29 Δεκ 2009

Το ένστικτο του Θεού

Η παραπάνω φωτογραφία δείχνει ιθαγενείς οι οποίοι κατασκεύασαν το ομοίωμα ενός αεροπλάνου όπως το είδαν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του 2ου παγκόσμιου πολέμου. Αμέσως γεννάται το ερώτημα: Μήπως και ο σύγχρονος άνθρωπος την προϊστορική εποχή είχε παρόμοιες εμπειρίες επαφής με ανώτερους πολιτισμούς γήινους ή εξωγήινους έτσι ώστε να αναπαραστήσει την τεχνολογία τους και να κτίσει μνημεία προς τιμή τους; Μήπως όλες οι ανθρώπινες θρησκείες έχουν την καταγωγή τους σε τέτοιες επαφές;


Αλήθεια, ποια είναι η χρονική κλίμακα ανάμεσα στις δύο παραπάνω φωτογραφίες; Είχαν δει οι αρχαίοι Μάγιας έναν αστροναύτη και τον αναπαράστησαν σ' ένα αγαλματίδιο; Μπορούμε να πούμε ότι όποιος ΕΓ (εξωγήινος) μας επισκεφτεί θα φοράει σκάφανδρο;



Είχαν δει αεροπλάνα και είχαν κατασκευάσει αεροδιαδρόμους στα υψίπεδα της Nazca για την προσγείωσή τους; Η τελευταία μάλιστα φωτογραφία την οποία τράβηξε ο Von Daniken είναι εξαιρετικά εντυπωσιακή. Κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί πώς αυτός ο διάδρομος θα μπορούσε να δημιουργηθεί με φυσικό τρόπο.


Τέτοιου είδους αναπαραστάσεις υπάρχουν όχι μόνο στους προκολομβιανούς Ινδιάνους αλλά και στους Ινδούς, στους Αιγυπτίους και οι παραδόσεις αυτών των αρχαίων λαών μιλούν όλες για την επίσκεψη 'θεϊκών' πλασμάτων, που ήταν ωστόσο όχι εξωγήινοι, αλλά μάλλον γήινοι, γιγαντόσωμοι, με γένια και μπλε μάτια. Το ενδεχόμενο της ύπαρξης ενός προϊστορικού γήινου και ανεπτυγμένου πολιτισμού γίνεται έκδηλο λαμβάνοντας επίσης σοβαρά υπόψιν την μεγάλη πιθανότητα τα προϊστορικά μνημεία όπως το Stonehedge, τα αγάλματα των νησιών του Πάσχα ή οι πυραμίδες της Αιγύπτου και της Αμερικής να κατασκευάστηκαν πολύ πριν από τις χρονολογίες που δίνει η σύγχρονη αρχαιολογία. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο θα ήθελα να θέσω ένα σημαντικό ερώτημα: Αν τα αρχαιολογικά ευρήματα αντιστοιχούν σε πραγματική τεχνολογία της εποχής, τότε που είναι οι μηχανές αυτής της τεχνολογίας; Και γιατί ποτέ δεν βρέθηκε μία αναπαράσταση που να ξεπερνάει την τεχνολογία της εποχής μας;



Αν για παράδειγμα οι αρχαίοι Αιγύπτιοι φώτιζαν το εσωτερικό των πυραμίδων με λαμπτήρες, όπως δείχνει η παραπάνω τοιχογραφία, τότε γιατί ποτέ δεν βρέθηκε κάποιο κατασκεύασμα σχετικό με μια τεχνολογία όπου θα γνώριζε τον ηλεκτρισμό; Γιατί ναι μεν μπορούμε να πούμε ότι αυτή η τεχνολογία ήταν μικρής κλίμακας και άγνωστη στον πολύ κόσμο της εποχής, αλλά αν τότε διέθεταν αεροπλάνα τότε θα έπρεπε να υπάρχει μια παραγωγή μαζικής κλίμακας για την κατασκευή τους και θα υπήρχαν σίγουρα τα απομεινάρια της.


Σε αυτό το σημείο λοιπόν θα διατυπώσω την βασική μου υπόθεση. Θα βασιστώ στις έννοιες του χώρου και του χρόνου και στην έννοια του συλλογικού ασυνείδητου.

Θέση: Ο ανθρώπινος πολιτισμός διαθέτει μια κοινή συλλογική γνώση η οποία είναι ασυνείδητη, εκφράζεται μέσω κοινών διαχρονικών συμβολισμών και αναπαραστάσεων, και μεταδίδεται από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο μέσω του συλλογικού ασυνείδητου και με άγνωστους προς το παρόν μηχανισμούς που υπερβαίνουν το χώρο και το χρόνο.

Βεβαίως το συλλογικό ασυνείδητο είναι περισσότερο μια έννοια, όπως η 'μνήμη', αλλά θα αντιστοιχεί σε κάποια πραγματικά φυσικά φαινόμενα και θα συνδέεται με το χώρο και το χρόνο με μηχανισμούς που μας είναι προς το παρόν άγνωστοι. Το γεγονός άλλωστε ότι οι αρχαίες αναπαραστάσεις αντιστοιχούν σε κατασκευές του μέλλοντος αυτών των ίδιων πολιτισμών και ότι οι παραδόσεις τους έχουν να κάνουν με κάποιο υποθετικό παρελθόν το οποίο είναι ίδιο και για εμάς σήμερα, αποκαλύπτει μια βαθύτερη συμμετρία του χώρου και του χρόνου, παρότι ακόμη στην εποχή μας ο χρόνος αντιμετωπίζεται μονόδρομα προς το μέλλον και μέσω της αιτιότητας, μια τέτοια συμμετρία ώστε να μπορούμε να κάνουμε λόγω όχι μόνο για το κοινό μας υποθτικό μέλλον, αλλά και για ένα είδος φανταστικού, συλλογικού παρελθόντος.


Η παραπάνω διαπίστωση εξηγεί το πώς αρχαίοι πολιτισμοί περιγράφουν τους ίδιους θεούς και έχουν όμοιες παραδόσεις. Για παράδειγμα, ένας αρχαίος παγκόσμιος κατακλυσμός θα βιώθηκε από όλους τους τότε ανθρώπους. Η πιθανότητα όμως δύο διαφορετικοί πολιτισμοί να κτίσουν πυραμίδες σε δύο αντίθετα σημεία του κόσμου είναι πράγματι μηδαμινή. Ούτε η αιτιότητα, ότι δηλαδή με διαφορά 3000 χρόνων άνθρωποι από την Αίγυπτο πήγαν στην Αμερική για να κτίσουν πυραμίδες, έχει ισχύ. Αλλά αν λάβουμε υπόψιν τις αρχαίες αναφορές και αναπαραστάσεις αεροσκαφών, πυραύλων και διαστημανθρώπων, διαπιστώνουμε ότι τελικά η πορεία της ανθρώπινης ιστορίας αφενός είναι κοινή για όλους και αφετέρου δεν είναι τόσο τυχαία όσο νομίζουμε. Αν και ο παραλληλισμός είναι απλοϊκός, σκεφτείτε τι συμβαίνει σε ρινίσματα σιδήρου όταν μπουν μέσα σε ένα μαγνητικό πεδίο και φανταστείτε μια παρόμοια διαδικασία να λαμβάνει χώρα καθώς οι μονάδες της ανθρώπινης σκέψης, οι νευρώνες αν θέλετε, υποβάλλονται σε κάποιας άγνωστης μορφής πεδίο που περιέχει την ανθρώπινη εμπειρία έτσι ώστε οι σκέψεις να προσανατολίζονται προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση της εξέλιξης των πολιτισμών. Ίσως βέβαια να μη χρειάζεται κανένα άγνωστο και μαγικό πεδίο να ερμηνεύσει το συλλογικό ασυνείδητο και η όλη διαδικασία να έχει να κάνει με ήδη υπάρχοντα πεδία και φυσικές διαδικασίες των οποίων μόνο οι μηχανισμοί μας είναι ακόμη άγνωστοι. Σε κάθε πάντως περίπτωση πιστεύω ότι όπως το χνάρι που άφησε ο άνθρωπος πατώντας στο φεγγάρι έτσι και μέσα μας υπάρχει το αποτύπωμα μιας κοσμικής διεργασίας η οποία δίνει στον άνθρωπο την ισχυρή παρόρμηση να ξεπερνάει τον εαυτό του και να κοιτάζει πάντα προς τα πάνω. Αυτό που απλά θα μπορούσαμε να πούμε ένστικτο του Θεού.

Πηγή:
Ancient aliens history channel

Περαιτέρω:
Mystic Places

20 Δεκ 2009

O Escher και ο διανυσματικός λογισμός


Day and Night, Escher

Αν και μου άρεσε αυτός ο τίτλος για το συγκεκριμένο post ο διανυσματικός λογισμός είναι μία πτυχή του έργου του MC Escher. Παρότι ο ίδιος δεν ήταν μαθηματικός φαίνεται ότι εντυπωσιάστηκε και ασχολήθηκε στο ζωγραφικό και εικαστικό του έργο από μαθηματικές φόρμες και γεωμετρικές δομές αυτοαναπαραγόμενες και με τέτοιον τρόπο ώστε να γεμίζουν το χώρο χωρίς να αφήνουν κενά.

Χαρακτηριστικά ο ίδιος σχετικά με τον πίνακά του 'Day and Night' αναφέρει:

"Πολύ πριν ανακαλύψω στην Αλάμπρα μια συγγένεια με την τέχνη των Μαυριτανών στην κανονική διαίρεση του επιπέδου, είχα αναγνωρίσει αυτό το ενδιαφέρον στον εαυτό μου. Στην αρχή δεν είχα καμία ιδέα για τη δυνατότητα να κτίσω με αυτόν τον τρόπο τις μορφές μου. Δεν ήξερα κανέναν 'κανόνα υποβάθρου' και προσπάθησα, χωρίς σχεδόν να ξέρω τι κάνω, να ταιριάξω συναφή σχήματα στα οποία προσπάθησα να δώσω τη μορφή ζώων... Η εμπειρία μου έδειξε ότι οι σιλουέτες πουλιών και ψαριών είναι οι πιο κατάλληλες για χρήση στο παιχνίδι της διαίρεσης του επιπέδου. Η σιλουέτα ενός πουλιού που πετάει έχει ακριβώς την απαραίτητη κλίση, ενώ οι όγκοι και οι προεξοχές στα περιγράμματα δεν είναι ούτε πολύ τονισμένες ούτε πολύ αχνές. Επιπλέον, έχει ένα χαρακτηριστικό σχήμα, από πάνω και από κάτω, από μπροστά και από πίσω... Εδώ είναι που η αναπαράσταση κάθε λογής αντιθέτων εμφανίζεται. Γιατί δεν οδηγείται κάποιος με τρόπο φυσικό σε ένα θέμα σαν και αυτό του 'Day and Night' από τη διπλή λειτουργία των μαύρων και άσπρων μοτίβων; Είναι νύχτα όταν το λευκό σαν αντικείμενο εμφανίζεται σε αντίθεση με το μαύρο σαν υπόβαθρο, και είναι μέρα όταν οι μαύρες φιγούρες εμφανίζονται κόντρα στο λευκό." (Πηγή)


Escher

Η κανονική διαίρεση του επιπέδου (regular division of the plane) στην οποία αναφέρεται ο Escher βασίζεται στην αρχή της 'ψηφίδωσης' (tessellation), το γέμισμα δηλαδή του επιπέδου με σχήματα και με τέτοιον τρόπο ώστε να μην αφήνουν μεταξύ τους κενά.


Alhambra

Η έμπνευση για αυτά τα έργα του Escher είχε μια τελείως ανατολίτικη προέλευση όταν ο ίδιος επισκέφτηκε την Alhambra στη Γρανάδα της Ισπανίας. Η τεχνική της ψηφίδωσης όπως φαίνεται ήταν πολύ διαδεδομένη στους Μαυριτανούς, οι οποίοι βέβαια κληροδότησαν τη γνώση της γεωμετρίας και των μαθηματικών από τους Ρωμαίους και τους Έλληνες. Το 1958 ο Escher δημοσίευσε το βιβλίο του 'The Regular Division of the Plane' στο οποίο υπάρχουν πολλά αντίγραφα ξυλόγλυπτων που επιδεικνύουν την έννοια.






Αραβουργήματα

Για την τέχνη των Μαυριτανών βέβαια γνώριζα ελάχιστα πριν από αυτές τις αναφορές σχετικά με τον Escher, όπως και λίγα ξέρω για την επίλυση μερικών διαφορικών εξισώσεων με αριθμητικές μεθόδους. Το θαυμαστό πάντως είναι ότι λύσεις αυτών των εξισώσεων (που υπόψιν έχουν να κάνουν με καθημερινά προβλήματα) δίνουν γραφήματα που μοιάζουν κατά πολύ με αυτά που χρησιμοποίησε ο Escher στην τεχνική του, όπως το παρακάτω:



Finite Element Triangulation


Βεβαίως αυτό το τελευταίο σχέδιο είναι κατασκευασμένο από υπολογιστή και αποτελείται από πλέγματα αλληλοκαλυπτόμενα μεν αλλά χωρίς συγκεκριμένη μορφή, για παράδειγμα ανθών, άστρων ή ζώων όπως αυτά που χρησιμοποίησαν οι Μαυριτανοί και ο Escher. Αυτό είναι άλλωστε για να μας υπενθυμίζει ότι όπως η τέχνη μιμείται τη φύση έτσι και τα μαθηματικά μιμούνται την τέχνη μ' έναν τρόπο μάλλον υποτυπώδη και μηχανικό.

4 Δεκ 2009

Το σύμβολο του ψαριού

The dreamer's painting, Man and His Symbols, C.G. Jung

Μπορούμε να θεωρήσουμε πως όλα τα σύμβολα όπως οι εικόνες, οι νότες, τα γράμματα και οι αριθμοί αποτελούν κομψοτεχνήματα της συντονισμένης προσπάθειας του ανθρώπου να βιώσει και να κατανοήσει τους κραδασμούς και τις δονήσεις μιας παγκόσμιας ελλοχεύουσας αρμονίας. Γιατί παρότι τα σύμβολα αποτελούν συντομεύσεις και παραπομπές, αυτό στο οποίο αναφέρονται είναι κάτι που τα ίδια τα σύμβολα προσπαθούν να ερμηνεύσουν. Για παράδειγμα ο αριθμός αποτελεί ένα σύμβολο που ο άνθρωπος χρησιμοποιεί για να εκφράσει μία τάξη και αρμονία στο σύμπαν την οποία προφανώς δεν δημιούργησε ο ίδιος, παρότι υιοθέτησε.


Το οινοποιείο του Summerhill, στη Kelowna, της Βρεττανικής Κολομβίας, χτισμένο στη μορφή ενός τετραώροφου αντιγράφου της Μεγάλης Πυραμίδας, για να βελτιώνεται η ποιότητα του παραγόμενου κρασιού.

