορεί να διαιρεθεί ανάμεσα σε μια σειρά δραστηριοτήτων. Όταν οι εργασίες είναι πιο δύσκολες, απαιτείται μεγαλύτερη προσοχή. Αντίθετα με ένα διάγραμμα ροής πληροφοριών μέσω ενός δομικού συστήματος, που πρότεινε ο Broadbent, το μοντέλο του Kahneman είναι ένα μοντέλο της σκέψης. Περιλαμβάνει σταθερές προδιαθέσεις, στιγμιαίες προθέσεις, και μια διαδικασία αξιολόγησης και λήψης αποφάσεων η οποία καθορίζει την εκάστοτε απαίτηση σε χωρητικότητα. Η προσοχή εδώ αντιμετωπίζεται περισσότερο σαν μια περιορισμένη πηγή ενέργειας: αν ανοίξουμε μια συσκευή γκαζιού, καθώς αυξάνουμε την παροχή το ύψος της φλόγας μειώνεται. Αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει μόνο μια περιορισμένη παροχή αερίου στη συσκευή, έτσι ώστε όσο αυξάνουμε το άνοιγμα του διακόπτη τόσο μειώνεται η ταχύτητα του φλεγόμενου αερίου. Ωστόσο, στη θεωρία του Kahneman, αν καταβάλουμε μεγαλύτερη προσπάθεια σε μια εργασία, μπορούμε να τα καταφέρουμε καλύτερα- θα μπορούσαμε να αυξήσουμε την παροχή της συσκευής, στο προηγούμενο παράδειγμα. Έτσι το μέγεθος της χωρητικότητας της προσοχής μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το κίνητρο που υπάρχει.

Είναι ο εθελούσιος έλεγχος μια αυταπάτη;

Έτσι, η βούλησή μας για δράση φαίνεται ότι συνδέεται με ένα σύνολο σκοπών, μια «λίστα στόχων,» την οποία ο εγκέφαλός μας συμβουλεύεται ανά πάσα στιγμή, προκειμένου να προβεί στην κατάλληλη δράση. Αυτό που είναι σημαντικό ως συμπέρασμα εδώ, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι αυτό το «εγχειρίδιο δράσης,» επειδή είναι τόσο σημαντικό για την επιβίωση, πρέπει να βρίσκεται βαθιά αποτυπωμένο κάπου στον εγκέφαλό μας, και πιθανότατα στην περιοχή του ασυνείδητου, αν θέλουμε να αναληφθεί δράση το ταχύτερο δυνατό. Αλλά αυτό επαναφέρει το ερώτημα πόσο συνειδητές οι πράξεις μας είναι, όπως επίσης πόσο «ελεύθερη» η βούλησή μας είναι για αυτές τις πράξεις.

Τα προβλήματα της συνείδησης

Μία από τις κύριες διαφορές ανάμεσα στην αυτόματη και στην ελεγχόμενη νοητική επεξεργασία είναι ότι η ελεγχόμενη επεξεργασία θεωρείται, εξορισμού, ότι είναι ανοικτή στο στρατηγικό, συνειδητό έλεγχο, ενώ η αυτόματη επεξεργασία πραγματοποιείται έξω από τη συνείδηση. Παρότι μπορούμε να έχουμε επίγνωση της αυτόματης επεξεργασίας, δεν είμαστε σε θέση να θεωρήσουμε συνειδητά τη διαδικασία που οδηγεί σε αυτό το αποτέλεσμα. Από αυτήν την άποψη, φαίνεται ότι η διαφορά μεταξύ συνειδητής και ασυνείδητης επεξεργασίας αντιστοιχεί στη διάκριση μεταξύ ελεγχόμενης και αυτόματης επεξεργασίας. Μερικοί ερευνητές έχουν πράγματι προσπαθήσει να εξισώσουν τις διαδικασίες της προσοχής με τη συνείδηση ή την επίγνωση. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό έχουν κάνει οι Norman και Shallice (1986) στο μοντέλο τους. Αλλά υπάρχουν περισσότερες από μία ερμηνείες της συνείδησης…

Όμως, τι είναι συνείδηση;

Τα τελευταία χρόνια, η έννοια της συνείδησης έχει επιστρέψει στο πεδίο της ψυχολογικής έρευνας, και δύο πρόσφατα βιβλία, των Marcel και Bisiach (1988) και των Davies και Humphreys (1993), αποτυπώνουν τις πιο σύγχρονες απόψεις σχετικά με το θέμα. Πρόκειται για δύο συλλογές δοκιμίων από ψυχολόγους και φιλοσόφους, και το γεγονός ότι και οι δύο κλάδοι έχουν τόσα να πουν επί του θέματος, δείχνει ότι η ψυχολογία έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφία, και ότι η «συνείδηση» αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά θέματα για τους πρώτους ψυχολόγους όπως ο William James και ο Sigmund Freud. Καθώς κατέστη όλο και πιο σαφές ότι η συνείδηση ήταν δύσκολο να καθοριστεί και να μελετηθεί, είχε προσωρινά απορριφθεί από τους συμπεριφοριστές. Ωστόσο, καθώς οι ψυχολόγοι απέρριψαν το συμπεριφορισμό, η συνείδηση άρχισε να μπαίνει ξανά στην ψυχολογία, τόσο ως επεξηγηματικός όρος (έστω και ακαθόριστος) όσο και ως βάση για την πειραματική έρευνα.

Τα τελευταία 20 χρόνια όλο και περισσότεροι ψυχολόγοι προσπαθούν να καταγράψουν ένα πλήθος διαφορετικών ειδών «συνείδησης» με όρους επεξεργασίας πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των Shallice (1972) και των Norman και Shallice (1986), στο μοντέλο των οποίων η συνείδηση θεωρείται ότι εμπλέκεται στον έλεγχο της προσοχής.

Ο Shallice (1988) αναφέρει ότι «η ύπαρξη της συνείδησης είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, αν όχι το μεγαλύτερο, της επιστήμης.» Μέχρι τώρα μιλήσαμε για συνειδητή και ασυνείδητη νοητική επεξεργασία, σαν να γνωρίζαμε τι σημαίνει αυτή η διάκριση. Σ’ ένα υποκειμενικό επίπεδο, ένα φυσιολογικό άτομο μπορεί να αναφέρει τη φαινομενική επίγνωση ενός ερεθίσματος, και να ανταποκριθεί με σιγουριά. Ένας ασθενής, ωστόσο, με ωχρή κηλίδα (blindsight), δεν έχει συνείδηση των ερεθισμάτων για τα οποία μπορεί να αποδειχθεί ότι έχει εντύπωση. Άνθρωποι με αμνησία, ή οι οποίοι δεν μπορούν να αναγνωρίσουν πρόσωπα, δεν διαθέτουν τη «συνειδητή» αναπαράσταση ή τη φαινομενική επίγνωση ερεθισμάτων που μπορεί να δειχθεί ότι επηρεάζουν τις αποφάσεις τους. Αλλά τι είναι αυτή η «φαινομενική επίγνωση;» Διαθέτει μήπως κάποια λειτουργία, και πώς μπορούμε να καθορίσουμε αν κάποιος άλλος βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση; Θα μπορούσαμε άραγε να κατασκευάσουμε μια μηχανή η οποία να είναι συνειδητή; Υπάρχει μόνο ένα είδος συνείδησης, ή αυτή μπορεί να βρεθεί σε μια ποικιλία μορφών;

Άλλοι ερευνητές, όπως οι Allport (1977), Coltheart (1980) και Marcel (1983), έχουν προτείνει ότι η συνείδηση είναι το αποτέλεσμα κάποιας μορφής αντιληπτικής ολοκλήρωσης ή σταθεροποίησης. Αυτή η πρώιμη ιδέα ταιριάζει καλά με την πιο πρόσφατη πρόταση των Crick και Koch (1990), οι οποίοι προασπίζονται μια νευροφυσιολογική προσέγγιση της συνείδησης. Η πρότασή τους είναι ότι η συνείδηση αξιοποιεί τα αποτελέσματα των υποκειμένων νευρωνικών υπολογισμών, οι οποίοι συνδέονται με μια συγχρονισμένη νευρωνική δραστηριότητα. Καθώς διάφορα μέρη του εγκεφάλου εξειδικεύονται στην επεξεργασία διαφορετικών πληροφοριών, υπάρχει το πρόβλημα του συνδυασμού των διαφόρων πηγών πληροφοριών μαζί: για παράδειγμα, η σημασιολογία μιας λέξης με τις εννοιολογικές της ιδιότητες. Ένας τρόπος για την επίλυση αυτού του «συνδυαστικού προβλήματος» θα μπορούσε να είναι ο συγχρονισμός της δραστηριότητας των ομάδων νευρώνων οι οποίοι σχετίζονται με το ίδιο αντικείμενο.

Το πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης

Αυτό είναι ένα πρόβλημα που συνδέεται με τη φιλοσοφία από τους αρχαίους χρόνους. Είναι οι άνθρωποι εθελούσιοι φορείς, κύριοι της ίδιας τους της μοίρας; Ή είναι απλώς «αυτόματα,» αντιδρώντας στα εξωτερικά ερεθίσματα με ενστικτώδη τρόπο; Η απάντηση είναι πιθανότατα πιο δύσκολη απ’ ό,τι φαίνεται, επειδή πολλές πράξεις οι οποίες πιστεύουμε ότι είναι συνειδητές προέρχονται, τουλάχιστον σε ένα αρχικό στάδιο, από έναν κόσμο μέσα στον εγκέφαλό μας ο οποίος είναι ουσιαστικά ασυνείδητος.

