Κάρτες του Zener που χρησιμοποιήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα για πειράματα ESP
Η Έξω- Αισθητήρια Αντίληψη (ESP) έχει να κάνει με αντίληψη πληροφορίας που δεν προέρχεται από τις γνωστές κοινές ανθρώπινες αισθήσεις, για αυτό και έχει ονομαστεί ‘έκτη αίσθηση.’ Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον ψυχολόγο J. B. Rhine για να περιλάβει ‘ψυχικά’ φαινόμενα, όπως η τηλεπάθεια, η ψυχοκίνηση και η διόραση, σε πειράματα που ο ίδιος διεξήγαγε. [1] Μεταξύ των πειραμάτων του, περιλαμβάνονται πειράματα με ζάρια ή με τις λεγόμενες κάρτες Zener, που φέρουν το όνομα ενός συναδέλφου του Rhine.
O Jung, στο βιβλίο του ‘Συγχρονικότητα, μια μη αιτιακή συνδετική αρχή,’ αναφέρεται εκτενώς σε αυτά τα πειράματα, τα οποία και σχολιάζει μέσα στα πλαίσια της θεωρίας του. Ας ακολουθήσουμε λοιπόν την περιγραφή του και τις, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, ερμηνείες που προτείνει:
‘‘Τα αποφασιστικά στοιχεία για την ύπαρξη των μη αιτιακών συνδυασμών γεγονότων έχουν παρουσιαστεί, με τις επαρκείς επιστημονικές δικλείδες, αν και πολύ πρόσφατα, κυρίως μέσω των πειραμάτων του J.Β. Rhine και των συναδέλφων του, παρότι δεν έχουν αναγνωρίσει τις εκτεταμένες συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από τα συμπεράσματά τους. Μέχρι σήμερα κανένα σημαντικό επιχείρημα που να μην μπορεί να αντικρουστεί δεν έχει παρουσιαστεί ενάντια σε αυτά τα πειράματα. Συνίστανται, σε γενικές γραμμές, σε έναν ερευνητή που γυρίζει, τη μία μετά την άλλη, μία σειρά από αριθμημένες κάρτες οι οποίες έχουν πάνω τους απλά γεωμετρικά σχήματα. Την ίδια στιγμή το υποκείμενο, που χωρίζεται από τον ερευνητή με ένα πέτασμα, πρέπει να μαντέψει τα σχήματα καθώς οι κάρτες γυρίζονται. Χρησιμοποιείται ένα πακέτο από είκοσι πέντε κάρτες, και κάθε πέντε έχουν το ίδιο σύμβολο. Πέντε κάρτες είναι μαρκαρισμένες με ένα αστέρι, πέντε με ένα τετράγωνο, πέντε με έναν κύκλο, πέντε με κυματιστές γραμμές, και πέντε με έναν σταυρό. Ο ερευνητής κανονικά δεν γνωρίζει τη διάταξη των καρτών, ούτε το υποκείμενο μπορεί να δει τις κάρτες. Πολλά από τα πειράματα ήταν αρνητικά, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα δεν υπερέβη την πιθανότητα πέντε τυχαίων επιτυχιών. Στην περίπτωση κάποιων υποκειμένων, όμως, μερικά αποτελέσματα ξεπερνούσαν χαρακτηριστικά τις πιθανότητες. Στην πρώτη σειρά πειραμάτων κάθε υποκείμενο προσπαθούσε να μαντέψει τις κάρτες 800 φορές. Το μέσο αποτέλεσμα έδειξε 6.5 επιτυχίες για 25 κάρτες, το οποίο είναι 1.5 φορά περισσότερο από την πιθανότητα 5 τυχαίων επιτυχιών. Η πιθανότητα να υπάρχει μία απόκλιση 1.5 μονάδα λόγω τύχης, υπολογίζεται σε 1:250.000. Αυτή η αναλογία δείχνει ότι η πιθανότητα μίας τυχαίας απόκλισης δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, εφόσον αναμένεται μία φορά στις 250.000 περιπτώσεις. Τα αποτελέσματα ποικίλλουν ανάλογα με το ιδιαίτερο χάρισμα του κάθε υποκειμένου. Ένας νεαρός άνδρας, που σε πολλά πειράματα σημείωσε έναν μέσο όρο 10 επιτυχιών για κάθε 25 κάρτες (το διπλάσιο της αναμενόμενης πιθανότητας), μία φορά μάντεψε και τις 25 κάρτες σωστά, γεγονός το οποίο δίνει πιθανότητα 1:298.023.223.876.953.125. Η δυνατότητα του ανακατέματος των καρτών με κάποιον αυθαίρετο τρόπο αναιρείται χάρη σε μία συσκευή που ανακατεύει τις κάρτες αυτόματα, ανεξάρτητα από τον ερευνητή.
