[André Breton, από τη συλλογή POISSON SOLUBLE (1924)]
Ποιος είναι; Πού πηγαίνει; Τι απέγινε; Τι απέγινε η σιωπή γύρω του, και τι σχετικά με αυτό το ζευγάρι κάλτσες, αυτό το ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες, που ήταν οι πιο αγνές του σκέψεις? Τι έκανε με τις μακριές του κηλίδες, τα μάτια τα τρελά στη βενζίνη, τις φωνές του με τα ανθρώπινα σταυροδρόμια, και τι συνέβη ανάμεσα στα τρίγωνα και στους κύκλους του; Οι κύκλοι σπατάλησαν το θόρυβο που έφτανε στ’ αυτιά του· τα τρίγωνα τις τιράντες που φόραγε να πάει εκεί που οι μυαλωμένοι δεν πάνε όταν κάποιος λέει πως είναι ώρα για ύπνο, όταν ένας αγγελιοφόρος με λευκή σκιά έρχεται να πει πως είναι ώρα για ύπνο. Ποιος άνεμος τον σπρώχνει, εκείνον του οποίου η σκάλα της περίστασης φωτίζεται από το φως της γλώσσας του; Και σε τι στυλ φαντάζεστε τους κλόουν των ματιών του στο λούνα- παρκ παλιοσίδερων του κόσμου; Τι κάνατε με την ευγένειά του προς εσάς όταν σας ευχήθηκε ένα καλό κελάρι και ο ήλιος έντυσε τις καμινάδες από κόκκινα τούβλα που ήταν η σάρκα του; Δεν είναι το πάρσιμο των ρευμάτων από εσάς, κατά μήκος του καναλιού του Ourcq, σαν την απομάκρυνση του μικρού παγωτού και του καρυδί φορτηγού παρκαρισμένου στην ανισόπεδη διάβαση του υπόγειου σιδηρόδρομου; Και δεν ήταν εκείνος που απέρριψε τη συμφωνία; Δεν ακολούθησε το μονοπάτι που χάνεται στους θολωτούς τάφους της ιδέας, δεν ήταν μέρος του γουργουρητού του μπουκαλιού του θανάτου; Τι περίμενε αυτός ο άνθρωπος των αιωνίων προσεγγίσεων, ψυχρός σαν έναν λύκο, περίμενε να κάνουμε με την ερωμένη του όταν την εγκατάλειψε στη λαβή του πιστολιού του καλοκαιριού; Τι άκουσε στο άκρο του αέρα, σαν έναν Ινδιάνο, εκείνα τα απογεύματα σαν φεγγαρόπετρα όταν περιέφερε ένα μισο- άδειο ποτήρι πάνω σε ένα τραπέζι ανέμου; Δεν είμαι πιο δυνατός από εκείνον δεν έχω κουμπιά στο γιλέκο μου, δεν ξέρω ποια είναι η σειρά, δεν θα είμαι ο πρώτος που θα μπει στην πόλη με τα ξύλινα φουσκώματα. Αλλά να πιω το αίμα ενός λευκού σκίουρου αν λέω ψέματα και ας γίνουν ένας σωρός τα σύννεφα στα χέρια μου όταν ξεφλουδίζω ένα μήλο: αυτά τα μεταξωτά ρούχα σχηματίζουν μια λάμπα που δεν θ’ αφήσω να σβήσει από την έλλειψη του γυαλιού των χεριών μου που υψώνονται προς τον ουρανό.