Μετά από όλα αυτά, τείνω όλο και περισσότερο να πιστέψω ότι η ελεύθερη βούληση είναι το προϊόν μιας παγκόσμιας νοημοσύνης, ακόμη και αν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πώς μια τέτοια νοημοσύνη εκδηλώνεται,  και πού αυτή βρίσκεται. Το παράδοξο του Ζήνωνα μοιάζει μ’ ένα ταξίδι στο άπειρο: χρειαζόμαστε έναν άπειρο αριθμό βημάτων για να το πραγματοποιήσουμε. Αλλά ίσως είμαστε σε θέση να δούμε πού το τέλος της διαδρομής βρίσκεται. Φταίει απλά ότι το κάθε βήμα που κάνουμε είναι από μόνο του ένα άπειρο. Ως εκ τούτου, τα πραγματικά μαθηματικά θα πρέπει να είναι πολύ πιο περίπλοκα, ακόμα πιο πολύ «ποιοτικά» και από τους φυσικούς αριθμούς. Πάλι, βρίσκουμε τους εαυτούς μας, σχεδόν απρόσμενα, στο τέλος του δρόμου. Φαίνεται παράξενο, δύσκολο να εξηγηθεί με λόγια. Είναι μια αλήθεια η οποία φαίνεται να αψηφά ακόμα και το πιο απλά και θεμελιώδη προαπαιτούμενα της ελεύθερης βούλησης και της λογικής. Αλλά όποια και αν είναι η απάντηση ή η μαθηματική λύση σε αυτό το πρόβλημα, μπορούσε να νιώθουμε χαρούμενοι και ασφαλείς, γιατί, παρόλες τις προκλήσεις και τις δυσκολίες, οι σκέψεις μας αποτελούνται από το ίδιο άπειρο από το οποίο αποτελείται και η παγκόσμια νοημοσύνη ή συνείδηση.

Μια κβαντική θεωρία της συνείδησης- πέρα από την ‘λογική’ προσέγγιση

Αναφερθήκαμε προηγουμένως στους νόμους της σκέψης του George Boole. Εδώ θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα όπου επιδεικνύεται ότι κάτι δεν μπορεί να είναι σωστό και λάθος ταυτόχρονα. Στη συνέχεια, θα δούμε ότι αν προτείνουμε ότι κάτι είναι μαζί σωστό και λάθος, αυτό θα μπορούσε να έχει μερικές ενδιαφέρουσες επιπλοκές.

Ωστόσο, στην κβαντική μηχανική δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε σίγουροι αν το ‘x’ είναι, για παράδειγμα, ένας άνθρωπος ή κάτι άλλο. Ας υποθέσουμε ότι, στο μικρόκοσμο, ένας «μικροσκοπικός άνθρωπος,» το «homunculus,» όπως το έλεγαν οι αλχημιστές, παίρνει μια μορφή η οποία είναι τόσο θολή ώστε να μην μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν πρόκειται για έναν «άνθρωπο» ή για ένα «ηλεκτρόνιο.» Πιο συγκεκριμένα, αν πρόκειται για ένα ηλεκτρόνιο δεν μπορούμε να πούμε αν είναι «αρσενικό» ή «θηλυκό,» δηλαδή αν έχει σπιν «πάνω» ή «κάτω.» Ουσιαστικά, για να υπολογίσουμε τις σωστές πιθανότητες πρέπει να λάβουμε υπόψη και τις δύο αυτές πιθανές καταστάσεις.

Το άπειρο ανάμεσα σε δύο βήματα

Το ίδιο ισχύει για άλλες ποσότητες στην κβαντομηχανική. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την αρχή της αβεβαιότητας, δεν μπορούμε να μετρήσουμε ταυτόχρονα την ορμή και τη θέση ενός κβαντικού σωματιδίου (π.χ. ενός ηλεκτρονίου). Όμως, όχι μόνο η ορμή και η θέση είναι αβέβαιες ποσότητες, αλλά επίσης η ίδια η κίνηση μπορεί να θεωρηθεί ως παράδοξο, σύμφωνα με τον Ζήνωνα. Στην πραγματικότητα, το σύνολο του διαφορικού λογισμού (η ταχύτητα είναι η πρώτη παράγωγος της θέσης) μπορεί να αμφισβητηθεί, όπως ο George Berkley έκανε στην εργασία του, με τίτλο ‘Analyst.’

«Ghosts of departed Quantities,» χαρακτηρίζει ο Berkley τα απειροστά του διαφορικού λογισμού, τα οποία ο ίδιος ονομάζει «Fluxions,» και τα οποία εισήγαγαν ο Leibnitz και ο Νεύτωνας. Η παράγωγος μιας συνάρτησης σε ένα από τα σημεία της, ορίζεται ως το όριο της τιμής της σε αυτό το σημείο, σε σχέση με την μεταβολή μιας μεταβλητής της. Για παράδειγμα, η στιγμιαία ταχύτητα v είναι η μεταβολή της θέσης x ως προς το χρόνο t σε κάποιο σημείο, καθώς  η χρονική διαφορά τείνει στο μηδέν. Τυπικά, η έκφραση είναι limt→0) Δxt. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι εφόσον το Δt τείνει στο μηδέν, το κλάσμα Δxt γίνεται απροσδιόριστο (διαίρεση με το μηδέν).  Έτσι, χρησιμοποιούμε μια απαγορευμένη διαδικασία για να προσδιορίσουμε κάτι, το οποίο με τη σειρά του είναι επιτρεπτό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Berkley ονόμασε τα απειροστά φαντάσματα.

Ο Georg Cantor ήταν ένας μαθηματικός ο οποίος ποσοτικοποίησε το άπειρο σε έναν εκπληκτικό βαθμό. Μαθηματικοποίησε πολλές έννοιες που σχετίζονται με το άπειρο και τα απειροσύνολα, κατά τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Στη θεωρία που ανέπτυξε, υπάρχουν άπειρα σύνολα διαφορετικών μεγεθών (cardinalities).  Για παράδειγμα, το σύνολο των ακεραίων είναι μετρήσιμα άπειρο, ενώ το σύνολο των πραγματικών αριθμών είναι μη μετρήσιμο. Σε μία από τις πρώτες του εργασίες, ο Cantor απέδειξε ότι το σύνολο των πραγματικών αριθμών είναι «πιο μεγάλο» από το σύνολο των φυσικών αριθμών, δείχνοντας έτσι για πρώτη φορά ότι υπάρχουν απειροσύνολα διαφορετικών μεγεθών. Ήταν επίσης ο πρώτος που θεώρησε τις ένα-προς-ένα αντιστοιχίες, στη θεωρία συνόλων. Χρησιμοποίησε αυτήν την ιδέα για να συγκρίνει πεπερασμένα και άπειρα σύνολα, υποδιαιρώντας τα τελευταία σε αριθμήσιμα (ή μετρήσιμα απειροσύνολα), και σε μη αριθμήσιμα (μη μετρήσιμα απειροσύνολα).

Έτσι, όχι μόνο υπάρχει το άπειρο, αλλά και διαφορετικά άπειρα, εκ των οποίων κάποια είναι μεγαλύτερα από κάποια άλλα. Ωστόσο, όσο μεγάλη κι αν είναι η πυκνότητα των αριθμών σε ένα σύνολο, αυτό που απομένει ανάμεσα είναι πάντα το κενό. Η κβαντική μηχανική έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο ακρίβειας, ώστε να μπορέσει να καθορίσει ένα ελάχιστο μήκος για το σύμπαν, το λεγόμενο μήκος Plank. Αυτό το μήκος είναι ίσο με 1,61 ×10-35 μέτρα. Πρόκειται για μια πάρα πολύ μικρή απόσταση. Έτσι, σύμφωνα με την κβαντική μηχανική, το παράδοξο του Ζήνωνα λύνεται με την υπόθεση ότι τα ενδιάμεσα βήματα σε μια διαδρομή δεν είναι απείρως μικρά αλλά τουλάχιστον ίσα με το μήκος Plank.

Ωστόσο, το σημείο κλειδί εδώ είναι ότι ο χώρος- χρόνος δεν είναι συνεχής. Ο διαφορικός λογισμός προϋποθέτει ότι μια συνάρτηση είναι παντού συνεχής, αλλά ο πραγματικός κόσμος είναι γεμάτος ασυνέχειες. Σε σημεία ασυνέχειας, η παράγωγος δεν μπορεί να οριστεί. Στην πραγματικότητα, ο Αχιλλέας στο παράδοξο του Ζήνωνα μπορεί να ταξιδέψει ολόκληρη την απόσταση χάρη στη διακριτότητα των ενδιάμεσων βημάτων (αυτή είναι ουσιαστικά και η έννοια της κβάντωσης). Αλλά σε κάθε περίπτωση, ένας ασυνεχής χώρος-χρόνος κάνει την κίνηση ένα λογικό άτοπο. Αυτό βεβαίως, μόνο αν θεωρήσουμε ότι, κατά την κίνηση, ταξιδεύουμε όλη την ενδιάμεση απόσταση.

Ο μη τοπικός χαρακτήρας του ασυνείδητου

Η συνείδηση δεν είναι απλώς μια παθητική διαδικασία που αποτελείται από «επάλληλα» γεγονότα. Είναι ένας αυθόρμητος και ανεξάρτητος μηχανισμός δράσης και αντίδρασης, ο οποίος μπορεί να καθορίσει ποια κατάσταση ενός συμβάντος, ή ενός συνόλου συμβάντων, θα εκδηλωθεί, έναντι όλων των άλλων καταστάσεων, με μια πράξη «αυτεπίγνωσης.» Με αυτόν τον τρόπο, η συνείδηση εξελίσσεται με φυσικό τρόπο σε μία βήμα- προς- βήμα αιτιακά προσδιορίσιμη πρόοδο. Ωστόσο, οι ρίζες της συνείδησης βρίσκονται στον ασυνείδητο κόσμο, όπου κυριαρχεί το αυθόρμητο. Εκεί βρίσκονται οι θεμελιώδεις μηχανισμοί της συνείδησης, εκεί όπου η αυθόρμητη επαγωγή της πραγματικότητας υπονοεί ένα μη- τοπικά αλληλένδετο σύνολο πραγμάτων στις μικρότερες κλίμακες, το οποίο, παρόλα αυτά, μπορεί να εκφραστεί και στις μεγαλύτερες κλίμακες του σύμπαντος.

