6 Μαΐ 2014

Ψυχικός αυτοματισμός


Andre Masson, Αυτόματο σκίτσο, 1924 

Το Dada ήταν ένα κίνημα το οποίο ξεκίνησε στην Ευρώπη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, και ήταν καλλιτεχνικά και πολιτικά ανατρεπτικό και ριζοσπαστικό. Ο Σουρεαλισμός διαδέχθηκε το Dada, και αποτέλεσε ένα βήμα μπροστά, μια δημιουργική δύναμη η οποία ήρθε μαζί με την ψυχανάλυση και την κβαντική φυσική. Μεταξύ άλλων, ο Andre Breton στην ποίηση, μαζί με τον Salvador Dali και τον Rene Magritte στη ζωγραφική, έκαναν τη διαφορά.

Ο Breton όρισε το Σουρεαλισμό ως εξής:

«Ψυχικός αυτοματισμός στην καθαρή του κατάσταση, με τον οποίον κάποιος εκφράζει την πραγματική λειτουργία της σκέψης- λεκτικά, γραπτά ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Καθοδηγούμενος από τη σκέψη, χωρίς κανέναν έλεγχο από τη λογική και κάθε αισθητικό ή ηθικό προβληματισμό.»

Ο Σουρεαλισμός, βασισμένος στην καλλιτεχνική έκφραση της αυθόρμητης σκέψης και του «έντεχνου διαλογισμού,» προσπάθησε να εξερευνήσει τον κόσμο της ανθρώπινης ψυχής, και να βιώσει την πραγματικότητα στην κατάσταση του ‘Εξαιρετικού.’ Ακολουθούν παραδείγματα αυτόματης ζωγραφικής,


Δύο ‘εξαιρετικά σώματα,’ από τους Victor Brauner, Andre Breton, Jacques Herold και Yves Tanguy (1935) 

και αυτόματης γραφής:  

«H τύχη είναι λογική το γύρισμα των χαρτιών που είναι μόνο μονά ή ζυγά τη νύχτα η μεγαλύτερη περιπέτεια βρίσκεται στο ξεκίνημα του προφίλ της αγάπης όπου ο άνθρωπος δεν δείχνει κανένα σημάδι να εγκαταλείψει την τήρηση των ηθικών ζητημάτων στη χαμέρπεια της βλάστησης να βάλει ποντίκια αυστηρά ιεραρχημένα με μια θεολογική χειρονομία που κάνει τους καλούς σκλάβους να παραδίνονται τελείως αλλά τα δεσμά των μουγκών κακοποιών παράγουν έναν γραμματικό με ακατάληπτη γλώσσα μόνο από εμπειρία σε σημείο γελοιοποίησης σαν τη βαρύτητα των διαλόγων του Καρτέσιου ιδιαιτέρως χρήσιμων και εύστοχων γενικά φιλιά πρωτόγονων για Χριστιανικές αρχές σαν σιελόρροια παλιών φανατικών που οι Ιησουίτες δίνουν σαν αιώνια ζωή τελείως υστερική και αδρανής στον υποκριτικό μανδύα ενός πολιτισμού του άλλοτε δηλαδή μια μόδα με την καθοδήγηση από τα άδυτα ενός συνηθισμένου κελιού όπου η δόξα των μυών χωρίς κεριά σε έναν προσφιλή ωκεανό έρχεται πρόθυμα στο παλούκι της εκτέλεσης που αυξάνει τους καρπούς της επιτυχίας χρησιμοποιώντας ένα μοναδικό μαγικό που παίρνει κεφάλια πάντα βάσει της αρχής της μεγάλης ανταπόκρισης μια απαραίτητη αναπαραγωγή των ενθουσιασμών τους ή των οσμηρών περιφρονητικών γκριματσών τους με την ελάχιστη προστασία όπως η σπλήνα των συναισθημάτων χρειάζεται μια μέθοδο στα χείλη της γεωμετρίας τόσο άχρηστη όσο η ακέραια ομορφιά με όρους της νοήμονης μορφής πρώτες καταιγίδες της επιστήμης σύμφωνα με την οποία υπάρχει ένας ξυλοκόπος με τάλαντο στο εμπόριο μορφολογική διατριβή χωρίς έναν ήχο η αθωότητα του σήμερα σε φυγή με κυκλικές λέξεις αλλά που κυριαρχεί στην πιθανή ηδονή η οποία υποβάλλεται στη δίαιτα αυτής της γυναίκας με εσωτερική ακρόαση όπως ο θησαυρός μονάκριβων παιδιών με τρελές προκαταλήψεις στη σάρκα των αιώνων αφήνει τα χέρια του χρόνου ορισμός της υποκείμενης κοινωνικής ζωής φτιαγμένης από πορσελάνη άγνωστη ή τυλιγμένης σαν τα μυαλά των απόλυτων ηλιθίων που χορεύουν στα σινεμά της Ζυρίχης στην απαρχή άσκοπων πινάκων ζωγραφικής σε κάθε πίπα μεταμφιεσμένη σε στόμα για να οδηγεί το βραχίονά της μέσα απ’ όλες τις πόρτες της αρετής δείτε τον τροχό από την άλλη μεριά να χρωματίζει μάταιες υπάρξεις καταδικασμένες να επιστρέψουν σε περασμένες εποχές των οποίων τα συναισθήματα στολίζω ω! ο Marcel Duchamp ονειρεύεται τα περίχωρα της Νέας Υόρκης ατμόσφαιρα μιας χρυσής σκηνής υποκατάστατο όταν τελειώνουμε με τη δουλειά που φέρνει πονοκέφαλο ή ακόμα την αριστερή ατμόσφαιρα, τον καινούργιο αέρα ικετεύοντας και μαζεύοντας μια χούφτα τακτοποιημένη χωρίς την άγνοια μιας κούκλας ενάρετης κατ’ όνομα μια διάκριση μόνο σε επαφή με την κοκέτικη αφέλεια η μοντέρνα γλώσσα θέλετε έναν συγγραφέα; ένα Chateau-briant; ή έξι περαστικές φαντασιώσεις; το δίλλημα του ελεύθερου έρωτα είναι το λάθος κλειδί για το σύστημα των ελευθεριών που κάποιος έχει στο αιδοίο καστορέλαιο για να εισέρχεται στα σπίτια με τα μάτια στους γλουτούς στα πλαίσια του βασιλείου της ευτυχίας στη σκλαβιά των Clovis για την παρθένα που κοκκινίζει από τη μυστηριώδη και με στείρες ενώσεις αγνότητα ως την ευόδωση των συνουσιών της ιππασίας εκεί κάπου ένα μικρό χτύπημα της τύχης ή αφήστε το για πατριωτικούς λόγους » 
Francis Picabia & Tristan Tzara (1919) 

