7 Φεβ 2012

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΜΕ ΤΑ ΜΙΜΙΔΙΑ: ΕΠΑΓΩΓΗ ΑΝΤΙ ΜΙΜΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Η έννοια του «μιμιδίου»

Ενώ τα γονίδια είναι λίγο- πολύ γνωστά, ελάχιστα είναι γνωστά τα μιμίδια. Ο όρος αυτός, που εισήχθηκε από τον Richard Dawkins το 1976 στο Εγωιστικό Γονίδιο, ορίζεται στο λεξικό της Οξφόρδης ως «ένα πολιτισμικό στοιχείο που θεωρείται ότι μπορεί να διαδοθεί με μη γενετικά μέσα, ιδιαίτερα τη μίμηση.» Υποψήφια μιμίδια περιλαμβάνουν: μια λέξη, πρόταση, σκέψη, πεποίθηση, μελωδία, επιστημονική θεωρία, εξίσωση, έναν φιλοσοφικό γρίφο, ένα θρησκευτικό τελετουργικό, μια πολιτική ιδεολογία, γεωργική πρακτική, μόδα, έναν χορό, ένα ποίημα, μια συνταγή για ένα γεύμα, μοντέλα αυτοκινήτων, τους υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα. Προερχόμενο από την ελληνική λέξη μίμηση (και τη γαλλική λέξη même ή «το ίδιο»), ένα μιμίδιο υποτίθεται ότι αντιγράφεται από μυαλό σε μυαλό με τρόπο ανάλογο με ένα γονίδιο από σώμα σε σώμα.

Αναλογίες ανάμεσα στα μιμίδια και στα γονίδια

Τα μιμίδια υπόκεινται στη φυσική επιλογή με τη Δαρβινιστική έννοια. Η διαδικασία της φυσικής επιλογής απαιτεί τα στοιχεία της να είναι μονάδες κληρονομούμενης πληροφορίας που ελέγχουν την ύλη που κωδικοποιεί αυτήν την πληροφορία, και για την οποία υπάρχει με το χρόνο μια προτίμηση η οποία ξεπερνά κατά πολύ το ρυθμό της εγγενούς αλλαγής: «Η πληροφορία μπορεί να πολλαπλασιαστεί και να επεξεργαστεί από τη φυσική επιλογή μόνο αν η τελευταία επηρεάζει την πληροφορία κατά ένα μεγαλύτερο ποσοστό από τις ανταγωνιστικές διαδικασίες όπως η γενετική μετάλλαξη και απόκλιση» (Williams 1992). Η ύλη που κωδικοποιεί την πληροφορία που επιλέγεται μπορεί να είναι το DNA ή RNA, όπως με τα γονίδια και τις πρωτεΐνες, τα ηλεκτροχημικά νευρικά δίκτυα ή τις γραπτές γλώσσες, όπως με τα μιμίδια, ή τα μη βιολογικά ηλεκτρικά κυκλώματα, όπως με τους ιούς των υπολογιστών.

Οι μονάδες της φυσικής επιλογής πρέπει να έχουν γονιμότητα. Αυτές ή οι φορείς τους πρέπει «να είναι γόνιμες και να πολλαπλασιάζονται,» διαφορετικά θα υπάρχει μικρή μορφολογική ή συμπεριφοριστική αλλαγή στην επιλογή των μονάδων εξαιτίας της έλλειψης διαφορικών στοιχείων. Οι κληρονομήσιμες αλλαγές πρέπει να αντιγραφούν με υψηλή πιστότητα, έτσι ώστε να μοιάζουν μεταξύ τους περισσότερο απ’ ό,τι οι ανεξάρτητες μορφές. Μόνο τότε μπορούν να επιλέγονται επανειλημμένα ως ευνοϊκές ή να διαγράφονται ως αχρείαστες από τη φυσική επιλογή. Οι παραλλαγές της αντιγραφής πρέπει να είναι σχετικά μακρόβιες. Πρέπει να επιζήσουν τουλάχιστον αρκετά ώστε να παραγάγουν περισσότερα αντίγραφα από τις άλλες μορφές προκειμένου να συμβάλλουν σε διαφορική καταλληλότητα ή σε αναπαραγωγική επιτυχία.

