29 Ιουν 2010

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΛΟΤΗΤΑ

Η έννοια του μέτρου αποτελεί ίσως τον πιο χαρακτηριστικό κανόνα σε ότι αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά και γενικότερα την αντίληψη του ανθρώπου για τον κόσμο, καθώς και τον τρόπο με τον οποίον ο άνθρωπος κατανοεί την πραγματικότητα.

Το μέτρο είναι στην ουσία ένας κανόνας σύμφωνα με τον οποίο συγκρίνουμε κάθε μας σκέψη και πράξη με ένα πρότυπο το οποίο, και θεωρούμε ως το μέτρο αναφοράς. Σε αυτήν τη διαδικασία ο λόγος (αναλογία) μας δίνει και μιαν αίσθηση του πόσο ‘απέχουμε’ από το αντίστοιχο μέτρο αναφοράς, έτσι ώστε ακόμη κι όταν λειτουργούμε ‘εκτός ορίων’, και πάλι το πόσο ‘έξω’ βρισκόμαστε από τα όρια καθορίζεται σε σχέση με το αντίστοιχο πρότυπο ή μέτρο αναφοράς.

Στο βιβλίο του (Wholeness and the Implicate Order) o Bohm ασχολείται τόσο με την έννοια του μέτρου, όσο και, ακόμη βαθύτερα, με το πώς αυτή η έννοια παράγεται. Στις πρώτες κοινωνίες το μέτρο είχε να κάνει με τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση και ήταν συνυφασμένο με την έννοια της αρμονίας τόσο στην τέχνη και στην επιστήμη όσο και στην καθημερινότητα. Κι ενώ στις Δυτικές κοινωνίες το μέτρο αποτέλεσε έναν τρόπο διαίρεσης και κατακερματισμού της πραγματικότητας μέσω του χωρισμού στα επιμέρους και της μέτρησης ως αποδεκτής επιστημονικής διαδικασίας, αντίθετα στην Ανατολή το μέτρο διατήρησε τον ολιστικό του χαρακτήρα θεωρούμενο ως κατ’ ουσία κάτι το επίπλαστο, δημιουργημένο από τις ανάγκες του ανθρώπινου μυαλού και της κοινωνίας, έτσι ώστε ο άνθρωπος θα έπρεπε μέσω του διαλογισμού και άλλων διαισθητικών τεχνικών να έρθει σε επαφή με την παγκόσμια αρμονία και να βρεθεί σε μια ενότητα με την προγενέστερη κατάσταση του μέτρου, δηλαδή την ένωσή του με το ακαταμέτρητο.

Πώς μπορεί όμως ο σύγχρονος άνθρωπος να έρθει σε επαφή και να μετουσιώσει μέσα του αυτήν την πρωταρχική κατάσταση που υπάρχει πριν από το μέτρο και μέσω της οποίας το μέτρο θα παράγεται; Το σύνηθες λάθος που μπορεί κάποιος άνθρωπος να κάνει είναι να θεωρήσει ότι η δική του αίσθηση για το μέτρο είναι και η σωστή, η επιβεβλημένη, η αντικειμενική. Με αυτόν τον τρόπο όμως κάποιος πέφτει στην παγίδα να πιστέψει ότι τα δικά του δημιουργήματα της σκέψης και η ιδέα που έχει για τον κόσμο είναι και η αληθινή, η μόνη πραγματικότητα. Ακόμη κι αν κάποιος αναπαράγει μηχανικά και άκριτα κάποιες ιδέες σχετικά με το ακαταμέτρητο, το αέναο ή το άρρητο που προϋπάρχει της ανθρώπινης σκέψης, απλά εντάσσει το ακαταμέτρητο στα πλαίσια της δικής του αντίληψης για τον κόσμο με αποτέλεσμα αυτό που ο ίδιος ονομάζει και κατανοεί ως ακαταμέτρητο να είναι απλά ένα μετρήσιμο αποτέλεσμα της σκέψης του.

Χρειάζεται επομένως ο άνθρωπος να χρησιμοποιήσει κάθε πτυχή της δημιουργικής σκέψης και έμπνευσης έτσι ώστε χρησιμοποιώντας τόσο τις μεθόδους της σύγχρονης επιστήμης όσο και τεχνικές διαισθητικές, όπως η ενόραση και ο διαλογισμός, να φτάσει σε ένα επίπεδο σκέψης που το μέτρο και το μη μετρήσιμο θα είναι οι δύο συμπληρωματικές όψεις της πραγματικότητας δεμένες άρρηκτα τόσο μεταξύ τους όσο και με τον άνθρωπο σε μία κατάσταση συνολικής και αρμονικής κατανόησης και συμβίωσης του ανθρώπου με τον κόσμο.


5 Ιουν 2010

Ολότητα και η Ελλοχεύουσα Τάξη- Επέκταση


Κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις όπου η ανθρώπινη σκέψη χρειάστηκε να εγκαταλείψει παλαιότερες ανεπαρκείς απόψεις για τον κόσμο προς όφελος νέων αποτελεσματικότερων απόψεων. Το αν αυτή η αλλαγή παραδείγματος, όπως λέγεται, οδήγησε σε μία απλή βελτίωση της άποψής μας για τον κόσμο ή σε μία ριζική αναθεώρησή της, είχε προφανώς να κάνει με την αντίστοιχη αναγκαιότητα. O Bohm, στο βιβλίο του ‘Ολότητα και η Ελλοχεύουσα Τάξη’ θεωρεί πως αυτή η νέα γνώση μπορεί να επιτευχτεί με δύο τρόπους, είτε μέσω της ‘προσαρμογής’ (accommodation) ή μέσω της ‘αφομοίωσης’ (assimilation):

‘‘Είναι σχετικό με αυτό το θέμα να θεωρήσουμε την περιγραφή του Piaget για τη νοήμονη αντίληψη με όρους δύο συμπληρωματικών εννοιών: προσαρμογή (accommodation) και αφομοίωση (assimilation)… Παραδείγματα προσαρμογής είναι το ταίριασμα σε ένα πλαίσιο, η μίμηση, η προσαρμογή στους κανόνες, κλπ. Από την άλλη μεριά, η λέξη ‘αφομοιώνω’ σημαίνει διαμορφώνω κάτι σε ένα κατανοητό και αδιαχώριστο σύνολο. Επομένως, αφομοιώνω σημαίνει ‘κατανοώ…’ Είναι φανερό ότι στη νοήμονη αντίληψη, η κύρια έμφαση πρέπει να δοθεί στην αφομοίωση, ενώ η προσαρμογή τείνει να διαδραματίζει ένα δευτερεύοντα ρόλο με την έννοια ότι η κύρια σημασία της είναι να βοηθά την αφομοίωση…

Φανερά, μια τέτοια αντίληψη μπορεί να λάβει χώρα οποιαδήποτε στιγμή, και δεν περιορίζεται σε ασυνήθιστες ή ανατρεπτικές περιόδους όταν οι παλιές τάξεις πραγμάτων δεν μπορούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Αντίθετα, κάποιος μπορεί να βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα να εγκαταλείψει παλιές έννοιες, που μπορεί να είναι είτε ευρείες είτε περιορισμένες, και να αντιληφθεί νέες έννοιες που μπορεί να είναι σχετικές με τα νέα δεδομένα. Έτσι, η κατανόηση των γεγονότων με την αφομοίωσή τους στη νέα τάξη πραγμάτων μπορεί να γίνει ο κανονικός τρόπος επιστημονικής έρευνας.