Ο Andre Breton, το 1933, έγραψε ένα κείμενο σχετικά με τον ψυχικό αυτοματισμό, το ‘Αυτόματο μήνυμα:’ 

«Η ιστορία της αυτόματης γραφής στο σουρεαλισμό- και δεν φοβάμαι να το πω- χαρακτηρίζεται από συνεχείς αποτυχίες. Πράγματι, ούτε οι ύπουλες διαμαρτυρίες των κριτικών, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα επικριτικοί και εχθρικοί, θα μ’ εμποδίσουν να αναγνωρίσω ότι, για χρόνια, βασιζόμουν στον καταιγισμό της αυτόματης γραφής να καθαρίσει οριστικά τους φιλολογικούς στάβλους. Από αυτή την άποψη, η επιθυμία να ανοίξουν διάπλατα οι πύλες της παλίρροιας σίγουρα θα παραμείνει η κύρια ιδέα του σουρεαλισμού. Αυτό σημαίνει για μένα ότι οι οπαδοί ή οι αντίπαλοι του κινήματος θα ξεχωρίζουν πάντα εύκολα από το κατά πόσο αξιολογούν καθαυτό το αποτέλεσμα της αυτόματης γραφής ή αν, αντίθετα, θα ήθελαν να συμφιλιωθεί με κάτι άλλο εκτός από αυτό. Η ποιότητα, εδώ όπως και γενικότερα, δεν μπορεί να βοηθήσει να γίνει μια συνάρτηση της ποσότητας. Αν και δεν υπήρξε έλλειψη ποσότητας, μερικοί ευκολονόητοι παράγοντες την εμπόδισαν από το να δράσει σε δημόσια κλίμακα ως δύναμη κατάδυσης: χιλιάδες σημειώσεις, η μία καλύτερη από την άλλη, παρέμειναν στα συρτάρια. Το σημαντικό είναι, επιπλέον, για τα περισσότερα από αυτά τα σημειωματάρια να γεμίσουν, μια άπειρη ποσότητα- και ακόμα περισσότερο, οι συγγραφείς τους να συγκρίνουν τη μέθοδό τους με τη δική μας και να ομολογούν ανοικτά σ’ εμάς τις τεχνικές τους ανησυχίες. 

