ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Σ.
ΧΑΣΑΠΗ
Ο Ορφέας παίζει
λύρα και τραγουδά (αγγειογραφία του 450 π.Χ.).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Α) Ο Ορφέας.
Δεν θα αναφερθώ στο ακανθώδες
ζήτημα της ιστορικότητας του Ορφέα, αλλά δεν θα παραλείψω να διευκρινίσω τη
θέση που παίρνω επ' αυτού. Δέχομαι την άποψη ότι ο Ορφέας υπήρξε,[1] και μάλιστα ότι έζησε πολύ πριν από την
εποχή της αργοναυτικής εκστρατείας, και τουλάχιστον κατά τα μέσα της δεύτερης
χιλιετίας π.Χ. Θα υποστηρίξω αυτή τη θέση, μέσα από όσα θα ειπωθούν, όσον αφορά
την ηλικία των ορφικών ύμνων, όπως ορίζεται αστρονομικά, στο τελευταίο
κεφάλαιο.
Θα περιοριστώ σε μια πολύ
σύντομη υπόμνηση των αρχαίων πληροφοριών για τον Ορφέα.
Γεννήθηκε στην Πίμπλεια της
Πιερίας, στις βορειοανατολικές υπώρειες του Ολύμπου (Στράβων VIII 330 και Χ 47), και ονομαζόταν Θραξ,
επειδή η περιοχή από τον Όλυμπο μέχρι τον Ελλήσποντο ονομαζόταν τότε Θράκη. Ο
Διόδωρος (Ι 64) αναφέρει ότι ήταν γιος του βασιλιά της Θράκης Οιάγρου, αλλά
αυτό επιβεβαιώνεται και στα Αργοναυτικά, όπου αναφέρεται: Ὀρφεῦ, Καλλιόπης τε καὶ Οἰάγρου φίλε κοῦρε
(77), αλλά και στο απόσπασμα Ὀρφεὺς ὁ παῖς Οἰάγρου (40,511).
Σύμφωνα με τον Ελλάνικο
(485-405 π.Χ.) είναι πρόγονος του Ομήρου, και σύμφωνα με τον Ευσέβιο (265-339
μ.Χ.) γεννήθηκε 85 χρόνια πριν από την καταστροφή της Τροίας. Αφού, όπως
αποδεικνύεται από τη μέθοδο του άνθρακα 14, η άλωση της Τροίας έλαβε χώρα το
1183 π.Χ., ο Ορφέας πρέπει να γεννήθηκε, σύμφωνα με τον Ευσέβιο, το 1268 π.Χ.,
δηλαδή περίπου 40 χρόνια πριν από την Αργοναυτική εκστρατεία (1225 π.Χ.).
Ταξίδεψε στην Αίγυπτο, όπου
μυήθηκε στην αιγυπτιακή σοφία από τους ιερείς της Μέμφιδας, και στη συνέχεια,
σύμφωνα με τον Διόδωρο (V
64), πήγε στην Κρήτη, όπου διδάχθηκε από τους Ιδαίους Δάκτυλους. Όπως λέει ο Ηρόδοτος
(ΙΙ 81) και ο Απολλόδωρος (Ι 15), έχοντας επιστρέψει στη Θράκη, εισήγαγε και τα
Διονύσου μυστήρια, έχοντας προηγουμένως αποδεχθεί την επιρροή της
αιγυπτιακής λατρείας. Έζησε και εργάστηκε στην περιοχή των Λειβήθρων. Αναφέρεται ότι σκοτώθηκε από τους Θράκες και
τάφηκε στην Άντισσα, το σημερινό χωριό Γαβαθάς της Λέσβου, ή στα Λείβηθρα, τη
σημερινή Λεπτοκαρυά, κοντά στον Όλυμπο, όπου διατηρήθηκε ο τάφος του, ακόμη και
μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, φέροντας πάνω του ένα «ξόανο» από
κυπαρίσσι. Σύμφωνα με τον Παυσανία (Χ 7), όταν αργότερα τα οστά του
μεταφέρθηκαν στο Δίον Πιερίας, ο ποταμός Συς, που σήμερα λέγεται Ζηλιάνα,
πλημμύρισε και βύθισε τα Λείβηθρα.
Β) Ο Ονομάκριτος και τα «Ορφικά».
Μεταξύ των ετών 527 και 514
π.Χ., ο γιος του Πεισίστρατου, Ίππαρχος, άρχει στην Αθήνα. Συνέστησε μια
επιτροπή, η οποία ανέλαβε να συγκεντρώσει όλα τα ορφικά κείμενα, δηλαδή όλα τα
πνευματικά δημιουργήματα του Ορφέα και των μαθητών του που είχαν παραδοθεί
μέχρι τότε, από στόμα σε στόμα, ανά τους αιώνες, με σημαντικότερο τον Μουσαίο,
τον πρώτο γνωστό Έλληνα αστρονόμο της πιο μακρινής αρχαιότητας. Μεταξύ των
ηγετικών μελών αυτής της επιτροπής, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, (VII 6) ήταν ο Ονομάκριτος (560 - 490 π.Χ.). Μάλιστα,
ο Ονομάκριτος είχε την αυθεντία, ως συλλέκτης, γιατί στο παρελθόν, ο πατέρας
του Ίππαρχου, ο Πεισίστρατος, του είχε εμπιστευτεί τη συλλογή και καταγραφή των
ομηρικών επών.
Παρ' όλα αυτά, ο δάσκαλος του
Πινδάρου, Λάσος ο Ερμιονεύς, κατηγόρησε τον Ονομάκριτο ότι παρέμβαλε μερικούς
δικούς του στίχους στην περισυλλογή των ορφικών κειμένων. Τόσο μεγάλη σημασία
δόθηκε στην εν λόγω παρέμβαση ώστε, όπως λέει ο Ηρόδοτος, γι' αυτόν και μόνο
τον λόγο ο Ίππαρχος εξόρισε τον Ονομάκριτο. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να
εκτιμήσουμε τον βαθμό ακρίβειας των σωζόμενων ορφικών κειμένων, ως προς το
αρχικό τους περιεχόμενο. Η ακρίβεια αυτή, σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορεί να
θεωρηθεί τουλάχιστον ανάλογη με εκείνη των σωζόμενων ομηρικών επών.
Τα ορφικά κείμενα δεν είναι
γραμμένα στην καθαρά ομηρική γλώσσα, αλλά παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες
μεταγενέστερων χρόνων. Το γεγονός αυτό μπορεί εύκολα να ερμηνευτεί αν ληφθεί
υπόψη ότι ο Ορφισμός ήταν μια ολοκληρωμένη θρησκεία, και επομένως διαφορετική
από το «δωδεκάθεο», όπως το γνωρίζουμε ως αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο Ορφισμός
ήταν ταυτόχρονα και μια ανώτερη μύηση των οπαδών του, μια αρχαία μυστική μύηση,
η οποία εισήχθη στην αρχαιότητα από τον Ορφέα, και η οποία, διατηρούμενη σε
μεταγενέστερους χρόνους, διδασκόταν στα ελευσίνια μυστήρια, και πάλι μόνο σε
όσους ήταν μυημένοι. Και εκείνοι που σχετίζονται με τη συλλογή των ορφικών
κειμένων παρουσιάζονται στα σωζόμενα έργα άλλων συγγραφέων της αρχαιότητας ως
μυημένοι στον Ορφισμό. Γι' αυτό φρόντισαν για το έργο της συλλογής των κειμένων.
Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η παράδοση του Ορφισμού, μέσα στους
αιώνες, από τη δεύτερη χιλιετία έως τον 5ο π.Χ. αιώνα, όταν έγινε η
καταγραφή των ορφικών κειμένων από την επιτροπή του Ονομάκριτου, δικαιολογεί τη
διαφοροποίηση της γλώσσας[2] στην οποία γράφτηκαν αυτά τα κείμενα.