Μετά από την πρώτη σειρά πειραμάτων η απόσταση ανάμεσα στον ερευνητή και στο υποκείμενο αυξήθηκε, σε μία περίπτωση σε 250 μίλια. Το μέσο αποτέλεσμα των πολυάριθμων πειραμάτων ανήλθε εδώ σε 10.1 επιτυχίες για 25 κάρτες. Σε μία άλλη σειρά πειραμάτων, όταν ο ερευνητής και το υποκείμενο βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο, το αποτέλεσμα ήταν 11.4 για 25 κάρτες. Όταν το υποκείμενο ήταν στο διπλανό δωμάτιο, 9.7 για 25 κάρτες. Όταν ήταν δύο δωμάτια μακριά, 12.0 για 25 κάρτες. Ο Rhine αναφέρει τα πειράματα των F.L. Usher και E.L. Burt, τα οποία πραγματοποιήθηκαν με θετικά αποτελέσματα σε μία απόσταση πάνω από 960 μίλια. Με τη βοήθεια συγχρονισμένων ρολογιών πειράματα έγιναν επίσης μεταξύ του Durham, στη βόρεια Καρολίνα, και του Ζάγκρεμπ, στη Γιουγκοσλαβία, περίπου 4.000 μίλια μακριά, με εξίσου θετικά αποτελέσματα…
Ανάμεσα στα πειράματα του Rhine πρέπει επίσης να αναφέρουμε και αυτά με ζάρια. Το υποκείμενο πρέπει να ρίξει τα ζάρια, και την ίδια στιγμή πρέπει να ευχηθεί ότι ένας αριθμός (ας πούμε το 3) θα έρθει όσες περισσότερες φορές δυνατό. Τα αποτελέσματα αυτού του είδους πειράματος, που λέγεται PK (Ψυχο- Κινητικό), ήταν θετικά, τόσο πιο πολύ όσα περισσότερα ήταν τα ζάρια που χρησιμοποιούνταν σε μία ρίψη. Αν αποδειχτεί ότι ο χώρος και ο χρόνος είναι ψυχικά σχετικοί, τότε το κινούμενο σώμα πρέπει να διαθέτει, ή να υπόκειται σε, μία ψυχική σχετικότητα…
Όπως είναι αναμενόμενο, κάθε είδος προσπάθειας που μπορεί κάποιος να φανταστεί έχει γίνει για να εξηγηθούν αυτά τα αποτελέσματα, τα οποία φαίνονται να βρίσκονται στα σύνορα του θαυμαστού και ουσιαστικά ανέφικτου. Αλλά όλες αυτές οι προσπάθειες είναι ανεπαρκείς απέναντι στα γεγονότα, για τα οποία κανείς μέχρι σήμερα δεν μπορεί να αποδείξει ότι δεν υπάρχουν. Τα πειράματα του Rhine μας φέρνουν αντιμέτωπους με το ότι υπάρχουν γεγονότα που σχετίζονται μεταξύ τους πειραματικά, και στη συγκεκριμένη περίπτωση με νοήμονα τρόπο, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε δυνατότητα απόδειξης ότι αυτή η σχέση είναι αιτιακή, καθώς η ‘μετάδοση’ δεν παρουσιάζει καμία από τις γνωστές ιδιότητες της ενέργειας. Υπάρχει επομένως καλός λόγος να αμφισβητηθεί ότι τίθεται θέμα μετάδοσης ενέργειας εξαρχής. Τα πειράματα με το χρόνο αποκλείουν κατά κανόνα οποιαδήποτε τέτοια περίπτωση, επειδή θα ήταν παράλογο να υποθέσει κάποιος ότι μία κατάσταση που δεν υπάρχει ακόμα και θα εμφανιστεί μόνο στο μέλλον θα μπορούσε να μεταδοθεί ως φαινόμενο ενέργειας σε ένα δέκτη στο παρόν. Φαίνεται καλύτερο ότι μία επιστημονική εξήγηση θα πρέπει να αρχίσει με μία κριτική σχετικά με τις έννοιες του χώρου και του χρόνου αφενός, και με αυτή του ασυνείδητου αφετέρου. Όπως έχω πει, είναι αδύνατο, με τα σημερινά μας μέσα, να εξηγηθεί η ESP, ή το γεγονός της νοήμονης σύμπτωσης, ως ενεργειακό φαινόμενο. Αυτό σηματοδοτεί το τέλος της αιτιακής εξήγησης επίσης, επειδή το ‘αποτέλεσμα’ δεν μπορεί να γίνει κατανοητό παρά μόνο ως ενεργειακό φαινόμενο. Επομένως δεν μπορεί να είναι ένα πρόβλημα αιτίας και αποτελέσματος, αλλά μίας σύμπτωσης στο χρόνο, ένα είδος ταυτοχρονικότητας. Λόγω αυτής της ιδιότητας του ταυτοχρονισμού, επέλεξα τον όρο ‘συγχρονικότητα’ για να υποδείξει έναν υποθετικό παράγοντα ισοδύναμο σε ισχύ με την αιτιότητα ως ερμηνευτική αρχή…
Ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ούτε ο χρόνος δεν είναι κατά κανόνα απαγορευτικός παράγοντας. Με άλλα λόγια, η πρόβλεψη μίας σειράς καρτών τράπουλας που θα φανερώνονταν στο μέλλον έφερε ένα αποτέλεσμα που ξεπερνά την πιθανότητα της τύχης. Τα αποτελέσματα του πειράματος με το χρόνο του Rhine δείχνουν μία πιθανότητα 1:400.000, που σημαίνει μία σημαντική πιθανότητα να υπάρχει κάποιος παράγοντας ανεξάρτητος από το χρόνο. Οδηγούν, με άλλα λόγια, προς μία ψυχική σχετικότητα του χρόνου, καθώς το πείραμα είχε να κάνει με την αντίληψη γεγονότων που δεν έχουν ακόμη συμβεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο παράγοντας του χρόνου φαίνεται ότι εκμηδενίστηκε από μία ψυχική συνάρτηση ή ψυχική κατάσταση που είναι επίσης ικανή να εκμηδενίζει τον παράγοντα του χώρου…
Τα πειράματα του Rhine δείχνουν ότι σε σχέση με την ψυχή ο χώρος και ο χρόνος είναι, σαν να λέμε, ‘ελαστικοί’ και μπορούν προφανώς να μειωθούν σχεδόν σε σημείο εξαφάνισης, σαν να εξαρτιόνταν από ψυχικούς παράγοντες και δεν υπήρχαν καθαυτοί αλλά είχαν μόνο ‘υποτεθεί’ από το συνειδητό μυαλό. Στην αρχική άποψη του ανθρώπου για τον κόσμο, όπως ανακαλύπτουμε για τους πρωτόγονους, ο χώρος και ο χρόνος έχουν μία πολύ αβέβαιη ύπαρξη. Γίνονται ‘πάγιες’ έννοιες μόνο κατά τη διάρκεια της διανοητικής ανάπτυξής του, κυρίως χάρη στην εισαγωγή της μέτρησης. Καθαυτοί, ο χώρος και ο χρόνος δεν αποτελούνται από τίποτα. Είναι έννοιες υλοποιημένες από τη διαχωριστική λειτουργία του συνειδητού μυαλού, και αποτελούν τις απαραίτητες συντεταγμένες για την περιγραφή της συμπεριφοράς των σωμάτων σε κίνηση. Είναι, επομένως, ουσιαστικά ψυχικοί στην προέλευση, γεγονός το οποίο είναι πιθανώς ο λόγος που ώθησε τον Kant να τους θεωρήσει σαν a priori κατηγορίες. Αλλά αν ο χώρος και ο χρόνος είναι μόνο φαινομενικά ιδιότητες των σωμάτων σε κίνηση και δημιουργούνται από τις διανοητικές ανάγκες του παρατηρητή, τότε η σχετικοποίησή τους με ψυχικούς όρους δεν είναι πλέον ζήτημα που προκαλεί έκπληξη αλλά που βρίσκεται μέσα στα όρια της δυνατότητας. Αυτή η δυνατότητα παρουσιάζεται όταν η ψυχή παρατηρεί, όχι εξωτερικά σώματα, αλλά τον εαυτό της. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στα πειράματα του Rhine: η απάντηση του υποκειμένου δεν είναι το αποτέλεσμα της παρατήρησής του πάνω στις φυσικές (υλικές) κάρτες, είναι ένα προϊόν καθαρής φαντασίας, ‘τυχαίων’ ιδεών που αποκαλύπτουν τη δομή αυτού που τις παράγει, δηλαδή του ασυνείδητου…’
