Σίγκμουντ Φρόιντ
(1)
Τα γραπτά που επιδιώκουν να
εφαρμόσουν τα ευρήματα της ψυχανάλυσης σε θέματα στον τομέα των ψυχικών
επιστημών έχουν το αναπόφευκτο ελάττωμα να προσφέρουν πολύ λίγα στους
αναγνώστες και των δύο κατηγοριών. Τέτοια γραπτά μπορούν να έχουν μόνο τη φύση
μιας υποκίνησης: θέτουν ενώπιον του ειδικού ορισμένες προτάσεις για να εξετάσει
στο δικό του έργο. Αυτό το ελάττωμα είναι βέβαιο ότι θα είναι εξαιρετικά
εμφανές σε ένα δοκίμιο που θα προσπαθήσει να ασχοληθεί με το τεράστιο πεδίο
αυτού που είναι γνωστό ως «ανιμισμός» (animism).[1]
Ο ανιμισμός είναι, με τη
στενότερη έννοιά του, το δόγμα των ψυχών και, με την ευρύτερη έννοιά του, το
δόγμα των πνευματικών όντων γενικά. Ο όρος «ανιματισμός» (animatism) έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για να
υποδηλώσει τη θεωρία του ζωντανού χαρακτήρα αυτών που μας φαίνονται άψυχα
αντικείμενα, και οι όροι «ζωισμός» ή «ανιμαλισμός» (animalism), και «μανισμός» (manism) εμφανίζονται επίσης σε αυτό το πλαίσιο.
Η λέξη «ανιμισμός», που αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει ένα
συγκεκριμένο φιλοσοφικό σύστημα, φαίνεται να έχει λάβει τη σημερινή της σημασία
από τον Tylor.[2]
Αυτό που οδήγησε στην εισαγωγή
αυτών των όρων ήταν η συνειδητοποίηση της εξαιρετικά αξιοσημείωτης άποψης της
φύσης και του σύμπαντος που υιοθετήθηκε από τις πρωτόγονες φυλές για τις οποίες
έχουμε γνώση, είτε στην προϊστορία είτε σήμερα. Γεμίζουν τον κόσμο με
αναρίθμητα πνευματικά όντα, τόσο καλοπροαίρετα όσο και κακοπροαίρετα. Και αυτά
τα πνεύματα και δαίμονες θεωρούνται ως η αιτία των φυσικών φαινομένων· και όχι μόνο τα ζώα και τα φυτά, αλλά όλα
τα άψυχα αντικείμενα στον κόσμο εμψυχώνονται από αυτά τα πνεύματα.
Ένα τρίτο, και ίσως το πιο
σημαντικό, στοιχείο αυτής της πρωτόγονης «φιλοσοφίας της φύσης» μας φαίνεται
λιγότερο παράξενο, αφού, ενώ έχουμε διατηρήσει μόνο μια πολύ περιορισμένη πίστη
στην ύπαρξη των πνευμάτων, και ενώ εξηγούμε τα φυσικά φαινόμενα με τη
μεσολάβηση απρόσωπων φυσικών δυνάμεων, εμείς οι ίδιοι δεν απέχουμε πολύ από
αυτή την τρίτη περίπτωση. Γιατί οι πρωτόγονοι λαοί πιστεύουν ότι τα ανθρώπινα όντα
εμψυχώνονται από τέτοια πνεύματα. Αυτές οι ψυχές που ζουν σε ανθρώπινα όντα
μπορούν να εγκαταλείψουν τις κατοικίες τους, και να μεταναστεύσουν σε άλλα
ανθρώπινα όντα. Είναι το όχημα των νοητικών δραστηριοτήτων, και είναι σε κάποιο
βαθμό ανεξάρτητες από το σώμα στο οποίο κατοικούν. Αρχικά οι ψυχές
απεικονίζονταν πολύ παρόμοιες με τους ανθρώπους, και μόνο κατά τη διάρκεια μιας
μακράς διαδικασίας έχασαν τα υλικά χαρακτηριστικά τους, και έγιναν σε μεγάλο
βαθμό «πνευματικοποιημένες».
Οι περισσότερες αυθεντίες
κλίνουν προς την άποψη ότι αυτές οι ιδέες περί ψυχής είναι ο αρχικός πυρήνας
του ανιμιστικού συστήματος, ότι τα πνεύματα είναι απλά ψυχές που έχουν γίνει
ανεξάρτητες από το σώμα, και ότι οι ψυχές των ζώων, των φυτών και των
αντικειμένων κατασκευάστηκαν κατ' αναλογία των ανθρώπινων ψυχών.
Αλλά πώς έφτασαν οι πρωτόγονοι
άνθρωποι στις περίεργες δυϊστικές απόψεις στις οποίες βασίζεται το ανιμιστικό
σύστημα; Υποτίθεται ότι το έκαναν παρατηρώντας τα φαινόμενα του ύπνου
(συμπεριλαμβανομένων των ονείρων) και του θανάτου, που μοιάζουν τόσο πολύ
μεταξύ τους, και προσπαθώντας να εξηγήσουν αυτές τις καταστάσεις. Το κύριο
σημείο εκκίνησης αυτής της θεωρίας πρέπει να ήταν το πρόβλημα του θανάτου. Αυτό
που ο πρωτόγονος άνθρωπος θεωρούσε ως φυσικό, ήταν η επ' αόριστο παράταση, η
αθανασία, της ζωής. Η ιδέα του θανάτου έγινε αποδεκτή μόνο αργότερα και με
δισταγμό. Ακόμη και για εμάς τους σύγχρονους, αυτή η ιδέα στερείται
περιεχομένου, και δεν υποδηλώνει κάτι. Υπήρξαν πολύ ζωηρές αλλά ατελέσφορες
συζητήσεις σχετικά με το ρόλο που μπορεί να έπαιξαν στη διαμόρφωση των βασικών
δογμάτων του ανιμισμού άλλα παρατηρημένα ή βιωμένα γεγονότα, όπως ονειρικές
εικόνες, σκιές, κατοπτρικές εικόνες, και ούτω καθεξής.
Έχει θεωρηθεί απολύτως φυσικό
και καθόλου αινιγματικό το γεγονός ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος αντέδρασε στα
φαινόμενα, που προκάλεσαν τις εικασίες του, σχηματίζοντας την ιδέα της ψυχής,
και στη συνέχεια επέκτεινε την ιδέα σε αντικείμενα στον εξωτερικό κόσμο.
Συζητώντας το γεγονός ότι οι ίδιες ανιμιστικές ιδέες έχουν αναδυθεί μεταξύ των
πιο διαφορετικών φυλών και σε κάθε χρονική περίοδο, ο Wundt[3] δηλώνει ότι «είναι το απαραίτητο
ψυχολογικό προϊόν μιας μυθοποιητικής συνείδησης... Και με αυτή την έννοια,
επομένως, ο πρωτόγονος ανιμισμός πρέπει να θεωρηθεί ως η πνευματική έκφραση της
φυσικής κατάστασης του ανθρώπου, στο βαθμό που είναι προσιτός στην παρατήρησή
μας». Η αιτιολόγηση για την απόδοση ζωής σε άψυχα αντικείμενα είχε ήδη δοθεί
από τον David Hume[4] στο Natural History of Religion: «Υπάρχει μια παγκόσμια τάση μεταξύ των
ανθρώπων να συλλαμβάνουν όλα τα όντα σαν τον εαυτό τους, και να μεταφέρουν σε
κάθε αντικείμενο εκείνες τις ιδιότητες με τις οποίες είναι εξοικειωμένοι, και
για τις οποίες έχουν βαθιά γνώση».
Ο ανιμισμός είναι ένα σύστημα
σκέψης. Δεν εξηγεί απλώς ένα συγκεκριμένο φαινόμενο, αλλά μας επιτρέπει να
κατανοήσουμε ολόκληρο το σύμπαν ως μια ενιαία ενότητα από μια συνολική οπτική
γωνία. Η ανθρώπινη φυλή θεωρείται ότι έχει αναπτύξει κατά τη διάρκεια των
αιώνων τρία συστήματα σκέψης- τρεις καθολικές απόψεις για το σύμπαν: την ανιμιστική
(ή μυθολογική), τη θρησκευτική, και την επιστημονική. Από αυτές, ο ανιμισμός,
που δημιουργήθηκε πρώτα, είναι ίσως ο πιο συνεπής και εξαντλητικός, και ο
οποίος δίνει μια πραγματικά πλήρη εξήγηση της φύσης του σύμπαντος. Αυτή η πρώτη
ανθρώπινη κοσμοθεωρία (Weltanschauung), είναι μια ψυχολογική θεωρία. Θα ξεπερνούσε τον
τωρινό μας σκοπό να δείξουμε τι από τον ανιμισμό εξακολουθεί να υπάρχει στη
σύγχρονη ζωή, είτε με την υποβαθμισμένη μορφή της δεισιδαιμονίας, είτε ως
ζωντανή βάση του λόγου μας, των πεποιθήσεών μας, και των φιλοσοφιών μας.
Με αυτά τα τρία στάδια ή
συστήματα σκέψης κατά νου, μπορεί να ειπωθεί ότι ο ανιμισμός δεν είναι ο ίδιος θρησκεία,
αλλά περιέχει τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίζονται αργότερα οι θρησκείες. Είναι
προφανές, επίσης, ότι οι μύθοι βασίζονται σε ανιμιστικές υποθέσεις, αν και οι
λεπτομέρειες της σχέσης μεταξύ μύθων και ανιμισμού φαίνεται να είναι ανεξήγητες
σ' ένα θεμελιώδες επίπεδο.
(2)
Η ψυχαναλυτική μας προσέγγιση
στο θέμα, ωστόσο, είναι διαφορετική. Δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι οι άνθρωποι
εμπνεύστηκαν να δημιουργήσουν το πρώτο τους σύστημα του σύμπαντος από καθαρή
περιέργεια. Η πρακτική ανάγκη για τον έλεγχο του κόσμου γύρω τους πρέπει να
έπαιξε το ρόλο της. Έτσι, δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι, παράλληλα με το
ανιμιστικό σύστημα, υπήρχε ένα σύνολο κανόνων για την κυριαρχία πάνω στους
ανθρώπους, στα θηρία και στα πράγματα- ή μάλλον, πάνω στις ψυχές τους. Αυτοί οι
κανόνες συνοψίζονται με τη λέξη «μαγεία». Ο Reinach[5] περιγράφει αυτούς τους κανόνες ως τη
«στρατηγική του ανιμισμού». Θα προτιμούσα, ακολουθώντας τον Hubert[6] και τον Mauss[7], να τους θεωρήσω ως την τεχνική του
ανιμισμού.
Μπορούν άραγε να διακριθούν οι
διαφορετικές έννοιες της μαγείας («sorcery» και «magic»);[8]
Ίσως- αν είμαστε διατεθειμένοι να δείξουμε μια κάπως αυθαίρετη αδιαφορία για
τις διαφοροποιήσεις της γλώσσας. Η μαγεία με την πρώτη έννοια (sorcery), λοιπόν, είναι ουσιαστικά η τέχνη τού να
επηρεάζει κάποιος τα πνεύματα, αντιμετωπίζοντάς τα με τον ίδιο τρόπο που θα
αντιμετώπιζε κανείς τους ανθρώπους σε παρόμοιες περιστάσεις: κατευνάζοντας, διορθώνοντας,
εξευμενίζοντας, εκφοβίζοντας, κλέβοντας τη δύναμή τους, υποτάσσοντας τη θέλησή τους-
με τις ίδιες μεθόδους που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές στους ζωντανούς
ανθρώπους. Η μαγεία με τη δεύτερη έννοια (magic), από την άλλη πλευρά, είναι κάτι διαφορετικό:
ουσιαστικά, αγνοεί τα πνεύματα, και χρησιμοποιεί ειδικές διαδικασίες, και όχι
καθημερινές ψυχολογικές μεθόδους.
Είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι
η μαγεία με την τελευταία έννοια είναι ο παλαιότερος και σημαντικότερος κλάδος
της ανιμιστικής τεχνικής· γιατί
οι μαγικές μέθοδοι μπορούν, μεταξύ άλλων, να χρησιμοποιηθούν για την
αντιμετώπιση των πνευμάτων[9], και η μαγεία μπορεί να εφαρμοστεί επίσης
σε περιπτώσεις όπου, καθώς φαίνεται, η διαδικασία πνευματικοποίησης της Φύσης
δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί.
Η μαγεία πρέπει να εξυπηρετεί
τους πιο ποικίλους σκοπούς- πρέπει να υποτάσσει τα φυσικά φαινόμενα στη θέληση
του ανθρώπου, πρέπει να προστατεύει το άτομο από τους εχθρούς του και από τους
κινδύνους, και πρέπει να του δίνει δύναμη να κατατροπώνει τους εχθρούς του.
Αλλά η αρχή στην οποία βασίζεται η μαγική δράση- δηλαδή, η αρχή της μαγείας -
είναι τόσο εντυπωσιακή ώστε κανείς από τους ειδικούς δεν έχει παραλείψει να την
αναγνωρίσει. Ο Tylor, αν
αφήσουμε κατά μέρος μια συνοδευτική ηθική κρίση, την θεωρεί στην πιο συνοπτική
της μορφή ως τη σύγχυση ανάμεσα σε μια ιδανική και σε με μια πραγματική σύνδεση.
Θα παρουσιάσω αυτό το χαρακτηριστικό σε δύο ομάδες μαγικών πράξεων.
Μία από τις πιο διαδεδομένες
μαγικές διαδικασίες για την πρόκληση βλάβης σ' έναν εχθρό, είναι η κατασκευή
ενός ομοιώματός του από οποιοδήποτε διαθέσιμο υλικό. Αν το ομοίωμα μοιάζει ή
όχι με αυτόν, έχει μικρή σημασία: οποιοδήποτε αντικείμενο μπορεί ν'
αντιπροσωπεύσει ένα ομοίωμά του. Ό,τι στη συνέχεια εφαρμοστεί πάνω στο ομοίωμα,
το ίδιο θα συμβεί και στο μισητό πρωτότυπο. Οποιοδήποτε μέρος του σώματος του ομοιώματος
έχει υποστεί βλάβη, το ίδιο μέρος του σώματος του εχθρού αρρωσταίνει.
Η ίδια μαγική τεχνική μπορεί
να χρησιμοποιηθεί, όχι μόνο για σκοπούς προσωπικής εχθρότητας, αλλά και για
ευσεβείς σκοπούς, καθώς και για την παροχή βοήθειας στους θεούς ενάντια σε
κακοήθεις δαίμονες. Όπως λέει ο Frazer[10]: «Κάθε βράδυ, όταν ο θεός ήλιος Ρα
βυθιζόταν στο σπίτι του στη λαμπερή δύση, δεχόταν επίθεση από πλήθος δαιμόνων
υπό την ηγεσία του αρχιδαίμονα Άποφι. Όλη τη νύχτα τους πολεμούσε, και μερικές
φορές την ημέρα οι δυνάμεις του σκότους έστελναν σύννεφα ακόμη και στον γαλάζιο
αιγυπτιακό ουρανό, για να κρύψουν το φως του, και να αποδυναμώσουν τη δύναμή
του. Για να βοηθηθεί ο θεός ήλιος σε αυτόν τον καθημερινό αγώνα, τελούταν
καθημερινά μια τελετή στο ναό του στη Θήβα. Μια φιγούρα του εχθρού του, Άποφι,
που παριστάνεται ως κροκόδειλος με φρικτό πρόσωπο ή ως φίδι με πολλές φολίδες,
ήταν κατασκευασμένη από κερί, και πάνω της τ' όνομα του δαίμονα ήταν γραμμένο
με πράσινο μελάνι. Στη συνέχεια, τη φιγούρα, τυλιγμένη σε μια θήκη από πάπυρο, δεμένη
με μαύρα μαλλιά, την έφτυναν, την χάρασσαν με πέτρινο μαχαίρι, και την πέταγαν
στο έδαφος. Ο ιερέας τότε την πατούσε με το αριστερό του πόδι ξανά και ξανά,
και στη συνέχεια την έκαιγε σε φωτιά αναμμένη από ένα συγκεκριμένο φυτό. Όταν ο
Άποφις είχε εκδιωχθεί με αυτόν τον τρόπο, κέρινα ομοιώματα καθενός από τους
κύριους δαίμονές του και των συγγενών τους κατασκευάζονταν και καίγονταν με τον
ίδιο τρόπο. Η λειτουργία, συνοδευόμενη από την απαγγελία ορισμένων καθορισμένων
ξορκιών, επαναλαμβανόταν όχι μόνο πρωί, μεσημέρι και βράδυ, αλλά και κάθε φορά
που μαινόταν καταιγίδα, ή έπεφτε δυνατή βροχή, ή μαύρα σύννεφα κάλυπταν τον
φωτεινό δίσκο του ήλιου. Οι δαίμονες του σκότους, των σύννεφων και της βροχής
ένιωθαν τα τραύματα που είχαν προκληθεί στις εικόνες τους σαν να είχαν γίνει πάνω
στους ίδιους. Πέθαιναν, τουλάχιστον για ένα διάστημα, και ο ευεργετικός θεός ήλιος
έλαμπε θριαμβευτής για άλλη μια φορά».[11]
Από τον τεράστιο αριθμό
μαγικών πράξεων που έχουν παρόμοια βάση, θα επιστήσω την προσοχή μόνο σε δύο
ακόμη, οι οποίες έχουν παίξει μεγάλο ρόλο μεταξύ των πρωτόγονων λαών κάθε
εποχής, και οι οποίες παραμένουν σε κάποιο βαθμό στους μύθους και στις λατρείες
των σύγχρονων πολιτισμών- δηλαδή, τελετουργίες για την παραγωγή βροχής και για
τη γονιμότητα. Η βροχή παράγεται μιμούμενη μαγικά αυτήν ή τα σύννεφα και τις
καταιγίδες που την δημιουργούν. Στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, οι Αϊνού[12]
σκορπίζουν νερό με κόσκινα, παίρνουν μια γαβάθα την οποία εξοπλίζουν με πανιά
και κουπιά σαν να ήταν βάρκα, και στη συνέχεια την γυρίζουν μέσα στο χωριό.
Με τον ίδιο τρόπο, η
γονιμότητα της γης επιτυγχάνεται μαγικά με μια δραματική αναπαράσταση της
ανθρώπινης συνουσίας. Έτσι, για να πάρουμε μία από τις αμέτρητες περιπτώσεις,
σε ορισμένα μέρη της Ιάβας, την εποχή που το ρύζι πρόκειται ν' ανθίσει, ο γεωργός
και η σύζυγός του πηγαίνουν στο χωράφι τους τη νύχτα, και εκεί έρχονται σε
συνουσία για να ενθαρρύνουν τη γονιμότητα του ρυζιού με το παράδειγμά τους.
Υπάρχει φόβος, ωστόσο, ότι οι απαγορευμένες, αιμομικτικές σεξουαλικές σχέσεις
μπορεί να προκαλέσουν αποτυχία των καλλιεργειών, και να κάνουν τη γη στείρα.[13]
Ορισμένες μαγικές προφυλάξεις
πρέπει να συμπεριληφθούν σε αυτή την πρώτη ομάδα. Όταν οι Dyak[14] κυνηγάνε άγριους χοίρους στη ζούγκλα, όσοι
μένουν πίσω στα σπίτια δεν μπορούν να αγγίξουν λάδι ή νερό με τα χέρια τους, γιατί
αν το έκαναν αυτό τότε το θήραμα θα γλιστρούσε από τα χέρια των κυνηγών. Ή
πάλι, όταν ένας Gilyak[15] κυνηγά θηράματα στο δάσος, τα παιδιά του
στο σπίτι απαγορεύεται να κάνουν σχέδια σε ξύλο ή στην άμμο, γιατί φοβούνται
ότι έτσι τα μονοπάτια στο δάσος θα γίνουν τόσο περίπλοκα όσο οι γραμμές στα
σχέδια, ώστε ο κυνηγός θα χάσει το δρόμο του, και δεν θα επιστρέψει ποτέ.
Σε αυτές τις τελευταίες, όπως
και σε τόσες άλλες περιπτώσεις μαγείας, το στοιχείο της απόστασης αγνοείται. Με
άλλα λόγια, η τηλεπάθεια θεωρείται δεδομένη. Επομένως, δεν θα δυσκολευτούμε να
κατανοήσουμε αυτό το χαρακτηριστικό της μαγείας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία για το
ποιος πρέπει να θεωρηθεί ως ο καθοριστικός παράγοντας σε όλα αυτά τα
παραδείγματα· είναι
η ομοιότητα μεταξύ της πράξης που εκτελείται και του αναμενόμενου
αποτελέσματος. Για το λόγο αυτό, ο Frazer περιγράφει αυτό το είδος μαγείας ως «μιμητικό» ή «ομοιοπαθητικό». Αν θέλουμε
να βρέξει, δεν έχουμε παρά να κάνουμε κάτι που μοιάζει με βροχή, ή θυμίζει
βροχή. Σ' ένα μεταγενέστερο στάδιο του πολιτισμού, αντί αυτής της μαγείας σχετικά
με την πρόκληση βροχής, γίνονταν πομπές σ' ένα ναό, και προσευχές για βροχή
απευθύνονταν στη θεότητα που κατοικούσε στο συγκεκριμένο ναό. Τελικά, και αυτή
η θρησκευτική τεχνική με τη σειρά της θα εγκαταλειφθεί, και στη εποχή μας γίνονται
προσπάθειες να παραχθούν μεταβολές στην ατμόσφαιρα που θα προκαλέσουν βροχή.
*
Σε μια δεύτερη ομάδα μαγικών
πράξεων, η αρχή της ομοιότητας δεν παίζει κανένα ρόλο, και τη θέση της παίρνει
μια άλλη αρχή, η φύση της οποίας θα γίνει αμέσως σαφής από τα ακόλουθα
παραδείγματα. Υπάρχει μια άλλη διαδικασία με την οποία ένας εχθρός μπορεί να πληγεί.
Κάποιος παίρνει στην κατοχή του μερικά από τα μαλλιά ή τα νύχια του, ή ακόμα
και ένα κομμάτι από τα ρούχα του, και τα μεταχειρίζεται με κάποιο εχθρικό
τρόπο. Τότε αυτός φαίνεται σαν να έχει στην κατοχή του τον ίδιο τον εχθρό του,
ο οποίος βιώνει ό,τι γίνεται στα αντικείμενα που προέρχονται από αυτόν.
Σύμφωνα με τον πρωτόγονο
άνθρωπο, ένα από τα πιο σημαντικά μέρη ενός ατόμου είναι το όνομά του. Έτσι, αν
κάποιος γνωρίζει το όνομα ενός ανθρώπου ή ενός πνεύματος, έχει αποκτήσει μια
ορισμένη δύναμη πάνω στον ιδιοκτήτη του ονόματος. Αυτή είναι η προέλευση των
αξιοσημείωτων προφυλάξεων και περιορισμών στη χρήση των ονομάτων που έχουμε ήδη
θίξει στο κεφάλαιο για τα ταμπού. Σε αυτά τα παραδείγματα τη θέση της
ομοιότητας παίρνει προφανώς η συγγένεια.
Τα ισχυρότερα κίνητρα για
κανιβαλισμό μεταξύ των πρωτόγονων φυλών έχουν παρόμοια προέλευση. Με την
ενσωμάτωση μερών του σώματος ενός ατόμου μέσω της πράξης του φαγητού, κάποιος
ταυτόχρονα αποκτά τις ιδιότητες που κατείχε το άτομο. Αυτό σε ορισμένες
περιπτώσεις οδηγεί σε προφυλάξεις και περιορισμούς όσον αφορά τη διατροφή. Μια έγκυος
γυναίκα, για παράδειγμα, θα αποφύγει να φάει τη σάρκα ορισμένων ζώων από φόβο
ότι τυχόν ανεπιθύμητες ιδιότητες που μπορεί να έχει το ζώο (δειλία, για
παράδειγμα) μπορεί να περάσουν στο βρέφος.
