29 Απρ 2024

Το μέλλον μιας ψευδαίσθησης

 

Σίγκμουντ Φρόιντ

 

Κεφάλαιο V

Ας ακολουθήσουμε τώρα την πορεία της έρευνάς μας. Ποια είναι, λοιπόν, η ψυχολογική σημασία των θρησκευτικών ιδεών, και σε ποια κατηγορία πρέπει να τις κατατάξουμε; Το ερώτημα δεν είναι καθόλου εύκολο να απαντηθεί αμέσως. Αφού απορρίψουμε ορισμένες διατυπώσεις, θα πάρουμε το μέρος της ακόλουθης θέσης: Οι θρησκευτικές ιδέες είναι διδασκαλίες και ισχυρισμοί σχετικά με γεγονότα και συνθήκες εξωτερικής (ή εσωτερικής) πραγματικότητας, που λένε σε κάποιον κάτι που δεν έχει ανακαλύψει για τον εαυτό του, και που διεκδικούν την πίστη του. Δεδομένου ότι αυτές οι ιδέες μάς δίνουν πληροφορίες για το τι είναι πιο σημαντικό και ενδιαφέρον για εμάς στη ζωή, είναι ιδιαίτερα πολύτιμες. Όποιος δεν γνωρίζει τίποτα γι’ αυτές, είναι πολύ αδαής. Και όποιος τις έχει προσθέσει στη γνώση του, μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του πολύ πλουσιότερο.

 

Υπάρχουν, φυσικά, πολλές τέτοιες διδασκαλίες για τα πιο διαφορετικά πράγματα στον κόσμο. Κάθε σχολικό μάθημα είναι γεμάτο από αυτές. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τη γεωγραφία. Μας λένε ότι η πόλη της Κωνσταντίας βρίσκεται στο Bodensee.[1] Ένα μαθητικό τραγούδι προσθέτει: «Αν δεν το πιστεύεις, πήγαινε να δεις.» Τυχαίνει να έχω πάει εκεί, και μπορώ να επιβεβαιώσω το γεγονός ότι αυτή η όμορφη πόλη βρίσκεται στην ακτή μιας μεγάλης έκτασης νερού, που όλοι όσοι ζουν γύρω της την αποκαλούν Bodensee. Είμαι πλέον απόλυτα πεπεισμένος για την ορθότητα αυτού του γεωγραφικού ισχυρισμού. Σε σχέση με αυτό, θυμάμαι μια άλλη, πολύ αξιοσημείωτη, εμπειρία. Ήμουν ήδη ένας ώριμος άνθρωπος όταν στάθηκα για πρώτη φορά στο λόφο της Ακρόπολης στην Αθήνα, ανάμεσα στα ερείπια του ναού, κοιτάζοντας το γαλάζιο της θάλασσας. Ένα αίσθημα έκπληξης αναμίχθηκε με τη χαρά μου. Φαινόταν να λέει: «Έτσι είναι αλήθεια, ακριβώς όπως μάθαμε στο σχολείο!» Πόσο ρηχή και αδύναμη πρέπει να ήταν η πίστη μου για όσα είχα ακούσει, αν έμενα τόσο έκπληκτος τώρα! Αλλά δεν θα τονίσω ιδιαίτερα τη σημασία αυτής της εμπειρίας. Γιατί η έκπληξή μου θα μπορούσε να έχει μια άλλη εξήγηση, η οποία δεν μου είχε περάσει από το μυαλό εκείνη τη στιγμή, και η οποία είναι εντελώς υποκειμενικής φύσης, και έχει να κάνει με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του τόπου.

 

Όλες οι διδασκαλίες όπως αυτές, λοιπόν, απαιτούν πίστη στο περιεχόμενό τους, αλλά όχι χωρίς να παράγουν λόγους για τον ισχυρισμό τους. Παρουσιάζονται ως η επιτομή μιας μακρύτερης διαδικασίας σκέψης, που βασίζεται στην παρατήρηση, καθώς και στα συμπεράσματα. Αν κάποιος θέλει να υποβληθεί σε αυτή τη διαδικασία αντί να αποδεχτεί το αποτέλεσμά της, τα ίδια τα διδάγματα τού δείχνουν το δρόμο. Επιπλέον, μας δίνεται πάντα η πηγή της γνώσης που μεταδίδεται από τα διδάγματα, αλλά αυτή η πηγή δεν είναι αυτονόητη όπως συμβαίνει στην περίπτωση των γεωγραφικών ισχυρισμών. Για παράδειγμα, η Γη έχει σχήμα σφαίρας. Οι αποδείξεις που προσκομίζονται γι’ αυτό είναι το πείραμα με το εκκρεμές του Φουκώ,[2] η συμπεριφορά του γήινου ορίζοντα,[3] και η δυνατότητα περίπλου της Γης. Καθώς είναι ανέφικτο, όπως αντιλαμβανόμαστε, να στείλουμε κάθε μαθητή σε ένα ταξίδι γύρω από τον κόσμο, αρκούμαστε με το να θεωρούμε αυτά που διδάσκονται στο σχολείο ως έγκυρα. Αλλά γνωρίζουμε ότι ο δρόμος για την απόκτηση της προσωπικής πεποίθησης παραμένει ανοιχτός.

 

Ας προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε την ίδια δοκιμασία στις διδασκαλίες της θρησκείας. Όταν ρωτάμε σε τι βασίζεται ο ισχυρισμός της πίστης, συναντάμε τρεις απαντήσεις, οι οποίες εναρμονίζονται δύσκολα μεταξύ τους. Πρώτον, ότι αυτές οι διδασκαλίες αξίζουν να γίνουν πιστευτές επειδή τις πίστευαν οι αρχέγονοι πρόγονοί μας· δεύτερον, ότι διαθέτουμε αποδείξεις που μας έχουν παραδοθεί από εκείνους τους αρχέγονους καιρούς· Και τρίτον, ότι απαγορεύεται να τεθεί το ζήτημα της επικύρωσής τους. Παλαιότερα, οτιδήποτε τόσο αλαζονικό τιμωρείτο με τις αυστηρότερες ποινές, και ακόμη και σήμερα η κοινωνία αντιμετωπίζει με μισό μάτι κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης αυτών των διδασκαλιών.

 

Αυτό το τρίτο σημείο είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει τις ισχυρότερες υποψίες μας. Εξάλλου, μια τέτοια απαγόρευση μπορεί να υπάρχει μόνο για έναν λόγο- ότι η κοινωνία γνωρίζει πολύ καλά την ανασφάλεια του ισχυρισμού που προβάλλει εξ ονόματος των θρησκευτικών δογμάτων της. Διαφορετικά, θα ήταν έτοιμη να θέσει τα απαραίτητα στοιχεία στη διάθεση οποιουδήποτε θα ήθελε να εξετάσει το ζήτημα της πίστης.