Είναι επομένως φανερό, ότι οι αλλαγές στην τάξη και στο μέτρο οδήγησαν σε νέους τρόπους διεξαγωγής πειραμάτων και σε νέα είδη οργάνων, που με τη σειρά τους οδήγησαν σε νέες τάξεις και μέτρα. Σε αυτήν την πορεία, τα πειραματικά δεδομένα προσφέρουν στην πρώτη περίπτωση τον έλεγχο των θεωρητικών εννοιών… Στο βαθμό που ένα κοινό μέτρο επικρατεί, η θεωρία που χρησιμοποιείται δεν χρειάζεται να αλλαχθεί. Αν το κοινό μέτρο βρεθεί ανεφάρμοστο, τότε το πρώτο βήμα είναι να δούμε αν μπορεί να επαναπροσδιοριστεί με κάποιο είδος προσαρμογής έτσι ώστε η ελλοχεύουσα τάξη να μείνει αναλλοίωτη. Αν, ύστερα από αρκετές προσπάθειες, μια τέτοια προσαρμογή δεν μπορεί να επιτευχθεί, τότε αυτό που μένει είναι μια νέα αντίληψη όλης της κατάστασης…

Όπως η σχετικότητα και η κβαντική θεωρία έχουν δείξει ότι δεν έχει νόημα να διαχωρίζουμε το όργανο παρατήρησης από το αντικείμενο που παρατηρείται, έτσι και οι θεωρήσεις μας εδώ δείχνουν ότι δεν έχει κανένα νόημα να διαχωρίσουμε το παρατηρημένο γεγονός (μαζί με τα χρησιμοποιούμενα όργανα) από τις θεωρητικές έννοιες της τάξης που βοηθούν στο να ‘σχηματιστεί’ αυτό το γεγονός. Καθώς προχωράμε να αναπτύξουμε αυτές τις έννοιες της τάξης πέρα από τη σχετικότητα και την κβαντική θεωρία, θα ήταν προτιμότερο ίσως να μην προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε κατευθείαν αυτές τις έννοιες σε επίκαιρα προβλήματα που έχουν προκύψει από το παρόν πλαίσιο των πειραματικών δεδομένων. Αντίθετα, αυτό που απαιτείται είναι να αφομοιώσουμε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο τα δεδομένα της φυσικής στις νέες θεωρητικές έννοιες της τάξης. Αφού αυτό το γεγονός θα έχει αφομοιωθεί, θα μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά σε νέους τρόπους σύμφωνα με τους οποίους τέτοιες έννοιες περί τάξης θα μπορούσαν να δοκιμαστούν και ίσως να επεκταθούν σε διάφορες κατευθύνσεις… Η πραγματικότητα και η θεωρία φαίνονται έτσι ως διαφορετικές εκδοχές μιας ολότητας στην οποία η ανάλυση σε χωριστά και αλληλεπιδρώντα μέρη δεν έχει θέση.’’


Στη συνέχεια ο Bohm για να δείξει αυτήν τη σχέση ανάμεσα στην ολότητα του φυσικού κόσμου και στον αποσπασματικό τρόπο που άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο, αναλύει αντίστοιχα τις έννοιες ενός φακού και ενός ολογράμματος:

‘‘Ένα παράδειγμα της πολύ στενής σχέσης ανάμεσα στο πείραμα και στη θεωρία μπορεί να δειχθεί θεωρώντας ένα φακό, ο οποίος υπήρξε πράγματι ένα από τα κύρια κλειδιά ανάπτυξης της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης. Το βασικό χαρακτηριστικό ενός φακού είναι, όπως φαίνεται στην Εικ. 6.1, ότι σχηματίζει μια εικόνα στην οποία ένα δεδομένο σημείο Ρ του αντικειμένου αντιστοιχεί (με ένα μεγάλο βαθμό προσέγγισης) σε ένα σημείο Q στην εικόνα. Αποκαθιστώντας έτσι την αντιστοιχία μεταξύ συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του αντικειμένου και της εικόνας με αυστηρή ακρίβεια, ο φακός ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό την αντίληψη του ανθρώπου για τα διάφορα μέρη ενός αντικείμενου και της σχέσης μεταξύ αυτών των μερών. Κατά αυτόν τον τρόπο, ενίσχυσε την τάση να σκεφτόμαστε με όρους ανάλυσης και σύνθεσης. Επιπλέον, έκανε εφικτή μια σημαντική επέκταση της κλασσικής τάξης ανάλυσης και σύνθεσης σε αντικείμενα που βρίσκονται πολύ μακριά, είναι πολύ μεγάλα ή μικρά, ή που κινούνται πολύ γρήγορα ώστε να αναλυθούν μέσα από τη φυσική μας όραση. Ως αποτέλεσμα, οι επιστήμονες ενθαρρύνθηκαν να επεκτείνουν τις ιδέες τους και να σκεφτούν ότι μια τέτοια ανάλυση θα ήταν έγκυρη και ακριβής ανεξάρτητα από την απόσταση, κάτω από όλες τις συνθήκες, τα περιεχόμενα, και τις τάξεις προσέγγισης.

Ωστόσο…, η σχετικότητα και η κβαντική θεωρία υπονοούν την αδιαίρετη ολότητα, σύμφωνα με την οποία η ανάλυση σε διακριτά και καλά καθορισμένα μέρη είναι άτοπη. Υπάρχει άραγε κάποιο όργανο που μπορεί να μας δώσει μία άμεση αντιληπτική ικανότητα σε αυτό που εννοούμε ως αδιαίρετη ολότητα, όπως ο φακός μας έδωσε για αυτό που ονομάσαμε ανάλυση σε διακριτά μέρη; Θεωρούμε εδώ ότι μπορεί κάποιος να αποκτήσει μια τέτοια ενόραση με ένα ολόγραμμα.


Όπως φαίνεται στην Εικ. 6.2 φως σε φάση από ένα laser περνά από έναν ημιδιάφανο καθρέφτη. Ένα μέρος της ακτίνας του φωτός πηγαίνει κατευθείαν στη φωτογραφική πλάκα, ενώ το υπόλοιπο μέρος ανακλάται ώστε να βρει κάποιο αντικείμενο. Αυτό το κομμάτι της δέσμης ανακλάται από το αντικείμενο και επίσης καταλήγει στη φωτογραφική πλάκα, όπου συμβάλλει με το μέρος της δέσμης που καταλήγει στη φωτογραφική πλάκα κατευθείαν. Το σχέδιο συμβολής που καταγράφεται στη φωτογραφική πλάκα όχι μόνο είναι πολύπλοκο αλλά επιπλέον τόσο λεπτό που συνήθως δεν είναι καν ορατό με γυμνό οφθαλμό. Ωστόσο, είναι κατά κάποιον τρόπο σχετικό με το αντικείμενο που απεικονίζει, αν και με έναν ιδιαίτερα έμμεσο τρόπο.


Αυτή η σχέση ανάμεσα στο σχέδιο συμβολής και στο απεικονιζόμενο αντικείμενο αποκαλύπτεται όταν η φωτογραφική πλάκα φωτιστεί με κάποιο φως laser. Όπως φαίνεται στην Εικ. 6.3, δημιουργείται ένα φωτεινό μέτωπο κύματος το οποίο μοιάζει πολύ με εκείνο που δημιουργήθηκε αρχικά πάνω στο απεικονιζόμενο αντικείμενο. Κοιτάζοντας κάποιος στην κατεύθυνση αυτού του κύματος, κάποιος μπορεί να δει το αρχικό αντικείμενο να προβάλλεται μέσα στο χώρο, τρισδιάστατα, και από διαφορετικές γωνίες (σαν μέσα από παράθυρο.) Αν τώρα φωτίσουμε μόνο ένα μέρος R της φωτογραφικής πλάκας και πάλι θα δούμε ολόκληρο το αντικείμενο, αν και αυτή τη φορά πιο θολό και με λιγότερες επιλογές οπτικών γωνιών (σαν μέσα από ένα μικρότερο παράθυρο).

Είναι, δηλαδή, σαφές ότι δεν υπάρχει ένα- προς- ένα αντιστοιχία ανάμεσα στα διάφορα μέρη του αντικειμένου και στα μέρη του ‘αντικειμένου στη φωτογραφική πλάκα.’ Αντίθετα, το σχέδιο συμβολής σε κάθε περιοχή R της πλάκας έχει να κάνει με ολόκληρη τη δομή, και κάθε μέρος του αντικειμένου έχει να κάνει με ολόκληρο το σχέδιο συμβολής πάνω στην πλάκα… Εξαιτίας των κυματικών ιδιοτήτων του φωτός, ακόμη κι ένας φακός δεν μπορεί να παράγει μια ακριβή ένα- προς- ένα αντιστοιχία. Ο φακός επομένως μπορεί να θεωρηθεί ως μια ειδική περίπτωση του ολογράμματος.’’

