Η αλληλογραφία
Αϊνστάιν- Φρόιντ (1931-1932)
Η επιστολή που απηύθυνε ο
Αϊνστάιν στον Φρόιντ, σχετικά με την προβλεπόμενη οργάνωση των πνευματικών
ηγετών, στάλθηκε το 1931, ή πιθανώς το 1932, και είχε ως εξής:
Θαυμάζω πολύ το πάθος σας να
εξακριβώσετε την αλήθεια- ένα πάθος που έχει κυριαρχήσει στη σκέψη σας. Δείξατε
με ακαταμάχητη διαύγεια πόσο αδιαχώριστα τα επιθετικά και καταστροφικά ένστικτα
συνδέονται στην ανθρώπινη ψυχή με εκείνα της αγάπης και της επιθυμίας για ζωή.
Ταυτόχρονα, τα πειστικά επιχειρήματά σας φανερώνουν τη βαθιά αφοσίωσή σας στο
μεγάλο στόχο της εσωτερικής και εξωτερικής απελευθέρωσης του ανθρώπου από τα
δεινά του πολέμου.
Αυτή ήταν η βαθιά ελπίδα όλων
εκείνων που έχουν τιμηθεί ως ηθικοί και πνευματικοί ηγέτες πέρα από τα όρια της
εποχής και της χώρας τους, από τον Ιησού μέχρι τον Γκαίτε και τον Καντ. Δεν
είναι σημαντικό το γεγονός ότι τέτοιοι άνθρωποι έχουν αναγνωριστεί παγκοσμίως
ως ηγέτες, παρόλο που η επιθυμία τους να επηρεάσουν την πορεία των ανθρώπινων
υποθέσεων ήταν εντελώς αναποτελεσματική;
Είμαι πεπεισμένος ότι σχεδόν
όλοι οι μεγάλοι άνδρες που, λόγω των επιτευγμάτων τους, αναγνωρίζονται ως
ηγέτες, ακόμη και μικρών ομάδων, μοιράζονται τα ίδια ιδανικά. Αλλά έχουν μικρή
επιρροή στην πορεία των πολιτικών γεγονότων. Φαίνεται σχεδόν ότι ο ίδιος ο
τομέας της ανθρώπινης δραστηριότητας που είναι πιο κρίσιμος για τη μοίρα των
εθνών βρίσκεται αναπόφευκτα στα χέρια εντελώς ανεύθυνων πολιτικών ηγετών.
Οι πολιτικοί ηγέτες ή οι
κυβερνήσεις οφείλουν τη δύναμή τους είτε στη χρήση βίας είτε στην εκλογή τους
από τις μάζες. Δεν μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικοί των ανώτερων ηθικών ή
πνευματικών στοιχείων σε ένα έθνος. Στην εποχή μας, η πνευματική ελίτ δεν ασκεί
καμία άμεση επιρροή στην ιστορία του κόσμου. Το ίδιο το γεγονός της διαίρεσής
του κόσμου σε πολλές παρατάξεις καθιστά αδύνατη τη συνεργασία των μελών του για
την επίλυση των σημερινών προβλημάτων.
Δεν συμμερίζεστε την αίσθηση
ότι μια αλλαγή θα μπορούσε να επέλθει από μια ελεύθερη ένωση ανθρώπων των
οποίων το προηγούμενο έργο και τα επιτεύγματα προσφέρουν εγγύηση για την
ικανότητα και την ακεραιότητά τους; Μια τέτοια ομάδα διεθνούς εμβέλειας, τα μέλη
της οποίας θα έπρεπε να διατηρούν επαφή μεταξύ τους μέσω συνεχούς ανταλλαγής
απόψεων, θα μπορούσε να αποκτήσει σημαντική και υγιή ηθική επιρροή στην επίλυση
των πολιτικών προβλημάτων, εάν οι δικές της στάσεις, υποστηριζόμενες από τις
υπογραφές των συγκλινόντων μελών της, δημοσιοποιούνταν μέσω του Τύπου.
Μια τέτοια ένωση θα υπέφερε,
φυσικά, από όλα τα ελαττώματα που τόσο συχνά οδήγησαν στον εκφυλισμό των
μορφωμένων κοινωνιών. Ο κίνδυνος να αναπτυχθεί ένας τέτοιος εκφυλισμός είναι,
δυστυχώς, πάντα παρών ενόψει των ατελειών της ανθρώπινης φύσης. Ωστόσο, και
παρά τους κινδύνους αυτούς, δεν θα έπρεπε να κάνουμε τουλάχιστον μια προσπάθεια
να σχηματίσουμε μια τέτοια ένωση παρ’ όλους τους κινδύνους; Δεν μου φαίνεται
τίποτα λιγότερο από ένα επιτακτικό καθήκον!
Μόλις δημιουργηθεί μια τέτοια
ένωση διανοουμένων- ανθρώπων πραγματικού αναστήματος- θα μπορούσε τότε να κάνει
μια ενεργητική προσπάθεια να στρατολογήσει θρησκευτικές ομάδες στον αγώνα κατά
του πολέμου. Η ένωση θα έδινε ηθική δύναμη για δράση σε πολλές προσωπικότητες
των οποίων οι καλές προθέσεις έχουν σήμερα παραλύσει από μια στάση οδυνηρής
παραίτησης. Πιστεύω επίσης ότι μια τέτοια ένωση ανδρών, οι οποίοι χαίρουν
μεγάλου σεβασμού για τα προσωπικά τους επιτεύγματα, θα παρείχε σημαντική ηθική
υποστήριξη σε εκείνα τα στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών που υποστηρίζουν
ενεργά τον μεγάλο στόχο για τον οποίο δημιουργήθηκε αυτός ο θεσμός.
Προσφέρω αυτές τις προτάσεις
σε εσάς, και όχι σε οποιονδήποτε άλλο στον κόσμο, επειδή η αίσθησή σας της
πραγματικότητας είναι λιγότερο θολή από ευσεβείς πόθους από ό, τι συμβαίνει με
άλλους ανθρώπους, και δεδομένου ότι συνδυάζετε τις ιδιότητες της ορθής κρίσης,
της σοβαρότητας και της ευθύνης.
Το αποκορύφωμα της σχέσης
μεταξύ Αϊνστάιν και Φρόιντ ήρθε το καλοκαίρι του 1932 όταν, υπό την αιγίδα του
Διεθνούς Ινστιτούτου Πνευματικής Συνεργασίας, ο Αϊνστάιν ξεκίνησε μια δημόσια
συζήτηση με τον Φρόιντ σχετικά με τα αίτια και τη θεραπεία των πολέμων. Η
επίσημη επιστολή του Αϊνστάιν έχει ημερομηνία 30 Ιουλίου 1932. Συνοδευόταν από
το ακόλουθο ιδιωτικό σημείωμα της ίδιας ημερομηνίας:
Δράττομαι της ευκαιρίας για να
σας απευθύνω θερμούς προσωπικούς χαιρετισμούς, και να σας ευχαριστήσω για τις
πολλές ευχάριστες ώρες που είχα διαβάζοντας τα έργα σας. Είναι πάντα
διασκεδαστικό για μένα να παρατηρώ ότι ακόμη και εκείνοι που δεν πιστεύουν στις
θεωρίες σας δυσκολεύονται τόσο πολύ να αντισταθούν στις ιδέες σας ώστε χρησιμοποιούν
την ορολογία σας στις σκέψεις και την ομιλία τους όταν είναι απροετοίμαστοι.
Αυτή είναι η ανοιχτή
επιστολή του Αϊνστάιν προς τον Φρόιντ, η οποία, περιέργως, δεν έγινε ποτέ
ευρέως γνωστή:
Αγαπητέ κ. Φρόιντ:
Η πρόταση της Κοινωνίας των
Εθνών και του Διεθνούς Ινστιτούτου Πνευματικής Συνεργασίας στο Παρίσι να προσκαλέσω
ένα άτομο, το οποίο θα επιλεγεί από εμένα, σε μια ειλικρινή ανταλλαγή απόψεων
για οποιοδήποτε πρόβλημα επιλέξω, μου προσφέρει μια πολύ ευπρόσδεκτη ευκαιρία
να συζητήσω μαζί σας για ένα ζήτημα το οποίο, όπως έχουν τα πράγματα τώρα, φαίνεται το πιο επίμονο από όλα τα προβλήματα
που έχει να αντιμετωπίσει ο πολιτισμός.
Αυτό είναι το πρόβλημα:
Υπάρχει κάποιος τρόπος να ελευθερωθεί η ανθρωπότητα από την απειλή του πολέμου;
Είναι γνωστό ότι, με την πρόοδο της σύγχρονης επιστήμης, αυτό το πρόβλημα έχει
καταλήξει να είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για τον Πολιτισμό όπως τον ξέρουμε.
Παρ’ όλα αυτά, παρά τον ζήλο που επιδείχθηκε, κάθε προσπάθεια επίλυσής του
κατέληξε σε μια αξιοθρήνητη αποτυχία.