Αν και ποτέ δεν προσπάθησα να κωδικοποιήσω τον τρόπο με τον οποίο αυτή η πολύ προσωπική και απείρως μεταβλητή υπαγόρευση έχει αποκτηθεί, δεν μπόρεσα να αποφύγω (προτείνοντας ορισμένους τρόπους συμπεριφοράς) να απλοποιήσω τις διαδικασίες ακρόασης σε έναν ακραίο βαθμό, ούτε να γενικεύσω εντελώς προσωπικές μεθόδους επαναφοράς σε περίπτωση που η συνεδρίαση διακοπτόταν. Επίσης παρέλειψα, ακόμη και σε μια σειρά δημοσιεύσεων που ακολούθησαν το πρώτο μανιφέστο, να καθορίσω τη φύση των εμποδίων τα οποία συχνά συνωμοτούσαν να αποπροσανατολίσουν την εκροή του λόγου από την αρχική της κατεύθυνση. Εξού και τα πολύ θεμιτά ζητήματα- τα οποία επιπλέον δεν συνάντησαν την παραμικρή αντίρρηση- για τα οποία έχω κατά καιρούς ερωτηθεί: Πώς μπορεί κάποιος να εγγυηθεί την ομοιογένεια ή να διορθώσει την ετερογένεια των μερών ενός τέτοιου λόγου, ο οποίος συχνά φαίνεται να περιέχει κομμάτια από πολλούς άλλους λόγους; Τι μπορεί κάποιος να καταλάβει από τις παρεμβολές και τα κενά; Πώς μπορεί κανείς να μην οπτικοποιήσει σε κάποιον βαθμό αυτό που ειπώθηκε; Πώς μπορεί κανείς να αντέξει το οδυνηρό πέρασμα από το ακουστικό στο οπτικό; κλπ... Είναι δυστυχώς αλήθεια ότι μέχρι σήμερα, όσοι εντρύφησαν ‘ποιητικά’ στην αυτόματη γραφή δεν ενδιαφέρθηκαν το ίδιο γι’ αυτά τα ερωτήματα. Πολλοί, στην πραγματικότητα, προτίμησαν να βλέπουν την αυτόματη γραφή μόνο σαν μια νέα επιστήμη με λογοτεχνικά αποτελέσματα, την οποία με ελαφριά καρδιά προσάρμοσαν στις ανάγκες της δικής τους ειδικότητας. Πιστεύω ότι μπορώ να πω ότι η αυτόματη ροή, την οποία, κολακευτικά για τους εαυτούς τους, θεωρούσαν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιούν κατά βούληση, πολύ σύντομα τους εγκατέλειψε τελείως. Άλλοι έμεναν ικανοποιημένοι με τον αυθορμητισμό τους με ένα ημίμετρο το οποίο βασίζεται στην ενθάρρυνση της έκφρασης της αυτόματης γλώσσας εν μέσω λίγο- πολύ συνειδητών διαδικασιών. Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πολλές διασκευές αυτόματων κειμένων κυκλοφόρησαν πρόσφατα- κείμενα τα οποία δεν είναι πάντα εύκολο να διακριθούν με μια πρώτη ματιά από τα πρωτότυπα, επειδή δεν διαθέτουμε αντικειμενικά, θεμελιώδη κριτήρια. Αυτά τα σκοτεινά σημεία, αυτές οι ελλείψεις, αυτή η στασιμότητα, αυτές οι προσπάθειες πιστής αναπαραγωγής φαίνεται ότι απαιτούν περισσότερο από ποτέ, για το καλό των δράσεων που θέλουμε να πετύχουμε, την πλήρη επιστροφή στις πρώτες αρχές. 