 

Υπό τις συνθήκες αυτές, με ένα αίσθημα δυσπιστίας το οποίο δύσκολα μπορούμε να καθησυχάσουμε, περνάμε στην εξέταση των δύο άλλων αποδεικτικών βάσεων. Οφείλουμε να πιστέψουμε επειδή πίστευαν οι πρόγονοί μας. Αλλά οι πρόγονοί μας ήταν πολύ πιο αδαείς από εμάς. Πίστευαν σε πράγματα που δεν μπορούμε να δεχτούμε σήμερα. Και μας έρχεται στο μυαλό η πιθανότητα ότι τα δόγματα της θρησκείας μπορεί να ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Οι αποδείξεις που μας άφησαν βρίσκονται σε γραπτά που από μόνα τους είναι αναξιόπιστα. Είναι γεμάτα αντιφάσεις, αναθεωρήσεις και παραποιήσεις, και όπου μιλούν για πραγματικές επιβεβαιώσεις, οι ίδιες είναι ανεπιβεβαίωτες. Δεν βοηθά πολύ να θεωρήσουμε ότι η διατύπωσή τους, ή έστω το περιεχόμενό τους, προέρχεται από θεία αποκάλυψη. Γιατί αυτός ο ισχυρισμός αποτελεί από μόνος του ένα από τα δόγματα των οποίων την αυθεντικότητα εξετάζουμε, και καμία πρόταση δεν μπορεί να είναι απόδειξη της ορθότητάς της.

 

Έτσι, καταλήγουμε στο μοναδικό συμπέρασμα ότι από όλες τις πληροφορίες που παρέχονται από τα πολιτιστικά μας αγαθά, είναι ακριβώς τα στοιχεία που μπορεί να έχουν τη μεγαλύτερη σημασία για εμάς, και τα οποία έχουν το καθήκον να λύσουν τα μυστήρια του Σύμπαντος και να μας συμφιλιώσουν με τα βάσανα της ζωής- αυτά ακριβώς τα στοιχεία είναι τα λιγότερο καλά τεκμηριωμένα. Δεν θα έπρεπε να δεχόμαστε κάτι που μας απασχολεί τόσο λίγο όσο το γεγονός ότι οι φάλαινες γεννούν μικρά αντί να γεννούν αυγά, αν δεν μπορεί να μας προσφέρει μια καλύτερη απόδειξη.

 

Αυτή η κατάσταση πραγμάτων αποτελεί από μόνη της ένα αξιοσημείωτο ψυχολογικό πρόβλημα. Και ας μην υποθέσει κανείς ότι αυτά που είπα σχετικά με την αδυναμία απόδειξης της αλήθειας των θρησκευτικών δογμάτων περιέχουν κάτι νέο. Έχουν επίσης διατυπωθεί αμφιβολίες  από τους ίδιους τους προγόνους που μας κληροδότησαν αυτή την κληρονομιά. Πολλοί από αυτούς πιθανότατα έτρεφαν τις ίδιες αμφιβολίες με τις δικές μας, αλλά η πίεση που τους ασκήθηκε ήταν πολύ ισχυρή για να τολμήσουν να εκφράσουν τις αμφιβολίες. Και από τότε αμέτρητοι άνθρωποι βασανίστηκαν από παρόμοιες αμφιβολίες, και προσπάθησαν να τις καταστείλουν, επειδή νόμιζαν ότι ήταν καθήκον τους να πιστέψουν. Πολλές λαμπρές διάνοιες έχουν καταρρακωθεί εξαιτίας αυτής της σύγκρουσης, και πολλοί ανθρώπινοι χαρακτήρες έχουν βλαφτεί από τους συμβιβασμούς με τους οποίους προσπάθησαν να βρουν μια διέξοδο από αυτήν.

 

Αν όλα τα στοιχεία που προβάλλονται για την αυθεντικότητα των θρησκευτικών διδασκαλιών προέρχονται από το παρελθόν, είναι φυσικό να κοιτάξουμε γύρω μας και να δούμε αν το παρόν, για το οποίο είναι ευκολότερο να σχηματίσουμε κρίσεις, είναι επίσης ανήμπορο να παράσχει αποδείξεις αυτού του είδους. Αν με αυτόν τον τρόπο μπορούσαμε να απαλλάξουμε έστω και ένα τμήμα του θρησκευτικού συστήματος από κάθε αμφιβολία, το σύνολό του θα κέρδιζε πάρα πολύ σε αξιοπιστία.

 

Εδώ έχουμε τις διαδικασίες των πνευματιστών. Αυτοί είναι πεπεισμένοι για την επιβίωση της ατομικής ψυχής μετά θάνατο, και επιδιώκουν να μας αποδείξουν πέρα από κάθε αμφιβολία την αλήθεια αυτού του συγκεκριμένου θρησκευτικού δόγματος. Δυστυχώς, δεν μπορούν να αντικρούσουν το γεγονός ότι η εμφάνιση και οι εκδηλώσεις των πνευμάτων που επικαλούνται είναι απλώς προϊόντα της δικής τους διανοητικής δραστηριότητας. Έχουν επιστρατεύσει τα πνεύματα των σημαντικότερων ανδρών και των πιο επιφανών στοχαστών, αλλά όλες οι διακηρύξεις και οι πληροφορίες που έλαβαν από αυτούς ήταν τόσο ασυνάρτητες ώστε δεν μπορεί κανείς να βρει τίποτα αξιόπιστο σε αυτές, εκτός από την ικανότητα των πνευμάτων να προσαρμόζονται στον κύκλο των ανθρώπων που τα έχουν επινοήσει. 

 

Πρέπει τώρα να αναφέρω δύο προσπάθειες που έχουν γίνει- και οι οποίες φαίνονται απέλπιδες- προκειμένου να παρακαμφτεί το πρόβλημα. Η μία, και η οποία είναι βίαιης φύσης, είναι αρχαία. Η άλλη είναι εκλεπτυσμένη και μοντέρνα. Η πρώτη είναι το «Credo quia absurdum»[4] των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας. Υποστηρίζει ότι τα θρησκευτικά δόγματα είναι εκτός της δικαιοδοσίας της λογικής. Η αλήθεια τους πρέπει να γίνει αισθητή εσωτερικά, και δεν χρειάζεται να κατανοηθεί. Αλλά αυτό το «Credo» έχει ενδιαφέρον μόνο ως ομολογία. Ως επίσημη δήλωση δεν έχει δεσμευτική ισχύ. Πρέπει να πιστεύω σε κάθε παραλογισμό; Και αν όχι, γιατί στον συγκεκριμένο; Δεν υπάρχει ετυμηγορία χωρίς τη λογική. Αν η αλήθεια των θρησκευτικών δογμάτων εξαρτάται από μια εσωτερική εμπειρία που μαρτυρεί αυτή την αλήθεια, τι μπορεί να γίνει με τόσους ανθρώπους που δεν είχαν αυτή τη σπάνια εμπειρία; Κάποιος μπορεί να απαιτήσει από κάθε άλλο άνθρωπο να χρησιμοποιεί το χάρισμα της λογικής που διαθέτει, αλλά κανείς δεν μπορεί να επιβάλλει, με βάση ένα κίνητρο που υπάρχει μόνο για λίγους, μια υποχρέωση που θα ισχύει για όλους. Αν ένας άνθρωπος έχει αποκτήσει μια ακλόνητη πεποίθηση για την αλήθεια των θρησκευτικών δογμάτων από μια κατάσταση έκστασης που τον έχει συγκινήσει βαθιά, τι σημασία έχει αυτό για τους άλλους;

 