Είναι η γλώσσα που διατηρεί το χρώμα της ομηρικής γλώσσας, χωρίς όμως να είναι
αυτή που γράφτηκαν τα κείμενα. Είναι η γλώσσα στην οποία αποδόθηκαν, σταδιακά,
τα παλαιότερα κείμενα, έτσι ώστε να γίνουν κατανοητά από τους μυημένους.
Από την άλλη, η διάλεκτος των Ορφικών
είναι η «αιολική» διάλεκτος, με πολλά στοιχεία της «αττικής» διαλέκτου, όπως
ακριβώς συμβαίνει και με τα ομηρικά έπη, όπως θα περίμενε κανείς. Διότι τόσο τα
ομηρικά όσο και τα ορφικά κείμενα προέρχονται από την αρχαία «αχαϊκή» διάλεκτο,
της οποίας η αιολική είναι κλάδος. Και η πρόσμιξη της αττικής διαλέκτου έγινε
σύμφωνα με τη συλλογή και καταγραφή τόσο της ομηρικής όσο και της ορφικής
διαλέκτου, από τους Ίωνες και τους Αθηναίους, όπως συνέβη με τον Ονομάκριτο.
Μέσα από όλα αυτά θέλουμε να
διευκρινίσουμε την ακόλουθη θέση: τα ορφικά κείμενα είναι μεν μια συγγραφή που
αποδίδεται στον 5ο αιώνα π.Χ., όμως, α) το περιεχόμενό τους
αντιστοιχεί στις ιδέες των χρόνων της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., όπως θα
αποδειχθεί στο τελευταίο κεφάλαιο αστρονομικά, και β) αυτή η συγγραφή είναι
ακριβής παράφραση- για να μην πω μετάφραση- των ορφικών ύμνων, όπως
απαγγέλλονταν κατά την εποχή της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Η ακρίβεια των ορφικών
ιδεών, που περιέχονται κυρίως στους ύμνους, μαρτυρείται, αναμφισβήτητα, από την
αυστηρή τιμωρία του Ονομάκριτου, επειδή θέλησε να προσθέσει μερικούς δικούς του
στίχους στα γνήσια ορφικά κείμενα. Διότι το γεγονός αυτό αποδεικνύει δύο
πράγματα: α) ότι υπήρχαν εκείνοι που ήταν σε θέση να επαληθεύσουν την ακρίβεια
της συλλογής των ορφικών κειμένων, όπως ο Λάσος, και β) ότι ο εν λόγω έλεγχος μπορούσε
να επιτευχθεί, προφανώς, συγκρίνοντας αυτά τα κείμενα με προηγούμενα, τα οποία
χρησιμοποιούσαν οι μυημένοι στον Ορφισμό, και τα οποία τους παραδίδονταν, κατά
τόπους, από γενιά σε γενιά.
Γ) Τα «Ορφικά» και οι
«Ύμνοι» σε αυτά.
Τα σωζόμενα ορφικά κείμενα, τα
οποία είναι γνωστά με τη γενική ονομασία Ορφικά, είναι: α) τα Αργοναυτικά,
που περιλαμβάνουν 1384 στίχους, β) οι Ύμνοι, δηλαδή 88 ύμνοι της ορφικής
λατρείας, που περιλαμβάνουν 1133 στίχους, γ) τα Λιθικά, 768 στίχοι, στα
οποία ο Ορφέας διδάσκει τον Θεοδάμαντα για τη χρησιμότητα και τη μυητική αξία
είκοσι πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων, και δ) τα Αποσπάσματα και οι
Επιγραφές (Orphicorum fragmenta), που είναι, αντίστοιχα, αποσπάσματα
σωζόμενων κειμένων του Ορφέα σε έργα άλλων αρχαίων Ελλήνων, και σωζόμενες
επιγραφές στις οποίες αναφέρονται πληροφορίες για τον Ορφέα και τον Ορφισμό.
Εδώ θα αναφερθούμε ιδιαίτερα
στους ύμνους, και μάλιστα σε εκείνους από τους οποίους προκύπτουν οι
πληροφορίες σχετικά με τις αστρονομικές ιδέες και γνώσεις που επικρατούσαν στη
δεύτερη χιλιετία π.Χ.[3] Παράλληλα, ελήφθησαν υπόψη όλα τα χωρία
των άλλων ορφικών κειμένων που σχετίζονται με την αστρονομία.
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΩΝ ΟΡΦΙΚΩΝ
Δεν πρόκειται να εκθέσω σε
αυτό το κεφάλαιο ό,τι αναφέρεται στην καθαρή επιστήμη· με άλλα λόγια, με τις
ιδέες των Ορφικών οι οποίες μπορούν να συγκριθούν με τις κλασικές αστρονομικές
αντιλήψεις. Για το λόγο αυτό δεν περιλαμβάνονται οι κοσμογονικές διδασκαλίες
των Ορφικών, οι οποίες είναι στενά συνδεδεμένες με τη θεογονία τους, και από
τις οποίες επηρεάστηκαν οι φιλοσοφικές- αστρονομικές αντιλήψεις της ύστερης
ελλαδικής περιόδου, μέχρι και τον τέταρτο αιώνα π.Χ.
Στη λέξη «Ουρανός,» όπως
προκύπτει από το περιεχόμενο του ύμνου του Ουρανού, οι Ορφικοί δεν εννοούν μόνο
αυτό που σήμερα ονομάζουμε ουρανό ή ουράνια σφαίρα, αλλά περισσότερο αυτό που
ονομάζουμε αστρικό κόσμο. Γι’ αυτό και ο Ουρανός καλείται οὐράνιος καὶ χθόνιος,
περιλαμβάνοντας και τη Γη.
Αυτό ισχύει και για τη Φύση. Η
φύση, όπως συνάγεται και από τον ύμνο που είναι αφιερωμένος σ' αυτήν, είναι για
τους Ορφικούς το επιστητό, αυτό που υποπίπτει στην αντίληψή μας· είναι το παν,
αυτό που βρίσκεται γύρω μας, Γη, θάλασσα, αιθέρας, αλλά και ουρανός: Φύσις
χθονίη τε καὶ εἰναλίη, αἰθερίη, αλλά και οὐρανίη.
Σύμφωνα με τα ορφικά χρονικά,
υπάρχει μια αρχή του κόσμου. Το Σύμπαν γεννήθηκε κάποια στιγμή, αλλά αυτό
συνέβη πριν από αμνημονεύτων χρόνων. Έτσι, ο Ουρανός χαρακτηρίζεται ως πρεσβυγένεθλος, δηλαδή ως πρωτότοκος, και
η Φύση ως πρωτογένεια, πρωτότοκος, πανάρχαια, αλλά και ως παλαίφατος,
αρχέγονη, παμπάλαια.
Αν και το Σύμπαν έχει μια
αρχή, εντούτοις οι Ορφικοί δέχονται ότι αυτό είναι άφθαρτο, αδάμαστο και
αιώνιο. Στο βαθμό που το Σύμπαν είναι για τους Ορφικούς ένας ζωντανός
οργανισμός, που παρέχει στα μέρη του τη δυνατότητα ύπαρξης και ζωής, αυτό το ίδιο
είναι ο γεννήτορας όλων όσων υπάρχουν στον κόσμο· είναι ο παγγενέτωρ
Ουρανός, και η παμμήτειρα Φύση είναι η πάντων πατήρ, και
συγχρόνως μήτηρ.
Το ότι ολόκληρος ο οργανισμός
του Σύμπαντος υπακούει στον φυσικό νόμο, αλλά και διασφαλίζεται από αυτόν,
διδάσκεται με πολύ σαφή τρόπο στον ορφικό ύμνο του Νόμου, στον οποίο γίνεται
ιδιαίτερη αναφορά και μόνο στον «συμπαντικό νόμο». Ωστόσο, στον ύμνο του
Ουρανού- Σύμπαντος δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί ο «παγκόσμιος νόμος», γι’ αυτό
και προλέγεται εκεί ότι ο Ουρανός «κρατάει εν εαυτώ το φοβερό και ασύλληπτο
νόμο», υπό του οποίου διέπεται· ἐν στέρνοισιν ἔχων φύσεως ἄπλητον ἀνάγκην.