Τέλος, τα στοιχεία της φυσικής επιλογής πρέπει να ανταγωνίζονται για την επιβίωσή τους πάνω σε σπάνιες πρώτες ύλες που τα διατηρούν σε ένα δεδομένο περιβάλλον (π.χ. τα κύτταρα, οι οργανισμοί, το μυαλό, η μνήμη των υπολογιστών, κλπ.), αλλιώς δεν θα υπάρχει πίεση για επιλογή.

Το εγωιστικό γονίδιο και το αλτρουιστικό μιμίδιο

Τα γονίδιά μας είναι, θα λέγαμε, μονάδες αναπαραγωγής του εαυτού μας. Με αυτήν την έννοια, είμαστε γενετικά εξοπλισμένοι με όλες τις σχετικές πληροφορίες για τον επιτυχή ανταγωνισμό, με άλλους τους άλλους μας, με σκοπό την επιβίωση και τη διαιώνιση των δικών μας γονιδίων. Κατ’ αναλογία, τα μιμίδια θα ανταγωνίζονται και αυτά μεταξύ τους για επικράτηση. Πολλές φορές, η επιτυχία της επικράτησης καθορίζεται όχι από την ισχύ και τη βία αλλά χάρη στη «διπλωματία.» Έτσι, η επιτυχημένη μετάδοση ενός μιμιδίου εξασφαλίζεται μέσα από διαδικασίες «πολιτισμένες» και όχι «κτηνώδεις.»

Υπάρχει επίσης μια νέα θεώρηση σχετικά με την αυταπάρνηση και τη φιλικότητα. Οι ευχάριστοι τύποι που είναι διαθέσιμοι και χρήσιμοι στους άλλους έχουν περισσότερες πιθανότητες να τους επηρεάσουν. Είναι «πηγές μιμιδίων.» Άνθρωποι εσωστρεφείς είναι «καταβόθρες μιμιδίων» που άλλα μιμίδια και οι φορείς τους αποφεύγουν. Οι πηγές μιμιδίων σκορπίζουν «μιμίδια αλτρουισμού» και άλλα καλά μιμίδια (π.χ. ανοχή) καθώς και κακά μιμίδια (π.χ. πίστη) που στηρίζονται πάνω στο αλτρουιστικό μιμίδιο. Τα κακά μιμίδια που στηρίζονται στο μιμίδιο του αλτρουισμού λέγεται ότι χρησιμοποιούν το «τέχνασμα της αυταπάρνησης» για να πετύχουν το σκοπό τους στα ανυποψίαστα μυαλά. Τα κακά θρησκευτικά μιμίδια ασπάζονται το αλτρουιστικό μιμίδιο και εισχωρούν σε μυαλά για να σχηματίζουν ένα μολυσματικό μιμιδιακό σύμπλεγμα (Dawkins 1993, Lynch 1996, Dennett 1997).

Οι Πλατωνικές ιδέες και τα μιμίδια

Ένα ενδιαφέρον θέμα είναι μια σύγκριση ανάμεσα στα μιμίδια και στις Πλατωνικές ιδέες. Για τον Πλάτωνα, οι ιδέες αποτελούσαν τις αναλλοίωτες παγκοσμιότητες του κόσμου, πάνω στις οποίες παράγονταν τα καθημερινά υλικά, ατελή, αντικείμενα. Για τους σύγχρονους μιμητιστές, οι ιδέες είναι μιμίδια, τα οποία είτε παράγονται από το μυαλό μέσα σε ένα δεδομένο πολιτισμικό περιβάλλον είτε προϋπάρχουν στο μυαλό ως αρχετυπικοί και διαχρονικοί μορφικοί σχηματισμοί. Σε αυτήν την τελευταία περίπτωση, τα μιμίδια είναι «αυτό- προσαρμοζόμενα,» δηλαδή ανθεκτικά κι ευέλικτα στις αλλαγές.

Παρότι οι πραγματικές κατασκευές σπανίως περιλαμβάνουν τέλεια τετράγωνα, τέτοιες (φαινοτυπικές) ατέλειες τείνουν να ακυρώνονται μακροπρόθεσμα επειδή ο υποκείμενος (γενοτυπικός) κώδικας είναι ακριβώς «αυτό- προσαρμοζόμενος:» αυτό που περνά στην αναμετάδοση είναι η ουσία του αντικειμένου, ενώ κάθε πραγματικό αντικείμενο είναι μια ατελής προσέγγιση.» Ο Πλάτωνας θα χαμογελούσε. «Κατ’ εμέ,» θεωρεί ο Dawkins, «η σχεδόν γενετική κληρονομιά της γλώσσας και των θρησκευτικών και παραδοσιακών εθίμων διδάσκει το ίδιο μάθημα.»