Πιστεύω, επιπλέον, ότι εκείνοι
που έχουν καθήκον να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα επαγγελματικά και πρακτικά
συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο την ανικανότητά τους να το αντιμετωπίσουν,
και έχουν τώρα μια πολύ ζωντανή επιθυμία να μάθουν τις απόψεις των ανθρώπων οι
οποίοι, απορροφημένοι από την αναζήτηση της επιστήμης, μπορούν να δουν τα
παγκόσμια προβλήματα στην προοπτική που προσφέρει η απόσταση.
Όσο για μένα, ο φυσιολογικός
στόχος της σκέψης μου δεν παρέχει καμία εικόνα για τα σκοτεινά μέρη της
ανθρώπινης θέλησης και αίσθησης. Έτσι, στην έρευνα που προτείνεται τώρα, δεν
μπορώ να κάνω τίποτα περισσότερο από το να προσπαθήσω να διευκρινίσω το επίμαχο
ζήτημα και, ξεκαθαρίζοντας το έδαφος από τις πιο προφανείς λύσεις, να σας δώσω
τη δυνατότητα να φέρετε το φως της εκτεταμένης γνώσης σας για την ενστικτώδη
ζωή του ανθρώπου σχετικά με το πρόβλημα.
Υπάρχουν ορισμένα ψυχολογικά
εμπόδια των οποίων την ύπαρξη ένας αμύητος στις ψυχικές επιστήμες μπορεί αμυδρά
να υποθέσει, αλλά των οποίων τις αλληλεπιδράσεις και τις ιδιαιτερότητες είναι
ανίκανος να κατανοήσει. Εσείς, είμαι πεπεισμένος, θα είστε σε θέση να
προτείνετε εκπαιδευτικές μεθόδους, που βρίσκονται λίγο- πολύ έξω από το πεδίο
της πολιτικής, οι οποίες θα εξαλείψουν αυτά τα εμπόδια.
Ως άτομο απρόσβλητο από
εθνικιστικές προκαταλήψεις, προσωπικά βλέπω έναν απλό τρόπο αντιμετώπισης της
επιφανειακής (δηλαδή διοικητικής) πτυχής του προβλήματος: τη δημιουργία, με
διεθνή συναίνεση, ενός νομοθετικού και δικαστικού οργάνου για τη διευθέτηση κάθε
σύγκρουσης που προκύπτει μεταξύ εθνών. Κάθε έθνος θα αναλάμβανε να
συμμορφώνεται με τις εντολές που εκδίδονται από αυτό το νομοθετικό σώμα, να
επικαλείται την απόφασή του σε κάθε διαφορά, να αποδέχεται ανεπιφύλακτα τις
αποφάσεις του, και να εκτελεί κάθε μέτρο που το δικαστήριο κρίνει απαραίτητο
για την εκτέλεση των διαταγμάτων του.
Αλλά εδώ, κιόλας, αντιμετωπίζω
μια δυσκολία. Το δικαστήριο είναι ένας ανθρώπινος θεσμός, ο οποίος, στο βαθμό
που η εξουσία που έχει στη διάθεσή του είναι ανεπαρκής για την εκτέλεση των
ετυμηγοριών του, είναι ακόμη πιο επιρρεπής στο να υποστούν αυτές οι ετυμηγορίες
εκτροπή λόγω εξωδικαστικών πιέσεων. Αυτό είναι ένα γεγονός που πρέπει να
λάβουμε υπόψη. Οι δικαστικές αποφάσεις προσεγγίζουν περισσότερο την ιδανική
δικαιοσύνη που απαιτεί η κοινότητα (στο όνομα και τα συμφέροντα της οποίας
εκδίδονται αυτές οι ετυμηγορίες) στο βαθμό που η κοινότητα έχει αποτελεσματική
δύναμη να επιβάλει το σεβασμό του νομικού ιδεώδους της. Αλλά προς το παρόν
απέχουμε πολύ από το να διαθέτουμε κάποιον υπερεθνικό οργανισμό ικανό να
εκδίδει ετυμηγορίες αδιαμφισβήτητης εξουσίας, και να επιβάλλει απόλυτη υποταγή
στην εκτέλεση των ετυμηγοριών του.
Έτσι, οδηγούμαι στο πρώτο μου
αξίωμα: Η αναζήτηση της διεθνούς ασφάλειας περιλαμβάνει την άνευ όρων παράδοση
από κάθε έθνος, σε κάποιο βαθμό, της ελευθερίας δράσης του- της κυριαρχίας του
δηλαδή, και είναι σαφές πέρα από κάθε αμφιβολία ότι κανένας άλλος δρόμος δεν
μπορεί να οδηγήσει σε τέτοια ασφάλεια.
Η αποτυχία, παρά την προφανή
ειλικρίνειά τους, όλων των προσπαθειών που καταβλήθηκαν κατά την τελευταία
δεκαετία για την επίτευξη αυτού του στόχου δεν μας αφήνει περιθώρια αμφιβολίας
ότι υπάρχουν ισχυροί ψυχολογικοί παράγοντες που παραλύουν αυτές τις
προσπάθειες. Μερικοί από αυτούς τους παράγοντες δεν είναι μακριά για να τους αναζητήσουμε.
Η λαχτάρα για εξουσία που χαρακτηρίζει την άρχουσα τάξη σε κάθε έθνος είναι
εχθρική σε κάθε περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας.
Αυτή η δίψα για πολιτική
εξουσία υποστηρίζεται συχνά από τις δραστηριότητες μιας άλλης ομάδας, της
οποίας οι φιλοδοξίες είναι καθαρά οικονομικές και ιδιοτελείς. Έχω ιδιαίτερα
κατά νου αυτή τη μικρή αλλά αποφασισμένη ομάδα, που δραστηριοποιείται σε κάθε
έθνος, αποτελούμενη από άτομα που, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές εκτιμήσεις
και τους περιορισμούς, θεωρούν τον πόλεμο, την κατασκευή και την πώληση όπλων,
απλώς ως μια ευκαιρία να προωθήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα, και να
διευρύνουν την προσωπική τους εξουσία.
Αλλά η αναγνώριση αυτού του
προφανούς γεγονότος είναι απλώς το πρώτο βήμα προς την εκτίμηση της πραγματικής
κατάστασης των πραγμάτων. Ένα άλλο σκληρό ερώτημα ακολουθεί: Πώς είναι δυνατόν
αυτή η μικρή κλίκα να κάμψει τη βούληση της πλειοψηφίας, η οποία θα βγει χαμένη
και θα υποφέρει από μια κατάσταση πολέμου, στην υπηρεσία των φιλοδοξιών της
μειοψηφίας;[1] Μια προφανής απάντηση σε αυτό το ερώτημα
φαίνεται να είναι ότι η μειοψηφία, η άρχουσα τάξη σήμερα, έχει τα σχολεία και
τον Τύπο, συνήθως και την Εκκλησία, κάτω από την εξουσία της. Αυτό της δίνει τη
δυνατότητα να οργανώνει και να επηρεάζει τα συναισθήματα των μαζών, και να
κάνει τις μάζες εργαλείο της.
Ωστόσο, ακόμη και αυτή η
απάντηση δεν παρέχει μια ολοκληρωμένη λύση. Ένα άλλο ερώτημα προκύπτει από
αυτό: Πώς γίνεται αυτά τα τεχνάσματα να καταφέρνουν τόσο καλά να ξεσηκώνουν
τους ανθρώπους σε τόσο άγριο ενθουσιασμό, ακόμη και να θυσιάζουν οι πολλοί τη
ζωή τους; Μόνο μία απάντηση είναι δυνατή: Ο άνθρωπος έχει μέσα του πόθο για
μίσος και καταστροφή. Σε κανονικούς καιρούς αυτό το πάθος υπάρχει σε λανθάνουσα
κατάσταση, αναδύεται μόνο σε ασυνήθιστες περιστάσεις. Αλλά είναι σχετικά εύκολο
να το ανακαλέσουμε, και να το ανυψώσουμε
στη δύναμη μιας συλλογικής ψύχωσης. Εδώ βρίσκεται, ίσως, η ουσία όλων των
πολύπλοκων παραγόντων που εξετάζουμε, ένα αίνιγμα που μόνο ο ειδικός στον τομέα
των ανθρώπινων ενστίκτων μπορεί να επιλύσει.
Και έτσι ερχόμαστε στην
τελευταία μας ερώτηση. Είναι δυνατόν να ελέγξουμε τη διανοητική εξέλιξη του
ανθρώπου έτσι ώστε να τον κάνουμε απρόσβλητο στην ψύχωση του μίσους και της καταστροφικότητας;
Εδώ δεν έχω υπόψη μόνο τις λεγόμενες απολίτιστες μάζες. Η εμπειρία αποδεικνύει
ότι είναι μάλλον η λεγόμενη «διανόηση» που είναι πιο ικανή να υποκύψει σε αυτές
τις καταστροφικές συλλογικές προτάσεις, αφού ο διανοούμενος δεν έχει άμεση
επαφή με την ωμή πραγματικότητα, αλλά την αντιμετωπίζει στην ευκολότερη,
συνθετική της μορφή- τυπωμένη σε μια σελίδα.