Με τον ίδιο τρόπο, ενώ ο
τρίτος ύμνος είναι αφιερωμένος στον χρόνο (όπου ο υμνογράφος δίνει την ερμηνεία
ότι ο Κρόνος είναι ο χρόνος, και ότι ο χρόνος μπορεί να υπάρχει μόνο αν υπάρχει
και ο υλικός κόσμος, και ότι έτσι ο Ουρανός μπορεί να θεωρηθεί ο γεννήτορας του
χρόνου- Κρόνου), ωστόσο, δεν παραλείπεται, ούτε στον ύμνο του Ουρανού, να
υπάρχει νύξη σε αυτή την αλήθεια, καθώς ο Ουρανός αποκαλείται Κρονότεκνος.
Το σχήμα του ουρανού ορίζεται
στη φράση σφαιρηδὸν ἑλισσόμενος περὶ
γαῖαν˙[4] είναι, επομένως, κατά πρώτο λόγο,
σφαιρικό. Αν οριζόταν ως ημισφαιρικό, αυτό δεν θα είχε βαθύτερη αξία, αφού θα
ήταν θέμα διαπίστωσης προερχόμενο από κάτι πολύ κοινό, καθημερινό. Από το «σφαιρηδὸν»
προκύπτουν τα εξής: α) αποκλείεται, έμμεσα, ότι η Γη θεωρείται άπειρη και
επίπεδη, στο βαθμό που ο ουρανός περιστρέφεται γύρω της˙ β) Η λέξη «σφαιρηδὸν», που συνδέεται με
το «ἑλισσόμενος περὶ γαῖαν», παρέχει επίσης την πρώτη νύξη για το γεγονός ότι η
Γη τοποθετείται στο κέντρο της ουράνιας σφαίρας, και όχι σε οποιαδήποτε άλλη
θέση σε αυτήν˙ και
γ) το «σφαιρηδὸν» σημαίνει ότι ο ουρανός συμπεριφέρεται απλώς ως σφαίρα, χωρίς
να είναι απαραίτητο να έχει πραγματικό σφαιρικό σχήμα. Επειδή, όπως είδαμε, οι
όροι «κόσμος» και «ουρανός» συμπίπτουν κατά τους Ορφικούς, το παραπάνω
απόσπασμα σημαίνει ότι «ο κόσμος συμπεριφέρεται σαν σφαίρα που κινείται γύρω
από τη Γη».
Αν στον ύμνο του Ουρανού
διδάσκεται η φαινομενική κίνηση της ουράνιας σφαίρας γύρω από τη Γη, θεωρούμενης
ως όλον, στον έκτο ύμνο, ο οποίος είναι αφιερωμένος στα αστέρια, η ίδια κίνηση συνάγεται
από την κίνηση των αστεριών που είναι στερεωμένα στην ουράνια σφαίρα, όπως
ακριβώς κάνουμε σήμερα.
Ο ύμνος των Άστρων λέει: ἀστέρες οὐράνιοι, ἐγκύκλιοι, δίνησι
περιθρόνιοι κυκλέοντες.[5]
Δηλαδή, κυριολεκτικά, «τα αστέρια του ουρανού, τα οποία, μέσω δινών
(περιστροφικές κινήσεις), ιχνηλατούν κύκλους γύρω από το θρόνο (Γη), και επανέρχονται
περιοδικά (εγκύκλιοι)...». Το νέο στοιχείο είναι η περιοδικότητα της κίνησης.
Επομένως, σύμφωνα με όσα
ειπώθηκαν, συνάγεται πλήρως ο πρώτος νόμος της φαινομενικής κίνησης της
ουράνιας σφαίρας, σύμφωνα με τον οποίο, «ο χρόνος μεταξύ δύο διαδοχικών εμφανίσεων
οποιουδήποτε αστέρα στο ίδιο σημείο της τροχιάς του είναι σταθερός».
Και παρόλο που οι Ορφικοί δεν
καθιστούν σαφές ότι «αυτός ο χρόνος είναι ο ίδιος για όλα τα αστέρια», αυτό
συνάγεται πλήρως από τον συνδυασμό του προηγούμενου χωρίου με το σφαιρηδὸν ἑλισσόμενος
περὶ γαῖαν… ῥόμβου δίναισιν ὁδεύων, όπου ολόκληρος ο ουρανός παρομοιάζεται
με μια σβούρα, πάνω στην οποία τα αστέρια είναι στερεωμένα.
Από την άλλη, από το συνδυασμό
αυτών των δύο χωρίων προκύπτει και ο δεύτερος νόμος της φαινομενικής κίνησης
της ουράνιας σφαίρας, καθώς «οι τροχιές των αστεριών είναι οι περιφέρειες
κύκλων κάθετων στην διάμετρο της ουράνιας σφαίρας». Διότι αυτή η διάμετρος βρίσκεται
στον άξονα γύρω από τον οποίο και μόνο είναι δυνατό να περιστρέφεται ο «ρόμβος»·
περισσότερο δε αυτό δηλώνεται με το «σκήπτρο»- τον άξονα του θρόνου- της Γης.
ΗΛΙΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ
Αντλούμε τις πληροφορίες για
τον Ήλιο από τον έβδομο ύμνο, του Ήλιου, και από τον 33ο ύμνο, του Απόλλωνα. Για
το ότι δε στην ορφική μύηση ο Απόλλωνας και ο Ήλιος ταυτίζονται, έχουμε πολλές
μαρτυρίες που προέρχονται από τα ίδια τα Ορφικά.
Από τους ύμνους του Ήλιου και
του Απόλλωνα συμπεραίνεται ότι οι Ορφικοί δίδασκαν τον ηλιοκεντρισμό, αν όχι
όπως τον ορίζουμε σήμερα, τουλάχιστον σύμφωνα με τις βασικές του ιδέες. Επειδή:
α) Υπάρχουν, καταρχήν, οι χαρακτηρισμοί του Ήλιου ως «κοσμοκράτορα» και «δεσπότη του κόσμου»,
οι οποίοι στερούν από τη Γη το προνόμιο της ηγετικής της θέσης στον κόσμο˙ και β) ο προτελευταίος στίχος του ύμνου
του Απόλλωνα διευκρινίζει περαιτέρω τη γεωγραφική θέση του Ήλιου, καθώς λέει
ότι έχει τη σφραγίδα με την οποία «τυπώθηκε» ο κόσμος˙ παντὸς ἔχεις κόσμου σφρηγίδα τυπῶτιν.[6]
Ο εν λόγω στίχος προφανώς
σημαίνει ότι ο κόσμος «γεννήθηκε» από τον Ήλιο, και, κατά συνέπεια, η
διδασκόμενη ιδέα, κοσμογονικής φύσης, είναι ότι ο κόσμος προήλθε από τον Ήλιο.
Ωστόσο, αυτή η κοσμογονική «αρχή» συνεπάγεται επίσης την πρωταρχική θέση του Ήλιου
στον κόσμο, η οποία παρέχεται όχι μόνο από τα επίθετα «κοσμοκράτορας» και
«δεσπότης», αλλά και από ολόκληρο το περιεχόμενο των δύο ύμνων στους οποίους
αναφερόμαστε.
Ιδιαίτερο επιστημονικό
ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει ο στίχος κόσμου τὸν ἐναρμόνιον δρόμον ἕλκων.[7]
Γιατί το ρήμα «έλκω» είχε την έννοια που του αποδίδουμε και σήμερα, τόσο στα Ορφικά
όσο και στα ομηρικά κείμενα. Ως εκ τούτου, είμαστε αναγκασμένοι να δεχτούμε ότι
οι Ορφικοί μιλούσαν για την έλξη του Ήλιου, που ασκείτο στο «δρόμο του κόσμου».