Πώς μεταφέρεται η πληροφορία αποθηκευμένη σε ένα ολόγραμμα και η οποία προβάλλεται σε μια περιοχή του χώρου; Προφανώς, μεταφέρεται μέσω του φωτός, ή γενικότερα με το μέσο διάδοσης, έτσι ώστε να δημιουργείται μια συνολική διαδικασία μεταφοράς της πληροφορίας, που ο Bohm ονομάζει ‘ολοκίνητο’ (holomovement):


‘‘Ένα πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ελλοχεύουσας τάξης μπορεί να επιδειχθεί στο εργαστήριο, με ένα διάφανο δοχείο που περιέχει ένα υγρό με μεγάλο ιξώδες, όπως μελάσα, εφοδιασμένο με έναν μηχανικό αναδευτήρα που μπορεί να ανακατέψει το υγρό αργά και σταθερά. Αν μια αδιάλυτη σταγόνα από μελάνι τοποθετηθεί μέσα στο υγρό και ο αναδευτήρας τεθεί σε κίνηση, η σταγόνα του μελανιού μεταμορφώνεται σταδιακά σε μια γραμμή που εκτείνεται σε όλο το υγρό και φαίνεται σαν να διανέμεται λίγο- πολύ ‘τυχαία’ έτσι ώστε να μοιάζει σαν γκρίζα σκιά. Αλλά αν ο αναδευτήρας τώρα τεθεί σε αντίστροφη περιστροφή, αντιστρέφεται και η μορφή του μελανιού, και η σταγόνα του μελανιού ξαφνικά επανεμφανίζεται ανασυγκροτημένη.

Όταν η σταγόνα ήταν κατανεμημένη με έναν τυχαίο τρόπο, είχε σε κάθε περίπτωση κάποια μορφή τάξης διαφορετική από εκείνη, για παράδειγμα, μιας άλλης σταγόνας τοποθετημένης αρχικά σε ένα άλλο σημείο του υγρού. Αλλά αυτή η τάξη είναι αναδιπλωμένη ή ελλοχεύουσα στην ‘γκρίζα μάζα’ που φαίνεται μέσα στο υγρό. Πράγματι, με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε κάποιος να αποθηκεύσει μια ολόκληρη εικόνα. Διαφορετικές εικόνες θα φαίνονταν αδιαχώριστες αλλά θα είχαν διαφορετικούς βαθμούς ελλοχεύουσας τάξης, που θα αποκαλύπτονταν κατά την εξωτερίκευσή τους, καθώς η μηχανή ανάδευσης θα περιστρεφόταν στην αντίθετη κατεύθυνση…

Ας υποθέσουμε, τώρα, ότι αφού ‘αναδιπλώσουμε’ αρκετές σταγόνες με αυτόν τον τρόπο, αντιστρέφουμε τη φορά του αναδευτήρα, αλλά τόσο γρήγορα που η κάθε σταγόνα να μην ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες. Τότε θα δούμε ένα ‘ακέραιο’ αντικείμενο (π.χ., ένα σωματίδιο) να κινείται στο χώρο. Αυτό το αντικείμενο εμφανίζεται στην οπτική αντίληψη κυρίως επειδή το μάτι δεν είναι ευαίσθητο σε συγκεντρώσεις κάτω από ένα όριο, έτσι ώστε κάποιος δεν βλέπει άμεσα τη ‘συνολική κίνηση.’ Αντίθετα, η αντίληψη αναδύει ένα μόνο χαρακτηριστικό της κίνησης. Με άλλα λόγια, κάνει αυτό το χαρακτηριστικό να ξεχωρίζει ενώ το υπόλοιπο υγρό φαίνεται μόνο σαν ένα ‘γκρίζο υπόβαθρο,’ μέσα στο οποίο το σχετικό ‘αντικείμενο’ μοιάζει να κινείται…’’

Πόσο πραγματικό είναι άραγε αυτό το ‘αντικείμενο,’ το οποίο εμφανίζεται μέσω του ολογράμματός του; Σίγουρα οι σταγόνες από το μελάνι είναι πραγματικές, παρότι το ‘ψάρι’ που σχηματίζεται είναι ένα φανταστικό πλάσμα. Το φανταστικό αυτό αντικείμενο, ωστόσο, είναι που προσδιορίζει τη συνολική διαδικασία και της δίνει τη δυνατότητα περιγραφής και το νοηματικό της πλαίσιο. Μπορούμε ακόμη να επεκτείνουμε αυτόν το συλλογισμό σε γνωστά παραδείγματα από τον καθημερινό κόσμο, καθώς και τον κόσμο της φυσικής. Στην κβαντική σύζευξη, για παράδειγμα, αντί να θεωρήσουμε τα δύο ‘σωματίδια’ ως ‘χωριστά,’ μπορούμε να τα δούμε ως μέρη ενός συνολικού ‘αντικειμένου’ ή διαδικασίας, έτσι ώστε να αποκτήσουμε μια διαφορετική και πλήρη αντίληψη του φαινομένου:


‘‘Κάποιος μπορεί να δει στο ‘κβαντικό περιεχόμενο’ μια ανάλογη ομοιότητα με τις τάξεις κίνησης στα παραδείγματα που προηγήθηκαν. Έτσι, όπως φαίνεται στην Εικ. 6.8 τα ‘στοιχειώδη σωματίδια’ ανιχνεύονται μέσω των ιχνών που αφήνουν πάνω σε κατάλληλα μέσα (π.χ. φωτογραφικό φιλμ, θαλάμους φυσαλίδων, κλπ). Τέτοια ίχνη πρέπει να τα βλέπουμε απλά σαν χαρακτηριστικά που γίνονται ορατά στην άμεση αντίληψη… Το να κάνουμε λόγο για ίχνος ενός ‘σωματιδίου’ σημαίνει τότε να υποθέσουμε ότι η αρχική τάξη κίνησης είναι παρόμοια με εκείνη στην άμεσα αντιληπτή περίπτωση.’’

Τι θα μπορούσε άραγε να προσφέρει μια ολογραφική θεώρηση του κόσμου; Προφανώς, θα μας βοηθούσε να αντιληφτούμε τον κόσμο ως ένα σύνολο, από το οποίο εμείς βλέπουμε μόνο ένα μέρος. Μια τέτοια συνολική αντιμετώπιση θα μας βοηθούσε να αναγνωρίσουμε τις ελλοχεύουσες διαδικασίες που αποτελούν τον κόσμο σε ένα πιο θεμελιώδες επίπεδο. Με αυτήν την έννοια, η διάκριση των επιμέρους διαδικασιών σε αυτόνομα μέρη γίνεται άτοπη, καθώς αυτό που αποκτά σημασία στην περιγραφή είναι η συνύπαρξη και η συνεργασία μέσα σε ένα αδιαίρετο όλο:

‘‘Ωστόσο, όλη η συζήτηση σχετικά με τη νέα ελλοχεύουσα τάξη στην κβαντική θεωρία δείχνει ότι μια τέτοια περιγραφή δεν επαρκεί. Για παράδειγμα, η ανάγκη να περιγράψουμε την κίνηση ασυνεχώς με την έννοια των ‘κβαντικών αλμάτων’ προϋποθέτει ότι η έννοια μιας καλά καθορισμένης τροχιάς που συνιστά το χνάρι του σωματιδίου, δεν έχει νόημα. Σε κάθε περίπτωση, οι κυματο-σωματιδιακές ιδιότητες της ύλης δείχνουν ότι η συνολική κίνηση εξαρτάται από όλη την πειραματική διάταξη με τρόπο που δεν είναι συνεπής με την ιδέα της αυτόνομης κίνησης τοπικά εντοπισμένων σωματιδίων…