Μια κβαντική μη αιτιακή αρχή

Έτσι, ο κόσμος της αιτίας και του αποτελέσματος ανήκει στην λογική, ενώ ο κόσμος της μη τοπικότητας και του αυθορμητισμού ανήκει στην «κβαντική σκέψη» και στο ασυνείδητο. Χρησιμοποιώ την έννοια της συνείδησης τόσο για τη συνείδηση καθαυτή όσο και για το ασυνείδητο, επειδή η συνείδηση σημαίνει πολύ περισσότερα από την απλή αναλυτική λογική. Αυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί να αμβλύνει τον άκαμπτο κόσμο του ορθολογισμού, και μπορεί να αποτελέσει έναν οδηγό για την εξήγηση των παράξενων φαινομένων της σκέψης, όπως η προαίσθηση, η προφητεία και η διόραση.

Η ασυνείδητη επαγωγή προϋποθέτει μια εκ των προτέρων, εγγενή και προαποκτημένη εμπειρία του κόσμου. Έτσι, κάπου μέσα μας, ή κάπου μέσα στο σύμπαν, υπάρχουν κάποιες μορφές, ιδέες, αρχέτυπα, τελεστές, ιδιότητες, παγκοσμιότητες, όποιο κι αν είναι το όνομά τους, οι οποίες αποτελούν τη βασική δομή της σκέψης μας. Αυτές οι παγκόσμιες αλήθειες, ή οντότητες, μπορούν να εκφραστούν με έναν τυπικό τρόπο και με την επίσημη γλώσσα με λέξεις, έννοιες, ή μαθηματικούς όρους και σύμβολα, τα οποία ίσως θα μπορούσαν να εκφράσουν τις βαθύτερες σχέσεις και συνδέσεις των αναλογιών και της συμμετρίας στον κόσμο. Αυτό θα αποτελούσε την απαρχή ενός νέου κόσμου, δεδομένου ότι όχι μόνο η επιστήμη θα μετατρεπόταν σε μια ευέλικτη και γενική μέθοδο ανάλυσης και κατανόησης του κόσμου, αλλά και η κοινή γλώσσα θα συμπεριελάμβανε όλες εκείνες τις νέες έννοιες, στο υψηλότερο και βαθύτερο επίπεδο επίγνωσης.

Η θεωρία του Von Neumann για τη συνείδηση

Όταν παρατηρούμε τον κόσμο για να τον κατανοήσουμε, συνήθως ξεχνάμε ότι όντως τον παρατηρούμε. Ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο, είναι αυτό που νομίζουμε ότι ο κόσμος είναι. Από την άλλη πλευρά, μπορούμε εξίσου να ξεχάσουμε ότι είμαστε μέρος του κόσμου, έτσι ώστε, κατά μία έννοια, ο κόσμος μαθαίνει για τον εαυτό του με τη δική μας παρατήρηση. Η κλασική φυσική παραμέλησε το ρόλο του παρατηρητή, σαν αυτός να ήταν κάτι έξω από φύση. Η κβαντική φυσική έδειξε τη σημασία της παρατήρησης στις απαντήσεις που παίρνουμε για το τι είναι ο κόσμος, αλλά και πάλι δεν μεταχειρίστηκε τον παρατηρητή ως μέρος του πειράματος και της παρατήρησης. Η προσέγγιση του Von Neumann στην κβαντική μηχανική ήταν μια τέτοια προσπάθεια: να ενοποιήσει το νου του παρατηρητή με το υλικό αντικείμενο που παρατηρείται.

Το κβαντικό φαινόμενο του Ζήνωνα

Υπάρχει ένα σημαντικό και πολύ- μελετημένο φαινόμενο στην κβαντική θεωρία, το οποίο εξαρτάται από το χρόνο μέσα στον οποίο τα γεγονότα προκύπτουν από τα ερωτήματα που τίθενται στη φύση. Αυτό ονομάζεται κβαντικό φαινόμενο του Ζήνωνα, και δεν εξασθενεί από την όποια αλληλεπίδραση με το περιβάλλον.

Το φαινόμενο είναι σχετικά απλό. Αν το ίδιο ερώτημα τεθεί στη φύση αρκετά γρήγορα και η αρχική απάντηση είναι «ναι,» τότε οποιοσδήποτε «θόρυβος» ή μηχανική κίνηση του συστήματος μακριά από την κατάσταση όπου η απάντηση είναι «ναι» θα κατασταλεί: το σύστημα θα τείνει να περιοριστεί στην κατάσταση όπου η απάντηση είναι «ναι.» Το φαινόμενο ονομάζεται μερικές φορές «η παρατηρούμενη κατσαρόλα (watched pot):» σύμφωνα με ένα παλιό απόφθεγμα, «μια κατσαρόλα την οποία κοιτάμε ποτέ δεν βράζει,» δηλαδή, απλά και μόνο επειδή την παρατηρούμε, το γεγονός αυτό την εμποδίζει να βράσει. Επίσης, μια συγκεκριμένη κατάσταση μπορεί να οδηγηθεί σε κάποια κατεύθυνση, θέτοντας μια γρήγορη ακολουθία ερωτήσεων η οποία αλλάζει σχετικά αργά με το χρόνο. Εν ολίγοις, σύμφωνα με τους δυναμικούς νόμους της κβαντικής μηχανικής, η ελευθερία του να επιλέγουμε ποιες ερωτήσεις θα τεθούν στη φύση και πότε αυτές θα τεθούν επιτρέπει στη σκέψη να επηρεάσει τη συμπεριφορά του εγκεφάλου.

Στην πραγματικότητα, έχουμε ελάχιστη ή καμία επίγνωση των διαδικασιών που συμβαίνουν στον εγκέφαλο: η ασυνείδητη εγκεφαλική δράση κάνει σχεδόν τα πάντα. Έτσι θα ήταν τόσο ουτοπικό όσο και θεωρητικά ανέφικτο να αποδώσουμε στη σκέψη μια σιγουριά αχαλίνωτης ελευθερίας: τα ερωτήματα που θέτει η σκέψη θα πρέπει σε μεγάλο βαθμό να καθορίζονται από τον εγκέφαλο.

Τι ελευθερία δίνεται στον άνθρωπο;

Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, η ελευθερία που δίνεται στην φύση, είναι απλά να παρέχει μια «ναι» ή «όχι» απάντηση σε κάποια ερώτηση που τίθεται από ένα υποσύστημά της. Φαίνεται λογικό να περιορίσουμε, με έναν παρόμοιο τρόπο τις επιλογές που δίνονται στο ανθρώπινο μυαλό: οι απαντήσεις που παίρνουμε στα ερωτήματα που θέτουμε είναι αφενός συγκεκριμένες, λόγω των ιδιοτήτων της ύλης, όσο  και περιορισμένες, λόγω των συγκεκριμένων σκοπών του ανθρωπίνου πνεύματος.

Η ολονομική θεωρία του εγκεφάλου

 
Καταγραφή ενός ολογράμματος

Η ολονομική θεωρία του εγκεφάλου περιγράφει ένα είδος διαδικασίας που λαμβάνει χώρα στα νευρωνικά δίκτυα. Η διαδικασία αποτελείται από πακέτα τοπικών πεδίων δυναμικών, τα οποία περιγράφονται μαθηματικά μέσω των μετασχηματισμών Fourier. Οι ολονομικές διαδικασίες έχουν πρόσφατα ονομαστεί «κβαντική ολογραφία» από τον Walter Schempp (1993), στις εφαρμογές τους στην επεξεργασία εικόνας, όπως στις PET σαρώσεις και στη μαγνητική τομογραφία, καθώς και, πιο πρόσφατα, στην επεξεργασία εικόνας στις ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές. Ο Dennis Gabor (1946) ήταν από τους πρωτοπόρους στην χρήση του μετασχηματισμού Fourier στη θεωρία της επικοινωνίας, και παρατήρησε την ομοιότητα με την περιγραφή κβαντικών διεργασιών στην υποατομική φυσική. Ονόμασε ως εκ τούτου τις μονάδες επικοινωνίας «κβάντα πληροφορίας.» Η ολονομική θεωρία του Karl Pribram βασίζεται σε στοιχεία ότι τα παραγόμενα πεδία στους νευρωνικούς δενδρίτες του αισθητηριακού φλοιού του εγκεφάλου περιγράφονται μαθηματικά από τις συναρτήσεις του Gabor.