Η μαγική δύναμη δεν επηρεάζεται
ακόμη και αν η σύνδεση μεταξύ των δύο αντικειμένων έχει διακοπεί, ή ακόμα και
αν η επαφή συνέβη μόνο σε μία περίσταση. Για παράδειγμα, υπάρχει η πεποίθηση
ότι ο μαγικός δεσμός ανάμεσα στην πληγή και στο όπλο που την προκάλεσε μπορεί
να παραμείνει αναλλοίωτος για χιλιάδες χρόνια. Εάν ένας Μελανήσιος μπορεί να
αποκτήσει το τόξο που προκάλεσε την πληγή του, θα φυλάξει το τόξο σε δροσερό
μέρος, ώστε να μειώσει τη φλεγμονή της πληγής. Αλλά αν το τόξο παραμείνει στην
κατοχή του εχθρού, σίγουρα θα κρεμαστεί κοντά στη φωτιά, έτσι ώστε η πληγή του
εχθρού να χειροτερεύσει.
Ο Πλίνιος, στη Φυσική
Ιστορία του, λέει ότι αν τραυματίσαμε έναν άνθρωπο, και λυπόμαστε γι' αυτό,
αρκεί να φτύσουμε το χέρι που προκάλεσε την πληγή, και ο πόνος του πάσχοντος θα
ανακουφιστεί αμέσως. Επίσης, ο Francis Bacon, στο Sylva Sylvarum, αναφέρει ότι η χρίση του όπλου που προξένησε την
πληγή θα θεραπεύσει την ίδια την πληγή. Οι Άγγλοι της υπαίθρου λέγεται ότι ακόμη
και σήμερα ακολουθούν αυτή τη συνταγή, και αν κοπούν από το δρεπάνι τους, κρατάνε
προσεκτικά το εργαλείο καθαρό, για να μην μολυνθεί η πληγή τους. Στο Norwich τον Ιούνιο του 1902, μια γυναίκα ονόματι Matilda Henry χτύπησε κατά λάθος το πόδι της μ' ένα καρφί. Χωρίς να εξετάσει την πληγή, χωρίς
καν να αφαιρέσει την κάλτσα της, έβαλε την κόρη της να λαδώσει το καρφί,
λέγοντας ότι με αυτόν τρόπο η πληγή θα γινόταν καλά. Λίγες μέρες αργότερα
πέθανε από τέτανο.
Η τελευταία ομάδα περιπτώσεων
αποτελεί παράδειγμα αυτού που ο Frazer διακρίνει από τη «μιμητική» μαγεία, δηλαδή της «μεταδοτικής» μαγείας. Η
βασική αρχή σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι πλέον η ομοιότητα, αλλά η χωρική
σύνδεση, η γειτνίαση, ή τουλάχιστον η φανταστική γειτνίαση- η ανάμνησή της.
Επειδή, ωστόσο, η ομοιότητα και η γειτνίαση είναι οι δύο βασικές αρχές των
διαδικασιών σύνδεσης, φαίνεται ότι η αληθινή εξήγηση όλης της πλάνης των
μαγικών διαδικασιών είναι η κυριαρχία της συσχέτισης των ιδεών. Η καταλληλότητα
της περιγραφής της μαγείας από τον Tylor, γίνεται τώρα εμφανής: μια ιδεατή σύνδεση συγχέεται με μια πραγματική. Ο Frazer το έθεσε σχεδόν με τα ίδια λόγια: «Οι
άνθρωποι μπερδεύουν τη σειρά των ιδεών τους με την τάξη της φύσης, και ως εκ
τούτου φαντάζονται ότι ο έλεγχος που έχουν, ή φαίνεται να έχουν, πάνω στις
σκέψεις τους, τους επιτρέπει να ασκούν έναν αντίστοιχο έλεγχο πάνω στα
πράγματα».
Αρχικά θα εκπλαγούμε όταν
μάθουμε ότι αυτή η διαφωτιστική εξήγηση της μαγείας έχει απορριφθεί από ορισμένους
συγγραφείς ως μη ικανοποιητική. Μετά από σκέψη, ωστόσο, θα φανεί ότι η κριτική
είναι δικαιολογημένη. Η συνειρμική θεωρία της μαγείας εξηγεί απλώς τα μονοπάτια
τα οποία η μαγεία ακολουθεί. Δεν εξηγεί την πραγματική της ουσία, δηλαδή την
παρανόηση που την οδηγεί να αντικαταστήσει τους νόμους της φύσης με
ψυχολογικούς νόμους. Προφανώς λείπει κάποιος δυναμικός παράγοντας. Αλλά ενώ οι
επικριτές της θεωρίας του Frazer έχουν παραστρατήσει στην αναζήτησή τους, είναι ευκολότερο να φτάσουμε σε
μια ικανοποιητική εξήγηση της μαγείας εμβαθύνοντας στη συνειρμική θεωρία.
Ας εξετάσουμε πρώτα την
απλούστερη και πιο σημαντική περίπτωση της μιμητικής μαγείας. Σύμφωνα με τον Frazer, μπορεί να ασκηθεί από μόνη της, ενώ η
μεταδοτική μαγεία κατά κανόνα προϋποθέτει την πρώτη. Είναι εύκολο να
αντιληφθούμε τα κίνητρα που οδηγούν τους ανθρώπους να ασκήσουν τη μαγεία: είναι
οι ανθρώπινες επιθυμίες. Το μόνο που χρειάζεται να υποθέσουμε είναι ότι ο
πρωτόγονος άνθρωπος είχε μια τεράστια πίστη στη δύναμη των επιθυμιών του. Αρχικά,
λοιπόν, η έμφαση δίνεται μόνο στην επιθυμία.
Τα παιδιά βρίσκονται σε μια
ανάλογη ψυχική κατάσταση, αν και η κινητική τους απόδοση είναι ακόμα υποανάπτυκτη.
Έχω διατυπώσει αλλού την υπόθεση ότι, αρχικά, ικανοποιούν τις επιθυμίες τους με
παραισθησιογόνο τρόπο, δηλαδή δημιουργούν μια ικανοποιητική κατάσταση μέσω
διεγέρσεων των αισθητηρίων οργάνων τους. Ένας ενήλικος πρωτόγονος άνθρωπος έχει
μια εναλλακτική μέθοδο. Οι επιθυμίες του συνοδεύονται από μια κινητική ώθηση,
τη θέληση, η οποία προορίζεται να αλλάξει ολόκληρο το πρόσωπο της γης για να
ικανοποιήσει τις επιθυμίες του. Αυτή η κινητική ώθηση χρησιμοποιείται αρχικά
για να δώσει μια αναπαράσταση της ικανοποιητικής κατάστασης, με τέτοιο τρόπο
ώστε να είναι δυνατή η εμπειρία της ικανοποίησης μέσω αυτού που θα μπορούσε να
περιγραφεί ως κινητικές ψευδαισθήσεις.
Αυτό το είδος αναπαράστασης
μιας ικανοποιημένης επιθυμίας μπορεί να συγκριθεί με το παιδικό παιχνίδι, το
οποίο διαδέχεται την προηγούμενη καθαρά αισθητηριακή τεχνική ικανοποίησης. Αν
τα παιδιά και οι πρωτόγονοι άνθρωποι βρίσκουν το παιχνίδι και τη μιμητική
αναπαράσταση αρκετά γι' αυτούς, αυτό δεν είναι σημάδι ότι είναι ασήμαντοι με τη
δική μας έννοια, ή ότι αποδέχονται παραιτημένοι την πραγματική τους ανημποριά.
Είναι το εύκολα κατανοητό αποτέλεσμα της υπέρτατης αρετής που αποδίδουν στις
επιθυμίες τους, της θέλησης που συνδέεται με αυτές τις επιθυμίες, και των
μεθόδων με τις οποίες λειτουργούν αυτές οι επιθυμίες.
Με τον καιρό, η ψυχολογική έμφαση
μετατοπίζεται από τα κίνητρα για τη μαγική πράξη, στα μέτρα με τα οποία αυτή πραγματοποιείται-
δηλαδή, στην ίδια την πράξη. (Θα ήταν ίσως πιο σωστό να πούμε ότι μόνο αυτά τα
μέτρα αποκαλύπτουν στο υποκείμενο την υπερβολική αξία που αποδίδει στις ψυχικές
του πράξεις.) Έτσι, στο τέλος φαίνεται σαν να είναι η ίδια η μαγική πράξη που,
λόγω της ομοιότητάς της με το επιθυμητό αποτέλεσμα, καθορίζει από μόνη της το
αποτέλεσμα.
Δεν υπάρχει καμία ευκαιρία,
στο στάδιο της ανιμιστικής σκέψης, να έχουμε οποιαδήποτε αντικειμενική απόδειξη
της πραγματικής κατάστασης των πραγμάτων. Αλλά η δυνατότητα να γίνει αυτό έρχεται
σε μεταγενέστερο χρόνο, όταν, καθώς όλες αυτές οι διαδικασίες εξακολουθούν να
διεξάγονται, το ψυχικό φαινόμενο της αμφιβολίας έχει αρχίσει να αναδύεται ως
έκφραση μιας τάσης για καταπίεση. Σε αυτό το στάδιο, οι άνθρωποι είναι έτοιμοι
να παραδεχτούν ότι η επίκληση πνευμάτων δεν έχει αποτέλεσμα αν δεν συνοδεύεται
από πίστη, και ότι η μαγική δύναμη της προσευχής αποτυγχάνει αν δεν συνοδεύεται
από ευσέβεια.[16]
Το γεγονός ότι ήταν δυνατό να
κατασκευαστεί ένα σύστημα μεταδοτικής μαγείας βασισμένο σε συσχετισμούς
γειτνίασης, δείχνει ότι η σημασία που αποδίδεται στις επιθυμίες και στη βούληση
έχει επεκταθεί σε όλες τις ψυχικές πράξεις που υπόκεινται στη βούληση. Έτσι,
έχει προκύψει μια γενική υπερτίμηση όλων των νοητικών διαδικασιών- μια στάση
απέναντι στον κόσμο, δηλαδή, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώση μας για τη
σχέση μεταξύ πραγματικότητας και σκέψης, δεν μπορεί παρά να είναι μια
υπερτίμηση της σκέψης.
Τα πράγματα γίνονται επομένως λιγότερο
σημαντικά από τις ιδέες των ίδιων πραγμάτων: ό,τι συμβαίνει στις ιδέες,
αναπόφευκτα θα συμβεί και στα πράγματα. Οι σχέσεις που ισχύουν μεταξύ των ιδεών
των πραγμάτων, υποτίθεται ότι ισχύουν εξίσου μεταξύ των ίδιων των πραγμάτων.
Δεδομένου ότι η απόσταση δεν έχει καμία σημασία στη σκέψη- αφού αυτό που
βρίσκεται πιο μακριά τόσο στο χρόνο όσο και στο χώρο μπορεί χωρίς δυσκολία να
κατανοηθεί με μια ενιαία πράξη της συνείδησης- έτσι, επίσης, ο κόσμος της
μαγείας έχει μια τηλεπαθητική αδιαφορία για τη χωρική απόσταση, και
αντιμετωπίζει τις καταστάσεις του παρελθόντος σαν να ήταν παρούσες. Στην
ανιμιστική εποχή, η αντανάκλαση του εσωτερικού κόσμου είναι βέβαιο ότι θα
σβήσει την άλλη εικόνα του κόσμου- εκείνη που φαίνεται ότι αντιλαμβανόμαστε.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι
οι δύο αρχές του συσχετισμού- ομοιότητα και γειτνίαση- περιλαμβάνονται
αμφότερες στην πιο ολοκληρωμένη έννοια της «επαφής». Η συσχέτιση με τη
γειτνίαση είναι επαφή με την κυριολεκτική έννοια. Η συσχέτιση με την ομοιότητα
είναι επαφή με τη μεταφορική έννοια. Η χρήση της ίδιας λέξης για τα δύο είδη
σχέσεων εξηγείται αναμφίβολα από κάποια ταυτότητα στις σχετικές ψυχικές διαδικασίες,
την οποία δεν έχουμε ακόμη κατανοήσει. Έχουμε εδώ το ίδιο εύρος νοήματος της
ιδέας της «επαφής», με εκείνο που βρήκαμε στην ανάλυσή μας για τα ταμπού.
