10 Νοε 2023

Η ελευθερία της (μη) βούλησης


1.     Το ερώτημα που τίθεται έχει ως εξής:[1] «Μπορεί η ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης να αποδειχθεί από την αυτοσυνείδηση;» Η απάντηση που δίνω είναι «όχι,» αν η αυτοσυνείδηση προκύπτει αυθόρμητα από τη φύση.

2.     Δεύτερον, το δοκίμιο του Σοπενχάουερ μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω ότι η ελευθερία και η βούληση είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Στην πραγματικότητα, μπορεί να είναι δύο αντίθετα πράγματα: Η βούληση μπορεί να στερήσει την ελευθερία.

3.     Τι είναι βούληση; Θεωρούμε ότι είμαστε όντα τα οποία ελέγχουν και κατευθύνουν τις σκέψεις και τις πράξεις τους. Είναι όμως οι σκέψεις και οι πράξεις αυθόρμητες και ελεύθερες εκδηλώσεις βούλησης; Ή μήπως, ανά πάσα στιγμή, υποκινούνται και δρομολογούνται από βαθύτερες επιθυμίες, επιταγές, και ένστικτα;

4.     Η κινητήριος δύναμη που βρίσκεται πίσω από τις δράσεις ενός ζώου είναι το ένστικτο της επιβίωσης και της αναπαραγωγής. Όλη του η ζωή καθορίζεται από αυτό το ένστικτο, έτσι ώστε να μην του μένει καθόλου «ελεύθερος χρόνος» για να κάνει ή να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο.

5.     Θα έλεγε τώρα κάποιος ότι με τους ανθρώπους είναι διαφορετικά, επειδή εμείς μπορούμε να κυριαρχούμε στα ένστικτά μας, όπως, για παράδειγμα, όταν κάνουμε έρωτα για απόλαυση, και όχι αναγκαστικά για να έχουμε απογόνους.

6.     Είναι όμως αυτή η απόλαυση προϊόν της ελεύθερης βούλησής μας, ή μήπως είναι η ανάγκη της ικανοποίησης που μας κάνει να αναζητούμε τον έρωτα και οτιδήποτε άλλο μπορεί να μας προσφέρει απόλαυση;

7.     Επιπλέον, με τους ανθρώπους υπάρχουν οι κοινωνικές επιταγές, οι οποίες μπορεί να είναι ακόμη πιο αδυσώπητες. Για παράδειγμα, η κοινωνία θέτει κανόνες για το πώς πρέπει να ντυνόμαστε, να φερόμαστε, να βρούμε αξιοπρεπή δουλειά, να παντρευτούμε, να διακριθούμε, να υπερασπιστούμε την πατρίδα, κοκ.

8.     Είναι όμως όταν ντυνόμαστε πρόχειρα, όταν δεν παντρευόμαστε, όταν δεν κάνουμε αυτό που μας λένε ή αυτό που επιτάσσει η φύση, τότε απαλλασσόμαστε από τις απαιτήσεις των άλλων ή της φύσης. Είναι ακριβώς όταν αρνούμαστε τις επιταγές της κοινωνίας ή τις επιθυμίες και τα ένστικτα της ίδιας μας της φύσης όταν νιώθουμε πραγματικά ελεύθεροι.

9.     Τώρα βέβαια κάποιος μπορεί να πει ότι η ικανότητα που έχουμε της επιλογής είναι απόδειξη της ελεύθερης βούλησης. Ότι δηλαδή χρησιμοποιούμε τη βούληση (κάτι το καταναγκαστικό) για να πετύχουμε κάτι που μας αρέσει προσωπικά (κάτι το ελεύθερο). Είναι όμως αυτό που κάθε φορά επιλέγουμε άνευ λόγου και αιτίας, ή πάλι διακατέχεται από κάποια βαθύτερη επιθυμία και αναγκαιότητα;

10.  Βλέπουμε λοιπόν ότι σε κάθε περίπτωση η βούληση είναι κάτι που στερείται ελευθερίας, επειδή πάντοτε παρακινείται από κάποια, προσωπική ή κοινωνική, φυσική ή ηθική, παρόρμηση. Από τη φύση της δηλαδή η βούληση είναι το αποτέλεσμα βαθύτερων, αρχέτυπων παρορμήσεων. Ακόμα και όταν παίρνουμε μια απόφαση και επιλέγουμε κάτι έναντι κάτι άλλου, η τελική μας απόφαση εξυπηρετεί κάποια βαθύτερη αναγκαιότητα.

11.  Ουσιαστικά δηλαδή είναι όταν δεν θέλουμε απολύτως τίποτα όταν είμαστε πραγματικά ελεύθεροι- αυτό που στο Βουδισμό περιγράφεται ως κατάσταση νιρβάνα. Επομένως η σωστή έκφραση θα έπρεπε να είναι όχι ελευθερία της βούλησης, αλλά ελευθερία τη μη βούλησης.

12.  Τι άλλο μένει να πούμε; Πώς θα καταφέρουμε να απαλλαγούμε από όλα τα προσωπικά και κοινωνικά δεσμά για να φτάσουμε στην απόλυτη ελευθερία; Αλλά είναι η κατάσταση της μη βούλησης κατάσταση ύπαρξης, ή μη ύπαρξης; Μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς να μην έχουμε τίποτε ανάγκη, χωρίς να εξαρτιόμαστε από τίποτε;

13.  Αν πάρουμε μια πέτρα και την πετάξουμε στο διάστημα, η πέτρα θα συνεχίσει να κινείται για πάντα, δίχως προορισμό, μην έχοντας πού να πέσει. Είναι η βαρύτητα που δίνει κατεύθυνση και προορισμό στην πέτρα. Είναι η συνοχή των ατόμων της πέτρας που τις δίνει μάζα.

14.  Με τον ίδιο τρόπο, είναι η έμφυτες παρορμήσεις που δίνουν στον άνθρωπο σκοπό και νόημα. Η βούληση είναι η έκφραση ή δύναμη αυτών των παρορμήσεων. Έχοντας βούληση γινόμαστε θελκτικοί και εύρωστοι. Χωρίς βούληση γινόμαστε δειλοί και ανέραστοι. Ακόμα και όταν λέμε ότι δεν θέλουμε, αυτό είναι μια πράξη βούλησης.

15.  Και όπως διαφαίνεται από αυτήν τη σύντομη συζήτηση, πρέπει πραγματικά να το θέλουμε για να είμαστε ελεύθεροι. Επομένως, δεν είναι τόσο η ελευθερία της βούλησης, όσο η βούληση της ελευθερίας αυτό που τελικά μας διακρίνει. Μπορεί δηλαδή η βούληση να είναι εκ φύσεως ανελεύθερη, αλλά είναι η ίδια η βούληση που μας οδηγεί στην ελευθερία. Τότε πια μπορούμε να πούμε, «Ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω.»


[1] Το ερώτημα αυτό τέθηκε από τη Βασιλική Νορβηγική Εταιρεία Επιστημών το 1839, σε απάντηση του οποίου ο Άρθουρ Σοπενχάουερ έγραψε το δοκίμιό του Σχετικά με την ελευθερία της βούλησης, το οποίο με τη σειρά του έδωσε σε μένα την έμπνευση για να γράψω το δικό μου ποίημα.

 

6/11/2023

4 Νοε 2023

Σχετικά με την ελευθερία της βούλησης

 

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ

 

 

Του απονεμήθηκε το βραβείο από τη Βασιλική Νορβηγική Εταιρεία Επιστημών στο Τρόντεϊμ στις 26 Ιανουαρίου 1893.

 

 

Το ερώτημα που έθεσε η Βασιλική Εταιρεία έχει ως εξής:[1]

 

"Num liberum hominum arbitrium e sui ipsius conscientia demonstrari potest?"

 

«Μπορεί η ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης να αποδειχθεί από την αυτοσυνείδηση;»

 

Ορισμοί

 

Με ένα τόσο σημαντικό, σοβαρό και δύσκολο ζήτημα- που είναι ουσιαστικά ταυτόσημο με ένα από τα κύρια προβλήματα όλης της μεσαιωνικής και σύγχρονης φιλοσοφίας- η μεγάλη ακρίβεια, και, ως εκ τούτου, η ανάλυση των κύριων εννοιών που εμπίπτουν σε αυτό, σίγουρα δεν είναι εκτός τόπου.

 

Τι σημαίνει ελευθερία;

 

Με μια προσεκτική ματιά, αυτή η έννοια είναι αρνητική. Με αυτήν την έννοια καταλαβαίνουμε απλά την απουσία όλων των εμποδίων. Ωστόσο, τα εμπόδια, ως κάτι που εκδηλώνει δύναμη, πρέπει να είναι κάτι θετικό. Σύμφωνα με την πιθανή φύση αυτού που εμποδίζει κάτι, η έννοια της ελευθερίας έχει τρεις πολύ διαφορετικές υποδιαιρέσεις, δηλαδή τη σωματική, τη διανοητική, και την ηθική ελευθερία.

 

Φυσική ελευθερία είναι η απουσία υλικών εμποδίων κάθε είδους. Έτσι μιλάμε για ελεύθερο ουρανό, ελεύθερη θέα, ελεύθερο αέρα, ελεύθερο πεδίο, ελεύθερο χώρο, ελεύθερη ενέργεια (που δεν δεσμεύεται χημικά), ελεύθερη πορεία ενός ρέματος, όπου δεν ελέγχεται πλέον από βουνά ή φράγματα, και ούτω καθεξής. Ακόμη και το ελεύθερο δωμάτιο, η ελεύθερη διατροφή, ο ελεύθερος τύπος, η ελεύθερη ταχυδρομία (χωρίς τέλη) δείχνουν την απουσία επαχθών όρων που, ως εμπόδια στην ευχαρίστηση, συνήθως συνδέονται με τέτοια πράγματα.

 

Αλλά στη σκέψη μας, η έννοια της ελευθερίας βασίζεται συχνότερα στα ζώα. Το χαρακτηριστικό των ζώων είναι ότι οι κινήσεις τους ξεκινούν από τη θέλησή τους, είναι εθελοντικές, και κατά συνέπεια ονομάζονται ελεύθερες όταν κανένα υλικό εμπόδιο δεν τις καθιστά αδύνατες. Τώρα, αφού αυτά τα εμπόδια μπορεί να είναι πολύ διαφορετικού είδους, αλλά αυτό που εμποδίζουν είναι πάντα η θέληση, είναι προτιμότερο για λόγους απλότητας να πάρουμε την έννοια από τη θετική πλευρά, και να σκεφτούμε όλα όσα κινούνται ή ενεργούν μόνο με τη θέλησή τους.

 

Αυτός ο μετασχηματισμός της έννοιας ουσιαστικά δεν αλλάζει τίποτα. Κατά συνέπεια, με αυτή τη φυσική έννοια της ελευθερίας, τα ζώα και τα ανθρώπινα όντα ονομάζονται ελεύθερα όταν ούτε αλυσίδες, ούτε κελιά, ούτε η παράλυση, και γενικά κανένα φυσικό, υλικό εμπόδιο δεν εμποδίζει τις ενέργειές τους, αλλά αυτές συμβαίνουν σύμφωνα με τη θέλησή τους.

 

Αυτή η φυσική έννοια της ελευθερίας, και ειδικά ως χαρακτηριστικό των ζώων, είναι η αρχική, άμεση και επομένως η πιο συχνή. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, το νόημα της ελευθερίας δεν υπόκειται σε καμία αμφιβολία ή διαμάχη, αλλά η πραγματικότητά της μπορεί πάντα να επαληθευτεί από την εμπειρία. Γιατί από τη στιγμή που ένα ζώο ενεργεί μόνο από τη θέλησή του, είναι με αυτή την έννοια ελεύθερο. Και δεν λαμβάνεται υπόψη εδώ τι μπορεί να επηρέασε την ίδια τη θέλησή του. Γιατί με αυτό το πρωτότυπο, άμεσο, και επομένως δημοφιλές νόημά της, η ελευθερία αναφέρεται μόνο σε μια ικανότητα, δηλαδή ακριβώς στην απουσία φυσικών εμποδίων στις ενέργειες του ζώου.

 

Έτσι λέμε ότι τα πουλιά του ουρανού, τα ζώα του δάσους, είναι ελεύθερα. Τα ανθρώπινα όντα είναι ελεύθερα από τη φύση τους. Όσοι είναι ελεύθεροι, είναι ευτυχισμένοι. Ένας άνθρωπος ονομάζεται επίσης ελεύθερος, και με αυτό καταλαβαίνουμε ότι διέπεται από νόμους τους οποίους ο ίδιος έχει θεσπίσει. Γιατί τότε σε κάθε περίπτωση υπακούει μόνο στο δικό του θέλημα. Κατά συνέπεια, η πολιτική ελευθερία πρέπει να κατατάσσεται στη φυσική ελευθερία.

 

Αλλά μόλις αφήσουμε αυτή τη φυσική ελευθερία, και εξετάσουμε τα άλλα δύο είδη, δεν ασχολούμαστε πλέον με την κοινή, αλλά με τη φιλοσοφική έννοια της ελευθερίας, η οποία, όπως είναι γνωστό, ανοίγει το δρόμο σε πολλές δυσκολίες. Διαιρείται σε δύο εντελώς διαφορετικά είδη, δηλαδή στην πνευματική και στην ηθική ελευθερία.

 

Η πνευματική ελευθερία, τὸ ἑκούσιον καὶ ἀκούσιον κατὰ διάνοιαν[2] στον Αριστοτέλη, λαμβάνεται υπόψη εδώ απλώς και μόνο για τον σκοπό της ολοκλήρωσης της ταξινόμησης. Προτείνω λοιπόν να αναβληθεί η συζήτησή της μέχρι το τέλος αυτού του δοκιμίου, γιατί μέχρι τότε οι έννοιες που θα χρησιμοποιηθούν σε αυτό θα έχουν ήδη βρει την εξήγησή τους σε ό, τι έχει προηγηθεί, έτσι ώστε η πνευματική ελευθερία να μπορεί να εξεταστεί εν συντομία τότε. Αλλά στην ταξινόμηση έπρεπε να βρεθεί δίπλα στη φυσική ελευθερία, δεδομένου ότι είναι πιο στενά συνδεδεμένη με την τελευταία.

 

Στρέφομαι λοιπόν αμέσως στο τρίτο είδος, στην ηθική ελευθερία, η οποία είναι πραγματικά το liberum arbitrium,[3] όπως αναφέρεται στο αρχικό ερώτημα της Βασιλικής Εταιρείας. Αυτή η έννοια συνδέεται με εκείνη της φυσικής ελευθερίας, με τρόπο που μας επιτρέπει επίσης να δούμε την αναγκαστικά πολύ μεταγενέστερη προέλευσή της. Όπως έχω πει, η φυσική ελευθερία αναφέρεται μόνο στα υλικά εμπόδια, και υπάρχει άμεσα με την απουσία των τελευταίων. Αλλά σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται ότι, χωρίς να εμποδίζεται από υλικά εμπόδια, ένας άνθρωπος εμποδίζεται να ενεργήσει, όπως διαφορετικά θα έκανε σίγουρα, σύμφωνα με τη θέλησή του, από απλά κίνητρα, όπως απειλές, υποσχέσεις, κίνδυνοι, κ.λπ. Επομένως, τίθεται το ερώτημα αν ένας τέτοιος άνθρωπος παραμένει ελεύθερος, ή αν, όπως ένα φυσικό εμπόδιο, ένα ισχυρό αντίθετο κίνητρο μπορεί να αποτρέψει και να καταστήσει αδύνατη μια ενέργεια σύμφωνα με τη βούλησή του.

 

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν θα μπορούσε να είναι δύσκολη για την ορθή κοινή λογική, δηλαδή ότι ένα κίνητρο δεν θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει ως φυσικό εμπόδιο, δεδομένου ότι το τελευταίο μπορεί εύκολα να υπερβεί εντελώς τις φυσικές δυνάμεις ενός ανθρώπου, ενώ ένα κίνητρο δεν μπορεί ποτέ να είναι ακαταμάχητο από μόνο του ή να έχει απόλυτη εξουσία, αλλά μπορεί πάντα να ξεπεραστεί από ένα ισχυρότερο αντίθετο κίνητρο. Διότι συχνά βλέπουμε ότι ακόμη και αυτό που είναι συνήθως το ισχυρότερο από όλα τα κίνητρα, η διατήρηση της ζωής, ξεπερνιέται από άλλα, π.χ. στην αυτοκτονία, στην αυτοθυσία προς όφελος άλλων, ή για απόψεις και συμφέροντα πολλών ειδών· και αντιστρόφως, ότι κάποιες φορές ακόμα και τα πιο ακραία βασανιστήρια έχουν ξεπεραστεί προς όφελος της επιβίωσης.

 

Αλλά αν και είναι φανερό από αυτό ότι τα κίνητρα δεν παράγουν κάποιον αντικειμενικό και απόλυτο καταναγκασμό, ένας υποκειμενικός και σχετικός καταναγκασμός θα μπορούσε να υπάρξει για το εμπλεκόμενο άτομο. Ως εκ τούτου, παραμένει το ερώτημα: Είναι η ίδια η βούληση ελεύθερη;- Εδώ, λοιπόν, το πρόβλημα της ελευθερίας, την οποία μέχρι τώρα κάποιος θα μπορούσε να  σκεφτεί μόνο σε σχέση με την ικανότητα δράσης, τίθεται σε σχέση με τη βούληση. Αλλά μετά από περαιτέρω εξέταση, η αρχική, καθαρά εμπειρική, και ως εκ τούτου δημοφιλής, έννοια της ελευθερίας αποδεικνύεται ανίκανη να αντιπαρατεθεί σε αυτή τη σύνδεση με τη βούληση. Διότι σύμφωνα με αυτή την έννοια, το να είναι κάποιος «ελεύθερος» σημαίνει «σύμφωνα με τη δική του βούληση.»