Μια ακριβής διάκριση πρέπει να γίνει ανάμεσα στην ‘αυτόματη’ γραφή και ζωγραφική, με την έννοια που χρησιμοποιείται στο σουρεαλισμό, και την αυτόματη γραφή και ζωγραφική που εφαρμόζεται από πνευματιστές. Οι τελευταίοι- αυτοί τουλάχιστον που πράγματι έχουν ιδιαίτερες ικανότητες- καταγράφουν γράμματα ή σειρές με καθαρά μηχανικό τρόπο: δεν έχουν καμία συναίσθηση τού τι γράφουν ή σχεδιάζουν, και φαίνονται σαν το παραλυμένο χέρι τους να κατευθύνεται από κάποιον άλλον. Εκτός απ’ αυτούς, οι οποίοι παθητικά βλέπουν τις γραμμές τους να γράφονται χωρίς να καταλαβαίνουν το νόημά τους παρά μόνο εκ των υστέρων, υπάρχουν άλλοι που παράγουν, σαν να μπορούν να τις εντοπίσουν, επιγραφές ή μορφές οι οποίες εμφανίζονται πάνω σε αντικείμενα. Θα ήταν μάταιο να προτιμήσουμε τη μία ή την άλλη από τις δύο μεθόδους, οι οποίες παρεμπιπτόντως μπορούν να συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο… 

Ο όρος ‘αυτόματη γραφή,’ όπως αυτός χρησιμοποιείται από το σουρεαλισμό, παραμένει αντικείμενο διαμάχης. Αν φταίω κάπως γι’ αυτό, είναι επειδή η ‘αυτόματη’ γραφή (ή ‘μηχανική,’ ή ‘ασυνείδητη’) αποτελούσε πάντα για μένα το όριο προς το οποίο ο σουρεαλιστής ποιητής πρέπει να τείνει, χωρίς ωστόσο να χάνει επαφή με το γεγονός ότι, αντίθετα με αυτό που επιδιώκουν οι πνευματιστές- την αποσύνδεση του ενδιάμεσου από την ψυχική του προσωπικότητα- ο σουρεαλισμός προτείνει απλά την ένωση της προσωπικότητας. Είναι προφανές ότι, για εμάς, το ζήτημα της εξωτερικότητας μιας ‘φωνής’ δεν χρειάζεται καν να τεθεί. Επιπλέον, από την αρχή φαινόταν άσκοπα δύσκολο και, δεδομένου των ιδιαίτερων ψυχολογικών συνεπειών του στόχου που επιδιώκαμε, σχεδόν περιττό να μπούμε στη διαδικασία μιας διχοτόμησης της λεγόμενης εμπνευσμένης γραφής- την οποία θέσαμε σε αντιπαράθεση με την υπολογιστική φιλολογία- σε ‘μηχανική,’ ‘ημι-μηχανική,’ και ‘διαισθητική’ γραφή: αυτές οι τρεις υποδιαιρέσεις είναι απλές διαβαθμίσεις. Ξανά, η μόνη μας επιλογή ήταν να ακολουθήσουμε ένα μονοπάτι το οποίο είχε χαραχθεί από τον Lautreamont και τον Rimbaud (για τον τελευταίο αναφέρω ενδεικτικά την πρώτη γραμμή από το ποίημά του ‘Promontory’), και η οποία έγινε ιδιαίτερα ελκυστική χάρη σε συγκεκριμένες διαδικασίες ψυχολογικής έρευνας. Στον 20ο αιώνα, αμέσως μετά τον πόλεμο, αυτό το μονοπάτι απαραίτητα περιελίχθηκε γύρω από την μικρή ομάδα ποιητών που είχαμε συστήσει· και όταν αρχίσαμε να το ακολουθούμε, ξαφνικά αντιληφθήκαμε ψιθύρους προς όλες τις κατευθύνσεις. Ξέρουμε ότι η προσπάθεια να συλλάβουμε γραπτά αυτόματα μηνύματα σύντομα συνοδεύτηκε από μια άλλη διαδικασία η οποία προσπαθούσε να συλλάβει αυτό το μήνυμα στην προφορική του μορφή. Αλλά σ’ αυτό το σημείο, τα πειράματά μας δικαίωσαν πλήρως τον ισχυρισμό του Myers ότι ο αυτόματος λόγος δεν αποτελεί από μόνος του μια πιο εξελιγμένη μορφή του μηχανικού μηνύματος απ’ ό,τι η αυτόματη γραφή, και ότι επιπλέον θα πρέπει να αποφεύγεται εξαιτίας των βαθιών αλλαγών που μπορεί να επιφέρει στη μνήμη και στην προσωπικότητα. 