Εν κατακλείδι: μέχρι τώρα
μιλούσα μόνο για πολέμους μεταξύ εθνών· αυτό που είναι γνωστό ως διεθνείς
συγκρούσεις. Γνωρίζω όμως καλά ότι το επιθετικό ένστικτο λειτουργεί υπό άλλες
μορφές και υπό άλλες συνθήκες. (Σκέφτομαι τους εμφύλιους πολέμους, για παράδειγμα,
που οφείλονταν παλαιότερα σε θρησκευτικό ζήλο, αλλά σήμερα σε κοινωνικούς
παράγοντες· ή, πάλι, τη δίωξη των φυλετικών μειονοτήτων.) Αλλά η επιμονή μου σε
αυτό που είναι η πιο τυπική, η πιο σκληρή και η πιο υπερβολική μορφή σύγκρουσης
μεταξύ ανθρώπων ήταν σκόπιμη, γιατί εδώ έχουμε την καλύτερη ευκαιρία να
ανακαλύψουμε τρόπους και μέσα για να καταστήσουμε αδύνατες όλες τις ένοπλες
συγκρούσεις.
Γνωρίζω ότι στα γραπτά σας
μπορούμε να βρούμε απαντήσεις, ρητές ή σιωπηρές, σε όλα τα ζητήματα αυτού του
επείγοντος προβλήματος. Αλλά θα ήταν η μεγαλύτερη υπηρεσία για όλους μας αν
παρουσιάζατε το πρόβλημα της παγκόσμιας ειρήνης υπό το φως των πιο πρόσφατων
ανακαλύψεών σας, γιατί μια τέτοια παρουσίαση θα μπορούσε κάλλιστα να ανοίξει το
δρόμο για νέους και γόνιμους τρόπους δράσης.
Με εκτίμηση,
Α. Αϊνστάιν
Ο Leon Steinig, ένας αξιωματούχος της Κοινωνίας των Εθνών που
έκανε πολλά για να εμπνεύσει αυτή την αλληλογραφία, έγραψε στον Αϊνστάιν στις
12 Σεπτεμβρίου 1932:
Όταν επισκέφθηκα τον καθηγητή
Φρόιντ στη Βιέννη, μου ζήτησε να σας ευχαριστήσω για τα καλά σας λόγια, και να
σας πω ότι θα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να διερευνήσει το ακανθώδες
πρόβλημα της πρόληψης του πολέμου. Θα έχει έτοιμη την απάντησή του μέχρι τις
αρχές Οκτωβρίου, και πιστεύει ότι αυτά που έχει να πει δεν θα είναι πολύ
ενθαρρυντικά: «Όλη μου τη ζωή έπρεπε να λέω στους ανθρώπους αλήθειες που ήταν
δύσκολο να καταπιούν. Τώρα που γέρασα, σίγουρα δεν θέλω να τους ξεγελάσω». Ήταν
μάλιστα αμφίβολο αν ο Bonnet[2] θα ήθελε να δημοσιεύσει την απαισιόδοξη
απάντησή του...
Ο Αϊνστάιν απάντησε στον Steinig τέσσερις ημέρες αργότερα, λέγοντας
ότι ακόμα κι αν η απάντηση του Φρόιντ δεν θα ήταν ούτε χαρούμενη ούτε
αισιόδοξη, θα ήταν σίγουρα ενδιαφέρουσα και ψυχολογικά αποτελεσματική.
Η απάντηση του Φρόιντ, με
ημερομηνία Βιέννη, Σεπτέμβριος 1932, επίσης δεν έλαβε ποτέ την προσοχή που της
άξιζε:
Αγαπητέ κ. Αϊνστάιν:
Όταν πληροφορήθηκα την πρόθεσή
σας να με καλέσετε σε αμοιβαία ανταλλαγή απόψεων για ένα θέμα που όχι μόνο σας
ενδιέφερε προσωπικά, αλλά φαινόταν επίσης άξιο δημόσιου ενδιαφέροντος,
συμφώνησα εγκάρδια. Περίμενα να επιλέξετε ένα πρόβλημα που βρίσκεται στα όρια
του κατανοητού, όπως είναι σήμερα, ένα θέμα που ο καθένας από εμάς, φυσικός και
ψυχολόγος, θα μπορούσε να προσεγγίσει από τη δική του οπτική γωνία, για να
συναντηθούμε επιτέλους σε κοινό έδαφος, ξεκινώντας όμως από διαφορετικές αρχές.
Έτσι, η ερώτηση που μου
θέσατε- τι πρέπει να γίνει για να απαλλαγεί η ανθρωπότητα από την απειλή του
πολέμου- με αιφνιδίασε. Και, στη συνέχεια, έμεινα άναυδος από την ανιδεότητά
μου. Γιατί αυτό μου φάνηκε ότι ήταν θέμα πρακτικής πολιτικής. Αλλά τότε
συνειδητοποίησα ότι δεν θέσατε το ζήτημα με την ιδιότητά σας ως επιστήμονας ή
φυσικός, αλλά ως εραστής των συνανθρώπων σας, έχοντας ανταποκριθεί στο κάλεσμα
της Κοινωνίας των Εθνών, όπως ο Fridtjof Nansen,[3]
ο πολικός εξερευνητής, ανέλαβε το καθήκον να περιθάλψει τους άστεγους και τα
πεινασμένα θύματα του Παγκοσμίου Πολέμου. Και, στη συνέχεια, υπενθύμισα στον
εαυτό μου ότι δεν καλούμαι να διατυπώσω πρακτικές προτάσεις, αλλά, μάλλον, να
εξηγήσω πώς αυτό το ζήτημα της πρόληψης των πολέμων φαίνεται σ’ έναν ψυχολόγο.
Αλλά και εδώ, επίσης, δηλώσατε
την ουσία του θέματος στην επιστολή σας- και πήρατε τον άνεμο από τα πανιά μου!
Ωστόσο, ευχαρίστως θα ακολουθήσω το δικό σας μονοπάτι, και θα αρκεστώ στην αποδοχή
των συμπερασμάτων σας, τα οποία, ωστόσο, θα προσπαθήσω να ενισχύσω όσο μπορώ.
Ξεκινάτε με τις σχέσεις μεταξύ
ισχύος και δικαίου, και αυτό είναι σίγουρα το κατάλληλο σημείο εκκίνησης για
την έρευνά μας. Αλλά τον όρο «ισχύς», θα τον αντικαθιστούσα με μια πιο σκληρή
και πιο αποκαλυπτική λέξη: βία. Στο δίκαιο και τη βία έχουμε σήμερα μια προφανή
αντινομία. Είναι εύκολο να αποδείξουμε ότι το ένα έχει εξελιχθεί από το άλλο
και, όταν πάμε πίσω στις ρίζες και εξετάσουμε τις πρωτόγονες συνθήκες, η λύση
του προβλήματος ακολουθεί αρκετά εύκολα. Πρέπει να ζητήσω την επιείκειά σας αν
σε αυτό που ακολουθεί μιλάω για γνωστά, ομολογημένα γεγονότα σαν να ήταν νέα
δεδομένα. Τα συμφραζόμενα απαιτούν αυτήν τη μέθοδο.
Οι συγκρούσεις συμφερόντων
μεταξύ ανθρώπων επιλύονται, καταρχήν, με την προσφυγή στη βία. Το ίδιο
συμβαίνει και στο ζωικό βασίλειο, από το οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να
διεκδικήσει την εξαίρεσή του. Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι είναι επίσης επιρρεπείς
σε συγκρούσεις απόψεων, αγγίζοντας, σε ορισμένες περιπτώσεις, τις πιο υψηλές
κορυφές της αφηρημένης σκέψης, οπότε φαίνεται να απαιτείται διευθέτηση με μια
εντελώς άλλη μέθοδο. Αυτός ο εκλεπτυσμός είναι, ωστόσο, μια τελευταία εξέλιξη.
Αρχικά, η ομαδική δύναμη ήταν ο παράγοντας που, στις μικρές κοινότητες,
καθόριζε τα σημεία ιδιοκτησίας και το ζήτημα ποιανού η θέληση έπρεπε να
επικρατήσει. Γρήγορα εφαρμόστηκε η σωματική δύναμη, και στη συνέχεια
αντικαταστάθηκε με τη χρήση διαφόρων προσθηκών· αποδείχθηκε ο νικητής του οποίου το όπλο
ήταν το καλύτερο ή το πιο επιδέξιο.