 

Τώρα, αν ρωτήσουμε αν η ίδια η βούληση είναι ελεύθερη, ρωτάμε αν είναι σύμφωνη με τον εαυτό της· και αυτό φυσικά είναι αυτονόητο, αλλά δεν μας λέει τίποτα. Ως αποτέλεσμα της εμπειρικής έννοιας της ελευθερίας, λέμε: «Είμαι ελεύθερος αν μπορώ να κάνω ό, τι θέλω,» και η ελευθερία έχει ήδη αποφασιστεί από αυτό το «ό, τι θέλω.» Αλλά τώρα, αφού ρωτάμε για την ίδια την ελευθερία της βούλησης, αυτή η ερώτηση θα πρέπει να εκφραστεί ως εξής: «Μπορούμε επίσης να θέλουμε αυτό που θέλουμε;» Αυτός ο συλλογισμός είναι αναδρομικός, καθώς φαίνεται σαν αυτός που θέλει κάτι να εξαρτάται από μια βούληση που πάντα προηγείται, και έτσι μάταια προσπαθούμε να φτάσουμε τελικά σε μια βούληση που δεν εξαρτιόταν αρχικά από τίποτα.

 

Ωστόσο, αν θέλαμε να υποθέσουμε μια τέτοια βούληση, θα μπορούσαμε κάλλιστα να επιλέξουμε οποιαδήποτε βούληση στην αλληλουχία. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο το ερώτημα θα περιοριζόταν απλά στο εξής: «Μπορούμε να έχουμε βούληση;» Αλλά το αν η απλή καταφατική απάντηση αποφασίζει την ελευθερία της βούλησης, είναι αυτό που θέλαμε να μάθουμε, και μένει αναπάντητο.

 

Η αρχική, εμπειρική έννοια της ελευθερίας, μια έννοια που προέρχεται από την πράξη, αρνείται έτσι να έρθει σε άμεση σύνδεση με την έννοια της βούλησης. Επομένως, για να μπορέσει κανείς να εφαρμόσει στη βούληση την έννοια της ελευθερίας, πρέπει να την τροποποιήσει κατανοώντας την με έναν πιο αφηρημένο τρόπο. Αυτό επιτυγχάνεται συλλαμβάνοντας μέσω της έννοιας της ελευθερίας την απουσία κάθε αναγκαιότητας γενικά. Εδώ η έννοια διατηρεί τον αρνητικό χαρακτήρα που της έχω αποδώσει από την αρχή. Κατά συνέπεια, θα πρέπει πρώτα να εξεταστεί η έννοια της αναγκαιότητας, ως η θετική έννοια που καθορίζει το αρνητικό νόημα της ελευθερίας.

 

Ρωτάμε, λοιπόν, τι σημαίνει «αναγκαίο.» Η συνήθης εξήγηση, ότι «αναγκαίο είναι αυτό που είναι το αντίθετο από το αδύνατο, ή που δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά,» είναι απλώς μια λεκτική παράφραση της έννοιας, και δεν βοηθά τη διορατικότητά μας. Αλλά ως πραγματικό ορισμό δίνω τον εξής: «Αναγκαίο είναι αυτό που προκύπτει από μια δεδομένη σταθερή βάση.» Όπως κάθε σωστός ορισμός, έτσι και αυτή η πρόταση μπορεί να αντιστραφεί.

 

Τώρα, ανάλογα με το αν αυτή η επαρκής βάση είναι λογική, μαθηματική, ή φυσική (δηλαδή αιτιώδης), η αναγκαιότητα θα είναι επίσης λογική (όπως αυτή του συμπεράσματος όταν δίνονται οι υποθέσεις), μαθηματική (π.χ. η ισότητα των πλευρών του τριγώνου εάν οι γωνίες είναι ίσες), ή φυσική και πραγματική (όπως η εμφάνιση του αποτελέσματος μόλις υπάρξει η αιτία). Σε κάθε περίπτωση, η αναγκαιότητα προκύπτει αναπόφευκτα αν έχει δοθεί ο επαρκής λόγος. Μόνο στο βαθμό που αντιλαμβανόμαστε κάτι ως συνέπεια επαρκούς λόγου, το αναγνωρίζουμε ως αναγκαίο. Και αντιστρόφως, μόλις αναγνωρίσουμε κάτι ως συνέπεια ενός επαρκούς λόγου, βλέπουμε ότι είναι απαραίτητο· γιατί όλοι οι λόγοι είναι επιτακτικοί. Αυτός ο πραγματικός ορισμός είναι τόσο επαρκής και εξαντλητικός, ώστε η αναγκαιότητα είναι η συνέπεια ενός δεδομένου επαρκούς λόγου, και αντιστρόφως.[4] Επομένως, η έλλειψη αναγκαιότητας είναι ταυτόσημη με την έλλειψη καθοριστικού επαρκούς λόγου.

 

Τώρα, το ενδεχόμενο γίνεται αντιληπτό ως το αντίθετο του αναγκαίου. Αλλά το ένα δεν έρχεται σε αντίθεση με το άλλο, επειδή οτιδήποτε το ενδεχόμενο είναι μόνο σχετικά έτσι, καθώς επίσης και επειδή στον πραγματικό κόσμο, όπου βρίσκεται μόνο το ενδεχόμενο, κάθε γεγονός είναι απαραίτητο σε σχέση με την αιτία του. Αλλά σε σχέση με οτιδήποτε άλλο με το οποίο συμπίπτει στο χρόνο και το χώρο, το γεγονός είναι ενδεχόμενο.

 

Όμως καθώς η απουσία αναγκαιότητας είναι χαρακτηριστικό αυτού που είναι ελεύθερο, το ενδεχόμενο δεν θα πρέπει να εξαρτάται από καμία αιτία και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να οριστεί ως το απολύτως ενδεχόμενο. Πρόκειται για μια εξαιρετικά προβληματική έννοια, η οποία, παρεμπιπτόντως, συμπίπτει κατά περίεργο τρόπο με την έννοια της ελευθερίας. Σε κάθε περίπτωση, ελεύθερο παραμένει αυτό που δεν είναι σε καμία σχέση απαραίτητο, που σημαίνει ότι δεν εξαρτάται από κανένα λόγο.

 

Η έννοια της ελευθερίας, αν εφαρμοστεί στη βούληση ενός ανθρώπου, σημαίνει ότι στις εκδηλώσεις πράξεων βούλησης ο άνθρωπος δεν θα καθορίζεται από αιτίες ή επαρκείς λόγους, διότι διαφορετικά οι πράξεις του δεν θα ήταν ελεύθερες αλλά αναγκαίες, αφού η συνέπεια ενός δεδομένου λόγου (ανεξάρτητα από τη φύση αυτού του λόγου) είναι πάντα αναγκαία. Σε αυτό στηρίζεται ο ορισμός του Καντ, σύμφωνα με τον οποίο ελευθερία είναι η δύναμη που μπορεί να ξεκινήσει από μόνη της μια σειρά αλλαγών.[5] Διότι το «από μόνη της» ουσιαστικά σημαίνει «χωρίς προηγούμενη αιτία,» το οποίο, ωστόσο, είναι ταυτόσημο με το «χωρίς αναγκαιότητα.» Έτσι, μολονότι ο ορισμός αυτός δίνει στην έννοια της ελευθερίας την εντύπωση ότι είναι θετική, κατόπιν προσεκτικότερης εξέτασης ο αρνητικός χαρακτήρας της είναι και πάλι εμφανής.

 

Επομένως, ελεύθερη βούληση είναι αυτή που δεν καθορίζεται από αιτίες ή λόγους· Και δεδομένου ότι οτιδήποτε καθορίζει κάτι άλλο πρέπει να έχει κάποιο λόγο ή αιτία, ελεύθερη βούληση είναι αυτή που δεν καθορίζεται από τίποτα απολύτως. Επομένως, οι συγκεκριμένες εκδηλώσεις μιας τέτοιας βούλησης (πράξεις βούλησης) πρέπει να προκύπτουν από τον εαυτό της, χωρίς να υπάρχουν απαραίτητα προηγούμενες συνθήκες, και χωρίς να καθορίζονται από κάποιον κανόνα.

 

Στην περίπτωση μιας τέτοιας έννοιας, η καθαρή σκέψη καταργείται, επειδή η αρχή του επαρκούς λόγου[6] σε όλες τις εκφάνσεις της είναι η ουσιαστική μορφή ολόκληρης της γνωστικής μας ικανότητας, αλλά εδώ υποτίθεται ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ωστόσο, δεν μας μένει ούτε ένας τεχνικός όρος για αυτήν την έννοια· είναι liberum arbitrium indifferentiae.[7] Επιπλέον, αυτή είναι η μόνη σαφώς καθορισμένη, σταθερή, και παγιωμένη έννοια αυτού που ονομάζεται ελευθερία της βούλησης.

 

Επομένως, δεν μπορεί κανείς να απομακρυνθεί από αυτήν την έννοια χωρίς να υποπέσει σε ασαφείς και θολές εξηγήσεις, πίσω από τις οποίες κρύβεται μια διστακτική ανεπάρκεια, όπως όταν κάποιος μιλά για λόγους που δεν επιφέρουν απαραίτητα τις συνέπειές τους. Κάθε συνέπεια ενός λόγου είναι απαραίτητη, και κάθε αναγκαιότητα είναι συνέπεια ενός λόγου. Με την υπόθεση ενός τέτοιου liberum arbitrium indifferentiae, η άμεση συνέπεια που χαρακτηρίζει αυτή την έννοια καθαυτή, και επομένως πρέπει να δηλωθεί ως σήμα κατατεθέν της, είναι ότι για έναν άνθρωπο προικισμένο με αυτήν, υπό δεδομένες εξωτερικές συνθήκες που καθορίζονται αρκετά ατομικά και διεξοδικά, δύο διαμετρικά αντίθετες ενέργειες είναι εξίσου δυνατές.

 

Τι σημαίνει αυτοσυνείδηση;

 

Απάντηση: Η συνείδηση του εαυτού μας, σε αντίθεση με τη συνείδηση άλλων πραγμάτων. Η τελευταία είναι η ιδιότητα της νόησης (γνωστική λειτουργία). Πριν οποιαδήποτε άλλα πράγματα συμβούν για αυτήν, η ιδιότητα της νόησης περιέχει ορισμένες μορφές του τρόπου με τον οποίο αυτά τα πράγματα θα συμβούν, και συνεπώς τέτοιες μορφές είναι συνθήκες της δυνατότητας της αντικειμενικής ύπαρξής τους, δηλαδή, της ύπαρξής τους ως αντικείμενα για εμάς. Όπως είναι γνωστό, αυτές οι μορφές είναι ο χρόνος, ο χώρος, και η αιτιότητα.

 

Αν και αυτές οι μορφές νόησης βρίσκονται μέσα μας, αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο για να αποκτήσουμε συνείδηση των άλλων πραγμάτων ως τέτοια, και πάντα σε σχέση με τα ίδια τα πράγματα. Και έτσι, αν και αυτές οι μορφές νόησης βρίσκονται μέσα μας, δεν πρέπει να τις θεωρούμε ότι ανήκουν στην αυτοσυνείδηση, αλλά ότι μάλλον καθιστούν δυνατή τη συνείδηση άλλων πραγμάτων, δηλαδή την αντικειμενική γνώση.

 

Επιπλέον, δεν θα μπω στον πειρασμό από την ασάφεια της λέξης conscientia,[8] που χρησιμοποιείται στην ερώτηση της Βασιλικής Εταιρείας, να συμπεριλάβω στην αυτοσυνείδηση εκείνες τις ηθικές παρορμήσεις των ανθρώπων οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στην έννοια της συνείδησης, ή στην έννοια του πρακτικού λόγου με τις κατηγορηματικές επιταγές του όπως τις θέτει ο Καντ. Δεν θα παραπλανηθώ, επειδή τέτοιες παρορμήσεις εμφανίζονται μόνο ως συνέπεια της εμπειρίας και του στοχασμού, και επομένως της συνείδησης άλλων πραγμάτων. Και επίσης επειδή δεν έχει ακόμη χαραχθεί σαφώς και αδιαμφισβήτητα το όριο ανάμεσα σε αυτό που στις συγκεκριμένες παρορμήσεις είναι πρωτότυπο και ιδιόμορφο για την ανθρώπινη φύση, και εκείνο που προστίθεται μετέπειτα από την ηθική και θρησκευτική εκπαίδευση.

 

Επιπλέον, δύσκολα μπορεί να είναι πρόθεση της Βασιλικής Εταιρείας, συμπεριλαμβάνοντας τη συνείδηση στην αυτοσυνείδηση, να μεταφέρει το ζήτημα στη σφαίρα της ηθικής, επαναλαμβάνοντας έτσι την ηθική απόδειξη, ή μάλλον αξίωμα, της ελευθερίας σύμφωνα με τον Καντ, από κάποιον ηθικό νόμο που θεωρείται ότι υφίσταται εκ των προτέρων, με βάση την ισχύ του συμπεράσματος «μπορείς επειδή πρέπει.»[9]

 

Από όσα έχουν ειπωθεί, είναι σαφές ότι μακράν το μεγαλύτερο μέρος της συνείδησής μας δεν είναι η αυτοσυνείδηση, αλλά η συνείδηση άλλων πραγμάτων, ή η ιδιότητα της νόησης. Αυτή η τελευταία, με όλες τις δυνάμεις της, κατευθύνεται προς τα έξω, και είναι η σκηνή (στην πραγματικότητα η προϋπόθεση, αν πάμε πιο βαθιά στο θέμα) του πραγματικού εξωτερικού κόσμου. Αντιδρά με αυτόν τον κόσμο, συλλαμβάνοντάς τον πρώτα μέσω της διαίσθησης. Στη συνέχεια, συλλογίζεται, τρόπον τινά, τι έχει κερδηθεί με αυτόν τον τρόπο, και επεξεργάζεται το συμπέρασμα με έννοιες.

 

Η νόηση συνίσταται σε ατελείωτους συνδυασμούς εννοιών που πραγματοποιούνται με τη βοήθεια λέξεων. Έτσι, η αυτοσυνείδηση θα είναι αυτό που διατηρούμε αφού αφαιρέσουμε το μεγαλύτερο μέρος της συνείδησής μας. Από αυτό βλέπουμε ήδη ότι ο πλούτος της αυτοσυνείδησης δεν μπορεί να είναι πολύ μεγάλος. Και έτσι, αν πρέπει πραγματικά να υπάρχουν στην αυτοσυνείδηση τα δεδομένα που αναζητούνται για την απόδειξη της ελευθερίας της βούλησης, μπορούμε να ελπίζουμε ότι δεν θα μας διαφύγουν.

 

Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι μια εσωτερική αίσθηση[10] αποτελεί το όργανο της αυτοσυνείδησης. Αυτό, ωστόσο, πρέπει να κατανοηθεί μεταφορικά και όχι κυριολεκτικά, γιατί η αυτοσυνείδηση είναι άμεση. Όπως και να έχει, το επόμενο ερώτημά μας είναι τι περιέχει η αυτοσυνείδηση, ή πώς ένας άνθρωπος αποκτά αμέσως συνείδηση του εαυτού του. Απάντηση: Απόλυτα και ολοκληρωτικά, ως κάποιος που βούλεται. Οποιοσδήποτε παρατηρεί τη δική του αυτοσυνείδηση, σύντομα θα συνειδητοποιήσει ότι το αντικείμενό της είναι πάντα η ίδια του η θέληση.

 

Με αυτό, ωστόσο, εννοούμε όχι μόνο τις συγκεκριμένες πράξεις βούλησης που οδηγούν αμέσως σε δράσεις, και τις ρητές αποφάσεις μαζί με τις ενέργειες που προκύπτουν από αυτές. Αντίθετα, όποιος είναι ικανός να συλλάβει με οποιονδήποτε τρόπο αυτό που είναι ουσιώδες, παρά τις διαφορετικές τροποποιήσεις του βαθμού και του είδους, δεν θα έχει κανένα δισταγμό να θεωρήσει ως εκδηλώσεις θέλησης την επιθυμία, την αγωνία, τη λαχτάρα, την ελπίδα, την αγάπη, τη χαρά, την αγαλλίαση, και τα παρόμοια, καθώς επίσης και το αίσθημα της απροθυμίας, της αποστροφής, της απέχθειας, της αποφυγής, του φόβου, του θυμού, του μίσους, τού να υποφέρει κάποιος, εν ολίγοις, όλες τις επιρροές και τα πάθη.

 

Γιατί αυτές είναι μόνο παρορμήσεις περισσότερο ή λιγότερο αδύναμες ή δυνατές, αναταράξεις που τη μια στιγμή είναι βίαιες και θυελλώδεις, ενώ την άλλη στιγμή είναι ήπιες και υποτονικές, παρορμήσεις της δικής μας θέλησης, που είτε την ελέγχουμε είτε όχι, ενώ αυτή μένει ικανοποιημένη ή ανικανοποίητη. Όλες αυτές οι παρορμήσεις αναφέρονται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους στην απόκτηση ή στην έλλειψη αυτού που είναι επιθυμητό, και στο να υπομένουμε ή να υποτασσόμαστε σε αυτό που αποστρεφόμαστε. Πρόκειται επομένως για σαφείς επιρροές της ίδιας θέλησης που είναι ενεργή στις αποφάσεις και στις δράσεις.[11]

 

Ακόμη και αυτά που ονομάζονται συναισθήματα ευχαρίστησης και δυσαρέσκειας περιλαμβάνονται στην παραπάνω λίστα. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν σε μεγάλη ποικιλία βαθμών και ειδών. Ωστόσο, μπορούν πάντα να περιοριστούν σε αισθήματα επιθυμίας ή αποστροφής, και έτσι να αναχθούν στην ίδια τη θέληση η οποία αποκτά συνείδηση του εαυτού της ως ικανοποιημένη ή ανικανοποίητη, παρεμποδισμένη ή εκφρασμένη. Πράγματι, αυτό επεκτείνεται ακόμη και στις σωματικές αισθήσεις, ευχάριστες ή επώδυνες, και σε όλες τις αμέτρητες αισθήσεις που βρίσκονται μεταξύ αυτών των δύο άκρων. Γιατί η ουσία όλων αυτών των συναισθημάτων ή επιρροών είναι ότι εισέρχονται άμεσα στην αυτοσυνείδηση ως κάτι ευχάριστο ή δυσάρεστο στη θέληση.