Η δεύτερη προσπάθεια είναι αυτή που γίνεται από τη φιλοσοφία του «Σαν να.»[5] Αυτή ισχυρίζεται ότι η δραστηριότητα της σκέψης μας περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό υποθέσεων των οποίων την αβασιμότητα, ακόμη και τον παραλογισμό, συνειδητοποιούμε πλήρως. Αυτές οι υποθέσεις είναι «μυθοπλασίες,» αλλά για διάφορους πρακτικούς λόγους πρέπει να συμπεριφερόμαστε «σαν να» πιστεύαμε σε αυτές τις μυθοπλασίες. Αυτό συμβαίνει με τα θρησκευτικά δόγματα λόγω της ασύγκριτης σημασίας τους για τη διατήρηση της ανθρώπινης κοινωνίας.[6]

 

Η επιχειρηματολογία αυτή δεν απέχει πολύ από το «Credo quia absurdum.» Αλλά νομίζω ότι το αίτημα του επιχειρήματος «Σαν να» είναι κάτι που μόνο ένας φιλόσοφος θα μπορούσε να προβάλει. Ένας άνθρωπος του οποίου η σκέψη δεν επηρεάζεται από τα τεχνάσματα της φιλοσοφίας, δεν θα μπορέσει ποτέ να το δεχτεί. Κατά την άποψη ενός τέτοιου ανθρώπου, η παραδοχή ότι κάτι είναι παράλογο ή αντίθετο με τη λογική δεν αφήνει τίποτα άλλο να ειπωθεί. Δεν μπορούμε να περιμένουμε από αυτόν ότι θα παραιτηθεί από τις εγγυήσεις που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των σημαντικότερων συμφερόντων του. Θυμάμαι ένα από τα παιδιά μου που χαρακτηριζόταν σε νεαρή ηλικία από έναν ιδιαίτερα έντονο ρεαλισμό. Όταν τα άλλα παιδιά άκουγαν ένα παραμύθι με μεγάλη προσοχή, εκείνο ρωτούσε: «Είναι η ιστορία αληθινή;» Όταν του έλεγαν ότι δεν ήταν, απομακρυνόταν με ένα βλέμμα περιφρόνησης. Μπορούμε να περιμένουμε ότι οι άνθρωποι σύντομα θα συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο απέναντι στα παραμύθια της θρησκείας, παρά για την υπεράσπιση του «Σαν να.»

 

Αλλά προς το παρόν οι άνθρωποι εξακολουθούν να συμπεριφέρονται αρκετά διαφορετικά. Και στο παρελθόν οι θρησκευτικές ιδέες, παρά την αδιαμφισβήτητη έλλειψη αυθεντικότητάς τους, άσκησαν την ισχυρότερη δυνατή επιρροή στην ανθρωπότητα. Αυτό είναι ένα νέο ψυχολογικό πρόβλημα. Πρέπει να αναρωτηθούμε πού βρίσκεται η εσωτερική πίστη αυτών των δογμάτων, και σε τι οφείλουν την αποτελεσματικότητά τους, ανεξάρτητα από την αναγνώρισή τους από τη λογική.

 

Κεφάλαιο VI

 Νομίζω ότι έχουμε προετοιμάσει επαρκώς το έδαφος για μια απάντηση και στα δύο αυτά ερωτήματα. Αυτή η απάντηση θα βρεθεί αν στρέψουμε την προσοχή μας στην ψυχική προέλευση των θρησκευτικών ιδεών. Αυτές, οι οποίες δίνονται ως διδασκαλίες, δεν είναι προϊόντα της εμπειρίας ή τελικά συμπεράσματα της σκέψης: είναι ψευδαισθήσεις, εκπληρώσεις των παλαιότερων, ισχυρότερων και πιο επειγουσών επιθυμιών της ανθρωπότητας. Το μυστικό της δύναμής τους έγκειται στη δύναμη αυτών των επιθυμιών. Όπως ήδη γνωρίζουμε, το τρομακτικό συναίσθημα της αδυναμίας στην παιδική ηλικία προκαλεί την ανάγκη για προστασία- για προστασία μέσω της αγάπης- την οποία παρέχει ο πατέρας. Και η αναγνώριση ότι αυτή η αδυναμία διαρκεί καθόλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου, καθιστά απαραίτητο να προσκολληθούμε στην ύπαρξη του πατέρα, αλλά αυτή τη φορά ενός πατέρα πιο ισχυρού.

 

Έτσι, η καλοπροαίρετη διακυβέρνηση μιας θείας Πρόνοιας καθησυχάζει τον φόβο μας για τους κινδύνους της ζωής. Η εγκαθίδρυση μιας ηθικής παγκόσμιας τάξης εξασφαλίζει την εκπλήρωση των απαιτήσεων της δικαιοσύνης, οι οποίες τόσο συχνά έχουν παραμείνει ανεκπλήρωτες στον ανθρώπινο πολιτισμό. Και η παράταση της γήινης ύπαρξης σε μια μελλοντική μετά θάνατο ζωή, παρέχει το τοπικό και χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εκπληρωθούν αυτές οι επιθυμίες.

 

Οι απαντήσεις στα αινίγματα που δελεάζουν την περιέργεια του ανθρώπου, όπως το πώς ξεκίνησε το Σύμπαν, ή ποια είναι η σχέση μεταξύ σώματος και νου, αναπτύσσονται σύμφωνα με τις υποκείμενες υποθέσεις αυτού του συστήματος. Είναι μια τεράστια ανακούφιση για την ατομική ψυχή αν οι συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας που προκύπτουν από το σύμπλεγμα του πατέρα- συγκρούσεις που ποτέ δεν ξεπερνιόνται εντελώς- απομακρυνθούν από αυτήν, και οδηγηθούν σε μια λύση που είναι καθολικά αποδεκτή.

 

Όταν λέω ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι ψευδαισθήσεις, πρέπει να ορίσω την έννοια της λέξης. Μια ψευδαίσθηση δεν είναι το ίδιο πράγμα με ένα λάθος. Ούτε είναι απαραίτητα λάθος. Η πεποίθηση του Αριστοτέλη ότι τα παράσιτα αναπτύσσονται από την κοπριά (μια πεποίθηση στην οποία εξακολουθούν να προσκολλώνται οι αδαείς άνθρωποι) ήταν λάθος· το ίδιο ήταν η πεποίθηση μιας πρώην γενιάς γιατρών ότι το tabes dorsalis[7] είναι αποτέλεσμα της σεξουαλικής υπερβολής. Θα ήταν λάθος να ονομάσουμε αυτά τα λάθη ψευδαισθήσεις. Από την άλλη, ήταν μια ψευδαίσθηση του Κολόμβου ότι είχε ανακαλύψει μια νέα θαλάσσια διαδρομή προς τις Ινδίες. Ο ρόλος που διαδραμάτισε η επιθυμία του σε αυτό το σφάλμα είναι πολύ σαφής. Επίσης, κάποιος μπορεί να περιγράψει ως ψευδαίσθηση τον ισχυρισμό ορισμένων εθνικιστών ότι η ινδογερμανική φυλή είναι η μόνη ικανή για πολιτισμό· ή την πεποίθηση, η οποία ανατράπηκε χάρη στην ψυχανάλυση, ότι τα παιδιά είναι πλάσματα χωρίς σεξουαλικότητα.