Ύστερα, για πρώτη φορά, με την
έλευση των όπλων, οι πιο ανεπτυγμένοι άνθρωποι άρχισαν να εγκαταλείπουν την ωμή
βία, αλλά το αντικείμενο της σύγκρουσης παρέμεινε το ίδιο: ο ένας έπρεπε να περιοριστεί,
με το πλήγμα που δέχθηκε ή με την εξασθένιση της δύναμής του, ανακαλώντας τις
αξιώσεις ή τις αντιρρήσεις του. Αυτός ο σκοπός επιτυγχάνεται πιο αποτελεσματικά
όταν ο αντίπαλος τίθεται οριστικά εκτός δράσης- με άλλα λόγια, σκοτώνεται.
Αυτή η διαδικασία έχει δύο
πλεονεκτήματα: ο εχθρός δεν μπορεί να ανανεώσει τις εχθροπραξίες, και,
δεύτερον, η μοίρα του αποτρέπει άλλους από το να ακολουθήσουν το παράδειγμά
του. Επιπλέον, η σφαγή του εχθρού ικανοποιεί έναν ενστικτώδη πόθο- ένα σημείο
στο οποίο θα επανέλθουμε στη συνέχεια. Ωστόσο, μια άλλη σκέψη μπορεί να
αντιπαρατεθεί με αυτή τη θέληση για φόνο: η πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί ένας
εχθρός για καθήκοντα δούλου, αν η ζωή του σωθεί αλλά το πνεύμα του υποταχθεί.
Εδώ η βία βρίσκει διέξοδο όχι στη σφαγή αλλά στην υποταγή. Εξού και η πρακτική
του να δείχνει κάποιος οίκτο. Αλλά ο νικητής, έχοντας από εκείνο το σημείο και
στο εξής να υπολογίζει τη λαχτάρα για εκδίκηση που κατακλύζει το θύμα του,
χάνει σε κάποιο βαθμό την προσωπική του ασφάλεια.
Έτσι, κάτω από πρωτόγονες
συνθήκες, είναι η ανώτερη ισχύς- η ωμή βία που υποστηρίζεται από όπλα- αυτό που
κυριαρχεί. Γνωρίζουμε ότι κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του ανθρώπου αυτή η
κατάσταση πραγμάτων τροποποιήθηκε, καθώς χαράχθηκε ένα μονοπάτι που οδήγησε από
τη βία στο νόμο. Αλλά ποιος ήταν αυτός ο δρόμος; Σίγουρα προήλθε από μια μόνο
αλήθεια: ότι η ανωτερότητα ενός ισχυρού άνδρα μπορεί να υπερνικηθεί από μια
συμμαχία πολλών αδύναμων, δηλαδή ἡ ἰσχύς ἐν τῇ ἑνώσει. Η ωμή βία
ξεπερνιέται με την ένωση. Η συμμαχική δύναμη των διάσπαρτων μονάδων αποκαθιστά
το δικαίωμά της απέναντι στον απομονωμένο γίγαντα. Έτσι, μπορούμε να ορίσουμε
το «δικαίωμα» (δηλαδή, το δίκαιο) ως τη δύναμη μιας κοινότητας.
Ωστόσο, και αυτό το δικαίωμα δεν
είναι τίποτα άλλο από βία, έτοιμο να επιτεθεί σε οποιονδήποτε σταθεί απέναντί
του, και χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους, που ακολουθούν παρόμοιους σκοπούς, με
μία μόνο διαφορά: είναι η κοινοτική, όχι ατομική, βία που δρομολογείται εδώ.
Αλλά για τη μετάβαση από την
ωμή βία στην κυριαρχία του νόμου, πρέπει πρώτα να αποκτηθεί μια συγκεκριμένη
ψυχολογική κατάσταση. Η ένωση της πλειοψηφίας πρέπει να είναι σταθερή και
διαρκής. Αν ο μοναδικός λόγος ύπαρξής της είναι να φέρει σε δύσκολη θέση κάποιο
αλαζονικό άτομο, και, μετά τον αποκλεισμό του, η ένωση διαλυθεί, τότε αυτό δεν
οδηγεί σε τίποτα. Κάποιος άλλος άνθρωπος, εμπιστευόμενος την ανώτερη ισχύ του,
θα επιδιώξει να αποκαταστήσει τον κανόνα της βίας, και ο κύκλος θα
επαναλαμβάνεται ασταμάτητα. Έτσι, η ένωση του λαού πρέπει να είναι μόνιμη και
καλά οργανωμένη·
πρέπει να θεσπιστούν κανόνες για την αντιμετώπιση του κινδύνου πιθανών
εξεγέρσεων· πρέπει να δημιουργηθούν μηχανισμοί που να διασφαλίζουν ότι οι
κανόνες του λαού- οι νόμοι- τηρούνται, και ότι οι πράξεις βίας κατά την εφαρμογή
του νόμου εκτελούνται δεόντως. Αυτή η αναγνώριση μιας κοινότητας συμφερόντων
γεννά μεταξύ των μελών μιας ομάδας ένα αίσθημα ενότητας και αδελφικής
αλληλεγγύης το οποίο αποτελεί την πραγματική της δύναμη.
Μέχρι στιγμής έχω εκθέσει αυτό
που μου φαίνεται ο πυρήνας του ζητήματος: η καταστολή της ωμής βίας, με τη
μεταβίβαση της εξουσίας σε έναν ευρύτερο συνδυασμό, βασισμένο στην κοινότητα
συναισθημάτων που συνδέει τα μέλη. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλή ταυτολογία. Τώρα
η κατάσταση είναι αρκετά απλή, εφόσον η κοινότητα αποτελείται από έναν αριθμό
ισοδύναμων ατόμων. Οι νόμοι μιας τέτοιας ομάδας μπορούν να καθορίσουν σε ποιο
βαθμό το άτομο πρέπει να χάσει την προσωπική του ελευθερία, το δικαίωμα να
χρησιμοποιεί την προσωπική του ισχύ ως μέσο άσκησης βίας, για να εξασφαλιστεί η
ασφάλεια της ομάδας.
Αλλά ένας τέτοιος συνδυασμός
είναι μόνο θεωρητικά δυνατός. Στην πράξη, η κατάσταση περιπλέκεται πάντα από το
γεγονός ότι, από την αρχή, η ομάδα περιλαμβάνει στοιχεία άνισης εξουσίας,
άνδρες και γυναίκες, γέροντες και παιδιά, και, πολύ σύντομα, ως αποτέλεσμα του
πολέμου και της κατάκτησης, νικητές και ηττημένους- δηλαδή, αφέντες και
σκλάβους. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, το κοινό δίκαιο λαμβάνει υπόψη αυτές
τις ανισότητες εξουσίας, και οι νόμοι γίνονται από και για τους κυβερνώντες,
δίνοντας στις υποδουλωμένες τάξεις λιγότερα δικαιώματα.
Υπάρχουν στο εσωτερικό ενός
κράτους δύο παράγοντες που προκαλούν νομική αστάθεια, αλλά και νομοθετική
εξέλιξη: πρώτον, οι προσπάθειες των μελών της άρχουσας τάξης να θέσουν τους
εαυτούς τους πάνω από τους περιορισμούς του νόμου και, δεύτερον, ο συνεχής
αγώνας των κυβερνωμένων να επεκτείνουν τα δικαιώματά τους, και οι νομικές
ατέλειες να αντικατασταθούν με ίσους με ίσους νόμους για όλους. Η δεύτερη από
αυτές τις τάσεις είναι ιδιαίτερα έντονη όταν λαμβάνει χώρα μια θετική μετάλλαξη
του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στην κοινότητα, κάτι που συμβαίνει κάτω από ορισμένες
ιστορικές συνθήκες. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι νόμοι μπορούν σταδιακά να
προσαρμοστούν στις αλλαγμένες συνθήκες, ή (όπως συνήθως προκύπτει) η άρχουσα
τάξη είναι απρόθυμη να συμπλεύσει με τις νέες εξελίξεις, με αποτέλεσμα
εξεγέρσεις και εμφύλιους πολέμους, μια περίοδο κατά την οποία ο νόμος αναστέλλεται,
και ακολουθεί ύστερα ένα νέο καθεστώς δικαίου.
Υπάρχει και ένας άλλος
παράγοντας συνταγματικής αλλαγής, ο οποίος λειτουργεί με εντελώς ειρηνικό τρόπο:
η πολιτιστική εξέλιξη της μάζας της κοινότητας. Αυτός ο παράγοντας, ωστόσο,
είναι διαφορετικής τάξης, και θα εξεταστεί αργότερα.
Έτσι, βλέπουμε ότι, ακόμη και
μέσα στην ίδια την ομάδα, η άσκηση βίας δεν μπορεί να αποφευχθεί όταν
διακυβεύονται αντικρουόμενα συμφέροντα. Αλλά οι κοινές ανάγκες και συνήθειες
των ανθρώπων που ζουν στην ίδια κοινωνία ευνοούν την ταχεία επίλυση τέτοιων
συγκρούσεων, και, ως εκ τούτου, οι δυνατότητες ειρηνικών λύσεων σημειώνουν
σταθερή πρόοδο.