 

Αν εξετάσουμε προσεκτικά το θέμα, καταλαβαίνουμε ότι το σώμα μας είναι μόνο το εξωτερικά δρων όργανο της θέλησης, καθώς και το δεκτικό μέσο για ευχάριστες ή οδυνηρές αισθήσεις. Αλλά, όπως μόλις είπα, αυτές οι ίδιες οι αισθήσεις ανάγονται σε άμεσες επιρροές της θέλησης, και οι οποίες είναι είτε ευχάριστες είτε δυσάρεστες στην τελευταία. Είτε συμπεριλάβουμε είτε όχι αυτά τα απλά συναισθήματα ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας, θα διαπιστώσουμε σε κάθε περίπτωση ότι όλες εκείνες οι παρορμήσεις ή συγκινήσεις της θέλησης, αυτές οι παραλλαγές της θέλησης και της μη θέλησης, οι οποίες με τη συνεχή άμπωτη και πλημμυρίδα τους αποτελούν το μοναδικό αντικείμενο της αυτοσυνείδησης ή, αν προτιμάτε τον όρο, της εσωτερικής αίσθησης, βρίσκονται σε μια διεξοδική και καθολικά αναγνωρισμένη σχέση με αυτό που γίνεται αντιληπτό και γνωστό στον εξωτερικό κόσμο.

 

Ωστόσο, ο εξωτερικός κόσμος, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν βρίσκεται πλέον στη σφαίρα της άμεσης αυτοσυνείδησης, της οποίας τα όρια φτάνουν μέχρι τη σφαίρα της συνείδησης των άλλων πραγμάτων μόλις έρθουμε σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. Αλλά τα αντικείμενα που γίνονται αντιληπτά στον εξωτερικό κόσμο αποτελούν το έναυσμα και την πρώτη ύλη για όλες τις παρορμήσεις και πράξεις της θέλησης.

 

Δεν θα θεωρήσουμε ότι αυτό είναι petitio principii.[12] Γιατί κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η θέλησή μας ενδιαφέρεται πάντα για εξωτερικά αντικείμενα, κατευθύνεται προς αυτά, περιστρέφεται γύρω από αυτά, και, εν πάση περιπτώσει, προκαλείται από αυτά με την ιδιότητά τους ως κίνητρα. Γιατί διαφορετικά θα έμενε κανείς με μια θέληση εντελώς αποκομμένη από τον εξωτερικό κόσμο, και φυλακισμένη μέσα στο σκοτεινό κόσμο της αυτοσυνείδησης. Αυτό που εξακολουθεί να είναι προβληματικό για εμάς είναι απλώς η αναγκαιότητα με την οποία τα αντικείμενα που βρίσκονται στον εξωτερικό κόσμο καθορίζουν τις πράξεις της βούλησης.

 

Επομένως, διαπιστώνουμε ότι η αυτοσυνείδηση σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό, ακόμη και αποκλειστικά, με τη βούληση. Αλλά το αν η αυτοσυνείδηση βρίσκει στο μοναδικό υλικό της τα δεδομένα από τα οποία προκύπτει η ελευθερία της βούλησης, είναι αυτό που σκοπεύουμε να βρούμε.


 

Απόσπασμα από  το βιβλίο του Arthur Schopenhauer, On the Freedom of the Will:

[https://catdir.loc.gov/catdir/samples/cam032/98022360.pdf]

 

Μετάφραση για τα Ελληνικά, Χρήστος Τσελέντης, 2023.

 

 



[1] Αυτό το δοκίμιο παρουσιάστηκε από τον Άρθουρ Σποπενχάουερ στη Βασιλική Νορβηγική Εταιρεία Επιστημών το 1839 ως απάντηση στο ακαδημαϊκό ερώτημα που είχαν θέσει: «Είναι δυνατόν να αποδειχθεί η ανθρώπινη ελεύθερη βούληση από την αυτοσυνείδηση;»

[https://en.wikipedia.org/wiki/On_the_Freedom_of_the_Will]

[2] Το εκούσιο και ακούσιο σε σχέση με τη σκέψη.

[3] Ελεύθερη επιλογή της βούλησης.

[4] Μια συζήτηση σχετικά με την έννοια της αναγκαιότητας, μπορεί να βρεθεί στην πραγματεία μου On the Fourfold Root of the Principle of Sufficient Reason.

[5] Βλέπε Ιμμάνουελ Καντ, Κριτική του Καθαρού Λόγου.

[6] Σ.τ.μ. Η αρχή του επαρκούς λόγου λέει ότι όλα τα πράγματα πρέπει να έχουν κάποιο λόγο ή αιτία. Η αρχή διατυπώθηκε και αναδείχθηκε από τον Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, και χρησιμοποιήθηκε και αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Σοπενχάουερ και τον Γουίλιαμ Ρόουαν Χάμιλτον.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Principle_of_sufficient_reason]

[7] Ελεύθερη επιλογή αδιαφορίας.

[8] Από λεξιλογική άποψη, ο λατινικός όρος «conscientia» που χρησιμοποιείται στην ερώτηση μπορεί να σημαίνει «συνείδηση» είτε με την έννοια της επίγνωσης (consciousness) είτε με την ηθική έννοια (conscience). Ωστόσο, η εμφάνιση του όρου στη φράση «ipsius conscientia» («συνείδηση ​​του εαυτού, αυτοσυνείδηση») αποκλείει την τελευταία περίπτωση, με βάση γλωσσολογικά κριτήρια. 

[9] Βλ. Κριτική του Καθαρού Λόγου.

[10] Βρίσκεται ήδη στον Κικέρωνα, ως tactus interior· σαφέστερα στον Άγιο Αυγουστίνο. Στη συνέχεια, στον Καρτέσιο· και στον Τζων Λοκ περιγράφεται πλήρως.

[11] Είναι πολύ αξιοσημείωτο ότι ο Άγιος Αυγουστίνος το γνώριζε πολύ καλά αυτό, ενώ τόσοι πολλοί από τους σύγχρονους φιλοσόφους με την υποτιθέμενη «ικανότητα του συναισθήματός» τους δεν το βλέπουν. Έτσι στο De civitate Dei (Η πόλη του Θεού), ο ίδιος κάνει λόγο για τις affectiones animi (επιρροές του πνεύματος), τις οποίες κατατάσσει σε τέσσερεις κατηγορίες (επιθυμία, φόβος, χαρά, λύπη), και στις οποίες βρίσκεται η βούληση. Στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά επιρροές της θέλησης. Γιατί τι άλλο είναι η επιθυμία και η χαρά, παρά η παρόρμηση να συναινέσουμε σε αυτό που θέλουμε;  Και τι άλλο είναι ο φόβος και η λύπη, παρά η παρόρμηση να μην συναινέσουμε σε αυτό που δεν θέλουμε;

[12] Επαιτεία της ερώτησης.

Σ.τ.μ. Το να θεωρούμε κάτι ως δεδομένο, χωρίς να το έχουμε αποδείξει.

23 Οκτ 2023

Υπερβατικός διαλογισμός για τη φαινομενική σκοπιμότητα στη μοίρα του ατόμου

 


 

Άρθουρ Σοπενχάουερ

 

Αν και οι ιδέες που θα εκτεθούν εδώ δεν οδηγούν σε κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, θα μπορούσαν μάλιστα να χαρακτηριστούν ως μια απλή μεταφυσική φαντασίωση, δεν θα μπορούσα να τις παραδώσω στη λήθη, αφού για πολλούς ανθρώπους θα είναι ευπρόσδεκτες, τουλάχιστον σε σύγκριση με τις δικές τους ιδέες πάνω στο ίδιο θέμα. Ωστόσο, οι ίδιοι άνθρωποι πρέπει επίσης να έχουν υπόψην ότι γι’ αυτές τις ιδέες όλα είναι αμφίβολα και αβέβαια, όχι μόνο σχετικά με τη λύση, αλλά και με το πρόβλημα.

 

Κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να περιμένουμε συγκεκριμένες πληροφορίες για το θέμα· Αντίθετα, θα κάνουμε μάλλον μια απλή αναδρομή σ’ ένα σύνολο πολύ αμυδρών γεγονότων τα οποία έχουν πιθανώς παρουσιαστεί στους περισσότερους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Ακόμη και οι παρατηρήσεις μας επί του θέματος μπορεί να μην είναι τίποτα περισσότερο από ένα ψηλάφισμα στο σκοτάδι, όπου διαπιστώνουμε ότι κάτι υπάρχει, αλλά δεν γνωρίζουμε πραγματικά πού βρίσκεται, ή τι είναι.

 

Εάν, ωστόσο, κατά τη διάρκεια των παρατηρήσεών μου υιοθετώ περιστασιακά έναν θετικό, ή ακόμη και δογματικό, τόνο, ας διευκρινιστεί εδώ ότι αυτό γίνεται μόνο και μόνο για να μην γίνω βαρετός και φλύαρος μέσω της συνεχούς επανάληψης αμφιβολιών και εικασιών, και ότι, κατά συνέπεια, αυτός ο τόνος δεν πρέπει να εκληφθεί στην κυριολεξία.

 

Η πίστη σε μια ειδική πρόνοια, ή αλλιώς σε μια υπερφυσική καθοδήγηση των γεγονότων στη ζωή ενός ατόμου, ήταν πάντα παγκοσμίως δημοφιλής, και βρίσκεται περιστασιακά σταθερή και ακλόνητη σε στοχαστές που είναι αντίθετοι με κάθε δεισιδαιμονία, και είναι ακόμη εντελώς ασύνδετη με οποιαδήποτε συγκεκριμένα δόγματα. Σε αντίθεση με αυτό είναι κατά πρώτο λόγο το γεγονός ότι αυτή η πίστη, όπως κάθε πίστη σε έναν Θεό, δεν έχει ξεπηδήσει πραγματικά  από τη γνώση, αλλά από τη θέληση. Έτσι, είναι πρωτίστως το αποτέλεσμα της αξιοθρήνητης κατάστασής μας.

 

Τα στοιχεία γι’ αυτό, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν παρασχεθεί απλώς από τη γνώση, θα μπορούσαν ίσως να βρεθούν στο γεγονός ότι η τύχη, η οποία παίζει τόσα σκληρά και κακόβουλα παιγνίδια, μερικές φορές αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευνοϊκή για εμάς, ή εξυπηρετεί έμμεσα το δικό μας όφελος. Σε αυτές τις περιπτώσεις αναγνωρίζουμε το χέρι της πρόνοιας, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν μας έχει οδηγήσει σε ένα τυχερό πεπρωμένο ενάντια στη δική μας διορατικότητα, ή ακόμη και με τρόπους που αποστρεφόμαστε.

 

Τότε λέμε, «tunc bene navigavi, cum naufragium feci[1] και η αντίθεση ανάμεσα στην προσωπική επιλογή και στην καθοδήγηση της μοίρας γίνεται αδιαμφισβήτητα σαφής, αλλά ταυτόχρονα συνηγορεί υπέρ της τελευταίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, όταν συναντάμε δυστυχίες παρηγορούμε τον εαυτό μας με εκείνο το σύντομο ρητό που συχνά αποδεικνύεται αληθινό, «ποιος ξέρει, μπορεί να είναι για καλό.»

 

Αυτό το ρητό έχει πραγματικά ξεπηδήσει από την άποψη ότι, αν και η τύχη κυβερνά τον κόσμο, το λάθος είναι το άλλο μισό της, αφού υποκείμεθα εξίσου και στα δύο. Έτσι, το ίδιο πράγμα που τώρα μας φαίνεται ατυχία, μπορεί τελικά να είναι ευλογία. Με αυτόν τον τρόπο αποκρούουμε τα χτυπήματα του ενός τυράννου του κόσμου, και στρεφόμαστε προς τον άλλον, αποστρεφόμενοι την τύχη, και κάνοντας έκκληση στο λάθος.

 

Πέρα από αυτό, όμως, το να αποδώσουμε έναν σκοπό ή πρόθεση στην καθαρή τύχη, είναι μια ιδέα απαράμιλλης τόλμης. Ωστόσο, πιστεύω ότι ο καθένας μας είχε τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του μια ζωντανή ανάμνηση για αυτό. Μια τέτοια ιδέα βρίσκεται σε όλες τις φυλές και σε όλες τις θρησκείες, αν και είναι πιο έντονη μεταξύ των Μωαμεθανών. Είναι μια ιδέα που μπορεί να είναι η πιο παράλογη ή η πιο ουσιώδης, ανάλογα με το πώς γίνεται κατανοητή.

 

Παρόλα αυτά, όσο εντυπωσιακές κι αν είναι μερικές φορές οι περιπτώσεις όπου αυτή η άποψη θα μπορούσε να υποστηριχθεί, υπάρχει πάντα η μόνιμη αντίρρηση ότι θα ήταν το μεγαλύτερο θαύμα αν η τύχη δεν παρακολουθούσε ποτέ τις υποθέσεις μας τόσο καλά όσο, ή ακόμα καλύτερα από ό,τι, θα μπορούσε να κάνει η κατανόηση και η διορατικότητά μας.

 

Χωρίς εξαίρεση, όλα όσα συμβαίνουν, συμβαίνουν με αυστηρή αναγκαιότητα, και αυτή είναι μια αλήθεια που πρέπει να κατανοηθεί εκ των προτέρων, και συνεπώς να θεωρηθεί αδιάψευστη· εδώ θα ονομάσω αυτήν την αλήθεια ευαπόδεικτη μοιροκρατία. Στο βραβευμένο δοκίμιό μου On the Freedom of the Will, αυτό ακολουθεί ως αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων ερευνών μου. Επιβεβαιώνεται εμπειρικά  και εκ των υστέρων από το γεγονός, που δεν αμφισβητείται πλέον, ότι οι μαγνητικοί υπνοβάτες,[2] άτομα προικισμένα με δεύτερη όραση, και μερικές φορές ακόμη και τα κοινά μας όνειρα, προβλέπουν άμεσα και με ακρίβεια μελλοντικά γεγονότα.[3]

 

Αυτή η εμπειρική επιβεβαίωση της θεωρίας μου για την αυστηρή αναγκαιότητα όλων όσων συμβαίνουν, φαίνεται πιο εντυπωσιακά με τη δεύτερη όραση.[4] Διότι με αυτόν τον τρόπο βλέπουμε εκ των υστέρων να συμβαίνει κάτι που είχαμε προβλέψει καιρό πριν· αυτό το φαινόμενο συμβαίνει με πλήρη ακρίβεια και με όλες τις συνακόλουθες περιστάσεις ακριβώς όπως είχαν δηλωθεί, ακόμη και αν είχαμε σκόπιμα καταβάλει κάθε προσπάθεια για να το αποτρέψουμε, ή για να κάνουμε το γεγονός διαφορετικό από το αρχικό όραμα. Αυτό είναι μάταιο, αφού το ίδιο το πράγμα που υποτίθεται ότι θα ματαιώσει το προβλεπόμενο γεγονός, πάντα βοηθάει στην πραγματοποίηση του γεγονότος. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει στις τραγωδίες και στην ιστορία των αρχαίων, αφού η καταστροφή που προβλέπεται από χρησμούς ή όνειρα, προκαλείται από τα ίδια τα μέτρα που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη της καταστροφής.

 

Ως παραδείγματα αυτού, αναφέρω ανάμεσα σε πολλά τον Οιδίποδα Τύραννο, και την ιστορία του Κροίσου με τον Άδραστο στο πρώτο βιβλίο του Ηροδότου. Παρομοίως, βρίσκουμε περιπτώσεις δεύτερης όρασης που δίνονται από τον πολύ αξιόπιστο Bende Bendsen στο Archiv für thierischen Magnetismus του Kieser, καθώς και μια περίπτωση στο Theorie der Geisterkunde των Jung-Stilling.

 

Τώρα, αν το δώρο της δεύτερης όρασης ήταν πιο συχνό, αναρίθμητα προβλεπόμενα γεγονότα θα συνέβαιναν ακριβώς, και η αναμφισβήτητη πραγματική απόδειξη της αυστηρής αναγκαιότητας όλων όσων συμβαίνουν θα ήταν γενικά προφανής και προσιτή σε όλους. Τότε δεν θα υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία ότι όσο και αν η πορεία των πραγμάτων φαίνεται ως καθαρά τυχαία,  κατά βάθος δεν είναι έτσι. Αντίθετα, όλα αυτά τα ατυχήματα, τα εἰκῇ φερόμενα,[5]  περιβάλλονται από μόνα τους από μια βαθιά κρυμμένη αναγκαιότητα, την εἱμαρμένη, της οποίας το απλό όργανο είναι η ίδια η τύχη. Η απόκτηση ενόρασης σε αυτό το φαινόμενο ήταν από αμνημονεύτων χρόνων η προσπάθεια όλων των μάντεων.