Σε κάθε περίπτωση, στην άμεση αντίληψη φαίνεται μια εξωτερικευμένη τάξη που δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτόνομη. Στο παράδειγμα με το υγρό, η εκπεφρασμένη τάξη καθορίζεται σαν μια τομή της ελλοχεύουσας τάξης της ‘συνολικής κίνησης’ του υγρού και της ελλοχεύουσας τάξης των διαφορετικών πυκνοτήτων του μελανιού όπως αποκαλύπτεται από την αντίληψη. Στο κβαντικό περιεχόμενο, θα υπάρχει παρόμοια μια τομή ανάμεσα στην ελλοχεύουσα τάξη κάποιας ‘συνολικής κίνησης’ η οποία αντιστοιχεί, για παράδειγμα, σε αυτό που έχουμε ονομάσει ‘ηλεκτρόνιο,’ και σε μια άλλη ελλοχεύουσα τάξη διαφορών που αναδύονται και καταγράφονται από τα όργανα. Έτσι, η λέξη ‘ηλεκτρόνιο’ δεν πρέπει να θεωρείται κάτι περισσότερο από ένα όνομα που χρησιμοποιούμε για ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του ολοκίνητου, και το οποίο χαρακτηριστικό μπορεί να αναλυθεί μόνο αν λάβουμε υπόψη τη συνολική πειραματική κατάσταση και που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με όρους εντοπισμένων στο χώρο αντικειμένων που κινούνται αυτόνομα… Οπότε, φτάνουμε σε μια νέα γενική περιγραφική τάξη σύμφωνα με την οποία ‘κάθε τι υπάρχει πίσω από κάθε τι άλλο’ στα πλαίσια μιας αδιαίρετης ολότητας.’’
=====



Η ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΑΝ ΕΝΔΕΙΞΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ- Μέρος Α
Η ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΑΝ ΕΝΔΕΙΞΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ- Μέρος Β

27 Απρ 2010

Η άγνωστη Ψ


Είναι ο τρόπος με τον οποίο, αν υποθέσουμε πως στο σύμπαν υπάρχει κάτι 'θετικό' και κάτι άλλο 'αρνητικό', συνδέονται οι δυο διαφορετικές φύσεις του κόσμου. Βλέπετε ήδη το πρώτο παράδοξο; Δημιουργήσαμε ευθύς εξαρχής μία 'σύνδεση' ενώ τα επιμέρους τμήματά της βρίσκονταν μέσα στη δευτερεύουσα πρόταση. Σε επίπεδο φυσικής αυτό ονομάζεται 'υπόθεση της απόφασης'. Αυτή η έννοια του 'δυνατού' με τη μορφή, ας πούμε, της ενέργειας 'ενός μέσα στο άλλο' είναι που κατακλύζει τον κόσμο. Σαν τους κυματισμούς που δημιουργεί στο νερό ένα βοτσαλάκι, το οποίο μπορεί να μην έχει πέσει ακόμη. Ωστόσο, από την ίδια τη στιγμή της αρχικής προεργασίας έχουν δρομολογηθεί τα 'μονοπάτια' μέσα στα οποία θα 'κινηθούν' τα βότσαλα.

Το αν ονομάσουμε 'δυναμικά' ή 'πιθανότητες' αυτές τις 'μελλοντικές' γραμμές των υποθέσεών μας είναι μάλλον δευτερεύον. Ωστόσο, υπάρχει μια καθοριστική 'διαχωριστική γραμμή' ανάμεσα στην αιτιοκρατία και στην πιθανοκρατία: η ελεύθερη βούληση. Είναι αλήθεια οι πράξεις μας, όσο και οι σκέψεις μας 'αυτόνομες' ή μήπως προέρχονται από ένα βαθύτερο, άγνωστο κόσμο 'ενστίκτων' και αναγκών; Προφανώς θα συμφωνήσουμε ως προς τη δεύτερη 'επιλογή'. Αλλά να άλλη μια παραδοξότητα: Πώς είναι επιλογή μας η αποδοχή του μοιραίου; Ή μήπως δεν υπάρχει 'μοιραίο' αλλά είναι μια στιγμιαία ερμηνεία της... ελεύθερης βούλησης;

Λοιπόν, το μόνο σίγουρο είναι ότι η ελεύθερή μου βούληση θα με αποτρέψει αυτή τη στιγμή να αποφύγω το μοιραίο! Ωστόσο, στο μυαλό μου συνέχεια περιφέρεται η έννοια της Ψ. Βέβαια υπάρχουν πολλές λέξεις που ξεκινούν από αυτό το γράμμα. Πιστεύω όμως πως θα συμφωνήσετε ότι η σημαντικότερη λέξη που αρχίζει από αυτό το γράμμα είναι η Ψυχή. Είναι όμως ένα τυχαίο γεγονός ότι επιλέξαμε το ίδιο γράμμα με αυτό που αρχίζει η 'Ψυχή' για να συμβολίσουμε μια κυματοσυνάρτηση; Αλήθεια τι είναι μια κυματοσυνάρτηση; Ουσιαστικά είναι το σύνολο όλων των δυνατών καταστάσεων μιας συλλογής πραγμάτων. Με τη γενικότερη έννοια είναι δηλαδή το ίδιο το σύμπαν, ή ίδια η Παγκόσμια Ψυχή:


Εντούτοις στην προκειμένη περίπτωση το 'αρνητικό' και το 'θετικό' είναι απλά οι δύο αντίθετες συνιστώσες της Ψυχής. Το I Ching. Το άσπρο και το μαύρο. Ή οι δύο 'up' ή 'down' διευθετήσεις της κυματοσυνάρτησης σε ό,τι αφορά το spin ενός ηλεκτρονίου. Πώς μπορούμε να κάνουμε ένα ηλεκτρόνιο να μας απαντήσει 'ναι' ή 'όχι' σε μια ερώτησή μας; Το μετράμε. Αν το βρούμε με spin 'up', μας έχει πει 'ναι'. Στην αντίθετη περίπτωση μας έχει πει 'όχι'. Ακριβώς όπως παίρνουμε 'ναι' και 'όχι' απαντήσεις με τη μαντική μέθοδο του I Ching. Βεβαίως, δεν μπορούμε να ξέρουμε εκ των προτέρων ποια θα είναι η απάντηση. Αν το ξέραμε, δεν θα είχε νόημα και η ερώτηση. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο βρίσκεται η σύγκρουση δύο κόσμων. Η ελεύθερη βούληση του παρατηρητή, ο οποίος θα προτιμούσε για παράδειγμα την απάντηση 'ναι', και η 'μοιραία θέληση' (ή απλά προκατεστημένες ιδιότητες) του ηλεκτρονίου. Αυτή εη σύγκρουση είναι αναπόφευκτη γιατί ο διαφορετικός 'προσανατολισμός' μας στη μέτρηση θα ανγκάσει το ηλεκτρόνιο να δώσει και διαφορετική απάντηση.

Γίνεται επομένως πιο σαφές ότι η 'μοίρα' μας καθορίζεται από τις επιλογές που κάνουμε 'τώρα' ή που ίσως κάναμε 'λίγο' πριν (ή πιο μετά) στο χρόνο. Θα μπορούσαμε να εκτελέσουμε ένα απλό πείραμα με ένα κέρμα. Την πρώτη φορά 'πετάμε' το κέρμα χωρίς να μας ενδιαφέρει τι θα φέρει. Τη δεύτερη φορά το πετάμε θέλοντας να μας πει 'ναι' (π.χ. 'κορώνα'.) Αν συγκρίνουμε τα αποτελέσματα, δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν τη δεύτερη φορά οι 'κορώνες' είναι κάπως περισσότερες από ότι τα 'γράμματα'. Αυτό ήταν άλλωστε και το 'επιλεγμένο αναπότρεπτο'. Η μόνη μας ένσταση στην προηγούμενη περίπτωση θα μπορούσε ουσιαστικά να είναι ότι ένα κέρμα δεν μας 'ακούει'. Ένας άνθρωπος μπορεί να μας πει 'ναι' περισσότερες φορές αν το απαιτήσουμε. Μπορούμε όμως να σκεφτούμε ότι δεν έχει σημασία που το κέρμα δεν 'καταλαβαίνει'. Αρκεί που 'ξέρουμε' εμείς. Στην πραγματικότητα όμως δεν αποτελούμε ένα σύνολο εμείς και το κέρμα;