Όπως τα Πλατωνικά στερεά, έτσι κι άλλες μη μαθηματικές αλλά διαφορετικής φύσης δομές, όπως η γλώσσα, με τη μορφή ενός εξελιγμένου τρόπου μετάδοσης πληροφορίας, φαίνεται να διαθέτουν ένα αρχετυπικό περιεχόμενο, το οποίο ξετυλίγεται κατά την, προφορική και γραπτή, χρήση της γλώσσας, η οποία μοιάζει να βασίζεται και να καθοδηγείται, σε κάποιο βαθμό, από αυτό το περιεχόμενο.

Το έργο του ανθρώπου που μαθαίνει τη γλώσσα δεν είναι να μιμηθεί και να συνεπάγει. Είναι να χρησιμοποιήσει την επιφανειακή μορφή των προτάσεων για να εξετάσει τη δυνατότητα εφαρμογής προϋπαρχουσών και παρατηρησιακά «αόρατων» συντακτικών δομών, όπως η μεταβατική φραστική δομή και οι ενσωματωμένες σχέσεις αντικειμένου- υποκειμένου (Chomsky 1986).

Μίμηση και δημιουργικότητα

Από την άποψη της μιμιτικής δεν υπάρχει αληθινή μίμηση χωρίς αναπαραγωγή, και αντιστρόφως. Το σημείο κλειδί για τη μίμηση δεν είναι ότι προκαλεί ή αποσπά ή παράγει ή αναπαράγει τις πληροφορίες. Μάλλον, τόσο προκαλεί την αναπαραγωγή όσο και παρέχει τις πληροφορίες για την αναπαραγωγή της. Η διαδικασία της μίμησης προκαλεί την αναπαραγωγή συμπεριλαμβάνοντας, ως μέρος της πληροφορίας που παρέχει, οδηγίες για την αντιγραφή της πληροφορίας. Αυτό συνεπάγεται ότι η πληροφορία που μεταφέρεται από έναν αναπαραγωγό (replicator) περιέχει πάντα τις οδηγίες για την αντιγραφή αυτών των οδηγιών. Το σχέδιο δόμησης ενσωματώνει τον οικοδόμο.

Είμαστε ολοένα και περισσότερο μάρτυρες μιας γρήγορης και παγκόσμιας εξάπλωσης ανώνυμων ηλεκτρονικών μηνυμάτων που οι περισσότεροι από εμάς θα προτιμούσαμε να μην υπάρχουν αλλά που δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε. Αυτό ενισχύει κατά πολύ το συναίσθημα ότι αυτά τα μηνύματα είναι αυθαίρετα, ενεργά, επιθετικά και ζωντανά. Πιστεύω ότι αυτό το συναίσθημα είναι μια παραίσθηση. Οι ιδέες δεν αναπαράγονται ούτε αντιγράφονται στο μυαλό. Δεν φωλιάζουν ούτε αποικίζουν τα μυαλά, και γενικά δεν διαδίδονται από μυαλό σε μυαλό με τη μίμηση. Είναι τα μυαλά που παράγουν και δημιουργούν τις ιδέες. Τα μυαλά κτίζουν ορισμένες επικοινωνίσιμες πτυχές των ιδεών που παράγονται, και αυτές οι πτυχές ενεργοποιούν ή ανασύρουν ιδέες σε άλλα μυαλά μέσω της επαγωγής και όχι της μίμησης.

Εντούτοις, το μεγαλύτερο μέρος της υψηλής πιστότητας επικοινωνίας προκύπτει μέσω της επαγωγής παρά της μίμησης. Θεωρείστε την απλή πρόταση που εκφράζεται από τη δήλωση, «οι γάτες κυνηγούν τα πουλιά.» Όταν διαβάζετε την δήλωση δεν έχετε την πρόταση να επαναλαμβάνεται στο μυαλό σας. Αυτό συμβαίνει ακόμα κι αν το περιεχόμενο στο οποίο η δήλωση εκφράζεται είναι όσο πιο φτωχό γίνεται. Η αποκωδικοποίηση της συντακτικής δομής μιας έκφρασης δεν είναι το τέλος μιας συνηθισμένης διαδικασίας επικοινωνίας, αλλά μόνο η αρχή. Με το πού αποκωδικοποιηθούν συντακτικά, τα σημασιολογικά στοιχεία μιας πρότασης ανακτώνται με τρόπους που «αυτόματα» ενεργοποιούνε ένα πλούσιο σύνολο εννοιολογικών δομών. Αυτές οι δομές εν μέρει είναι έμφυτες και εν μέρει ενισχύονται μέσω της προσωπικής εμπειρίας και της προϋπάρχουσας μαρτυρίας τους από άλλες δομές.