Συνοπτικά, λοιπόν, μπορούμε να
πούμε ότι η αρχή που διέπει τη μαγεία, η τεχνική του ανιμιστικού τρόπου σκέψης,
είναι η αρχή της «παντοδυναμίας των σκέψεων».
(3)
Υιοθέτησα τον όρο «παντοδυναμία
των σκέψεων» από έναν πολύ ευφυή άνθρωπο που υπέφερε από έμμονες ιδέες, και ο
οποίος, αφού ανάρρωσε με ψυχαναλυτική θεραπεία, μπόρεσε να αποδείξει την αποδοτικότητα
και σύνεσή του. Είχε επινοήσει τη συγκεκριμένη φράση ως εξήγηση όλων των
παράξενων και αλλόκοτων γεγονότων από τα οποία, όπως και άλλοι που πάσχουν από
την ίδια πάθηση, φαινόταν να καταδιώκεται. Αν σκεφτόταν κάποιον, ήταν σίγουρος
ότι θα συναντούσε αυτό το ίδιο το άτομο αμέσως μετά, ως δια μαγείας. Αν ξαφνικά
ρωτούσε για την υγεία ενός γνωστού του που δεν είχε δει για καιρό, θα άκουγε
ότι είχε μόλις πεθάνει, έτσι ώστε να φαίνεται σαν να είχε λάβει ένα
τηλεπαθητικό μήνυμα από εκείνον. Αν, χωρίς καμία πραγματικά σοβαρή πρόθεση,
έβριζε κάποιον ξένο, ήταν σίγουρος ότι ο άλλος θα πέθαινε λίγο αργότερα, έτσι
ώστε ένιωθε υπεύθυνος για το θάνατό του. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας ο ίδιος
ήταν σε θέση να μου πει πώς προέκυψε η παραπλανητική εμφάνιση στις περισσότερες
από αυτές τις περιπτώσεις, και με ποια τεχνάσματα ο ίδιος είχε βοηθήσει να
ενισχύσει τις δικές του δεισιδαιμονικές πεποιθήσεις. Όλοι οι ιδεοληπτικοί
νευρωτικοί είναι προληπτικοί με αυτόν τον τρόπο, συνήθως ενάντια στην κρίση
τους.[17]
Είναι στις ιδεοληπτικές
νευρώσεις που η επιβίωση της παντοδυναμίας των σκέψεων είναι πιο ορατή, και που
οι συνέπειες αυτού του πρωτόγονου τρόπου σκέψης έρχονται πιο κοντά στη
συνείδηση. Αλλά δεν πρέπει να παραπλανηθούμε και να υποθέσουμε ότι πρόκειται
για ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της συγκεκριμένης νεύρωσης, γιατί η
αναλυτική έρευνα αποκαλύπτει το ίδιο πράγμα και για τις άλλες νευρώσεις. Σε όλες
αυτές, αυτό που καθορίζει το σχηματισμό των συμπτωμάτων είναι η πραγματικότητα
όχι της εμπειρίας αλλά της σκέψης. Οι νευρωτικοί ζουν σε έναν διαφορετικό
κόσμο, όπου, όπως έχω πει αλλού, μόνο το «νευρωτικό νόμισμα» είναι νόμιμο
χρήμα· δηλαδή, επηρεάζονται μόνο από αυτό που σκέφτονται με ένταση και
απεικονίζουν με συναίσθημα, ενώ η συμφωνία με την εξωτερική πραγματικότητα
είναι ένα ζήτημα χωρίς σημασία.
Αυτό που οι υστερικοί
επαναλαμβάνουν στις κρίσεις τους και διορθώνουν μέσω των συμπτωμάτων τους,
είναι εμπειρίες που έχουν συμβεί με αυτή τη μορφή μόνο στη φαντασία τους- αν
και είναι αλήθεια ότι, σε τελική ανάλυση, αυτές οι φανταστικές εμπειρίες ανατρέχουν
σε πραγματικά γεγονότα, ή βασίζονται σε αυτά. Το να αποδίδουμε το νευρωτικό
αίσθημα ενοχής σε πραγματικά παραπτώματα, θα έδειχνε μια ίση παρανόηση. Ένας ιδεοληπτικός
νευρωτικός μπορεί να επιβαρύνεται από ένα αίσθημα ενοχής που θα ταίριαζε σε
έναν δολοφόνο, ενώ στην πραγματικότητα, από την παιδική του ηλικία και μετά,
συμπεριφερόταν στους συνανθρώπους του ως το πιο διακριτικό και σχολαστικό μέλος
της κοινωνίας. Παρόλα αυτά, το αίσθημα ενοχής του έχει μια δικαιολογία:
βασίζεται στην έντονη και συχνή επιθυμία θανάτου εναντίον των συνανθρώπων του,
που ασυνείδητα υπάρχει μέσα του. Υπάρχει μια δικαιολογία αν αυτό που λάβουμε
υπόψη είναι ασυνείδητες σκέψεις και όχι σκόπιμες πράξεις.
Έτσι, η παντοδυναμία των
σκέψεων, η υπερεκτίμηση των νοητικών διαδικασιών σε σύγκριση με την
πραγματικότητα, φαίνεται να έχει καθοριστικό ρόλο στη συναισθηματική ζωή των
νευρωτικών ασθενών, και σε όλα όσα απορρέουν από αυτήν. Εάν ένας από αυτούς τους
ασθενείς υποβληθεί σε ψυχαναλυτική θεραπεία, η οποία καθιστά συνειδητό αυτό που
είναι ασυνείδητο μέσα του, δεν θα μπορεί να πιστέψει ότι οι σκέψεις είναι
ελεύθερες, και θα φοβάται συνεχώς να εκφράσει κακές επιθυμίες, λες και η
έκφρασή τους θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην εκπλήρωσή τους. Αυτή η συμπεριφορά,
καθώς και οι δεισιδαιμονίες που τον χαρακτηρίζουν στην καθημερινή ζωή,
αποκαλύπτουν την ομοιότητά του με τους πρωτόγονους, που πιστεύουν ότι μπορούν
να αλλάξουν τον εξωτερικό κόσμο με μια σκέψη και μόνο.
Οι πρωταρχικές ιδεοληπτικές
πράξεις αυτών των νευρωτικών έχουν εντελώς μαγικό χαρακτήρα. Αν δεν είναι μαγεία,
είναι σε κάθε περίπτωση ξόρκια, σχεδιασμένα για να αποκρούσουν τις προσδοκίες
καταστροφής, με τις οποίες συνήθως ξεκινά η νεύρωση. Όποτε κατάφερα να
διεισδύσω στο μυστήριο, ανακάλυψα ότι η αναμενόμενη καταστροφή ήταν ο θάνατος.
Ο Σοπενχάουερ έχει πει ότι το πρόβλημα του θανάτου βρίσκεται στην αρχή κάθε
φιλοσοφίας· και
έχουμε ήδη δει ότι η προέλευση της πίστης στις ψυχές και στους δαίμονες, που
είναι η ουσία του ανιμισμού, ανάγεται στην εντύπωση που δημιουργείται στους
ανθρώπους από το θάνατο.
Είναι δύσκολο να κρίνουμε αν
οι ιδεοληπτικές ή προστατευτικές πράξεις που εκτελούνται από ιδεοληπτικούς
νευρωτικούς ακολουθούν το νόμο της ομοιότητας (ή, ανάλογα με την περίπτωση, της
αντίθεσης). Διότι, κατά κανόνα, λόγω των συνθηκών που επικρατούν στη νεύρωση,
έχουν διαστρεβλωθεί με το να μετατοπίζονται σε κάποια λεπτομέρεια, σε κάποια
δράση που είναι από μόνη της η πιο ασήμαντη.
Οι προστατευτικές φόρμες των
ιδεοληπτικών νευρώσεων, επίσης, έχουν το αντίστοιχό τους στις φόρμες της
μαγείας. Είναι δυνατόν, ωστόσο, να περιγράψουμε την πορεία ανάπτυξης των
ιδεοληπτικών πράξεων: μπορούμε να δείξουμε πώς ξεκινούν με το να είναι όσο το δυνατόν
πιο απομακρυσμένες από οτιδήποτε σεξουαλικό- μαγικές άμυνες ενάντια στις κακές
επιθυμίες- και πώς καταλήγουν με το να είναι υποκατάστατα της απαγορευμένης
σεξουαλικής πράξης και των πλησιέστερων δυνατών απομιμήσεών της.
Αν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε
την περιγραφή που δόθηκε παραπάνω για την εξέλιξη των ανθρώπινων απόψεων για το
σύμπαν- μια ανιμιστική φάση, που ακολουθείται από μια θρησκευτική φάση, και
αυτή με τη σειρά της από μια επιστημονική- δεν θα είναι δύσκολο να
ακολουθήσουμε τις αντιξοότητες της «παντοδυναμίας των σκέψεων» μέσα από αυτές
τις διαφορετικές φάσεις. Στο ανιμιστικό στάδιο, οι άνθρωποι αποδίδουν
παντοδυναμία στον εαυτό τους. Στο θρησκευτικό στάδιο, τη μεταβιβάζουν στους
θεούς, αλλά δεν την εγκαταλείπουν σοβαρά οι ίδιοι, γιατί διατηρούν τη δύναμη να
επηρεάζουν τους θεούς με διάφορους τρόπους, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους. Η
επιστημονική άποψη του σύμπαντος δεν αφήνει πλέον χώρο για την ανθρώπινη
παντοδυναμία. Οι άνθρωποι έχουν αναγνωρίσει τη μικρότητά τους, και έχουν
υποταχθεί, παραιτημένοι στο θάνατο και στις άλλες ανάγκες της φύσης. Παρόλα
αυτά, ένα μέρος της πρωτόγονης πίστης στην παντοδυναμία εξακολουθεί να
επιβιώνει στην πίστη των ανθρώπων στη δύναμη του ανθρώπινου νου, λαμβάνοντας
υπόψη, επιπλέον, τους νόμους της πραγματικότητας.
Αν ανιχνεύσουμε την εξέλιξη
των λιμπιντικών τάσεων, όπως τις βρίσκουμε στο άτομο από την παιδική ηλικία ως
την ενήλικη ζωή, προκύπτει μια σημαντική διάκριση, την οποία έχω περιγράψει στο
Three Essays on the Theory of Sexuality. Οι
εκδηλώσεις των σεξουαλικών ενστίκτων μπορούν να παρατηρηθούν από την αρχή, αλλά
δεν κατευθύνονται ακόμη προς οποιοδήποτε εξωτερικό αντικείμενο. Τα ξεχωριστά
ενστικτώδη στοιχεία της σεξουαλικότητας λειτουργούν ανεξάρτητα το ένα από το
άλλο για να βρουν ευχαρίστηση και ικανοποίηση στο σώμα του ατόμου. Αυτό το
στάδιο είναι γνωστό ως του αυτοερωτισμού, και το διαδέχεται ένα άλλο στάδιο στο
οποίο επιλέγεται ένα αντικείμενο.
Περαιτέρω μελέτη έδειξε ότι
είναι σκόπιμο και πράγματι απαραίτητο να παρεμβληθεί ένα τρίτο στάδιο μεταξύ
αυτών των δύο, ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, να διαιρεθεί το πρώτο στάδιο,
αυτό του αυτοερωτισμού, σε δύο. Σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο, η σημασία του
οποίου γίνεται όλο και πιο εμφανής από την έρευνα, τα μέχρι τότε απομονωμένα
σεξουαλικά ένστικτα έχουν ήδη συγκεντρωθεί σε ένα ενιαίο σύνολο, και έχουν
επίσης βρει ένα αντικείμενο. Αλλά αυτό το αντικείμενο δεν είναι εξωτερικό, ξένο
προς το υποκείμενο, αλλά είναι το δικό του εγώ, το οποίο έχει συγκροτηθεί
περίπου την ίδια περίοδο. Λαμβάνοντας υπόψη τις παθολογικές εμμονές αυτού του
νέου σταδίου, οι οποίες γίνονται παρατηρήσιμες αργότερα, δώσαμε σε αυτό στάδιο το
όνομα «ναρκισσισμός». Το υποκείμενο συμπεριφέρεται σαν να ήταν ερωτευμένο με
τον εαυτό του. Τα εγωιστικά του ένστικτα και οι λιμπιντικές του επιθυμίες δεν
μπορούν ακόμη να διαχωριστούν, σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση.