 

Αυτό που είναι χαρακτηριστικό των ψευδαισθήσεων (illusions) είναι ότι προέρχονται από ανθρώπινες επιθυμίες. Από αυτή την άποψη, πλησιάζουν τον ψυχιατρικό ορισμό της παραίσθησης (delusion). Αλλά διαφέρουν από τις παραισθήσεις και στην πολυπλοκότητα της δομής των τελευταίων. Στην περίπτωση των παραισθήσεων, σημαντικό στοιχείο είναι η αντίθεσή τους με την πραγματικότητα. Οι ψευδαισθήσεις, από την άλλη, δεν χρειάζεται να είναι ψευδείς- δηλαδή, να είναι μη πραγματοποιήσιμες, ή να βρίσκονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, ένα κορίτσι της μεσαίας τάξης μπορεί να έχει την ψευδαίσθηση ότι ένας πρίγκιπας θα έρθει μια μέρα, και θα την πάρει για γυναίκα του. Αυτό είναι δυνατό, και έχουν συμβεί μερικές τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά το ότι ο Μεσσίας θα έρθει μια μέρα, και θα ιδρύσει μια χρυσή εποχή, είναι πολύ λιγότερο πιθανό.

 

Το αν κάποιος ταξινομεί αυτή την πεποίθηση ως ψευδαίσθηση ή ως κάτι ανάλογο με μια παραίσθηση, εξαρτάται από την προσωπική του στάση. Παραδείγματα ψευδαισθήσεων που έχουν αποδειχθεί αληθινά δεν είναι εύκολο να βρεθούν, αλλά η ψευδαίσθηση των αλχημιστών ότι όλα τα μέταλλα μπορούν να μετατραπούν σε χρυσό μπορεί να είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Η επιθυμία να έχουμε πολύ χρυσό, όσο το δυνατόν περισσότερο χρυσό, έχει, είναι αλήθεια, μετριαστεί σε μεγάλο βαθμό από τη σημερινή μας γνώση για τους καθοριστικούς παράγοντες του πλούτου, αλλά η χημεία δεν θεωρεί πλέον αδύνατη τη μεταστοιχείωση των μετάλλων σε χρυσό. Έτσι, ονομάζουμε μια πεποίθηση ψευδαίσθηση όταν η εκπλήρωση μιας επιθυμίας είναι ένας καθοριστικός παράγοντας στο κίνητρό της, και με αυτόν τον τρόπο παραβλέπουμε τη σχέση της με την πραγματικότητα, ακριβώς όπως η ίδια η ψευδαίσθηση δεν δίνει καμία σημασία στην επαλήθευση.

 

Υπό αυτό το πρίσμα, ας επανέλθουμε για άλλη μια φορά στο ζήτημα των θρησκευτικών δογμάτων. Μπορούμε τώρα να επαναλάβουμε ότι όλα αυτά είναι ψευδαισθήσεις, και δεν επιδέχονται απόδειξη. Κανείς δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να τα θεωρήσει αληθινά, να πιστέψει σε αυτά. Μερικά από αυτά είναι τόσο απίθανα, τόσο ασυμβίβαστα με όλα όσα έχουμε ανακαλύψει με κόπο για την πραγματικότητα του κόσμου, έτσι ώστε μπορούμε να τα συγκρίνουμε -αν λάβουμε δεόντως υπόψη τις ψυχολογικές διαφορές- με παραισθήσεις. Δεν μπορούμε να κρίνουμε την πραγματική τους αξία· όπως δεν μπορούν να αποδειχθούν, έτσι δεν μπορούν να διαψευστούν. Εξακολουθούμε να γνωρίζουμε πολύ λίγα για να κάνουμε μια κριτική προσέγγιση σε αυτές τις παραισθήσεις. Τα αινίγματα του Σύμπαντος αποκαλύπτονται μόνο αργά στην έρευνά μας.

 

Υπάρχουν πολλά ερωτήματα στα οποία η επιστήμη ακόμα δεν μπορεί να δώσει καμία απάντηση. Αλλά η επιστημονική εργασία είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να μας οδηγήσει στη γνώση της πραγματικότητας έξω από τον εαυτό μας. Είναι, για άλλη μια φορά, απλώς μια ψευδαίσθηση να περιμένουμε οτιδήποτε από τη διαίσθηση και την ενδοσκόπηση· αυτές δεν μπορούν παρά να μας δώσουν μόνο λεπτομέρειες για την προσωπική μας διανοητική ζωή, και οι οποίες είναι δύσκολο να ερμηνευτούν, ούτε μπορούν να μας δώσουν κάποια πληροφορία σχετικά με τα ερωτήματα που το θρησκευτικό δόγμα βρίσκει τόσο εύκολο να απαντήσει. Θα ήταν υβριστικό να αφήσουμε τη δική μας αυθαίρετη βούληση να παρέμβει, και, σύμφωνα με την προσωπική μας εκτίμηση, να ανακηρύξουμε το ένα ή το άλλο μέρος του θρησκευτικού συστήματος ως λιγότερο ή περισσότερο αποδεκτό. Τέτοια ερωτήματα είναι πολύ βαρυσήμαντα για κάτι τέτοιο· θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολύ ιερά.

 

Σε αυτό το σημείο, μπορεί κανείς να περιμένει μια αντίρρηση: «Λοιπόν, αν ακόμη και οι πιο επίμονοι σκεπτικιστές παραδέχονται ότι οι ισχυρισμοί της θρησκείας δεν μπορούν να αντικρουστούν με τη λογική, γιατί να μην δεχθούμε αυτούς τους ισχυρισμούς, αφού έχουν με το μέρος τους την παράδοση, την απήχηση στους ανθρώπους, και την παρηγοριά που προσφέρουν;» Γιατί όχι, πράγματι; Ακριβώς όπως κάποιος δεν μπορεί να αναγκαστεί να πιστέψει, έτσι και δεν μπορεί να αναγκαστεί να δυσπιστήσει. Αλλά ας μην είμαστε ικανοποιημένοι με την αυταπάτη ότι επιχειρήματα όπως αυτά μας οδηγούν στο δρόμο της ορθής σκέψης.

 

Αν υπήρξε ποτέ περίπτωση φθηνής δικαιολογίας, την έχουμε εδώ. Η άγνοια είναι άγνοια· κανένα δικαίωμα πίστης δεν μπορεί να αντληθεί από αυτήν. Σε άλλα θέματα, κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα συμπεριφερθεί τόσο ανεύθυνα, ούτε θα αρκεστεί σε τόσο αδύναμες βάσεις, για τις απόψεις και για τη στάση του. Μόνο στα ανώτερα και ιερότερα πράγματα επιτρέπει στον εαυτό του να το κάνει. Στην πραγματικότητα, αυτές είναι μόνο απόπειρες να προσποιηθεί κανείς στον εαυτό του ή σε άλλους ανθρώπους ότι εξακολουθεί να είναι σταθερά προσκολλημένος στη θρησκεία, όταν έχει από καιρό αποκοπεί από αυτήν.