Το ξεχωριστό χαρακτηριστικό του σουρεαλισμού είναι ότι ανακήρυξε την πλήρη ισότητα όλων των ανθρώπων απέναντι στο υποσυνείδητο μήνυμα, και ότι διατήρησε σταθερά την άποψη ότι αυτό το μήνυμα αποτελεί κοινή κληρονομιά, στην οποία όλοι έχουν μερίδιο, και η οποία πρέπει σύντομα, και με οποιοδήποτε κόστος, να πάψει να θεωρείται προνόμιο των λίγων εκλεκτών. Θέλω να πω ότι κάθε άνθρωπος πρέπει να πειστεί για την ικανότητά του να εντρυφήσει σε αυτήν τη γλώσσα κατά βούληση, η οποία δεν έχει τίποτα το υπερφυσικό και η οποία, για τον καθένα από μας, είναι το όχημα της αποκάλυψης. Για να επιτευχθεί αυτό, είναι σημαντικό να αναθεωρηθούν οι στενές και λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά με τέτοιου είδους εκφράσεις, είτε ποιητικές είτε πνευματιστικές. Αν κάποιος κοίταζε πιο προσεκτικά το ζήτημα, θα διαπίστωνε ότι στην πραγματικότητα κάθε τέτοια έκφραση προέκυψε από ένα τυχαίο συμβάν, του οποίου το αποτέλεσμα ήταν να αμβλύνει συγκεκριμένες αντιστάσεις του ατόμου. Για όποιον ενδιαφέρεται για κάτι περισσότερο από τον άμεσο πεζό λόγο, το ουσιώδες είναι ότι αυτές οι αντιστάσεις μπορούν όντως να παρακαμφθούν. Όπως ο καθηγητής Lipps παρατήρησε στη μελέτη του σχετικά με τους αυτόματους χορούς που πραγματοποιήθηκαν από το ενδιάμεσο Magdeleine γύρω στο 1908, «η ύπνωση δεν είναι παρά το μέσο για την εκδήλωση των ταλέντων τα οποία εκφράζονται υπό την επήρειά της· η πραγματική του πηγή βρίσκεται σε προϋπάρχουσες τάσεις, λειτουργίες ή προδιαθέσεις, οι οποίες απομακρύνθηκαν από τη φυσική τους έκφραση εξαιτίας αντίξοων παραγόντων. Ο ρόλος της ύπνωσης είναι απλά να ελευθερώσει αυτά τα ταλέντα παραλύοντας τους ανασταλτικούς παράγοντες.» Η αυτόματη γραφή- η οποία είναι εύκολη κι ελκυστική, και την οποία ελπίζουμε ότι θέσαμε στη διάθεση όλων απομακρύνοντας το τρομακτικό και χρονοβόρο εργαλείο της ύπνωσης- φαίνεται, ανεξάρτητα από τέτοια εμπόδια, να είναι αυτό που ο Schrenck- Notzing είδε ως, «ένα βέβαιο μέσο έκφρασης των ψυχικών λειτουργιών, και ιδιαίτερα των καλλιτεχνικών ταλέντων, με την εστίαση της συνείδησης στο συγκεκριμένο έργο και με την απελευθέρωση του υποκειμένου από τους ανασταλτικούς παράγοντες, οι οποίοι κάποιες φορές καθολικά μπλοκάρουν την άσκηση των δυνητικών χαρισμάτων του.» 