Ωστόσο, η πιο απλή ματιά στην
παγκόσμια ιστορία θα δείξει μια ατελείωτη σειρά συγκρούσεων μεταξύ μιας
κοινότητας και μιας άλλης, μεταξύ μεγαλύτερων και μικρότερων μονάδων, μεταξύ
πόλεων, χωρών, φυλών και βασιλείων, σχεδόν όλες εκ των οποίων διευθετήθηκαν με
τη δοκιμασία του πολέμου. Ένας τέτοιος πόλεμος τελειώνει είτε με λεηλασία είτε
με την κατάκτηση και τους καρπούς της, και με την πτώση του ηττημένου. Καμία
ενιαία συνολική κρίση δεν μπορεί να υποστηριχθεί για αυτούς τους πολέμους επέκτασης.
Μερικοί πόλεμοι, όπως εκείνος
μεταξύ των Μογγόλων και των Τούρκων, έχουν οδηγήσει σε απόλυτη δυστυχία. Άλλοι,
ωστόσο, προώθησαν τη μετάβαση από τη βία στο νόμο, δεδομένου ότι δημιούργησαν
μεγαλύτερες μονάδες, εντός των ορίων των οποίων απαγορεύτηκε η προσφυγή στη βία,
και ένα νέο καθεστώς καθόρισε όλες τις διαφορές. Έτσι, η ρωμαϊκές κατακτήσεις
έφεραν αυτό το όφελος, την Pax Romana, στα
μεσογειακά εδάφη. Η δίψα των Γάλλων βασιλέων για επέκταση δημιούργησε μια νέα
Γαλλία, ακμάζουσα με ειρήνη και ενότητα.
Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται,
πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο πόλεμος μπορεί κάλλιστα να χρησιμεύσει για να
ανοίξει ο δρόμος προς την αδιάσπαστη ειρήνη που τόσο επιθυμούμε, γιατί είναι ο
πόλεμος που δημιουργεί τεράστιες αυτοκρατορίες, εντός των συνόρων των οποίων
απαγορεύεται κάθε πόλεμος από μια ισχυρή κεντρική εξουσία. Στην πράξη, όμως,
αυτός ο σκοπός δεν επιτυγχάνεται, γιατί κατά κανόνα οι καρποί της νίκης δεν
είναι παρά βραχύβιοι, η νεοδημιουργηθείσα μονάδα καταρρέει για άλλη μια φορά,
επειδή γενικά δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική συνοχή μεταξύ των μερών που η
βία συγχώνευσε.
Μέχρι στιγμής, επιπλέον,
τέτοιες κατακτήσεις οδήγησαν μόνο σε συγκεντρώσεις οι οποίες, παρά το μέγεθός
τους, είχαν όρια, και οι διαφορές μεταξύ αυτών των μονάδων μπορούσαν να
επιλυθούν μόνο με την προσφυγή στα όπλα. Για την ανθρωπότητα γενικά, το μοναδικό
αποτέλεσμα όλων αυτών των στρατιωτικών επιχειρήσεων ήταν ότι, αντί για συχνούς,
για να μην πω αδιάκοπους, μικρούς πολέμους, έπρεπε τώρα να αντιμετωπιστούν
μεγάλοι πόλεμοι, οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι συνέβαιναν λιγότερο συχνά, ήταν
περισσότερο καταστροφικοί.
Όσον αφορά τον κόσμο του
σήμερα, το ίδιο συμπέρασμα ισχύει, και εσείς, επίσης, το έχετε καταλάβει, αν
και ακολουθώντας συντομότερο μονοπάτι. Υπάρχει μόνο ένας σίγουρος τρόπος για
τον τερματισμό του πολέμου, και αυτός είναι η εγκαθίδρυση, με κοινή συναίνεση,
ενός κεντρικού ελέγχου που θα έχει τον τελευταίο λόγο σε κάθε σύγκρουση
συμφερόντων. Γι’ αυτό, χρειάζονται δύο πράγματα: πρώτον, η δημιουργία ενός Ανώτατου
Δικαστηρίου· δεύτερον, η επένδυσή του με επαρκή εκτελεστική δύναμη. Εάν δεν
πληρούται αυτή η δεύτερη προϋπόθεση, η πρώτη είναι αλυσιτελής.
Προφανώς, η Κοινωνία των
Εθνών, ενεργώντας ως Ανώτατο Δικαστήριο, πληροί την πρώτη προϋπόθεση· δεν
εκπληρώνει όμως τη δεύτερη. Δεν έχει καμία δύναμη στη διάθεσή της, και μπορεί
να την αποκτήσει μόνο αν τα μέλη της, τα έθνη που την αποτελούν, παράσχουν τη
δύναμη. Και, όπως έχουν τα πράγματα, αυτή είναι μια χαμένη ελπίδα. Παρόλα αυτά,
θα είχαμε μια πολύ κοντόφθαλμη θεώρηση της Κοινωνίας των Εθνών, αν αγνοούσαμε
το γεγονός ότι πρόκειται για ένα πείραμα που όμοιό του- ίσως ποτέ πριν σε
τέτοια κλίμακα- δεν έχει επιχειρηθεί κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας.
Είναι μια προσπάθεια απόκτησης
της ισχύος (με άλλα λόγια, της καταναγκαστικής επιρροής), η οποία μέχρι τώρα
βρισκόταν αποκλειστικά στην κατοχή της εξουσίας, ενεργοποιώντας ορισμένες
ιδεαλιστικές στάσεις του νου. Έχουμε δει ότι υπάρχουν δύο παράγοντες συνοχής σε
μια κοινότητα: ο βίαιος καταναγκασμός, και οι δεσμοί συναισθημάτων
(«ταυτίσεις», στην τεχνική γλώσσα) μεταξύ των μελών της ομάδας. Εάν ένας από
αυτούς τους παράγοντες καταστεί ανενεργός, ο άλλος μπορεί να εξακολουθεί να
επαρκεί για να κρατήσει την ομάδα ενωμένη.
Προφανώς, τέτοιες έννοιες
μπορούν να είναι σημαντικές μόνο όταν είναι η έκφραση μιας βαθιά ριζωμένης
αίσθησης ενότητας, κοινής για όλους. Είναι απαραίτητο, επομένως, να μετρήσουμε
την αποτελεσματικότητα τέτοιων συναισθημάτων. Η ιστορία μας λέει ότι, σε ορισμένες
περιπτώσεις, υπήρξαν αποτελεσματικά. Για παράδειγμα, η πανελλήνια αντίληψη, η
συνειδητοποίηση της ανωτερότητας των Ελλήνων έναντι των βαρβάρων γειτόνων τους,
η οποία βρήκε έκφραση στις Αμφικτυονίες, στους Χρησμούς και στους Αγώνες, ήταν
αρκετά ισχυρή για να εξανθρωπίσει τις μεθόδους πολέμου μεταξύ των Ελλήνων, αν
και αναπόφευκτα απέτυχε να αποτρέψει τις συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών
στοιχείων της ίδιας φυλής, ή ακόμη και να αποτρέψει μια πόλη ή συνασπισμό
πόλεων από το να ενώσει τις δυνάμεις της με τον φυλετικό εχθρό τους, τους
Πέρσες, για την καταστροφή ενός αντιπάλου.
Η αλληλεγγύη του Χριστιανικού
κόσμου στην εποχή της Αναγέννησης δεν ήταν πιο αποτελεσματική, παρά την
τεράστια εξουσία της, εμποδίζοντας τα χριστιανικά έθνη, μικρά και μεγάλα, να
καλέσουν τον Σουλτάνο σε βοήθειά τους. Και, στην εποχή μας, μάταια αναζητούμε
μια τέτοια ενοποιητική έννοια, της οποίας η εξουσία θα ήταν αδιαμφισβήτητη.
Είναι ολοφάνερο ότι οι εθνικιστικές ιδέες, που κυριαρχούν σήμερα σε κάθε χώρα,
λειτουργούν προς εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Υπάρχουν μερικοί που υποστηρίζουν
ότι οι μπολσεβίκικες αντιλήψεις μπορεί να τερματίσουν τον πόλεμο, αλλά, όπως
έχουν τα πράγματα, αυτός ο στόχος βρίσκεται πολύ μακριά και, ίσως, θα μπορούσε
να επιτευχθεί μόνο μετά από μια περίοδο βάναυσου εσωτερικού πολέμου.
Έτσι, φαίνεται ότι κάθε
προσπάθεια να αντικατασταθεί η ωμή βία από τη δύναμη ενός ιδανικού είναι, υπό
τις παρούσες συνθήκες, καταδικασμένη να αποτύχει. Θα κάνουμε λάθος αν
αγνοήσουμε το γεγονός ότι το δίκαιο βασίζεται στην ωμή βία, και ακόμη και
σήμερα χρειάζεται βία για να διατηρηθεί.
Μπορώ τώρα να σχολιάσω μια
άλλη από τις δηλώσεις σας. Εκπλήσσεστε που είναι τόσο εύκολο να μολύνουμε τους
ανθρώπους με τον πυρετό του πολέμου, και υποθέτετε ότι ο άνθρωπος έχει μέσα του
ένα ενεργό ένστικτο μίσους και καταστροφής, επιδεκτικό σε τέτοια ερεθίσματα.