 

Τώρα, από τo περιστατικό που προηγουμένως αναφέρθηκε, και το οποίο θεμελιώθηκε με γεγονότα, προκύπτει όχι μόνο ότι όλα τα γεγονότα συμβαίνουν με πλήρη αναγκαιότητα, αλλά και ότι, κατά κάποιο τρόπο, καθορίζονται εκ των προτέρων και αντικειμενικά, με την έννοια ότι παρουσιάζονται στα μάτια ενός μάντη ως κάτι που ήδη υπάρχει. Σε κάθε περίπτωση, τούτο θα μπορούσε ακόμη να αποδοθεί στην απλή αναγκαιότητα της εμφάνισής τους ως συνέπεια της πορείας της αιτιώδους αλυσίδας.

 

Σε κάθε περίπτωση, η ενόραση, ή μάλλον η άποψη, ότι αυτή η αναγκαιότητα όλων όσων συμβαίνουν δεν είναι τυφλή- και επομένως η πίστη σε μια σύνδεση γεγονότων στην πορεία της ζωής μας, τόσο συστηματική όσο και απαραίτητη- είναι μια μοιροκρατία ανώτερης τάξης, η οποία δεν μπορεί, όπως η απλή μοιρολατρία, να αποδειχθεί, αλλά συμβαίνει πιθανώς σε όλους αργά ή γρήγορα, και μας κρατά σταθερά, είτε προσωρινά είτε μόνιμα, σε αυτόν τον τρόπο σκέψης.

 

Αυτού του είδους τη μοιροκρατία μπορούμε να ονομάσουμε υπερβατική μοιροκρατία,[6] σε αντίθεση με εκείνη που είναι συνηθισμένη και αποδείξιμη. Δεν προέρχεται, όπως η τελευταία, από μια πραγματικά θεωρητική γνώση, ή από τη σχετική έρευνα, για την οποία λίγοι θα είχαν τα προσόντα· αλλά σταδιακά αποκαλύπτεται από τις εμπειρίες κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου. Από αυτές τις εμπειρίες, κάποια συγκεκριμένα γεγονότα γίνονται εμφανή σε όλους, και, επειδή είναι ειδικά κατάλληλα για τον καθένα χωριστά, φέρουν τη σφραγίδα μιας ηθικής ή εσωτερικής αναγκαιότητας, παρότι δημιουργούν την εντύπωση μιας εξωτερικής και εντελώς τυχαίας φύσης.

 

Η συχνή εμφάνιση αυτού του φαινομένου μάς οδηγεί βαθμιαία στην άποψη, που συχνά γίνεται πεποίθηση, ότι η πορεία της ζωής μας, όσο κι αν φαίνεται συγκεχυμένη, είναι ένα πλήρες σύνολο, σε αρμονία με τον εαυτό μας, και έχει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, και ένα νόημα τόσο βαθιά διδακτικό όσο και το καλύτερο έπος.[7]

 

Αλλά τώρα οι πληροφορίες που μας μεταδίδονται με αυτόν τον τρόπο, θα σχετίζονται αποκλειστικά με την ατομική μας βούληση, η οποία σε τελευταία ανάλυση είναι το ατομικό μας λάθος. Γιατί το σχέδιο και η ολότητα δεν βρίσκονται στην παγκόσμια ιστορία, όπως η ακαδημαϊκή φιλοσοφία θα ήθελε να πιστέψουμε, αλλά στη ζωή του ατόμου. Στην πραγματικότητα, τα έθνη υπάρχουν απλώς στη θεωρία. Το άτομο είναι αυτό που είναι πραγματικό. Επομένως, η παγκόσμια ιστορία δεν έχει άμεση μεταφυσική σημασία. Είναι απλά μια τυχαία διαμόρφωση των γεγονότων.

 

Εδώ υπενθυμίζω στον αναγνώστη αυτά που έχω πει σχετικά με αυτό το θέμα στο κύριο έργο μου, ο Κόσμος ως Βούληση και Παράσταση. Και έτσι, όσον αφορά την ατομική μας μοίρα, παρουσιάζεται σε πολλούς αυτή η υπερβατική μοιροκρατία, η οποία κάποια στιγμή εμφανίζεται ίσως στον καθένα μέσω μιας προσεκτικής εξέτασης της προσωπικής του ζωής, αφού το νήμα της έχει ξεδιπλωθεί σε μεγάλο βαθμό. Στην πραγματικότητα, όταν κάποιος αναλογίζεται τις λεπτομέρειες της ζωής του, αυτή μπορεί μερικές φορές να του παρουσιαστεί σαν να είχαν χαρτογραφηθεί όλα σ’ αυτήν, και οι άνθρωποι που εμφανίζονται στο προσκήνιο να μοιάζουν σαν απλοί ερμηνευτές σε κάποιο έργο. Αυτή η υπερβατική μοιροκρατία δεν έχει μόνο πολλά στοιχεία που είναι παρηγορητικά, αλλά ίσως και πολλά που είναι αλήθεια· και έτσι πολλές φορές επιβεβαιώνεται ακόμη και ως δόγμα.[8]

 

Ως εντελώς απροκατάληπτη, αξίζει να αναφερθεί εδώ η μαρτυρία ενός έμπειρου ποιητή και ανθρώπου του κόσμου, η οποία μαρτυρία δίνεται επιπλέον σε μια νεστοριανή εποχή, δηλαδή αυτή του ενενηντάχρονου Karl Ludwig von Knebel, ο οποίος στο Litterarischer Nachlass λέει:

 

«Με μια πιο προσεκτική παρατήρηση, θα διαπιστώσουμε ότι στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων πρέπει να βρεθεί ένα συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο, μέσω της ιδιόμορφης φύσης ή των περιστάσεων που το κατευθύνουν, είναι, κατά κάποιον τρόπο, σκιαγραφημένο γι’ αυτούς. Οι καταστάσεις της ζωής τους μπορεί να είναι ευμετάβλητες, αλλά στο τέλος εμφανίζεται μια ολότητα που μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε μέσα από αυτήν μια ορισμένη αρμονία και συνέπεια. Όσο κρυφή κι αν είναι η δράση της, το χέρι μιας καθορισμένης μοίρας είναι επίσης απόλυτα εμφανές· μπορεί να κινηθεί από εξωτερική επιρροή ή εσωτερική ώθηση· πράγματι, αντιφατικοί λόγοι μπορεί να λειτουργούν προς την κατεύθυνση της μοίρας. Όσο αποδιοργανωμένη κι αν είναι η πορεία της ζωής, το κίνητρο και η τάση, τα θεμέλια και η κατεύθυνση, κάνουν πάντα την εμφάνισή τους.»

 

Η συστηματική διευθέτηση, που αναφέρεται εδώ, στη ζωή του καθενός μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από την αμετάβλητη και άκαμπτη συνοχή του έμφυτου χαρακτήρα, η οποία πάντα φέρνει έναν άνθρωπο πίσω στην ίδια τροχιά. Ο καθένας αναγνωρίζει αμέσως και με βεβαιότητα τι είναι πιο κατάλληλο για τον χαρακτήρα του, έτσι ώστε, ακόμα κι αν δεν το αναλογίζεται, ενεργεί κατά κανόνα από ένστικτο. Στο βαθμό που αυτό το είδος γνώσης περνά σε δράση χωρίς να έχει γίνει συνειδητό, μπορεί να συγκριθεί με τις αντανακλαστικές κινήσεις του Marshall Hall.[9]

 

Έτσι, ο καθένας επιδιώκει και παίρνει ό,τι του αρμόζει ως άτομο, ακόμη και χωρίς να είναι σε θέση να δώσει μια σαφή εξήγηση για αυτό στον εαυτό του, και η δύναμη για να πράξει κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν έρχεται σε αυτόν ούτε από έξω ούτε από τις δικές του λανθασμένες αντιλήψεις και προκαταλήψεις.

 

Με τον ίδιο τρόπο, η χελώνα, που εκκολάπτεται στην άμμο από τον ήλιο, πηγαίνει αμέσως κατευθείαν στο νερό, ακόμη και χωρίς να μπορεί να το δει. Αυτή είναι η εσωτερική πυξίδα, το μυστηριώδες χαρακτηριστικό, που οδηγεί τον καθένα σ’ εκείνο το μονοπάτι που γι’ αυτόν είναι το μόνο κατάλληλο· αλλά μόνο αφού το έχει καλύψει αυτό το μονοπάτι, αποκτά ο άνθρωπος επίγνωση της ομοιόμορφης κατεύθυνσής του.

 

Αυτό, ωστόσο, φαίνεται ανεπαρκές ενόψει της ισχυρής επιρροής και της μεγάλης δύναμης των εξωτερικών περιστάσεων. Δεν είναι καθόλου ελπιδοφόρο ότι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, δηλαδή η πορεία της ζωής ενός ανθρώπου, η οποία κερδίζεται με τόση προσπάθεια, κόπο και πόνο, θα πρέπει να λάβει το άλλο μισό της κατεύθυνσής της, δηλαδή το μέρος που προέρχεται από έξω, απλά και μόνο από το χέρι μιας πραγματικά τυφλής τύχης, η οποία δεν έχει κανένα νόημα από μόνη της, και η οποία στερείται κάθε κατεύθυνση και τάξη.

 

Αντίθετα, μπαίνουμε στον πειρασμό να πιστέψουμε ότι, όπως υπάρχουν ορισμένες εικόνες ή μορφές που ονομάζονται αναμορφώσεις[10]- οι οποίες αποκαλύπτουν στο γυμνό μάτι μόνο παραμορφωμένα, ακρωτηριασμένα και άμορφα αντικείμενα, αλλά, από την άλλη πλευρά, μας δείχνουν κανονικές ανθρώπινες φιγούρες όταν αυτές οι εικόνες φαίνονται σε κωνικό καθρέφτη- έτσι και η καθαρά εμπειρική αντίληψη της πορείας του κόσμου είναι σαν εκείνη τη διαισθητική αντίληψη της παραμορφωμένης εικόνας, όπως φαίνεται με γυμνό μάτι. Ο σκοπός της μοίρας, από την άλλη πλευρά, είναι σαν να κοιτάζουμε στον κωνικό καθρέφτη, ο οποίος συνδυάζει και τακτοποιεί αυτό που έχει διασκορπιστεί.

 

Ενάντια σε αυτή την άποψη, ωστόσο, μπορεί πάντα να αντιτίθεται εκείνη που λέει ότι η συστηματική σύνδεση που νομίζουμε ότι αντιλαμβανόμαστε στα γεγονότα της ζωής μας είναι μόνο μια ασυνείδητη λειτουργία της ρυθμιστικής και σχηματοποιητικής φαντασίας μας, όπως όταν νομίζουμε ότι διακρίνουμε καθαρά ανθρώπινες φιγούρες να σχηματίζονται από τις σκιές σ’ ένα τοίχο, καθώς συνδυάζουμε συστηματικά σημάδια που έχουν διασκορπιστεί από την πιο τυφλή τύχη.

 

Ωστόσο, μπορεί να υποτεθεί ότι αυτό που με την υψηλότερη και πιο αληθινή έννοια της λέξης είναι για μας σωστό και ωφέλιμο, δεν μπορεί πραγματικά να είναι αυτό που απλώς είδαμε να προβάλλεται, αλλά που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, και ως εκ τούτου δεν απέκτησε ποτέ καμία άλλη ύπαρξη εκτός από εκείνη στις σκέψεις  μας- το vani disegni, che non han mai loco[11]  ­του Αριόστο - του οποίου την απογοήτευση θα πρέπει να θρηνούμε για το υπόλοιπο της ζωής μας. Αντίθετα, είναι αυτό που είναι πραγματικά αποτυπωμένο στη μεγάλη εικόνα της πραγματικότητας, και για το οποίο λέμε με πεποίθηση, αφού αναγνωρίσουμε την καταλληλότητά του, sic erat in fatis,[12]  δηλαδή ότι ήταν αναπόφευκτο να συμβεί.

 

Επομένως, θα πρέπει να υπάρχει κάποιο είδος πρόνοιας για την πραγματοποίηση αυτού που είναι κατάλληλο με αυτή την έννοια, μέσω μιας ενότητας του τυχαίου και του αναγκαίου, η οποία βρίσκεται στην ίδια τη ρίζα των πραγμάτων. Λόγω αυτής της ενότητας, από τη μία πλευρά, η εσωτερική αναγκαιότητα- η οποία εκδηλώνεται αρχικά ως ένα είδος ενστικτώδους παρόρμησης, και στη συνέχεια ως ορθολογική διαβούλευση- και, από την άλλη μεριά, η εξωτερική λειτουργία των περιστάσεων, πρέπει να αλληλοϋποστηρίζονται στην πορεία της ζωής ενός ανθρώπου, με τέτοιο τρόπο ώστε, όταν η ζωή θα έχει φτάσει στο τέλος της, να την κάνουν να φαίνεται σαν ένα ολοκληρωμένο και τελειοποιημένο έργο τέχνης, παρότι αρχικά, όταν ήταν ακόμα στα σκαριά, έμοιαζε, όπως κάθε υπό κατασκευή έργο τέχνης, να μην έχει κανένα σχέδιο ή σκοπό.

 

Αλλά όποιος θα κάτσει μετά την ολοκλήρωσή της και την εξετάσει προσεκτικά, αναπόφευκτα θα αντιμετωπίσει με έκπληξη μια τέτοια πορεία ζωής, ως έργο της πιο σκόπιμης προνοητικότητας, σοφίας και επιμονής. Ωστόσο, συνολικά, θα έχει σημασία ανάλογα με το αν το συγκεκριμένο άτομο είναι συνηθισμένο ή εξέχον.

 

Από αυτή την άποψη, θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την υπερβατική ιδέα ότι, πίσω από αυτόν τον mundus phaenomenon  (ο φαινομενικός  κόσμος) όπου βασιλεύει η τύχη, υπάρχει γενικά παντού ένας mundus intelligibilis (ο νοητός κόσμος) που κυβερνά την ίδια την τύχη. Η φύση, βέβαια, κάνει τα πάντα για το είδος, και τίποτα για το άτομο, αφού γι’ αυτήν το πρώτο σημαίνει τα πάντα, ενώ το δεύτερο τίποτα. Αλλά αυτό που υποθέτουμε εδώ ως τη λέξη κλειδί δεν είναι η φύση, αλλά το μεταφυσικό, που βρίσκεται πέρα από τη φύση, και υπάρχει ολόκληρο και αδιαίρετο σε κάθε άτομο, για το οποίο, επομένως, όλα αυτά έχουν σημασία.

 

Για να φτάσουμε στην ουσία αυτών των πραγμάτων, θα πρέπει πράγματι πρώτα να απαντήσουμε στα ακόλουθα ερωτήματα: είναι δυνατή μια πλήρης ασυμφωνία μεταξύ του χαρακτήρα ενός ανθρώπου και της μοίρας; ή, σ’ ό,τι αφορά το κύριο σημείο, συμμορφώνεται η μοίρα του καθενός με τον χαρακτήρα του; Ή, τέλος, είναι μια μυστική αδιανόητη αναγκαιότητα, συγκρίσιμη με τον συγγραφέα ενός δράματος, η οποία συνταιριάζει το χαρακτήρα και τη μοίρα πάντα με τον κατάλληλο τρόπο; Αλλά σε αυτό ακριβώς το σημείο είμαστε στο σκοτάδι.

 

Ωστόσο, νομίζουμε ότι κάθε στιγμή είμαστε κύριοι των πράξεών μας. Αλλά αν κοιτάξουμε πίσω στην πορεία της ζωής μας, και ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε τα ατυχή βήματά μας και τις συνέπειές τους, συχνά δεν καταλαβαίνουμε πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε κάποιο πράγμα, ή να μην κάνουμε κάτι άλλο, έτσι ώστε φαίνεται ότι μια παράξενη δύναμη έχει καθοδηγήσει τα βήματά μας. Λέει ο Σαίξπηρ επαυτού:

 

«Μοίρα, δείξε τη δύναμή σου: ο εαυτός μας δεν μας ανήκει.

Ό,τι ορίζεται πρέπει να είναι, και ας είναι έτσι!»

(Δωδέκατη Νύχτα, Πράξη Ι, Σκηνή 5.)

 

Στην ποίηση και στην πεζογραφία οι αρχαίοι δεν κουράζονταν ποτέ να τονίζουν την παντοδυναμία της μοίρας, δείχνοντας έτσι με την αντίθεση την αδυναμία του ανθρώπου. Βλέπουμε παντού ότι αυτή είναι μια πεποίθηση με την οποία είναι διαποτισμένοι, αφού υποψιάζονται μια μυστηριώδη σύνδεση των πραγμάτων που είναι βαθύτερη από την καθαρά εμπειρική. Εξού και οι πολλοί όροι στα ελληνικά για αυτή την έννοια: πότμος, αἶσα, εἱμαρμένη, πεπρωμένη, μοίρα, Ἀδράστεια, κ.λπ. Η λέξη πρόνοια, από την άλλη πλευρά, μετατοπίζει τη σημασία, καθώς συμπεριλαμβάνει το νοῦ, στοιχείο με το οποίο βέβαια η έννοια της μοίρας γίνεται απλή και κατανοητή, αλλά επίσης επιφανειακή και ψευδής.[13] Ακόμη και ο Γκαίτε λέει στο Götz von Berlichingen:

 

 «Εμείς οι άνθρωποι δεν κατευθύνουμε τον εαυτό μας. Η εξουσία πάνω μας δίνεται στα κακά πνεύματα, που ασκούν τα άτακτα κόλπα τους για να μας καταστρέψουν!»

 

Επίσης στο Egmont:

 

«Ο άνθρωπος νομίζει ότι καθοδηγεί τη ζωή του και κατευθύνει τον εαυτό του. Και η εσώτατη ύπαρξή του έλκεται ακαταμάχητα σύμφωνα με τη μοίρα του.»