Εδώ όμως δεν είναι απλά το πρόβλημα της γεωμετρίας αλλά του ίδιου του γεωμετρικού σχήματος, του συμβόλου δηλαδή που αναπαριστά κι εκφράζει το γεωμετρικό σχήμα. Πώς είναι δυνατόν ένα γεωμετρικό σχήμα να επηρεάζει τη φύση του χώρου και του χρόνου και τα φυσικά πεδία που βρίσκονται μέσα σε αυτόν; Φαντάζομαι πως οι περισσότεροι θα το έχετε ξανακούσει. Πολλά βεβαίως έχουν ειπωθεί και για τις πυραμίδες των Αρχαίων Αιγυπτίων, αλλά εδώ πέρα δεν μας ενδιαφέρει η αρχαιολογία ή ο μυστικισμός, αλλά η γεωμετρία: Η σχέση βέβαια μεταξύ γεωμετρίας και φυσικών δυνάμεων έχει ήδη θεωρηθεί από τον Einstein και τη γενική θεωρία της σχετικότητας, παρότι ο ίδιος δεν κατάφερε να ενοποιήσει όλες τις φυσικές δυνάμεις υπό αυτό το πρίσμα. Γιατί εκτός του ότι τα αποτελέσματα των συμβόλων είναι ψυχικά και όχι φυσικά φαινόμενα (αν μπορεί να γίνει αυτή η διάκριση) το σύμβολο μπορεί να μην έχει καν σχήμα και να είναι μία καθαρή έννοια.



Σχετικά με την ψυχολογική όσο και μεταφυσική έννοια του συμβόλου έχει μιλήσει αρκετά ο Jung:

«Για να αναφέρω ένα παράδειγμα από πολλά, σημείωσα τα εξής την 1η Απριλίου 1949: Σήμερα είναι Παρασκευή. Έχουμε ψάρι για μεσημεριανό. Κάποιος συμβαίνει να αναφέρει το έθιμο του «πρωταπριλιάτικου ψαριού». Το ίδιο πρωί σημείωσα μία επιγραφή που έλεγε: «Est homo totus medius piscis ab imo.» Το απόγευμα μία παλιά ασθενής μου, που δεν είχα δει για μήνες, μου έδειξε μερικές εξαιρετικά εντυπωσιακές εικόνες ψαριών που είχε στο μεταξύ ζωγραφίσει. Το απόγευμα μου έδειξαν ένα κομμάτι κεντήματος με θαλάσσια τέρατα που έμοιαζαν με ψάρια. Το πρωινό της 2ης Απριλίου μία άλλη ασθενής μου, που είχα να δω πολλά χρόνια, μου μίλησε για ένα όνειρο στο οποίο καθόταν στην όχθη μίας λίμνης όταν είδε ένα τεράστιο ψάρι να κολυμπάει κατά πάνω της και να σταματάει μπροστά στα πόδια της. Ασχολιόμουν εκείνο τον καιρό με μία μελέτη σχετικά με το σύμβολο του ψαριού στην ιστορία. Μόνο ένα από τα πρόσωπα που αναφέρθηκαν ήξερε κάτι για αυτό.» (Πηγή)

Babylonian God Oannes


Collective invention, Rene Magritte

Όπως στην ψυχολογία το ψάρι συμβολίζει 'αυτό που βγαίνει' μέσα από τη βαθύτερη ασυνείδητη φύση μας, κι ενώ στη θρησκεία αποτελεί διαφορετικές αναπαραστάσεις της βαθύτερης πίστης μας στον 'αρχέγονο θεό', στην τέχνη αποκτά μια κάπως πιο ανατρεπτική και ανορθόδοξη θα λέγαμε απεικόνιση όπως στον παραπάνω πίνακα του ζωγράφου Magritte. Ο παραπάνω πίνακας πράγματι αποτελεί ένα ορόσημο στην εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης από το 'μεταφυσικό' προς το 'σουρεαλιστικό' και από την πίστη στην απόδειξη. Ενώ ο επόμενος πίνακας μοιάζει σαν να έχει βγει από το 'εργαστήρι':



Θα μπορούσε άραγε η συγχρονικότητα μετά από 10 ή 20 χρόνια να ονομάζεται κάπως σαν κβαντικός συντονισμός, κάτι ανάλογο αλλά πιο γενικό από μια κατάσταση κβαντικής σύζευξης... (στα αγγλικά θα το βάπτιζα κάτι σαν quantum resonance). Κι όμως, ο όρος ήδη υπάρχει:

''Ο κβαντικός συντονισμός είναι ένα παράδειγμα θεμελιωδών χαρακτηριστικών έμφυτων στην εμπειρία (ή την ύπαρξη). Παρέχει κάποια εξήγηση σε ερωτήματα που παραμένουν ανεξήγητα, όπως η προέλευση της ζωής, της συνείδησης, οι νόμοι των πιθανοτήτων, και η φύση της υποκειμενικής εμπειρίας. Ο όρος αναφέρεται σε ένα συλλογικό ή ενοποιημένο (κβαντικό) πεδίο συνείδησης (συντονισμός) που εκδηλώνεται σε κάθε όψη, περιεχόμενο ή μοναδικότητα. Ωστόσο η θεωρία του κβαντικού συντονισμού εκφράζει αυτήν την έννοια με έναν νέο τρόπο. Από τη μία πλευρά η ατομική στιγμή υπάρχει σαν μοναδικότητα μέσα σ' ένα ευρύτερο σύνολο, ενώ από την άλλη πλευρά η ατομική στιγμή υπάρχει σαν το ευρύτερο σύνολο μέσα στο οποίο το άτομο υπάρχει.'' (Πηγή)

Το τελικό ερώτημα λοιπόν τίθεται ως εξής: Τι είναι αυτό που βρίσκεται πίσω από τον κόσμο των σχημάτων, της γεωμετρίας, του χώρου και του χρόνου, και το οποίο ονομάζουμε 'έννοια' ή 'ιδέα', και πώς αυτό αναπαράγει και αλληλεπιδρά με τον υλικό καθημερινό μας κόσμο; Τι είναι αυτό που 'τρέχει' κι εμείς αποκαλούμε το 'ρεύμα' που αφήνει πίσω του ενέργεια ή τι είναι αυτό που έρχεται στον κόσμο μας, τον τσιμπολογάει παράγοντας αυτά που ονομάζουμε στοιχειώδη σωματίδια; Τι είναι αυτό το σημείο που τρέχει στο σκοτάδι σαν το ψάρι, όπως έλεγε κι ο ποιητής; Ή όπως φαίνεται να καταλήγω: 'Κάτι πέρασε από δω - μα δεν μένει ούτε οπή'.

14 Οκτ 2009

Η σκέψη ως φυσική διαδικασία

Η ψευδαίσθηση της κίνησης.

"Θα έλεγα ότι στην επιστημονική και φιλοσοφική εργασία μου, η βασική ανησυχία μου ήταν η κατανόηση της φύσης της πραγματικότητας γενικά και της συνείδησης ειδικότερα ως συνεπές σύνολο, το οποίο δεν είναι ποτέ στατικό ή πλήρες, αλλά που είναι μία αέναη διαδικασία κίνησης και ξεδιπλώματος (unfoldment). Κατά συνέπεια, όταν κοιτάζω πίσω, βλέπω ότι ακόμη ως παιδί με είχε συναρπάσει ο γρίφος, το μυστήριο πράγματι, του ποια είναι η φύση της κίνησης. Κάθε φορά που κάποιος σκέφτεται το οτιδήποτε, αυτό φαίνεται να γίνεται κατανοητό είτε σαν κάτι στατικό, είτε σαν μία σειρά στατικών εικόνων. Ωστόσο, στην πραγματική εμπειρία της κίνησης, κάποιος αντιλαμβάνεται μια συνεχή, αδιαίρετη διαδικασία ροής, με την οποία η σειρά των στατικών εικόνων στη σκέψη σχετίζεται όπως μία σειρά από «ακίνητες» φωτογραφίες σχετίζονται με την πραγματικότητα ενός επιταχυνόμενου αυτοκινήτου. Αυτή η ερώτηση, φυσικά, έχει ήδη τεθεί στην ουσία φιλοσοφικά εδώ και περισσότερο από 2.000 χρόνια με τα παράδοξα του Ζήνωνα. Αλλά μέχρι σήμερα, δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει δοθεί μια ικανοποιητική λύση..."


Η σχέση της σκέψης με την πραγματικότητα

''Έπειτα είναι η επόμενη ερώτηση ποια είναι η σχέση της σκέψης με την πραγματικότητα. Όπως αποκαλύπτει η επισταμένη προσοχή, η σκέψη είναι από μόνη της μια πραγματική διαδικασία κίνησης. Δηλαδή, κάποιος μπορεί να αισθανθεί μια ροή στο «ρεύμα της συνείδησης» όχι διαφορετική από την αίσθηση της ροής με την κίνηση της ύλης γενικότερα. Μήπως λοιπόν η σκέψη είναι μέρος της πραγματικότητας συνολικά; Αλλά τότε, τι θα σήμαινε ότι ένα μέρος της πραγματικότητας «γνωρίζει» το άλλο, και σε τι βαθμό αυτό θα ήταν δυνατό; Μήπως το περιεχόμενο της σκέψης μάς δίνει μόνο αφηρημένα και απλουστευμένα «στιγμιότυπα» της πραγματικότητας, ή μπορεί να προχωρήσει περισσότερο, να κατακτήσει κάπως την ίδια την ουσία της ζωντανής κίνησης που αντιλαμβανόμαστε στην πραγματική εμπειρία;"


Η έννοια της ολότητας

"Είναι σαφές ότι σκεφτόμενος και συλλογιζόμενος κάποιος τη φύση της κίνησης, τόσο στη σκέψη όσο και στο αντικείμενο της σκέψης, αντιμετωπίζει αναπόφευκτα το ερώτημα της ολότητας ή συνολικότητας (totality). Η έννοια ότι το πρόσωπο που σκέφτεται (το Εγώ) είναι κατά κανόνα τελείως διαφορετικό και ανεξάρτητο από την πραγματικότητα την οποία σκέφτεται είναι βεβαίως ενσωματωμένη στην παράδοσή μας. (Αυτή η έννοια είναι σαφώς αποδεκτή στη Δύση, αλλά στην Ανατολή υπάρχει μια γενική τάση να αμφισβητείται προφορικά και φιλοσοφικά ενώ συγχρόνως μια τέτοια προσέγγιση διαπερνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής και της καθημερινότητας όσο και στη Δύση.) Η γενική εμπειρία του είδους που περιγράφτηκε παραπάνω, μαζί με μια μεγάλη δόση σύγχρονης επιστημονικής γνώσης σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία του εγκεφάλου ως έδρα της σκέψης, υποδεικνύει ότι μια τέτοια διάκριση δεν μπορεί να στηριχτεί. Αλλά αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με μια πολύ διαφορετική πρόκληση: Πώς μπορούμε να σκεφτούμε με συνέπεια μία ενιαία, συνεχή, ρέουσα πραγματικότητα της ύπαρξης συνολικά, που να περιέχει τόσο τη σκέψη (συνείδηση) όσο και την εξωτερική πραγματικότητα όπως τη βιώνουμε;"


Το ανθρώπινο Εγώ

"Όταν ο άνθρωπος σκέφτεται τον εαυτό του κατά αυτόν τον τρόπο, αναπόφευκτα θα τείνει να υπερασπίζεται τις ανάγκες του δικού του «Εγώ» ενάντια σε εκείνο των άλλων ή, αν αυτοπροσδιοριστεί με μια ομάδα ανθρώπων του ίδιου είδους, θα υπερασπίζεται αυτήν την ομάδα με παρόμοιο τρόπο. Δεν μπορεί να σκεφτεί σοβαρά την ανθρωπότητα ως τη βασική πραγματικότητα, της οποίας οι αξιώσεις έρχονται πρώτες. Ακόμα κι αν προσπαθήσει να σκεφτεί τις ανάγκες της ανθρωπότητας τείνει να θεωρεί την ανθρωπότητα σαν χωριστή από τη φύση, και ούτω καθεξής. Αυτό που προτείνω εδώ είναι ότι ο γενικός ανθρώπινος τρόπος σκέψης για το σύνολο, δηλ. η παγκόσμια αντίληψη του, είναι κρίσιμος για τη συνολική τάξη του ίδιου του ανθρώπινου μυαλού. Αν σκέφτεται την ολότητα σαν να αποτελείται από ανεξάρτητα μέρη, τότε το μυαλό του θα τείνει να λειτουργεί κατά αυτόν τον τρόπο, αλλά αν μπορεί να περιλάβει τα πάντα με συνοχή και αρμονικά σε ένα γενικό σύνολο που είναι αδιαίρετο, αδιάσπαστο, και χωρίς σύνορα (επειδή κάθε σύνορο είναι μία διαίρεση ή τομή) τότε το μυαλό του θα τείνει να σκέφτεται με παρόμοιο τρόπο, και από το μυαλό του θα ρεύσει μια οργανωμένη δράση μέσα στο όλο."


Η αλλαγή στη χρήση της γλώσσας

"Αυτό που προτείνεται εδώ δεν είναι μια νέα γλώσσα καθαυτή αλλά, μάλλον, ένας νέος τρόπος (mode) χρήσης της υπάρχουσας γλώσσας- ο ρέων τρόπος (rheomode). Αναπτύσσουμε έναν τέτοιον τρόπο σαν μία μορφή πειραματισμού με τη γλώσσα, που σκοπεύει κυρίως στο να δώσει την ενόραση σχετικά με την αποσπασματική λειτουργία της κοινής γλώσσας παρά να παράσχει έναν νέο τρόπο ομιλίας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πρακτική επικοινωνία."


Η κατακερματισμένη αντίληψη της σύγχρονης φυσικής

"Η κβαντική θεωρία, όπως υφίσταται τώρα, μας παρουσιάζει μία μεγάλη πρόκληση, αν πράγματι ενδιαφερόμαστε για μια τέτοια προσπάθεια, γιατί σε αυτήν τη θεωρία δεν υπάρχει καμία συνεπής έννοια για το τι μπορεί να είναι η πραγματικότητα που βρίσκεται κάτω από την παγκόσμια σύνθεση και δομή της ύλης. Κατά συνέπεια, αν προσπαθήσουμε να χρησιμοποιήσουμε την επικρατούσα αντίληψη για τον κόσμο που βασίζεται στην έννοια των σωματιδίων, ανακαλύπτουμε ότι τα «σωματίδια» (όπως τα ηλεκτρόνια) μπορούν επίσης να φανερωθούν σαν κύματα, ότι μπορούν να κινηθούν ασυνεχώς, ότι δεν υπάρχει κανένας νόμος που να εφαρμόζεται ακριβώς στις πραγματικές κινήσεις των μεμονωμένων σωματιδίων και ότι μόνο στατιστικές προβλέψεις μπορούν να γίνουν για μεγάλες ομάδες τέτοιων σωματιδίων. Αν από την άλλη μεριά εφαρμόσουμε την παγκόσμια αντίληψη σύμφωνα με την οποία το σύμπαν θεωρείται σαν ένα συνεχές πεδίο, διαπιστώνουμε ότι αυτό το πεδίο πρέπει επίσης να είναι ασυνεχές, όπως κι ένα σωματίδιο, και ότι είναι τόσο ακαθόριστο στην πραγματική συμπεριφορά του όσο συμβαίνει και με τη σωματιδιακή θεώρηση συνολικά.