Η ολότητα και η ελλοχεύουσα τάξη

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον όχι μόνο από επιστημονική σκοπιά αλλά και για καθαρά προσωπικούς λόγους να αναζητήσουμε και να διερευνήσουμε πώς η αντίληψη της πραγματικότητας δημιουργείται. Οι περισσότεροι από εμάς θεωρούμε την πραγματικότητα ως κάτι το αυτονόητο, κάτι που πάντα υπήρχε, και του οποίου η ουσία δεν πρόκειται να αλλάξει. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας πράγματα που θεωρούνταν σωστά, αληθινά, ή πραγματικά, έχουν αναθεωρηθεί, ώστε να μην έχουν την ίδια έννοια όπως πριν, ή ακόμα να μην θεωρούνται πια ως στοιχεία της πραγματικότητας. Επομένως, αυτό που σκεφτόμαστε για την πραγματικότητα, και αυτό που η πραγματικότητα είναι καθαυτή, μπορεί να είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Αυτή τη σχέση μεταξύ της ανθρώπινης νοημοσύνης και της πραγματικότητας ανέλυσε ο David Bohm, στο βιβλίο του «Ολότητα και η ελλοχεύσουσα τάξη.» Όπως λέει ο ίδιος:

«Είναι χρήσιμο εδώ να εξετάσουμε πώς μια τέτοια διάκριση μπορεί να έχει προκύψει. Όπως είναι γνωστό, για παράδειγμα, ένα παιδί συχνά το βρίσκει δύσκολο να ξεχωρίσει τα περιεχόμενα της σκέψης του από τα πραγματικά πράγματα (π.χ., μπορεί να φανταστεί ότι αυτά τα περιεχόμενα είναι ορατά στους άλλους, όπως είναι ορατά στον ίδιον, και μπορεί να φοβάται αυτό που οι άλλοι ονομάζουν «απατηλοί κίνδυνοι»).  Έτσι, ενώ ξεκινά τη διαδικασία της αφελούς σκέψης (δηλαδή χωρίς να έχει ρητή επίγνωση ότι σκέφτεται), σε κάποια φάση συνειδητοποιεί τη διαδικασία της σκέψης, όταν καταλαβαίνει ότι κάποια από τα «πράγματα» που φαίνεται να αντιλαμβάνεται είναι στην πραγματικότητα «μόνο σκέψεις» και συνεπώς «ανύπαρκτα,» ενώ άλλα πράγματα είναι «πραγματικά.»

Η προσέγγιση του Bohm είναι ιδιαίτερα διδακτική, καθώς ουσιαστικά δίνει το σύνορο ανάμεσα σε αυτό που είναι «φυσικό,» ή πραγματικό, και σε εκείνο που είναι παράλογο, προϊόν της φαντασίας. Ωστόσο, για να καταλάβουμε αυτήν τη διάκριση μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού, πρώτα πρέπει να κατανοήσουμε τη φύση τόσο της πραγματικότητας όσο και της ανθρώπινης σκέψης.

Σύμφωνα με τον Bohm, με άλλα λόγια, η πραγματικότητα δεν είναι κάτι το οποίο προϋπάρχει, αλλά μάλλον είναι μια επιλογή της ανθρώπινης συνείδησης μεταξύ ενός αριθμού πιθανών «διευθετήσεων,» σε ένα πιο θεμελιώδες επίπεδο «διαδικασίας πληροφοριών.» Τώρα θα εξετάσουμε την τελευταία αυτή πτυχή, πώς αυτό το επίπεδο θεμελιωδών διεργασιών σχετίζεται με το επίπεδο της ανθρώπινης αντίληψης.

Για αυτόν το σκοπό, ο Bohm χρησιμοποίησε το ολόγραμμα ως παράδειγμα μιας χαρακτηριστικής «ελλοχεύουσας τάξης,» η οποία βρίσκεται κρυμμένη σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο της πραγματικότητας, και η οποία εκδηλώνεται, ή γίνεται «εκπεφρασμένη (explicate)» στον κόσμο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, όπως είναι τα παρατηρούμενα αποτελέσματα των πειραματικών μέσων. Με τα λόγια του Bohm, «υπάρχει η φύτρα μιας νέας αντίληψης της τάξης εδώ. Αυτή η τάξη δεν πρέπει να εννοείται αποκλειστικά από την άποψη μιας κανονικής διευθέτησης αντικειμένων ή γεγονότων. Ανταυτού, μια συνολική τάξη περιέχεται, με κάποια σιωπηρή έννοια, σε κάθε περιοχή του χώρου και του χρόνου.»


Σε ό,τι αφορά την ελλοχεύουσα τάξη, ο Bohm ζήτησε από εμάς να θεωρήσουμε την πιθανότητα ότι «ο φυσικός νόμος θα πρέπει να αναφέρεται κατά κύριο λόγο σε μια τάξη αδιαίρετης ολότητας, και στα πλαίσια μιας περιγραφής παρόμοιας με εκείνην που παρέχεται από ένα ολόγραμμα, αντί για μια τάξη ανάλυσης του κόσμου σε χωριστά μέρη …» Το τι σημαίνει αυτό, μπορεί να αναπαρασταθεί στην προηγούμενη εικόνα, από το ίδιο βιβλίο του Bohm. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε μια δεξαμενή γεμάτη νερό, ενώ δύο κάμερες κάνουν λήψεις ενός μοναδικού ψαριού που κολυμπά σε αυτό το δοχείο. Κάθε κάμερα δείχνει μια διαφορετική οπτική γωνία του ψαριού. Αν αυτές οι δύο διαφορετικές λήψεις του ψαριού προβληθούν σε δύο οθόνες τοποθετημένες σε ένα άλλο δωμάτιο, ένας θεατής σε εκείνο το δωμάτιο θα θεωρήσει ότι υπάρχουν δύο διαφορετικά ψάρια που κολυμπούν στη δεξαμενή. Μόνο όταν δει τις κάμερες και τη δεξαμενή με το ψάρι θα συνειδητοποιήσει την ψευδαίσθηση.

Το μυαλό μας μπορεί να είναι γεμάτο με «προ-κατασκευασμένες» μορφές αντικειμένων και εννοιών, μεταξύ των οποίων προσπαθούμε να κάνουμε ταυτίσεις, κάθε φορά που βλέπουμε ή σκεφτόμαστε τον κόσμο, προσπαθώντας να προσαρμοστούμε σε κάθε είδους αλλαγές. Μπορεί μεταξύ μας να έχουμε διαφορετικές οπτικές γωνίες αντίληψης, βλέποντας τα πράγματα διαφορετικά, αλλά η βασική δομή του εγκεφάλου μας και των ματιών μας είναι σε όλους η ίδια. Αυτό που αλλάζει είναι η αναδιάρθρωση των απόψεών μας για τον κόσμο, οι οποίες συνεχώς αλλάζουν. Αν η σύγχρονη επιστήμη βρει κάποιο τρόπο στο μέλλον να προσδιορίσει τις περιοχές του εγκεφάλου που αντιστοιχούν σε αυτές τις αλλαγές τότε θα έχουμε μια καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο κατανοούμε. Επειδή τα παράδοξα του κόσμου οφείλονται περισσότερο στο παράξενο μυαλό μας, παρά σε κάποια ανεπαίσθητη ή ακατανόητη πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.

Τα μορφικά πεδία του Sheldrake

Ο Rupert Sheldrake, με τη σειρά του, χρησιμοποιεί την έννοια του ολογράμματος για να προτείνει τη θεωρία του σχετικά με την όραση και τον τρόπο με τον οποίο ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί:

«Δική μου υπόθεση είναι ότι η προβολή πραγματοποιείται διαμέσου αντιληπτικών πεδίων, τα οποία εκτείνονται πέρα από τον εγκέφαλο, συνδέοντας τον άνθρωπο με αυτό που βλέπει. Η όραση έχει τις ρίζες της στην δραστηριότητα του εγκεφάλου, αλλά δεν περιορίζεται στο εσωτερικό του κεφαλιού. Όπως ο Velmans, προτείνω ότι η δημιουργία αυτών των πεδίων εξαρτάται από τις αλλαγές που συμβαίνουν σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου καθώς η όραση πραγματοποιείται, ενώ αυτά επηρεάζονται από προσδοκίες, προθέσεις και αναμνήσεις. Ο Velmans αναφέρει ότι η προβολή αυτή πραγματοποιείται κατά τρόπο ώστε να είναι ανάλογη με ένα φαινόμενο πεδίου, όπως σε ένα ολόγραμμα. Προτείνω ότι η αντιληπτική προβολή δεν είναι μόνο ανάλογη, αλλά ότι, στην πραγματικότητα, είναι ένα πεδιακό φαινόμενο.

Τα αντιληπτικά πεδία σχετίζονται με μια ευρύτερη κατηγορία βιολογικών πεδίων τα οποία συμμετέχουν στην οργάνωση των αναπτυσσομένων οργανισμών και στην δραστηριότητα του νευρικού συστήματος. Η ιδέα των βιολογικών πεδίων έχει αποτελέσει μια σημαντική πτυχή της αναπτυξιακής βιολογίας από το 1920, όταν η υπόθεση των μορφογενετικών πεδίων πρωτοδιατυπώθηκε (Gurwitsch, 1922).  Αυτά τα πεδία επηρεάζουν καθοριστικά τις διαδικασίες της βιολογικής μορφογένεσης.

Οι περισσότεροι βιολόγοι ελπίζουν ότι τα μορφογενετικά πεδία θα εξηγηθούν τελικά με όρους των γνωστών πεδίων της φυσικής, όπως τα χημικά δυναμικά, ή μέσω άλλων γνωστών φυσικοχημικών μηχανισμών. Μοντέλα τέτοιων πεδίων με όρους χημικών δυναμικών πράγματι μπορούν να βοηθήσουν ένα πρώιμο στάδιο της μορφογένεσης, το οποίο ονομάζεται σχηματισμός μορφής (pattern formation), όπου διάφορες ομάδες κυττάρων σχηματίζουν διαφορετικές πρωτεΐνες. Αλλά η μορφογένεση καθαυτή, ο σχηματισμός δομών, όπως τα άκρα, τα μάτια και τα λουλούδια, περιλαμβάνει περισσότερα από τη δημιουργία των σωστών πρωτεϊνών, στα σωστά κύτταρα, την κατάλληλη στιγμή. Τα κύτταρα, οι ιστοί και τα όργανα συγκροτούν ειδικές δομές, με τρόπο ώστε αυτές να είναι ακόμη ανεπαρκώς κατανοητές, και είναι αυτό το σημείο όπου τα μορφογενετικά πεδία θα μπορούσαν να παίξουν έναν ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση και στην καθοδήγηση των αναπτυξιακών διαδικασιών. Η πρότασή μου είναι ότι τα μορφογενετικά πεδία δεν είναι απλώς ένας τρόπος του λέγειν σχετικά με γνωστά φαινόμενα, όπως τα χημικά δυναμικά, αλλά είναι ένα νέο είδος πεδίου.»