 

Πράγματι, ο προφήτης Ιερεμίας έχει πει:

 

«Ξέρω ότι ο δρόμος του ανθρώπου δεν εξαρτάται από αυτόν. Δεν είναι γραφτό για άνθρωπο που βαδίζει να κατευθύνει τα βήματά του.»

 

Όλα αυτά οφείλονται στο γεγονός ότι οι πράξεις μας είναι το απαραίτητο προϊόν δύο παραγόντων, ένας από τους οποίους, ο χαρακτήρας μας, είναι αμετάβλητα σταθερός, και ο οποίος μας γίνεται γνωστός μόνο εκ των υστέρων, και επομένως σταδιακά· ο άλλος παράγοντας είναι τα κίνητρα. Αυτά τα τελευταία βρίσκονται έξω από εμάς, προκαλούνται αναγκαστικά από την πορεία του κόσμου, και καθορίζουν το δεδομένο χαρακτήρα κάθε ατόμου, με βάση τη σταθερή φύση του, και με μια αναγκαιότητα που είναι σχεδόν μηχανική. Τώρα το εγώ, το οποίο κρίνει την επακόλουθη πορεία των πραγμάτων, είναι το αντικείμενο της γνώσης. Ως εκ τούτου, είναι ξένο και για τους δύο παράγοντες, και είναι απλώς ο κριτικός θεατής της δράσης τους. Έτσι, φυσικά, μπορεί μερικές φορές να βρεθεί προ εκπλήξεως.

 

Αλλά αν κατανοήσουμε την έννοια της υπερβατικής μοιροκρατίας, και από αυτή την άποψη εξετάσουμε τώρα τη ζωή ενός ατόμου, θα δούμε κάποιες φορές το πιο παράξενο θέαμα από την αντίθεση ανάμεσα στην προφανή φυσική ενδεχομενικότητα ενός γεγονότος, και στην ηθική μεταφυσική αναγκαιότητά του. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί ποτέ να αποδειχθεί· αντιθέτως, κάποιος μπορεί μόνο να το φανταστεί.

 

Για να αποκτήσουμε μια σαφή εικόνα αυτού μέσω ενός γνωστού παραδείγματος, το οποίο, λόγω της εντυπωσιακής φύσης του, είναι ταυτόχρονα κατάλληλο ως τυπική περίπτωση, ας εξετάσουμε το Gang nach dem Eisenhammer, του Σίλλερ. Εκεί βλέπουμε την καθυστέρηση του Fridolin στη Σύναξη, η οποία καθυστέρηση ήταν τόσο τυχαία όσο και εξαιρετικά σημαντική και απαραίτητη γι’ αυτόν.[14]

 

Αν εξετάσουμε προσεκτικά το θέμα, θα μπορέσουμε ίσως να βρούμε ανάλογες περιπτώσεις στη δική μας ζωή, αν και όχι τόσο σημαντικές ή τόσο σαφείς και οριστικές. Πολλοί, ωστόσο, θα οδηγηθούν έτσι στην υπόθεση ότι μια μυστική και ανεξήγητη δύναμη καθοδηγεί όλες τις αλλαγές στη ζωή μας, συχνά αντίθετες με την πρόθεση που είχαμε εκείνη τη στιγμή. Ωστόσο, αυτό γίνεται με τρόπο κατάλληλο για την αντικειμενική ολότητα και την υποκειμενική καταλληλότητα της ζωής μας, και κατά συνέπεια με σκοπό να προαχθεί η αληθινή και ουσιαστική ευημερία μας. Έτσι, συχνά εκ των υστέρων αναγνωρίζουμε την τρέλα των επιθυμιών που μας κατεύθυναν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ducunt volentem fata, nolentent trahunt[15] (Σενέκας, Epistulae).

 

Τώρα, μια τέτοια δύναμη που διατρέχει όλα τα πράγματα με αόρατο νήμα, θα πρέπει επίσης να συνδυάζει και εκείνα τα πράγματα τα οποία χωρίς καμία αμοιβαία σύνδεση επιτρέπονται από την αιτιώδη αλυσίδα, με τέτοιο τρόπο ώστε να ενωθούν την κατάλληλη στιγμή. Έτσι, αυτή η δύναμη θα κυριαρχεί πλήρως στα γεγονότα της πραγματικής ζωής, όπως ο ποιητής είναι ο κύριος του δράματός του. Αλλά η τύχη και το λάθος, που διαταράσσουν και καταπατούν την κανονική αιτιώδη πορεία των πραγμάτων, θα είναι απλά όργανα του αόρατου χεριού της.

 

Αυτό που μας ωθεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην τολμηρή υπόθεση μιας τέτοιας ανεξιχνίαστης δύναμης, η οποία έχει τις βαθιές της ρίζες στην αναγκαιότητα και στην ενδεχομενικότητα, είναι η σκέψη ότι η καθορισμένη και πολύ χαρακτηριστική ατομικότητα κάθε ανθρώπου- με τη φυσική, την ηθική και τη διανοητική πτυχή, που αποτελούν το σύνολο του ατόμου, και ως εκ τούτου έχουν προέλθει από την υψηλότερη μεταφυσική αναγκαιότητα- προκύπτει ως το αναγκαίο αποτέλεσμα του ηθικού χαρακτήρα του πατέρα, της διανοητικής ικανότητας της μητέρας, και της συνδυασμένης ένωσης των δύο.

 

Τώρα, κατά κανόνα, η ένωση των γονέων έχει προκύψει από προφανώς τυχαίες περιστάσεις. Και έτσι η απαίτηση, ή το μεταφυσικό ηθικό αξίωμα, μιας απόλυτης ενότητας αναγκαιότητας και ενδεχομενικότητας, εδώ μας επιβάλλεται ακαταμάχητα. Ωστόσο, το βρίσκω αδύνατο να καταλήξουμε σε μια σαφή αντίληψη της κύριας πηγής και των δύο· μόνο αυτό μπορεί να ειπωθεί- ότι είναι ταυτόχρονα αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν μοίρα, εἱμαρμένη, πεπρωμένη, fatum, αυτό που αντιλαμβάνονταν ως τον καθοδηγητή δαίμονα[16] κάθε ατόμου, αλλά επίσης αυτό που οι χριστιανοί λατρεύουν ως Πρόνοια.  

 

Οι τρεις προαναφερθείσες έννοιες διακρίνονται από το γεγονός ότι το fatum θεωρείται τυφλό, ενώ τα άλλα δύο δεν είναι· αλλά αυτή η ανθρωπομορφική διάκριση χάνει κάθε σημασία με αυτή τη βαθύτερη μεταφυσική ουσία των πραγμάτων. Μόνο σε αυτήν την ουσία πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες της ανεξήγητης ένωσης του ενδεχομένου με το αναγκαίο, η οποία εκδηλώνεται ως ο μυστηριώδης διαθέτης όλων των ανθρώπινων πραγμάτων.

 

Αυτός ο δαίμων ή φύλακας άγγελος, που ανατίθεται σε κάθε άτομο, και προεδρεύει κατά τη διάρκεια της ζωής του, λέγεται ότι είναι ετρουσκικής προέλευσης, αλλά αυτή η έννοια είναι ευρέως διαδεδομένη μεταξύ των αρχαίων. Η βασική ιδέα περιέχεται σε ένα στίχο του Μενάνδρου, τον οποίο μας έχει διασώσει ο Πλούταρχος:

 

«Ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαραστατεῖ

Εὐθὺς γενομένῳ, μυσταγωγὸς τοῦ βίου

Ἀγαθὸς.»[17]

 

Στο τέλος της Πολιτείας, ο Πλάτωνας περιγράφει πώς πριν από την επόμενη αναγέννησή της κάθε ψυχή επιλέγει για τον εαυτό της μια μοίρα με μια προσωπικότητα που ταιριάζει σε αυτήν, και στη συνέχεια λέει:

 

«Ἐπειδὴ δ᾽ οὖν πάσας τὰς ψυχὰς τοὺς βίους ᾑρῆσθαι, ὥσπερ ἔλαχον ἐν τάξει προσιέναι πρὸς τὴν Λάχεσιν· ἐκείνην δ᾽ ἑκάστῳ ὃν εἵλετο δαίμονα, τοῦτον φύλακα συμπέμπειν τοῦ βίου καὶ ἀποπληρωτὴν τῶν αἱρεθέντων.»[18]

 

Σε αυτό το απόσπασμα ο Πορφύριος έχει παράσχει ένα σχόλιο που αξίζει να διαβαστεί, και διασώζεται για μας από το Στοβαίο. Αλλά ο Πλάτων είχε πει προηγουμένως σχετικά:

 

«Οὐχ ὑμᾶς δαίμων λήξεται, ἀλλ᾽ ὑμεῖς δαίμονα αἱρήσεσθε. Πρῶτος δ᾽ ὁ λαχὼν πρῶτος αἱρείσθω βίον ᾧ συνέσται ἐξ ἀνάγκης.»[19]

 

Το θέμα εκφράζεται επίσης πολύ όμορφα από τον Οράτιο, στις Επιστολές:

 

«Scit Genius, natale comes qui temperat astrum,

naturae deus humanae, mortalis in unum

quodque caput, voltu mutabilis, albus et ater.”[20]

 

Ένα απόσπασμα για αυτόν τον δαίμονα ή φύλακα άγγελο, που αξίζει να διαβαστεί, βρίσκεται στον Απουλήιο, στο Ο Θεός του Σωκράτη. Ο Ιάβλιχος, στο Περί των Αιγυπτίων Μυστηρίων, έχει ένα σύντομο αλλά σημαντικό κεφάλαιο σχετικά με αυτό. Αλλά ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι το απόσπασμα του Πρόκλου, στο σχόλιό του πάνω στον Αλκιβιάδη του Πλάτωνα:

 

«Ὁ γὰρ πᾶσαν ἡμῶν τὴν ζωὴν ἰθύνων καὶ τάς τε αἱρέσεις ἡμῶν ἀποπληρῶν, τὰς πρὸ τῆς γενέσεως, καὶ τὰς τῆς εἱμαρμένης δόσεις καὶ τῶν μοιρηγενετῶν θεῶν, ἔτι δὲ τὰς ἐκ τῆς προνοίας ἐλλάμψεις χορηγῶν καὶ παραμετρῶν, οὗτος ὁ δαίμων ἐστί.»[21]

 

Ο Θεόφραστος Παράκελσος στα Έργα του έχει εκφράσει βαθύτερα την ίδια ιδέα, γιατί λέει:

 

«Η έννοια του fatum, για να την κατανοήσουμε καλύτερα, σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει ένα πνεύμα που κατοικεί έξω από αυτόν, και το οποίο έχει την έδρα του στα αστέρια. Χρησιμοποιεί τα αφεντικά του κυρίου του· εκείνος του προμηνύει πράγματα, και του δίνει προαισθήματα, γιατί εξακολουθούν να υπάρχουν μετά από αυτόν. Αυτά τα πνεύματα ονομάζονται fatum[22]

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ίδια ιδέα βρίσκεται και στον Πλούταρχο, γιατί λέει ότι έξω από εκείνο το μέρος της ψυχής που είναι βυθισμένο στο γήινο σώμα παραμένει αιωρούμενο πάνω από το κεφάλι του ανθρώπου ένα άλλο καθαρότερο μέρος της, το οποίο παρουσιάζεται ως αστέρι, και το οποίο δικαίως ονομάζεται ο δαίμονάς του, ο οποίος και τον καθοδηγεί,  και τον οποίον ο πιο συνετός άνθρωπος ακολουθεί πρόθυμα. Το απόσπασμα είναι πολύ μεγάλο για να παρατεθεί εδώ· βρίσκεται στο Περί του Σωκράτους δαιμονίου. Η κύρια πρόταση έχει ως εξής:

 

«Τὸ μὲν οὖν ὑποβρύχιον ἐν τῷ σώματι φερόμενον ψυχὴ λέγεται·

τὸ δὲ φθορᾶς λειφθὲν οἱ πολλοὶ νοῦν καλοῦντες, ἐντὸς εἶναι νομίζουσιν αὑτῶν…

οἱ δὲ ὀρθῶς ὑπονοοῦντες ὡς ἐκτὸς ὄντα δαίμονα προσαγορεύουσι.»[23]

 

Παρεμπιπτόντως, θα μπορούσα να αναφέρω ότι ο Χριστιανισμός, ο οποίος, όπως γνωρίζουμε, ταύτισε όλους τους θεούς και τους δαίμονες των ειδωλολατρών με το διάβολο, φαίνεται ότι εφηύρε από το δαίμονα των αρχαίων το spiritus familiaris των  λογίων και των μάγων. Η χριστιανική περιγραφή της Θείας Πρόνοιας είναι πολύ γνωστή για να χρειαστεί να σταθώ σε αυτήν εδώ. Όλα αυτά τα πράγματα, ωστόσο, είναι μόνο μεταφορικές, αλληγορικές αντιλήψεις του θέματος που εξετάζουμε. Γιατί γενικά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τις βαθύτερες και πιο κρυμμένες αλήθειες, παρά μόνο με αριθμούς και παρομοιώσεις.

 

Στην πραγματικότητα όμως, αυτή η απόκρυφη δύναμη που καθοδηγεί ακόμη και τις εξωτερικές επιρροές, μπορεί τελικά να έχει τις ρίζες της μόνο στη δική μας μυστηριώδη εσωτερική ύπαρξη. Γιατί πράγματι, σε τελευταία ανάλυση, το Άλφα και το Ωμέγα όλης της ύπαρξης βρίσκονται μέσα μας. Αλλά ακόμη και στην πιο τυχερή περίπτωση, είμαστε σε θέση να έχουμε  μόνο μια μικρή γεύση αυτής της προοπτικής, και εδώ πάλι μόνο μέσω αναλογιών και παρομοιώσεων.

 

Η πλησιέστερη αναλογία με την κυριαρχία αυτής της δύναμης φαίνεται  στην τελεολογία της φύσης, στο ότι μας δείχνει το καταλληλότερο- όπως αυτό συμβαίνει, χωρίς απαραίτητα τη γνώση του τελικού σκοπού, ειδικά όταν υπάρχει εξωτερική καταλληλότητα- με άλλα λόγια, αυτό που λαμβάνει χώρα μεταξύ διαφορετικών και ακόμη και ετερογενών όντων, και μάλιστα στην ανόργανη φύση.

 

Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα αυτού του είδους είναι τα παρασυρόμενα ξύλα που μεταφέρονται από τη θάλασσα σε μεγάλες ποσότητες κατευθείαν στις άδενδρες πολικές περιοχές.[24] Ένα άλλο παράδειγμα είναι ότι η κύρια μάζα στεριάς του πλανήτη βρίσκεται εξολοκλήρου συσσωρευμένη προς τον Βόρειο Πόλο, του οποίου ο χειμώνας για αστρονομικούς λόγους είναι οκτώ ημέρες μικρότερος, και επομένως πολύ ηπιότερος από αυτόν του Νότιου Πόλου.[25]

 

Ωστόσο, η εσωτερική καταλληλότητα, η οποία είναι αναμφισβήτητα εμφανής στον πλήρη οργανισμό- καθώς και η εκπληκτική αρμονία η οποία παράγει τέτοια καταλληλότητα, μεταξύ της τεχνικής και του απλού μηχανισμού της φύσης, ή μεταξύ  του nexus finalis και του nexus effectivus[26]- μας επιτρέπουν να δούμε κατ’ αναλογία πώς αυτό που προέρχεται από διαφορετικά και πράγματι πολύ απομακρυσμένα σημεία,  και το οποίο είναι φαινομενικά ξένο προς τον εαυτό του, ωστόσο συνωμοτεί μέχρι τον τελικό σκοπό, και φτάνει σωστά στο προορισμό του, καθοδηγούμενο όχι από τη γνώση, αλλά από την αναγκαιότητα μιας ανώτερης τάξης, η οποία προηγείται κάθε δυνατότητας γνώσης.

 

Επιπλέον, αν φέρουμε στο μυαλό μας τη θεωρία που διατύπωσε ο Καντ, και αργότερα ο Λαπλάς, σχετικά με την προέλευση του πλανητικού μας συστήματος, και αναλογιστούμε πώς από το παιχνίδι των τυφλών φυσικών δυνάμεων, που ακολουθούν τους αμετάβλητους νόμους τους,  αυτός ο αξιοθαύμαστα διευθετημένος πλανητικός κόσμος ήταν τελικά βέβαιο ότι θα προέκυπτε, τότε εδώ έχουμε μια αναλογία που μπορεί να χρησιμεύσει σε γενικές γραμμές για να μας δείξει την πιθανότητα ότι ακόμη και η πορεία της ζωής ενός ατόμου, τρόπος του λέγειν, καθοδηγείται συστηματικά από γεγονότα που είναι συχνά το ιδιότροπο καπρίτσιο της τυφλής τύχης, και με τρόπο που ταιριάζει καλύτερα στο αληθινό και τελικό καλό του ατόμου:

 

«Aὐτόματα γὰρ τὰ πράγματ’ ἐπὶ τὸ συμφέρον

Ῥεῖ , κἂν καθεύδης , ἢ πάλιν τἀναντία.»[27]

(Από το Ανθολόγιο του Στοβαίου)

 

Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, το δόγμα της Πρόνοιας, ως απόλυτα ανθρωπομορφικό, σίγουρα δεν θα μπορούσε να περάσει ως αληθινό άμεσα  και κυριολεκτικά· αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η έμμεση, αλληγορική και μυθική έκφραση μιας αλήθειας. Κι έτσι, όπως όλοι οι θρησκευτικοί μύθοι, μπορεί να είναι απολύτως κατάλληλο για πρακτικούς σκοπούς και για υποκειμενική παρηγοριά, με την έννοια, για παράδειγμα,  της ηθικής θεολογίας του Καντ, η οποία πρέπει να κατανοηθεί μόνο ως ένα σχέδιο για να βρούμε τον προσανατολισμό μας, και συνεπώς αλληγορικά· με μια λέξη, επομένως, ένα τέτοιο δόγμα μπορεί να μην είναι στην πραγματικότητα αληθινό, αλλά μπορεί να είναι τόσο καλό σαν αληθινό.