Αλλά η «έλξη του δρόμου» δεν έχει κανένα απολύτως νόημα, αφού, όπως βλέπουμε,
«δρόμος» ονομαζόταν η εκλειπτική. Ωστόσο, η έλξη στον «δρόμο του κόσμου»
παίρνει εννοιολογικό περιεχόμενο, μόνο αν ο κόσμος έλκεται από τον Ήλιο, και αν
ο κόσμος- και όχι ο Ήλιος- ταξιδεύει σε αυτή την τροχιά. Αλλά η συντακτική
πλοκή και ερμηνεία του στίχου λέει επίσης ακριβώς ότι ο κόσμος διατρέχει την
εκλειπτική.
Επομένως, πρέπει να δεχτούμε
ότι: α) ο Ήλιος νοείται ακίνητος, και ο κόσμος κινούμενος στην εκλειπτική, και
β) ο Ήλιος έλκει τον κόσμο σε αυτή την κίνηση.
Κατά συνέπεια, οι Ορφικοί
παρέχουν επίσης την εξήγηση της κίνησης, και διδάσκουν, ως φυσική αιτία της
κίνησης του κόσμου, τη βαρυτική έλξη του Ήλιου, περισσότερο από τρεις χιλιετίες
πριν ο Νεύτωνας μιλήσει γι' αυτό, το 1687 μ.Χ.
Το αδιευκρίνιστο σημείο του
στίχου είναι ο «κόσμος». Ωστόσο, από το γεγονός ότι προτάσσεται στο στίχο ο
χαρακτηρισμός «χρυσολύρης» για τον Ήλιο, και ότι, αμέσως μετά, στον επόμενο
στίχο, ακολουθεί ο προσδιορισμός «ὡροτρόφος», οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι
μπορεί να θεωρηθεί ως «κόσμος», καταρχήν, η Γη. Η άποψη αυτή ενισχύεται
σημαντικά από το γεγονός ότι στα Ορφικά δεν αναφέρεται πουθενά η κίνηση
του Ήλιου γύρω από τη Γη.
Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν
υπάρχει σαφής αναφορά στην κίνηση των πλανητών γύρω από τον Ήλιο, μας οδηγεί
στο τελικό συμπέρασμα ότι οι Ορφικοί, παρότι θεωρούσαν τον Ήλιο ως κέντρο
κίνησης και έλξης του κόσμου, δεν προχώρησαν στην ολοκλήρωση του ηλιοκεντρικού
συστήματος, διδάσκοντας την κίνηση των πλανητών γύρω από αυτό το κέντρο˙ αλλά έφθασαν, κατά κάποιο τρόπο, μέχρι την
αντίληψη της Γης ως πλανήτη, με τη σημερινή έννοια της λέξης.
ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΗΛΙΟΚΕΝΤΡΙΚΗΣ
ΘΕΩΡΙΑΣ
Ο 25ος ύμνος, «της Γης», είναι
αφιερωμένος στη Γη. Αλλά ο 26ος ύμνος, «της Μητέρας των Θεών», είναι επίσης
αφιερωμένος στη Γη. Αυτή είναι η Μητέρα Γη, όπως λέγεται ξεκάθαρα σε αυτόν τον
ύμνο: «ἡ κατέχεις κόσμοιο μέσον θρόνον, οὕνεκεν αὐτὴ γαῖαν ἔχεις».[8]
Δηλαδή: «Εσύ που κατέχεις το θρόνο του κόσμου, αυτός που βρίσκεται στο μέσον
του, με τον οποίο κατέχεις και τη Γη». Από την άλλη, ωστόσο, και στο σύνολό
του, ο ύμνος αυτός θεωρείται ότι υποδηλώνει σαφώς, μέσω του περιεχομένου του,
ότι αναφέρεται στη Γη.
Η περιστροφή της Γης γύρω από
τον άξονά της, που αποτελεί το δεύτερο μέρος της ηλιοκεντρικής ιδέας, συνάγεται
έμμεσα αλλά σαφώς από τα χωρία, που αναφέρονται στις επόμενες παραγράφους, για
την ταύτιση του άξονα περιστροφής της Γης με τον άξονα του ουρανού.
Όπως είδαμε, ο υμνωδός έκανε
την πρώτη νύξη για την επωνυμία της Γης, ως «θρόνου» του ουρανού, στους ύμνους
της φύσης και των άστρων, όπου αποκαλεί τη φύση «εύθρονη», και τα αστέρια «περιθρόνια
κυκλόεντα». Ήδη, απευθυνόμενος στη Μητέρα Γη, λέει: ἢ κατέχεις κόσμοιο μέσον
θρόνον, οὕνεκεν αὐτὴ γαῖαν ἔχεις. Σύμφωνα με αυτή την πρόταση, η Γη
(θρόνος) βρίσκεται στη μέση (κέντρο) του κόσμου. Και δεδομένου ότι από τα
αποσπάσματα που αναφέρονται παρακάτω προκύπτει ότι ως «κόσμος» νοούνται όλα τα
αστέρια του ουρανού, το συμπέρασμα ότι η Γη θεωρείται ότι κατέχει το κέντρο της
ουράνιας σφαίρας επικυρώνεται.
Όσον αφορά τον άξονα
περιστροφής της ουράνιας σφαίρας, ο υμνωδός έκανε και πάλι τον πρώτο υπαινιγμό
στον ύμνο της φύσης, αποκαλώντας τη φύση «σκήπτρο». Ήδη δηλώνει ότι αυτό το
«σκήπτρο» ανήκει στη Γη, κάνοντας την αποστροφή: σκηπτοῦχε κλεινοῖο πόλου.
Σύμφωνα με αυτόν τον στίχο, αφού το σκήπτρο της Γης είναι αυτό «του πασίγνωστου
πόλου», δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από τον άξονά της. Όπως φαίνεται από τα εδάφια που αναφέρονται
παρακάτω, αυτός ο πόλος είναι ένας από τους πόλους της ουράνιας σφαίρας,
προφανώς ο βόρειος. Ως εκ τούτου, από το συνδυασμό όσων έχουν ειπωθεί,
προκύπτει το μοναδικό συμπέρασμα ότι η Γη βρίσκεται στο κέντρο της ουράνιας
σφαίρας, και ότι ο άξονάς της καταλήγει στον ουράνιο πόλο. Επομένως, ο άξονας
της Γης είναι επίσης ο άξονας του ουρανού.
Όπως είδαμε, ο ουρανός «ελίσσεται
περί τη Γη», και τα αστέρια είναι «κυκλόεντα περί τον θρόνο». Ήδη ο υμνωδός λέει
στον ύμνο της Γης: περὶ τὴν κόσμος πολυδαίδαλος ἄστρων εἰλεῖται φύσει ἀενάῳ
καὶ ρεύμασι δεινοῖς,[9]
δηλαδή ότι γύρω από τη Γη περιστρέφεται ο πλούσια πεποικιλμένος κόσμος των
άστρων. Συνεπώς:
α) η Γη καταλαμβάνει τον
«θρόνο», στο μέσο του οποίου βρίσκεται ο κόσμος των άστρων, και
β) δεδομένου ότι η περιστροφή
των αστεριών και του ουρανού γίνεται γύρω από τη Γη, ο άξονας περιστροφής
πρέπει να είναι ο άξονας της Γης που καταλήγει στον πόλο. Αλλά σε μια τέτοια
περίπτωση, ο αναφερόμενος ως «πασίγνωστος πόλος» είναι ο ουράνιος και όχι ο
γήινος, κάτι που δεν ήταν δυνατόν, όπως και σήμερα, να είναι γνωστό σε όλους.
Εξάλλου το φύσει ἀενάῳ καὶ
ρεύμασι δεινοῖς μπορεί να αποδοθεί, κατά μία έννοια, ως εξής: ο κόσμος των
αστεριών περιστρέφεται ατελείωτα, ακολουθώντας τις θαυμαστές τροχιές της
περιστροφικής κίνησης («δεινά ρεύματα»).