 

Όσον αφορά τα ζητήματα της θρησκείας, οι άνθρωποι είναι ένοχοι για κάθε ανεντιμότητα ή πνευματικό παράπτωμα. Οι φιλόσοφοι επεκτείνουν το νόημα των λέξεων μέχρι να μην απομείνει σχεδόν τίποτα από την αρχική τους έννοια. Δίνουν το όνομα «Θεός» σε κάποια αφηρημένη έννοια που δημιούργησαν για τον εαυτό τους. Αφού το κάνουν αυτό, μπορούν να παρουσιάζονται ενώπιον όλου του κόσμου ως θεϊστές, ως πιστοί στον Θεό, και μπορούν ακόμη και να καυχηθούν ότι έχουν αναγνωρίσει μια υψηλότερη, καθαρότερη αντίληψη του Θεού, παρά το γεγονός ότι ο Θεός τους δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ασήμαντη σκιά, και όχι πλέον η ισχυρή προσωπικότητα των θρησκευτικών δογμάτων. Οι κριτικοί επιμένουν να περιγράφουν ως «βαθιά θρησκευόμενο» οποιονδήποτε παραδέχεται την αίσθηση της ασημαντότητας ή της ανικανότητας του ανθρώπου μπροστά στο Σύμπαν, αν και αυτό που αποτελεί την ουσία της θρησκευτικής στάσης δεν είναι αυτό το συναίσθημα, αλλά μόνο το επόμενο βήμα, δηλαδή η αντίδραση σε αυτήν την ασημαντότητα, και η αναζήτηση μιας θεραπείας γι’ αυτήν. Ο άνθρωπος που δεν προχωρά παραπέρα, αλλά ταπεινά συναινεί στο μικρό ρόλο του στον μεγάλο κόσμο, ένας τέτοιος άνθρωπος είναι, αντίθετα, άθρησκος με την κυριολεκτική έννοια της λέξης.

 

Η αξιολόγηση της αξίας της αλήθειας των θρησκευτικών δογμάτων δεν εμπίπτει στο πεδίο της παρούσας έρευνας. Μας αρκεί ότι τα έχουμε αναγνωρίσει ως ψευδαισθήσεις, με την ψυχολογική τους έννοια. Αλλά δεν χρειάζεται να κρύψουμε το γεγονός ότι αυτή η ανακάλυψη επηρεάζει επίσης σε μεγάλο βαθμό τη στάση μας απέναντι στο ζήτημα, το οποίο πρέπει να φαίνεται σε πολλούς το πιο σημαντικό από όλα. Γνωρίζουμε περίπου σε ποιες περιόδους και από τι είδους ανθρώπους δημιουργήθηκαν τα θρησκευτικά δόγματα. Αν επιπλέον ανακαλύψουμε τα κίνητρα που οδήγησαν στη δημιουργία τους, η στάση μας απέναντι στο πρόβλημα της θρησκείας θα υποστεί μια αξιοσημείωτη μετατόπιση. Θα μπορούσαμε να πούμε τότε ότι θα ήταν πολύ ωραίο αν υπήρχε ένας Θεός που δημιούργησε τον κόσμο, αν υπήρχε μια καλοπροαίρετη Πρόνοια, μια ηθική τάξη στο Σύμπαν, και μια μετά θάνατο ζωή. Αλλά είναι πολύ εντυπωσιακό το γεγονός ότι όλα αυτά είναι ακριβώς όπως θα θέλαμε να είναι. Και θα ήταν ακόμα πιο αξιοσημείωτο αν οι άμοιροι πρόγονοί μας είχαν καταφέρει να λύσουν όλα αυτά τα δυσεπίλυτα αινίγματα του Σύμπαντος.

 

Κεφάλαιο VII

Έχοντας αναγνωρίσει τα θρησκευτικά δόγματα ως ψευδαισθήσεις, βρισκόμαστε αμέσως αντιμέτωποι με ένα περαιτέρω ερώτημα: Δεν μπορούν, άραγε, άλλα πολιτιστικά αγαθά, για τα οποία έχουμε μεγάλη εκτίμηση, και τα οποία κυριαρχούν στη ζωή μας, να είναι παρόμοιας φύσης; Δεν θα έπρεπε οι υποθέσεις που καθορίζουν τους πολιτικούς μας κανονισμούς να ονομάζονται επίσης ψευδαισθήσεις; Και δεν είναι αλήθεια ότι στον πολιτισμό μας οι σχέσεις μεταξύ των φύλων διαταράσσονται από μια ερωτική ψευδαίσθηση, ή από μια σειρά τέτοιων ψευδαισθήσεων; Και από τη στιγμή που θα γεννηθεί η καχυποψία μας, δεν θα διστάσουμε επίσης να αναρωτηθούμε αν η πεποίθησή μας ότι μπορούμε να μάθουμε κάτι για την εξωτερική πραγματικότητα μέσω της παρατήρησης και της λογικής στην επιστημονική εργασία- αν αυτή η πεποίθηση έχει καλύτερη βάση.

 

Τίποτα δεν πρέπει να μας εμποδίζει να κατευθύνουμε την παρατήρησή μας στον εαυτό μας, ή να εφαρμόζουμε τη σκέψη μας στην κριτική της ίδιας της σκέψης. Στον τομέα αυτό βρίσκονται μπροστά μας ορισμένες έρευνες, τα αποτελέσματα των οποίων θα μπορούσαν να είναι καθοριστικά για την κατασκευή μιας κοσμοαντίληψης (Weltanschauung). Υποθέτουμε, επιπλέον, ότι μια τέτοια προσπάθεια δεν θα πήγαινε χαμένη, και ότι θα μπορούσε να δικαιολογήσει, τουλάχιστον εν μέρει, την καχυποψία μας. Θα περιοριστούμε, ωστόσο, στο να ακολουθήσουμε μόνο μία από αυτές τις ψευδαισθήσεις- δηλαδή, τη θρησκεία.

 

Αλλά τώρα μας σταματά η δυνατή φωνή του αντιπάλου μας. Καλούμαστε να λογοδοτήσουμε για το λάθος μας:

 

«Τα αρχαιολογικά ενδιαφέροντα είναι αναμφίβολα αξιέπαινα, αλλά κανείς δεν αναλαμβάνει μια ανασκαφή, αν με αυτόν τον τρόπο πρόκειται να υπονομεύσει τις κατοικίες των ζωντανών, έτσι ώστε να καταρρεύσουν και να θάψουν τους ανθρώπους κάτω από τα ερείπιά τους. Τα δόγματα της θρησκείας δεν είναι ένα θέμα για το οποίο μπορεί κανείς να διαφωνεί όπως για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Ο πολιτισμός μας είναι χτισμένος πάνω σε αυτά τα δόγματα, και η διατήρηση της ανθρώπινης κοινωνίας βασίζεται στην πίστη της πλειοψηφίας των ανθρώπων στην αλήθεια αυτών των δογμάτων.

 

Αν οι άνθρωποι διδάσκονται ότι δεν υπάρχει παντοδύναμος και δίκαιος Θεός, ότι δεν υπάρχει θεϊκή παγκόσμια τάξη και μελλοντική ζωή, θα αισθάνονται απαλλαγμένοι από κάθε υποχρέωση να υπακούν στις επιταγές του πολιτισμού. Ο καθένας, χωρίς αναστολές ή φόβο, θα ακολουθήσει τα αντικοινωνικά, εγωιστικά ένστικτά του, και θα επιδιώξει να ασκήσει την εξουσία. Το χάος, το οποίο έχουμε εξορίσει μέσα από πολλές χιλιάδες χρόνια έργων του πολιτισμού, θα έρθει ξανά. Ακόμα κι αν γνωρίζαμε, και μπορούσαμε να αποδείξουμε, ότι η θρησκεία δεν κατείχε την αλήθεια, θα οφείλαμε να αποκρύψουμε το γεγονός, και να συμπεριφερθούμε με τον τρόπο που ορίζει η φιλοσοφία του «Σαν να»- και αυτό προς το συμφέρον της επιβίωσης όλων μας.