 

Σε εκείνες τις βαθιές, τυφλές, πρωταρχικές δυνάμεις της φύσης, από την αλληλεπίδραση των οποίων προκύπτει το πλανητικό σύστημα, η θέληση-για-ζωή, που εμφανίζεται κατά συνέπεια στα τελειότερα φαινόμενα του κόσμου, είναι ήδη η εσωτερική λειτουργική και κατευθυντήρια αρχή. Με αυτές τις δυνάμεις, η θέληση-για-ζωή εργάζεται μέσω αυστηρών φυσικών νόμων για τους σκοπούς της, και προετοιμάζει τα θεμέλια για τη δομή και τη διευθέτηση του κόσμου. Για παράδειγμα, η πιο τυχαία ώθηση ή ταλάντωση καθορίζει για πάντα την κλίση της εκλειπτικής και την ταχύτητα περιστροφής της Γης, και το τελικό αποτέλεσμα πρέπει να είναι η αποκάλυψη της πλήρους φύσης της, μόνο και μόνο επειδή αυτή είναι ήδη ενεργή στις ίδιες τις αρχικές δυνάμεις.

 

Τώρα, με τον ίδιο τρόπο, όλα τα γεγονότα που καθορίζουν τις πράξεις ενός ανθρώπου, μαζί με την αιτιώδη συνάφεια που τα προκαλεί, είναι επίσης η αντικειμενοποίηση της ίδιας θέλησης που εκδηλώνεται σε αυτόν. Από αυτό μπορεί να φανεί, αν και μόνο αμυδρά, ότι τα γεγονότα και οι πράξεις πρέπει να εναρμονιστούν και να συμφωνήσουν ακόμη και με τους ειδικούς στόχους αυτού του ανθρώπου. Με αυτή την έννοια, αποτελούν τότε εκείνη τη μυστηριώδη δύναμη που καθοδηγεί τη μοίρα του ατόμου, και η οποία αναφέρεται αλληγορικά ως ο δαίμονας, ή η Πρόνοιά του. Αλλά θεωρούμενη καθαρά αντικειμενικά, αυτή η δύναμη είναι, και συνεχίζει να είναι, η καθολική αιτιώδης σύνδεση που αγκαλιάζει τα πάντα χωρίς εξαίρεση- δυνάμει της οποίας όλα όσα συμβαίνουν, συμβαίνουν με αυστηρή και απόλυτη αναγκαιότητα- μια σύνδεση που παίρνει τη θέση του απλού μυθικού ελέγχου του κόσμου, και μάλιστα έχει το δικαίωμα να ονομάζεται έτσι.

 

Η ακόλουθη γενική θεώρηση μπορεί να βοηθήσει να γίνει αυτό σαφέστερο. Ως «τυχαία» νοείται η χρονική σύμπτωση εκείνου που δεν συνδέεται αιτιωδώς. Αλλά τίποτα δεν  είναι απολύτως τυχαίο· αντίθετα, ακόμη και το πιο τυχαίο γεγονός είναι μόνο κάτι απαραίτητο, που ήρθε σε μας από μια πιο μακρινή πορεία, αφού συγκεκριμένες αιτίες που βρίσκονται μακριά στην αιτιώδη αλυσίδα είχαν από καιρό καθορίσει ότι αυτό το γεγονός ήταν αναγκαστικά βέβαιο ότι θα συμβεί, τη συγκεκριμένη στιγμή και, επομένως, ταυτόχρονα με κάτι άλλο.

 

Έτσι, κάθε γεγονός είναι ένας ιδιαίτερος κρίκος σε μια αλυσίδα αιτιών και αποτελεσμάτων, που ακολουθούν την κατεύθυνση του χρόνου. Αλλά λόγω του χώρου, υπάρχουν αναρίθμητες τέτοιες αλυσίδες η μία δίπλα στην άλλη. Ωστόσο, δεν είναι εντελώς ξένες μεταξύ τους και χωρίς καμία διασύνδεση· αντίθετα, είναι αλληλένδετες με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα, πολλές αιτίες που λειτουργούν τώρα ταυτόχρονα, και καθεμία από τις οποίες παράγει διαφορετικό αποτέλεσμα, ξεπήδησαν από μια κοινή ανώτερη αιτία, και, ως εκ τούτου, σχετίζονται μεταξύ τους όπως τα δισέγγονα με τον προπάππου τους.

 

Από την άλλη, ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα που συμβαίνει τώρα, απαιτεί συχνά τη σύμπτωση πολλών διαφορετικών αιτιών, οι οποίες, η καθεμία ως κρίκος στη δική της αλυσίδα, ήρθαν σε μας από το παρελθόν. Κατά συνέπεια, όλες αυτές οι αιτιώδεις αλυσίδες, που κινούνται προς την κατεύθυνση του χρόνου, σχηματίζουν εδώ και τώρα ένα μεγάλο, κοινό, καλοπλεγμένο  δίχτυ, το οποίο με όλο του το εύρος κινείται επίσης προς την κατεύθυνση του χρόνου, και αποτελεί την πορεία του κόσμου.

 

Τώρα, αν αντιπροσωπεύουμε αυτές τις μεμονωμένες αιτιώδεις αλυσίδες από μεσημβρινούς που βρίσκονται στην κατεύθυνση του χρόνου, τότε αυτό που είναι ταυτόχρονο, και για το λόγο αυτό δεν βρίσκεται σε άμεση αιτιώδη σύνδεση, μπορεί να υποδεικνύεται παντού από παράλληλους κύκλους. Τώρα, αν και όλα τα πράγματα που βρίσκονται στον ίδιο παράλληλο κύκλο δεν εξαρτώνται άμεσα το ένα από το άλλο, εντούτοις βρίσκονται έμμεσα σε κάποια σύνδεση, αν και απομακρυσμένη, λόγω της διαπλοκής ολόκληρου του δικτύου ή της ολότητας όλων των αιτιών και αποτελεσμάτων που ρέουν προς την κατεύθυνση του χρόνου. Επομένως, η συνύπαρξή τους στο παρόν είναι απαραίτητη· και πάνω σ’ αυτό στηρίζεται η τυχαία σύμπτωση όλων των συνθηκών ενός γεγονότος που είναι αναγκαίο με μια υπερβατική έννοια, σύμφωνα με τη θέληση της μοίρας.

 

Σε αυτό οφείλεται, για παράδειγμα, το γεγονός ότι, όταν, ως συνέπεια της μετανάστευσης των γερμανικών φυλών, η Ευρώπη κατακλύστηκε από βαρβαρότητα, τα καλύτερα αριστουργήματα της ελληνικής γλυπτικής, όπως ο Λαοκόων, ο Βατικανός Απόλλωνας, και άλλα, εξαφανίστηκαν αμέσως σαν να τα κατάπιε η γη, περιμένοντας εκεί άθικτα για χίλια χρόνια, εωσότου να έλθει μια ηπιότερη, ευγενέστερη εποχή, που θα κατανοούσε και θα εκτιμούσε τις τέχνες. Όταν εκείνη η εποχή έφτασε τελικά στα τέλη του δέκατου πέμπτου αιώνα υπό τον Πάπα Ιούλιο Β', αυτά τα αριστουργήματα επανεμφανίστηκαν ως καλά διατηρημένα δείγματα τέχνης, και ως ο πραγματικός τύπος της ανθρώπινης μορφής.

 

Κατά τον ίδιο τρόπο, η άφιξη την κατάλληλη στιγμή των αποφασιστικών και σημαντικών περιστάσεων στην πορεία της ζωής ενός ατόμου, βασίζεται στην ίδια αρχή. Το ίδιο ισχύει ακόμη και για την εμφάνιση οιωνών, η πίστη των οποίων είναι τόσο γενική και ανεξάλειπτη ώστε όχι σπάνια έχει βρει μια θέση ακόμη και στα πιο φωτεινά μυαλά. Γιατί τίποτα δεν  είναι απολύτως τυχαίο· αντίθετα, όλα συμβαίνουν κατ’ ανάγκη, και ακόμη και η ίδια η ταυτοχρονικότητα αυτού που δεν συνδέεται αιτιωδώς, και που επομένως ονομάζουμε τύχη, είναι απαραίτητη, αφού αυτό που είναι τώρα ταυτόχρονο  καθορίστηκε ήδη από αιτίες στο μακρινό παρελθόν. Επομένως, όλα αντανακλώνται και αντηχούν σε όλα τα άλλα, και αυτή η γνωστή φράση του Ιπποκράτη που ισχύει για τη συνεργασία μέσα στο ζωντανό οργανισμό, ισχύει και για το σύνολο των πραγμάτων:

 

«Ξύρροια μία, σύμπνοια μία, πάντα συμπαθέα.»[28]

 

Η ανεξάλειπτη τάση του ανθρώπου να παρατηρεί τους οιωνούς, η extispicia[29] και η ὀρνιθοσκοπία, το ξεφύλλισμα της Βίβλου, το ρίξιμο των χαρτιών, η μολυβδομαντία, η εξέταση κόκκων καφέ, και παρόμοιες πρακτικές μαρτυρούν την υπόθεσή (αψηφώντας τη λογική εξήγηση) ότι είναι κατά κάποιο τρόπο δυνατό να γνωρίζουμε από αυτό που είναι παρόν και βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, εκείνο που είναι κρυμμένο ή μακρινό στο χώρο και στο χρόνο, έτσι ώστε από το παρόν να μπορούμε να διαβάσουμε το μέλλον, αρκεί να βρούμε το κατάλληλο κλειδί για την αποκρυπτογράφηση.

 

Μια δεύτερη αναλογία, η οποία από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία μπορεί να βοηθήσει προς μια έμμεση κατανόηση της υπερβατικής μοιροκρατίας που εξετάζουμε, δίνεται από το όνειρο, με το οποίο η ζωή έχει γενικά μια ομοιότητα, η οποία έχει από καιρό αναγνωριστεί και συχνά εκφραστεί, τόσο πολύ ώστε ακόμη και ο υπερβατικός ιδεαλισμός του Καντ μπορεί να συλληφθεί ως η σαφέστερη έκθεση αυτής της ονειρικής φύσης της συνειδητής ύπαρξής μας, όπως έχω παρατηρήσει στην κριτική μου για τη φιλοσοφία του. Πράγματι, είναι αυτή η αναλογία με το όνειρο η οποία μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε, αν και πάλι μόνο εξ αποστάσεως και αμυδρά, πώς η μυστηριώδης δύναμη που κυβερνά και ελέγχει τα εξωτερικά γεγονότα που μας επηρεάζουν προς την κατεύθυνσή τους, μπορεί όντως να έχει τις ρίζες της στα βάθη της δικής μας ανεξιχνίαστης φύσης.

 

Έτσι, ακόμη και στο όνειρο, οι περιστάσεις από καθαρή τύχη συμπίπτουν και γίνονται τα κίνητρα των πράξεών μας, περιστάσεις που είναι εξωτερικές και ανεξάρτητες από εμάς, και μάλιστα συχνά αποτρόπαιες. Ωστόσο, υπάρχει μεταξύ τους μια μυστηριώδης και κατάλληλη σύνδεση, αφού μια κρυμμένη δύναμη, στην οποία υπόκεινται όλα τα στιγμιότυπα του ονείρου, ελέγχει και διευθετεί ακόμη και αυτές τις περιστάσεις, και μάλιστα αποκλειστικά σε σχέση με εμάς.

 

Αλλά το πιο περίεργο από όλα είναι ότι αυτή η δύναμη δεν μπορεί τελικά να είναι τίποτα άλλο από τη δική μας θέληση, αλλά από μια άποψη που δεν εισέρχεται στην ονειρική μας συνείδηση. Και έτσι συμβαίνει ότι τα γεγονότα σε ένα όνειρο συχνά αποδεικνύονται εντελώς αντίθετα με τις επιθυμίες μας, μας προκαλούν έκπληξη, ενόχληση, ακόμη και τρόμο, χωρίς η μοίρα, την οποία κρυφά κατευθύνουμε, να έρχεται να μας σώσει. Με τον ίδιο τρόπο, ρωτάμε με ανυπομονησία για κάτι, και λαμβάνουμε μια απάντηση που μας αφήνει έκπληκτους. Ή πάλι, εμείς οι ίδιοι ερωτόμαστε, ας πούμε σε μια εξέταση, και είμαστε ανίκανοι να βρούμε την απάντηση, οπότε κάποιος άλλος, προς αγανάκτησή μας, δίνει μια τέλεια απάντηση- ενώ και στις δύο περιπτώσεις η απάντηση μπορεί να προέλθει μόνο από τους δικούς μας πόρους.

 

Για να γίνει ακόμα πιο σαφής αυτή η μυστηριώδης καθοδήγηση των γεγονότων στο όνειρο, και η οποία καθοδήγηση προέρχεται από τον εαυτό μας, και για να γίνει η λειτουργία της πιο κατανοητή, υπάρχει μια ακόμη εξήγηση που μπορεί να το κάνει αυτό, αλλά είναι κάπως άσεμνης φύσης. Ευελπιστώ λοιπόν ότι οι άξιοι αναγνώστες μου ούτε θα προσβληθούν ούτε θα αντιμετωπίσουν το θέμα ως αστείο. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν όνειρα για τα οποία η φύση διαθέτει τον εαυτό της για υλικό σκοπό, δηλαδή την εκτόνωση των υπερφορτωμένων σπερματοκύστεων. Τα όνειρα αυτού του είδους περιλαμβάνουν φυσικά λάγνες σκηνές. Αλλά μερικές φορές το ίδιο συμβαίνει και με άλλα όνειρα που δεν έχουν ή δεν επιτυγχάνουν αυτόν τον σκοπό.

 

Τώρα, εδώ υπάρχει η διαφορά ότι στα όνειρα του πρώτου είδους οι ευκαιρίες για συνεύρεση σύντομα αποδεικνύονται ευνοϊκές για εμάς, έτσι ώστε η φύση επιτυγχάνει το σκοπό της. Στα όνειρα του άλλου είδους, ωστόσο, ο δρόμος προς αυτό που επιθυμούμε διακαώς εμποδίζεται συνεχώς από νέα εμπόδια, τα οποία μάταια προσπαθούμε να ξεπεράσουμε, έτσι ώστε στο τέλος να μην έχουμε φτάσει στο στόχο. Αλλά αυτό που δημιουργεί τα εμπόδια, και συνεχώς ματαιώνει τη διακαή επιθυμία μας, είναι απλώς η δική μας θέληση, αλλά από μια σκοπιά που βρίσκεται πολύ πέρα από την αντιπροσωπευτική συνείδηση στο όνειρο, και έτσι εμφανίζεται ως αδυσώπητη μοίρα.

 

Αλλά δεν θα ήταν άραγε δυνατόν η μοίρα στην πραγματική ζωή, και αυτός ο συστηματικός σχεδιασμός που ίσως ο καθένας αναγνωρίζει από μια παρατήρηση της δικής του ζωής, να έχουν αντιστοιχία με την κατάσταση που συμβαίνει στο όνειρο;[30] Μερικές φορές συμβαίνει να έχουμε επινοήσει και υιοθετήσει με ενθουσιασμό ένα σχέδιο το οποίο είναι προφανές ότι δεν ήταν καθόλου κατάλληλο για την πραγματική ευημερία μας. Ωστόσο, ενώ επιδιώκουμε αυτό το σχέδιο με ανυπομονησία, βιώνουμε να υπάρχει εναντίον του μια συνωμοσία της μοίρας, η οποία θέτει σε κίνηση όλους τους μηχανισμούς της για να το υπερνικήσει. Με αυτόν τον τρόπο, η μοίρα τελικά μας ρίχνει πίσω, παρά τη θέλησή μας, στο μονοπάτι που πραγματικά μας ταιριάζει.

 

Εν όψει μιας τέτοιας εναντίωσης που φαίνεται σκόπιμη, πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν τη φράση: «Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι·» άλλοι θεωρούν αυτό που συμβαίνει  δυσοίωνο· άλλοι πάλι το αποκαλούν υπαινιγμό από τον Θεό. Όλοι, ωστόσο, συμμερίζονται την άποψη ότι όταν η μοίρα αντιτίθεται σε ένα σχέδιο με τόσο προφανή επιμονή, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτό το σχέδιο, αφού, καθώς είναι ακατάλληλο για το πεπρωμένο μας ότι μας είναι άγνωστο, δεν θα πραγματοποιηθεί. Και επιδιώκοντάς το συνειδητά, απλώς προκαλούμε τα σκληρότερα χτυπήματα της μοίρας, εωσότου να ξαναβρεθούμε στο σωστό δρόμο· ή επειδή, αν καταφέρναμε να πιέσουμε το ζήτημα, αυτό απλώς θα συντελούσε στο να βλάψουμε τον εαυτό μας.

 

Το προαναφερθέν ρητό ducunt volentem fata, nolentem trahunt έχει εδώ πλήρη ισχύ. Σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται στη συνέχεια ότι η ματαίωση ενός τέτοιου σχεδίου ήταν με κάθε τρόπο επωφελής για την πραγματική ευημερία μας. Και έτσι αυτό μπορεί να συμβαίνει και όταν δεν είναι γενικά γνωστό σε εμάς, ειδικά αν θεωρούμε ως πραγματική ευημερία μας το μεταφυσικά ηθικό.