Αυτή είναι η περίφημη σύζευξη (εν. κβαντική) ανάμεσα στον παρατηρητή και το παρατηρούμενο αντικείμενο. Η 'συνείδηση' μοιάζει να 'απλώνεται' ή να μοιράζεται και στα δυο μέρη, έτσι ώστε να μην ανήκει σε κανένα μοναδικά, αλλά συνολικά στο 'χώρο' του πειράματος. Αυτή είναι η κοινή 'κυματοσυνάρτηση' του παρατηρητή και του παρατηρούμενου αντικειμένου που αποτελείται από ζεύγη 'ναι-όχι'- 'παρατηρητής'- 'κέρμα'. Στην πραγματικότητα, σε ότι αφορά την κβαντική σύζευξη, μπορούμε να κάνουμε ένα ηλεκτρόνιο να μας λέει πάντα 'ναι' (αρκεί μια συγκεκριμένη διευθέτηση του ανιχνευτή). Γιατί όχι λοιπόν και μ' ένα κέρμα; Βεβαίως δεν ξέρω πώς θα μπορούσα (ή αν θα έβρισκα το κουράγιο) να ποσοτικοποιήσω έννοιες όπως, 'επιθυμία', 'οπτική γωνία', ή 'μέτρο της ψυχικής προβολής στο φυσικό κόσμο'. Το μόνο που αντιλαμβάνομαι πάντως είναι ότι η έννοια της 'Ψ' θα μπορούσε να συμπεριλάβει πολλές περισσότερες καταστάσεις από τις ιδιότητες της 'ύλης' που περιέχει σήμερα.


Σημ. Το παραπάνω πινακάκι δικό μου!

8 Απρ 2010

Μη αιτιακές συνδέσεις και το EPR παράδοξο


Στην κλασσική φυσική η σύνδεση μεταξύ των πραγμάτων αποκαθίσταται με σήματα. Για παράδειγμα, η αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ουράνιων σωμάτων Α και Β προϋποθέτει ένα ‘βαρυτικό σήμα’ από, ας πούμε, το Α στο Β. Επιπλέον, ολόκληρη η διαδικασία είναι αιτιακή (ενώ η αιτιότητα σχετίζεται με το χρόνο, η τοπικότητα σχετίζεται με το χώρο), πράγμα που σημαίνει ότι το Β μπορεί να αντιδράσει μόνο αν λάβει ένα σήμα από το Α. Πρέπει επίσης να τονίζουμε μια τρίτη θεμελιώδη κλασσική έννοια, αυτή του ρεαλισμού (ή ντετερμινισμού) σχετικά με τα φυσικά φαινόμενα. Αυτό σημαίνει ότι τα αντικείμενα Α και Β κατέχουν προκατεστημένες ιδιότητες (π.χ. μάζα), έτσι ώστε η αμοιβαία αλληλεπίδρασή τους μπορεί να πραγματοποιηθεί. Η υπόθεση της αιτιότητας έλαβε την πιο επίσημη μορφή της στη θεωρία της σχετικότητας του Einstein. Ένα από τα δύο αξιώματα αυτής της θεωρίας δηλώνει ότι τίποτα δεν μπορεί να διαδοθεί γρηγορότερα από τη ταχύτητα του φωτός.

Στην κβαντική φυσική ολόκληρη η κατάσταση αλλάζει. Δεν είναι απλά θέμα ‘πολύ μικρών πραγμάτων `που συμπεριφέρονται μάλλον παράξενα’ αλλά κάτι που έχει να κάνει με κάποιες θεμελιώδεις ιδιότητες της φύσης που αποκαλύπτονται μέσω της αρχής της αβεβαιότητας. Με απλά λόγια, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα σε αυτήν την ζωή χωρίς να επιστρέψουμε κάτι πίσω! Κβαντικά μιλώντας, οι ιδιότητες των πραγμάτων είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους με τέτοιο τρόπο ώστε όταν μετράμε μια ιδιότητα το σύστημα έχει διαταραχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε μια άλλη ιδιότητα να έχει αλλάξει (ένα γνωστό παράδειγμα είναι αυτό της σύζευξης θέσης- ορμής).

Μέχρι εδώ όλα καλά: Έχουμε διατηρήσει το ντετερμινισμό ασφαλή επειδή τα αντικείμενα έχουν ακόμα προκαθορισμένες ιδιότητες. Αλλά η κβαντική παραδοξότητα σχετικά με την αβεβαιότητα στις μετρήσεις οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε στα σίγουρα τι συμβαίνει στο σύστημά μας όταν δεν το παρατηρούμε. Πού βρίσκεται; Ποιες είναι οι ιδιότητές του κατά τη διάρκεια αυτής της ‘νεκρής’ περιόδου; Μπορεί να είχε προκαθορισμένες ιδιότητες, εντούτοις όχι μόνο αυτές οι ιδιότητες είναι μη προσβάσιμες αλλά και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ίδια μας τη μέτρηση. Έτσι, αυτό που έχουμε εδώ είναι μια ‘αιτιοκρατία των μετρήσεων’ ενώ σε όλες τις άλλες πιθανές καταστάσεις κάνουμε στατιστικές προβλέψεις για το σύστημα (γνωστές ως ‘επικάλυψη’).

Ενώ αυτή η πιθανολογική προσέγγιση αποκλείει τον ντετερμινισμό ‘ανάμεσα στα Α και Β,’ το ‘αξίωμα της μέτρησης (ή παρατήρησης)’ οδηγεί σε μια μη- αιτιακή εξήγηση σχετικά με την ‘αλληλεπίδραση’ των δύο αντικειμένων Α και Β: Καθώς τα πράγματα στην κβαντική θεωρία περιγράφονται από κυματοσυναρτήσεις, αν τα αντικείμενα Α και Β συζεύγνυνται μεταξύ τους με κάποιο νόμο διατήρησης, και αν η συζευγμένη ιδιότητά τους αποδίδεται από τη μέτρηση, τότε αυτά τα δύο αντικείμενα θα πρέπει να ‘αλληλεπιδράσουν’ ακαριαία τη στιγμή της μέτρησης με την ‘κατάρρευση’ της κοινής τους κυματοσυνάρτησης. Αυτό σημαίνει ότι κατά μια κλασσική έννοια τα δύο αντικείμενα πρέπει να αλληλεπιδράσουν με σήματα που τρέχουν με ταχύτητα μεγαλύτερη από τη ταχύτητα του φωτός. Αυτό είναι η ουσία του EPR παραδόξου, ένα συμπέρασμα το οποίο ο Einstein αποκάλεσε ‘στοιχειωμένη δράση από απόσταση.’

Από αυτό το σημείο και μετά, ήταν ο Bell που απέδειξε στατιστικά… το ίδιο το EPR παράδοξο! Αυτό που απέδειξε είναι ότι αν υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ δυο συζευγμένων κβαντικών καταστάσεων (δηλ., δύο αντικείμενα συνδεδεμένα με κάποιο νόμο συντήρησης), τότε αυτή η αλληλεπίδραση πρέπει να υπερβεί τη ταχύτητα του φωτός (ένα γεγονός που παραβιάζει τον ίδιο το νόμο διατήρησης). Με αυτό εννοούμε ότι μια κλασσική θεωρία δεν μπορεί να εξηγήσει τα αποτελέσματα της κβαντικής θεωρίας.