Μετά από αυτήν την ολοκληρωμένη και διαφωτιστική περιγραφή από τον Jung, θα ήθελα να πω τα εξής: Η μεθοδολογία που τηρείται στα προηγούμενα πειράματα, γίνεται μέσα από τη στατιστική ανάλυση. Εδώ υπάρχει ένα παράδοξο, ένας παράγοντας αυτοαναίρεσης θα έλεγα: Ένα ‘μεταφυσικό’ φαινόμενο σχεδιάζεται και αναλύεται μέσα από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τα φυσικά φαινόμενα, και όταν αυτές οι μέθοδοι εξορισμού αρνούνται την ύπαρξη ‘μεταφυσικών’ φαινομένων! Ειλικρινά, απορώ γιατί τηρήθηκε αυτή η μεθοδολογία… Από εκεί και ύστερα, και ακολουθώντας την ίδια γραμμή σκέψης, θα ήθελα να πω το εξής σημαντικό, όπως τουλάχιστον θεωρώ ότι είναι: Όπως με τα πειράματα ESP, έτσι και με τα πειράματα ‘EPR,’ υπάρχουν δύο τρόποι ερμηνείας των αποτελεσμάτων. Ο πρώτος, είναι να δεχτούμε ότι μπορεί να υπάρξει ένα είδος ‘ακαριαίας’ επικοινωνίας από απόσταση, έτσι ώστε να παραβιάζεται η αιτιότητα, και να ακυρώνεται ο χώρος-χρόνος σαν ένα πραγματικό υπόστρωμα στο οποίο λαμβάνουν χώρα τα φυσικά φαινόμενα. Ο δεύτερος τρόπος, είναι να αναθεωρήσουμε τις μεθόδους που χρησιμοποιούμε, σε ό,τι αφορά την ίδια στατιστική ανάλυση. Και με αυτό εννοώ το εξής:
Θεωρούμε, για παράδειγμα, ότι κατά τη ρίψη ενός ‘δίκαιου’ νομίσματος, (fair coin) οι πιθανότητες είναι μοιρασμένες, 50%- 50%, να πάρουμε είτε κορώνα ή γράμματα. Ωστόσο, αυτή είναι μια ιδανική περίπτωση, αφού, στην πράξη, υπάρχει πάντα κάποιος παράγοντας που θα κάνει το κέρμα, η τη ρίψη, ‘άνιση,’ π.χ., το κέρμα να έχει μεγαλύτερο βάρος σε κάποιο σημείο, ή ένα ρεύμα αέρα που θα επηρεάσει τη ρίψη, ή ο τρόπος που ‘στρίβουμε’ το κέρμα, κοκ. Σε ό,τι τώρα αφορά το παράδειγμα με τις κάρτες του Zener, στην πραγματικότητα, οι πιθανότητες δεν είναι ίσες για τις πέντε κάρτες, γιατί απλούστατα τα σχήματα που απεικονίζουν δεν είναι ίδια. Κάποιος άνθρωπος μπορεί, δηλαδή, να προτιμήσει το ‘τετράγωνο,’ έναντι του ‘άστρου,’ ή των ‘κυμάτων,’ επειδή το συγκεκριμένο σχήμα έχει για εκείνον κάποια ιδιαίτερη, ‘βαρύνουσα,’ σημασία. Με την ίδια έννοια, στο πείραμα EPR όταν οι δύο παρατηρητές μετρούν το spin (ή την πόλωση) του σωματιδίου σε μια, μεταξύ τους, γωνία ίση με 90 ή 180 μοίρες, τα αποτελέσματα που παίρνουν (οι πιθανότητες που μετρούν) είναι τα ίδια με εκείνα που ήδη προβλέπονταν από την κλασσική στατιστική θεωρία... Μόνο σε ενδιάμεσες γωνίες τα αποτελέσματα διαφέρουν, εξαιτίας διαφορετικών υπολογισμών που γίνονται στην κβαντική θεωρία. Πρόκειται, δηλαδή, περισσότερο για μία ‘στατιστική διόρθωση’ ως προς το ποιο θα είναι το ‘σωστό’ αποτέλεσμα, παρά για μία ‘στοιχειωμένη’ δράση εξ αποστάσεως, ως την εναλλακτική ερμηνεία του φαινομένου. Άλλωστε, ο ίδιος ο Bell, ο οποίος και υπολόγισε τις σωστές πιθανότητες, αυτό που επεσήμανε ήταν απλά ότι η κλασσική θεωρία δεν μπορούσε να προβλέψει το σωστό αποτέλεσμα, και αυτό, βέβαια, λόγω κάποιων παραδοχών που τις έλειπαν, μία εκ των οποίων ήταν και η ύπαρξη της ‘συζευγμένης’ κατάστασης ενός συστήματος σωματιδίων.