Εκτός από αυτά τα δύο
δεδομένα, ωστόσο, υπάρχει μια σαφής διατύπωση της περιστροφής της Γης στο υπ’
αριθμό 2 απόσπασμα. Οι στίχοι 24-26 του εν λόγω αποσπάσματος έχουν ως εξής: ἴδρις
γὰρ ἔην ἄστροιο πορείης, καὶ σφαίρης κίνημ᾽ ἀμφὶ χθόνα ὡς περιτέλλει
κυκλοτερής, ἐν ἴσῳ τε κατὰ σφέτερον κνώδακα. Δηλαδή, κατά λέξη: «Διότι γνώριζε
την πορεία των άστρων και την κίνηση της (ουράνιας) σφαίρας γύρω από τη Γη, καθώς
αυτή περιστρέφεται, όντας στρογγυλή, και στον ίδιο χρόνο γύρω από το δικό της
άξονα».
Επομένως, από όλα τα παραπάνω,
εξάγονται σαφώς τα ακόλουθα συμπεράσματα σχετικά με τη Γη και την ουράνια
σφαίρα:
α) η Γη βρίσκεται στο κέντρο
της ουράνιας σφαίρας,
β) είναι σφαιρική,
γ) έχει άξονα γύρω από τον
οποίο περιστρέφεται,
δ) ο γήινος άξονας εκτείνεται
μέχρι τον ουράνιο πόλο,
ε) γύρω από αυτόν τον άξονα διενεργείται
η περιστροφή της ουράνιας σφαίρας,
στ) η περιστροφή της Γης και
του ουρανού γίνεται στον ίδιο χρόνο (αστρική ημέρα), και
ζ) η περιστροφή αυτή γίνεται με
βάση τους φυσικούς νόμους.
Αλλά αυτά συνιστούν το δεύτερο
μέρος της ηλιοκεντρικής ιδέας, δηλαδή την κοινή και ισόχρονη, γύρω από τον ίδιο
άξονα, περιστροφή Γης και ουρανού, την οποία δίδαξαν οι Ορφικοί περίπου 3000
χρόνια πριν ο Κοπέρνικος ιδιοποιηθεί τις ορφικής προέλευσης δοξασίες των
Πυθαγορείων και του Αρίσταρχου.
Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΝΟΜΟΣ
Οι Ορφικοί απηύθυναν τους
λατρευτικούς ύμνους τους στις δυνάμεις της φύσης, γενικά, τις οποίες θεωρούσαν
ως εκφράσεις του ενός θεού στον οποίο πίστευαν. Ο συμπαντικός νόμος, ο οποίος
ρύθμιζε όλα τα πράγματα, και τον οποίο ο λαός αγνοούσε, δικαίως τιμήθηκε από τους
Ορφικούς, όπως αναφέρεται και από τον Πρόκλο (Υπόμνημα εις Πλάτωνος Α΄
Αλκιβιάδην 1): Πάρεδρος ὁ νόμος τοῦ Διός, ὥς φησιν Ορφεὺς. Εξού και
η αφιέρωση του ύμνου στο νόμο, από τον οποίο αντλούμε την πλήρη σοφία της
διδασκαλίας των Ορφικών.
Καταρχήν διακηρύσσει ο υμνωδός
ότι ο φυσικός νόμος είναι παγκόσμιος, και ισχύει στον ουρανό και στη Γη: καλέω... οὐράνιον Νόμον, ἀστροθέτην, σφρηγῖδα
δικαίην πόντου τ' εἰναλίου καὶ γῆς.[10] Δηλαδή: «Καλώ τον ουράνιο νόμο, ο οποίος ταξιθέτησε
τα αστέρια (και ο οποίος αποτελεί τη σωστή και κατάλληλη σφραγίδα τόσο του
υγρού πόντου όσο και της γης».
Επομένως, σύμφωνα με το
απόσπασμα, ο νόμος:
α) Κυβερνά τους ουρανούς, στο
σύνολό του, ως «ουράνιος», και είναι, πιο συγκεκριμένα, ο «αστροθέτης» του
ουρανού. Το «αστροθέτης» μπορεί να αναφέρεται τόσο στην ταξινόμηση των αστεριών
σε αστερισμούς, όσο και στη διαίρεση αυτών σε ειδικά αστέρια. Επιπλέον, αυτός ο
ορισμός μπορεί να επεκταθεί στη σύσταση του αστρικού κόσμου, ώστε το Σύμπαν να
υπάρχει και να έχει τη μορφή, όπως περιγράφει ο υμνωδός στον ύμνο του ουρανού,
της φύσης και των αστεριών.
β) Ο νόμος επεκτείνεται στο
άλλο μέρος του κόσμου, στη Γη, επειδή είναι η σφραγίδα όλων όσων υπάρχουν, τόσο
στην ξηρά όσο και στην θάλασσα. Αυτή η παρουσία του νόμου στη Γη χαρακτηρίζεται
ως «δίκαιη», δηλαδή αρμόζουσα και ορθή, αλλά πάνω απ’ όλα είναι τέτοια ώστε να
εξασφαλίζεται η τάξη και στον επίγειο κόσμο, όπως ακριβώς τακτοποιήθηκε ο
ουρανός.
Εξάλλου, «ο νόμος διασφαλίζει και
διατηρεί την σταθερότητα και ασφάλεια, αλλά και το αδιασάλευτο και ασταμάτητο
(της λειτουργίας) της φύσης» (φύσεως τὸ βέβαιον ἀκλινὲς ἀστασίαστον ἀεὶ τηροῦντα.
Επομένως, ο κόσμος υπάρχει συνεχώς, και εξασφαλίζεται η σταθερότητά του, αλλά
και το αμετάβλητο αυτού, χάρη στην αδιάλειπτη λειτουργία του φυσικού νόμου.
Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ ΟΡΦΙΚΩΝ ΥΜΝΩΝ
Όπως είδαμε, στον ύμνο του
Απόλλωνα γίνεται αναφορά στην ισότητα των εποχών, του χειμώνα και του
καλοκαιριού (μίξας χειμῶνος θέρεός τ᾽ ἴσον ἀμφοτέροισιν). Αλλά είναι
δυνατόν να υπολογίσουμε με ακρίβεια τον χρόνο κατά τον οποίο συνέβη αυτό το
φαινόμενο, και από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε, με κάποιο τρόπο, για τον
χρόνο κατά τον οποίο διατυπώθηκαν οι ορφικοί ύμνοι.
Πράγματι, ας ονομάσουμε Δφ1
την ετήσια γωνιακή κίνηση του άξονα των αψίδων ΠΑ (Εικ. 2), κατά την ορθή
φορά, και Δφ2 την ταυτόχρονη γωνιακή κίνηση της ισημερινής
γραμμής γγ΄, κατά την ανάδρομη φορά. Λόγω της σταθερής καθετότητας της
γραμμής των τροπών ΘΤ και ΧΤ προς την ισημερινή γραμμή γγ΄,
η γωνιακή κίνηση Δφ2 συνεπάγεται ίσης γωνίας μετατόπιση, κατά
μέτρο και χρόνο, με την ετήσια κίνηση της γραμμής των τροπών. Επομένως, η
ετήσια μεταβολή Δφ της γωνίας φ, η οποία σχηματίζεται από τον
άξονα των αψίδων και τη γραμμή των τροπών θα είναι
Δφ = Δφ1 + Δφ2 (1)
Και αφού είναι Δφ1
= 11 ́ ́,7 και Δφ2 = 50 ́ ́,2 και η κίνηση των δύο γραμμών
είναι αντίρροπη, θα είναι επίσης
Δφ = 11 ́ ́,7 + 50 ́ ́,2 = 61 ́ ́,9 (2)
Από την άλλη, επειδή
είναι (Θ)=(X) (Θέρος= Χειμώνας), όταν ο άξονας των αψίδων διχοτομεί τα
τεταρτημόρια της εκλειπτικής Ε και Φ (Έαρ και Φθινόπωρο), και η μεταβολή
της γωνίας φ είναι ομαλή, έπεται
ότι ο χρόνος t που απαιτείται (σε έτη) για να πάρει ο άξονας
των αψίδων αυτή τη θέση της διχοτόμου των τεταρτημόριων Ε και Φ,
παρέχεται από τις σχέσεις:
Δφt1 = 45° (3α)
Δφt2 = 225° (3β)
Από την (3α) παίρνουμε t1 = 2.617,1 έτη, και από την (3β) παίρνουμε t2 = 13.085,6 έτη.