Αυτή η σκοπιά του καλλιτεχνικού ταλέντου, και η καταπληκτική ματαιοδοξία που το συνοδεύει, αποτελούν φυσικά ένα μεγάλο μέρος των εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων έλλειψης εμπιστοσύνης οι οποίοι, στο σουρεαλισμό, εμπόδισαν την αυτόματη γραφή να εκπληρώσει όλους τους σκοπούς της. Παρότι ο αρχικός σκοπός ήταν απλά η επίτευξη ακούσιων λεκτικών αναπαραστάσεων και η καταγραφή τους, αποφεύγοντας παράλληλα κάθε ποιοτικό χαρακτηρισμό, οι συγκριτικές μέθοδοι δεν μπορούσαν παρά να δείξουν ότι η εγγενής γλώσσα διαφορετικών συγγραφέων επιδείκνυε άνισα επίπεδα πλούτου και λεπτότητας- γεγονός που αποτέλεσε γόνιμο έδαφος για ποιητικές αντιπαραθέσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις, επιπλέον, μια αναπόφευκτη, επικείμενη ικανοποίηση στους όρους των αποκτηθέντων κειμένων, και ιδιαίτερα στις εικόνες και στις συμβολικές μορφές τους, οδήγησε επίσης στο να αμβλύνει την αντικειμενικότητα και απόσταση που αυτοί οι συγγραφείς έπρεπε να τηρήσουν απέναντι στα δημιουργήματά τους (τουλάχιστον όσο τα έγραφαν.) Αυτή η στάση, ενστικτώδης για όσους ασχολούνται με την κριτική της ποιητικής αξίας, είχε το ατυχές αποτέλεσμα να οδηγήσει στην κυριαρχία του υποκειμένου πάνω στο καταγραφόμενο μήνυμα. Κι έτσι έκλεισε ο κύκλος αυτού που ο Δρ. Georges Petit, σε μια κυριολεκτικά εξαιρετική εργασία, ονόμασε ‘αντιληπτικές αναπαραστάσεις,’ πάνω στις οποίες, εξορισμού, ακόμα επιμένουμε ότι πρέπει να δρούμε συσχετίζοντάς τες, χωρίς αμφισημία, με το Εγώ. Για εμάς, το αποτέλεσμα ήταν μια διακοπτόμενη αλληλουχία οπτικών εικόνων οι οποίες λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια της ακρόασης, διακόπτοντας το μουρμουρητό, και προς ζημία του οποίου δεν καταφέρναμε πάντα να αντισταθούμε να το καταγράψουμε. Αφήστε με να εξηγήσω. Όχι μόνο πιστεύω ότι πάντα υπάρχει πολυπλοκότητα στους φανταστικούς ήχους- η ομοιογένεια και ταχύτητα της υπαγόρευσης παραμένουν ανοικτά ζητήματα- αλλά επίσης φαίνεται σίγουρο ότι οπτικές ή απτικές εικόνες (πρωτόγονες, οι οποίες δεν συνοδεύονται από λέξεις, όπως η αναπαράσταση της λευκότητας ή της ελαστικότητας) δρουν ελεύθερα στην άπειρη περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο. Τώρα, αν η αυτόματη υπαγόρευση μπορεί να αποκτηθεί με κάποια συνέχεια, η διαδικασία με την οποία αυτές οι εικόνες αναπτύσσονται και συνενώνονται είναι πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητή. Στο βαθμό που γνωρίζουμε, η φύση τους είναι αυθόρμητη. Έτσι ήταν το ίδιο απόγευμα που σημείωσα τις δύο πρώτες προτάσεις αυτού του κειμένου, έχοντας ακριβώς παραιτηθεί από την προσπάθεια να προκαλέσω κάποια λεκτική αντιστοιχία, όταν έπιασα τον εαυτό μου (το χέρι μου;) να διπλώνει τια άκρες- όπως κάνει κάποιος που στρίβει τσιγάρο-. Χωρίς αμφιβολία, το εξέλαβα αυτό ως μια άλλη μορφή αυτοματισμού. Αποκτήθηκε αυτό σε αντιστάθμιση της λεκτικής έκφρασης την οποία προσπαθούσα τόσο έντονα να συλλάβω; Δεν ξέρω. Σε κάθε περίπτωση (και αυτό είναι το σημαντικό), θεωρώ τις λεκτικές εμπνεύσεις απείρως πλουσιότερες σε οπτικά νοήματα, απείρως πιο ανθεκτικές απέναντι στα μάτια, από τις καθαυτές οπτικές εικόνες. Εξού και η συνεχής διαμαρτυρία μου ενάντια στη λεγόμενη ‘οραματιστική’ δύναμη του ποιητή. Όχι, οι Lautreamont και Rimbaud δεν έβλεπαν, ούτε βίωναν εκ των προτέρων αυτό που περιέγραφαν· το οποίο είναι ισοδύναμο με το να πούμε ότι δεν περιέγραφαν κάτι έτσι κι αλλιώς, αλλά ότι μάλλον περιόριζαν τον εαυτό τους στους σκοτεινούς διαδρόμους της ύπαρξής τους στο ν’ ακούνε- αδιάκριτα και, όσο έγραφαν, χωρίς να κατανοούν περισσότερο από εμάς όταν τα πρωτοδιαβάσαμε- συγκεκριμένα επιτευγμένα ή επιτεύξιμα σχήματα λόγου. Η ‘φώτιση’ έρχεται ύστερα…»