Θεωρία της πληροφορίας- Εντροπία του Shannon

Ένα σημαντικό μέτρο της πληροφορίας είναι η εντροπία, η οποία συνήθως εκφράζεται μέσω του μέσου αριθμού των bits που απαιτούνται για την αποθήκευση ή την επικοινωνία ενός συμβόλου σε ένα μήνυμα. Η εντροπία αποτιμά την αβεβαιότητα που εμπλέκεται στην πρόβλεψη της αξίας μιας τυχαίας μεταβλητής. Για παράδειγμα, ο προσδιορισμός της έκβασης του στριψίματος ενός δίκαιου νομίσματος (ίσες πιθανότητες να έλθει «κορώνα» ή «γράμματα») παρέχει λιγότερα πληροφοριακά στοιχεία (μικρότερη εντροπία) από ό,τι ο προσδιορισμός του αποτελέσματος κατά τη ρίψη ενός ζαριού (έξι εξίσου πιθανά αποτελέσματα, οπότε και μεγαλύτερη εντροπία)…

Η εντροπία του Shannon είναι η μέση αβεβαιότητα μιας τυχαίας μεταβλητής, η οποία είναι ισοδύναμη με το πληροφορικό της περιεχόμενο. Ο όρος εισήχθη από τον Claude E. Shannon (1948), στο βιβλίο του με τίτλο «Μια μαθηματική θεωρία της επικοινωνίας.» Η εντροπία του Shannon παρέχει ένα απόλυτο όριο για τη καλύτερη δυνατή (χωρίς απώλειες) κωδικοποίηση ή συμπίεση οποιασδήποτε επικοινωνίας, υποθέτοντας ότι η επικοινωνία μπορεί να αναπαρασταθεί με μια σειρά από ανεξάρτητες και πανομοιότυπα κατανεμημένες τυχαίες μεταβλητές. Το θεώρημα κωδικοποίησης του Shannon δείχνει ότι, στο όριο, το μέσο μήκος της μικρότερης δυνατής αναπαράστασης για την κωδικοποίηση των μηνυμάτων σε μια δεδομένη αλφάβητο, είναι η εντροπία τους διαιρεμένη με το λογάριθμο του αριθμού των συμβόλων στην αλφάβητο στόχο.

Έτσι, βλέπουμε ότι η εντροπία της πληροφορίας (εντροπία του Shannon) είναι ένα μέτρο της ποσότητας των πληροφοριών που περιέχονται σε ένα μήνυμα. Όσο περισσότερο τυχαίο είναι ένα μήνυμα, τόσο μεγαλύτερη είναι η εντροπία του. Ένα απολύτως τυχαίο μήνυμα περιέχει το μέγιστο ποσό πληροφορίας, ενώ ένα καλά οργανωμένο μήνυμα, για παράδειγμα το μήνυμα που αποτελεί αυτήν τη φράση, περιέχει έναν ελάχιστο βαθμό εντροπίας. Έχει ειπωθεί ότι ο άνθρωπος βρίσκεται σε αντίθεση με τη φύση επειδή τείνει να ελαχιστοποιεί την εντροπία διευθετώντας τα πράγματα τριγύρω του, ενώ αν τα πράγματα αφήνονταν στην τύχη τους θα είχαν αποδιοργανωθεί. Αλλά ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης. Έτσι η φύση, διαμέσου του ανθρώπου, ανακτά ένα υψηλό επίπεδο τάξης και πολυπλοκότητας. Με αυτήν την έννοια λοιπόν, πολεμάμε την εντροπία σε καθημερινή βάση.

Μια άλλη σημαντική πτυχή είναι το κατά πόσον ένα μήνυμα μπορεί να περιέχει ένα απεριόριστο ποσό εντροπίας ή αν η εντροπία του είναι περιορισμένη σ’ ένα ορισμένο, πεπερασμένο, ποσό. Με άλλα λόγια, το ερώτημα είναι αν ένα μήνυμα, οποιοδήποτε μήνυμα, περιέχει έναν ορισμένο βαθμό προϋπάρχουσας τάξης, ένα σύνολο «προτύπων,» τα οποία αποκαλύπτουν τη γενική μορφή του μηνύματος, καθώς και κάποια πράγματα σχετικά με το περιεχόμενό του. Με πιο απλά λόγια, περιέχουν όλα τα μηνύματα ένα είδος νοήματος, απαραίτητο ώστε ένα μήνυμα να είναι διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα; Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι εμείς είμαστε εκείνοι που δίνουμε νόημα σε ένα μήνυμα. Ωστόσο, αποτελούμαστε από «πακέτα πληροφορίας,» έτσι ώστε αν αποδίδουμε ένα νόημα στα πράγματα, αυτό το νόημα βρίσκεται επίσης μέσα μας.

Ενεργή πληροφορία

Δεν αποτελούν όλες οι πληροφορίες ένα μήνυμα. Με άλλα λόγια, δεν είναι όλες οι πληροφορίες ενεργές. Συνήθως, αγνοούμε τις περισσότερες πληροφορίες γύρω μας, επιλέγοντας μόνο ένα ελάχιστο μέρος τους, είτε επειδή αυτό είναι έντονο ή επειδή είναι σημαντικό για εμάς. Η επικοινωνία χρειάζεται επίσης μια «αντιστοιχία» μεταξύ του πομπού και του δέκτη. Με άλλα λόγια, ο πομπός και ο δέκτης πρέπει να έχουν την κατάλληλη μορφή έτσι ώστε να μπορούν να ανταλλάσσουν ενεργές πληροφορίες μεταξύ τους.

Αλλά πώς μια πληροφορία καθίσταται ενεργή; Θα πρέπει αυτή να αποκτά μια συγκεκριμένη έννοια μόνο όταν γίνεται αντιληπτή από εμάς και από τα αισθητήριά μας όργανα. Το μέρος της πληροφορίας που καθίσταται λειτουργικό αποτελεί την ενεργή πληροφορία. Δεδομένου ότι χρειαζόμαστε έναν κατάλληλο δέκτη στο μυαλό μας, αυτό συνεπάγεται μια αρχετυπική δομή της σκέψης. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότερες πληροφορίες δεν εκφράζονται αλλά παραμένουν «ανενεργές,» στο ασυνείδητο. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται ένα είδος συλλογικής μνήμης, και το μέρος που παραμένει ανενεργό ή μη εκπεφρασμένο ονομάζεται συλλογικό ασυνείδητο. Έτσι φαίνεται ότι όχι μόνο έχουμε ανάγκη μια γενεσιουργή αιτία, αλλά και έναν λόγο για να εξηγήσουμε ότι σκεφτόμαστε.

Νόημα και πληροφορία

Εδώ, μπορούμε να επανέλθουμε στο θέμα που θέσαμε προηγουμένως: Περιέχει η πληροφορία ένα εγγενές νόημα; Πολλοί ερευνητές από πολλά επιστημονικά πεδία αυτό πιστεύουν. Ο Carl Jung θεώρησε τα αρχέτυπα υπεύθυνα για το σχηματισμό όλων των φυσικών δομών και διαδικασιών. Ο Sheldrake θεώρησε την ύπαρξη μορφικών πεδίων για την καθοδήγηση  των σύνθετων βιολογικών δομών. Ο Boole, όπως επίσης είδαμε, πίστευε ότι η ηθική, με τη μορφή της λογικής, περιλαμβάνει το βασικό πυρήνα της ανθρώπινης διάνοιας. Στη θεωρία της πληροφορίας, είναι το μήνυμα που θα πρέπει να έχει τη δική του σημασία, αλλιώς η εντροπία του θα είναι άπειρη, και το μήνυμα θα καταστραφεί.

Προς μια θεωρία της συνείδησης

Μπορούμε να πούμε ότι όλα τα αδιέξοδα και τα παράδοξα της σκέψης είναι πλάνες της λογικής. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της λογικής είναι η συνέπεια- κάτι πρέπει να είναι είτε αληθές ή ψευδές. Ο Gödel, ωστόσο, έδειξε ότι η αλήθεια είναι κάτι που δεν μπορεί να αποδειχθεί λογικά. Με αυτόν τον τρόπο εξέθεσε την ευπάθεια της λογικής απέναντι στη φυσική πραγματικότητα. Αυτή είναι επίσης μια ένδειξη, αν όχι απόδειξη, ότι η λογική είναι εγγενής στον άνθρωπο, όχι εμπειρική, και, όσο περίεργο κι αν φαίνεται, τόσο η ηθική όσο και τα ένστικτα είναι υποσύνολα της λογικής- εντολές «σωστού» και «λάθους.» Ακόμα και ο γενετικός κώδικας είναι ένα λογικό σύνολο εντολών, με γονίδια σε δυαδική κατάσταση «on» και «off.» Αλλά τι θα μπορούσε να υπάρχει «εκεί έξω» ή «μέσα, εδώ και τώρα,» που θα μπορούσε να άρει τα παράδοξα της σκέψης και όλα τα ηθικά εμπόδια; Εκτός από ορισμένες νέες προσεγγίσεις της κλασικής λογικής, κατά τον τελευταίο αιώνα, μια νέα μορφή λογικής έχει δημιουργηθεί,  η κβαντική λογική. Σύμφωνα με αυτήν, κάτι μπορεί να είναι ταυτόχρονα αληθές και ψευδές, χωρίς αυτό να αντιβαίνει στη φυσική πραγματικότητα. Η κβαντική φυσική ήρθε για να γκρεμίσει και άλλα προπύργια της κλασικής λογικής, όπως η αιτιότητα, η τοπικότητα, και ο ντετερμινισμός, αποκαλύπτοντας έτσι ένα νέο τρόπο σκέψης, φυσικής νοημοσύνης και Λόγου.