Τέλος, δεδομένου ότι το 1251 μ.Χ. εκμηδενίστηκε η γωνία φ του άξονα των αψίδων
και της γραμμής των τροπών, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι χρονολογίες Τ1
και Τ2, κατά τις οποίες ο άξονας των αψίδων είχε τη
ζητούμενη θέση, είναι:
Τ1 = 1251 - 2617,1 = - 1366,1 = 1366 π.Χ. (4)
Τ2 = 1251 - 13085,6 = - 11834,6 = 11835 π.Χ. (5)
Από τις δύο αυτές ημερομηνίες, η (5) πρέπει
αναμφισβήτητα να απορριφθεί στο μέτρο που, ως προς την (4), μεταθέτει τα
γεγονότα κατά 10. 369 χρόνια στο μακρινό παρελθόν, όπου δεν υπάρχει καμία
ένδειξη και επομένως πιθανότητα να γράφτηκαν τότε οι ύμνοι. Επομένως, το έτος
1366 π.Χ. είναι το έτος της ισότητας (X) = (Θ) που αναφέρεται στον ύμνο του Απόλλωνα.
Ειπώθηκε ότι η ετήσια κίνηση του Ήλιου απεικονίζεται να γίνεται μα άρμα
(μάστιγι
λιγυρῇ τετράορον ἅρμα διώκων). Σε αυτόν τον στίχο, το επίθετο «τετράορο»
αναφέρεται στις τέσσερις εποχές. Αλλά και στην περίπτωση της Γης υπάρχει
αναφορά σε αυτό το άρμα: ταυροφόνων ζεύξασα ταχύδρομον ἅρμα λεόντων. Δηλαδή, «η Γη
που έζευξε το ταχύδρομο άρμα, το οποίο σέρνουν λιοντάρια, τα οποία φόνευσαν τον
ταύρο». Ως εκ τούτου, είναι σαφές από αυτόν τον στίχο ότι η
ίδια η Γη «ζεύγνει» το άρμα του έτους. Αυτή η ιδέα επαναλαμβάνεται στον ύμνο
της Ρέας- Γης, όπου λέγεται: ᾗ λῖς ταυροφόνος ἱερότροχον ἅρμα τιταίνει.[11] Δηλαδή, «Για σένα
το λιοντάρι που σκότωσε τον ταύρο προωθεί το άρμα (του έτους), το οποίο φέρει
τους (τέσσερις) ιερούς τροχούς (των εποχών)».
Συνεπώς, η ηλιοκεντρική
διδασκαλία των Ορφικών ολοκληρώνεται και στις λεπτομέρειές της. Διότι από το
συσχετισμό των τριών τελευταίων χωρίων, συμπεραίνεται ότι οι Ορφικοί συνέδεαν
την ετήσια κίνηση του «ηλιακού» άρματος με την ετήσια κίνηση του «γήινου»
άρματος. Αλλά αυτό σημαίνει ότι η κίνηση του Ήλιου στην εκλειπτική ήταν
συνέπεια της κίνησης της Γης. Αν, τέλος, συσχετίσουμε τα παραπάνω χωρία με το κόσμου
τὸν ἐναρμόνιον δρόμον ἕλκων, (από
τον ύμνο του Ήλιου), έχουμε μια πλήρη θέση του όλου ζητήματος, δηλαδή: Ο Ήλιος
έλκει τον κόσμο (τη Γη)· ως αποτέλεσμα αυτής της έλξης, η Γη κινείται γύρω από
τον Ήλιο. Το αποτέλεσμα της κίνησης της Γης είναι η κίνηση του Ήλιου στην
εκλειπτική.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΟΡΦΙΚΩΝ ΥΜΝΩΝ
Η ετήσια μεταβολή Δφ =
61 ́ ́,9 της γωνίας φ συνεπάγεται πριν από το έτος 1366 π.Χ. ετήσια
αύξηση της διάρκειας του χειμώνα και ίση ελάττωση της διάρκειας του καλοκαιριού
Δt, ίση με περίπου
50s. Επομένως, η ετήσια
διαφορά (X) - (Θ)
ήταν 2Δt = 1m 40s. Αυτή η διαφορά είναι τόσο μικρή που, στην πράξη, γίνεται εντελώς
αμελητέα. Θα χρειαζόταν περισσότερο από ένα τρίτο του αιώνα για να φτάσει η
διαφορά τη μία ώρα. Εάν, επιπλέον, ληφθεί υπόψη ότι τόσο τα όργανα μέτρησης του
χρόνου, πιθανώς οι κλεψύδρες, όσο και το σύστημα μέτρησης, αλλά και οι μέθοδοι
προσδιορισμού των ισημεριών και των τροπών ήταν, σε εκείνους τους μακρινούς
καιρούς, ατελείς, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ορφικοί αστρονόμοι,
μιλώντας για εποχική ισότητα, αναφέρονταν σε μια προσέγγιση ακόμη και αρκετών ωρών.
Ωστόσο, 475 χρόνια πριν από
την εξίσωση (X) = (Θ),
δηλαδή μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα π.Χ., όταν ο Ήλιος ήταν ακόμα στον Ταύρο κατά
την εαρινή ισημερία, ο χειμώνας δεν διέφερε από το καλοκαίρι παρά περίπου 13
ώρες, δηλαδή μέγεθος σημαντικά μικρότερο από αυτό μιας ημέρας. Γι’ αυτό και οι
δυο αυτές εποχές μπορούσαν, στην πράξη, να θεωρούνται ως ίσες ακόμη και τότε,
σε σχέση με τη μεγαλύτερη άνοιξη, η οποία διέφερε κατά περίπου 5 ημέρες από τις
ίσες μεταξύ τους εποχές. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σήμερα, καθώς το φθινόπωρο
διαφέρει από το χειμώνα κατά περίπου 19 ώρες και 23 λεπτά, έτσι ώστε αυτές οι
δύο εποχές να έχουν, στην πράξη, την ίδια διάρκεια, ενώ η μικρότερη εποχή, ο
χειμώνας (89ημ. 0 ώρ. και 12λ.), διαφέρει από τη μεγαλύτερη, το καλοκαίρι, κατά
4 ημ. και 15λ.
Εξάλλου, όταν το 1841 π.Χ. το
εαρινό ισημερινό σημείο γ βγήκε από το ζώδιο του Ταύρου και μπήκε στο
ζώδιο του Κριού, για πολύ καιρό βρισκόταν σε μια περιοχή άδεια από αστέρια
φωτεινότερα από το 5ο μέγεθος. Μόλις το 1382 π.Χ. έφτασε στον ωριαίο κύκλο του αστέρα
που είχε τη μεγαλύτερη ορθή αναφορά από τα αχνά αστέρια του Κριού, τον δ Ari (Mag 4,5). Πολύ αργότερα εισήλθε στην περιοχή των
φωτεινών αστεριών αυτού του αστερισμού. Επομένως, καθ' όλη τη διάρκεια της
περιόδου από το 1841 π.Χ. έως το 1382 π.Χ., όχι άδικα, ο Ταύρος θεωρείτο
σταθερά ως ο αστερισμός της εαρινής ισημερίας (Εικ. 3).