Αν και δεν είμαστε ακόμη σε
θέση να περιγράψουμε με επαρκή ακρίβεια τα χαρακτηριστικά αυτού του
ναρκισσιστικού σταδίου, στο οποίο τα μέχρι τότε διαχωρισμένα σεξουαλικά
ένστικτα ενώνονται σε μια ενιαία ενότητα και κατέχουν το εγώ ως αντικείμενο,
υποψιαζόμαστε ότι αυτή η ναρκισσιστική οργάνωση δεν εγκαταλείπεται ποτέ
εντελώς. Ένας άνθρωπος παραμένει σε κάποιο βαθμό ναρκισσιστής ακόμη και αφού
έχει βρει εξωτερικά αντικείμενα για να εκφράσει τη λίμπιντό του. Οι καθέξεις[18]
των αντικειμένων που επηρεάζει μοιάζουν με εκπορεύσεις της λίμπιντο που
εξακολουθεί να παραμένει στο εγώ του, και μπορούν να επιστρέψουν πίσω σε αυτό
ξανά. Η κατάσταση της αγάπης, η οποία είναι ψυχολογικά τόσο αξιοσημείωτη, και
είναι το φυσιολογικό πρωτότυπο των ψυχώσεων, δείχνει αυτές τις εκπορεύσεις στο
μέγιστο βαθμό τους, σε σύγκριση με το επίπεδο του αυτοερωτισμού.
Οι πρωτόγονοι άνθρωποι και οι
νευρωτικοί, όπως είδαμε, αποδίδουν μια μεγάλη εκτίμηση- στα μάτια μας μια
υπερτίμηση- στις ψυχικές πράξεις. Αυτή η στάση μπορεί εύλογα να συσχετιστεί με
τον ναρκισσισμό, και να θεωρηθεί ως βασικό συστατικό του. Μπορούμε να πούμε ότι
στους πρωτόγονους ανθρώπους η διαδικασία της σκέψης εξακολουθεί να είναι σε
μεγάλο βαθμό σεξουαλικοποιημένη. Αυτή είναι η προέλευση της πίστης τους στην
παντοδυναμία των σκέψεων, της ακλόνητης εμπιστοσύνης τους στη δυνατότητα
ελέγχου του κόσμου, και της αδυναμίας τους πρόσβασης στις εμπειρίες που θα
μπορούσαν να τους διδάξουν την αληθινή θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Όσον αφορά
τους νευρωτικούς, διαπιστώνουμε ότι, αφενός ένα σημαντικό μέρος αυτής της
πρωτόγονης στάσης έχει επιβιώσει στη ψυχοσύνθεσή τους, και αφετέρου ότι η
σεξουαλική καταπίεση που έχει συμβεί σε αυτούς έχει επιφέρει περαιτέρω
σεξουαλικοποίηση των διαδικασιών της σκέψης τους. Τα ψυχολογικά αποτελέσματα
πρέπει να είναι τα ίδια και στις δύο περιπτώσεις, είτε η λιμπιντική κάθεξη της
σκέψης είναι πρωτότυπη, είτε έχει παραχθεί από παλινδρόμηση: διανοητικός
ναρκισσισμός και παντοδυναμία των σκέψεων.[19]
Αν θεωρήσουμε την ύπαρξη στις
πρωτόγονες φυλές της παντοδυναμίας των σκέψεων ως απόδειξη υπέρ του
ναρκισσισμού, μπορούμε να επιχειρήσουμε μια σύγκριση μεταξύ των φάσεων στην
ανάπτυξη της άποψης των ανθρώπων για το σύμπαν, και των σταδίων της λιμπιντικής
ανάπτυξης ενός ατόμου. Η ανιμιστική φάση θα αντιστοιχούσε στον ναρκισσισμό,
τόσο χρονολογικά όσο και στο περιεχόμενό του· η θρησκευτική φάση θα αντιστοιχούσε στο
στάδιο της επιλογής του αντικειμένου, όπου χαρακτηριστική είναι η προσκόλληση
ενός παιδιού στους γονείς του· ενώ η επιστημονική φάση θα είχε ένα ακριβές αντίστοιχο στο στάδιο στο
οποίο ένα άτομο έχει φτάσει στην ωριμότητα, έχει παραιτηθεί από την αρχή της ηδονής,
έχει προσαρμοστεί στην πραγματικότητα, και έχει στραφεί στον εξωτερικό κόσμο ως
το αντικείμενο των επιθυμιών του.[20]
Μόνο σε ένα πεδίο του
πολιτισμού μας έχει διατηρηθεί η παντοδυναμία των σκέψεων, και αυτό είναι το
πεδίο της τέχνης. Μόνο στην τέχνη συμβαίνει ακόμα ένας άνθρωπος που
καταναλώνεται από επιθυμίες να εκτελεί κάτι που μοιάζει με την εκπλήρωση αυτών
των επιθυμιών, και αυτό που κάνει στην πράξη να παράγει συναισθηματικά
αποτελέσματα- χάρη στην καλλιτεχνική ψευδαίσθηση- σαν να ήταν κάτι πραγματικό.
Οι άνθρωποι δίκαια μιλούν για τη «μαγεία της τέχνης», και συγκρίνουν τους
καλλιτέχνες με τους μάγους. Αλλά η σύγκριση είναι ίσως πιο σημαντική από ό, τι φαίνεται.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τέχνη δεν ξεκίνησε ως τέχνη για χάρη της τέχνης.
Λειτούργησε αρχικά στην υπηρεσία των παρορμήσεων που έχουν ως επί το πλείστον
εξαφανιστεί σήμερα. Και μεταξύ αυτών μπορούμε να υποψιαζόμαστε την παρουσία
πολλών μαγικών σκοπών.[21]
(4)
Έτσι, η πρώτη εικόνα που
σχημάτισε ο άνθρωπος για τον κόσμο- ο ανιμισμός- ήταν ψυχολογική. Δεν
χρειαζόταν ακόμη επιστημονική βάση, αφού η επιστήμη αρχίζει μόνο αφού έχει
συνειδητοποιηθεί ότι ο κόσμος είναι άγνωστος, και ότι πρέπει επομένως να
αναζητηθούν μέσα για να τον γνωρίσουμε. Ο ανιμισμός αναπτύχθηκε στον πρωτόγονο
άνθρωπο φυσικά και σταδιακά. Εκείνος ήξερε πώς ήταν τα πράγματα στον κόσμο,
δηλαδή ακριβώς όπως ένιωθε ότι ήταν. Είμαστε έτσι σε θέση να ανακαλύψουμε ότι ο
πρωτόγονος άνθρωπος μετέφερε τις δομικές συνθήκες του μυαλού του[22] στον εξωτερικό κόσμο· και μπορούμε να προσπαθήσουμε να
αντιστρέψουμε τη διαδικασία, και να επαναφέρουμε στον ανθρώπινο νου αυτό που
διδάσκει ο ανιμισμός σχετικά με τη φύση των πραγμάτων.
Η τεχνική του ανιμισμού, δηλαδή
η μαγεία, αποκαλύπτει με τον πιο ξεκάθαρο και αδιαμφισβήτητο τρόπο την πρόθεση
να επιβληθούν οι νόμοι που διέπουν τη διανοητική ζωή στα πραγματικά αντικείμενα.
Σε αυτήν την προσπάθεια, τα πνεύματα δεν χρειάζεται να παίξουν στην αρχή κανένα
ρόλο, αν και τα πνεύματα μπορούν να ληφθούν ως αντικείμενα μαγικής
μεταχείρισης. Έτσι, οι υποθέσεις της μαγείας είναι πιο θεμελιώδεις και
παλαιότερες από το δόγμα των πνευμάτων, το οποίο αποτελεί τον πυρήνα του
ανιμισμού. Η ψυχαναλυτική μας άποψη συμπίπτει εδώ με μια θεωρία που προτάθηκε
από τον R.R. Marett,[23]
ο οποίος αξιώνει ένα προ-ανιμιστικό στάδιο πριν από τον ανιμισμό, ο χαρακτήρας
του οποίου υποδεικνύεται καλύτερα από τον όρο «ανιματισμός» (animatism), το δόγμα της καθολικότητας της ζωής. Η
εμπειρία έχει λίγο φως να ρίξει στον προ-ανιμισμό, δεδομένου ότι καμία φυλή δεν
έχει ακόμη ανακαλυφθεί που να μην έχει κάποια έννοια των πνευμάτων.
Ενώ η μαγεία εξακολουθεί να
επιφυλάσσει την παντοδυναμία μόνο για τις σκέψεις, ο ανιμισμός παραδίδει ένα
μέρος του στα πνεύματα, και έτσι προετοιμάζει το δρόμο για την κατασκευή μιας
θρησκείας. Τι μπορεί άραγε να παρακίνησε τον πρωτόγονο άνθρωπο να κάνει αυτή
την πρώτη πράξη απάρνησης; Δεν μπορεί να ήταν μια αναγνώριση του ψεύδους των
υποθέσεών του, γιατί συνέχισε να ασκεί τη μαγική τεχνική.
Τα πνεύματα και οι δαίμονες είναι
μόνο προβολές των συναισθηματικών παρορμήσεων του ανθρώπου.[24] Αυτός μετατρέπει τις συναισθηματικές
καθέξεις του σε πρόσωπα, γεμίζει τον κόσμο με αυτά, και συναντά τις εσωτερικές
διανοητικές του διαδικασίες ξανά έξω από τον εαυτό του- με τον ίδιο ακριβώς
τρόπο που αυτός ο ευφυής παρανοϊκός, ο Schreber,[25]
βρήκε μια αντανάκλαση των προσκολλήσεων και των αποσπασμάτων της λίμπιντό του
στις διακυμάνσεις των φανταστικών «ακτίνων του Θεού».
Προτείνω να αποφύγουμε (όπως
έχω ήδη κάνει αλλού) να υπεισέλθουμε στο γενικό πρόβλημα της προέλευσης της
τάσης να προβάλλουμε τις νοητικές μας διαδικασίες προς τα έξω. Είναι, ωστόσο,
ασφαλές να υποθέσουμε ότι αυτή η τάση ενισχύεται όταν η εξωτερίκευση συνοδεύεται
από το πλεονέκτημα της ψυχικής ανακούφισης. Ένα τέτοιο πλεονέκτημα μπορεί να
αναμένεται με βεβαιότητα όταν έχει προκύψει μια σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών
παρορμήσεων, οι οποίες όλες ανταγωνίζονται με σκοπό την παντοδυναμία- γιατί
είναι σαφές ότι δεν μπορούν όλες να γίνουν παντοδύναμες.
Η παθολογική διαδικασία στην
παράνοια χρησιμοποιεί στην πραγματικότητα τον μηχανισμό της προβολής για την
αντιμετώπιση ψυχικών συγκρούσεων αυτού του είδους. Η τυπική περίπτωση μιας
τέτοιας σύγκρουσης είναι αυτή μεταξύ των δύο μελών ενός ζεύγους αντιθέτων- η
περίπτωση μιας αμφίθυμης στάσης, την οποία εξετάσαμε λεπτομερώς στην περίπτωση
κάποιου που θρηνεί το θάνατο ενός αγαπημένου συγγενή.[26]
Αυτού του είδους οι περιπτώσεις πρέπει να φαίνονται ιδιαίτερα πιθανό να
αποτελέσουν κίνητρο για τη δημιουργία προβολών.
Εδώ πάλι συμφωνούμε με τους
συγγραφείς που υποστηρίζουν ότι τα πρωτότοκα πνεύματα ήταν κακά πνεύματα, και οι
οποίοι αντλούν την ιδέα της ψυχής από την εντύπωση που κάνει ο θάνατος στους
επιζώντες. Η μόνη διαφορά είναι ότι δεν δίνουμε έμφαση στο διανοητικό πρόβλημα που
δημιουργεί ο θάνατος στους ζωντανούς. Κατά τη γνώμη μου, η δύναμη που δίνει
ώθηση στην έρευνα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στη συναισθηματική σύγκρουση την
οποία αντιμετωπίζουν οι επιζώντες.