Ναι, αλλά μπορεί η κβαντική θεωρία; Πρέπει βεβαίως σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε το πείραμα του Aspect που επιβεβαίωσε το EPR παράδοξο χρησιμοποιώντας τις ανισότητες του Bell. Έδειξε ότι ο χρόνος της αμοιβαίας αλλαγής δυο συζευγμένων καταστάσεων είναι μικρότερος από το χρόνο που θα χρειαζόταν ένα σήμα που θα έτρεχε με την ταχύτητα του φωτός. Εντάξει, αυτό είναι ένα γεγονός. Αλλά ποιο είναι το συμπέρασμα; Αν μια κλασσική διάδοση σήματος (δηλ., αλληλεπίδραση) δεν είναι αρκετή, τότε ποιο είδος χωρίς- σήματα σύνδεσης έχουμε εδώ; Μπορούμε να πούμε, διατηρώντας την κλασσική σκέψη, ότι κάποιο είδος ταχύτερων- του- φωτός σημάτων, συστατικών ενός άγνωστου πεδίου, υπάρχει; Θα μπορούσε να υπάρξει ένας θεμελιώδης χρόνος, για τα κβαντικά γεγονότα να πραγματοποιηθούν (κάποιο είδος κβαντικής βραχυστόχρονης κάποιου άγνωστου κβαντικού πεδίου) ή μήπως καν δεν υπάρχει χρόνος;

Λοιπόν, αυτό είναι ένα θέμα που ακόμη εκκρεμεί. Γεγονός είναι ότι η κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης (απλά το προκύπτον γεγονός) πραγματοποιείται ομοιόμορφα στο χώρο και το χρόνο. Στην πραγματικότητα τη στιγμή που ‘αποθανατίζουμε’ το γεγονός τα πάντα είναι καλά τακτοποιημένα σύμφωνα με τις στατιστικές προβλέψεις της κβαντικής θεωρίας. Επιπλέον, είναι ένα επίσης καλά τεκμηριωμένο γεγονός ότι το φαινόμενο της κβαντικής τηλεμεταφοράς (δηλ., ‘μετάδοσης’ κβαντικών καταστάσεων) είναι χωροχρονικά ανεξάρτητο. Φαίνεται ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως χώρο και χρόνο στις καθημερινές ζωές μας είναι μια δευτερεύουσα ιδιότητα που παράγεται από διαδικασίες σε ένα ‘βαθύτερο’ κβαντικό επίπεδο. Από την άλλη μεριά, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ο κόσμος αποτελείται όχι μόνο από αντικείμενα- πράγματα αλλά και από υποκείμενα- όντα. Φαίνεται ότι η ‘σύνδεσή μας με τον κόσμο’ πραγματοποιείται σε δύο επίπεδα: Ένα ‘βαθύτερο- μηχανικό,’ μη-συνειδητό και μη- αιτιακό (‘πριν να το καταλάβουμε’), και ένα άλλο ‘σαφώς- εκδηλωμένο,’ ‘γεμάτο χώρο- χρόνο και σήματα πληροφορίας.’ Γιατί ακόμη κι αν οι ‘δυνατότητές’ μας είναι ‘στατιστικά καθορισμένες’ με κάποιον μυστήριο ‘στοιχειωμένο’ τρόπο, η ελεύθερη βούληση δημιουργεί ‘το χώρο και το χρόνο μας:’ Το χρόνο για τις συνειδητές μας αποφάσεις και το χώρο για κάθε σκόπιμό μας βήμα!


Περαιτέρω: Μη- αιτιακές συνδέσεις-το παράδοξο των Einstein, Podolsky and Rosen

25 Μαρ 2010

Ολότητα και η Ελλοχεύουσα τάξη- Εισαγωγή


Clown fish

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, όχι μόνο από επιστημονική σκοπιά αλλά και για καθαρά προσωπικούς λόγους, να αναρωτηθούμε και να ερευνήσουμε το πώς δημιουργείται η αντίληψη του ανθρώπου για την πραγματικότητα. Ο περισσότερος κόσμος θεωρεί την πραγματικότητα ως κάτι το αυτονόητο, που υπήρχε πάντα και που, ως προς την ουσία του, δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας πράγματα που κάποτε θεωρούνταν σωστά, αληθή, ή πραγματικά, αναθεωρήθηκαν ώστε να μην έχουν την ίδια σημασία που είχαν κάποτε, ή ακόμα να μην θεωρούνται πλέον ως στοιχεία της πραγματικότητας. Επομένως, αυτό που θεωρούμε πως είναι η πραγματικότητα και αυτό που είναι η πραγματικότητα ‘καθαυτή’ μπορούν να είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Αυτή τη σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη νοημοσύνη και στην πραγματικότητα αναλύει ο Bohm στο βιβλίο του, ‘Wholeness and the Implicate Order.’ Όπως ο ίδιος λέει:

‘‘Είναι χρήσιμο εδώ να θεωρήσουμε πώς μια τέτοια διάκριση έχει προκύψει. Είναι ευρέως γνωστό, για παράδειγμα, ότι το μικρό παιδί συχνά το βρίσκει δύσκολο να ξεχωρίσει τα περιεχόμενα της σκέψης του από τα πραγματικά αντικείμενα (π.χ., μπορεί να φαντάζεται ότι αυτά τα περιεχόμενα είναι ορατά στους άλλους, στον ίδιο βαθμό που είναι ορατά και στον ίδιο, και μπορεί να φοβάται αυτό που οι άλλοι ονομάζουν ‘ιδεατοί κίνδυνοι’ (imaginary dangers). Έτσι καθώς έχει την τάση να μπει σε μια διαδικασία αφελούς σκέψης (δηλ., χωρίς να είναι πλήρως συνειδητός ότι σκέφτεται), σε κάποιο στάδιο γίνεται συνειδητός έχοντας συναίσθηση της διαδικασίας της σκέψης, όταν αντιλαμβάνεται ότι κάποια από τα ‘πράγματα’ που φαίνεται να αντιλαμβάνεται είναι στην πραγματικότητα ‘μόνο σκέψεις’ και επομένως ‘μη αντικείμενα’ (ή τίποτε) ενώ άλλα είναι ‘αληθινά’ (ή κάτι).

Ο πρωτόγονος άνθρωπος πρέπει συχνά να είχε βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση. Καθώς άρχισε να δημιουργεί το φάσμα των πρακτικών τεχνικών του σκέψεων στις σχέσεις του με τα πράγματα, τέτοιες νοητικές εικόνες έγιναν περισσότερο έντονες και πιο συχνές. Με σκοπό να εγκαθιδρύσει μια κατάλληλη ισορροπία και αρμονία στο σύνολο της ζωής του θα αισθάνθηκε πιθανώς της ανάγκη να αναπτύξει τη σκέψη του σχετικά με την ολότητα με έναν παρόμοιο τρόπο. Για αυτόν τον τελευταίο τρόπο σκέψης, η διάκριση ανάμεσα στη σκέψη και στο αντικείμενο είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στο να γίνει συγκεχυμένη. Έτσι, καθώς ο άνθρωπος άρχισε να σκέφτεται τις δυνάμεις της φύσης και τους θεούς, και καθώς οι καλλιτέχνες αναπαράστησαν ρεαλιστικές εικόνες ζώων και θεών, θεωρούμενες σαν να κατέχουν μαγικές ή υπερβατικές δυνάμεις, ο άνθρωπος οδηγήθηκε να αναμιχθεί σε ένα είδος σκέψης χωρίς καμιά φυσική αναφορά, το οποίο ήταν τόσο έντονο, τόσο επίμονο, και τόσο ‘ρεαλιστικό’ ώστε δεν μπορούσε πλέον να διατηρήσει μια σαφή διάκριση μεταξύ της νοητικής εικόνας και της πραγματικότητας.

Τέτοιες εμπειρίες πρέπει τελικά να οδήγησαν σε μια βαθύτερη επιθυμία να αποσαφηνιστεί αυτή η διάκριση (γεγονός που εκφράστηκε με ερωτήσεις του είδους ‘Ποιος είμαι;’, ‘Ποια είναι η φύση μου;’, ‘Ποια είναι η πραγματική σχέση μεταξύ του ανθρώπου, της φύσης και των θεών;’, κλπ.), γιατί αν παρέμενε μόνιμα μπερδεμένος για το τι είναι πραγματικό και τι όχι, θα ήταν μια κατάσταση που ο άνθρωπος θα έβρισκε τελικά ανυπόφορη, καθώς όχι μόνο καθιστά αδύνατη κάθε λογική προσέγγιση στα πρακτικά ζητήματα αλλά επίσης αποστερεί τη ζωή από κάθε νόημα.