Φαίνεται σαφές, έτσι, ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν βαθύ και ριζικό κατακερματισμό, καθώς επίσης και με μία θεμελιώδη σύγχυση, αν προσπαθήσουμε να σκεφτούμε τι θα μπορούσε να είναι η πραγματικότητα που αντιμετωπίζεται από τους φυσικούς μας νόμους. Οι σύγχρονοι φυσικοί τείνουν να αποφεύγουν αυτό το ζήτημα υιοθετώντας τη στάση ότι οι γενικές απόψεις μας σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας είναι μικρής ή καμίας σημασίας. Ό,τι μετράει στη φυσική θεωρία υποτίθεται πως είναι η ανάπτυξη των μαθηματικών εξισώσεων που μας επιτρέπουν να προβλέψουμε και να ελέγξουμε τη συμπεριφορά μεγάλων στατιστικών συνόλων σωματιδίων. Ένας τέτοιος στόχος δεν υιοθετείται μόνο για την πραγματιστική και τεχνική του χρησιμότητα: μάλλον, έχει γίνει προϋπόθεση για τις περισσότερες εργασίες στη σύγχρονη φυσική ότι η πρόβλεψη και ο έλεγχος αυτού του είδους είναι οτιδήποτε υπάρχει για την ανθρώπινη γνώση."


Η ελλοχεύουσα τάξη

"Στο κεφάλαιο 6 προχωράμε περισσότερο σε μία πιο συμπαγή ανάπτυξη για μία νέα έννοια της τάξης, η οποία θα ήταν κατάλληλη για ένα σύμπαν αδιάσπαστης ολότητας. Αυτή είναι η ελλοχεύουσα (implicate ή enfolded) τάξη. Στην ελλοχεύουσα τάξη, ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι πλέον οι κυρίαρχοι παράγοντες που καθορίζουν τις σχέσεις εξάρτησης ή ανεξαρτησίας των διαφορετικών πραγμάτων. Αντίθετα, ένα εξολοκλήρου διαφορετικό είδος βασικής σύνδεσης μεταξύ των στοιχείων είναι δυνατό, από το οποίο οι συνηθισμένες μας έννοιες για το χώρο και το χρόνο, μαζί με εκείνες για τα ξεχωριστά υπάρχοντα υλικά σωματίδια, επάγονται ως μορφές που προέρχονται από τη βαθύτερη τάξη. Αυτές οι συνηθισμένες έννοιες στην πραγματικότητα εμφανίζονται σε αυτό που ονομάζεται φανερή (explicate ή unfolded) τάξη, η οποία είναι μία ειδική και διακριτή μορφή που περιλαμβάνεται μέσα στη γενική ολότητα όλων των ελλοχευουσών τάξεων."

====================================================================

Αποσπάσματα από το βιβλίο του David Bohm 'Wholeness and the implicate order'.

Ο πίνακας του Jill Davis, Implicate Order.

25 Σεπ 2009

ΣΥΓΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ: Μία μη αιτιακή συνδετική αρχή


Η έννοια της αιτιότητας κατέχει, θα λέγαμε, μια πρωταρχική σημασία στον τρόπο που εμείς οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Γενικά, σε ό,τι αφορά την προσπάθειά μας κατανόησης του κόσμου, συνηθίζουμε, λίγο- πολύ ασυνείδητα, από τη μία πλευρά να ταξινομούμε τα διάφορα γεγονότα με κάποια σειρά ‘προτεραιότητας,’ και, από την άλλη μεριά, να χρησιμοποιούμε ‘γενικεύσεις,’ που διευκολύνουν την ομαδοποίηση αυτών των γεγονότων σε ‘νοηματικές’ κατηγορίες. Σε ό,τι αφορά την πρώτη ιδιότητα της ανθρώπινης σκέψης, την ‘ιεράρχηση’ των γεγονότων, η διαδικασία είναι σαφώς αιτιακή, καθώς τακτοποιούμε αυτά τα γεγονότα με σειρά χρονολογική, έτσι ώστε κάποιο πράγμα σε αυτήν την αιτιακή αλυσίδα να μην μπορεί να προηγείται ενός άλλου πράγματος που το προκάλεσε. Αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός περιορισμός της αιτιότητας. Σε ό,τι, πάντως, αφορά τη δεύτερη ιδιότητα, την ‘γενική θεώρηση’ ενός συνόλου πραγμάτων, εκεί η αιτιότητα δεν έχει τόση σημασία, καθώς αυτό που προέχει είναι ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται αυτή η κατανομή των πραγμάτων. Αυτός, τώρα, ο τρόπος μοιάζει περισσότερο πιθανοκρατικός, χωρίς, απαραίτητα, μια τέτοια πιθανοκρατική θεώρηση να καταρρίπτει, σ’ ένα πιο αναλυτικό επίπεδο την αιτιότητα.

Αυτήν τη σχέση ανάμεσα στην αιτιότητα και την πιθανότητα, ανάμεσα στο ‘προγεγραμμένο’ και στη ‘σύμπτωση,’ αναλύει ο Jung το βιβλίο του για τη συγχρονικότητα, ώστε να φέρει στο προσκήνιο μιαν άλλη κατηγορία φαινομένων που δεν υπακούουν στην αιτιότητα και τα οποία επομένως θα είναι από τη φύση τους συγχρονιστικά:

‘‘Οι ανακαλύψεις της σύγχρονης φυσικής έχουν επιφέρει μία σημαντική αλλαγή στην επιστημονική εικόνα του κόσμου, έχοντας κλονίσει την απόλυτη ισχύ των φυσικών νόμων και την έκαναν σχετική. Οι φυσικοί νόμοι είναι στατιστικές αλήθειες που σημαίνει ότι είναι πλήρως σε ισχύ μόνο όταν έχουμε να κάνουμε με μακροσκοπικές ποσότητες. Στο βασίλειο των πολύ μικρών ποσοτήτων η πρόβλεψη γίνεται αβέβαιη, αν όχι αδύνατη, επειδή πολύ μικρές ποσότητες δεν συμπεριφέρονται πλέον σύμφωνα με τους γνωστούς φυσικούς νόμους.

Η φιλοσοφική αρχή που βρίσκεται πίσω από την αντίληψή μας για τους φυσικούς νόμους είναι η αιτιότητα. Αλλά αν η σύνδεση ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμα αποδειχτεί ότι είναι μόνο στατιστικά έγκυρη και μόνο σχετικά αληθής, τότε η αιτιακή αρχή έχει μόνο σχετική αξία για την εξήγηση των φυσικών διεργασιών και επομένως προϋποθέτει την ύπαρξη ενός η περισσοτέρων άλλων παραγόντων που θα ήταν απαραίτητοι για να δοθεί κάποια εξήγηση. Αυτό είναι σαν να λέμε ότι η σχέση μεταξύ των γεγονότων σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να μην είναι αιτιακή, και να απαιτεί μία διαφορετική εξήγηση.

Θα ψάξουμε βέβαια μάταια στο μακροσκοπικό κόσμο για μη αιτιακά γεγονότα, για τον απλό λόγο ότι δεν μπορούμε να φανταστούμε τέτοια γεγονότα που να έχουν μία μη αιτιακή εξήγηση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τέτοια γεγονότα δεν υπάρχουν. Η ύπαρξή τους- ή τουλάχιστον αυτή η πιθανότητα- προκύπτει λογικά από το χώρο της στατιστικής αλήθειας…’’

Αλήθεια, έχουμε σκεφτεί ποτέ τι είναι συμπτώσεις; Γιατί άραγε, αν, για παράδειγμα, ενώ βλέπαμε στο όνειρό μας ένα σκαθάρι- σκαραβαίο, εκείνος μας ξύπναγε έχοντας μπει από το ανοικτό παράθυρο, θα το θεωρούσαμε ως κάτι το απίστευτο ή ως ‘θαύμα;’ Η λογική απάντηση είναι η εξής: Δεν μπορούμε να έχουμε ότι θέλουμε, τουλάχιστον όχι αμέσως. Όμως, δεν υπάρχει κάτι στο σύμπαν που να το εμποδίζει, απλά δεν ‘συνηθίζεται.’ Μήπως λοιπόν αυτό που ονομάζουμε σύμπτωση δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μία ‘ομάδα’ δύο ή περισσοτέρων γεγονότων που συμβαίνουν σπάνια; Αν δηλαδή συνέβαιναν συχνότερα, τότε δεν θα έπαυαν να αποτελούν ‘συμπτώσεις;’

Από την άποψη της πειραματικής επιστήμης, για να αποτελέσει κάτι φυσικό φαινόμενο κι επομένως όχι ένα σπάνιο μεμονωμένο γεγονός ή σύμπτωση, θα πρέπει να έχει το χαρακτήρα της επαναληψιμότητας. Αυτό σημαίνει πως μπορούμε ανά πάσα στιγμή ν’ αναπαράγουμε το φαινόμενο στο εργαστήριο. Με αυτήν έννοια το ‘παράδειγμα του σκαραβαίου’ δεν αποτελεί φαινόμενο της φύσης, αφού δεν μπορούμε να το αναπαράγουμε κατά βούληση. Θα μπορούσαμε όμως - χωρίς να κατασκευάσουμε μια νέα κατηγορία μοναδικών μη επαναλήψιμων φαινομένων- να προσεγγίσουμε τη ‘σύμπτωση;’

Με ποια έννοια μπορεί κάτι να είναι μια σύμπτωση νοήμονη; Θα πρέπει άραγε να προσδιορίσουμε τη νοημοσύνη ως μη αποκλειστικό προνόμιο του ανθρώπου; Θα πρέπει επιπλέον να ετυμολογήσουμε τη λέξη νοημοσύνη, ως μια ιδιότητα με νόημα; Ο Jung υπονοεί την ύπαρξη κάποιου αγνώστου ψυχικού παράγοντα- ‘δυνάμεως,’ που ‘συγχρονίζει’ αυτά τα φαινόμενα ώστε να συμβαίνουνε μαζί. Κοιτάξτε ένα παράδειγμα ‘γνωστής’ δύναμης: Αν αφήσουμε διάφορα αντικείμενα να πέσουν από το ίδιο ύψος (υπό καθεστώς ελεύθερης πτώσης) θα βρεθούν στο έδαφος ταυτόχρονα. Αυτό είναι ένα παράδειγμα ‘νοήμονης σύμπτωσης’ με την έννοια ότι υπάρχει αυτή η δύναμη της βαρύτητας που ομαδοποιεί και συντονίζει την ‘κοινή μοίρα’ της πορείας των αντικειμένων. Μήπως υπάρχει κάποια άλλη άγνωστη δύναμη που να προκαλεί την κοινή διαδρομή πραγμάτων, ακόμη και συμπεριφορά ζωντανών πλασμάτων; Και μήπως αυτή η δύναμη δρα διαμέσου ενός πεδίου, σχετικού με αυτό που ο Jung ονόμασε συλλογικό ασυνείδητο; Ποιο είναι αυτό το (ενιαίο;) πεδίο, ποια η δύναμη (quintessence;) και πώς θα την ανακαλύψουμε μέσα από τις σχέσεις που δημιουργεί μεταξύ φαινομενικά ασύνδετων πραγμάτων;

Ο Jung αναφέρει επίσης χαρακτηριστικά την περίπτωση φαινομένων μοναδικών και ανεπανάληπτων, τα οποία και δεν ανήκουν στην κατηγορία των φαινομένων προς διερεύνηση από την πειραματική επιστήμη, αφού ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του πειράματος είναι η επαναληψιμότητα του φαινομένου που ερευνάται:

‘‘Η πειραματική μέθοδος έρευνας σκοπεύει στο να καθιερώσει τακτικά γεγονότα που να μπορούν να επαναληφτούν. Ως συνέπεια, μοναδικά ή σπάνια γεγονότα αποκλείονται. Επιπλέον το πείραμα θέτει περιοριστικές συνθήκες στη φύση, επειδή ο σκοπός του είναι να την εξαναγκάσει να δώσει απαντήσεις σε ερωτήσεις κατασκευασμένες από τον άνθρωπο. Κάθε απάντηση της φύσης είναι ως εκ τούτου επηρεασμένη λίγο πολύ από το είδος των ερωτήσεων που υποβάλλονται, και το αποτέλεσμα είναι πάντοτε ένα υβριδικό αποτέλεσμα…

Η λεγόμενη πιθανότητα τέτοιων γεγονότων δεν έχει καμία σημασία, επειδή το κριτήριο τού τι είναι πιθανό σε κάθε εποχή πηγάζει από εκείνης της εποχής τις λογικές παραδοχές. Δεν υπάρχουν ‘απόλυτοι’ φυσικοί νόμοι την αυθεντία των οποίων μπορεί κάποιος να επικαλεστεί για να υποστηρίξει τις προκαταλήψεις του. Το περισσότερο που μπορεί να απαιτηθεί είναι ο αριθμός των ατομικών παρατηρήσεων να είναι όσο το δυνατό μεγαλύτερος. Αν αυτός ο αριθμός, από στατιστική άποψη, βρίσκεται μέσα στα όρια της τύχης, τότε έχει στατιστικά αποδειχτεί ότι ήταν θέμα τύχης. Αλλά καμία εξήγηση δεν έχει δοθεί. Πρόκειται απλά για μία εξαίρεση στον κανόνα…

Τώρα, υπάρχει στην εμπειρία μας ένα αναρίθμητα ευρύ πεδίο του οποίου οι εκτενείς μορφές, καθαυτές, αντισταθμίζουν τον κόσμο της αιτιότητας. Αυτός είναι ο κόσμος της τύχης, όπου ένα τυχαίο γεγονός μοιάζει αιτιακά ασύνδετο με μία συμπίπτουσα πραγματικότητα. Οπότε θα πρέπει να εξετάσουμε τη φύση της γενικότερης ιδέας της τύχης λίγο πιο προσεκτικά. Η τύχη, λέμε, πρέπει προφανώς να υπόκειται σε κάποια αιτιακή ερμηνεία και αποκαλείται ‘τύχη’ ή ‘σύμπτωση’ μόνο επειδή η αιτιότητά της δεν έχει ακόμη αποκαλυφτεί. Εφόσον έχουμε μία ενδόμυχη πίστη στην απόλυτη ισχύ του αιτιακού νόμου, θεωρούμε αυτήν την ερμηνεία της τύχης ως επαρκή. Αλλά αν η αιτιακή αρχή είναι μόνο σχετικά ισχύουσα, τότε προκύπτει πως παρότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων μία σειρά τυχαίων γεγονότων μπορεί να εξηγηθεί αιτιακά, θα πρέπει να παραμένει ένας αριθμός περιπτώσεων που να μη δείχνουν καμία αιτιακή σύνδεση.’’