 

Και πέρα από τον κίνδυνο του εγχειρήματος, θα ήταν μια άσκοπη σκληρότητα. Αμέτρητοι άνθρωποι βρίσκουν τη μοναδική τους παρηγοριά στα θρησκευτικά δόγματα, και μπορούν να αντέξουν το βάρος της ζωής μόνο με τη βοήθειά τους. Θα τους στερούσαμε αυτήν την υποστήριξη, χωρίς να έχουμε τίποτα καλύτερο να τους δώσουμε σε αντάλλαγμα. Είναι γεγονός ότι μέχρι στιγμής η επιστήμη δεν έχει επιτύχει πολλά, αλλά ακόμη και αν είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο, δεν θα επαρκούσε.

 

Ο άνθρωπος έχει επιτακτικές ανάγκες άλλου είδους, οι οποίες δεν μπορούν ποτέ να ικανοποιηθούν από την ψυχρή επιστήμη. Και είναι πολύ παράξενο- πράγματι, είναι το αποκορύφωμα της ασυνέπειας- ότι ένας ψυχολόγος που πάντα επέμενε στο πόσο μικρό ρόλο παίζει στις ανθρώπινες υποθέσεις η νοημοσύνη σε σύγκριση με τη ζωή των ενστίκτων- ότι ένας τέτοιος ψυχολόγος προσπαθεί τώρα να στερήσει από την ανθρωπότητα μια πολύτιμη εκπλήρωση επιθυμιών, και προτείνει να την αποζημιώσει ανταυτού με διανοητική τροφή. Τι πολλές κατηγορίες ταυτόχρονα! Παρ’ όλα αυτά, είμαι έτοιμος να τις αντικρούσω· και, επιπλέον, θα υποστηρίξω την άποψη ότι ο πολιτισμός διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο αν διατηρήσουμε την παρούσα στάση μας απέναντι στη θρησκεία, παρά αν την εγκαταλείψουμε.

 

Αλλά δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Ίσως με τη διαβεβαίωση ότι εγώ ο ίδιος θεωρώ το εγχείρημα εντελώς ανώδυνο και χωρίς κινδύνους. Αλλά δεν είμαι εγώ που υπερτιμώ τη διάνοια αυτή τη φορά. Αν οι άνθρωποι είναι όπως τους περιγράφουν οι αντίπαλοί μου- και δεν θα τους αμφισβητήσω σε αυτό- τότε δεν υπάρχει κίνδυνος ένας ευσεβής πιστός να κυριευθεί από τα επιχειρήματά μου, και να στερηθεί την πίστη του. Εξάλλου, δεν είπα κάτι που άλλοι και καλύτεροι άνθρωποι δεν έχουν πει πριν από μένα με πολύ πιο ολοκληρωμένο, πειστικό και εντυπωσιακό τρόπο. Τα ονόματά τους είναι πασίγνωστα, και δεν θα τα αναφέρω, διότι δεν θα ήθελα να δώσω την εντύπωση ότι επιδιώκω να κατατάξω τον εαυτό μου ως έναν από αυτούς. Το μόνο που έχω καταφέρει- και αυτό είναι το μόνο πράγμα που είναι νέο στην ανάλυσή μου- είναι να προσθέσω κάποια ψυχολογική βάση στις επικρίσεις των μεγάλων προκατόχων μου. Δεν θεωρώ αναμενόμενο ότι αυτή η προσθήκη θα έχει το αποτέλεσμα που δεν πέτυχαν αυτές οι προηγούμενες προσπάθειες. Αναμφίβολα θα μπορούσε κάποιος να με ρωτήσει εδώ ποιο είναι το νόημα της συγγραφής αυτών των πραγμάτων, αν είμαι βέβαιος ότι θα είναι αναποτελεσματικά. Θα επανέλθω όμως σε αυτό αργότερα.

 

Το μόνο άτομο που μπορεί να βλάψει αυτή η εργασία είμαι εγώ. Θα πρέπει να υπομένω τις πιο δυσάρεστες μομφές για τη ρηχότητα και τη στενοκεφαλιά μου, ή για την έλλειψη ιδεαλισμού και κατανόησης για τα υψηλότερα συμφέροντα της ανθρωπότητας. Αλλά από τη μία πλευρά, τέτοιες μομφές δεν είναι καινούργιες για μένα. Και από την άλλη, αν ένας άνθρωπος έμαθε από τα νιάτα του να ανταπεξέρχεται στις αποδοκιμασίες των συγχρόνων του, μπορεί να τις αντιμετωπίσει ακόμα περισσότερο στα γηρατειά του, καθώς σύντομα θα βρεθεί πέρα από κάθε εύνοια ή δυσμένεια.

 

Σε παλαιότερες εποχές, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Στη συνέχεια, απόψεις σαν τη δική μου οδήγησαν σε μια αναθεώρηση της γήινης ύπαρξης, και πρόσφεραν την ευκαιρία να αποκτήσει κάποιος μια προσωπική εμπειρία της μετά θάνατο ζωής. Αλλά, επαναλαμβάνω, εκείνες οι εποχές έχουν περάσει, και σήμερα γραπτά όπως το δικό μου εκθέτουν τόσο τον συγγραφέα όσο και τον αναγνώστη. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι η μετάφραση και η διανομή του βιβλίου μου να απαγορευτεί στη μία ή την άλλη χώρα- σε μια χώρα, μάλιστα, που θα είναι πεπεισμένη για το υψηλό επίπεδο του πολιτισμού της. Αλλά αν κάποιος κάνει οποιαδήποτε έκκληση για την παραίτηση από τις επιθυμίες και για τη συναίνεση στη Μοίρα, πρέπει να είναι σε θέση να ανεχθεί και αυτό το είδος βλάβης.

 

Το επιπλέον ερώτημα που μου ήρθε στο μυαλό, είναι μήπως η δημοσίευση αυτού του έργου θα μπορούσε τελικά να κάνει κακό. Όχι όμως σε ένα άτομο, αλλά σε ένα σκοπό- αυτόν της ψυχανάλυσης. Γιατί δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η ψυχανάλυση είναι δημιούργημά μου, και έχει συναντήσει μεγάλη δυσπιστία και κακή προαίρεση. Αν κάνω τώρα τέτοιες δυσάρεστες δηλώσεις, οι άνθρωποι θα είναι έτοιμοι να μετατοπίσουν το βάρος από το πρόσωπό μου στην ψυχανάλυση: «Τώρα βλέπουμε,» θα πουν, «πού οδηγεί η ψυχανάλυση. Η μάσκα έπεσε· οδηγεί στην άρνηση του Θεού και ενός ηθικού ιδεώδους, όπως πάντα υποψιαζόμασταν. Για να μας κρατήσουν μακριά από αυτή την ανακάλυψη, παραπλανηθήκαμε πιστεύοντας ότι η ψυχανάλυση δεν διαθέτει καμία κοσμοαντίληψη (Weltanschauung), και ότι ποτέ δεν πρόκειται να κατασκευάσει μία.»