 

Τώρα, αν από αυτό το σημείο κοιτάξουμε πίσω στο κύριο αποτέλεσμα ολόκληρης της φιλοσοφίας μου- δηλαδή, ότι αυτό που παράγει και συντηρεί το φαινόμενο του κόσμου είναι η θέληση, η οποία επίσης βρίσκεται και αγωνίζεται σε κάθε άτομο·  και αν ταυτόχρονα αναλογιστούμε την καθολικά αναγνωρισμένη ομοιότητα της ζωής μ’ ένα όνειρο- τότε, συνοψίζοντας όλα όσα έχουν ειπωθεί μέχρι τώρα, μπορούμε γενικά να φανταστούμε ως πιθανό ότι όπως ο καθένας είναι ο μυστικός θεατρικός διαχειριστής των ονείρων του, έτσι κατ’ αναλογία και η μοίρα που ελέγχει την πραγματική πορεία της ζωής μας προέρχεται τελικά κατά κάποιο τρόπο από τη θέληση.

 

Αυτή είναι η δική μας θέληση, και όμως εδώ, παρότι εμφανίζεται ως μοίρα, λειτουργεί από μια περιοχή που βρίσκεται πολύ πέρα από την αντιπροσωπευτική ατομική μας συνείδηση, αν και παρέχει τα κίνητρα που καθοδηγούν την εμπειρικά γνωστή ατομική μας βούληση. Ως εκ τούτου, μια τέτοια θέληση έρχεται συχνά σε βίαιη σύγκρουση μ’ εκείνη τη θέλησή μας που εκδηλώνεται ως μοίρα, με τον καθοδηγητικό μας δαίμονα, με το «πνεύμα που κατοικεί έξω από εμάς, και έχει τη θέση του στα αστέρια,» το οποίο εποπτεύει την ατομική συνείδηση, και έτσι, σε έντονη αντίθεση με αυτήν, διευθετεί και καθορίζει ως εξωτερικό περιορισμό αυτό που δεν μπορεί να αφήσει στη συνείδηση να ανακαλύψει, και που όμως δεν θέλει να την δει να το αποβάλλει.

 

Ένα απόσπασμα από τον Εριγένη στο De divisione naturae μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της εκπληκτικής υπερβολής αυτής της τολμηρής πρότασης, όπου πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι  ο Θεός του, ο οποίος είναι χωρίς γνώση, και στον οποίο ο χρόνος, ο χώρος και οι δέκα κατηγορίες του Αριστοτέλη δεν μπορούν να αποδοθούν, για τον οποίο πράγματι ένα μόνο κατηγόρημα παραμένει,  δηλαδή η θέληση- ότι ο Θεός του δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτό που αποκαλώ θέληση-για-ζωή:  

 

«Est etiam alia species ignorantiae in Deo, quando ea, quae praescivit et praedestinavit, ignorare dicitur, dum adhuc in rerum factarum cursibus experimento non apparuerint.»[31]

 

Λίγο αργότερα λέει:

 

«Tertia species divinae ignorantiae est, per quam Deus diqitur ignorare ea, quae nondum experimento actionis et operationis in effectibus manifeste apparent; quorum tamen invisibiles rationes in seipso, a seipso creatas et sibi ipsi cognitas possidet.»[32]

 

Τώρα, αν παραδεχθούμε την αναγνωρισμένη ομοιότητα της ατομικής ζωής με ένα όνειρο, θα πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε τη διαφορά ότι στο απλό όνειρο η σχέση είναι μονόπλευρη, δηλαδή, μόνο ένα εγώ θέλει και αισθάνεται πραγματικά, ενώ τα υπόλοιπα δεν είναι παρά φαντάσματα. Στο μεγάλο όνειρο της ζωής, από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια αμοιβαία σχέση, αφού ο ένας εμφανίζεται στο όνειρο του άλλου ακριβώς όπως είναι απαραίτητο. Έτσι, χάρη σε μια πραγματική προκατεστημένη αρμονία, ο καθένας ονειρεύεται μόνο ό, τι είναι κατάλληλο γι’ αυτόν, σύμφωνα με τη δική του μεταφυσική καθοδήγηση, και όλα τα όνειρα της ζωής είναι τόσο έξυπνα συνυφασμένα ώστε ο καθένας γνωρίζει τι είναι ωφέλιμο γι’ αυτόν, και ταυτόχρονα κάνει για τους άλλους ό, τι είναι απαραίτητο.

 

Κατά συνέπεια, ένα μεγάλο παγκόσμιο γεγονός συμμορφώνεται με τη μοίρα πολλών χιλιάδων, και για τον καθένα με ξεχωριστό τρόπο. Επομένως, όλα τα γεγονότα στη ζωή ενός ανθρώπου συνδέονται με δύο θεμελιωδώς διαφορετικούς τρόπους. Πρώτον, με την αντικειμενική αιτιώδη σύνδεση της πορείας της φύσης, και δεύτερον, με μια υποκειμενική σύνδεση που υπάρχει μόνο σε σχέση με το άτομο που βιώνει τα γεγονότα. Αυτή η υποκειμενική σύνδεση  είναι τόσο υποκειμενική όσο και τα όνειρά του, αλλά για αυτό το άτομο η διαδοχή και το περιεχόμενό τους καθορίζονται μοιραία, όπως η διαδοχή των σκηνών ενός δράματος καθορίζεται από το σχέδιο του ποιητή.

 

Αυτά τα δύο είδη σύνδεσης υπάρχουν ταυτόχρονα, και όμως το ίδιο γεγονός, ως κρίκος σε δύο εντελώς διαφορετικές αλυσίδες, ταιριάζει ακριβώς και στις δύο, με συνέπεια η μοίρα ενός ανθρώπου να είναι πάντα σύμφωνη με τη μοίρα ενός άλλου, και ο καθένας να είναι ο ήρωας του δικού του δράματος, αλλά ταυτόχρονα εμφανίζεται στο δράμα κάποιου άλλου. Όλα αυτά, φυσικά, ξεπερνάνε τις δυνάμεις μας κατανόησης, και μπορούμε να τα αντιληφθούμε ως δυνατά μόνο χάρη στην πιο θαυμάσια προκατεστημένη αρμονία.

 

Από την άλλη μεριά, δεν θα ήταν άραγε έλλειψη θάρρους εκ μέρους μας να θεωρήσουμε αδύνατο ότι οι ζωές όλων των ανθρώπων στις αμοιβαίες συναλλαγές τους έχουν τόση αρμονία όση μπορεί να δώσει ο συνθέτης στα πολλά φαινομενικά συγκεχυμένα μέρη της συμφωνίας του; Η αποστροφή μας προς αυτή την κολοσσιαία σκέψη θα μειωθεί αν θυμηθούμε ότι ο πρωταγωνιστής του μεγάλου ονείρου της ζωής είναι κατά μία έννοια μόνο ένα πράγμα, η θέληση-για-ζωή, και ότι όλη η πληθώρα των φαινομένων εξαρτάται από το χρόνο και το χώρο. Είναι το μεγάλο όνειρο που το ονειρεύεται αυτή η μία οντότητα, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε όλα τα πρόσωπά της να το ονειρεύονται μαζί. Έτσι, όλα τα πράγματα εισχωρούν και προσαρμόζονται το ένα στο άλλο.

 

Τώρα, αν συμφωνήσουμε με αυτό- αν δεχτούμε ότι η διπλή αλυσίδα όλων των γεγονότων, δυνάμει της οποίας κάθε ον, από τη μία πλευρά, υπάρχει για τον εαυτό του, συμπεριφέρεται και ενεργεί με ανάγκη σύμφωνα με τη δική του φύση, και ακολουθεί τη δική του πορεία, αλλά, από την άλλη, είναι επίσης τόσο απόλυτα προσαρμοσμένο για να αντιλαμβάνεται ένα άλλο ον, το οποίο και τον επηρεάζει όσο οι εικόνες στα όνειρά του- τότε θα πρέπει να επεκτείνουμε αυτόν το συλλογισμό σε ολόκληρη τη φύση, και ως εκ τούτου σε ζώα και όντα χωρίς γνώση.

 

Για άλλη μια φορά, λοιπόν, έχουμε την προοπτική της δυνατότητας της omina, ή praesagia, ή potenta,[33] αφού αυτό  που συμβαίνει αναγκαστικά στην πορεία της φύσης πρέπει και πάλι να θεωρηθεί, από την άλλη πλευρά, ως μια απλή εικόνα για εμάς, ως το αντικείμενο του ονείρου της δικής μας ζωής, που συμβαίνει και υπάρχει μόνο σε σχέση με μας,  ή ακόμα και ως απλή αντανάκλαση και ηχώ της δικής μας δράσης και εμπειρίας.

 

Κατά συνέπεια, αυτό που σε ένα γεγονός είναι φυσικό και μπορεί να αποδειχθεί αιτιωδώς ως αναγκαίο, δεν εξαλείφει με κανένα τρόπο το δυσοίωνο στοιχείο του. Και με τον ίδιο τρόπο, το δυσοίωνο στοιχείο δεν εξαλείφει την αναγκαιότητα. Και έτσι κάνουν μεγάλο λάθος εκείνοι οι οποίοι φαντάζονται ότι αφαιρούν το δυσοίωνο στοιχείο ενός γεγονότος αποδεικνύοντας το αναπόφευκτο της εμφάνισής του, δείχνοντας τις φυσικές και λειτουργικές αιτίες του, και επίσης, όταν πρόκειται για φυσικό γεγονός, κάνοντάς το μ’ ένα πρόσχημα μάθησης. Γιατί κανένας λογικός άνθρωπος δεν αμφιβάλλει γι’ αυτά, και κανείς δεν θα προσποιηθεί ότι ο οιωνός είναι ένα θαύμα. Αλλά το γεγονός αποκτά ένα δυσοίωνο στοιχείο επειδή η αλυσίδα των αιτιών και των αποτελεσμάτων, που εκτείνεται στο άπειρο με την αυστηρή αναγκαιότητα και τον αιώνιο προορισμό που την χαρακτηρίζει, έχει αναπόφευκτα καθιερώσει την εμφάνιση του γεγονότος σε μια τόσο σημαντική στιγμή.

 

Και έτσι οι επίδοξοι σοφοί, ειδικά όταν αποκτούν υλική σκέψη, θα πρέπει να θυμούνται ειδικά τα λόγια του Σαίξπηρ:

 

«Υπάρχουν περισσότερα πράγματα στον ουρανό και στη γη από όσα ονειρεύεστε στη φιλοσοφία σας.»

(Άμλετ, Πράξη Ι, Σκηνή 5).

 

Ωστόσο, με την πίστη στους οιωνούς βλέπουμε τις πόρτες να ανοίγουν ξανά στην αστρολογία. Γιατί το πιο ασήμαντο γεγονός που θεωρείται δυσοίωνο, όπως το πέταγμα ενός πουλιού, ή η συνάντηση με κάποιο άτομο, εξαρτάται από μια αλυσίδα αιτιών τόσο απείρως μακριά και τόσο αυστηρά αναγκαία όσο είναι η υπολογίσιμη θέση των αστεριών σε κάθε δεδομένη στιγμή. Φυσικά, ο αστερισμός είναι αρκετά ψηλά στους ουρανούς για να τον βλέπουν ταυτόχρονα οι μισοί κάτοικοι του πλανήτη, ενώ ο οιωνός εμφανίζεται μόνο στο ενδιαφερόμενο άτομο.

 

Επιπλέον, αν θέλουμε να φανταστούμε την πιθανότητα του δυσοίωνου, μπορούμε να το κάνουμε αυτό συγκρίνοντας τον άνθρωπο που βλέπει έναν καλό ή κακό οιωνό- με τον οποίο ο άνθρωπος προειδοποιείται ή επιβεβαιώνεται σε ένα σημαντικό βήμα στη ζωή του, και του οποίου οιωνού οι συνέπειες κρύβονται στο μέλλον- με μια χορδή που όταν χτυπηθεί δεν ακούγεται η ίδια, αλλά ακούγεται ο ήχος μιας άλλης χορδής, η οποία δονείται εξαιτίας της πρώτης.

 

Η διάκριση από τον Καντ ανάμεσα στο πράγμα καθαυτό και στο φαινόμενό του, μαζί με τη συσχέτιση που κάνω του πρώτου με τη βούληση και του δεύτερου με την αναπαράσταση, μας επιτρέπει να δούμε, αν και μόνο ατελώς και απόμακρα, τη συμβατότητα τριών αντιθέσεων.

 

Αυτές είναι:

1) Αυτή μεταξύ της ελευθερίας της ίδιας της βούλησης και της καθολικής αναγκαιότητας όλων των ενεργειών του ατόμου.

 

2) Αυτή μεταξύ του μηχανισμού  και της τεχνικής της φύσης, ή μεταξύ του nexus effectivus και του nexus finalis, ή μεταξύ της καθαρά αιτιώδους και της τελεολογικής ερμηνείας των προϊόντων της φύσης.

(Σχετικά με αυτό βλέπε το Κριτική της κριτικής δύναμης, του Καντ, ή το δικό μου κύριο έργο, ο Κόσμος ως Βούληση και Παράσταση.)

 

3) Αυτή μεταξύ της προφανούς ενδεχομενικότητας όλων των γεγονότων κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου και της ηθικής τους αναγκαιότητας για τη διαμόρφωσή τους σύμφωνα με μια υπερβατική καταλληλότητα για το άτομο, ή, στη καθομιλουμένη, μεταξύ της πορείας της φύσης και της Πρόνοιας.

 

Η σαφήνεια της αντίληψής μας για τη συμβατότητα καθεμιάς από αυτές τις τρεις αντιθέσεις, αν και δεν είναι τέλεια με καμία από αυτές, είναι πιο επαρκής με την πρώτη παρά με τη δεύτερη, αλλά είναι μικρότερη στην περίπτωση της τρίτης. Ταυτόχρονα, η κατανόηση της συμβατότητας καθεμιάς από αυτές τις αντιθέσεις, αν και ατελής, ρίχνει πάντα φως στις άλλες δύο, χρησιμεύοντας ως εικόνα και παρομοίωση τους.

 

Μόνο με έναν πολύ γενικό τρόπο μπορεί να δηλωθεί τι πραγματικά σημαίνει τελικά το σύνολο αυτής της μυστηριώδους καθοδήγησης της πορείας ζωής του ατόμου που έχουμε εξετάσει. Αν εστιάσουμε σε μεμονωμένες περιπτώσεις, φαίνεται συχνά ότι αυτή η καθοδήγηση λαμβάνει υπόψη μόνο την παροδική ευημερία μας στο παρόν. Ωστόσο, αυτός δεν μπορεί να είναι σοβαρά ο απώτερος στόχος της, ενόψει της ασήμαντης, ατελούς, μάταιης και φευγαλέας φύσης αυτής της ευημερίας. Και έτσι πρέπει να αναζητήσουμε αυτόν τον τελικό σκοπό στην αιώνια ύπαρξή μας, που υπερβαίνει τη ζωή του ατόμου. Και τότε μπορούμε να πούμε μόνο αρκετά γενικά ότι η πορεία της ζωής μας ρυθμίζεται σε τέτοιο βαθμό από αυτήν την καθοδήγηση ώστε, από το σύνολο της γνώσης που συσσωρεύεται κατά τη διάρκεια της ζωής μας, προκύπτει μεταφυσικά η πιο κατάλληλη εντύπωση για τη βούληση ως ο πυρήνας και η ουσία καθαυτή του ανθρώπου.

 

Διότι, αν και η θέληση-για-ζωή πραγματοποιείται γενικά στην πορεία του κόσμου ως το φαινόμενο της πάλης που διεξάγεται γι’ αυτήν, εντούτοις κάθε άνθρωπος είναι αυτή η θέληση-για-ζωή με έναν αρκετά μοναδικό και προσωπικό τρόπο. Είναι, τρόπον τινά, μια εξατομικευμένη πράξη της. Και έτσι η κατάλληλη δράση της μπορεί μόνο να είναι μια αρκετά συγκεκριμένη διαμόρφωση της πορείας του κόσμου, πραγματοποιημένης με γεγονότα και εμπειρίες μοναδικά για τον συγκεκριμένο άνθρωπο.

 

Τώρα, όπως έχουμε αναγνωρίσει από τα αποτελέσματα του σοβαρού μέρους της φιλοσοφίας μου (σε αντίθεση με την απλή καθηγητική ή κωμική φιλοσοφία)- ότι η απομάκρυνση της βούλησης από τη ζωή είναι ο τελικός σκοπός της εγκόσμιας ύπαρξης- πρέπει να υποθέσουμε ότι ο καθένας οδηγείται σταδιακά προς αυτόν το σκοπό, με έναν τρόπο που του ταιριάζει αρκετά ατομικά,  και ο οποίος τρόπος ως εκ τούτου είναι συχνά αργός και έμμεσος.

 

Αλλά και πάλι, καθώς η ευτυχία και η ευχαρίστηση συνηγορούν ενάντια σε αυτόν τον σκοπό, βλέπουμε, σύμφωνα με αυτό, τη δυστυχία και τον πόνο αναπόφευκτα συνυφασμένα σε κάθε ζωή- αν και σε διαφορετικό και μόνο σπάνια υπερβολικό βαθμό, δηλαδή σε τραγικά γεγονότα- όπου τότε φαίνεται ότι η θέληση θα πρέπει να οδηγηθεί βίαια στην αποκόλλησή της από τη ζωή, και να φτάσει στην αναγέννηση, τρόπον τινά, με μια καισαρική τομή.