Πώς μπορούμε όμως να διερευνήσουμε και να κατατάξουμε γεγονότα τα οποία συνέβησαν μόνο μία φορά, τη στιγμή μάλιστα που αυτή η μοναδικότητά τους είναι συνυφασμένη με την υποκειμενικότητα του ατόμου που τα βίωσε; Η ελεύθερη πτώση των σωμάτων είναι για παράδειγμα ένα καθολικό και άμεσα επαναλήψιμο φαινόμενο, ασχέτως από το ποιος και κάτω από ποιες συνθήκες το παρατηρεί. Αν όμως κάποιος έρθει και μας πει ότι είδε ένα πράγμα αντί να πέφτει να φεύγει προς τον ουρανό, ακόμη και αν θεωρήσουμε το συγκεκριμένο άτομο φερέγγυο, δεν θα θεωρήσουμε αξιόπιστο το ίδιο το γεγονός. Αυτή ακριβώς η ανάγκη της επαναληψιμότητας ενός γεγονότος και της αιτιότητας, μας οδηγεί στην απαραίτητη παραδοχή πως ακόμη κι αν υπάρχουν συγχρονιστικά φαινόμενα, τότε αφενός θα είναι επαναλήψιμα και αφετέρου θα συνδέονται με κάποια, άγνωστη έστω, αιτιακή σχέση. Η ίδια άλλωστε η πιθανοκρατική θεώρηση των ιδιοτήτων της ύλης, δείχνει ότι δεν μπορούμε ούτε και χρειάζεται να αγνοούμε παράδοξα φαινόμενα που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από μία ‘ανακατανομή’ αυτών των ιδιοτήτων, πέρα του γεγονότος ότι τελικά η φύση έχει την τάση να σταθεροποιείται σε δεδομένες καταστάσεις. Γι’ αυτό τα μοναδικά και ανεπανάληπτα φαινόμενα θα ήταν προτιμότερο να τα αντιμετωπίζουμε ως ιδιαίτερες περιπτώσεις συνηθισμένων φαινομένων.

Η πιθανοκρατική θεώρηση της φύσης βρίσκεται έτσι κι αλλιώς σε αντιπαράθεση με την αιτιοκρατική θεώρηση και το πιο παράδοξο είναι πως η ίδια η συγχρονικότητα υπονοεί και οδηγεί προς μία νέα, άγνωστη και μάλιστα ισχυρότερη από ποτέ αιτιοκρατία, την ‘αιτιοκρατία των νοήμονων συμπτώσεων.’ Αλήθεια, τι σημαίνει ‘νοήμονη’ και τι ‘σύμπτωση;’ Γιατί εδώ υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα: Αν μία σύμπτωση είναι νοήμονη, τότε παύει να είναι σύμπτωση. Βλέπουμε δηλαδή ότι η ίδια η έννοια του νοήματος επιβάλλει την αιτιότητα. Με το θέμα του ‘νοήμονη’ δεν πρόκειται να ασχοληθώ περισσότερο. Αρκεί να πω ότι στα ίδια πλαίσια θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη δύναμη της βαρύτητας ως ‘νοήμονη,’ με το χαρακτηρισμό οπωσδήποτε εντός εισαγωγικών. Θα άξιζε όμως τον κόπο να επεκταθούμε περισσότερο στην έννοια της σύμπτωσης. Όταν αναφερόμαστε στην τύχη, στην πραγματικότητα μιλάμε πάντοτε για δύο πράγματα: Για τύχη και για μοίρα. Αν το καλοσκεφτούμε δηλαδή χρησιμοποιούμε την ίδια λέξη για ένα γεγονός είτε είναι τυχαίο, συμπτωματικό, είτε αναπόφευκτο, μοιραίο. Λέμε για παράδειγμα: ‘Το είχε η τύχη του’ ή ‘Αυτός είναι πολύ τυχερός’, εννοώντας στην πραγματικότητα κάτι το ‘γραμμένο’. Κι από την άλλη λέμε: ‘Ήταν τυχερός που κέρδισε το λαχείο’, εννοώντας ένα συμπτωματικό γεγονός. Θα τολμούσα επομένως να πω ότι αυτό που ονομάζουμε τύχη ή μοίρα, τελικά δεν είναι και τόσο ‘τυχαίο.’ Άλλωστε οι ίδιες οι πιθανότητες έχουν την τάση να οδεύουν και να σταθεροποιούνται προς συγκεκριμένες τιμές (νόμος των μεγάλων αριθμών). Θα ήταν δηλαδή προτιμότερο αντί να μιλάμε γενικά περί συμπτώσεων και τύχης να επαναπροσδιορίσουμε, ίσως, τους νόμους των πιθανοτήτων προς πιο συγκεκριμένες και λιγότερο τυχάρπαστες κατανομές.

Αν οι νόμοι της φύσης, (ορθότερα οι ιδιότητες της ύλης) είναι πιθανοκρατικοί (αποτέλεσμα στατιστικών κατανομών), εντούτοις, όταν αυτές οι πιθανότητες εκφράζονται στον φυσικό κόσμο, έχουν συγκεκριμένη διαμόρφωση και ποσότητα. Θα έλεγα πως κάποιες πιθανότητες και για δεδομένες συνθήκες είναι πιο πιθανές από τις άλλες. Η κατανομή για παράδειγμα που δίνει τη μάζα των σωμάτων είναι τέτοια ώστε σχεδόν πάντοτε να δίνει μια ελκτική βαρυτική δύναμη. Και λέω σχεδόν πάντοτε γιατί κάτω από κάποιες άγνωστες προϋποθέσεις η προηγούμενη κατάσταση θα μπορούσε ίσως να ανατραπεί ή και να αντιστραφεί. Οι συμπτώσεις δηλαδή από τη φύση τους και την ετυμολογία τους αν θέλετε (συμπίπτω= ‘πέφτω’ προς το ίδιο μέρος μαζί με κάτι άλλο), έχουν να κάνουν με σύγκλιση καταστάσεων που οδηγεί στην εκδήλωση κάποιου φαινομένου. Επομένως είναι και νοήμονες ή καλύτερα νομοτελειακές. Η δυνατότητα της επανάληψης ενός φαινομένου προϋποθέτει και τη βαθύτερη γνώση του φαινομένου και των λειτουργιών του, ώστε να μπορεί να αναπαραχτεί. Εάν δεν έχουμε κανόνες που να περιγράφουν το φαινόμενο με σταθερότητα και σαφήνεια, τότε δεν έχουμε μια σαφή ιδέα για κάτι που θα μπορούσε να είναι φυσικό φαινόμενο. Θα μπορούσε, εξίσου πιθανά, να πρόκειται για ένα κατασκεύασμα της φαντασίας.

Υπάρχει ένας επίσημος ορισμός της αιτιότητας, που μπορεί ίσως να βοηθήσει στη συνέχεια την κατανόηση της συζήτησης. Αιτιακή ή αιτιοκρατική είναι μια διαδικασία που υπόκειται στο φράγμα της ταχύτητας του φωτός. Εάν κάτι τρέξει γρηγορότερα από το φως ταξιδεύει πλέον στο χρόνο, επομένως ανατρέπει τη διαδοχή αιτία- αποτέλεσμα, παρελθόν- μέλλον. Ενεργειακά, αυτό θα σήμαινε ότι η ενέργεια ενός σώματος που θα παραβίαζε την αιτιότητα θα έπρεπε να είναι άπειρη. Για αυτό, ακριβώς ο Jung τονίζει ότι η ερμηνεία των συγχρονιστικών φαινομένων δεν μπορεί να προέλθει μέσα από έννοιες όπως ο χώρος, ο χρόνος, η ενέργεια, και επομένως ούτε μέσα από την έννοια μιας αιτιότητας που περιορίζεται στο φράγμα της ταχύτητας του φωτός:

‘‘Η ενεργειακή υπόθεση δείχνει από μόνη της να είναι μη εφαρμόσιμη στα πειράματα του Rhine, και έτσι αποκλείει όλες τις ιδέες σχετικά με τη μετάδοση δύναμης. Ισοδύναμα, ο νόμος της αιτιότητας δεν ισχύει- γεγονός το οποίο υπέδειξα τριάντα χρόνια πριν. Γιατί δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε πώς ένα μελλοντικό γεγονός θα μπορούσε να προκαλέσει ένα γεγονός στο παρόν. Καθώς προς το παρόν δεν υπάρχει καμία περίπτωση αιτιακής εξήγησης, πρέπει να υποθέσουμε προσωρινά ότι απίθανα συμβάντα μίας μη αιτιακής φύσης- δηλαδή, νοήμονες συμπτώσεις- έχουν εισέλθει στο προσκήνιο.’’

Η έννοια της ταυτόχρονης μη αιτιακής εμφάνισης γεγονότων τα οποία είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους με κάποιο νόημα είναι διάχυτη στη μελέτη του Jung. Για μένα πάντως δεν θα είχε νόημα να μιλάμε για ‘αναιτιότητα,’ αφού η ίδια η συγχρονικότητα προϋποθέτει μια αιτιακή αρχή μεταξύ της ψυχής και της φύσης, έστω και αν αυτή η ‘σύνδεση’ δεν λαμβάνει χώρα μέσω της διάδοσης πληροφορίας. Πιστεύω δηλαδή ότι αυτά τα φαινόμενα μπορούν να συμβούν, αλλά όχι αναίτια ή μη αιτιακά, αλλά κάτω από συγκεκριμένους στατιστικούς κανόνες άγνωστους προς το παρόν. Η αιτιότητα λοιπόν δεν άρεται σε καμία περίπτωση είτε αυτή η αιτιότητα χαρακτηριστεί ως ‘ισχυρή’ είτε ως ‘ασθενής’ είτε ως ‘σχετική’ ή ‘πιθανοκρατική’. Επίσης δεν έχει νόημα να μιλάμε πραγματικά για ‘ακαριαία εμφάνιση’ ή ακαριαία μετάδοση πληροφορίας. Εκτός βέβαια, όπως ορθότατα και με πλήρη επίγνωση ο Jung επισημαίνει, αν το φαινόμενο δεν έχει να κάνει με μετάδοση πληροφορίας, επομένως δεν είναι υλικό ούτε και έχει να κάνει με ενέργεια. Στην φυσική η ενέργεια είναι μετάδοση πληροφορίας, αλλά επίσης η ενέργεια είναι ύλη από την αρχή της ισοδυναμίας ύλης- ενέργειας. Εάν όμως δεν έχουμε να κάνουμε με μετάδοση κάποιου σήματος- πληροφορίας μεταξύ των φαινομένων που λαμβάνουν χώρα, τότε πώς εκδηλώνονται και πώς συντονίζονται μεταξύ τους; Θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει στο παρασκήνιο μια κοινή οργανωτική αρχή που να προκαλεί και να διευθύνει τα γεγονότα. Ποια είναι όμως αυτή η κοινή οργανωτική αρχή, αν όχι η αιτιότητα; Επίσης, αυτή η συνδετική αρχή θα πρέπει να επικοινωνεί με τα επιμέρους φαινόμενα με κάποιον τρόπο. Εκτός βέβαια και να είναι τελείως ‘απαθής’ ή ακούσια...

Σε ό,τι αφορά τον παράγοντα της ψυχής, ο ίδιος ο Jung παρατήρησε ότι στις περιπτώσεις των συγχρονιστικών φαινομένων, υπάρχουν σύμβολα τα οποία αναδύονται μέσω των ονείρων ή της συναισθηματικής φόρτισης και των υποκειμένων, και τα οποία σύμβολα συνδέονται άμεσα αν και ανεπαίσθητα με τα συνοδά φυσικά φαινόμενα ή γεγονότα. Η ερμηνεία του Jung σχετικά με αυτά τα νοημόνως συνδεμένα γεγονότα γίνεται μέσω των αρχετύπων, τα οποία είναι καταστάσεις ψυχοειδείς, που βρίσκονται στη σφαίρα αυτού που οι ίδιος ονομάζει συλλογικό ασυνείδητο και τα οποία μοιάζουν να διεγείρονται από την ανθρώπινη ψυχική κατάσταση και να προκαλούν ή να συνοδεύουν κάποιο ανάλογο φυσικό φαινόμενο ή γεγονός. Η συγχρονικότητα δηλαδή για την εκδήλωσή της χρειάζεται όχι μεγάλες ταχύτητες όπως η σχετικότητα, αλλά έντονα συναισθήματα.

Ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Jung, εκτός από εκείνο με το χρυσό σκαραβαίο, όπου καθώς μια πελάτισσά του αφηγούταν το όνειρό της μ’ ένα σκαραβαίο, ένα σκαθάρι ήρθε και χτύπησε στο τζάμι την ίδια ώρα της ψυχανάλυσης, είναι και ένα άλλο περιστατικό που έχει να κάνει με τη σύνδεση μεταξύ πουλιών που μαζεύονται έξω από το παράθυρο ενός σπιτιού και του επικείμενου θανάτου ενός προσώπου (που έμενε στο συγκεκριμένο σπίτι):

‘‘Θα ήθελα να αναφέρω άλλη μία περίπτωση που είναι τυπική μίας συγκεκριμένης κατηγορίας γεγονότων. Η γυναίκα ενός από τους ασθενείς μου, ο οποίος ήταν ένας άντρας στα πενήντα, κάποτε μου είπε σε μία συζήτηση ότι, στους θανάτους της μητέρας της και της γιαγιάς της, ένας αριθμός πουλιών είχε μαζευτεί έξω από τα παράθυρα του νεκρικού θαλάμου. Είχα ακούσει παρόμοιες ιστορίες και από άλλους ανθρώπους. Όταν η θεραπεία του άντρα της κόντευε στο τέλος, και η νεύρωσή του είχε ξεκαθαρίσει, εκδήλωσε κάποια φαινομενικά μη ανησυχητικά συμπτώματα, που μου φάνηκαν, ωστόσο, να είναι αυτά της καρδιοπάθειας. Τον έστειλα σε έναν ειδικό, ο οποίος αφού τον εξέτασε μου απάντησε γραπτώς ότι δεν έβρισκε καμία αιτία άγχους. Στο δρόμο για το σπίτι του μετά από εκείνη τη συνεδρία (με την ιατρική διάγνωση στην τσέπη του) ο ασθενής μου κατάρρευσε στο δρόμο. Καθώς μεταφερόταν σπίτι του ετοιμοθάνατος, η γυναίκα του βρισκόταν ήδη σε μία έντονη κατάσταση άγχους επειδή σύντομα αφού ο άντρας της είχε πάει στο γιατρό, ένα ολόκληρο σμήνος από πουλιά είχε καθίσει στο σπίτι τους. Φυσικά θυμήθηκε τα παρόμοια περιστατικά που είχαν συμβεί στους θανάτους των άλλων συγγενών της, και φοβήθηκε για το χειρότερο… Παρότι γνώριζα τους συγκεκριμένους ανθρώπους και ξέρω πολύ καλά ότι τα γεγονότα που αναφέρονται εδώ είναι αληθινά, δεν φαντάζομαι ούτε στιγμή ότι θα υποκινήσουν κάποιον που είναι προδιατεθειμένος ότι αυτά τα γεγονότα είναι καθαρή ‘τύχη’ να αλλάξει το μυαλό του.’’