Κατόπιν αυτής της διαπίστωσης, μένει, άραγε, χώρος για κάποια ‘μεταφυσική’ εξήγηση των φαινομένων; Είναι, δηλαδή, τα αποτελέσματα άξια μιας ‘διαφορετικής’ ερμηνείας, ή, μήπως, αυτό που μένει είναι να αναθεωρήσουμε τους νόμους των πιθανοτήτων που χρησιμοποιούμε; Στην περίπτωση της κβαντικής σύζευξης, ουσιαστικά αυτό έγινε. Στην περίπτωση με τις κάρτες του Zener, ή με τα ζάρια του Rhine, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ένα σχήμα, ή, αντίστοιχα, ένας αριθμός δεν ‘μαντεύονται’ με ίσες πιθανότητες, γιατί, απλά, οι άνθρωποι δεν αντιμετωπίζουν όλα τα σχήματα, ή όλους τους αριθμούς, ισότιμα. Ακόμη δε κι αν βρίσκαμε κάποιες πειραματικές συνθήκες να εξαλείψουμε πλήρως τον ανθρώπινο υποκειμενικό παράγοντα, και πάλι θα υπήρχαν ‘αντικειμενικοί,’ και ‘εξωγενείς’ φυσικοί παράγοντες που, σε κάθε περίπτωση, θα ανέτρεπαν την ‘απόλυτη δημοκρατία’ των 50%-50% πιθανοτήτων.
Ακολουθώντας μέχρι τέλους αυτή τη διαδρομή σκέψης, θα ήθελα, για να καταλήξω, να εξαντλήσω όλα τα ‘όρια των πιθανοτήτων.’ Αφού δηλαδή θα εξαλείφαμε από το πείραμά μας κάθε λογής ανθρώπινο παράγοντα, αλλά και κάθε είδους φυσική επιρροή, (αν, και μόνο αν, κάτι τέτοιο ήταν εφικτό!) στο τέλος θα μέναμε αντιμέτωποι με τα ίδια τα σχήματα, πάνω στις κάρτες, ή τους αριθμούς, πάνω στα ζάρια, ως σύμβολα, ίσως όχι ‘παθητικά,’ αλλά ικανά από ‘μόνα’ τους να δράσουν πάνω στην έκβαση του πειράματος. Θα λέγαμε, για παράδειγμα, αν μια μέρα ερχόταν πιο συχνά το ‘έξι’ ή το ‘τετράγωνο,’ ότι η μέρα εκείνη ήταν η ‘μέρα του έξι,’ ή ‘η μέρα του τετραγώνου.’ Θα μπορούσαμε ακόμη να εφαρμόσουμε κάποια φυσικά, εξωτερικά πεδία, π.χ. ηλεκτρομαγνητικά ή ηχητικά, τα οποία, ανάλογα με τη συχνότητά ή τη φορά τους, να συντονίζονται, ενισχυτικά ή καταστροφικά, με κάποιους αριθμούς ή σχήματα! Σε αυτήν την περίπτωση, θα ‘φέρναμε’ πιο συχνά έναν αριθμό ή κάποιο σχήμα, ανάλογα με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά του πεδίου που θα εφαρμόζαμε. Αν επιπλέον ανακαλύπταμε ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να παράγει κάποιας μορφής πεδίο που να επηρεάζει τα εξωτερικά φυσικά αντικείμενα, τότε πλέον όλο το πλαίσιο των ‘παραφυσικών’ φαινομένων θα μπορούσε να περιγραφεί μέσα από την ‘φυσική’ επιστήμη. Δεν ξέρω κατά πόσο οι προηγούμενοι συλλογισμοί έχουν την οποιαδήποτε βάση, αλλά παράλληλα, σε μια τέτοια υποθετική μελλοντική εποχή, θα είχαν επίσης καταρριφτεί και όλες οι εννοιολογικές αντιφάσεις και ερμηνευτικές ασάφειες, που συνοδεύουνε πάντοτε τη φαντασία και την άγνοιά μας.
==========================================