 

Έτσι, αυτή η αόρατη καθοδήγηση, που εμφανίζεται μόνο με μια αβέβαιη μορφή, μας συνοδεύει μέχρι το θάνατό μας, σε αυτό το πραγματικό αποτέλεσμα, και, σε αυτό το βαθμό, στον σκοπό της ζωής. Την ώρα του θανάτου, όλες οι μυστηριώδεις δυνάμεις (αν και πραγματικά ριζωμένες στον εαυτό μας) που καθορίζουν την αιώνια μοίρα του ανθρώπου, συγκεντρώνονται και αναλαμβάνουν δράση. Το αποτέλεσμα της σύγκρουσής τους είναι ο δρόμος που πρέπει τώρα να ακολουθήσει ο άνθρωπος. Έτσι, η παλιγγενεσία του ανθρώπου προετοιμάζεται μαζί με όλα τα βάσανα και τα δεινά που περιλαμβάνονται σε αυτήν, και που καθορίζονται πάντα αμετάκλητα. Σε αυτό οφείλεται ο εξαιρετικά σοβαρός χαρακτήρας της ώρας του θανάτου. Είναι μια κρίση με τη μεγαλύτερη σημασία της λέξης- η ημέρα της κρίσης.

 

Transcendent speculation on the apparent deliberateness in the fate of the individual, Arthur Schopenhauer:

[https://hmakse.ccny.cuny.edu/wp-content/uploads/2018/02/Transcedent_Speculation-Arthur-Schopenhauer.pdf]

 

Μετάφραση για τα Ελληνικά:

Χρήστος Κ. Τσελέντης, 2023.

 



[1] «Είχα ένα καλό ταξίδι, αν και ναυάγησα.»

 

[2] Σ.τ.μ. Η έννοια της μαγνητικής υπνοβασίας (magnetic somnambulism), η οποία προηγείται ιστορικά της ύπνωσης, σχετίζεται με το ζωικό μαγνητισμό, αλλιώς μεσμερισμό, μια ψευδοεπιστημονική θεωρία η οποία εφευρέθηκε από το Γερμανό γιατρό Franz Mesmer, το 18ο αιώνα, και η οποία θεωρία υποστηρίζει την ύπαρξη μιας αόρατης φυσικής δύναμης την οποία κατέχουν όλα τα ζωντανά πλάσματα..

[https://en.wikipedia.org/wiki/Animal_magnetism#:~:text=Animal%20magnetism%2C%20also%20known%20as,humans%2C%20animals%2C%20and%20vegetables.]

 

[3] Στους Times, 2 Δεκεμβρίου 1852, βρίσκεται η ακόλουθη δικαστική δήλωση: Στο Newent του Gloucestershire, ο κύριος Lovegrove, ο ιατροδικαστής, διεξήγαγε μια έρευνα πάνω σ’ έναν άνδρα ονόματι Mark Lane, του οποίου το πτώμα βρέθηκε στο νερό. Ο αδερφός του νεκρού, στο πρώτο άκουσμα ότι ο αδερφός του, ο Mark, έλειπε, αμέσως απάντησε ότι πρέπει να είχε πνιγεί, γιατί το προηγούμενο βράδυ είχε ονειρευτεί ότι ο αδελφός του βρισκόταν σε βαθιά νερά,  και προσπαθούσε να τον βγάλει έξω. Το επόμενο βράδυ ονειρεύτηκε ξανά ότι ο αδερφός του είχε πνιγεί κοντά στο φράγμα του Oxenhall, και ότι μια πέστροφα κολυμπούσε κοντά του. Το επόμενο πρωί πήγε με τον άλλο αδερφό του στο Oxenhall, και εκεί είδε μια πέστροφα στο νερό. Αμέσως πείστηκε ότι ο αδερφός του έπρεπε να βρίσκεται εκεί, και πράγματι βρήκε το πτώμα στο συγκεκριμένο σημείο. Έτσι,  κάτι τόσο φευγαλέο όσο το κολύμπι μιας πέστροφας, είχε προβλεφθεί μερικές ώρες νωρίτερα, με απόλυτη ακρίβεια.

 

[4] Σ.τ.μ. Η «δεύτερη όραση» είναι μια υποτιθέμενη μορφή εξωαισθητηριακής αντίληψης, κατά την οποία ένα άτομο αντιλαμβάνεται πληροφορίες με τη μορφή οράματος για μελλοντικά γεγονότα πριν συμβούν (πρόγνωση), ή για πράγματα ή γεγονότα σε απομακρυσμένες τοποθεσίες (απομακρυσμένη προβολή).

[https://en.wikipedia.org/wiki/Extrasensory_perception#:~:text=Second%20sight%20is%20an%20alleged,evidence%20that%20second%20sight%20exists.]

 

[5] Σ.τ.μ. Αυτά που συμβαίνουν κατά τύχη.

 

[6] Σ.τ.μ. Για τον Σοπενχάουερ, η μοίρα ήταν απλώς μια εκδήλωση της θέλησης για ζωή, η οποία μπορεί να είναι ταυτόχρονα ζωντανή μοίρα και επιλογή υπέρβασης της μοίρας, μέσω της τέχνης, της ηθικής και της άσκησης.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Destiny#:~:text=For%20Arthur%20Schopenhauer%2C%20destiny%20was,Morality%20and%20of%20the%20Ascesis.]

 

[7] Αν ξαναφέρουμε πολύ προσεκτικά στο μυαλό μας πολλές από τις σκηνές του παρελθόντος, όλα φαίνονται να είναι τόσο καλά διευθετημένα όσο σε ένα πραγματικά συστηματικά σχεδιασμένο μυθιστόρημα.

 

[8] Ούτε η δράση μας, ούτε η πορεία της ζωής μας είναι δικό μας έργο, αλλά είναι μάλλον η ουσία και ύπαρξή μας, που κανείς δεν θεωρεί ως έργο μας. Διότι βάσει αυτού και των περιστάσεων που συμβαίνουν με αυστηρή αιτιώδη συνάφεια, καθώς και εξωτερικών γεγονότων, η δράση μας και η πορεία της ζωής μας λαμβάνουν χώρα με αυστηρή αναγκαιότητα. Κατά συνέπεια,  κατά τη γέννησή του, ολόκληρη η πορεία της ζωής ενός ανθρώπου έχει ήδη καθοριστεί αμετάκλητα μέχρι και τις λεπτομέρειες, έτσι ώστε, στο απόγειο των δυνάμεων του, ένας μάντης θα μπορούσε να την προβλέψει επακριβώς. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας αυτή τη μεγάλη και βέβαιη αλήθεια όταν θεωρούμε και κρίνουμε την πορεία της ζωής μας, τις πράξεις και τα βάσανά μας.

 

[9] Σ.τ.μ. Ο Μάρσαλ Χολ (1790-1857) ήταν Άγγλος γιατρός, φυσιολόγος και πρώιμος νευρολόγος. Το όνομά του συνδέεται, μεταξύ άλλων, με τη θεωρία του αντανακλαστικού τόξου του νωτιαίου μυελού.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Marshall_Hall_(φυσιολόγος)]

 

[10] Σ.τ.μ. Οι αναμορφικές εικόνες είναι εικόνες αντικειμένων που έχουν παραμορφωθεί με κάποιο τρόπο, έτσι ώστε μόνο βλέποντάς τες από κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή σε κάποια συγκεκριμένη οπτική επιφάνεια γίνονται αναγνωρίσιμες.

[https://pubs.aip.org/aapt/ajp/article-abstract/68/3/232/1055482/Anamorphic-images?redirectedFrom=fulltext]

 

[11] Άσκοπα σχέδια που ποτέ δεν πραγματώνονται.

 

[12] Έτσι ορίστηκε από τη μοίρα.

 

[13] Είναι εκπληκτικό το πόσο οι αρχαίοι εμπνεύστηκαν και εμποτίστηκαν με την έννοια της παντοδύναμης μοίρας (εἱμαρμένηfatum). Όχι μόνο οι ποιητές ειδικά στις τραγωδίες, αλλά και οι φιλόσοφοι και οι ιστορικοί το βεβαιώνουν αυτό. Στους χριστιανικούς χρόνους η ιδέα παραμερίστηκε, αφού αντικαταστάθηκε από την έννοια της Πρόνοιας, η οποία προϋποθέτει μια πνευματική καταγωγή, και, σ’ ό, τι αφορά το άτομο, δεν είναι τόσο άκαμπτη και αναλλοίωτη, αλλά ακόμα όχι τόσο βαθιά στη σύλληψη και μυστηριώδης. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να αντικαταστήσει την αρχική έννοια· ανταυτού, την έχει χαρακτηρίσει αιρετική.

 

[14] Σ.τ.μ. Ο Fridolin ήταν υπηρέτης της Κόμισσας του Savern, με την οποία είχε μια ιδιαίτερη φιλική σχέση. Ο κυνηγός όμως του Κόμη, ο Ρόμπερτ, έβαλε τον τελευταίο σε υποψίες για τη σχέση του Fridolin με την Κόμισσα. Ο Κόμης τότε, παρασυρμένος από ζήλια, αποφασίζει να σκοτώσει τον Fridolin. Πηγαίνει γι’ αυτό στο σιδηρουργείο, και διατάζει τους σιδηρουργούς να σκοτώσουν τον πρώτο άνθρωπο που θα τους έστελνε. Στη συνέχεια λέει στον Fridoin να πάει στο σιδηρουργείο, και να ρωτήσει τους σιδηρουργούς αν η εντολή του εκτελέστηκε. Ο Fridolin υπακούει, αλλά πριν πάει στο σιδηρουργείο ρωτάει την Κόμισσα, την οποία εμπιστευόταν, ποια ήταν η γνώμη της. Εκείνη του λέει να πάει πρώτα στη Σύναξη, και να προσευχηθεί για τον εαυτό του και για εκείνη. Έτσι και κάνει ο Fridolin, και έπειτα πηγαίνει στο σιδηρουργείο, όπου ρωτάει τους σιδηρουργούς αν εκτελέστηκε η εντολή του Κόμη. Εκείνοι του λένε ότι εκτελέστηκε. Στη συνέχεια ο Fridolin επιστρέφει, και ενημερώνει τον Κόμη ότι η εντολή του εκτελέστηκε. Εκείνος βέβαια σαστίζει όταν βλέπει μπροστά του τον Fridolin, και τον ρωτάει τι έγινε. Ο Fridolin ανήξερος του λέει ότι πρώτα πήγε στη Σύναξη, κατόπιν παράκλησης της Κόμισσας, και ότι στη συνέχεια πήγε στο σιδηρουργείο, ρώτησε τους σιδηρουργούς αν η εντολή του Κόμη εκτελέστηκε, και ότι εκείνοι του απάντησαν πως εκτελέστηκε.. Τότε ο Κόμης ρωτάει τον Fridolin αν είδε τον κυνηγό, τον Ρόμπερτ. Ο Fridolin του απαντάει ότι δεν τον είδε πουθενά. Τότε ο Κόμης καταλαβαίνει ότι ο Ρόμπερτ (το ίδιο άτομο που είχε κατηγορήσει τον Fridolin) είχε πάει πρώτος στο σιδηρουργείο, όπου οι σιδηρουργοί τον σκότωσαν. Ο Κόμης τότε συνειδητοποιεί ότι ήταν θέλημα Θεού να σωθεί ο Fridolin, και ότι ήταν λάθος του να τον κατηγορήσει.

 

Σε αυτήν την καθυστέρηση του Fridolin στη Σύναξη, που του έσωσε τη ζωή, αναφέρεται ο Σοπενχάουερ.  Περισσότερα σχετικά με το συγκεκριμένο ποίημα του Σίλλερ, μπορείτε να βρείτε στον ακόλουθο σύνδεσμο:

[https://www.best-poems.net/friedrich_von_schiller/fridolin_the_walk_to_the_iron_factory.html]

 

[15] Η μοίρα καθοδηγεί αυτούς που θέλουν, αλλά συμπαρασύρει εκείνους που δεν θέλουν.

 

[16] Η λέξη που χρησιμοποιείται εδώ είναι «genius,» η οποία αρχικά είχε τη σημασία αυτού που σήμερα καλούμε «φύλακας άγγελος.» Η ίδια λέξη μπορεί επίσης να συγκριθεί με την αρχαιοελληνική λέξη «δαίμων.»

 

[17] «Με κάθε άνθρωπο κατά τη γέννησή του συνδέεται ένας αγαθός δαίμων, ο οποίος τον καθοδηγεί στα μυστήρια της ζωής.»

 

[18] «Αφού όλες οι ψυχές επέλεξαν την πορεία της ζωής τους, παρουσιάστηκαν διαδοχικά με κλήρο μπροστά από τη Λάχεσι. Εκείνη δε έδωσε στον κάθε άνθρωπο τον δαίμονα που είχε επιλέξει, για να είναι ο φύλακας στη ζωή του, και για να εκπληρώσει τις επιλογές του.

 

[19]́ «Δεν θα σας διαλέξει ο δαίμονας, αλλά σεις θα διαλέξετε τον δαίμονά σας. Αλλά ο πρώτος που θα τραβήξει κλήρο, πρώτος θα εκλέξει τον βίο που θα ζήσει κατά ανάγκη.»

 

[20] «Αυτό το γνωρίζει μόνο ο δαίμονας που χειραγωγεί τους χρησμούς των άστρων, ένας θνητός ανθρώπινος θεός, που για τον καθένα είναι διαφορετικός και ευμετάβλητος, πότε φωτεινός και πότε ζοφερός.»

 

[21] «Γιατί αυτός που καθοδηγεί ολόκληρη τη ζωή μας, πραγματοποιεί τις επιλεγμένες αποφάσεις μας που τέθηκαν σε ισχύ πριν από τη γέννηση, κατανέμει τα δώρα της μοίρας και των θεών που γεννήθηκαν από τη μοίρα, και επίσης αναθέτει και κατανέμει τον ήλιο της Θείας Πρόνοιας- είναι ο δαίμων, ή φύλακας άγγελος.»

 

[22] Σ.τ.μ. Η μετάφραση εδώ είναι πολύ ασαφής.

 

[23] Αυτό που διατρέχει το σώμα σε ένα υπόγειο ρεύμα ονομάζεται ψυχή, αλλά το άφθαρτο μέρος ονομάζεται νοῦς από όσους φαντάζονται ότι κατοικεί μέσα τους. Εκείνοι όμως που έχουν τη σωστή γνώμη, υποθέτουν ότι βρίσκεται έξω από τον άνθρωπο, και το αποκαλούν δαίμονα.

 

[24] Σ.τ.μ. Εδώ οι πεποιθήσεις του Σοπενχάουερ θυμίζουν εκείνες του Αριστοτέλη, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έλεγε πως τα ξύλα που επιπλέουν στον ωκεανό κατευθύνονται προς τους Πόλους επειδή εκεί δεν υπάρχουν ξύλα.

 

[25] Σ.τ.μ. Γενικά, το νότιο ημισφαίριο βιώνει πιο ήπιους χειμώνες από το βόρειο ημισφαίριο (και όχι το αντίθετο), επειδή η πλειονότητα της γης στο νότιο ημισφαίριο είναι πιο κοντά στον ισημερινό.

[https://www.quora.com/Is-winter-less-intense-in-the-southern-hemisphere-than-in-the-northern-hemisphere]

 

[26] Σ.τ.μ. Σύμφωνα με τον Καντ, από τη μια πλευρά, οι όμορφες μορφές μάς παρουσιάζονται με ένα σύνολο εμφανίσεων που τις κάνει να κρίνουμε σαν να συνδέονται σκόπιμα σύμφωνα με έναν άγνωστο κανόνα. Από την άλλη πλευρά, η οργανική φύση μάς παρουσιάζει ένα σύνολο μηχανικών νόμων, το «nexus effectivus,» τους οποίους κρίνουμε σαν να ήταν σκόπιμα συνδεδεμένοι σε ένα τελεολογικό σύστημα, ή «nexus finalis

[https://goethe-lexicon.pitt.edu/GL/article/view/33]

 

[27] «Διότι τα πράγματα συνεχίζουν να εκτυλίσσονται από μόνα τους, ακόμη και όταν κοιμόμαστε, για την ευημερία μας καθώς και για το αντίθετο.»

 

[28] «Μια ροή, μια πνοή, όλα είναι σε συμπάθεια.»

 

[29]  Σ.τ.μ. Πρόβλεψη του μέλλοντος από τα εντόσθια ζώων, συνήθως των σφαγίων σε θυσίες.

 

[30] Αντικειμενικά, η πορεία της ζωής ενός ατόμου είναι καθολικής και αυστηρής αναγκαιότητας· γιατί όλες οι πράξεις του εμφανίζονται εξίσου αναγκαστικά με τις κινήσεις μιας μηχανής, και όλα τα εξωτερικά γεγονότα αποτελούν τους διαδοχικούς κρίκους μιας αιτιώδους αλυσίδας, τα όρια της οποίας έχουν μια αυστηρά αναγκαία σύνδεση. Αν το δεχτούμε αυτό, δεν θα εκπλαγούμε αν δούμε την πορεία της ζωής μας να εξελίσσεται κατάλληλα για εμάς, σαν να ήταν συστηματικά σχεδιασμένη.

 

[31] «Είναι ένα ακόμη είδος άγνοιας στον Θεό όταν λέμε ότι δεν γνωρίζει ό,τι έχει προβλέψει και προκαθορίσει για τα πράγματα που δεν έχουν ακόμα αποκαλυφθεί στην ανθρώπινη εμπειρία.»

 

[32] «Ένα τρίτο είδος θεϊκής άγνοιας συνίσταται στο να λέμε για τον Θεό ότι δεν γνωρίζει αυτό που δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί μέσω της εμπειρίας και των πράξεών μας, παρότι εκείνος κατέχει τα αόρατα εδάφη που ο ίδιος δημιούργησε, και τα οποία ο ίδιος γνωρίζει.»

 

[33] Σ.τ.μ. «Προμήνυμα,» «προαίσθημα.»