Έτσι, το πρώτο θεωρητικό
επίτευγμα του ανθρώπου- η δημιουργία των πνευμάτων- φαίνεται να προέκυψε από
την ίδια πηγή με τους πρώτους ηθικούς περιορισμούς στους οποίους ο άνθρωπος υποβλήθηκε-
την τήρηση των ταμπού. Το γεγονός ότι αυτά τα δύο έχουν την ίδια προέλευση, δεν
σημαίνει ότι προέκυψαν ταυτόχρονα. Αν η θέση των επιζώντων σε σχέση με τους
νεκρούς ήταν πραγματικά αυτό που πρώτα έκανε τον πρωτόγονο άνθρωπο να
προβληματιστεί, να παραδώσει μέρος της παντοδυναμίας του στα πνεύματα, και να
θυσιάσει μέρος της ελευθερίας δράσης του, τότε αυτά τα πολιτιστικά προϊόντα θα
αποτελούσαν μια πρώτη αναγνώριση της Ἀνάγκης, η οποία αντιτίθεται στον
ανθρώπινο ναρκισσισμό. Ο πρωτόγονος άνθρωπος θα υποτασσόταν έτσι στην υπεροχή
του θανάτου με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αρνιόταν αυτή την υπεροχή.
Αν εκμεταλλευτούμε την υπόθεσή
μας ακόμη περισσότερο, μπορούμε να διερευνήσουμε ποιο ουσιαστικό μέρος της
ψυχολογικής μας δομής αντανακλάται και αναπαράγεται στην δημιουργία μέσω
προβολής ψυχών και πνευμάτων. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η πρωτόγονη
αντίληψη της ψυχής, όσο κι αν διαφέρει από τη μεταγενέστερη και καθαρά άυλη
ψυχή, είναι παρόλα αυτά εγγενώς η ίδια. Δηλαδή, υποθέτει ότι τόσο τα πρόσωπα
όσο και τα πράγματα είναι διπλής φύσης, και ότι οι γνωστές ιδιότητες και
τροποποιήσεις τους κατανέμονται μεταξύ των δύο συστατικών μερών τους. Αυτή η
πρωτότυπη «δυαδικότητα», για να δανειστώ μια έκφραση από τον Herbert Spencer,[27]
είναι ταυτόσημη με τον σύγχρονο δυϊσμό μεταξύ ψυχής και σώματος, και όπως αυτός
εκφράζεται με ανεξάλειπτες γλωσσικές φράσεις, όπως «εκτός εαυτού», ή «βρήκε τον
εαυτό του».
Όταν εμείς, όχι λιγότερο από
τον πρωτόγονο άνθρωπο, προβάλλουμε κάτι στην εξωτερική πραγματικότητα, αυτό που
συμβαίνει είναι το εξής: αναγνωρίζουμε την ύπαρξη δύο καταστάσεων-μία στην
οποία κάτι δίνεται άμεσα στις αισθήσεις και στη συνείδηση (δηλαδή, είναι παρόν
σε αυτές)· και,
παράλληλα, μια άλλη στην οποία το ίδιο πράγμα είναι λανθάνον αλλά ικανό να
επανεμφανιστεί. Εν ολίγοις, αναγνωρίζουμε τη συνύπαρξη της αντίληψης και της
μνήμης, ή, για να το θέσουμε γενικότερα, την ύπαρξη ασυνείδητων νοητικών
διαδικασιών, παράλληλα με τις συνειδητές.[28] Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, σε τελική
ανάλυση, το «πνεύμα» των προσώπων ή των πραγμάτων εξαρτάται από την ικανότητά
τους να τα θυμούνται και να τα φαντάζονται οι άνθρωποι αφού η άμεση αντίληψη
για αυτά έχει πάψει να υφίσταται.
Δεν πρέπει, φυσικά, να
περιμένουμε ότι είτε η πρωτόγονη είτε η σημερινή έννοια της «ψυχής» διαχωρίζεται
από την υπόλοιπη προσωπικότητα με την ίδια διαχωριστική γραμμή που η σύγχρονη
επιστήμη χαράσσει μεταξύ συνειδητής και ασυνείδητης νοητικής δραστηριότητας. Η
ανιμιστική ψυχή ενώνει ιδιότητες και από τις δύο πλευρές. Η μεταβλητή και κινητική
ποιότητά της, η δύναμή της να εγκαταλείπει το σώμα και να καταλαμβάνει,
προσωρινά ή μόνιμα, ένα άλλο σώμα- αυτά είναι χαρακτηριστικά που μας
υπενθυμίζουν αδιαμφισβήτητα τη φύση της συνείδησης. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο
παραμένει κρυμμένη πίσω από την έκδηλη προσωπικότητα, θυμίζει το ασυνείδητο. Η
αμεταβλητότητα και η αφθαρσία είναι ιδιότητες που δεν αποδίδουμε πλέον στις
συνειδητές, αλλά μάλλον στις ασυνείδητες διαδικασίες, και θεωρούμε τις
τελευταίες ως το αληθινό όχημα της διανοητικής δραστηριότητας.
Έχουμε ήδη πει ότι ο ανιμισμός
είναι ένα σύστημα σκέψης, η πρώτη ολοκληρωμένη θεωρία του σύμπαντος, και θα
προχωρήσω τώρα σε ορισμένα συμπεράσματα από την ψυχαναλυτική άποψη τέτοιων
συστημάτων. Κάθε μέρα της ζωής μας, η εμπειρία μας είναι σε θέση να μας δείξει
τα κύρια χαρακτηριστικά ενός «συστήματος». Έχουμε όνειρα κατά τη διάρκεια της
νύχτας, και έχουμε μάθει πώς να τα ερμηνεύουμε κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τα
όνειρα μπορεί, χωρίς να έρχονται σε αντίθεση με τη φύση τους, να φαίνονται
συγκεχυμένα και ασύνδετα. Μπορούν, αντίθετα, να προσομοιώνουν τις τακτικές
εντυπώσεις μιας πραγματικής εμπειρίας, μπορούν να κάνουν ένα γεγονός να
ακολουθεί ένα άλλο, και μπορούν επίσης να κάνουν ένα μέρος του περιεχομένου
τους να αναφέρεται σε ένα άλλο. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί
περισσότερο ή λιγότερο επιτυχώς· αλλά σχεδόν ποτέ δεν επιτυγχάνει τόσο ολοκληρωτικά ώστε να μην αφήνει
ορατό κανένα παραλογισμό, κανένα ρήγμα στην υφή του.
Όταν υποβάλουμε ένα όνειρο σε
ερμηνεία, διαπιστώνουμε ότι η απρόβλεπτη και ακανόνιστη διάταξη των συστατικών
μερών του είναι αρκετά ασήμαντη από την άποψη της κατανόησής του. Τα βασικά
στοιχεία σε ένα όνειρο είναι οι ονειρικές σκέψεις, και αυτές έχουν νόημα,
σύνδεση και τάξη. Αλλά η τάξη τους είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη που
θυμόμαστε στο εκδηλωμένο περιεχόμενο του ονείρου. Σε αυτό το τελευταίο, η
σύνδεση μεταξύ των ονειρικών σκέψεων έχει εγκαταλειφθεί, και μπορεί είτε να
παραμείνει εντελώς χαμένη, είτε να αντικατασταθεί από τη νέα σύνδεση που
εκδηλώνεται στο εκδηλωμένο περιεχόμενο. Τα στοιχεία του ονείρου, εκτός από τη
συμπύκνωσή τους, είναι σχεδόν πάντα διατεταγμένα σε μια νέα τάξη, περισσότερο ή
λιγότερο ανεξάρτητη από την προηγούμενη διάταξή τους.
Τέλος, πρέπει να προστεθεί πως
σε ό,τι κι αν έχει μετατραπεί το αρχικό υλικό των ονειρικών σκέψεων από την
ονειρική δραστηριότητα, στη συνέχεια υπόκειται σε μια περαιτέρω επιρροή. Αυτό
είναι γνωστό ως «δευτερεύουσα αναθεώρηση», και ο σκοπός της είναι προφανώς να
απαλλαγεί από την αποσύνδεση και το ακατανόητο που παράγεται από την ονειρική
δραστηριότητα, και να δώσει ένα νέο «νόημα». Αλλά αυτό το νέο νόημα, στο οποίο
καταλήγει η δευτερεύουσα αναθεώρηση, δεν είναι πλέον το νόημα των ονειρικών
σκέψεων.
Η δευτερεύουσα αναθεώρηση του
προϊόντος της ονειρικής δραστηριότητας είναι ένα αξιοθαύμαστο παράδειγμα της
φύσης και των αξιώσεων ενός συστήματος. Υπάρχει μια διανοητική λειτουργία μέσα
μας που απαιτεί ενότητα, σύνδεση και κατανόηση για οποιοδήποτε υλικό, είτε της
αντίληψης είτε της σκέψης, παρουσιάζεται σε αυτήν. Και αν, λόγω ειδικών
περιστάσεων, δεν είναι σε θέση να αποδείξει μια πραγματική σύνδεση, δεν
διστάζει να κατασκευάσει μια ψευδή. Τα συστήματα που κατασκευάζονται με αυτόν
τον τρόπο, μάς είναι γνωστά όχι μόνο από όνειρα, αλλά και από φοβίες, έμμονες
ιδέες και παραισθήσεις. Η κατασκευή των συστημάτων παρατηρείται πιο εντυπωσιακά
στις παραληρητικές διαταραχές (στην παράνοια), όπου κυριαρχεί στη συμπτωματική
εικόνα· αλλά
η εμφάνισή τους σε άλλες μορφές νευροψυχώσεων δεν πρέπει να παραβλεφθεί.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις,
μπορεί να αποδειχθεί ότι έχει γίνει μια αναδιάταξη του ψυχικού υλικού με ένα
νέο στόχο. Και η αναδιάταξη μπορεί συχνά να χρειαστεί να είναι δραστική,
προκειμένου το αποτέλεσμα να φαίνεται κατανοητό από την άποψη του συστήματος.
Έτσι, ένα σύστημα χαρακτηρίζεται καλύτερα από το γεγονός ότι τουλάχιστον δύο
λόγοι μπορούν να ανακαλυφθούν για κάθε ένα από τα προϊόντα του: ένας λόγος που
βασίζεται στις προϋποθέσεις του συστήματος (ένας λόγος, λοιπόν, που μπορεί να
είναι παραληρηματικός) και ένας κρυφός λόγος, τον οποίο πρέπει να κρίνουμε ότι
είναι ο πραγματικά λειτουργικός.
Αυτό μπορεί να απεικονιστεί με
ένα παράδειγμα από μια νεύρωση. Στο τμήμα του κειμένου μου για τα ταμπού
ανέφερα μια γυναίκα ασθενή μου, της οποίας οι εμμονικές απαγορεύσεις έδειχναν
την πιο τέλεια συμφωνία με ένα ταμπού των Μαορί. Η νεύρωση αυτής της γυναίκας
στόχευε τον σύζυγό της, και κορυφώθηκε με την άμυνά της ενάντια σε μια
ασυνείδητη επιθυμία της να πεθάνει ο σύζυγός της. Η έκδηλη, συστηματική φοβία
της, όμως, σχετιζόταν με την αναφορά του θανάτου γενικά, ενώ ο σύζυγός της δεν
είχε να κάνει τίποτα με αυτήν φοβία, και δεν αποτέλεσε ποτέ αντικείμενο της
συνειδητής προσοχής της συζύγου του. Μια μέρα, λοιπόν, της είπε ο σύζυγός της ότι
το ξυράφι του, που είχε χάσει την αιχμηρότητά του, έπρεπε να πάει σε ένα
συγκεκριμένο κατάστημα για ακόνισμα. Νιώθοντας μια περίεργη ανησυχία, πήγε η
ίδια στο κατάστημα. Αφού είδε το μέρος, επέστρεψε σπίτι, και είπε στο σύζυγό
της ότι έπρεπε να απαλλαγεί από το ξυράφι για πάντα, γιατί είχε ανακαλύψει ότι
δίπλα στο κατάστημα που της είχε πει να πάει, υπήρχε ένα γραφείο τελετών: με το
σχέδιο που της είχε κάνει για την τοποθεσία του συγκεκριμένου καταστήματος, το
ξυράφι είχε άρρηκτα συνδεθεί με σκέψεις θανάτου.