 

Μια τέτοια κατακραυγή θα είναι πραγματικά δυσάρεστη για μένα σε σχέση με τους συναδέλφους μου, καθώς κάποιοι από αυτούς δεν συμμερίζονται καθόλου τη στάση μου απέναντι στα προβλήματα της θρησκείας. Αλλά η ψυχανάλυση έχει ήδη αντιμετωπίσει πολλές καταιγίδες, και τώρα πρέπει να ξεπεράσει και αυτήν την νέα. Στην πραγματικότητα, η ψυχανάλυση είναι μια μέθοδος έρευνας, ένα αμερόληπτο εργαλείο, όπως ο απειροελάχιστος λογισμός, για παράδειγμα. Αν ένας φυσικός ανακάλυπτε με τη βοήθεια του τελευταίου ότι μετά από κάποιο χρονικό διάστημα η Γη θα καταστρεφόταν, θα διστάζαμε να αποδώσουμε καταστροφικές τάσεις στον ίδιο τον λογισμό, και επομένως να τον απαγορεύσουμε. Τίποτα από όσα διατύπωσα σε αυτήν την εργασία ενάντια στην αξία της αλήθειας των θρησκειών δεν χρειαζόταν την υποστήριξη της ψυχανάλυσης. Είχαν διατυπωθεί από άλλους πολύ πριν υπάρξει η ψυχανάλυση. Αν η εφαρμογή της ψυχαναλυτικής μεθόδου καθιστά δυνατή την εξεύρεση ενός νέου επιχειρήματος ενάντια στις αλήθειες της θρησκείας,  τόσο το χειρότερο για τη θρησκεία. Αλλά  οι υπερασπιστές της θρησκείας θα χρησιμοποιήσουν με τον ίδιο τρόπο την ψυχανάλυση για να δώσουν πλήρη αξία στη συναισθηματική σημασία των θρησκευτικών δογμάτων.

 

Και τώρα ας προχωρήσουμε με την υπεράσπισή μας. Η θρησκεία έχει σαφώς προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στον ανθρώπινο πολιτισμό. Έχει συμβάλει πολύ στην εξημέρωση των αντικοινωνικών ενστίκτων. Αλλά όχι αρκετά. Έχει κυβερνήσει την ανθρώπινη κοινωνία για πολλές χιλιάδες χρόνια, και είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή της για να δείξει τι μπορεί να πετύχει. Αν είχε καταφέρει να κάνει την πλειοψηφία της ανθρωπότητας ευτυχισμένη, να την παρηγορήσει, να τη συμφιλιώσει με τη ζωή, και να την μετατρέψει σε φορέα πολιτισμού, κανείς δεν θα ήθελε να αλλάξει τις υπάρχουσες συνθήκες. Αλλά τι βλέπουμε ανταυτού; Βλέπουμε ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων είναι δυσαρεστημένοι με τον πολιτισμό, και ζουν δυστυχισμένοι με αυτόν, καθώς τον αισθάνονται ως ζυγό που πρέπει να αποτιναχθεί· και αυτοί οι άνθρωποι είτε κάνουν ό,τι μπορούν για να αλλάξουν αυτόν τον πολιτισμό, είτε δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση μαζί του, ή δεν κάνουν τίποτε για τον περιορισμό του ενστίκτου.

 

Εδώ μπορούμε να αντιτάξουμε  ότι αυτή η κατάσταση πραγμάτων οφείλεται στο ίδιο το γεγονός ότι η θρησκεία έχει χάσει ένα μέρος της επιρροής της πάνω στις ανθρώπινες μάζες ακριβώς λόγω της αξιοθρήνητης επίδρασης της προόδου της επιστήμης. Θα σημειώσουμε αυτήν την παραδοχή και την αιτιολογία της, και θα τη χρησιμοποιήσουμε αργότερα για τους δικούς μας σκοπούς. Αλλά η ίδια η αντίρρηση δεν έχει καμία ισχύ.

 

Είναι αμφίβολο ότι οι άνθρωποι ήταν γενικά πιο ευτυχισμένοι σε μια εποχή που τα θρησκευτικά δόγματα είχαν απεριόριστη επιρροή. Πιο ηθικοί σίγουρα δεν ήταν. Τα θρησκευτικά δόγματα ανέκαθεν εξωτερίκευαν τις επιταγές της θρησκείας, και με αυτόν τον τρόπο ακύρωναν τις προθέσεις τους. Οι ιερείς, των οποίων το καθήκον ήταν να εξασφαλίσουν την υπακοή στη θρησκεία, συνάντησαν τα δόγματα στα μισά της διαδρομής. Η καλοσύνη του Θεού πρέπει να περιορίζει τη δικαιοσύνη Του. Κάποιος αμάρτησε, και μετά έκανε μια θυσία ή μετάνοια, και ύστερα ήταν ελεύθερος να αμαρτήσει ξανά. Η ρωσική θρησκευτική ενδοσκόπηση έφτασε στο σημείο να συμπεράνει ότι η αμαρτία είναι απαραίτητη για την απόλαυση όλων των ευλογιών της θείας χάρης, έτσι ώστε, κατά βάθος, η αμαρτία είναι ευάρεστη στον Θεό.

 

Είναι γνωστό ότι οι ιερείς μπορούσαν να κρατήσουν τις μάζες υποταγμένες στη θρησκεία κάνοντας τέτοιες μεγάλες παραχωρήσεις στην ενστικτώδη φύση του ανθρώπου. Έτσι συμφωνήθηκε: μόνο ο Θεός είναι δυνατός και καλός· ο άνθρωπος είναι αδύναμος και αμαρτωλός. Σε κάθε εποχή, η ανηθικότητα έχει βρει την ίδια υποστήριξη από τη θρησκεία με την ηθική. Αν τα επιτεύγματα της θρησκείας σε σχέση με την ευτυχία του ανθρώπου, την κλίση στον πολιτισμό και τον ηθικό έλεγχο δεν είναι καλύτερα από αυτό, δεν μπορεί παρά να προκύψει το ερώτημα αν υπερεκτιμούμε την αναγκαιότητά της για την ανθρωπότητα, και αν κάνουμε καλά όταν στηρίζουμε τις πολιτιστικές μας απαιτήσεις σε αυτήν.

 

Ας εξετάσουμε την αδιαμφισβήτητη κατάσταση όπως έχει σήμερα. Έχουμε ακούσει την άποψη ότι η θρησκεία δεν ασκεί πλέον την ίδια επιρροή στους ανθρώπους όπως παλιά. (Εδώ αναφερόμαστε στον ευρωπαϊκό χριστιανικό πολιτισμό.) Και αυτό δεν συμβαίνει επειδή οι υποσχέσεις της έχουν μειωθεί, αλλά επειδή οι άνθρωποι βρίσκουν αυτές τις υποσχέσεις λιγότερο αξιόπιστες. Μπορούμε να θεωρήσουμε πως ο λόγος- αν και ίσως όχι ο μόνος- γι’ αυτήν την αλλαγή είναι η κυριαρχία του επιστημονικού πνεύματος στα ανώτερα στρώματα της ανθρώπινης κοινωνίας. Η κριτική έχει μειώσει την αποδεικτική αξία των θρησκευτικών κειμένων, οι φυσικές επιστήμες έχουν δείξει τα λάθη σε αυτά τα κείμενα, και η συγκριτική έρευνα έχει εκπλαγεί από την εντυπωσιακή ομοιότητα μεταξύ των θρησκευτικών ιδεών που δεχόμαστε τώρα, και των διανοητικών προϊόντων των πρωτόγονων λαών και εποχών.