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω,
προκύπτει ότι τόσο η ισοδυναμία των εποχών χειμώνα- θέρους όσο και η παρουσία
του Ήλιου στον Ταύρο, στην αρχή της άνοιξης, αντιστοιχούν πρακτικά στην περίοδο
1841 - 1366 π.Χ. Επομένως, η ηλικία των ύμνων πρέπει να εντοπιστεί σε αυτήν την
περίοδο και, πιθανότατα, στους χρόνους γύρω στα μέσα της περιόδου, δηλαδή γύρω
στο 1600 π.Χ., όταν το σημείο γ δεν είχε φτάσει στα αχνά αστέρια του
Κριού, ενώ ο χειμώνας και το καλοκαίρι διέφεραν μεταξύ τους λίγο περισσότερο
από έξι ώρες.
Αν όμως τα δύο φαινόμενα της
ισοδυναμίας καλοκαιριού- χειμώνα και της ισημερίας στον Ταύρο συνδυαστούν και
μπορούν να τοποθετηθούν γύρω στο 1600 π.Χ., για το δεύτερο φαινόμενο δεν μπορούμε
να πούμε ότι η παρατήρησή του έγινε για πρώτη φορά τον 16ο ή 17ο αιώνα
π.Χ. Όπως ειπώθηκε, το γ βρισκόταν
στον Ταύρο από το 3629 έως το 1841 π.Χ. Οι Πλειάδες, οι οποίες αποτελούν
ουσιαστικά το δυτικό ακραίο όριο του αστερισμού, διασχίστηκαν από τον κόλουρο
των ισημεριών το 1900 π.Χ. Τότε αυτός συνέπιπτε με τον ωριαίο κύκλο του η Tau (Mag. 3,0).
Ως εκ τούτου, τότε ήταν δυνατό
να υπάρξει μια προοπτική αντίληψη της παρουσίας του Ήλιου στον Ταύρο, κατά την
ισημερία, την οποία αντίληψη, αντίθετα, δεν θα μπορούσε να προσφέρει η στους
μετέπειτα χρόνους διαδρομή του Ήλιου μέσα στην κενή από λαμπρά αστέρια
ανατολική περιοχή του Κριού. Μόνο αυτή η προοπτική αντίληψη του εαρινού Ήλιου
στις Πλειάδες, ή τουλάχιστον στον Ταύρο, θα μπορούσε να δικαιολογήσει την
εξέχουσα και ιδιόμορφη θέση που κατείχε ο Ταύρος στις λατρευτικές εκδηλώσεις
των Ελλήνων, αλλά και τη χρήση του ως σύμβολο ζωτικότητας και αναγέννησης,
ακόμη και ως έμβλημα της Μητέρας- Γης.
Εξάλλου, θα ήταν αδύνατο να
αναπτυχθεί απότομα, στα μέσα της Β΄ χιλιετίας π.Χ., η αστρονομία που
αποκαλύπτεται στους ορφικούς ύμνους. Διότι οι αστρονομικές γνώσεις που
βρίσκονται σε αυτούς τους ύμνους μαρτυρούν, αλλά και απαιτούν, μια μακροχρόνια
καλλιέργεια της αστρονομικής παρατήρησης, και, πολύ περισσότερο, μια
μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της θεωρητικής διερεύνησης των φαινομένων.
Αυτή, τη διαμέσου των αιώνων ανάπτυξη
της αστρονομίας, αποκαλύπτει ο «ταυρικός» Ήλιος». Αποκαλύπτει ότι από τα βάθη
της 3ης χιλιετίας π.Χ., όταν η εαρινή ισημερία ήταν στις Πλειάδες και στις
Υάδες του Ταύρου, άρχισε η παρατήρηση του ουρανού και η ανάπτυξη του
πολιτισμού, ο οποίος γύρω στο 1600 π.Χ. οδήγησε στην ακμή των Ορφικών και στην
εμφάνιση της μεγάλης μορφής του Ορφέα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ιστορικοί αλλά και χρονολόγοι
της αρχαίας ελληνικής ιστορίας τοποθέτησαν την αρχή της γύρω στους πρώτους αιώνες
της πρώτης χιλιετίας π.Χ. Τον τελευταίο καιρό, καθώς οι αρχαιολογικές ανασκαφές
έχουν επεκταθεί και τα ευρήματα έχουν πολλαπλασιαστεί, ειδικά μετά την
ανακάλυψη του κλειδιού της Γραμμικής Γραφής Β, από τον Ventris, το 1952, άρχισε να γίνεται λόγος
φειδωλός, για μια προώθηση της αρχής της ελληνικής ιστορίας 400 χρόνια νωρίτερα
από την μέχρι τότε αποδεκτή ημερομηνία. Όσον αφορά τους μύθους του μυκηναϊκού
και του μινωικού πολιτισμού, και γενικότερα του λεγόμενου «αιγιακού χώρου»,
υπάρχει πάντα η επιφύλαξη ότι πρόκειται για επιτεύγματα άγνωστων «προελληνικών»
φυλών, πιθανώς άσχετων με τους Έλληνες που εμφανίστηκαν αργότερα.
Η παρούσα μελέτη έρχεται να
δείξει ότι ακόμη και αυτοί οι χρονολογικοί προσδιορισμοί δεν είναι απολύτως
ακριβείς, καθώς οι θεωρίες περί αγνώστων προελληνικών και αιγιακών πολιτισμών απέχουν
πολύ από την αλήθεια. Διότι τα σωζόμενα ορφικά κείμενα, τα οποία είναι γνήσιες
δημιουργίες του ελληνικού πνεύματος, αναφέρονται σε ουράνια φαινόμενα τα οποία
επιτρέπουν την εφαρμογή της αστρονομικής μεθόδου χρονολόγησης. Η μέθοδος αυτή
είναι επίσης αντικειμενική, αλλά και τα συμπεράσματά της είναι ακριβέστερα από
πολλές άλλες μεθόδους που χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα από την αρχαιολογία. Η
μέθοδος αυτή, η οποία εφαρμόστηκε εδώ, προωθεί την αρχή της ελληνικής φυλής μέχρι
τουλάχιστον τους δύο πρώτους αιώνες της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.
Η ίδια μέθοδος έρχεται
επιπλέον να αποδείξει ότι δεν αποτελεί πάντα αξιόπιστο κριτήριο για τη
χρονολόγηση αρχαίων κειμένων η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένα αυτά τα κείμενα.
Αλλά και οι ιδέες που αναφέρονται στα κείμενα δεν είναι απαραίτητα σύγχρονες με
την εποχή και την διάλεκτο στην οποία γράφτηκαν αυτά. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί
να αμφισβητήσει ότι οι ορφικοί ύμνοι συλλέχθηκαν, πρώτα, γύρω στον έκτο αιώνα
π.Χ. Αλλά κανείς δεν μπορεί πλέον να αμφιβάλλει ότι διατυπώθηκαν νωρίτερα. Εδώ
προσπαθήσαμε να προσδιορίσουμε την ηλικία τους. Αυτή είναι και η ηλικία των
φαινομένων στα οποία οι ύμνοι αναφέρονται, αλλά και η ηλικία των ιδεών που
περιέχουν. Αν επιπλέον οι ιδέες των ύμνων δίνουν μια σαφή κατανόηση του υψηλού
βαθμού στον οποίο προωθήθηκε ο πνευματικός πολιτισμός εκείνων των αρχαίων
Ελλήνων, η χρονολόγηση των ιδεών καθορίζει το χρόνο ανάπτυξης αυτού του
πνευματικού πολιτισμού, αλλά και τους χρόνους στους οποίους ανάγονται οι
απαρχές της ελληνικής ιστορίας.
=========================
Αποσπάσματα από το Η
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ Π.Χ. ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΡΦΙΚΟΥΣ ΥΜΝΟΥΣ¸
του Κων. Σ. Χασάπη.
Σύνδεσμοι:
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ
ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ Π.Χ. ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΡΦΙΚΟΥΣ ΥΜΝΟΥΣ, Κων. Σ. Χασάπης:
[https://www.academia.edu/8216148/Greek_astronomy_in_the_2nd_millennium_B_C_according_to_Orphic_hymns]
ΤΑ ΟΡΦΙΚΑ, Ιωάννης. Δ. Πασσάς:
[https://www.astrologicon.org/books/Orphika_Ioannis_Passas.pdf]
Ορφικοί ύμνοι:
[https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9F%CF%81%CF%86%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%AF_%CF%8D%CE%BC%CE%BD%CE%BF%CE%B9]
Σ.τ.μ. Τα αποσπάσματα από τους
ορφικούς ύμνους είναι δικές μου προσθήκες για την πληρέστερη κατανόηση του
κειμένου.