Το στοιχείο πρώτα απ’ όλα της αποκάλυψης στην ανάδυση ή στη μετάβαση του συγχρονιστικού φαινομένου δίνει έναν ιδιαίτερα προσωπικό και υποκειμενικό τόνο στη συλλογιστική, ενώ παράλληλα η έννοια των αρχέτυπων και του συλλογικού ασυνείδητου δίνει έναν χαρακτήρα παγκοσμιότητας. Τα συναισθήματα ενεργοποιούν τα αρχέτυπα, καθώς και το ίδιο το ‘ακατόρθωτο’ της περίπτωσης. Ο ψυχογενής μη υλικός παράγοντας που ενεργοποιείται με τη σειρά του, δρα μέσω των αρχετύπων ώστε να εκδηλωθεί το συγχρονιστικό φαινόμενο. Θα μου επιτρέψετε λόγω της φόρτισης της στιγμής να χρησιμοποιήσω ένα πρόχειρο σχήμα της φαντασίας μου για την περιγραφή και κατανόηση του φαινομένου, σαν μία ηλεκτρική εκκένωση που συμβαίνει ενώ κάποιος διακατέχεται από μιαν ‘έντονη υποψία’ και τα συνοδά φυσικά φαινόμενα, όπως ένας στύλος που γκρεμίζεται, ένα δέντρο που πέφτει, μια μπόρα που ξεσπάει κλπ. Εντούτοις η προηγούμενη περιγραφή μου δεν είναι συγχρονιστική αλλά καθαρά αιτιακή, αφού τα γεγονότα που περιέγραψα συνδέονται μεταξύ τους με απλές διαδοχικές φυσικές διαδικασίες. Τι θα λέγατε αν εκείνη τη στιγμή της ‘παράξενης φόρτισης’, χτυπούσε το τηλέφωνο, ή έπεφτε στο μπαλκόνι ένα μαύρο πουλί; Αυτό θα ήταν πράγματι, κατά μία βεβαίως ερμηνεία, ένα παράξενο συγχρονιστικό γεγονός...

Το προηγούμενο φανταστικό παράδειγμα το χρησιμοποίησα περισσότερο για να δημιουργήσω το κατάλληλο κλίμα για την υποδοχή ενός συγχρονιστικού φαινομένου! Πέρα όμως από την όποια μαγεία μπορεί να μας δημιουργεί, εκτός από την αναγκαιότητα της προσωπικής μας φόρτισης για την εκδήλωσή του προϋποθέτει και μιαν εκ των υστέρων διαπίστωσή του. Δηλαδή, το φυσικό γεγονός που συνοδεύει το συγχρονιστικό φαινόμενο έρχεται τελευταίο και μάλλον ‘ιδρωμένο,’ αφού τότε πασχίζει η λογική μας να δώσει μιαν αιτιακή ερμηνεία για ένα μη αιτιακό γεγονός. Μοιάζει δηλαδή σαν και το όνειρο, που παρότι ήμαστε σίγουροι ότι το είδαμε, εντούτοις δε θυμόμαστε τι περιέγραφε. Ο Jung τονίζει αυτήν την ιδιαιτερότητα και μας παροτρύνει μάλιστα να ανακαλύψουμε την ενστικτώδη αρχέτυπη γνώση μέσα στο ασυνείδητό μας, ώστε να μπορούμε με περισσότερη ευκολία να αναγνωρίζουμε και να εγείρουμε τα συγχρονιστικά φαινόμενα, στην κατηγορία των οποίων ανήκουν σύμφωνα με τον Jung και οι περιπτώσεις τηλεπάθειας, διαίσθησης, προφητείας, κοκ.

Σε αυτό πάντως το σημείο, πιστεύω πως θα ήταν επίκαιρο να αναφέρω την περίπτωση του φαινομένου της κβαντικής σύζευξης. Πρόκειται για δύο σωματίδια τα οποία αλληλεπιδρούν (ή έτσι φαίνεται) ακαριαία. Το φαινόμενο είναι διαπιστωμένο αν και ανερμήνευτο. Η κβαντομηχανική κάνει λόγω για ‘(τηλε)μεταφορά κβαντικών καταστάσεων,’ χωρίς βέβαια να εξηγεί το φαινόμενο παρά μόνο μεταθέτοντας το πρόβλημα από την μετάδοση σήματος- πληροφορίας στην μεταφορά- μεταπήδηση κατάστασης. Είναι εξαιρετικά σημαντικό αυτό το σημείο γιατί έρχεται να δέσει θεαματικά με την έννοια της μη τοπικότητας που υπάρχει στη συγχρονικότητα. Αυτό πάντως που θα ήθελα να προσθέσω σε αυτό το σημείο είναι πως έτσι ή αλλιώς η έννοια της αιτιακής σύνδεσης δεν καταρρέει, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχουν αναίτιες σχέσεις. Στο μέλλον θα μπορούσαν, πιθανότατα, να βρεθούν ταχύτητες πολύ μεγαλύτερες του φωτός, όχι βέβαια ακαριαίες. Προς το παρόν αυτή και μόνο η σκέψη είναι αιρετική, αφού εγείρει πολλά χρονικά και τοπολογικά παράδοξα. Ας μην ξεχνάμε πάντως ότι ο περιορισμός ισχύει για σωματίδια με μάζα, ενώ έχουν ήδη διαπιστωθεί σωματίδια χωρίς μάζα, όπως τα γκραβιτόνια, για τα οποία θα μπορούσε, ίσως, να αρθεί ο περιορισμός. Η σύγχρονη κβαντική φυσική κάνει λόγο επίσης και για τη σύζευξη ανάμεσα στον παρατηρητή και στο παρατηρούμενο αντικείμενο. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να αναφέρουμε τη σημασία που ο Jung αποδίδει στην κατάσταση του υποκειμένου σε σχέση με την έκβαση του πειράματος:

‘‘Αναλογιζόμενοι αυτά τα αξιοσημείωτα γεγονότα πρέπει να λάβουμε υπόψη ένα γεγονός που ανακαλύφτηκε από τον Rhine, συγκεκριμένα ότι σε κάθε σειρά πειραμάτων οι πρώτες προσπάθειες έφεραν ένα καλύτερο αποτέλεσμα απ’ ότι οι τελευταίες. Η πτώση στον αριθμό των επιτυχιών ήταν συνδεδεμένη με τη διάθεση του υποκειμένου. Ένα αρχικό συναίσθημα πίστης και αισιοδοξίας οδηγεί σε καλύτερα αποτελέσματα. Ο σκεπτικισμός και η αντίδραση έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή, δημιουργούνε μιαν αρνητική προδιάθεση. Καθώς η ενεργειακή, επομένως και η αιτιακή, προσέγγιση σε αυτά τα πειράματα έδειξε ότι είναι μη εφαρμόσιμη, συνεπάγεται ότι ο δρων παράγοντας έχει τη σημασία απλά μιας συνθήκης η οποία προκαλεί το φαινόμενο να συμβεί, παρότι δε θα μπορούσε. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Rhine, μπορούμε παρεμπιπτόντως να αναμένουμε 6,5 επιτυχίες αντί για 5. Αλλά δε μπορεί να προβλεφτεί εκ των προτέρων πότε η επιτυχία θα συμβεί. Αν θα γινόταν αυτό, θα είχαμε να κάνουμε με ένα νόμο, και αυτό θα αντίβαινε με όλη τη φύση του φαινομένου. Έχει, όπως ειπώθηκε, τον απίθανο χαρακτήρα μίας μη τυχαίας μαντεψιάς ή τυχαίου γεγονότος που λαμβάνει χώρα με μια περισσότερο από πιθανή συχνότητα και είναι κατά κανόνα εξαρτημένο από μία συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση. Αυτή η παρατήρηση έχει πλήρως επιβεβαιωθεί, και υποδεικνύει ότι ο ψυχικός παράγοντας ο οποίος διαφοροποιεί ή ακόμη και εκμηδενίζει τις αρχές πίσω από την εικόνα της φυσικής για τον κόσμο συνδέεται με τη ψυχική κατάσταση του υποκειμένου.’’

Αυτού του είδους η ‘ψυχική σύζευξη’ μεταξύ των ιδιοτήτων, όπως είναι η ‘διάθεση,’ του υποκειμένου- παρατηρητή και των ιδιοτήτων του παρατηρούμενου φυσικού αντικειμένου, προάγει, θα λέγαμε, ένα βήμα μπροστά τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και στον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση, η συγχρονικότητα με το χαρακτηριστικό της μη αιτιότητας, της ακαριαίας εμφάνισης δηλαδή των συγχρονιστικών συμβάντων, διεκδικεί τη θέση μιας ψυχικής σχετικότητας στο χώρο και στο χρόνο, υπονοώντας την ύπαρξη ενός μη υλικού παράγοντα μέσα στον κόσμο, της ψυχής. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι και η σχετικότητα, το φαινόμενο δηλαδή της διαστολής του χρόνου ανάλογα με την ταχύτητα του παρατηρητή, γίνεται αισθητή μόνο σε μεγάλες ταχύτητες. Πιθανώς δηλαδή και η συγχρονικότητα για να γίνει αντιληπτή να απαιτούνται κάποιες ιδιαίτερες διανοητικές ή συναισθηματικές συνθήκες. Στην κοινή μελέτη μάλιστα που παρουσίασε ο Jung με το φυσικό και νομπελίστα Pauli, η συγχρονικότητα θα μπορούσε να είναι η άλλη όψη του νομίσματος του κόσμου, περιλαμβάνοντας τα μη αιτιακά φαινόμενα και αφήνοντας τα υπόλοιπα φαινόμενα στην αιτιότητα, ή, ακόμη περισσότερο, να συμπεριλάβει την αιτιότητα σε ένα ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο.

Η συγχρονικότητα αποτελείται από δύο κύριους παράγοντες: Έναν ψυχικό παράγοντα, ο οποίος γίνεται αντιληπτός στη συνείδηση ως κάποιο παράξενο αίσθημα ή διαίσθηση, και μία αντικειμενική κατάσταση οι οποία συμπίπτει με αυτό το περιεχόμενο. Το πλέον σημαντικό στοιχείο στην παραπάνω διατύπωση είναι ουσιαστικά η ισοδυναμία που προτείνει ο Jung μεταξύ των δύο καταστάσεων. Τόσο δηλαδή η διέγερση του ψυχικού αρχέτυπου- συμβόλου όσο και η εμφάνιση του φυσικού αντικειμένου- φαινομένου είναι γεγονότα σύγχρονα. Αυτή η νέα αρχή της ισοδυναμίας μάλιστα έχει μια σημαντική καινοτομία όσο και καθολικότητα, καθότι διευρύνει την ήδη υπάρχουσα αρχή της ισοδυναμίας μάζας- ενέργειας σε ένα πληρέστερο και απώτερο πεδίο ύλης- ψυχής. Όπως δηλαδή και στον κυματοσωματιδιακό δυισμό της ύλης, έχουμε εδώ να κάνουμε μ’ έναν πλέον ψυχο-φυσικό δυισμό στα πλαίσια μιας ενιαίας αν και ποιοτικής προς το παρόν θεώρησης του κόσμου. Μοιάζει δηλαδή ότι στον κόσμο υπάρχουν δύο όψεις, μία φυσική και μια ψυχική. Κάθε φορά που κάποιο φυσικό γεγονός λαμβάνει χώρα, υπάρχει παράλληλα και το ψυχικό του αντίστοιχο μέσα στον ‘υπερχώρο.’ Αλλά ενώ το φυσικό φαινόμενο υπόκειται στου περιορισμούς της αιτιότητας, το ψυχικό του ταίρι διαδίδεται ‘αυθόρμητα’ με τρόπο μη τοπικό επομένως με ταχύτητα ασύλληπτη σε σχέση με το φυσικό ομόλογό του. Σε αυτό το ενιαίο πλαίσιο θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ένα είδος ψυχο-φυσικού δυισμού, όταν ο κυματοσωματιδιακός δυισμός της ύλης είναι μόνον η μία όψη του προβλήματος.

Θα μπορούσαμε πλέον σοβαρά να κάνουμε λόγο για μια αρχή ισοδυναμίας νοήματος μεταξύ των δύο καταστάσεων της ‘ουσίας’ του κόσμου, της φυσικής και της ψυχικής. Η έννοια της νοήμονης σύμπτωσης σε αυτήν την περίπτωση έχει να κάνει με τον συντονισμό των δύο παραμέτρων στην εκδήλωση και εξέλιξη ενός πλέον ενιαίου φαινομένου. Θα μπορούσα, προσωπικά, να πω ότι δεν δέχομαι καν τη διάκριση μεταξύ ψυχής και φύσης, πώς θα μπορούσα άλλωστε αφού είναι δυο έννοιες- οντότητες ισοδύναμες. Πιστεύω, πως αν βρεθεί κάποτε κάποια ‘ουσία’ μέσα στο σύμπαν που να μην είναι ύλη, τότε θα χρειαστεί απλά να επαναπροσδιοριστεί και να διευρυνθεί η έννοια της ύλης. Μην ξεχνάμε ότι πρόσφατα η κοσμολογία ανακάλυψε πως το μεγαλύτερο μέρος του σύμπαντος αποτελείται από σκοτεινή ενέργεια ‘άγνωστης υφής.’ Δεν θα πρέπει πάντως να μας τρομάζει σε καμία περίπτωση η λέξη ‘ύλη’, ή οποία περιλαμβάνει πράγματα πολύ πιο ανάρια και πολύ λιγότερο ανεπαίσθητα απ’ ότι ποτέ μας φανταστήκαμε. Ακόμη και το είδωλό μας που κοιτάμε στον καθρέφτη μία υλική απεικόνιση είναι, διαθέτοντας όλες τις γνωστές ιδιότητες της ύλης, όπως άλλωστε και το ‘φυσικό της αντίστοιχο,’ το δικό μας κορμί. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να κλείσω. Και θα κλείσω με μία λέξη σχεδόν μαγική. Τη λέξη ‘προβολή.’ Μιλάω για τον κόσμο των ειδώλων που προκύπτουν απ’ όλες τις αντανακλάσεις των αντικειμένων, καθώς και των ίδιων μας των σκέψεων, μορφές ‘άυλες’ που έχουν τη δική τους υπόσταση στο ‘υπερπέραν’, μέσα στις ψυχές μας ή πάνω στον καθρέφτη και τις οποίες παρότι θεωρούμε ανύπαρκτες, ωστόσο, με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό, καθοδηγούν και συντονίζουν τα σώματα και τα πνεύματα- τη ‘νοήμονη ύλη,’ που τα έπλασε. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρώ πως η συγχρονικότητα είναι μία θαυμάσια ευκαιρία συντονισμού του ανθρώπου με το σύμπαν, της ψυχής μας με τη φύση, σε μια σχέση όπως ποτέ πριν δεν την είχαμε φανταστεί.
======================================




21 Σεπ 2009

Για το Σουρεαλισμό στα ζωντανά του έργα


Είναι θέμα κοινής λογικής σήμερα ότι ο Σουρεαλισμός, σαν οργανωμένο κίνημα, γεννήθηκε μέσα από μια εκτεταμένη λειτουργία που έχει να κάνει με τη γλώσσα. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη δεν μπορεί να λέγεται συνέχεια ότι στις σκέψεις των συγγραφέων τους τα προϊόντα της ελεύθερης συσχέτισης ή αυτόματης γραφής που ο Σουρεαλισμός έφερε αρχικά στο προσκήνιο δεν είχαν τίποτα να κάνουν με κάποιο αισθητικό κριτήριο. Με το που η ματαιοδοξία κάποιων από αυτούς τους συγγραφείς επέτρεψε σ’ ένα τέτοιο κριτήριο να κυριαρχήσει- πράγμα που δεν πήρε πολύ να συμβεί- η λειτουργία τέθηκε κάτω από ένα ψεύτικο φως, και τελικά η «κατάσταση χάρης» που την έκανε δυνατή χάθηκε.