Συμφωνώ απολύτως μαζί σας. Πιστεύω στην ύπαρξη αυτού του ενστίκτου, και αυτόν
τον καιρό προσπαθώ να μελετήσω τις εκδηλώσεις του. Σε σχέση με αυτό, επιθυμώ να
παραθέσω ένα κομμάτι αυτής της γνώσης των ενστίκτων, που εμείς οι ψυχαναλυτές,
μετά από τόσα διστακτικά δοκίμια και ψηλαφίσματα στο σκοτάδι, έχουμε συλλάβει.
Υποθέτουμε ότι τα ανθρώπινα ένστικτα είναι δύο ειδών: αυτά που διατηρούν και
ενοποιούν, τα οποία ονομάζουμε «ερωτικά» (με την έννοια που δίνει ο Πλάτωνας για
τον Έρωτα στο Συμπόσιό του), ή αλλιώς «σεξουαλικά» (επεκτείνοντας ρητά τη λαϊκή
έννοια του «σεξ»). Δεύτερον, είναι τα ένστικτα να καταστρέψουμε και να
σκοτώσουμε, τα οποία συγκεντρώνουμε ως επιθετικά ή καταστροφικά ένστικτα.
Αυτά είναι, όπως
αντιλαμβάνεστε, τα γνωστά αντίθετα, η Αγάπη και το Μίσος, που μεταμορφώνονται
σε θεωρητικές οντότητες. Είναι, ίσως, μια άλλη όψη αυτών των αιώνιων
πολικοτήτων, της έλξης και της απώθησης, που εμπίπτουν στην επιστήμη σας. Αλλά
πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί όταν περνάμε βιαστικά στις έννοιες του καλού
και του κακού. Κάθε ένα από αυτά τα ένστικτα είναι τόσο απαραίτητο όσο και το
αντίθετό του, και όλα τα φαινόμενα της ζωής προέρχονται από τη δραστηριότητά
τους, είτε λειτουργούν συντονισμένα είτε σε αντίθεση.
Φαίνεται ότι ένα ένστικτο καθεμιάς
κατηγορίας δεν μπορεί να λειτουργήσει απομονωμένο. Είναι πάντα αναμεμειγμένο με
μια ορισμένη δόση του αντίθετού του, το οποίο τροποποιεί τον στόχο του, ή
ακόμη, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι πρωταρχική προϋπόθεση για την επίτευξή
του. Έτσι, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είναι σίγουρα ερωτικής φύσης, αλλά
για να πετύχει το σκοπό του, αυτό ακριβώς το ένστικτο απαιτεί επιθετική δράση.
Με τον ίδιο τρόπο, το ένστικτο της αγάπης, όταν κατευθύνεται σε ένα
συγκεκριμένο αντικείμενο, απαιτεί μια ανάμειξη με το κτητικό ένστικτο, αν
πρόκειται να πετύχει την αποτελεσματική κατοχή αυτού του αντικειμένου. Η
δυσκολία απομόνωσης των δύο ειδών ενστίκτου στις εκδηλώσεις τους μας εμπόδισε τόσο
καιρό να τα αναγνωρίσουμε.
Αν συνεχίσουμε λίγο ακόμη σε
αυτόν τον δρόμο, θα διαπιστώσουμε ότι οι ανθρώπινες υποθέσεις είναι περίπλοκες
με έναν ακόμη τρόπο. Μόνο κατ’ εξαίρεση μια πράξη ακολουθεί το ερέθισμα ενός
μοναδικού ενστίκτου, το οποίο είναι καθαυτό ένα μείγμα Έρωτα και
καταστροφικότητας. Κατά κανόνα, διάφορα κίνητρα παρόμοιας σύνθεσης συγκλίνουν
για την πραγματοποίηση της πράξης. Το γεγονός αυτό επισημάνθηκε δεόντως από
έναν συνάδελφό σας, τον καθηγητή G.C. Lichtenberg, κάποτε καθηγητή Φυσικής στο Göttingen· ήταν ίσως πιο επιφανής ως ψυχολόγος παρά
ως φυσικός επιστήμονας. Ανέπτυξε την έννοια της «Πυξίδας Κινήτρων», και έγραψε:
«Τα αποτελεσματικά κίνητρα που ωθούν τον άνθρωπο να δράσει μπορούν να
ταξινομηθούν όπως οι τριάντα δύο άνεμοι, και να περιγραφούν με τον ίδιο τρόπο,
π.χ. Φαγητό-Φαγητό-Φήμη, ή Φήμη-Φήμη-Φαγητό. Έτσι, όταν
ένα έθνος καλείται να εμπλακεί σε πόλεμο, μια ολόκληρη γκάμα ανθρώπινων
κινήτρων μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή την έκκληση- υψηλά και ταπεινά κίνητρα,
μερικά ανοιχτά ομολογημένα, άλλα παραγνωρισμένα.
Η δίψα για επιθετικότητα και
καταστροφή σίγουρα περιλαμβάνεται. Οι αναρίθμητες ωμότητες της ιστορίας και της
καθημερινής ζωής του ανθρώπου επιβεβαιώνουν την επικράτηση και τη δύναμή της. Η
διέγερση αυτών των καταστροφικών παρορμήσεων με εκκλήσεις στον ιδεαλισμό και το
ερωτικό ένστικτο διευκολύνει φυσικά την απελευθέρωσή τους. Αναλογιζόμενοι τις
φρικαλεότητες που καταγράφονται στις σελίδες της ιστορίας, αισθανόμαστε ότι το
ιδανικό κίνητρο έχει συχνά χρησιμεύσει ως κάλυμμα για το ρημαγμένο τοπίο της καταστροφής.
Μερικές φορές, όπως και με τις ωμότητες της Ιεράς Εξέτασης, φαίνεται ότι, ενώ
τα ιδανικά κίνητρα κατέλαβαν το προσκήνιο της συνείδησης, άντλησαν τη δύναμή
τους από τα καταστροφικά ένστικτα που βυθίστηκαν στο ασυνείδητο. Και οι δύο
ερμηνείες είναι εφικτές.
Σας ενδιαφέρει, ωστόσο, η
πρόληψη του πολέμου, όχι οι θεωρίες μας, και έχω αυτό το γεγονός κατά νου. Εντούτοις,
θα ήθελα να σταθώ λίγο περισσότερο σε αυτό το καταστροφικό ένστικτο, στο οποίο
σπάνια δίνεται η προσοχή που απαιτεί η σημασία του. Με την ελάχιστη θεωρητική
προσπάθεια οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι αυτό το ένστικτο λειτουργεί σε κάθε
ζωντανό ον, προσπαθώντας να καταστρέψει και να μειώσει τη ζωή στην πρωταρχική
κατάσταση της αδρανούς ύλης. Πράγματι, θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί
«ένστικτο του θανάτου»· ενώ τα ερωτικά ένστικτα εγγυώνται ότι ο αγώνας για τη ζωή
θα συνεχιστεί.
Το ένστικτο του θανάτου
γίνεται μια ώθηση προς την καταστροφή όταν, με τη βοήθεια ορισμένων οργάνων,
κατευθύνει τη δράση του προς τα έξω, ενάντια σε εξωτερικά αντικείμενα. Το
ζωντανό ον, δηλαδή, υπερασπίζεται την ύπαρξή του καταστρέφοντας ξένα σώματα. Αλλά,
σε μια από τις δραστηριότητές του, το ένστικτο του θανάτου λειτουργεί μέσα στο
ζωντανό ον, και έχει γίνει προσπάθεια να εντοπιστεί μια σειρά από φυσιολογικά
και παθολογικά φαινόμενα σε αυτή την εσωστρέφεια του καταστροφικού ενστίκτου.
Έχουμε ακόμη τολμήσει να εξηγήσουμε την προέλευση της ανθρώπινης συνείδησης με
κάποια τέτοια «στροφή προς τα μέσα» της επιθετικής παρόρμησης. Προφανώς, όταν
αυτή η εσωτερική τάση λειτουργεί σε πολύ μεγάλη κλίμακα, δεν είναι ασήμαντο
θέμα· αντίθετα,
πρόκειται για μια νοσηρή κατάσταση πραγμάτων, ενώ η εκτροπή της καταστροφικής
παρόρμησης προς τον εξωτερικό κόσμο πρέπει να έχει ευεργετικά αποτελέσματα.
Ιδού λοιπόν η βιολογική
δικαίωση όλων αυτών των απεχθών, ολέθριων τάσεων που καταπολεμούμε τώρα. Δεν
μπορούμε παρά να πιστέψουμε ότι μοιάζουν περισσότερο με τη φύση παρά με τη
στάση μας εναντίον τους, η οποία, στην πραγματικότητα, μένει να εξηγηθεί.