Αυτός, λοιπόν, ήταν ο
συστηματικός λόγος της απαγόρευσής της. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι, ακόμη
και χωρίς την ανακάλυψη του διπλανού γραφείου τελετών, η ασθενής θα είχε
επιστρέψει στο σπίτι απαγορεύοντας τη χρήση του ξυραφιού. Θα ήταν αρκετό αν
είχε συναντήσει μια νεκροφόρα στο δρόμο της προς το κατάστημα, ή κάποιον που να
ήταν ντυμένος στο πένθος, ή που να κρατούσε ένα στεφάνι κηδείας. Το πλήθος των
πιθανών καθοριστικών παραγόντων για την απαγόρευση ήταν αρκετά ευρύ ώστε να καλύψει
κάθε περίπτωση· ήταν
απλά στο χέρι της αν θα έκανε τη σύνδεση ή όχι. Θα μπορούσε σε άλλες
περιπτώσεις να μην θέσει σε λειτουργία τους καθοριστικούς παράγοντες, και θα το
εξηγούσε αυτό λέγοντας ότι ήταν «μια καλή μέρα». Η πραγματική αιτία της
απαγόρευσής της για το ξυράφι ήταν, φυσικά, όπως ήταν εύκολο να ανακαλυφθεί, η
απέχθειά της να συνδέσει οποιοδήποτε ευχάριστο συναίσθημα με την ιδέα ότι ο
σύζυγός της θα μπορούσε να κόψει το λαιμό του με το πρόσφατα ακονισμένο ξυράφι.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, μια
κινητική αναστολή (αβασία, ή αγοραφοβία) γίνεται σταδιακά πιο ολοκληρωμένη και
πιο λεπτομερής, με το πού αυτό το σύστημα καταφέρει να εγκατασταθεί ως
εκπρόσωπος μιας ασυνείδητης επιθυμίας, και της άμυνας ενάντια στην επιθυμία.
Οποιεσδήποτε άλλες ασυνείδητες φαντασιώσεις και λειτουργικές αναμνήσεις μπορεί
να υπάρχουν στον ασθενή, εκβιάζουν τον τρόπο έκφρασής τους ως συμπτώματα κατά
μήκος της ίδιας διαδρομής, μόλις αυτή ανοιχτεί, και ομαδοποιούνται σε μια
κατάλληλη νέα διάταξη στο πλαίσιο της κινητικής αναστολής. Έτσι, θα ήταν άσκοπο
και ανόητο να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα και τις
λεπτομέρειες των συμπτωμάτων, για παράδειγμα, μιας αγοραφοβίας, με βάση τις
υποκείμενες προϋποθέσεις της· διότι η όλη συνέπεια και αυστηρότητα του συνδυασμού είναι απλώς
φαινομενική.
Ακριβώς όπως και με την
επιφανειακή όψη των ονείρων, αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά, βρίσκουμε την πιο
κραυγαλέα ασυνέπεια και αυθαιρεσία στη δομή των συμπτωμάτων. Ο πραγματικός
λόγος για τις λεπτομέρειες μιας συστηματικής φοβίας όπως η αγοραφοβία, έγκειται
σε κρυφούς καθοριστικούς παράγοντες, οι οποίοι δεν χρειάζεται να έχουν καμία
σχέση με μια κινητική αναστολή. Και αυτός, επίσης, είναι ο λόγος για τον οποίο
αυτές οι φοβίες παίρνουν τόσο ποικίλες και αντιφατικές μορφές σε διαφορετικούς
ανθρώπους.
Ας επιστρέψουμε τώρα στο
ανιμιστικό σύστημα με το οποίο ασχολούμαστε. Η ενόραση που αποκτήσαμε σε άλλα
ψυχολογικά συστήματα μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι και με τον πρωτόγονο
άνθρωπο, επίσης, η «δεισιδαιμονία» δεν χρειάζεται να είναι ο μόνος ή ο
πραγματικός λόγος για κάποιο συγκεκριμένο έθιμο ή τήρηση κανόνων, και δεν μας
απαλλάσσει από το καθήκον να αναζητήσουμε τα κρυμμένα κίνητρά της. Κάτω από την
κυριαρχία ενός ανιμιστικού συστήματος, είναι αναπόφευκτο ότι κάθε τήρηση κανόνα
και κάθε δραστηριότητα θα έχει μια συστηματική βάση, την οποία σήμερα
περιγράφουμε ως «προκατειλημμένη». Η «δεισιδαιμονία»- όπως το «άγχος», τα
«όνειρα» και οι «δαίμονες»- είναι μία από εκείνες τις εφήμερες ψυχολογικές
έννοιες που έχουν υποκύψει στο βάρος της ψυχαναλυτικής έρευνας. Μόλις
διεισδύσουμε πίσω από αυτές τις κατασκευές, οι οποίες είναι σαν παραπετάσματα
ανεγερμένα ως άμυνες ενάντια στη ορθή κατανόηση, αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε
ότι η ψυχική ζωή και το πολιτιστικό επίπεδο των πρωτόγονων ανθρώπων δεν είχαν λάβει
μέχρι τώρα όλη την αναγνώριση που τους αξίζει.
Αν πάρουμε την ενστικτώδη
καταπίεση ως μέτρο του επιπέδου του πολιτισμού, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι
ακόμη και κάτω από το ανιμιστικό σύστημα είχαν σημειωθεί πρόοδοι και εξελίξεις
που απορρίπτονται άδικα λόγω της δεισιδαιμονικής τους βάσης. Όταν πληροφορούμαστε
ότι οι πολεμιστές σε μια πρωτόγονη φυλή εξασκούν τη μεγαλύτερη εγκράτεια και
καθαριότητα πριν πάνε στον πόλεμο, μάς προβάλλεται η εξήγηση ότι το κίνητρό
τους είναι ο φόβος μήπως ο εχθρός αποκτήσει τα προσωπικά τους αντικείμενα, και
έτσι μπορέσει να τους καταστρέψει με μαγεία· και ένας ανάλογος προληπτικός λόγος θα
μπορούσε να προταθεί για την εγκράτειά τους. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι
έχουν προβεί σε μια ενστικτώδη παραίτηση· και μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα
την κατάσταση αν υποθέσουμε ότι ο πρωτόγονος πολεμιστής υποτάσσεται σε αυτούς
τους περιορισμούς ως αντίμετρο, επειδή είναι έτοιμος να υποκύψει πλήρως στην
ικανοποίηση των σκληρών και εχθρικών παρορμήσεων, που κατά κανόνα τού
απαγορεύονται.
Το ίδιο ισχύει και για τις
πολυάριθμες περιπτώσεις σεξουαλικών περιορισμών που επιβάλλονται σε
οποιονδήποτε ασχολείται με δύσκολη ή υπεύθυνη εργασία. Αν και οι λόγοι που
προβάλλονται για αυτές τις απαγορεύσεις μπορεί να ανήκουν σε ένα μαγικό
πλαίσιο, ωστόσο η θεμελιώδης ιδέα της απόκτησης μεγαλύτερης δύναμης με την
αποκήρυξη κάποιας ενστικτώδους ικανοποίησης παραμένει αδιαμφισβήτητη· και δεν πρέπει να παραβλέψουμε το ζήτημα
της υγιεινής, που υπάρχει παράλληλα με τον μαγικό εξορθολογισμό της απαγόρευσης.
Όταν οι άνδρες μιας πρωτόγονης φυλής πηγαίνουν σε μια αποστολή για να
κυνηγήσουν, να ψαρέψουν, να πολεμήσουν ή να συλλέξουν πολύτιμα φυτά, οι
γυναίκες τους που μένουν στο σπίτι υπόκεινται σε πολλούς καταπιεστικούς
περιορισμούς, στους οποίους η ίδια η φυλή αποδίδει ευνοϊκή επιρροή,
λειτουργώντας από απόσταση προς όφελος της αποστολής. Αλλά χρειάζεται πολύ λίγη
εμβάθυνση για να καταλάβουμε ότι αυτός ο παράγοντας που λειτουργεί από απόσταση
δεν είναι τίποτα άλλο από τη νοσταλγία των απόντων ανδρών για το σπίτι τους,
και ότι πίσω από αυτά τα προσχήματα βρίσκεται ένα υγιές κομμάτι ψυχολογικής
ενόρασης, ότι οι άνδρες θα πετύχουν στην αποστολή τους καλύτερα αν αισθάνονται
ασφαλείς για τις γυναίκες τους που άφησαν πίσω μόνες τους. Μερικές φορές οι
ίδιοι λένε, χωρίς να επικαλεστούν μαγικούς λόγους, ότι η απιστία μιας συζύγου
θα ακυρώσει τις προσπάθειες ενός απόντος συζύγου που ασχολείται με κάποιο
υπεύθυνο έργο.
Οι αμέτρητοι κανονισμοί ταμπού
στους οποίους υπόκεινται οι γυναίκες στις πρωτόγονες κοινότητες κατά τη
διάρκεια της εμμήνου ρύσεως λέγεται ότι οφείλονται σε μια δεισιδαιμονική αποστροφή
για το αίμα, και αυτό είναι αναμφίβολα ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες
τους. Αλλά θα ήταν λάθος να παραβλέψουμε την πιθανότητα ότι στην περίπτωση αυτή
η αποστροφή για το αίμα εξυπηρετεί επίσης αισθητικούς και υγειονομικούς
σκοπούς, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση καλύπτονται πίσω από μαγικά κίνητρα.
Δεν τρέφω αυταπάτες ότι, επιχειρώντας
αυτές τις εξηγήσεις, μπορεί να κατηγορηθώ ότι προικίζω τους σύγχρονους πρωτόγονους
λαούς με μια λεπτότητα των διανοητικών δραστηριοτήτων τους που υπερβαίνει κάθε
πιθανότητα. Μου φαίνεται, ωστόσο, πολύ πιθανό ότι το ίδιο μπορεί να ισχύει και
για τη στάση μας απέναντι στην ψυχολογία εκείνων των φυλών που έχουν παραμείνει
στο ανιμιστικό επίπεδο, όπως ισχύει για τη στάση μας απέναντι στην ψυχική ζωή
των παιδιών, την οποία εμείς οι ενήλικες δεν καταλαβαίνουμε πλέον, και της οποίας
την πληρότητα και λεπτότητα του συναισθήματος έχουμε κατά συνέπεια τόσο πολύ
υποτιμήσει.
Αξίζει να αναφερθεί μια άλλη
ομάδα κανόνων ταμπού, οι οποίοι δεν έχουν ληφθεί υπόψη μέχρι σήμερα, δεδομένου
ότι δέχονται μια εξήγηση που είναι γνωστή στους ψυχαναλυτές. Μεταξύ πολλών πρωτόγονων
λαών υπάρχει απαγόρευση κατοχής αιχμηρών όπλων ή κοπτικών εργαλείων στο σπίτι.
Ο Frazer παραθέτει μια
γερμανική δεισιδαιμονία, σύμφωνα με την οποία ένα μαχαίρι δεν πρέπει να
αφήνεται με την αιχμή του προς τα πάνω, από φόβο ότι ο Θεός και οι άγγελοι
μπορεί να τραυματιστούν πάνω του. Δεν μπορούμε, άραγε, να αναγνωρίσουμε σε αυτό
το ταμπού μια προληπτική προειδοποίηση ενάντια σε πιθανές «συμπτωματικές
πράξεις», κατά την εκτέλεση των οποίων ένα αιχμηρό όπλο θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί από ασυνείδητες κακές παρορμήσεις;
===============
Απόσπασμα από το βιβλίο Totem and Taboo, Sigmund Freud, 1913.
Μετάφραση για τα Ελληνικά,
Χρήστος Κ. Τσελέντης, 2024.