Γιατί έγιναν λοιπόν όλα αυτά; Τίποτα λιγότερο από την ανακάλυψη εκ νέου του μυστικού της γλώσσας της οποίας τα στοιχεία θα σταματούσαν τότε να επιπλέουν σαν αβαρία στην επιφάνεια μιας πεθαμένης θάλασσας. Για να γίνει αυτό ήταν ουσιώδες να αποσπαστούν αυτά τα στοιχεία μακριά από την ολοένα και περισσότερο στενή χρησιμοθηρική τους μεταχείριση, καθώς αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να χειραφετηθούν και να αποκατασταθεί όλη η ισχύς τους. Η ανάγκη να αντιμετωπιστεί αμείλικτα η υποτίμηση της γλώσσας, ανάγκη που έγινε αισθητή στη Γαλλία από τους Lautreamont, Rimbaud, Mallarme, και συγχρόνως στην Αγγλία από τον Lewis Carroll, δεν έχει πάψει να είναι επιτακτική από τότε, όπως αποδεικνύεται από πειράματα αρκετά διαφορετικών σχολών, που κυμαίνονται από τις «ελευθερωμένες λέξεις» του Φουτουρισμού ως τον πολύ σχετικό αυτοματισμό του «Dada,» τα ενθουσιώδη «λογοπαίγνια» τα λίγο πολύ σχετικά με τη «φωνητική μηχανορραφία» ή τη «γλώσσα των πουλιών» (Jean-Pierre Brisset, Raymond Roussel, Marcel Duchamp, Robert Desnos) και το ξέσπασμα μιας «επανάστασης των λέξεων» (James Joyce, E.E. Cummings, Henri Michaux) που ήταν καταδικασμένη να οδηγήσει μόνο στο «Γραμματικισμό.» Η εξέλιξη των πλαστικών τεχνών πρόκειτο να απεικονίσει την ίδια δυσαρμονία.

Αν και είναι στοιχεία μιας κοινής επιθυμίας εξέγερσης ενάντια στην τυραννία μιας πλήρως υποβιβασμένης γλώσσας, διαδικασίες όπως η «αυτόματη γραφή» που καθιέρωσε ο Σουρεαλισμός και ο «εσωτερικός μονόλογος» στο σύστημα γραφής του Joyce είναι ριζικά διαφορετικές εκ θεμελίων. Δηλαδή, κάτω από αυτές υπάρχουν δύο τρόποι κατανόησης των λέξεων διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση. Σε αντίθεση με τη ψευδαισθησιακή ροή των συνειδητών συσχετισμών, ο Joyce θα παρουσιάσει μια ροή που θα προσπαθήσει να προωθήσει προς όλες τις κατευθύνσεις, μια ροή που σε τελική ανάλυση τείνει να είναι πιθανά η πιο πιστή μίμηση της ζωής (με τρόπο ώστε να διατηρεί τον εαυτό του μέσα στο πλαίσιο της τέχνης, να πέφτει ξανά μέσα στη νεωτεριστική ψευδαίσθηση, αποτυγχάνοντας ν’ αποφύγει την κατάταξη στο μακρύ κατάλογο των νατουραλιστών και των εξπρεσιονιστών). Πολύ πιο συγκρατημένα όπως κάποιος διαπιστώνει με την πρώτη ματιά, πέρα και ενάντια σε αυτό το ρεύμα της συνείδησης ο «καθαρός ψυχικός αυτοματισμός,» που είναι η κατευθυντήρια αρχή του Σουρεαλισμού, θα θέσει σε κίνηση τη ροή από μια πηγή την οποία κάποιος χρειάζεται να ψάξει βαθιά μέσα του, ροή την πορεία της οποίας κανείς δεν μπορεί να κατευθύνει, γιατί αν κάποιος το επιχειρήσει είναι σίγουρο ότι η πηγή θα στερέψει αμέσως. Πριν από το Σουρεαλισμό τα μόνα πράγματα που θα έδιναν κάποια έννοια της έντασης του φωτός από αυτήν την πηγή ήταν ορισμένες εμβαθύνσεις στις οποίες οι άνθρωποι δεν έδιναν σημασία, όπως φράσεις που περιγράφονται ως «μισοκοιμάμαι» ή «ξυπνώντας.» Το αποφασιστικό βήμα του Σουρεαλισμού ήταν να δείξει ότι αυτές οι φράσεις ρέουν μαζί συνεχώς. Το πείραμα έδειξε ότι πολύ λίγοι νεολογισμοί εμφανίζονται, και ότι αυτή η συνεχής ροή δεν έφερε ούτε συντακτική αποδιοργάνωση ούτε αποσύνθεση του λεξιλογίου.

Αυτό είναι προφανώς ένα αρκετά διαφορετικό σχέδιο από εκείνο που επιθυμούσε, για παράδειγμα, ο Joyce. Δεν είναι πλέον ζητούμενο η ελεύθερη συσχέτιση των ιδεών να εξυπηρετήσει τη συγγραφή ενός λογοτεχνικού έργου που σκοπεύει να ξεπεράσει προηγούμενα έργα με την τόλμη του, αλλά που την ίδια στιγμή είναι ένα έργο του οποίου η προσφυγή στις πολυφωνικές, πολυσημαντικές, και άλλες εμπνεύσεις προϋποθέτει μια σταθερή επιστροφή στο αυθαίρετο. Όλο το θέμα, για το Σουρεαλισμό, ήταν να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι είχαμε στα χέρια μας την «πρώτη ύλη» (με την αλχημιστική σημασία) της γλώσσας. Μετά από αυτό, ξέραμε πού να την βρούμε, και εννοείται ότι δεν είχαμε κανένα ενδιαφέρον να την αναπαράγουμε σε βαθμό κορεσμού. Αυτό αναφέρεται για εκείνους που εκπλήσσονται από το γεγονός ότι μεταξύ μας η πρακτική της αυτόματης γραφής εγκαταλείφθηκε τόσο γρήγορα. Έχει συχνά ειπωθεί ότι ο ερχομός μας πρόσωπο με πρόσωπο με τα αποτελέσματα αυτού του τρόπου γραφής εστίασε την προσοχή μας στην περιοχή όπου η επιθυμία προκύπτει αβίαστα, μια περιοχή στην οποία επίσης οι μύθοι προστρέχουν. Δεν δόθηκε αρκετή προσοχή στη σημασία και στο εύρος του πεδίου της λειτουργίας που έτεινε να φέρει τη γλώσσα πίσω στην αληθινή ζωή: με άλλα λόγια, αντί να πάμε από το σημαινόμενο στο σημείο που συνεχίζει να υπάρχει (κάτι που, επιπλέον, θα αποδεικνυόταν αδύνατο), είναι προτιμότερο να πάμε πίσω με ένα βήμα στη γέννηση αυτού που σηματοδοτεί.

Το πνεύμα που κάνει μια τέτοια λειτουργία πιθανή ακόμα και κατανοητή δεν είναι άλλο από αυτό που έχει πάντα παρακινήσει την απόκρυφη φιλοσοφία: σύμφωνα με αυτό το πνεύμα, από το γεγονός ότι η έκφραση βρίσκεται στην προέλευση των πάντων, προκύπτει ότι «το όνομα πρέπει να βλαστήσει, για να το πούμε έτσι, αλλιώς είναι λάθος.» Η κύρια συμβολή του Σουρεαλισμού, στην ποίηση όπως και στις πλαστικές τέχνες, είναι ότι εξύψωσε τόσο αυτήν τη γέννηση ώστε οτιδήποτε άλλο να φαίνεται αστείο.

Όπως έχω πλέον συνειδητοποιήσει, ο ορισμός του Σουρεαλισμού που δίνεται στο πρώτο μανιφέστο πραγματικά «ξαναγγίζει» ένα σπουδαίο παραδοσιακό ρητό σχετικά με την ανάγκη κάποιου να «σπάσει το τύμπανο της λογικής και να κοιτάξει μέσα στην τρύπα,» διαδικασία που θα οδηγήσει στην αποσαφήνιση των συμβόλων που ήταν κάποτε μυστηριώδη.

Αντίθετα με τις διάφορες σχολές που υποστηρίζουν ότι μας οδηγούν σε αυτό το μονοπάτι και ότι μας επιτρέπουν να βαδίσουμε σ’ αυτό, ο Σουρεαλισμός δεν έχει μπει ποτέ στον πειρασμό να κρύψει από τον εαυτό του το στοιχείο της αστραποβόλου γοητείας στην αγάπη ενός άντρα για μια γυναίκα. Ο πειρασμός ήταν τόσο μικρός από το γεγονός ότι τις πρώτες του έρευνες, όπως είδαμε, τις οδήγησε σε μια χώρα όπου η επιθυμία βασίλευε. Σε ό,τι αφορά την ποίηση, σηματοδότησε επίσης το αποκορύφωμα μιας μεγάλης σειράς υποθέσεων, που πηγαίνουν πίσω στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, που έτειναν να δώσουν στις γυναίκες ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στα πράγματα. Από τα συντρίμμια της χριστιανικής θρησκείας, κατά τη διάρκεια της ζωής του Pascal, ξεπήδησε- όχι χωρίς την «κόλαση» να παρακολουθεί τα βήματά της στον Sade, στον Laclos, στον μοναχό Lewis- μια τελείως διαφορετική αντίληψη για τη γυναίκα, που τώρα αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη τύχη του άντρα και απαιτεί, κατά τη γνώμη του Goethe προς το τέλος της ζωής του, ο άνδρας να τη θεωρεί τη βάση της δημιουργίας. Αυτή η ιδέα ακολουθεί ένα μονοπάτι, αν και πολύ τραχύ, που οδηγεί διαμέσου του γερμανικού και γαλλικού ρομαντισμού (Novalis, Holderlin, Kleist, Nerval, οι οπαδοί των Saint- Simon, Vigny, Stendhal, Baudelaire). Αλλά παρά τις επιθέσεις που υπέστη στο τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνα (Huysmans, Jarry), φτάνει σ’ εμάς με οτιδήποτε θα μπορούσε ακόμα να την κάνει σκοτεινή, σαν συνοδευτική μελωδία, για να το πούμε έτσι, και φορέας του ίδιου του καθαρού φωτός της. Από εκείνο το σημείο ο Σουρεαλισμός χρειαζόταν μόνο να γυρίσει ακόμη πιο πίσω απ’ ό,τι είπα- στα γράμματα του Heloise ή της Πορτογαλικής Καλόγριας- με σκοπό να ανακαλύψει πόσο θαυμάσια τ’ αστέρια που απλώνονταν στη γραμμή της καρδιάς του ήταν. Από τη λυρική άποψη στην οποία τοποθέτησε τον εαυτό του, δεν θα μπορούσε παρά να παρατηρήσει ότι τα περισσότερα από τα κύρια σημεία του αγώνα του ανθρώπου να ξεπεράσει την κατάστασή του βρίσκονταν πάνω σ’ αυτήν τη γραμμή, και έτσι μία αλυσιδωτή αντίδραση προκάλεσε πραγματικές μεταβάσεις του συναισθήματος. Ήταν η γυναίκα που στο τέλος πήρε τη δόξα, είτε το όνομά της ήταν Sophie von Kuhn, Διοτίμα, Katchen von Heilbronn, Aurelia, Mina de Wanghel, η «μαύρη» Αφροδίτη ή η αντίστοιχη «λευκή», ή η Εύα στο «Maison du Berger» του Vigny.

Ο σκοπός αυτών των παρατηρήσεων είναι να κάνει τον αναγνώστη να καταλάβει τη Σουρεαλιστική στάση απέναντι στο ανθρώπινο, στάση που για πάρα πολύ καιρό θεωρήθηκε μάλλον αρνητική. Στο Σουρεαλισμό, η γυναίκα πρόκειται να αγαπηθεί και να τιμηθεί ως μια μεγάλη υπόσχεση, τέτοια που υπάρχει ακόμα κι αφού έχει τηρηθεί. Το σύμβολο που διατηρεί ως η Επιλεγμένη, που υπάρχει μόνο για ένα άτομο να δει (ο καθένας μας πρέπει να το ανακαλύψει για τον εαυτό του), αρκεί για να απαλλαγεί γρήγορα κάποιος από το φορτίο που υπάρχει στο δυϊσμό ψυχής- σώματος. Σε αυτό το στάδιο είναι απολύτως αλήθεια ότι η σαρκική αγάπη είναι ένα με την πνευματική. Η αμοιβαία τους έλξη πρέπει να είναι αρκετά δυνατή ώστε να φέρει την τέλεια ένωση, οργανική και ψυχική, μέσω της απόλυτα συμπληρωματικής τους ύπαρξης. Δεν είναι η πρόθεσή μας, βεβαίως, να αρνηθούμε ότι μεγάλα εμπόδια στέκονται στο δρόμο για να το πετύχουμε αυτό. Με την προϋπόθεση, πάντως, ότι έχουμε παραμείνει αντάξιοι της επιδίωξής της, δηλαδή ότι δεν έχουμε αλλοιώσει μέσα μας την έννοια μιας τέτοιας αγάπης στην ίδια την πηγή της, μόνο και μόνο από φθόνο, τίποτα στη ζωή δεν μπορεί να επικρατήσει ενάντια στην αέναη δίψα μας γι’ αυτήν. Πικρές αποτυχίες σε αυτήν την κατεύθυνση (που οφείλονται πολύ συχνά στην κοινωνική ανισότητα, η οποία σε γενικές γραμμές περιορίζει σοβαρά το εύρος των επιλογών και κάνει το μονιασμένο ζευγάρι στόχο για όλες τις διασπαστικές δυνάμεις που δουλεύουν εναντίον του από τα έξω) δεν μπορούν να μας αποθαρρύνουν από το ν’ ακολουθήσουμε αυτό το μονοπάτι. Είναι ουσιαστικό, εδώ περισσότερο όσο ποτέ, να αναλάβουμε την ανακατασκευή του αρχέγονου Ανδρόγυνου για το οποίο μας λένε όλες οι παραδόσεις, και την υπέρτατα επιθυμητή, και απτή, ενσάρκωσή του μέσα μας.

Από αυτήν την άποψη, έπρεπε να αναμένεται ότι η σεξουαλική επιθυμία- η οποία μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο ήταν λίγο πολύ απωθημένη σε μια υποκινούμενη από το άγχος ή την ενοχή συνείδηση εξαιτίας των ταμπού- θα αποδεικνυόταν (σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση παραπλανητικά) ο μεθυστικός και ανεκτίμητος «κόσμος σε αυτήν την πλευρά της αιωνιότητας» στις εσχατιές του οποίου τα ανθρώπινα όνειρα έχουν χτίσει όλους τους «πέρα κόσμους.»