Όλα αυτά μπορεί να σας δώσουν
την εντύπωση ότι οι θεωρίες μας ισοδυναμούν με είδη μυθολογίας και μάλιστα
ζοφερά! Αλλά δεν οδηγεί τελικά κάθε φυσική επιστήμη σε αυτό- ένα είδος
μυθολογίας; Συμβαίνει κάτι διαφορετικό σήμερα με τις φυσικές επιστήμες;
Το αποτέλεσμα αυτών των
παρατηρήσεων, όπως σχετίζονται με το υπό εξέταση θέμα, είναι ότι δεν υπάρχει
καμία πιθανότητα να είμαστε σε θέση να καταστείλουμε τις επιθετικές τάσεις της
ανθρωπότητας. Σε μερικές ευτυχισμένες γωνιές της γης, λένε, όπου η φύση παρέχει
σε αφθονία ό,τι επιθυμεί ο άνθρωπος, ευημερούν φυλές των οποίων οι ζωές περνούν
ήπια, αγνοώντας την επιθετικότητα ή τον περιορισμό. Αυτό δεν μπορώ να το
αναγνωρίσω. Θα ήθελα περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με αυτούς τους
ευτυχισμένους ανθρώπους.
Οι μπολσεβίκοι, επίσης,
φιλοδοξούν να εξαλείψουν την ανθρώπινη επιθετικότητα εξασφαλίζοντας την
ικανοποίηση των υλικών αναγκών, και επιβάλλοντας την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων.
Για μένα αυτή η ελπίδα φαίνεται μάταιη. Εν τω μεταξύ, τελειοποιούν τους
εξοπλισμούς τους, και το μίσος τους για τους ξένους είναι ένας από τους
κυριότερους παράγοντες της συνοχής τους. Εν πάση περιπτώσει, όπως έχετε
παρατηρήσει και εσείς, δεν τίθεται θέμα πλήρους καταστολής των επιθετικών
τάσεων του ανθρώπου. Αυτό που μπορούμε να προσπαθήσουμε είναι να το εκτρέψουμε
σε ένα κανάλι διαφορετικό από αυτό του πολέμου.
Από τη «μυθολογία» μας για τα
ένστικτα μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε μια φόρμουλα για μια έμμεση μέθοδο
εξάλειψης του πολέμου. Αν η ροπή προς τον πόλεμο οφείλεται στο ένστικτο της
καταστροφής, έχουμε πάντα στα χέρια μας τον αντίδοντό του, τον Έρωτα. Όλα όσα
παράγουν δεσμούς συναισθημάτων μεταξύ των ανθρώπων πρέπει να μας χρησιμεύσουν
ως αντίδοτο του πολέμου. Αυτοί οι δεσμοί είναι δύο ειδών. Πρώτον, είναι οι
σχέσεις όπως εκείνες απέναντι σ’ ένα αγαπημένο αντικείμενο, ακόμη και χωρίς να
έχουν σεξουαλική πρόθεση. Ο ψυχαναλυτής δεν χρειάζεται να έχει κανέναν ενδοιασμό
να αναφέρει την «αγάπη» σε αυτό το πλαίσιο. Η θρησκεία χρησιμοποιεί την ίδια
γλώσσα: «Ἀγάπα τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν». Μια ευσεβής εντολή, εύκολο να
εξαγγελθεί, αλλά δύσκολο να εκτελεστεί! Ο άλλος δεσμός του συναισθήματος είναι
μέσω της ταύτισης. Όλα όσα αναδεικνύουν τις σημαντικές ομοιότητες μεταξύ των
ανθρώπων θέτουν σε λειτουργία αυτό το αίσθημα της κοινότητας, της ταύτισης,
όπου θεμελιώνεται, σε μεγάλο βαθμό, ολόκληρο το οικοδόμημα της ανθρώπινης
κοινωνίας.
Στα σχόλιά σας σχετικά με την
κατάχρηση εξουσίας, βρίσκω μια άλλη πρόταση για μια έμμεση παρέμβαση στην
πολεμική παρόρμηση. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε ηγέτες και
καθοδηγούμενους είναι άλλη μια εκδήλωση της έμφυτης και ανεπανόρθωτης
ανισότητας τους. Η δεύτερη κατηγορία ανθρώπων αποτελεί τη συντριπτική
πλειοψηφία. Χρειάζονται μια ανώτερη διοίκηση να λαμβάνει αποφάσεις για εκείνους,
στις οποίες αποφάσεις συνήθως υποτάσσονται χωρίς δισταγμό.
Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε
να επισημάνουμε ότι οι άνθρωποι πρέπει να καταβάλλουν μεγαλύτερες προσπάθειες
από ό,τι μέχρι τώρα για να σχηματίσουν μια ανώτερη τάξη ανεξάρτητων στοχαστών,
ανεπηρέαστων στον εκφοβισμό, και ένθερμων στην αναζήτηση της αλήθειας, των
οποίων η λειτουργία θα είναι να καθοδηγούν τις μάζες. Δεν χρειάζεται να
επισημάνουμε πόσο πολύ η εξουσία των πολιτικών και η απαγόρευση της ελευθερίας
της σκέψης από την Εκκλησία αποθαρρύνουν μια τέτοια νέα δημιουργία. Οι ιδανικές
συνθήκες θα βρίσκονταν προφανώς σε μια κοινότητα όπου κάθε άνθρωπος θα υπέτασσε
την ενστικτώδη φύση του στις επιταγές της λογικής.
Τίποτα λιγότερο από αυτό δεν
θα μπορούσε να επιφέρει μια τόσο διεξοδική και διαρκή ένωση μεταξύ των
ανθρώπων, ακόμη και αν αυτό συνεπαγόταν τη διακοπή των αμοιβαίων δεσμών
συναισθημάτων. Αλλά σίγουρα μια τέτοια ελπίδα είναι εντελώς ουτοπική, όπως έχουν
τα πράγματα. Οι άλλες έμμεσες μέθοδοι πρόληψης του πολέμου είναι σίγουρα πιο
εφικτές, αλλά δεν συνεπάγονται γρήγορα αποτελέσματα. Είναι σαν να κατασκευάζουν
ένα μύλο που αλέθει τόσο αργά που, πριν το αλεύρι είναι έτοιμο, οι άνθρωποι έχουν
πεθάνει από την πείνα.
Όπως βλέπετε, λίγο καλό
προέρχεται από τη διαβούλευση με έναν θεωρητικό, μακριά από τα καθημερινά
πράγματα, για πρακτικά και επείγοντα προβλήματα! Θα ήταν καλύτερο να
αντιμετωπίζουμε κάθε διαδοχική κρίση με μέσα που έχουμε έτοιμα στα χέρια μας.
Ωστόσο, θα ήθελα να ασχοληθώ με ένα ζήτημα το οποίο, αν και δεν θίγεται στην
επιστολή σας, με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Γιατί εμείς, εσείς και εγώ και πολλοί
άλλοι, διαμαρτυρόμαστε τόσο έντονα ενάντια στον πόλεμο, αντί να τον δεχτούμε
απλώς ως άλλη μια από τις απεχθείς ιδιαιτερότητες της ζωής; Διότι φαίνεται
αρκετά φυσικό, βιολογικά υγιές και πρακτικά αναπόφευκτο. Ελπίζω ότι δεν θα
εκπλαγείτε από το γεγονός ότι έθεσα μια τέτοια ερώτηση.
Η απάντηση στο ερώτημά μου
μπορεί να έχει ως εξής: Επειδή κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να ζήσει, και ο
πόλεμος καταστρέφει ζωές που ήταν γεμάτες υποσχέσεις, αναγκάζεται ο άνθρωπος σε
καταστάσεις που ντροπιάζουν τον ανδρισμό του, υποχρεώνοντάς τον να δολοφονήσει
συνανθρώπους του, παρά τη θέλησή του. Ο πόλεμος καταστρέφει τις υλικές ανέσεις,
τους καρπούς του ανθρώπινου μόχθου, και πολλά άλλα. Επιπλέον, οι πόλεμοι, όπως
διεξάγονται τώρα, δεν αφήνουν περιθώρια για πράξεις ηρωισμού σύμφωνα με τα
παλιά ιδανικά και, δεδομένης της υψηλής τελειότητας των σύγχρονων όπλων, ο
πόλεμος σήμερα θα σήμαινε την καθαρή εξόντωση ενός από τους αντιπάλους, αν όχι
και των δύο. Αυτό είναι τόσο αληθινό, τόσο προφανές, που δεν μπορούμε παρά να
αναρωτηθούμε γιατί η διεξαγωγή του πολέμου δεν απαγορεύεται με γενική
συναίνεση.
Αναμφίβολα, οποιοδήποτε από τα
σημεία που μόλις έθιξα είναι ανοικτό προς συζήτηση. Μπορεί να τεθεί το ερώτημα
αν η κοινότητα, με τη σειρά της, μπορεί να διεκδικήσει το δικαίωμα πάνω στις
ατομικές ζωές των μελών της. Επιπλέον, όλες οι μορφές πολέμου δεν μπορούν να
καταδικάζονται αδιακρίτως· όσο υπάρχουν έθνη και αυτοκρατορίες, έτοιμες
ανάλγητα να εξοντώσουν τον αντίπαλό τους, όλοι πρέπει να είναι εξοπλισμένοι για
πόλεμο.