Ένα bit νοήμονης πληροφορίας

Για ποιον λόγο πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος είναι το πιο έξυπνο είδος απ’ όλα; Η απλούστερη απάντηση είναι επειδή ήταν άνθρωποι που έθεσαν την ερώτηση. Αλλά η ερώτηση παραμένει, αν υπήρχε νοημοσύνη μέσα στο σύμπαν πριν εμφανιστεί ο άνθρωπος για να θέσει το ερώτημα. Και πάλι η απάντηση είναι μάλλον απλή: Προφανώς ναι, αλλιώς δεν θα ήμασταν εδώ να κάνουμε την ερώτηση. Το ζητούμενο είναι λοιπόν αν ο άνθρωπος είναι ευφυής, ή αν πρόκειται μόνο για μια ανόητη ερώτηση.

Ίσως, είναι επίσης απλό να δείξουμε ότι η ευφυΐα βρίσκεται απαραίτητα από την αρχή του σύμπαντος. Διαφορετικά, δεν θα υπήρχαν οι νόμοι της φυσικής, σύμφωνα με τους οποίους η ύλη οργανώθηκε, η οποία, με τη σειρά της, μάς έπλασε για να το σκεφτόμαστε. Ο κόσμος υπάρχει, αλλά επίσης αλλάζει. Στη βιολογία, θεωρείται ότι μια σειρά μεταλλάξεων στο DNA οδηγεί σταδιακά στην γενετική ποικιλότητα των ειδών. Οι μεταλλάξεις έχουν να κάνουν με αλλαγές στη γενετική πληροφορία που αποθηκεύεται στο DNA. Με αυτήν την έννοια, είναι η πληροφορία που αλλάζει, ανασυνδυάζεται, και αυτό, συχνά, ανεξάρτητα από τους παράγοντες που ενεργοποιούν τη διαφοροποίηση ή τον τόπο όπου κατοικεί η πληροφορία.

Αυτή η γενική και όχι απαραίτητα υλική φύση της πληροφορίας, και κατά συνέπεια της εξέλιξης των ειδών, μας δείχνει ότι αυτή η εξέλιξη, καθώς και αυτό που ονομάζουμε «είδος,» έχουν να κάνουν περισσότερο με ένα εννοιολογικό, παρά βιολογικό, πλαίσιο. Βέβαια, μπορεί κανείς να πει ότι δεν υπάρχει νοημοσύνη έξω από τη «ζωντανή» ύλη. Ωστόσο, αυτό το επιχείρημα μπορεί εύκολα να καταρριφθεί: είναι αρκετό να θεωρήσουμε την περίπτωση της τεχνητής νοημοσύνης, ή ακόμα και πιο αφηρημένες «άψυχες» οντότητες, όπως το φως, τα φυσικά πεδία, τα σωματίδια, και γενικότερα παράγοντες, οι οποίοι φαίνεται, διαμέσου των νόμων της φύσης και της αρχής διατήρησης της ενέργειας, να είναι σε θέση να αυτοργανώνονται, να διαδίδονται, να διατηρούνται, να μεταμορφώνονται, να δημιουργούνται και να καταστρέφονται, ακριβώς όπως οποιοδήποτε βιολογικό ον κάνει.

Έτσι, φτάνουμε με έναν ευθύβολο τρόπο στο τελευταίο προπύργιο μιας έννοιας για τη νοημοσύνη κατακερματισμένης και απομακρυσμένης από την υπόλοιπη πραγματικότητα: την επίγνωση. Θα μπορούσε, άραγε, τώρα κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτό που διακρίνει τους ανθρώπους ως πραγματικά νοήμονα όντα είναι το γεγονός ότι έχουν κάποια ιδέα για τον εαυτό τους; Και πάλι, όμως, αυτή η αυταναφορά είναι στην πραγματικότητα ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των φυσικών συστημάτων. Όπως γνωρίζουμε, στη βιολογία, οι ζώντες οργανισμοί έχουν την ικανότητα της αυτορρύθμισης, χάρη στην οποία μπορούν να επιβιώνουν ενάντια στις αλλαγές του φυσικού περιβάλλοντος. Σε γενικές γραμμές, όλα τα φυσικά συστήματα έχουν αυτήν την ικανότητα της αυτοσυντήρησης, μέσω θερμοδυναμικών διεργασιών, και στα πλαίσια της διατήρησης της ενέργειας. Σε επίπεδο καθαρής πληροφορίας, είναι η ίδια η πληροφορία που αυτοργανώνεται, διαδίδεται και μεταμορφώνεται, και όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα πρωταρχικό και θεμελιώδες επίπεδο, πολύ πριν οποιαδήποτε βιολογική ή ακόμα και φυσική διαδικασία.

Την ιδιότητα της αυταναφοράς, ως αναγκαία προϋπόθεση για την οικοδόμηση της ανθρώπινης νοημοσύνης και, ακόμη περισσότερο, για την αυτεπίγνωση, μπορούμε να προσέξουμε και να αναλύσουμε περισσότερο. Η σκέψη, και όχι τυχαία, έχει κληρονομήσει από τη φύση τα ίδια χαρακτηριστικά τα οποία και η φύση έχει. Έχουμε δει ότι η ύλη, και η πληροφορία γενικότερα, με τη μορφή ενεργειακών πεδίων, φυσικών νόμων, τρόπων σκέψης, και ούτω καθεξής, έχει (πέρα από τη σχεδόν μαγική ιδιότητα της αυθόρμητης γέννησης) την ικανότητα της αυτοργάνωσης. Στην περίπτωση της ανθρώπινης σκέψης, και ειδικότερα της λογικής, η αυτοργάνωση εμφανίζεται με τη μορφή λογικών βρόχων, δηλαδή επαναλήψεων των ειρμών της σκέψης, οι οποίες οδηγούν στην τεκμηρίωση των γεγονότων στο μυαλό μας. Θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για μια διαδικασία «τετραγωνισμού του κύκλου,» όπου κάθε επόμενος κύκλος, ή λογικός βρόχος, υπερκαλύπτει τον προηγούμενο, εωσότου η κρίση θεωρήσει ότι ένα λογικό συμπέρασμα ισχύει. Εδώ, δεν ενδιαφερόμαστε τόσο για τις λεπτομέρειες αυτής της διαδικασίας, αλλά για την ίδια τη διαδικασία. Με άλλα λόγια, είναι η συνθήκη της αυταναφοράς όχι μόνο αναγκαία αλλά και ικανή συνθήκη να εξηγήσει την αυτεπίγνωση;

Η αυταναφορά υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της βιολογίας, της ψυχολογίας ή της λογικής, και φτάνει στον πυρήνα της φύσης του κόσμου. Μια παρόμοια έννοια, στο πιο θεμελιώδες επίπεδο, όπου από το «τίποτα» ξεκινά «κάτι,» είναι η αρχή της δόνησης. Τα πάντα δονούνται, ακόμα και το κενό. Και αυτή η δόνηση δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αυτόνομη και συνεπής ως προς το χρόνο επιστροφή στην ισορροπία, μια συνεχής αναπαραγωγή των αρχικών συνθηκών, μια μορφή αιώνιας επανάκτησης της αυθόρμητης φύσης η οποία γέννησε αρχικά το ίδιο το σύστημα. Αυτή η αδιάκοπη ταλάντωση είναι ακριβώς αυτό που η ανθρώπινη σκέψη εκτελεί, από το παρελθόν προς το μέλλον, έχοντας το παρόν ως κεντρικό σημείο αναφοράς, ανάμεσα στο «σωστό» και στο «λάθος,» στο «καλό» και στο «κακό,» από το νόημα της ζωής ως την ανυπαρξία.

Προς μια υπαρξιακή μοναδικότητα

Ο όρος «τεχνολογική μοναδικότητα» αναφέρεται στην υποθετική εμφάνιση στο μέλλον μιας ανώτερης από την ανθρώπινη νοημοσύνης. Δεδομένου ότι οι δυνατότητες μιας τέτοιας νοημοσύνης είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτές από την σημερινή ανθρώπινη ευφυΐα, το γεγονός μιας τεχνολογικής μοναδικότητας μπορεί να θεωρηθεί ως ένας διανοητικός ορίζοντας συμβάντος, πέρα από τον οποίο το μέλλον είναι αδύνατο να γίνει ορατό. Ωστόσο, οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας αναμένουν ότι ένα τέτοιο γεγονός θα προκαλέσει μια «διανοητική Μεγάλη Έκρηξη,» κατά την οποία η παραχθείσα «υπερ-νοημοσύνη» θα αρχίσει να δημιουργεί ολοένα και ισχυρότερους εγκεφάλους.

Η πρώτη χρήση του όρου «μοναδικότητα» σε αυτό το πλαίσιο έγινε από τον von Neumann. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, αυτός έκανε λόγο για «μια ολοένα και περισσότερο επιταχυνόμενη εξέλιξη της τεχνολογίας, και αλλαγές στον τρόπο της ανθρώπινης ζωής, που δίνουν την εντύπωση ότι πλησιάζουμε κάποια ουσιαστική μοναδικότητα στην ιστορία της ανθρώπινης φυλής, πέρα από την οποία η ανθρώπινη καθημερινότητα, όπως την ξέρουμε, δεν μπορεί να συνεχιστεί.» Ο όρος έγινε δημοφιλής από το συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Vernor Vinge, ο οποίος ισχυρίζεται ότι η τεχνητή νοημοσύνη, η βελτίωση της ανθρώπινης βιολογίας, ή η σύζευξη μεταξύ εγκεφάλων και υπολογιστών θα μπορούσαν να είναι πιθανές αιτίες της μοναδικότητας. Ο όρος επίσης χρησιμοποιήθηκε από τον φουτουριστή συγγραφέα Rey Kurzweil, στο βιβλίο του «The singularity is near

Οι έξι ‘εποχές’

Αν και οι κοινωνικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις αυτής της πιθανής εξέλιξης είναι τεράστιες, ο Kurzweil, στο προαναφερθέν βιβλίο του, διατηρεί μια ριζικά αισιόδοξη άποψη για το μέλλον της ανθρώπινης εξέλιξης. Προσφέρει μια προοπτική για μια χρονική στιγμή στο μέλλον η οποία θα είναι το αποκορύφωμα όλων των προηγούμενων αιώνων τεχνολογικής προόδου, και προσφέρει ένα όραμα μιας ύστατης μοίρας. Μεταξύ άλλων, χρησιμοποιεί τα παρακάτω στάδια για την ανθρώπινη εξέλιξη:

Εποχή πρώτη: Φυσική και χημεία

«Οι πρόσφατες θεωρίες της φυσικής που αφορούν τα παράλληλα σύμπαντα εικάζουν ότι νέα σύμπαντα δημιουργούνται σε τακτική βάση, το καθένα με τους δικούς του μοναδικούς κανόνες, αλλά τα περισσότερα από αυτά είτε πεθαίνουν γρήγορα ή συνεχίζουν να υπάρχουν χωρίς την εξέλιξη οποιονδήποτε ιδιαίτερων μορφών (όπως, π.χ., οι επίγειες βιολογικές μορφές), επειδή οι νόμοι τους δεν υποστηρίζουν την εξέλιξη όλο και πιο πολύπλοκων μορφών.»