Είναι φανερό, επομένως, ότι αργά ή γρήγορα, ο άνθρωπος στη γενική διαδικασία της σκέψης θα έκανε συστηματικές προσπάθειες να ξεκαθαρίσει αυτήν τη διάκριση. Μπορούμε να δούμε ότι σε κάποιο στάδιο πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι δεν αρκεί σε αυτήν τη διαδικασία να γνωρίζουμε απλά πώς ξεχωρίζουν συγκεκριμένες σκέψεις από συγκεκριμένα πράγματα. Μάλλον, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε αυτήν τη διάκριση καθολικά. Ίσως, τότε, ο πρωτόγονος άνθρωπος ή το μικρό παιδί να έχουν μία αναλαμπή διόρασης στην οποία να δουν, πιθανώς χωρίς να το εκφράσουν λεκτικά, ότι η σκέψη σαν όλο πρέπει να διακριθεί από το σύνολο όσων δεν είναι σκέψη.’’

Η προσέγγιση του Bohm είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική, αφού ουσιαστικά δίνει το όριο ανάμεσα στο ‘φυσικό’ ή πραγματικό και στο παράλογο, αυτό δηλαδή που είναι προϊόν της φαντασίας. Ωστόσο, για να κατανοήσουμε αυτήν τη διάκριση ανάμεσα στο τι είναι πραγματικότητα και το τι είναι φανταστικό, θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τόσο τη φύση της πραγματικότητας, όσο και τη φύση της ανθρώπινης σκέψης. Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος, αυτό του τι είναι πραγματικότητα, ο Bohm μας λέει:

Θεωρώ ότι η ουσία της έννοιας της διαδικασίας (της πραγματικότητας) δίνεται από την εξής πρόταση: Όχι μόνο τα πάντα αλλάζουν, αλλά τα πάντα είναι ροή. Δηλαδή, ποια είναι η διαδικασία καθαυτή, ενώ όλα τα αντικείμενα, τα γεγονότα, οι οντότητες, οι συνθήκες, οι δομές, κ.λπ., είναι μορφές που μπορούν να συναχθούν από αυτήν την διαδικασία.

Η καλύτερη εικόνα της διαδικασίας είναι ίσως αυτή ενός ρέματος που κυλά, του οποίου η ουσία δεν είναι ποτέ η ίδια. Σε αυτό το ρέμα, κάποιος μπορεί να δει ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σχέδιο δινών, κυματισμών, παφλασμών, κ.λπ., που δεν έχουν προφανώς καμία ανεξάρτητη ύπαρξη. Αντίθετα, προκύπτουν από τη ρέουσα κίνηση, καθώς εμφανίζονται και εξαφανίζονται μέσα στη συνολική διαδικασία της ροής. Μια τέτοια μεταβατική κατάσταση αυτών των αφηρημένων μορφών υπονοεί μια σχετική μόνο ανεξαρτησία ή αυτονομία της συμπεριφοράς, παρά την απολύτως ανεξάρτητη ύπαρξη θεμελιωδών μονάδων.’’

Σύμφωνα με τον Bohm, δηλαδή, η πραγματικότητα δεν είναι κάτι που προϋπάρχει, αλλά πρόκειται για μια επιλογή της ανθρώπινης συνείδησης από ένα πλήθος πιθανών ‘διαμορφώσεων’ σε ένα, πιο θεμελιώδες, επίπεδο ‘ροής πληροφοριών’ ή διαδικασιών. Θα δούμε τώρα πώς αυτό το επίπεδο των θεμελιωδών διαδικασιών συνδέεται με το επίπεδο της ανθρώπινης αντίληψης:

‘‘Έχοντας συζητήσει τι υπονοεί η έννοια της διαδικασίας σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας, ας εξετάσουμε τώρα πώς αυτή η έννοια συνδέεται με τη φύση της γνώσης. Φανερά, για να είναι κάποιος συνεπής, θα πρέπει να πει ότι η γνώση, επίσης, είναι μια διαδικασία, μια αφαίρεση από τη μία ολική ροή, η οποία είναι επομένως το έδαφος τόσο της πραγματικότητας όσο και της γνώσης αυτής της πραγματικότητας. Φυσικά, κάποιος μπορεί αρκετά εύκολα να εκφράσει με λόγια μια τέτοια έννοια, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο να μην ακολουθήσει τη γενική τάση να αντιμετωπίζεται η γνώση σαν ένα σύνολο από βασικές σταθερές αλήθειες, και επομένως όχι με τη φύση της διαδικασίας (π.χ., κάποιος μπορεί να αναγνωρίσει ότι η γνώση διαρκώς αλλάζει αλλά να πει ότι είναι συσσωρευτική, υπονοώντας με αυτόν τον τρόπο ότι τα βασικά στοιχεία της είναι αναλλοίωτες αλήθειες που πρέπει να ανακαλύψουμε). Πράγματι, με το να θεωρήσουμε και μόνο κάποιο απολύτως αμετάβλητο στοιχείο της γνώσης (όπως ότι 'τα πάντα ρει') καθιερώνουμε στο πεδίο της γνώσης κάτι που είναι μόνιμο• αλλά αν τα πάντα είναι ροή, τότε κάθε μέρος της γνώσης πρέπει να έχει την ύπαρξή του ως μία μορφή αφαιρεμένη στο στάδιο του γίγνεσθαι, έτσι ώστε δεν μπορεί να υπάρχει κανένα απολύτως αμετάβλητο στοιχείο της γνώσης.’’

Επομένως, η γνώση της πραγματικότητας αποτελεί και αυτή ένα μέρος της διαδικασίας της πραγματικότητας, έτσι ώστε και η γνώση να είναι μια αέναη διαδικασία ‘απόκτησης’ της πραγματικότητας. Τα ενδιαφέρον όμως είναι πώς αυτή η πραγματικότητα της διαδικασίας της γνώσης συνδέεται με την ανθρώπινη αντίληψη:

‘‘Ποια είναι, τότε, είναι η σχέση της νοημοσύνης με τη σκέψη; Σε συντομία, κάποιος μπορεί να πει ότι όταν η σκέψη λειτουργεί από μόνη της, είναι μηχανική και όχι ευφυής, επειδή επιβάλλει τη γενικά άσχετη και ακατάλληλη τάξη που προέρχεται από τη μνήμη. Η σκέψη είναι, εντούτοις, σε θέση να ανταποκριθεί όχι μόνο στη μνήμη αλλά και στην ανεξάρτητη αντίληψη η οποία μπορεί να δει, σε κάθε περίπτωση, αν κάποια διαδρομή σκέψης σχετίζεται και ταιριάζει ή όχι.

Κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί εδώ το παράδειγμα ενός ραδιοφωνικού δέκτη. Όταν η έξοδος του δέκτη ‘αναμεταδίδει’ στην είσοδο, ο δέκτης λειτουργεί από μόνος του, για να παραγάγει κυρίως άσχετο και χωρίς νόημα θόρυβο, αλλά όταν είναι ευαίσθητος στο σήμα του ραδιοκύματος, η τάξη της κίνησης ηλεκτρικών ρευμάτων στο εσωτερικό του (που μετασχηματίζονται σε ηχητικά κύματα) είναι παράλληλη με τη τάξη στο σήμα και έτσι ο δέκτης χρησιμεύει στο να οικειοποιήσει μια ευφυή τάξη που προέρχεται πέρα από το επίπεδο της δική του δομής. Θα μπορούσε έπειτα κάποιος να προτείνει ότι στην ευφυή αντίληψη ο εγκέφαλος και το νευρικό σύστημα αποκρίνονται άμεσα σε μια τάξη στην παγκόσμια και άγνωστη ροή που δεν μπορεί να αναχθεί σε τίποτα σχετικό με αναγνωρίσιμες δομές.’’

