[André Breton, από τη συλλογή «Le la,» 1961]
Η «υπαγόρευση της σκέψης» (ή κάποιου άλλου πράγματος;) στην οποία ο σουρεαλισμός θέλησε αρχικά να υποταχθεί και να υποβληθεί μέσω της λεγόμενης «αυτόματης» γραφής, έχω πει σε αρκετές περιπτώσεις ότι στην καθημερινή ζωή η ακρόασή της (εκούσια- ακούσια) εκτέθηκε. Ανεκτίμητης αξίας, επομένως, ήταν πάντα για μένα εκείνες οι φράσεις ή τμήματα φράσεων, ψήγματα μονολόγου ή διαλόγου ανασυρμένα από τον ύπνο και διατηρημένα χωρίς κανένα λάθος που η άρθρωσή τους και η προσωδία τους παραμένουν καθαρές κατά την εγρήγορση- την εγρήγορση που μοιάζουν να παράγουν ώστε κάποιος θα έλεγε πως προκύπτουν τη στιγμή που προφέρονται. Γιατί παρότι είναι σιβυλλικές, κάθε φορά που μου ήταν δυνατό τις συνέλεγα με όλη την προσοχή που χρειάζονται οι πολύτιμες πέτρες. Ήταν μια εποχή που τις μάζευα όπως ήταν ακατέργαστες στο ξεκίνημα ενός κειμένου («le Message automatique » και μερικά ακόμα). Υποχρέωνα έτσι τον εαυτό μου να «προσθέτει» σε αυτές, παρότι μ’ έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, με την προϋπόθεση ότι αυτό που θα προέκυπτε θα έστεκε πλάι τους και θα είχε πάρει κάτι από το μεγάλο βαθμό αταξίας τους. Χάρη σε μία από αυτές τις φράσεις στο ρυθμό μιας πρότασης ιδιαίτερα ωραίας: «Θα υπάρχει πάντα ένα φτυάρι του ανέμου μέσα στην άμμο του ονείρου,» το 1943 έφτιαξα το συρμό ενός μακροσκελούς ποιήματος: «les Etats généraux,» που είναι χωρίς αμφιβολία αυτό που εκτιμώ περισσότερο. Ακόμα κι αν, με μεγάλη διαφορά, το «la bouche d'ombre» δεν μου έκανε την ίδια αίσθηση όπως στον Hugo και το οποίο αρκούταν σε γενικόλογα σχόλια, αυτό που έχει σημασία είναι ότι ήταν σε θέση να μου προσφέρει κάποιες λέξεις που παραμένουν για μένα ορόσημα, οι οποίες είμαι βέβαιος ότι προορίζονταν μόνο για μένα (τόσο αναγνωρίζω σ’ αυτά, μα τόσο καθαρή και φτασμένη σε μια μαγική δύναμη, την ίδια μου τη φωνή) και οι οποίες, όσο αποθαρρυντικές κι αν είναι για μια κατά γράμμα μετάφραση, σ’ ένα συναισθηματικό επίπεδο ήταν ικανές να μου δώσουν αυτό το κάτι που γύρευα.