Εποχή δεύτερη: Βιολογία και DNA

«Στη δεύτερη εποχή, ξεκινώντας μερικά δισεκατομμύρια χρόνια πριν, οργανικές ενώσεις έγιναν ολοένα και πιο περίπλοκες, ώσπου πολύπλοκες συγκεντρώσεις μορίων σχημάτισαν αυτό-αναπαραγόμενους μηχανισμούς, από τους οποίους η ζωή προήλθε. Σε τελική ανάλυση, τα βιολογικά συστήματα εξέλιξαν έναν ακριβή ψηφιακό μηχανισμό (DNA) αποθήκευσης πληροφοριών, επιτρέποντας έτσι τη δημιουργία και διατήρηση ενός αρχείου καταγραφής του εξελικτικού μηχανισμού.»

Εποχή τρίτη: Εγκέφαλοι

«Η τρίτη εποχή ξεκίνησε με τη δυνατότητα των πρώτων ζώων να αναγνωρίζουν μοτίβα, γεγονός το οποίο εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει τη συντριπτική πλειοψηφία της δραστηριότητας στον εγκέφαλό μας. Τελικά, το δικό μας είδος εξέλιξε τη δυνατότητα να δημιουργεί αφηρημένα διανοητικά μοντέλα του κόσμου, και να θεωρεί τις λογικές συνέπειες αυτών των μοντέλων. Έχουμε την ικανότητα να επανασχεδιάσουμε τον κόσμο με τις ιδέες μας, και να θέσουμε αυτές τις ιδέες σε δράση.»

Εποχή τέταρτη: Τεχνολογία

«Συνδυάζοντας την ορθολογική και την αφηρημένη σκέψη, το είδος μας εγκαινίασε την τέταρτη εποχή: την εξέλιξη της ανθρώπινης τεχνολογίας. Αυτή ξεκίνησε με απλές μηχανές, και εξελίχθηκε σε εκλεπτυσμένα αυτόματα. Τελικά, με εξελιγμένες υπολογιστικές και επικοινωνιακές συσκευές, η τεχνολογία κατάφερε να συλλάβει, να αποθηκεύσει και να αναλύσει πολύπλοκα μοτίβα πληροφορίας. Για να συγκρίνουμε το ρυθμό προόδου της βιολογικής εξέλιξης της νοημοσύνης με αυτόν της τεχνολογικής εξέλιξης, θεωρείστε ότι τα πιο εξελιγμένα θηλαστικά έχουν προσθέσει περίπου μια κυβική ίντσα στο μέγεθος του εγκεφάλου τους κάθε εκατό χιλιάδες χρόνια, ενώ διπλασιάζουμε περίπου τη χωρητικότητα των υπολογιστών κάθε χρόνο.»

Εποχή πέμπτη: Η ένωση της τεχνολογίας με την ανθρώπινη ευφυΐα

«Κοιτάζοντας μπροστά πολλές δεκαετίες, η μοναδικότητα θα ξεκινήσει με την πέμπτη εποχή. Αυτή θα προέλθει από τη συγχώνευση της διευρυμένης γνώσης στα μυαλά μας με την, κατά πολύ υψηλότερη, χωρητικότητα, ταχύτητα και επικοινωνιακή ικανότητα της τεχνολογίας. Η πέμπτη εποχή θα επιτρέψει στον ανθρωπο-μηχανικό πολιτισμό να ξεπεράσει τους περιορισμούς του ανθρώπινου εγκεφάλου. Η μοναδικότητα θα μας επιτρέψει να ξεπεράσουμε τα διαχρονικά ανθρώπινα προβλήματα και να διευρύνουμε σε απεριόριστο βαθμό την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Θα διαφυλάξουμε και θα ενισχύσουμε τη νοημοσύνη με την οποία η εξέλιξη μας εξόπλισε, ενώ παράλληλα θα υπερνικήσουμε τους θεμελιώδεις περιορισμούς της βιολογικής μας εξέλιξης. Αλλά η μοναδικότητα θα δράσει επίσης πάνω στις αυτοκαταστροφικές μας κλίσεις, έτσι ώστε η πλήρης ιστορία της δεν έχει ακόμα γραφτεί.»

Εποχή έκτη: Το σύμπαν αφυπνίζεται

«Στον απόηχο της μοναδικότητας, η νοημοσύνη, η οποία θα έχει προκύψει τόσο από τη βιολογική προέλευση του ανθρώπινου μυαλού όσο και από τις τεχνολογικές ρίζες της ανθρώπινης εφευρετικότητας, θα ξεκινήσει την ενοποίηση της ύλης και της ενέργειας. Η «άχρηστη» ύλη και οι μηχανισμοί του σύμπαντος θα μετατραπούν σε ιδιαίτερα λεπτές μορφές νοημοσύνης, οι οποίες θα αποτελέσουν την έκτη εποχή στην εξέλιξη των μορφών πληροφορίας. Αυτή είναι η ύστατη μοίρα της μοναδικότητας και του σύμπαντος.»

Η κλίμακα του Kardashev


Ένα σμήνος του Dyson, γύρω από ένα άστρο

Η ανάλυση του Kurzweil θεωρεί την ανθρώπινη εξέλιξη κυρίως από τη σκοπιά της βιολογίας και της θεωρίας της πληροφορίας. Μια διαφορετική προσέγγιση από την άποψη της φυσικής και της κοσμολογίας, είναι αυτή του Kardashev, 1964, ο οποίος χρησιμοποίησε την ομώνυμη κλίμακα για τη μέτρηση του τεχνολογικού επιπέδου ενός πολιτισμού. Αν και η κλίμακα αυτή είναι αυθαίρετη, μπορεί να υπολογίσει το επίπεδο της ανάπτυξης ενός πολιτισμού σύμφωνα με το ποσό ενέργειας που αυτός ο πολιτισμός καταναλώνει. Η κλίμακα έχει ως εξής:

Πολιτισμός τύπου Ι

(Πλήρης αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων του πλανήτη)

Ένας πολιτισμός τύπου I, παράγει ενέργεια, πληροφορία, και πρώτες ύλες από πυρηνική σύντηξη, υδρογόνο, και άλλες «υψηλής πυκνότητας» ανανεώσιμες πηγές. Είναι ικανός για διαπλανητικά ταξίδια και επικοινωνία, μεγάλης κλίμακας κατασκευές και αποικισμό, ιατρική και τεχνολογική μοναδικότητα, αλλά εξακολουθεί να είναι ευάλωτος στην αυτοκαταστροφή.

Πολιτισμός τύπου ΙΙ

(Πλήρης αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων του ηλιακού συστήματος, συμπεριλαμβανομένου και του ήλιου)

Ένας πολιτισμός τύπου II, παράγει ενέργεια, πληροφορία, και πρώτες ύλες από πολλά ηλιακά συστήματα. Είναι ικανός για εξελικτική παρέμβαση, διαστρικά ταξίδια και επικοινωνία, και μηχανική των άστρων. Η επακόλουθη πρόοδος και διαφοροποίηση, θεωρητικά εκμηδενίζουν την πιθανότητα αυτοκαταστροφής.

Πολιτισμός τύπου ΙΙΙ

(Πλήρης αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων του γαλαξία)

Ένας πολιτισμός τύπου III, παράγει ενέργεια, πληροφορία, και πρώτες ύλες απ’ όλα τα ηλιακά συστήματα και σμήνη άστρων του γαλαξία του. Είναι ικανός για διαγαλαξιακά ταξίδια, διαμέσου σκουληκότρυπων, επικοινωνία και μηχανική.

Πολιτισμός τύπου ΙV

(Πλήρης αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων του σύμπαντος)

Ένας πολιτισμός τύπου IV, παράγει ενέργεια, πληροφορία, και πρώτες ύλες απ’ όλους τους γαλαξίες. Είναι σχεδόν αθάνατος και παντοδύναμος, κατέχοντας τη δυνατότητα της ακαριαίας μετατροπής ύλης και ενέργειας, της τηλεκίνησης, και των ταξιδιών στο χρόνο. Στην επιστημονική φαντασία, ένας τέτοιος πολιτισμός ταυτίζεται με τους θεούς.

Πολιτισμός τύπου ΙV, και πέρα

Τέτοιοι υποθετικοί πολιτισμοί έχουν είτε ξεπεράσει το σύμπαν προέλευσής τους, ή έχουν μεταβεί μέσα στα παράλληλα σύμπαντα και σε ανωτέρων διαστάσεων βράνες. Είναι ικανοί για μηχανική συμπαντικής κλίμακας, από ένα εξωτερικό σύστημα αναφοράς.