 

Το επιστημονικό πνεύμα δημιουργεί μια ιδιαίτερη στάση απέναντι στα εγκόσμια ζητήματα. Απέναντι στα θρησκευτικά θέματα σταματά για λίγο, και τελικά περνά και αυτό το κατώφλι. Σε αυτήν τη διαδικασία δεν υπάρχει διακοπή. Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ανθρώπων στους οποίους οι θησαυροί της γνώσης γίνονται προσβάσιμοι, τόσο πιο διαδεδομένη είναι η απομάκρυνση από τη θρησκευτική πίστη- αρχικά από τα παρωχημένα και αμφισβητήσιμα χαρακτηριστικά της, αλλά αργότερα και από τα θεμελιώδη αξιώματά της. Μόνο οι Αμερικανοί, που έκαναν τη «δίκη των πιθήκων» στο Ντέιτον,[8] έχουν αποδειχθεί συνεπείς. Αλλού η αναπόφευκτη μετάβαση επιτυγχάνεται με ημίμετρα και ανειλικρίνεια.

 

Ο πολιτισμός έχει λίγα να φοβηθεί από τους μορφωμένους ανθρώπους και τους πνευματικούς εργάτες. Σε αυτούς, η αντικατάσταση των θρησκευτικών κινήτρων για πολιτισμένη συμπεριφορά από άλλα, κοσμικά κίνητρα γίνεται διακριτικά. Επιπλέον, τέτοιοι άνθρωποι είναι σε μεγάλο βαθμό οι ίδιοι φορείς πολιτισμού. Αλλά είναι ένα άλλο ζήτημα η μεγάλη μάζα των αμόρφωτων και καταπιεσμένων ανθρώπων, που έχουν κάθε λόγο να είναι εχθροί του πολιτισμού. Όσο δεν ανακαλύπτουν ότι η πίστη στον Θεό έχει χαθεί, όλα είναι καλά. Αλλά θα το ανακαλύψουν, αναπόφευκτα, ακόμα κι αν αυτή η εργασία μου δεν δημοσιευτεί. Και είναι έτοιμοι να δεχτούν τα αποτελέσματα της επιστημονικής σκέψης, αλλά χωρίς να μεσολαβήσει η αλλαγή που επιφέρει η επιστημονική σκέψη στους ανθρώπους.

 

Δεν υπάρχει, άραγε, ο κίνδυνος εδώ η εχθρότητα των μαζών προς τον πολιτισμό να κτυπήσει το αδύναμο σημείο αυτού που τις επιτηρεί; Αν ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να σκοτώσει κάποιος τον πλησίον  του είναι επειδή ο Θεός το έχει απαγορεύσει, και θα τον τιμωρήσει αυστηρά σε αυτή ή στην επόμενη ζωή- τότε όταν μάθει κάποιος ότι δεν υπάρχει Θεός, και ότι δεν χρειάζεται να φοβάται την τιμωρία Του, σίγουρα θα σκοτώσει τον πλησίον του χωρίς δισταγμό, και μπορεί κάποιος να εμποδιστεί να το κάνει αυτό μόνο με την εγκόσμια νομοθεσία. Έτσι λοιπόν, είτε αυτές οι επικίνδυνες μάζες πρέπει να περιοριστούν περισσότερο, και να κρατηθούν με μεγαλύτερη επιμέλεια μακριά από κάθε πιθανότητα πνευματικής αφύπνισης, είτε η σχέση μεταξύ πολιτισμού και θρησκείας πρέπει να υποβληθεί σε μια θεμελιώδη αναθεώρηση.

 

===============

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Sigmund Freud, The future of an illusion,

[https://ia802907.us.archive.org/17/items/SigmundFreud/Sigmund%20Freud%20%5B1927%5D%20The%20Future%20of%20an%20Illusion%20%28James%20Strachey%20translation%2C%201961%29.pdf]

Μετάφραση για τα Ελληνικά, Χρήστος Κ. Τσελέντης, 2024. 

 



[1] Σ.τ.μ. Bodensee είναι το γερμανικό όνομα της λίμνης Κωνσταντίας.

[2] Σ.τ.μ. Η μετάπτωση (μετατόπιση) του επιπέδου ταλάντωσης του εκκρεμούς αποδεικνύει ότι η Γη περιστρέφεται.

[3] Σ.τ.μ. Το γεγονός ότι ο Ήλιος δύει σε διαφορετικά σημεία του ορίζοντα για διαφορετικές τοποθεσίες της Γης αποδεικνύει ότι η Γη είναι σφαιρική.

[4] Σ.τ.μ. «Πιστεύω επειδή είναι παράλογο,» φράση η οποία αποδίδεται στον Τερτυλλιανό.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Credo_quia_absurdum]

[5] Σ.τ.μ. Η φιλοσοφία του «Σαν να» υποστηρίχθηκε από τον φιλόσοφο Hans Vaihinger στο έργο του Die Philosophie des Als Ob (1911· The Philosophy of «As If»), στο οποίο έργο του ο ίδιος πρότεινε ότι ο άνθρωπος αποδέχεται πρόθυμα ψέματα ή μυθοπλασίες προκειμένου να ζήσει ειρηνικά σε έναν παράλογο κόσμο.

[https://www.britannica.com/topic/philosophy-of-as-if]

[6] Ελπίζω να μην αδικήσω τον φιλόσοφο του «Σαν να» αν τον θεωρήσω εκπρόσωπο μιας άποψης που δεν είναι ξένη προς τους άλλους στοχαστές: «Συμπεριλαμβάνουμε στις μυθοπλασίες όχι απλώς αδιάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις, αλλά και ιδεατές κατασκευές που πηγάζουν από τα ευγενέστερα μυαλά, και τις οποίες δεν θα επιτρέψουν ποτέ να στερηθούν. Ούτε και είναι ο αντικειμενικός σκοπός μας να τις στερηθούμε- γιατί, ως πρακτικές φαντασιώσεις, τις αφήνουμε άθικτες· χάνουν την ισχύ τους μόνο ως θεωρητικές αλήθειες» (Hans Vaihinger, 1922).

[7] Σ.τ.μ. Tabes dorsalis (νωτιαία φθίση) είναι η αργή εκφύλιση των αισθητικών νευρώνων στις ραχιαίες (οπίσθιες) στήλες του νωτιαίου μυελού, ως αποτέλεσμα συφιλιδικής λοίμωξης.

[https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%AF%CE%B1_%CF%86%CE%B8%CE%AF%CF%83%CE%B7]

[8] Σ.τ.μ. Η δίκη του Scopes, κοινώς αναφερόμενη ως η «δίκη των πιθήκων,» έγινε το καλοκαίρι του 1925, στη μικρή πόλη Ντέιτον του Τενεσί, όπου ένας δάσκαλος του γυμνασίου, ο John T. Scopes, κατηγορήθηκε για παραβίαση του τοπικού νόμου, ο οποίος είχε καταστήσει παράνομο για τους δασκάλους να διδάσκουν τη θεωρία της εξέλιξης σε οποιοδήποτε κρατικό σχολείο. Ο Scopes κρίθηκε ένοχος, και του επιβλήθηκε πρόστιμο 100$, αλλά η ετυμηγορία τελικά ανατράπηκε.

[https://en.wikipedia.org/wiki/Scopes_trial]