Δεν χρειάζεται να επισημάνουμε ότι σε αυτό το σημείο ο Σουρεαλισμός σκόπιμα αποχωρεί από τα περισσότερα παραδοσιακά δόγματα, σύμφωνα με τα οποία η σαρκική αγάπη είναι ένας αντικατοπτρισμός, και ο παθιασμένος έρωτας μια αξιοθρήνητη δηλητηρίαση από το αστρικό φως, στο μέτρο που αυτή η τελευταία αγάπη λέγεται ότι προαπεικονίζεται στο φίδι της Γένεσης. Με την προϋπόθεση ότι αυτή η αγάπη αντιστοιχεί σε κάθε περίπτωση στη λέξη παθιασμένος, δηλαδή προϋποθέτει την επιλογή με όλη τη σημασία του όρου, ανοίγει τις πύλες ενός κόσμου όπου εξορισμού δεν μπορεί πλέον να είναι θέμα του κακού, μιας πτώσης, ή της αμαρτίας.

Η στάση του Σουρεαλισμού απέναντι στη φύση διακατέχεται πάνω απ’ όλα από την αρχική σύλληψη της ποιητικής «εικόνας.» Είναι γνωστό ότι ο Σουρεαλισμός είδε σ’ αυτήν τα μέσα να αποκτήσει, πολύ συχνά κάτω από συνθήκες πλήρους χαλάρωσης της σκέψης παρά πλήρους αυτοσυγκέντρωσης, σπινθήρες που συνέδεαν δυο στοιχεία της πραγματικότητας που ανήκουν σε κατηγορίες που είναι τόσο απομακρυσμένες μεταξύ τους ώστε η λογική θα αποτύγχανε να κάνει τη σύνδεση και που προϋποθέτουν μια στιγμιαία άρση της κριτικής στάσης ώστε να βρεθούν μαζί. Από τη στιγμή που κάποιος έχει βρει τον τρόπο που παράγεται και έχει συνειδητοποιήσει τους ανεξάντλητους πόρους του, αυτό το εκπληκτικό δίκτυο σπινθήρων οδηγεί το μυαλό να έχει μια λιγότερο θολή εικόνα του κόσμου και του εαυτού του. Το μυαλό τότε επιβεβαιώνει, αποσπασματικά βεβαίως, αλλά τουλάχιστον από μόνο του, ότι «όλα πάνω είναι όπως όλα κάτω» και ότι όλα μέσα είναι όπως όλα έξω. Ο κόσμος φαίνεται κατά συνέπεια να είναι σαν ένα κρυπτογράφημα που παραμένει χωρίς αποκωδικοποίηση μόνο εφόσον κάποιος δεν είναι καλά εξοικειωμένος με τη γυμναστική που επιτρέπει σε κάποιον να περάσει κατά βούληση από το ένα όργανο στο άλλο. Δεν χρειάζεται να τονιστεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι η μεταφορά, που απολαμβάνει κάθε ελευθερία στο Σουρεαλισμό, αφήνει μακριά πίσω της την (προκατασκευασμένη) αναλογία που ο Charles Fourier και ο μαθητής του Alphonse Toussenel προσπάθησαν να προωθήσουν στη Γαλλία. Αν και οι δύο συντείνουν στο να προάγουν το σύστημα των «αντιστοιχιών,» τους χωρίζει η ίδια απόσταση που υπάρχει μεταξύ αυτών που πετάνε ψηλά και εκείνων που βρίσκονται κάτω στη γη. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν έχει να κάνει με το να αυξήσει κάποιος την ταχύτητα και την ευκινησία του με ένα μάταιο πνεύμα να βελτιώσει την τεχνική του, αλλά μάλλον με το να γίνει ο κύριος του ενός και μοναδικού αγώγιμου ηλεκτρισμού ώστε να καταφέρει οι συσχετίσεις που κάποιος επιθυμεί να έχουν αποτέλεσμα.

Σε ό,τι αφορά τον πυρήνα του προβλήματος, που είναι αυτό της σχέσης μεταξύ του ανθρώπινου μυαλού και του κόσμου των αισθήσεων, ο Σουρεαλισμός εδώ βρίσκεται στο ίδιο πνεύμα με φιλοσόφους όπως ο Louis-Claude de Saint-Martin και ο Schopenhauer, με την έννοια ότι πιστεύει, όπως εκείνοι, ότι πρέπει να «ψάξουμε να καταλάβουμε τη φύση μέσα από τον εαυτό μας και όχι τον εαυτό μας μέσα από τη φύση.» Αυτό δεν οδηγεί, ωστόσο, στο να συμμεριστεί με κανένα τρόπο την άποψη ότι το άτομο κατέχει την απόλυτη ανωτερότητα πάνω σε όλα τα άλλα πλάσματα, ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, ότι ο άνθρωπος είναι το εστεμμένο αποκορύφωμα του κόσμου- που είναι το πιο αδικαιολόγητο είδος αξιώματος και η μεγαλύτερη κατάχρηση που ο ανθρωπομορφισμός μπορεί να κατηγορηθεί. Η στάση του Σουρεαλισμού στο ζητούμενο, αντίθετα, είναι αναμφίβολα η ίδια με αυτήν του Gerard de Nerval, όπως εκφράζεται στο περίφημο σονέτο «Vers Dores.» Σε ό,τι αφορά άλλα πλάσματα των οποίων τις επιθυμίες και τα βάσανα μπορεί τόσο λιγότερο να κατανοήσει όσο βαθύτερα κατεβαίνει την κλίμακα που ο ίδιος κατασκεύασε, ο άνθρωπος πρέπει, με όλη την ταπεινότητα, να χρησιμοποιήσει τα λίγα που ξέρει για τον εαυτό του ώστε να αναγνωρίζει όσα τον περιβάλλουν. Το πιο αποτελεσματικό μέσο που διαθέτει για να το κάνει αυτό είναι η ποιητική διαίσθηση. Αυτή η διαίσθηση, που απελευθερώνεται τελικά από το Σουρεαλισμό, επιδιώκει όχι μόνο να αφομοιώσει όλα τα γνωστά είδη αλλά επίσης θαρραλέα να δημιουργήσει νέα είδη- δηλαδή, να καταφέρει να αγκαλιάσει όλες τις δομές του κόσμου, που έχουν φανερωθεί ή όχι. Από μόνη της παρέχει μόνο το νήμα που μπορεί να μας οδηγήσει ξανά στο δρόμο της «Γνώσης» ως γνώση της υπεραισθητής Πραγματικότητας, «αδιόρατα ορατής σε ένα αιώνιο μυστήριο.»

27 Αυγ 2009

Το διαλυτό ψάρι


Εκείνες τις μέρες το μοναδικό πράγμα που όλος ο κόσμος συζητούσε γύρω από τη Βαστίλη ήταν μια γιγάντια σφήκα που κατέβαινε τη λεωφόρο Richard-Lenoir το πρωί τραγουδώντας στην κορυφή των πνευμονιών της και ρωτώντας τα παιδιά γρίφους. Η μικρή σύγχρονη σφήκα είχε ήδη βρει μερικά θύματα όταν, καθώς έφευγα από το καφέ του οποίου η πρόσοψη κάποιοι σκέφτηκαν θα έδειχνε ωραία μ’ ένα κανόνι, αν και τη Φυλακή στη γειτονιά μπορεί σήμερα κάποιος να περάσει για ένα θρυλικό κτίριο, συνάντησα τη σφήκα με το στήθος μιας όμορφης γυναίκας και με ρώτησε το δρόμο.

«Θεέ και Κύριε, καλή μου, δεν εξαρτάται από μένα ν’ αφήσω ένα σημείο στο κραγιόν σου. Ο σχιστόλιθος τ’ ουρανού έχει μόλις καθαρίσει και ξέρεις ότι τα θαύματα πια δεν συμβαίνουν εκτός μεταξύ των εποχών. Γύρνα σπίτι. Ζεις στον τέταρτο όροφο ενός ωραίου κτιρίου και παρότι τα παράθυρα βλέπουν στο δικαστήριο, ίσως βρεις κάποιο τρόπο να μη μ’ ενοχλήσεις ξανά.»

Το έντομο βομβίζοντας, τόσο αναπάντεχα όσο μια πνευμονική συμφόρηση, εκείνη τη στιγμή έπνιξε το θόρυβο στις ράγες των οποίων το τραμ ήταν μια λιβελλούλα. Η σφήκα, αφού με κοίταξε για μεγάλο χρονικό διάστημα, δίχως αμφιβολία με σκοπό να εκδηλώσει προς εμένα την ειρωνική της έκπληξη, τώρα με πλησίασε και μου είπε στ’ αυτί: «Θα ξαναγυρίσω.» Όντως εξαφανίστηκε και ήμουν ήδη ευχαριστημένος που την είχα ξεφορτωθεί τόσο εύκολα όταν πρόσεξα ότι η Ιδιοφυία του μέρους, συνήθως σε μεγάλη επιφυλακή, έμοιαζε να έχει μια κρίση ιλίγγου και να είναι έτοιμη να πέσει πάνω στους περαστικούς. Αυτό θα μπορούσε μόνο να είναι μια δική μου παραίσθηση, εξαιτίας της μεγάλης ζέστης: ο ήλιος, επιπλέον, μ’ εμπόδισε να διαπιστώσω ότι υπήρχε επίσης μια ξαφνική μετάδοση φυσικών δυνάμεων, γιατί ήταν σαν ένα μακρύ φύλλο που τρέμει στον άνεμο, και χρειαζόταν μόνο να κλείσω τα μάτια για ν’ ακούσω τους κόκκους της άμμου να τραγουδάνε.

Η σφήκα, της οποίας το πλησίασμα μ’ έκανε να νιώσω πολύ άβολα (οι άνθρωποι γι’ αρκετές μέρες μιλούσαν για τα κατορθώματα μυστηριωδών κεντριών που δεν σέβονταν ούτε τη δροσιά του υπόγειου σιδηρόδρομου ούτε τη μοναξιά του δάσους), δεν είχε πει την τελευταία κουβέντα.

Όχι πολύ μακριά από δω, ο Σηκουάνας ανεξήγητα μετέφερε ένα αξιοθαύμαστο γυναικείο κορμί, αν και δεν είχε ούτε κεφάλι ούτε άκρα, και μερικοί αλήτες που το είχαν βρει όχι πολύ πριν ισχυρίζονταν ότι αυτό το κορμί ήταν ένα ανέπαφο σώμα, ένα σώμα όπως κανείς δεν είχε ξαναδεί, που ποτέ πριν δεν είχε χαϊδευτεί. Η αστυνομία, που ήταν εξουθενωμένη, ήταν βαθιά συγκινημένη, αλλά καθώς η βάρκα που είχε χρησιμοποιηθεί για να κυνηγήσει τη νέα Εύα δεν ξαναγύρισε, ματαίωσαν μια δεύτερη πιο ακριβή εκστρατεία, και υπήρξε μια ανεξακρίβωτη αναφορά ότι τα όμορφα παλλόμενα λευκά στήθια δεν ανήκαν ποτέ σε ζωντανό πλάσμα του είδους που ακόμη στοιχειώνει τις επιθυμίες μας. Ήταν πέρα από τις επιθυμίες μας, σαν φλόγες, και ήταν η πρώτη μέρα της γυναικείας εποχής της φωτιάς, απλά μια 21η Μαρτίου με χιόνι και πέρλες.


Κείμενο: André Breton/ Manifeste du Surréalisme/ Poisson Soluble.

Πίνακας: Max Ernst/ The Blessed Virgin Chastising the Infant Jesus.

17 Αυγ 2009

Πλάτωνος Πολιτεία

Το να πει κάποιος στην εποχή μας ότι είναι αριστοκρατικός, με την έννοια ενός οπαδού της αριστοκρατίας, θα χαρακτηριστεί είτε ως γραφικός ή ως φασίστας. Η έννοια της αριστοκρατίας ως πολίτευμα όπως επίσης και η έννοια της δημοκρατίας ήταν σαφώς διαμορφωμένες την εποχή του Πλάτωνα. Άλλωστε από εκείνη την εποχή αυτές η έννοιες κατάγονται. Βέβαια από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι τη δική μας εποχή οι συνθήκες έχουν αλλάξει όπως έχει αλλάξει ο τρόπος ζωής και σκέψης των σύγχρονων ανθρώπων. Αυτή η αλλαγή όμως, είναι αλήθεια, δεν έχει γίνει ούτε εκ βαθέων ούτε σε τόσο μεγάλο βαθμό. Η Πολιτεία του Πλάτωνα παραμένει έτσι όχι μόνο μια πηγή αναφοράς διαμέσου της ιστορίας, αλλά επιπλέον επίκαιρη όσο ποτέ.

Η Πολιτεία του Πλάτωνα, την οποία θα μπορούσαμε κάλλιστα να ονομάσουμε Ουτοπία του Πλάτωνα, αναφέρεται σε ένα τέλειο πολίτευμα. Ο Πλάτωνας αναλύει τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί. Αναφέρεται πρώτα στις έννοιες του πλούτου, της δικαιοσύνης, του ατόμου, του κράτους, της εκπαίδευσης, και στη συνέχεια αναφέρεται στα πέντε είδη πολιτεύματος που συνολικά θα μπορούσαν να υπάρξουν. Σε αυτά τα πέντε είδη πολιτεύματος στα οποία αναφέρεται ο Πλάτωνας θα ήθελα να σταθώ.

Το πρώτο πολίτευμα στο οποίο αναφέρεται είναι η αριστοκρατία. Την ταυτίζει με τη βασιλεία, όταν την εξουσία ασκεί ένας. Ο ίδιος ο Πλάτων συντάσσεται στην πλευρά αυτού του πολιτεύματος, το οποίο το θεωρεί και το ιδανικό πολίτευμα. Βλέπουμε δηλαδή από πόσο παλιά έχει ξεκινήσει αυτή η διαμάχη ανάμεσα στους «αριστοκρατικούς» και στους «δημοκρατικούς.» Το βλέπουμε άραγε να ξανασυμβαίνει στη σύγχρονη Αμερική; Ας αφήσουμε όμως προς στιγμή τον ίδιο τον Πλάτωνα να ξεδιπλώσει τις απόψεις του και να μας δώσει ένα στίγμα της δικής του εποχής. Λέει λοιπόν για τα υπόλοιπα τέσσερα είδη πολιτεύματος:

«Εύκολα, σε αυτήν την ερώτηση, μπορώ να απαντήσω: Πρώτο (πολίτευμα) είναι αυτό των Κρητών και των Λακώνων (παρακάτω το ονομάζει τιμοκρατία). Δεύτερο, η ολιγαρχία, που συχνά γεμίζει την πολιτεία με δεινά. Τρίτο, η δημοκρατία. Τέταρτο και «έσχατο πόλεως νόσημα,» η τυραννία. Δεν γνωρίζω κάποιο άλλο είδος πολιτεύματος που να έχει διακριτό χαρακτήρα. Υπάρχουν δυναστείες και πληρωμένες βασιλείες που βρίσκονται ίσα μεταξύ των Ελλήνων και των βαρβάρων.»

Στη συνέχεια ο Πλάτωνας αναλύει τη διαδοχή μεταξύ των πέντε πολιτευμάτων, πώς δηλαδή από την αριστοκρατία επέρχεται ο «εκφυλισμός» διαδοχικά στην τιμοκρατία, την ολιγαρχία, τη δημοκρατία και τέλος την τυραννία.