Landscape with Flies, Salvador Dali, 1964


Προϊστορική σπηλαιογραφία 

Στον πίνακά του, ο Dali δείχνει ένα σουρεαλιστικό τοπίο, όπου οι ‘μύγες’ αναπαρίστανται με άσπρες κουκκίδες. Σύγχρονες έρευνες στη νευρολογία έχουν δείξει ότι, ενώ σε κατάσταση αλλαγμένης συνείδησης (altered state of consciousness), οι άνθρωποι περιγράφουν ‘εικόνες’ που εμφανίζονται στη σκέψη τους, όπως ‘τελείες,’ η ‘κύματα,’ ‘δίνες,’ κλπ. Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτά τα μοτίβα είναι τα ίδια, ανεξάρτητα από το άτομο, τις προσωπικές εμπειρίες, ή το μέρος που κάποιος μεγάλωσε. Είναι επίσης ενδιαφέρον να πούμε ότι τα πρώτα παραδείγματα αυτόματης σχεδίασης προέρχονται από τις προϊστορικές σπηλαιογραφίες οι οποίες έχουν βρεθεί σε μέρη της Ευρώπης. Όπως βλέπουμε στην προηγούμενη εικόνα, οι μορφές των ζώων συνοδεύονται από ‘τελείες’ και ‘γραμμές,’ οι οποίες εκφράζουν κάποιον αφηρημένο συμβολισμό. Οι αρχαιολόγοι τώρα πιστεύουν ότι αυτές οι ζωγραφιές εκφράζουν κάτι περισσότερο από απλές αναπαραστάσεις της φύσης, καθώς φαίνεται ότι σχεδιάστηκαν από ανθρώπους σε κάποια κατάσταση ‘ύπνωσης.’


Mandala ζωγραφισμένο από έναν ασθενή του Carl Jung 

Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, ο Freud αναγνώρισε την ύπαρξη τέτοιων καταστάσεων κι εμφανίσεων, και την πιθανή αξία τους στην ψυχανάλυση, ενώ ο Carl Jung προχώρησε παραπέρα για να συσχετίσει αυτά τα μοτίβα με αυτό που ο ίδιος ονόμασε αρχέτυπα. Αυτού τα είδη αρχετυπικής συμπεριφοράς εμφανίστηκαν σε αυτόματα σχέδια mandalas, σαν κι αυτό της εικόνας. Βέβαια, αυτή η εικόνα είναι ιδιαίτερα πρότυπη, δηλαδή προϋποθέτει έναν υψηλό βαθμό γεωμετρικής γνώσης. Αυτό είναι ακριβώς το θέμα: Όποιες κι αν είναι οι αρχικές εικόνες που παράγονται από το ασυνείδητο, η τελική τους έκφραση βγαίνει πάντοτε ‘φιλτραρισμένη’ από το συνειδητό. Αυτή είναι μια θεμελιώδης διάκριση, καθώς η διαδικασία της περιγραφής είναι ουσιαστικά συνειδητή. Πώς μπορεί κάποιος να απαλλαγεί από την παρεμβολή της συνείδησης ώστε να παράγει ‘καθαρή’ αυτόματη τέχνη; Ο άνθρωπος χρειάστηκε εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης για να φτάσει στο επίπεδο έκφρασης, ποσοτικοποίησης, και λεξικοποίησης των συναισθημάτων που είχε και των ερεθισμάτων που λάμβανε από τον εξωτερικό κόσμο. Ποιο το νόημα να επιστρέψουμε σε ένα πρωτόγονο στάδιο 'αυτόματης γραφής' και 'άναρθρων κραυγών;' Η διαδικασία της έκφρασης άγνωστων μέχρι τώρα σκέψεων και συναισθημάτων, καθώς και νέων αντικειμένων τα οποία ανακαλύπτονται, αποτελούν έναν από τους βασικούς σκοπούς της τέχνης. Φαντάζομαι ότι αυτός ήταν ο σκοπός και των σουρεαλιστών. Ωστόσο, η τέχνη τους ήταν αναμεμιγμένη σε τέτοιο βαθμό με την πολιτική, ή ακόμα και μια πεισματική προσπάθεια λεκτικής επίδειξης, ώστε τις περισσότερες φορές στο τέλος έχανε τον όποιον αυθόρμητο σκοπό του.