Έτσι λοιπόν η ανθρώπινη αντίληψη του κόσμου είναι μια κατάσταση ‘συντονισμού’ με ένα κοσμικό γίγνεσθαι, όπου η ανθρώπινη αντίληψη, ανάλογα με την ευαισθησία της, κατανοεί τον έναν ή τον άλλον συνδυασμό πραγμάτων ως πραγματικότητα. Σύμφωνα όμως με τον Bohm, η πλήρης συνειδητοποίηση του κόσμου μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αντίληψη της ολότητάς του:

‘‘Ενώ είναι κατά αυτόν τον τρόπο σαφές ότι τελικά η σκέψη και το αντικείμενο της σκέψης δεν μπορούν να αναλυθούν σωστά αν θεωρηθούν ότι υπάρχουν ξεχωριστά, είναι επίσης φανερό ότι στην άμεση ανθρώπινη εμπειρία κάποια τέτοια ανάλυση και τέτοιος διαχωρισμός πρέπει να γίνουν, τουλάχιστον προνοητικά, ή σαν σημείο αναφοράς. Πράγματι, η διάκριση ανάμεσα στο τι είναι πραγματικό και τι είναι καθαρή σκέψη και επομένως φανταστικό ή απατηλό είναι απολύτως απαραίτητη, όχι μόνο για την επιτυχία σε πρακτικά θέματα αλλά επίσης αν θέλουμε στο τέλος να διατηρήσουμε τη στοιχειώδη μας λογική…

Πράγματι, όλα τα ανθρώπινα κατασκευάσματα του γενικού μας περιβάλλοντος είναι, με αυτήν την έννοια, προεκτάσεις της διαδικασίας της σκέψης, γιατί οι μορφές τους, τα σχήματα, και οι τρόποι της κίνησής τους προέρχονται βασικά από τη σκέψη, και ενσωματώνονται σε αυτό το περιβάλλον, στη δραστηριότητα της ανθρώπινης εργασίας, που κατευθύνεται από αυτήν τη σκέψη. Αντίστροφα, κάθε τι στο περιβάλλον έχει, είτε από τη φύση του ή μέσω της ανθρώπινης δραστηριότητας, μια μορφή, ένα σχήμα, και έναν τρόπο κίνησης, το περιεχόμενου του οποίου ‘εισέρχεται’ μέσω της αντίληψης, ενεργοποιώντας τις αισθητηριακές αντιλήψεις οι οποίες αφήνουν ίχνη στη μνήμη και με αυτόν τον τρόπο συνεισφέρουν σαν θεμέλια των επόμενων σκέψεων.

Σε αυτήν τη συνολική κίνηση, κάποιο περιεχόμενο που αρχικά βρισκόταν στη μνήμη περνά με τρόπο συνεχή και γίνεται ένα κομμάτι αδιαίρετο από την πραγματικότητα, ένα ολόκληρο περιεχόμενο που βρισκόταν αρχικά στο περιβάλλον περνά και γίνεται ένα με τη μνήμη, έτσι ώστε (όπως δείξαμε νωρίτερα) από κοινού μνήμη και περιβάλλον ενώνονται σε μια μοναδική συνολική διαδικασία, της οποίας η ανάλυση σε ξεχωριστά μέρη (π.χ., σκέψη και αντικείμενο) δεν έχει τελικά κανένα νόημα…

Η ερώτηση κλειδί είναι, επομένως: Μπορούμε να γνωρίζουμε τη συνεχώς μεταβαλλόμενη και ρέουσα πραγματικότητα αυτής της αληθινής διαδικασίας της γνώσης;’ Αν μπορούμε να σκεφτούμε μέσω μιας τέτοιας συνειδητοποίησης, δεν θα μπερδέψουμε αυτό που δημιουργείται στη σκέψη με εκείνα που δημιουργούνται στην πραγματικότητα που είναι ανεξάρτητη από τη σκέψη. Και έτσι, η τέχνη της σκέψης με την ολότητα ως περιεχόμενό της μπορεί να αναπτυχθεί με τρόπο που να είναι ανεξάρτητος από τη σύγχυση έμφυτη σε εκείνες τις μορφές σκέψης που προσπαθούν να ορίσουν, ολοκληρωτικά, ποιο ‘το σύνολο της πραγματικότητας είναι’, και που τελικά μας οδηγούν να μπερδέψουμε το περιεχόμενο τέτοιας σκέψης για τη γενική τάξη μιας συνολικής πραγματικότητας που θα ήταν ανεξάρτητη από τη σκέψη.”

Υπάρχει τελικά κάποια αντικειμενική πραγματικότητα, ανεξάρτητη από τις ανάγκες και του σκοπού του ανθρώπου; Μα πώς θα μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο δυνατό, τη στιγμή που εμείς οι άνθρωποι ‘χρωματίζουμε’ κάθε τι με τις δικές μας ανάγκες, πεποιθήσεις και επιδιώξεις; Αν λοιπόν η πραγματικότητα είναι στενά και αναπόδραστα συνδεμένη με τις σκέψης μας, με μία αλληλεπιδρούσα σχέση, τότε αυτό που έχουμε να κάνουμε είναι να είμαστε όσο το δυνατό πιο ενεργοί και συνειδητοί απέναντι σε αυτήν τη διαδικασία της ‘αλήθειας της γνώσης,’ η οποία προφανώς δεν παύει να υφίσταται ούτε τερματίζεται ποτέ. Καταλήγοντας με τα λόγια του Bohm:

‘‘Οποιαδήποτε ιδιαίτερη μορφή σκέψης για την ολότητα πράγματι δείχνει έναν τρόπο επικοινωνίας με την πραγματικότητα, και έτσι έχει επιπτώσεις για το πώς μπορούμε να αντιδράσουμε σε αυτήν την επαφή. Εντούτοις, κάθε τέτοιος τρόπος αντιμετώπισης είναι περιορισμένος, με την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει στη γενική τάξη και στην αρμονία μόνο μέχρι κάποιο σημείο, πέρα από το οποίο παύει να σχετίζεται και να ταιριάζει. Τελικά, η πραγματική κίνηση της σκέψης που ενσωματώνει οποιαδήποτε συγκεκριμένη έννοια της ολότητας πρέπει να ιδωθεί ως διαδικασία, με συνεχώς μεταβαλλόμενη μορφή και περιεχόμενο. Αν αυτή η διαδικασία πραγματοποιηθεί κατάλληλα, με την προσοχή και τη συνειδητοποίηση της σκέψης στην πραγματική ροή του γίγνεσθαι, τότε δεν θα περιέλθει κάποιος στη συνήθεια να μεταχειρίζεται το περιεχόμενό της παθητικά σαν μια τελική και θεμελιωδώς στατική πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη σκέψη.

Ακόμη όμως και αυτή η δήλωση για τη φύση της σκέψης μας είναι μόνο μια μορφή στη συνολική διαδικασία του γίγνεσθαι, μια μορφή που υποδεικνύει μια ορισμένη τάξη της κίνησης του μυαλού, και ορισμένη διάθεση που χρειάζεται το μυαλό για να συμμετέχει αρμονικά σε τέτοια κίνηση. Έτσι δεν υπάρχει τίποτε τετελεσμένο. Ούτε μπορούμε να πούμε πού θα οδηγήσει. Προφανώς, πρέπει να είμαστε ανοικτοί σε περαιτέρω θεμελιώδεις αλλαγές της τάξης στη σκέψη μας καθώς συνεχίζουμε με τη διαδικασία. Τέτοιες αλλαγές πρέπει να έρθουν με νέες και δημιουργικές πράξεις διορατικότητας, οι οποίες είναι απαραίτητες για την τεταγμένη κίνηση τέτοιας σκέψης. Αυτό που προτείνουμε σε αυτό το κεφάλαιο είναι, επομένως, ότι μόνο μια άποψη της γνώσης ως αναπόσπαστο τμήμα της συνολικής ροής της διαδικασίας μπορεί γενικά να οδηγήσει σε μια πιο αρμονική και τακτική προσέγγιση της ζωή συνολικά, αντίθετα με μια στατική και αποσπασματική άποψη που δεν μεταχειρίζεται τη γνώση ως διαδικασία, και που διαχωρίζει τη γνώση από το υπόλοιπο της πραγματικότητας.’’
===============