Mιμιδιακή έκρηξη

Για την ψυχολόγο Susan Blackmore (1999), ο ανθρώπινος εγκέφαλος, η γλώσσα και ο εαυτός εξελίχθηκαν επειδή έδωσαν πρώτιστα πλεονέκτημα στα μιμίδια και όχι στα γονίδια. Ο εγκέφαλος μεγάλωσε προκειμένου να λειτουργήσει ως μια ολοένα καλύτερη μηχανή αντιγραφής για τα μιμίδια. Εξελίχθηκε σαν ένας γενετικός τηλέτυπος κτισμένος και ελεγχόμενος από τα μιμίδια. Ομοίως, η γλώσσα επιλέχτηκε για τη μετάδοση των μιμιδίων. Η γλώσσα εξελίχθηκε σαν μια γενετική τηλεφωνική γραμμή που κτίστηκε για την επικοινωνία των μιμιδίων. Ο εαυτός, επίσης, δημιουργήθηκε από τα μιμίδια και για την αντιγραφή τους. Το «Εγώ,» με την ψευδαίσθησή του περί ελεύθερης βούλησης, είναι στην πραγματικότητα ένα οχυρό των μιμιδίων για την άμυνά τους ενάντια στην εκτόπισή τους από μάζες ατρόμητων ανταγωνιστών που εισβάλλουν από το γειτονικό κοινωνικό περιβάλλον.

Όπως τα γονίδια, τα μιμίδια μπορούν να περάσουν υποθετικά «κάθετα» από το γονέα στο παιδί: για παράδειγμα, στη θρησκευτική πρακτική της περιτομής. Τα μιμίδια μπορούν επίσης να αντιγραφούν «οριζόντια» από πρόσωπο σε πρόσωπο- μεταξύ ομοίων ή από τους ηγέτες στους ακόλουθους- όπως η έννοια του μιμιδίου καθαυτού. Στο εξελικτικό μας παρελθόν, όταν η επικρατούσα μετάδοση ήταν κατά πολύ κάθετη, ενώ η οριζόντια ήταν περιορισμένη σε μερικά πολιτισμικά κατασκευάσματα, η επικράτηση των μιμιδίων εξαρτιόταν σχεδόν αποκλειστικά από την καταλληλότητα του πληθυσμού που τα φιλοξενούσε. Με τη γλώσσα, οι υπολογιστικές δυνατότητες της οριζόντιας μετάδοσης εκτινάχθηκαν.

Μόλις η νέα, ταχύτερη εξέλιξη των μιμιδίων ξεκίνησε, δεν ήταν πλέον υποταγμένη στον παλαιότερο, αργό ρυθμό της γενετικής εξέλιξης, ή καν δεσμευμένη από εκείνη. Τα μιμίδια θα μπορούσαν ακόμη και να εξοντώσουν τους φορείς τους αν τους δινόταν ο χρόνος και τα μέσα για να μεταδοθούν σε νέα θύματα πριν από την καταστροφή του φορέα, όπως στις ιστορικά γνωστές περιπτώσεις των θρησκευτικών ή πολιτικών μαρτυρίων. Με το διαδίκτυο και την παγκοσμιοποίηση της μετάδοσης πληροφορίας, ο εξελικτικός ρυθμός της μιμιδιακής μεταβολής φαίνεται να βρίσκεται άλλη μια φορά στα πρόθυρα της εκθετικής αύξησης, με απρόβλεπτες εξελικτικές συνέπειες. Τώρα υπάρχει ακόμα λιγότερη πίεση στα μιμίδια να εγγυηθούν τη φυσική επιβίωση των εγκεφάλων, καθώς ολοένα και μεγαλύτερη μιμιδιακή δραστηριότητα μεταφέρεται από τη βιόσφαιρα στον κυβερνοχώρο.

