11 Νοε 2008

Η παντοδυναμία των υποθέσεων και το παράδοξο του Θεού


Για πολλούς, η ύπαρξη του θεού είναι θέμα πίστης. Η πίστη, θα έλεγε κάποιος, είναι μια ιδιότητα του ανθρώπου έξω από τη σφαίρα της λογικής. Πιστεύω όμως πως η πίστη τελικά είναι ένα άλλο λογικό σύστημα, το οποίο ωστόσο εμπεριέχει και την αντίφαση, ως ένα πιθανό και θεμιτό ενδεχόμενο. Για παράδειγμα αν δεχτούμε την ύπαρξη του θεού, τότε πώς εξηγούμε το γεγονός ότι την αντιλαμβανόμαστε; Αυτά βεβαίως είναι λογικά επιχειρήματα. Στην πραγματικότητα όμως η πίστη μας στο θεό και γενικότερα στο υπερφυσικό στηρίζεται σε μια ερμηνεία που ο άνθρωπος έδωσε, κάποια στιγμή στην εξέλιξή του, και η οποία στη συνέχεια διαδόθηκε ιστορικά, σχετικά με το σύνολο των πραγμάτων που δεν καταλάβαινε. Η πίστη ουσιαστικά ανήκει στο λογικό σύστημα, ως μία ατεκμηρίωτη απόδοση μιας, εκ φύσεως πραγματικής, υπόθεσης.

Η λογική διαδικασία

"Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη..."

Στη λογική μας τεκμηρίωση χρησιμοποιούμε παραδοχές (υποθέσεις) τις οποίες θεωρούμε αξιωματικά σωστές και με τις οποίες βγάζουμε λογικά συμπεράσματα (συνέπειες), χρησιμοποιώντας κάποιους θεμιτούς λογικούς συλλογισμούς. Ωστόσο, θεωρώντας μιαν υπόθεση αληθινή πέρα από κάθε λογική αμφιβολία, κτίζουμε μία πραγματικότητα που πολλές φορές μπορεί να είναι παράλογη ή αδιέξοδη, χωρίς να μπορούμε να διορθώσουμε αυτήν την παραδοξότητα, μόλις τα συμπεράσματα των παραδοχών μας αποδειχτούν αντιφατικά.

Η 'θεϊκή' προέλευση των υποθέσεων

«Είμαι σίγουρος ότι πρόκειται να πεθάνω,
αλλά έχω μια τάση να το αμφισβητώ διαρκώς.»

Στην προηγούμενη πρόταση βλέπουμε το βασικό χαρακτηριστικό των υποθετικών, την εκ των προτέρων ισχύ τους. Τα υποθετικά έχουν μια σχεδόν ‘θεία’ προέλευση, αφού τα δεχόμαστε ως αυθεντικά εξαρχής. Ακόμα κι αν στη συνέχεια τα αμφισβητήσουμε, τα δεχόμαστε τουλάχιστον ως μια 'βαθύτερη ουσία' της συλλογιστικής . Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η λογική μας προέρχεται από τη βαθύτερη δομή και λειτουργία της σκέψης. Πρώτα 'σκεφτόμαστε' κι έπειτα συνειδητοποιούμε αυτό που σκεφτήκαμε, ανεξάρτητα αν το ερέθισμα είναι εξωτερικό ή οργανικό. Γι αυτό άλλωστε αποδίδουμε ενστικτωδώς μια 'μεταφυσική' σημασία στις σκέψεις, επομένως και στις υποθέσεις μας, αφού μοιάζουν να έχουν δημιουργηθεί πριν καλά- καλά να το αντιληφτούμε.

Η αυτοαναφορά (self- reference) των υποθετικών προτάσεων:

«Αυτή δεν είναι μία πρόταση»

Το σύνολο των διανοημάτων μας, αποτελεί ένα λογικό σύστημα. Ένα από τα χαρακτηριστικά ενός λογικού συστήματος θεωρείται η πληρότητα. Επομένως το σύστημα της λογικής θεωρείται ένα κλειστό σύστημα. Είναι κλειστό γιατί στερείται ενός 'εξωτερικού περιβάλλοντος' στη διαμόρφωση της πραγματικότητας. Η λογική λειτουργεί πάντοτε εγωκεντρικά και γι αυτό της είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδεχτεί άλλες 'λογικές απόψεις' έξω από τις δικές της. Στην προηγούμενη πρόταση βλέπουμε την αδυναμία της λογικής να αναγνωρίσει το υποκείμενο και να διερωτηθεί, 'ποια πρόταση;'

Η αρχή της συνέπειας (bivalence)

«Κάτι μπορεί να είναι μαύρο και άσπρο,
αλλά όχι λάθος και σωστό»

Ένα υποθετικό ισχύει, ανεξάρτητα από το αν είναι σωστό ή λάθος. Επομένως δύο υποθέσεις μπορούν να είναι ή να οδηγούν σε αντικρουόμενα πορίσματα, τα οποία και θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε, χωρίς να εξαλείψουμε τα απαραίτητα υποθετικά. Μια υπόθεση μπορεί να έχει περισσότερες από μία συνέπειες (sequences). Όπως φαίνεται στην προηγούμενη πρόταση κάτι δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα σωστό και λάθος, αλλά αν είναι λάθος, αυτό το γεγονός δεν εμποδίζει την υπόθεση να υπάρχει.