[1] Πάνω από τριάντα συγγραφείς, οι
οποίοι είναι κατανεμημένοι σε όλες τις εποχές της αρχαιότητας, μιλούν για τον
Ορφέα ως πρόσωπο που υπήρχε, και παραθέτουν αποσπάσματα από τη διδασκαλία του.
Αυτό από μόνο του αποδεικνύει ότι η αμφισβήτηση της ιστορικότητας του Ορφέα από
ορισμένους είναι εντελώς αβάσιμη. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς βρίσκονται στα «Ὀρφέως
ἀποσπασμάτια» (40,487 κ.ε.).
[2] Δεν θα είχε θέση στην παρούσα
πραγματεία μια ανάλυση των ορφικών ύμνων από γλωσσική άποψη, προκειμένου να
καταδειχθεί με έναν επιπλέον τρόπο- εκτός από τον αστρονομικό- ότι η ηλικία των
ύμνων ανάγεται στη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Ωστόσο, δεν θα παραλείψω να σημειώσω
ότι μετά την ανάγνωση της Γραμμικής Γραφής Β, η οποία χρονολογείται στο 1200
π.Χ., μπορεί να διαπιστωθεί το εξής: Στους ορφικούς ύμνους υπάρχει πλήθος
λέξεων και ιδιωματισμών της μυκηναϊκής διαλέκτου, όπως η γενική σε -οιο,
το συχνά χρησιμοποιούμενο επίθετο πότνια, το πρόσφυμα μευ, και
τόσα άλλα. Όπως λέει ο καθηγητής Chadwick, ο οποίος ήταν ένας από τους ερμηνευτές της
Γραμμικής Β (15, 162), μια λέξη που αναφέρεται στις πινακίδες είναι η λέξη Fa-na-so-i, η οποία είναι
πολύ παρόμοια με την ελληνική λέξη ανάσσοιιν (δυικός αριθμός του άνασσα).
Είναι ενδιαφέρον ότι οι λέξεις άνασσα και άναξ επαναλαμβάνονται
στους μισούς από τους 88 ύμνους, δείχνοντας σαφώς τη σχέση μεταξύ της γλώσσας
της ορφικής λατρείας και της γλώσσας της λατρείας κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ.
[3] Οι ορφικοί ύμνοι είναι εντελώς ισοδύναμοι
με τους θρησκευτικούς βεδικούς ύμνους των Ινδών, ειδικά με τους αρχαιότατους
ύμνους της Ριγκβέδα. Και όπως οι τελευταίοι αποτέλεσαν την πηγή των
αστρονομικών ιδεών και γενικά των επιστημονικών ιδεών των αρχαίων Ινδών, έτσι
και οι ορφικοί ύμνοι αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τις ελληνικές αστρονομικές
ιδέες. Από την άλλη, η μεγάλη συγγένεια των ορφικών ύμνων και των ύμνων της
Ριγκβέδα, δείχνει επίσης την κοινή καταγωγή των Ινδών και των Ελλήνων από τον
μεγάλο κορμό της ινδοευρωπαϊκής φυλής.
[4] Οὐρανὲ παγγενέτορ, κόσμου μέρος αἰὲν
ἀτειρές,
πρεσβυγένεθλ’, ἀρχὴ πάντων πάντων τε τελευτή,
κόσμοκράτορ, σφαιρηδὸν ἑλισσόμενος περὶ γαῖαν,
οἶκε θεῶν μακάρων, ῥόμβου δίνῃσιν ὁδεύων,
οὐράνιος χθόνιός τε φύλαξ πάντων περιβληθείς,
ἐν στέρνοισιν ἔχων φύσεως ἄπλητον ἀνάγκην,
κυανόχρως, ἀδάμαστε, παναίολος, αἰολόμορφε,
πανδερκές, Κρονότεκνε, μάκαρ, πανυπέρτατε δαῖμον…
(Σ.τ.μ. Από τον ύμνο του Ουρανού)
[5] …Ἀστέρες οὐράνιοι, Νυκτὸς φίλα
τέκνα μελαίνης,
ἐγκυκλίοις δίνῃσι περιθρόνιοι κυκλέοντες,
ἀνταυγεῖς, πυρόεντες ἀεί, γενετῆρες ἁπάντων,
μοιρίδιοι, πάσης μοίρης σημάντορες ὄντες,
θνητῶν ἀνθρώπων θείην διέποντες ἀταρπόν,
ἑπταφαεῖς ζώνας ἐφορώμενοι, ἠερόπλαγκτοι,
οὐράνιοι χθόνιοί τε, πυρίδρομοι, αἰὲν ἀτειρεῖς…
(Σ.τ.μ. Από τον ύμνο των Άστρων)
[6] …μίξας χειμῶνα, θέρος τ’ ἴσον ἀμφοτέροισιν,
ταῖς ὑπάτας χειμῶνα, θέρος νεάταις διακρίνας,
Δώριον εἰς ἔαρος πολυηράτου ὥριον ἄνθος.
ἔνθεν ἐπωνυμίην σε βροτοὶ κλῄζουσιν ἄνακτα,
Πᾶνα, θεὸν δικέρωτ’, ἀνέμων συρίγμαθ’ ἱέντα·
οὕνεκα παντὸς ἔχεις κόσμου σφρηγῖδα τυπῶτιν...
(Σ.τ.μ. Από τον ύμνο του Απόλλωνα)
[7] …ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον
ἐλαύνων,
εὐσεβέσιν καθοδηγὲ καλῶν, ζαμενὴς ἀσεβοῦσι,
χρυσολύρη, κόσμου τὸν ἐναρμόνιον δρόμον ἕλκων,
ἔργων σημάντωρ ἀγαθῶν, ὡροτρόφε κοῦρε…
ὄμμα δικαιοσύνης, ζωῆς φῶς· ὦ ἐλάσιππε,
μάστιγι λιγυρῇ τετράορον ἅρμα διώκων…
(Σ.τ.μ. Από τον ύμνο του Ήλιου)
[8] …ταυροφόνων ζεύξασα ταχύδρομον ἅρμα
λεόντων,
σκηπτοῦχε κλεινοῖο πόλου, πολυώνυμε, σεμνή,
ἣ κατέχεις κόσμοιο μέσον θρόνον, οὕνεκεν αὐτὴ
γαῖαν ἔχεις…
(Σ.τ.μ. Από τον ύμνο της Μητρός Θεών)
[9] …ὀμβροχαρής, περὶ ἣν κόσμος
πολυδαίδαλος ἄστρων
εἱλεῖται φύσει ἀενάωι καὶ ῥεύμασι δεινοῖς…
(Σ.τ.μ. Από τον ύμνο της Γης)
[10] Ἀθανάτων καλέω καὶ θνητῶν ἁγνὸν ἄνακτα,
οὐράνιον Νόμον, ἀστροθέτην, σφρηγῖδα δικαίην
πόντου τ’ εἰναλίου καὶ γῆς…
(Σ.τ.μ. Από τον ύμνο του Νόμου)
[11] Πότνια Ῥέα, θύγατερ πολυμόρφου
Πρωτογόνοιο,
ᾗ λῖς ταυροφόνος ἱερότροχον ἅρμα τιταίνει,
τυμπανόδουπε, φιλοιστρομανές, χαλκόκροτε κούρη,
μῆτερ Ζηνὸς ἄνακτος Ὀλυμπίου, αἰγιόχοιο,
πάντιμ’, ἀγλαόμορφε, Κρόνου σύλλεκτρε μάκαιρα..
(Σ.τ.μ. Από τον ύμνο της Ρέας)