Ο ανθρώπινος πολιτισμός θεωρείται ότι βρίσκεται κάποιου κάτω από τους τύπου Ι πολιτισμούς, καθώς μπορεί να αξιοποιήσει μόνο ένα μέρος από την ενέργεια του πλανήτη του. Για αυτό έχει επίσης αποκαλεστεί τύπου 0 πολιτισμός. Θεωρείται ότι βρισκόμαστε κάπου στο 0.72 της κλίμακας, και ότι θα φτάσουμε στο επίπεδο του τύπου I κάπου μετά από 100-200 χρόνια, του τύπου II μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια, και του τύπου III σε 100.000- ένα εκατομμύριο χρόνια από σήμερα.

Η έβδομη εποχή (η νέα δημιουργία)

Όλα τα προηγούμενα παραδείγματα μπορούν να συνοψισθούν στον ακόλουθο πίνακα, με μία προσθήκη δική μου:


Στις τελευταίες εποχές, οι άνθρωποι θα είναι πιθανότατα τόσο διαφορετικοί ώστε δεν θα αναγνωρίζονται. Μπορεί να έχουν απολέσει το υλικό τους σώμα, και να μοιάζουν περισσότερο με «ενεργειακές σφαίρες» ή «πνευματικές οντότητες.» Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θα έχει επικρατήσει δεν θα είναι το ανθρώπινο είδος, αλλά ένα «είδος πληροφορίας,» μια εξελιγμένη μορφή ύπαρξης, η οποία μπορεί να είναι πολύ διαφορετική απ’ ό,τι έχουμε ουδέποτε φανταστεί. Στο πλαίσιο αυτό, ο κίνδυνος της «αυτοκαταστροφής» έχει περισσότερο να κάνει με τη διατήρηση της πληροφορίας, και όχι με μια μοναδική μορφή ζωής: αυτή είναι η στιγμή όπου η αρχή και το τέλος έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο, όπου η συνάντηση με το Δημιουργό σημαίνει την πράξη του ύστατου αυταναφερόμενου βρόχου, στο τέλος ενός «συμπαντικού κύκλου,» και στην αρχή ενός νέου. Αυτό είναι πράγματι κάτι το, προς το παρόν, αδιανόητο…

Υπαρξιακή μοναδικότητα

Σε ό,τι αφορά τις υπερ-αισιόδοξες, μάλλον, δηλώσεις του Kurzweil, καθώς και άλλες παρόμοιες απόψεις σχετικά με την αντικατάσταση του ανθρώπινου εγκεφάλου από βιο-μηχανές και από την τεχνητή νοημοσύνη, μπορούμε να πούμε ότι όχι μόνο η τεχνολογική πρόοδος δεν μπορεί να παραμείνει επ’ αόριστο εκθετική, αλλά και ότι η βελτίωση της τεχνητής νοημοσύνης και της προόδου της ρομποτικής και της βιοτεχνολογίας δεν εγγυάται την αντικατάσταση του ανθρώπινου νου. Η τεχνολογία, γενικά, δεν προάγει απαραίτητα τον πολιτισμό, ούτε είναι η ίδια ο πολιτισμός. Αυτό φαίνεται αν ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία, στην τελευταία μεγάλη τεχνολογική επανάσταση, δηλαδή τη βιομηχανική επανάσταση. Η υπόσχεση τότε ήταν η κατάργηση της δουλείας και της χειρωνακτικής εργασίας χάρη στην αυτοματοποίηση που πρόσφεραν οι μηχανές. Ωστόσο, όχι μόνο οι «ανθρώπινες συμβάσεις εργασίας» δεν έχουν καταργηθεί, αλλά, αντίθετα, η ζήτηση για φτηνό εργατικό δυναμικό έχει αυξηθεί, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες των πλούσιων τεχνοκρατών. Η ιστορία λοιπόν υποδεικνύει ότι δεν είναι τα εργαλεία που κάνουν τη διαφορά αλλά τα χέρια, τα μυαλά και οι προθέσεις αυτών που διαθέτουν τα εργαλεία.

Επιπλέον, ανακαλώντας το θεώρημα της μη πληρότητας του Gödel, θα πρέπει να είμαστε κάπως σκεπτικιστές σχετικά με τις υποτιθέμενες απεριόριστες δυνατότητες των μηχανών, καθώς εκείνος έδειξε ότι μια μηχανή δεν μπορεί να κάνει τα πάντα, σε ό,τι αφορά τη νοημοσύνη και την υπολογιστική ισχύ. Πόσο μάλλον να ενσωματώσουμε σε μια μηχανή το «μηχανισμό της έμπνευσης,» ένα «πρόγραμμα» που θα έδινε στη μηχανή έναν πρωτότυπο τρόπο «επεξεργασίας δεδομένων.» Η ανθρώπινη σκέψη είναι στην πραγματικότητα ένα προϊόν της εξέλιξης, και είναι εμπλουτισμένη με συναισθήματα και, γενικότερα, «διανοητικές καταστάσεις,» τις οποίες μια μηχανή δεν είναι σε θέση να κατέχει.

Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να παραθέσω «επτά στάδια» της ιστορικής διαδικασίας της σκέψης, από τα πρώτα στάδια της πληροφορίας μέσα στο σύμπαν, μέχρι τα μεταγενέστερα στάδια της οργανωμένης και σαφώς εκδηλωμένης πληροφορίας:

Τα «επτά στάδια» της σκέψης:


  1. Διάχυτη πληροφορία μέσα στο σύμπαν. Ενέργεια με τη μορφή θερμού πλάσματος. 
  2. Πρώτες μορφές οργανωμένης πληροφορίας, με τη μορφή της ύλης και της ενέργειας. 
  3. Πρώτες υποτυπώδεις βιολογικές αυταναπαραγόμενες δομές.
  4. Ημι-συνειδητό στάδιο: κυριαρχείται από πρωτόγονες μορφές πληροφορίας και ένστικτα, τα οποία συνεχώς επαναλαμβάνονται, χωρίς καμία πραγματική δυνατότητα υπέρβασης.
  5. Πρωτόγονη νοημοσύνη: Ημι-συνειδητές μορφές ζωής, καθώς ακόμα κυριαρχούνται από τα ένστικτα, αν και τα πρώτα ίχνη της δημιουργικότητας και ενός γνήσιου αλτρουισμού εμφανίζονται.
  6. Προηγμένη νοημοσύνη: Τα επιτεύγματα και η πρωτοτυπία της ανθρώπινης σκέψης έχουν συμπληρωθεί και ενισχυθεί από την τεχνητή νοημοσύνη. 
  7. Αλλαγή κατάστασης συνείδησης: Υπαρξιακή μοναδικότητα (η συμπαντική σκέψη): συνειδητοποίηση των ορίων της τεχνητής νοημοσύνης. Αλλαγή παραδείγματος προς έναν βαθύτερο και ολιστικό τρόπο σκέψης, σε αρμονία με τη φύση και το σύμπαν. 

Σε ό,τι αφορά την έννοια της «αλλαγής κατάστασης συνείδησης,» εδώ μπορούμε να διατυπώσουμε μια βασική θέση σχετικά με την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης, καθώς αυτή περνά από τη μίμηση στη δημιουργικότητα:

  • Υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο της συνείδησης, πέρα από το οποίο ο άνθρωπος περνά από τη μίμηση στη δημιουργικότητα, σπάζοντας το φαύλο κύκλο της μηχανικής επανάληψης πληροφορίας, και φτάνει σ’ ένα νέο επίπεδο σκέψης, όπου μπορεί να δημιουργεί συνειδητά νέα πληροφορία, από όλες τις προηγούμενες. Μπορούμε να ονομάσουμε αυτό το στάδιο «υπαρξιακή μοναδικότητα,» πέρα από το οποίο ο άνθρωπος γίνεται ένα πραγματικά ευφυές ον. Με το πού φτάνει κάποιος σε αυτό το επίπεδο, μια «αλλαγή κατάστασης συνείδησης» λαμβάνει χώρα, ο ατέρμονος βρόχος της κοινής λογικής καταλύεται, και η ευρηματική σκέψη αποκτά έναν διαχρονικό και καθολικό χαρακτήρα.
Η υπαρξιακή μοναδικότητα επομένως είναι το τελικό βήμα της ανθρώπινης συνείδησης. Βρίσκεται αρκετά πέρα από την τεχνολογική μοναδικότητα. Ένα ενδιαφέρον ερώτημα που μπορεί να τεθεί εδώ είναι κατά πόσο ένας πολιτισμός πρέπει απαραίτητα να περάσει από το τεχνολογικό- υλικό στάδιο, πριν φτάσει την «απο-υλοποίηση,» όπως θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την κατάσταση πλήρους συνείδησης, την απόλυτη αλλαγή παραδείγματος. Νομίζω, ότι είναι ακόμη άγνωστο αν η πνευματικότητα μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τεχνολογία, ή αν, σε κάποιο στάδιο, η νοημοσύνη μπορεί να απαλλαγεί από τον υλικό πολιτισμό, και να περάσει σε μια «καθαρή» κατάσταση ύπαρξης. Το μόνο βέβαιο είναι ότι, αφού (αν και όχι πλήρως) έχουμε ξεπεράσει τον κίνδυνο της πυρηνικής αυτοκαταστροφής, όλο και περισσότερο ενδιαφερόμαστε για το περιβάλλον, καθώς και για ζητήματα που αφορούν την ποιότητα ζωής (αν και εξακολουθούμε να είμαστε πρόθυμοι να εκμεταλλευτούμε άλλους ανθρώπους για το δικό μας όφελος), και έχουμε φτάσει στο επίπεδο να θέτουμε προχωρημένες ερωτήσεις, σχετικά με την προέλευση της σκέψης μας, καθώς και τον αντίστοιχο σκοπό και προορισμό μας.

Αποσπάσματα από το κείμενό μου