Η αρχή της συνοχής (soundness)

«Θεωρούμε πως στον κόσμο υπάρχει μια ενιαία οντότητα,
που καλείται χωροχρόνος»

Στην τέχνη, οι αντιφάσεις είναι μια καθημερινότητα, και όχι μόνο δεν εμποδίζουν τη φυσική τάξη του κόσμου και της σκέψης, αλλά και βοηθούνε στη σύνθεσή της. Ο σουρεαλισμός έφερε συχνά στο προσκήνιο αυτή τη φαινομενική δυσαρμονία, καταφέρνοντας όμως στο τέλος να αποδώσει μια, αν όχι κατανοητή, τουλάχιστον 'αποδεκτή' συνολική εικόνα. Πρόσφατα και η φυσική αναγνώρισε αυτή την αναγκαιότητα. Η ενότητα του χώρου και του χρόνου αποτελεί έναν από τους βασικούς δομικούς λίθους των σύγχρονων φυσικών μοντέλων. Σε κάθε περίπτωση, θα υπάρχουν κάποιοι μαθηματικοί, ή 'αισθητικοί' στην τέχνη, κανόνες, που θα οδηγούν στα 'αληθή' συμπεράσματα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι αρχικές υποθέσεις παραμένουν ατεκμηρίωτες.

Η παντοδυναμία των υποθετικών

«Είναι δυνατόν ο Θεός να φτιάξει μια πέτρα
που να μην μπορεί να τη σηκώσει;»


Πρόκειται γα το κλασσικό 'Παράδοξο του Θεού' (The God paradox). Μπορούμε να αναλύσουμε το πρόβλημα στις εξής υποθέσεις- προτάσεις

(Α) Ο Θεός υπάρχει
(Β) Ο Θεός είναι παντοδύναμος
(C) O Θεός μπορεί να φτιάξει μια πέτρα πολύ βαριά να τη σηκώσει

Καταστρώνουμε λογικούς συλλογισμούς

Αν η (C) είναι αλήθεια τότε, αν η (Α) είναι αλήθεια, η (Β) δεν είναι αλήθεια.
Αν η (Α) είναι αλήθεια, τότε η (Β) είναι αλήθεια.

Βλέπουμε πόσο γρήγορα καταλήξαμε σε αντίφαση. Η (Β) είναι μαζί αλήθεια και ψέματα. Αν τώρα αλλάξουμε το τρίτο υποθετικό (C) να λέει 'O Θεός δεν μπορεί να φτιάξει μια πέτρα πολύ βαριά να τη σηκώσει', τότε καταλήγουμε πάλι σε άτοπο. Και στις δύο περιπτώσεις ο πρώτος συλλογισμός μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος, αλλά ο δεύτερος μας λέει ότι θα πρέπει να είναι. Επομένως ο Θεός λογικά δεν υπάρχει.

Η σχετικότητα των λογικών συλλογισμών

«Γιατί κάτι δεν μπορεί να είναι λάθος και αληθές;»

Στο προηγούμενο παράδειγμα διαπιστώσαμε το πόσο τρωτή είναι η λογική. Είδαμε την καθολική ισχύ των υποθέσεων, τις οποίες δεχόμαστε όπως έχουν, ως αληθινά δεδομένα, και τις οποίες χρησιμοποιούμε ύστερα για να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα. Μόνο που προηγουμένως αποδείξαμε πως αν ο Θεός είναι παντοδύναμος δεν μπορεί να υπάρχει. Η δύναμή του θα πρέπει να είναι σχετική. Κατά τον ίδιο τρόπο οι υποθέσεις μας έχουν καθεμιά τη δική της ισχύ και υπάρχουν ανεξάρτητα από την παραδοξότητά τους, αφού και αν τις αλλάξουμε, καταλήγουμε πάλι σε αντιφατικά συμπεράσματα. Αλλά και να τις καταργήσουμε δεν μπορούμε, γιατί σε αυτή την περίπτωση το λογικό μας σύστημα θα γίνει πιο φτωχό, δηλαδή όχι μόνο χωρίς θεό, αλλά χωρίς πληθώρα άλλων 'διασκεδαστικών' μας υποθέσεων.

Ωστόσο απ' όλη την προηγούμενη ανάλυση, βλέπουμε πως υπάρχει τελικά μια ποσότητα (ιδιότητα) της λογικής που διατηρείται. Είναι η συνέχεια του συστήματος, δηλαδή οι λογικές διαδικασίες που μεσολαβούν ανάμεσα στις υποθέσεις και στα συμπεράσματα. Αυτό που έχει σημασία είναι όχι τόσο η συνέπεια ή η πληρότητα, όσο αυτή η συνέχεια, καθώς και η απόδοση στο λόγο κάποιας αρμονίας και ουσίας. Και όσο κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο 'μάταιο', θα πρέπει μάλλον να αρχίσουμε να το δεχόμαστε ως μια νέα παντοδύναμη υπόθεση!


ΥΣ. ---Το παρόν post έρχεται σαν απάντηση σε email σχετικά μ' ένα προηγούμενο post, 'Ένα λογικό παράδοξο, από τον Lewis Carroll'. ---