Αλλά δεν θα σταθούμε σε κάποιο
από αυτά τα προβλήματα, καθώς βρίσκονται εκτός της συζήτησης στην οποία με
καλέσατε. Περνάω σε ένα άλλο σημείο, τη βάση, όπως μου φαίνεται, του κοινού μας
μίσους για τον πόλεμο. Είναι το εξής: Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά από
το να μισούμε τον πόλεμο. Είμαστε ειρηνιστές, αφού η οργανική μας φύση έτσι μας
θέλει να είμαστε. Ως εκ τούτου, είναι εύκολο να βρούμε επιχειρήματα που
δικαιολογούν την άποψή μας.
Αυτό το σημείο, ωστόσο,
απαιτεί διευκρίνιση. Η πολιτιστική ανάπτυξη της ανθρωπότητας (μερικοί, ξέρω,
προτιμούν να την αποκαλούν πολιτισμό) βρίσκεται σε εξέλιξη από αμνημονεύτων
χρόνων. Σε αυτή τη διαδικασία οφείλουμε ό,τι καλύτερο υπάρχει στη
σύνθεσή μας, αλλά και πολλά που προκαλούν ανθρώπινο πόνο. Η προέλευση και οι
αιτίες αυτής της διαδικασίας είναι σκοτεινές, τα ζητήματά της είναι αβέβαια,
αλλά μερικά από τα χαρακτηριστικά της είναι εύκολο να γίνουν αντιληπτά. Μπορεί
κάλλιστα να οδηγήσει στην εξαφάνιση της ανθρωπότητας, γιατί βλάπτει τη
σεξουαλική λειτουργία από πολλές απόψεις, και ακόμη και σήμερα οι απολίτιστες
φυλές και οι χαμηλότερες τάξεις όλων των εθνών πολλαπλασιάζονται πιο γρήγορα
από τα καλλιεργημένα άτομα. Αυτή η διαδικασία μπορεί, ίσως, να παρομοιαστεί με
τις επιπτώσεις της εξημέρωσης σε ορισμένα ζώα- περιλαμβάνει σαφώς φυσικές δομικές
αλλαγές- αλλά η άποψη ότι η πολιτιστική ανάπτυξη είναι μια οργανική διαδικασία αυτού
του είδους δεν έχει γίνει ακόμη κοινώς αποδεκτή.
Οι ψυχικές αλλαγές που
συνοδεύουν αυτή τη διαδικασία της πολιτισμικής αλλαγής είναι εντυπωσιακές και
δεν πρέπει να αμφισβητηθούν. Συνίστανται στην προοδευτική απόρριψη των
ενστικτωδών κινήτρων και στη μείωση των ενστικτωδών αντιδράσεων. Οι αισθήσεις
που ευχαριστούσαν τους προγόνους μας έχουν γίνει ουδέτερες ή αφόρητες για εμάς.
Και αν τα ηθικά και αισθητικά ιδεώδη μας έχουν υποστεί μια αλλαγή, οι αιτίες
είναι τελικά οργανικές.
Από ψυχολογικής πλευράς, δύο
από τα σημαντικότερα φαινόμενα του πολιτισμού είναι, πρώτον, η ενίσχυση της
διάνοιας, η οποία τείνει να κυριαρχήσει στην ενστικτώδη ζωή μας, και, δεύτερον,
η εσωτερίκευση των επιθετικών ωθήσεων, με όλα τα επακόλουθα οφέλη και
κινδύνους. Ο πόλεμος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ψυχική διάθεση που μας
επιβάλλει η ανάπτυξη του πολιτισμού. Επομένως, είμαστε υποχρεωμένοι να
δυσανασχετούμε με τον πόλεμο, να τον βρίσκουμε εντελώς απαράδεκτο. Για τους
ειρηνιστές σαν κι εμάς δεν είναι απλώς μια διανοητική και συναισθηματική
απώθηση, αλλά μια καταστατική μισαλλοδοξία, μια ιδιοσυγκρασία στην πιο δραστική
της μορφή. Και φαίνεται ότι οι αισθητικές παραβιάσεις του πολέμου παίζουν
σχεδόν τον ίδιο ρόλο σε αυτή την αποστροφή όσο και οι φρικαλεότητές του.
Πόσος καιρός θα περάσει εωσότου
όλοι οι άνθρωποι γίνουν ειρηνιστές; Δεν μπορούμε να ξέρουμε, αλλά ίσως η ελπίδα
μας ότι αυτοί οι δύο παράγοντες- η πολιτιστική διάθεση του ανθρώπου, και ένας
βάσιμος φόβος για τη μορφή που θα πάρουν οι μελλοντικοί πόλεμοι- μπορεί να
χρησιμεύσουν για να θέσουν τέλος στον πόλεμο στο εγγύς μέλλον, δεν είναι μάταιη.
Αλλά με ποιους τρόπους θα συμβεί αυτό, δεν μπορούμε να μαντέψουμε. Εντωμεταξύ,
μπορούμε να βασιζόμαστε στη διαβεβαίωση πως ό,τι συμβάλλει στην πολιτιστική
ανάπτυξη λειτουργεί επίσης ενάντια στον πόλεμο.
Με θερμούς χαιρετισμούς και,
σε περίπτωση που αυτή η έκθεση αποδειχθεί απογοητευτική για εσάς, λυπάμαι
ειλικρινά,
Δικός σας
Σ. Φρόιντ
Ο Αϊνστάιν προφανώς δεν
απογοητεύτηκε όταν έλαβε την απάντηση του Φρόιντ. Απηύθυνε την ακόλουθη
επιστολή στον Φρόιντ στις 3 Δεκεμβρίου 1932:
Κάνατε ένα πολύ ευχάριστο δώρο
στην Κοινωνία των Εθνών και σε εμένα με την πραγματικά κλασική απάντησή σας.
Όταν σας έγραψα ήμουν απόλυτα πεπεισμένος για την ασημαντότητα του ρόλου μου, ο
οποίος προοριζόταν μόνο να τεκμηριώσει την καλή μου θέληση. Προσφέρατε σε
αντάλλαγμα κάτι εντελώς υπέροχο. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι μπορεί να
φυτρώσει από έναν τέτοιο σπόρο, καθώς η επίδραση οποιασδήποτε πράξης ή
γεγονότος στον άνθρωπο είναι πάντα ανυπολόγιστη. Αυτό δεν είναι στο χέρι μας,
και δεν χρειάζεται να ανησυχούμε γι’ αυτό.
Έχετε κερδίσει την ευγνωμοσύνη,
τη δική μου και όλων των ανθρώπων, που αφιερώσατε όλη σας τη δύναμη στην
αναζήτηση της αλήθειας, και που έχετε δείξει το πιο σπάνιο θάρρος να ομολογείτε
τις πεποιθήσεις σας σε όλη σας τη ζωή...
Τη στιγμή που δημοσιεύθηκε
η αλληλογραφία μεταξύ του Αϊνστάιν και του Φρόιντ το 1933, με τον τίτλο «Γιατί
πόλεμος;», ο Χίτλερ, ο οποίος επρόκειτο να οδηγήσει και τους δύο άνδρες στην
εξορία, ήταν ήδη στην εξουσία, και οι επιστολές δεν πέτυχαν ποτέ την ευρεία
κυκλοφορία που προοριζόταν γι’ αυτές. Πράγματι, η πρώτη γερμανική έκδοση του
φυλλαδίου αναφέρεται ότι περιορίστηκε σε μόλις 2.000 αντίτυπα, όπως και η
αρχική αγγλική έκδοση.
Why War? The Einstein-Freud Correspondence (1931-1932)
[https://www.public.asu.edu/~jmlynch/273/documents/FreudEinstein.pdf]
Μετάφραση για τα Ελληνικά, 2025,
Χρήστος Κ. Τσελέντης
christelentis@gmail.com
[1] Μιλώντας για την πλειοψηφία, δεν αποκλείω
στρατιώτες κάθε βαθμού που έχουν επιλέξει τον πόλεμο ως επάγγελμά τους, με την
πεποίθηση ότι υπηρετούν για να υπερασπιστούν τα υψηλότερα συμφέροντα της φυλής
τους, και ότι η επίθεση είναι συχνά η καλύτερη μέθοδος άμυνας.
[2] Henri Bonnet. Διευθυντής του Ινστιτούτου Πνευματικής
Συνεργασίας στο Παρίσι.
[3] Σ.τ.μ. Fridtjof
Nansen. Νορβηγός πολυμαθής και εξερευνητής.
Το 1922 τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης για λογαριασμό των εκτοπισμένων θυμάτων
του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
[https://en.wikipedia.org/wiki/Fridtjof_Nansen]