Το κείμενο στα Αγγλικά:
[https://ia902907.us.archive.org/17/items/SigmundFreud/Sigmund%20Freud%20%5B1913%5D%20Totem%20and%20Taboo%20%28James%20Strachey%20translation%2C%201950%29.pdf]
[1] Η αναγκαιότητα μιας συνοπτικής
επεξεργασίας του υλικού συνεπάγεται την παράλειψη οποιασδήποτε περίτεχνης
βιβλιογραφίας. Ανταυτού, θα αναφερθώ απλώς στα τυποποιημένα έργα των Herbert Spencer, J. G. Frazer, Andrew Lang, E. B. Tylor και Wilhelm Wundt, από τα οποία προέρχονται όλα όσα έχω να πω για τον ανιμισμό και τη
μαγεία. Η δική μου συμβολή είναι ορατή μόνο στην επιλογή τόσο του υλικού όσο
και των απόψεων.
[2] Σ.τ.μ. Ο Edward Burnett Tylor (1832-1917)
ήταν Άγγλος ανθρωπολόγος, ο οποίος εισήγαγε τον όρο «ανιμισμός.»
[https://en.wikipedia.org/wiki/Edward_Burnett_Tylor]
[3] Σ.τ.μ. Ο Wilhelm Maximilian Wundt (1832-1920)
θεωρείται ένας από τους πατέρες της σύγχρονης πειραματικής ψυχολογίας. Θεωρείται
επίσης ο πρώτος άνθρωπος που αποκάλεσε τον εαυτό του «ψυχολόγο».
[https://en.wikipedia.org/wiki/Wilhelm_Wundt]
[4] Σ.τ.μ. Σε ό,τι αφορά τα γραπτά του David Hume σχετικά με τα προβλήματα της
θρησκείας, σε αυτά ο ίδιος προωθεί μια συστηματική και σκεπτικιστική κριτική
των φιλοσοφικών θεμελίων διαφόρων θεολογικών συστημάτων. Ένας από τους βασικούς
φιλοσοφικούς του στόχους ήταν να δυσφημήσει τα δόγματα της παραδοσιακής
θεϊστικής πίστης. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα σημαντικά σημεία διαφωνίας σχετικά
με την ακριβή φύση και την έκταση των άθρησκων προθέσεών του.
[https://plato.stanford.edu/entries/hume-religion/]
[5] Σ.τ.μ. Ο Adolf Reinach (1883-1917) ήταν
Γερμανός φιλόσοφος, και θεωρείται ο κορυφαίος εκπρόσωπος της λεγόμενης
ρεαλιστικής παράδοσης της φαινομενολογίας.
[https://plato.stanford.edu/entries/reinach/]
[6] Σ.τ.μ. Ο Henri Hubert (1872-1927)
ήταν Γάλλος αρχαιολόγος, και κοινωνιολόγος της συγκριτικής θρησκείας.
[https://en.wikipedia.org/wiki/Henri_Hubert]
[7] Σ.τ.μ. Ο Marcel Mauss (1872-1950) ήταν Γάλλος κοινωνιολόγος και ανθρωπολόγος, γνωστός ως
«πατέρας της γαλλικής εθνολογίας».
[https://en.wikipedia.org/wiki/Marcel_Mauss]
[8] Σ.τ.μ. Στην αγγλική γλώσσα η λέξη «sorcery» συνήθως έχει αρνητικό περιεχόμενο, σε
αντίθεση με τη λέξη «magic»,
η οποία μπορεί να έχει και θετική χροιά.
[9] Αν ένα πνεύμα φύγει τρομάζοντας από
κάποιο θόρυβο ή φωναχτά, η πράξη αυτή είναι μαγική με την αρνητική έννοια (sorcery)· αν χρησιμοποιηθεί εξαναγκασμός για την απόκτηση του ονόματος του πνεύματος,
η μαγεία έχει χρησιμοποιηθεί εναντίον του.
[10] Σ.τ.μ. Ο Sir James George Frazer (1854-1941)
ήταν Σκωτσέζος κοινωνικός ανθρωπολόγος και λαογράφος, και άσκησε σημαντική
επιρροή στα πρώτα στάδια των σύγχρονων μελετών της μυθολογίας και της
συγκριτικής θρησκείας.
[https://en.wikipedia.org/wiki/James_George_Frazer]
[11] Φαίνεται πιθανό ότι η βιβλική απαγόρευση
της δημιουργίας της εικόνας οποιουδήποτε ζωντανού οργανισμού προήλθε, όχι από
κάποια αντίρρηση στις πλαστικές τέχνες, αλλά από την επιθυμία να στερηθεί η
μαγεία (την οποία αποστρεφόταν η εβραϊκή θρησκεία) ένα από τα εργαλεία της.
[12] Σ.τ.μ. Οι Αϊνού είναι αυτόχθονος
πληθυσμός των νησιών της Ιαπωνίας, ο οποίος προηγείται της άφιξης των πρώτων
Ιαπωνικών φύλων. Η θρησκεία τους είναι παραδοσιακά ανιμιστική, καθώς πιστεύουν πως
τα πάντα στη φύση έχουν μέσα τους ένα πνεύμα ή θεό.
[https://en.wikipedia.org/wiki/Ainu_people]
[13] Μια απήχηση αυτού βρίσκεται στον Οιδίποδα
Τύραννο του Σοφοκλή (π.χ. στον πρόλογο και στον πρώτο Χορό).
[14] Σ.τ.μ. Οι Dyak είναι ιθαγενής
πληθυσμός του Βόρνεο. Η θρησκεία τους είναι ανιμιστική, αλλά τους τελευταίους
δύο αιώνες μεγάλο μέρος τους έχει ασπαστεί το Χριστιανισμό ή το Ισλάμ.
[https://en.wikipedia.org/wiki/Dayak_people]
[15] Σ.τ.μ. Οι Gilyak είναι αυτόχθονος πληθυσμός ο οποίος
κατοικεί στο ανατολικό άκρο της Ρωσίας, στις εκβολές του ποταμού Αμούρ και στο
γειτονικό νησί Σαχαλίνη. Εφαρμόζουν τον Σαμανισμό, ενώ κάποιοι από αυτούς έχουν
ασπαστεί τον Χριστιανισμό.
[https://en.wikipedia.org/wiki/Nivkh_people]
[16] Πρβλ. τον βασιλιά στον Άμλετ (III. 3):
«Τα λόγια μου πετάνε ψηλά, οι σκέψεις μου
παραμένουν χαμηλά.
Λόγια χωρίς σκέψεις δεν φτάνουν ποτέ στον
ουρανό».
[17] Φαίνεται να αποδίδουμε μια
«παράξενη» ποιότητα σε εντυπώσεις που επιδιώκουν να επιβεβαιώσουν την
παντοδυναμία των σκέψεων και τον ανιμιστικό τρόπο σκέψης γενικά, αφού έχουμε
φτάσει σε ένα στάδιο στο οποίο, κατά την κρίση μας, έχουμε εγκαταλείψει τέτοιες
πεποιθήσεις.
[18] Σ.τ.μ. «Κάθεξη», στην ψυχαναλυτική
θεωρία, είναι η επένδυση ψυχικής ενέργειας σε ένα αντικείμενο οποιουδήποτε
είδους, όπως μια επιθυμία, φαντασία, πρόσωπο, στόχος, ιδέα, κοινωνική ομάδα ή ο
εαυτός. Τέτοια αντικείμενα λέγεται ότι «κατέχονται» όταν ένα άτομο αποδίδει
συναισθηματική σημασία (θετική ή αρνητική επίδραση) σε αυτά.
[https://dictionary.apa.org/cathexis]
[19] «Είναι σχεδόν ένα αξίωμα για τους
συγγραφείς σχετικά με αυτό το θέμα, ότι ένα είδος σολιψισμού λειτουργεί στον πρωτόγονο
άνθρωπο, για να τον κάνει να αρνηθεί να αναγνωρίσει το θάνατο ως γεγονός». (Marett, 1900.)
[20] Θα αναφερθώ μόνο εν συντομία εδώ στο
γεγονός ότι ο αρχικός ναρκισσισμός των παιδιών έχει αποφασιστική επίδραση στην
άποψή μας για την ανάπτυξη του χαρακτήρα τους, και αποκλείει την πιθανότητα να
έχουν οποιοδήποτε πρωταρχικό αίσθημα κατωτερότητας.
[21] Κατά τη γνώμη του Reinach, οι πρωτόγονοι καλλιτέχνες που άφησαν
πίσω τους τα γλυπτά και τις ζωγραφιές των ζώων στις γαλλικές σπηλιές, δεν
επιθυμούσαν να «ευχαριστήσουν», αλλά να «υπονοήσουν», ή να επικαλεστούν. Εξηγεί
λοιπόν γιατί αυτές οι εικόνες βρίσκονται στα πιο σκοτεινά και δυσπρόσιτα σημεία
των σπηλαίων, και ότι επικίνδυνα θηράματα δεν εμφανίζονται σ' αυτές: «Στη
σύγχρονη εποχή, οι άνθρωποι συχνά μιλούν μεταφορικά για τη μαγεία του πινέλου ή
της σμίλης ενός μεγάλου καλλιτέχνη, ή γενικότερα για τη μαγεία της τέχνης. Αυτή
η έκφραση δεν είναι πλέον επιτρεπτή με την πραγματική έννοια μιας μυστικιστικής
δύναμης που ασκείται από την ανθρώπινη βούληση πάνω σε άλλες θελήσεις ή πάνω σε
αντικείμενα. Αλλά, όπως είδαμε, υπήρξε μια εποχή που ήταν κυριολεκτικά αλήθεια-
τουλάχιστον κατά τη γνώμη των καλλιτεχνών». (Reinach, L'art et la magie, 1905).
[22] Το οποίο γνώριζε ως ενδοψυχική αντίληψη.
[23] Σ.τ.μ. Ο Robert R. Marett (1866-1943) ήταν
Άγγλος κοινωνικός ανθρωπολόγος, ο οποίος είναι περισσότερο γνωστός για τις
μελέτες του σχετικά με την εξέλιξη της ηθικής φιλοσοφίας και των θρησκευτικών
πεποιθήσεων και πρακτικών. Σε ό,τι αφορά τις απόψεις του Marett για την πρωτόγονη θρησκεία, σε
αντίθεση με τον «ανιμισμό» του Tylor, υποστήριξε μια απρόσωπη θρησκεία, ή
«ανιματισμό», βασισμένη στο «δέος».
[https://www.britannica.com/biography/Robert-R-Marett]
[24] Υποθέτω ότι σε αυτό το πρώιμο
ναρκισσιστικό στάδιο, οι καθέξεις που προκύπτουν από τη λιμπιντική και από
άλλες πηγές διέγερσης μπορεί ακόμα να μην διακρίνονται μεταξύ τους.
[25] Σ.τ.μ. Ο Daniel Paul Schreber (1842-1911)
ήταν ένας Γερμανός δικαστής που έγινε γνωστός για την προσωπική του περιγραφή
της δικής του εμπειρίας με τη σχιζοφρένεια. Ο Σίγκμουντ Φρόιντ, διαβάζοντας τα Απομνημονεύματα
του Schreber, ανέλυσε την περίπτωση στο δοκίμιό του με τίτλο Psycho-Analytic
Notes on an Autobiographical Account of a Case of Paranoia, (1911).
[https://en.wikipedia.org/wiki/Daniel_Paul_Schreber]
[26] Σ.τ.μ. Ο Φρόιντ εδώ αναφέρεται στο ταμπού
του νεκρού, το οποίο απαγορεύει σε κάποιον να αγγίξει έναν νεκρό, όσους τον
περιβάλλουν, και οτιδήποτε σχετίζεται με τον νεκρό.
[https://en.wikipedia.org/wiki/Taboo_on_the_dead]
[27] Σ.τ.μ. Ο Χέρμπερτ Σπένσερ (1820-1903)
ήταν Άγγλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, πρώιμος υποστηρικτής της θεωρίας της
εξέλιξης.
[https://www.britannica.com/biography/Herbert-Spencer]
[28] Πρβλ. τη σύντομη εργασία μου, A Note on the Unconscious in Psycho-Analysis, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα Πρακτικά της
Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών, το 1912.