Το πέρασμα από την αριστοκρατία στην τιμοκρατία (εκεί δηλαδή που βασιλεύει η τιμή ως ηθική αξία, π.χ. στην αρχαία Κρήτη και στην αρχαία Σπάρτη), λαμβάνει χώρα μέσω της διάσπασης της (αριστοκρατικής) κυβέρνησης. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον εδώ ότι ο Πλάτωνας στη μετάβαση από την αριστοκρατία στην τιμοκρατία αποδίδει μια πλήρως μεταφυσική αιτία. Δείτε τα λόγια του ίδιου:

«… Αλλά βλέποντας πως οτιδήποτε έχει μιαν αρχή έχει κι ένα τέλος, ακόμη κι ένα πολίτευμα σαν το δικό μας δεν θα διαρκέσει για πάντα, αλλά με το χρόνο θα αποδιοργανωθεί. Και αυτή είναι η αποδιοργάνωση: Στα φυτά που φυτρώνουν στο έδαφος, καθώς και στα ζώα που κινούνται στην επιφάνεια της γης, η γονιμότητα και η στειρότητα της ψυχής και του σώματος συμβαίνουν όταν οι κύκλοι περιφοράς του καθενός είδους ολοκληρώνονται, και οι οποίοι κύκλοι για τις βραχύβιες υπάρξεις είναι σύντομοι και αντιστρόφως.»

Εξεπλάγην προσωπικά με τη δήλωση αυτή του Πλάτωνα. Εντούτοις ο ίδιος ενώ αποδίδει μια πλήρως μεταφυσική εξήγηση στην αποδιοργάνωση του ιδανικού, για εκείνον βεβαίως, αριστοκρατικού πολιτεύματος δίνει καθημερινές, πεζές, «κοινωνιολογικού τύπου» θα λέγαμε, εξηγήσεις για τη μετάβαση μεταξύ των άλλων πολιτευμάτων. Μήπως όμως ο Πλάτων σε εκείνη τη μακρινή εποχή, μέσω της αρχαίας θεωρίας των «κύκλων περιφοράς» ή των σφαιρών, προσπαθούσε να ερμηνεύσει αυτό που σχετίζεται με τη φθορά των πάντων, ζωντανών και άψυχων αντικειμένων, και αυτό που λέμε σήμερα δεύτερο θερμοδυναμικό νόμο; Τα πολιτεύματα βέβαια είναι έννοιες. Αλλά αν σκεφτούμε πως αυτοί που εφαρμόζουν τα πολιτεύματα είναι άνθρωποι και ότι οι άνθρωποι υπόκεινται στο «νόμο της φθοράς» τότε συνειδητοποιούμε το πόσο κοντά ο Πλάτωνας βρισκόταν στην απόδοση μιας καθαρά σύγχρονης φυσικής εξήγησης στην άνοδο και στην πτώση των πολιτισμών και των πολιτευμάτων!

Αφού ερμηνεύτηκε η μετάβαση από την αριστοκρατία στην τιμοκρατία με αυτόν τον «επιστημολογικό» τρόπο, ο Πλάτωνας στη συνέχεια αναφέρεται στη μετάβαση από την τιμοκρατία στην ολιγαρχία. Με λίγα λόγια μας λέει πως αυτή η μετάβαση γίνεται όταν η έννοια της τιμής ως ηθική αξία του ατόμου παίρνει την έννοια της «τιμής» ως αγοραστική αξία. Η συσσώρευση πλούτου σε θησαυροφυλάκια μεμονωμένων ατόμων διαφθείρει το πολίτευμα της τιμοκρατίας. Αυτά τα άτομα εφευρίσκουν παράνομους τρόπους να ξοδεύουν, καθώς «τι νοιάζει αυτούς ή τις γυναίκες τους;» Μήπως άραγε βλέπουμε εδώ τις ρίζες της γέννησης του σύγχρονου καπιταλισμού; Της σύγχρονης δηλαδή οικονομικής ολιγαρχίας που βάζει την αγοραστική αξία πάνω από την ηθική αξία των πραγμάτων; «Κι έτσι γίνονται ολοένα και πιο πλούσιοι, και όσο περισσότερο σκέφτονται να κάνουν περιουσία τόσο λιγότερο σκέφτονται την αρετή…» Ποια είναι τώρα τα κύρια ελαττώματα του ολιγαρχικού πολιτεύματος; Το πρώτο είναι ότι οι «άριστοι» εκλέγονται σύμφωνα με την οικονομική τους ισχύ. Το δεύτερο είναι η αναπόδραστη διάσπαση σε δύο Κράτη: Αυτό των φτωχών και εκείνο των πλουσίων. Το τρίτο και το χειρότερο από όλα, είναι ότι άνθρωποι που εξαιτίας της πλουτοκρατίας έχουν στερηθεί τελείως την περιουσία τους, περιφέρονται στους δρόμους ως ζητιάνοι, δίχως εργασία. Εδώ αξίζει τον κόπο να κάνουμε μια σημαντική επισήμανση: Οι φτωχοί στους οποίους αναφέρεται ο Πλάτωνας είναι γόνοι ολιγαρχικών που έχασαν τις περιουσίες τους από άλλους ολιγαρχικούς και για αυτό είναι έτοιμοι με κάθε μέσο να ξαναπάρουν τις περιουσίες τους πίσω. Σημεία άραγε των καπιταλιστικών καιρών μας στους σύγχρονους πόλεμους των δρόμων;

Το πέρασμα από την ολιγαρχία στη δημοκρατία: Η ευρεία οικονομική εξαθλίωση που δημιουργείται εξαιτίας της συγκέντρωσης του πλούτου στα χέρια των λίγων, κάνει τους πολλούς να εξεγερθούν. Η δημοκρατία έτσι επιβάλλεται είτε με τη βία είτε με τη φυγή των ολιγαρχικών. Στη συνέχεια στην πολιτεία δίνονται ίσες εξουσίες σε όλα τα μέλη και οι εκπρόσωποί της εκλέγονται με ψήφο. Πώς όμως σταδιακά εκφυλίζεται μια δημοκρατία; Μας λέει ο Πλάτωνας επαυτού:

«Στην αρχή, πόσο ελεύθεροι είναι. Και πόσο η πόλη είναι γεμάτη από ελευθερία και ειλικρίνεια- ένας άνθρωπος δεν μπορεί να πει και να κάνει ό,τι θέλει;… Αυτό, λοιπόν, μοιάζει να είναι το δικαιότερο των πολιτευμάτων, σαν φόρεμα στολισμένο με κάθε λογής άνθος… Χάρη στην ελευθερία που βασιλεύει εκεί… αυτός που θέλει να φτιάξει μια πολιτεία… πρέπει να πάει σε μια δημοκρατία όπως θα πήγαινε σε ένα παζάρι στο οποίο πουλάνε πολιτεύματα, και να διαλέξει αυτό που του ταιριάζει…Και δεν είναι άραγε η ανθρωπιά τους για τον καταδικασμένο σε κάποιες περιπτώσεις χαριτωμένη; Δεν έχεις προσέξει πώς, σε μια δημοκρατία, πολλά άτομα, παρότι έχουν καταδικαστεί σε θάνατο ή σε εξορία, απλώς μένουν εκεί που ήταν και συνεχίζουν να περπατάν ελεύθεροι- ο κύριος παρελαύνει σαν ήρωας, και κανείς δεν βλέπει ούτε και ενδιαφέρεται;». Τέτοια λέει ο Πλάτωνας για τη δημοκρατία μεταξύ αστείου και σοβαρού, για το γλυκό πολίτευμα, το άναρχο και ποικίλο που μεταχειρίζεται «ἴσοις τε καὶ ἀνίσοις ὁμοίως.»

Και καταυτόν τον τρόπο στρώνεται σταδιακά το έδαφος για την τυραννία, αφού καταυτόν έχει δημοκρατική προέλευση. Γιατί όπως την ολιγαρχία διαφθείρει ο πλούτος, τη δημοκρατία διαφθείρει η ελευθερία: «Όταν μια δημοκρατία που διψάει για ελευθερία έχει κακούς οινοχόους που επιβλέπουν τη γιορτή, και έχει πιει τόσο πολύ από το δυνατό κρασί της ελευθερίας, τότε, αν δεν είναι οι άρχοντές της γενναιόδωροι να παρέχουν άφθονη την ελευθερία, τους καθιστά υπαίτιους και τους αποκαλεί μιαρούς και ολιγαρχικούς… Και έννομοι πολίτες προσβάλλονται από τους σκλάβους… θα έχει υποτελείς σαν άρχοντες, και άρχοντες σαν αφεντικά… Τώρα, σε μια τέτοια πολιτεία, μπορεί η ελευθερία να έχει όριο αναφοράς;» Ο Πλάτωνας βέβαια για τα σημερινά δεδομένα το «παρατραβάει,» καθώς αναφέρει πως «το ύστατο άκρο της λαϊκής ελευθερίας είναι όταν ο σκλάβος που αποκτήθηκε με χρήματα, είτε άντρας ή γυναίκα, είναι εξίσου ελεύθερος με τον αγοραστή του. Ούτε πρέπει να ξεχάσω να πω για την ελευθερία των δύο φύλλων σε σχέση του ενός με το άλλο.» Βλέπετε όμως πως αυτά τα «ακραία» ζητήματα είχαν ήδη τεθεί από εκείνην κιόλας την εποχή, ενώ σε άλλες κοινωνίες, ακόμη και σύγχρονες, ούτε καν σηκώνουν συζήτηση.

Η ακραία ελευθερία λοιπόν, με μια λέξη η ασυδοσία, είναι αυτό που οδηγεί από τη δημοκρατία στην τυραννία: «Η καταστροφή της ολιγαρχίας είναι και καταστροφή της δημοκρατίας. Η ίδια αρρώστια σε μεγαλύτερο και εντονότερο βαθμό μεγεθυμένη από την ελευθερία επικυριαρχεί στη δημοκρατία- η αλήθεια είναι ότι η υπερβολική αύξηση σε οτιδήποτε συχνά προκαλεί μιαν αντίδραση στην αντίθετη κατεύθυνση. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για τις εποχές και για τις ζωές των φυτών και των ζώων, αλλά πάνω απ’ όλα για τα είδη των πολιτευμάτων.» Έτσι λοιπόν η ακραία μορφή της δουλείας, η τυραννία, γεννιέται μέσα από την ακραία μορφή ελευθερίας. Η ασυδοσία και η αταξία οδηγούν στην αποδιοργάνωση της δημοκρατίας, οπότε και εμφανίζεται ο τύραννος, ως προστάτης των πολλών, ο οποίος εξοντώνει με κάθε μέσο τους εναπομείναντες πλουτοκράτες και τους όποιους εχθρούς του και γίνεται ο απόλυτος κυρίαρχος των πάντων.

Εδώ ο Πλάτων τελειώνει την ανάλυσή του για τα πέντε είδη πολιτεύματος. Στη συνέχεια κάνει μια διαφορετικού τύπου ανάλυση, όπου ψάχνει την αντιστοιχία ανάμεσα σε αυτά και στα θεμελιώδη είδη της ανθρώπινης ψυχής, με το σκεπτικό ότι όποιος είναι ο ανθρώπινος χαρακτήρας το ίδιο θα είναι και το πολίτευμα το οποίο ασπάζεται και εφαρμόζει. Αυτό είναι μάλλον θέμα μιας άλλης συζήτησης, γιατί κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει κάποιος «ιερός» αριθμός που να εκφράζει το πλήθος των πιθανών πολιτευμάτων, τα οποία προφανώς και είναι άπειρα. Θα μπορούσαμε ωστόσο να αναγνωρίσουμε κάποιους θεμελιώδεις κανόνες σε σχέση με την προηγούμενη ανάλυση του Πλάτωνα: Πρώτον η αριστοκρατία, η τιμοκρατία και η ολιγαρχία είναι λίγο πολύ το ίδιο πολίτευμα. Η αριστοκρατία ως γνωστόν είναι μια οικονομική μειοψηφία, επομένως είναι ολιγαρχία. Η ολιγαρχία από την άλλη μεριά αρέσκεται σε «αριστοκρατικές» συνήθειες, επομένως και η ολιγαρχία είναι αριστοκρατία. Η τιμοκρατία ή τιμαρχία από τη δική της σκοπιά είναι θα λέγαμε το πολίτευμα της τιμής των όπλων, ένα λίγο πολύ «πρωτόγονο» στρατοκρατικό καθεστώς. Αν αναλογιστούμε όμως πως σε όλα τα αριστοκρατικά καθεστώτα του παρελθόντος οι αριστοκράτες ήταν και αξιωματικοί του στρατού, άνθρωποι δηλαδή της τιμής των όπλων, η τιμοκρατία συγχωνεύεται με την αριστοκρατία. Παρομοίως συγχωνεύεται και η μοναρχία ως «ενός ανδρός ολιγαρχία.»Αυτά τα είδη πολιτεύματος θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «κλασσικά» ή παλαιού τύπου πολιτεύματα. Από την άλλη μεριά, σαν ένα λαμπερό διαμάντι μέσα στην άβυσσο στέκεται η δημοκρατία. Είναι αλήθεια ότι οι δημοκρατίες πάλεψαν και μάτωσαν για να εγκαθιδρύσουν τη θέση τους στις σύγχρονες κοινωνίες. Στην πραγματικότητα η τυραννία, στην οποία αναφέρεται και ο Πλάτωνας, είναι ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στου παλιού τύπου ολιγαρχικά καθεστώτα και στη δημοκρατία. Αυτό συνέβη στην Αρχαία Αθήνα, το ίδιο συνέβη και στη Γαλλική επανάσταση και στην Οκτωβριανή επανάσταση: Τους αριστοκράτες διαδέχτηκε ένας «τύραννος» (τι Πεισίστρατος, τι Ναπολέοντας, τι Στάλιν) με την υποστήριξη του λαού, ο οποίος έδωσε στη συνέχεια τη θέση του στη δημοκρατία. Ίσως έτσι να δημιουργείται κάθε φορά μια νέα αριστοκρατία σε έναν αέναο κύκλο, χωρίς να μπορεί να αποδειχτεί αν πρόκειται για πρόοδο ή οπισθοδρόμηση. Αυτό που πάντως έχει σημασία, κατά τη γνώμη μου, στη σύγχρονη εποχή είναι η ολοκλήρωση της δημοκρατίας. Η τεχνολογία, η επιστήμη, το ίντερνετ, μπορούν να θέσουν τα θεμέλια για μία πραγματικά ισότιμη και παγκοσμιοποιημένη (με τη θετική έννοια κοινωνία), αρκεί να υπάρξει μια όσο το δυνατό πιο δίκαιη αναδιανομή του παγκόσμιου πλούτου. Σε ότι αφορά το πέρασμα σε μια μελλοντική ιδανική Πολιτεία, αυτό είναι προφανώς μια άλλη ιστορία….



Φωτoγραφία του post:
Απόσπασμα από την Πολιτεία, όπου ο Πλάτων αναλύει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η ιδανική Πολιτεία αποδιοργανώνεται, μέσω "φυσικών νόμων."


Σύνδεσμοι:
Το κείμενο στα Αρχαία Ελληνικά
Τo κείμενο στα αγγλικά