Προς μια επιστήμη της μιμητικής

Στο The Extended Phenotype ο Dawkins φάνηκε να υποχωρεί από την ισχυρή υπεράσπιση μιας επιστήμης της μιμητικής σχετικά με το μυαλό και τον πολιτισμό: «η κύρια αξία της βρίσκεται όχι τόσο στο να καταλάβουμε τον ανθρώπινο πολιτισμό όσο στο να ακονίσουμε την αντίληψη σχετικά με τη γενετική φυσική επιλογή» (1982). Σε ένα πρόσφατο δοκίμιο, ο ίδιος (1999) αποδίδει στον Dennett (1995) και στην Blackmore (1999) ένα μεγάλο μέρος της ανανεωμένης πίστης του στη «δυνατότητα ότι το μιμίδιο θα μπορούσε μια μέρα να αναπτυχθεί σε μια κατάλληλη υπόθεση του ανθρώπινου μυαλού»- δυνατότητα που φαίνεται τώρα προσιτή.

Μια γενική θεωρία της εξέλιξης των αντιγράφων υπό τη φυσική επιλογή απαιτεί: γονιμότητα και διαφοροποίηση, κληρονομικότητα και υψηλή πιστότητα, μακροζωία και προσαρμοστικότητα, ανταγωνιστικότητα για τους πόρους που ενισχύουν την επιβίωση. Όποτε όλοι αυτοί οι αλληλένδετοι παράγοντες είναι παρόντες, σε οποιοδήποτε περιβάλλον όπου οι νόμοι της αιτιότητας και της θερμοδυναμικής ισχύουν, διαφορετικές σειρές των αυτο- αντιγραφόμενων μορφών μπορούν να εξελιχθούν από μια ή μερικές αρχικές μορφές. Καθώς οι νέες μορφές εξελίσσονται, έτσι γίνεται και με τα περιβάλλοντα στα οποία οι μορφές συνεχώς προστίθενται και προσαρμόζονται. Η πολιτισμική εξέλιξη των ιδεών (μιμίδια), συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών που προκαλούνται από τις ιδέες σχετικά με τα γνωστικά και κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία οι ιδέες προσαρμόζονται, φαίνεται ότι αποτελεί τη σωστή εικόνα.

Αν και η σχέση των μιμιδίων με τα γονίδια είναι μια σχέση αναλογίας, είναι μια μεταφορά όπως ήταν η αναλογία των Rutherford-Bohr του ατόμου με το ηλιακό σύστημα στην αρχή του περασμένου αιώνα. Η ίδια η αναλογία μιμιδίων-γονιδίων έχει σκοπό να λειτουργήσει σαν ένα ερευνητικό πρόγραμμα που θα οδηγήσει ενδεχομένως σε μια επιστήμη της «μιμητικής,» όπως η αναλογία ατόμου- ηλιακού συστήματος χρησιμοποιήθηκε από αρκετούς επιστήμονες ως υπόθεση εργασίας για να βοηθήσει στην ενοποίηση των φυσικών διαδικασιών στο μικροσκοπικό (π.χ. ηλεκτρομαγνητισμός) και στο μακροσκοπικό (π.χ. βαρύτητα) επίπεδο. Το πρώτο στάδιο της μιμητικής, τότε, είναι να διευκρινιστεί αν και πώς η αναλογία ανάμεσα στα μιμίδια και στα γονίδια στέκει κάτω από έναν επαληθεύσιμο έλεγχο. Αν η αναλογία μπορεί να είναι πληροφορικά συνεχής, τότε πρέπει να είναι σε θέση να προβλέψει αξιόπιστα τις σημαντικές και εκπληκτικές επιστημονικές ανακαλύψεις σχετικά με συγκεκριμένες αιτιακές δομές. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως με το πλανητικό μοντέλο του ατόμου, θα πρέπει τελικά να απορριφθεί ως επιστημονική έρευνα. Ακόμα και έτσι, η αναλογία μπορεί να διατηρηθεί ως παιδαγωγική συσκευή, η οποία θα μπορούσε να εισάγει τους αμύητους σε ένα πεδίο που θα έχει αναπτυχθεί, εν μέρει, από τις αποτυχημένες προσπάθειες να κατασταθεί η αναλογία πληροφορική.